Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Β: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομποτ: Κλειδί αλφαβητισμού κατηγορίας
Agepap (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 12:
<div style="text-align:right"><small>«Regrettez-vous le temps où nos vieilles romances ouvraient<br> leurs ailes d’or vers un monde enchanté, <br>où tous nos monuments et toutes nos croyances <br>portaient le manteau blanc de leur virginité?»<br>(Musset, Rolla).</small></div>
 
Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα.
Έτυχε ποτέ, αναγνώστα μου, αφού διήλθες την ημέραν αναγινώσκων μυθιστόρημα τι του μεσαιώνος, τα Κατορθώματα του βασιλέως Αρθούρου ή τους Έρωτας του Λαγκελότου και της Γινέβρας, ν’ αφήσης το βιβλίον να καταπέση και συγκρίνων την τότε εποχήν προς την παρούσαν να ποθήσης τους χρυσούς εκείνους χρόνους, ότε η ευσέβεια, ο πατριωτισμός και ο έρως επεκράτουν επί της οικουμένης; Ότε καρδίαι πισταί έπαλλον υπό θώρακας σιδηρούς και χείλη ευσεβή ησπάζοντο τους πόδας του Εσταυρωμένου; Ότε αι βασίλισσαι ύφαινον τους χιτώνας των συζύγων, αι δε παρθένοι έμενον έτη ολόκληρα εις τα δώματα των φρουρίων περιμένουσαι την επιστροφήν του μνηστήρος; Ότε ο κλεινός Ρολάνδος απεσύρετο εις σπήλαιον αντικρύ του περικλείοντος την ερωμένην του μοναστηρίου και εδαπάνα τριάκοντα έτη θεωρών το φως του παραθύρου της, ο δε κόμης Ροβέρτος εκρημνίζετο από πύργου υψηλού, ίνα σώση την τιμήν της εστεμμένης φίλης του;
Μέρος B΄
 
Εμμανουὴλ Ῥοΐδης
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Πολλάκις υπό τοιούτων αναμνήσεων εκυκλοφόρησε θερμότερον το αίμα και υγράνθησαν οι οφθαλμοί μου. Αλλ’ ότε αφήσας τους ραψωδούς εζήτησα την αλήθειαν υπό την κόνιν των αιώνων, εις τα χρονικά των συγχρόνων, τους νόμους των βασιλέων, τα Πρακτικά των Συνόδων και τα διατάγματα των παπών, ότε αντί του Ερσάρτου ανείλιξα τον Βαρόνιον και Μουρατόρην και είδον γυμνόν ενώπιόν μου τον μεσαιώνα, εθρήνησα τότε ουχί ότι παρήλθον, αλλ’ ότι ουδέποτε ανέτειλαν επί της οικουμένης της πίστεως και του ηρωισμού αι χρυσαί εκείναι ημέραι. Αίσχη μόνον ή γελοιογραφίας το βιβλίον τούτο περιέχει, αλλά ταύτα εισίν αι πισταί, αι φωτογραφικαί ούτως ειπείν εικόνες των τότε ανθρώπων, όσα δε λέγω, δι’ ακαταμαχήτων μαρτυριών υποστηρίζω, ως οι βασιλείς τα διατάγματα αυτών διά της λόγχης.
«Regrettez-vous le temps ou nos vieilles romances ouvraient leurs ailes d'or vers un monde enchante,
 
ou tous nos monuments et toutes nos croyances portaient le manteau blanc de leur virginite?»
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αφήκαμεν την Ιωάνναν συνοδοιπορούσαν μετά δύο Αγίων, τριών μοναχών και τεσσάρων όνων. Ο δρόμος ήτο σκοτεινός και ανώμαλος ως το ύφος της Νέας Σχολής, ώστε άνθρωποι και ζώα απέκαμον μετά δίωρον πορείαν διά των δυσβάτων εκείνων ατραπών. Ότε δε διέκριναν μακρόθεν επί της κορυφής λόφου το ερυθρόν φανάριον ξενοδοχείου, ετράπησαν προς το σωτήριον εκείνο φως, ως οι μάγοι προς τον υποδεικνύοντα την φάτνην του Σωτήρος αστέρα.
(Musset, Rolla).
 
Ἔτυχε ποτέ, ἀναγνῶστά μου, ἀφοῦ δίηλθες τὴν ἡμέραν ἀναγινώσκων μυθιστόρημα τὶ του μεσαιῶνος, τὰ Κατορθώματα τοῦ βασιλέως Ἀρθούρου ἣ τοὺς Ἐρωτᾷς τοῦ Λαγκελότου καὶ τῆς Γινέβρας, ν' ἀφήσης τὸ βιβλίον να καταπέση καὶ συγκρίνων τὴν τότε ἐποχὴν πρὸς τὴν παροῦσαν να ποθήσης τοὺς χρυσοῦς ἐκείνους χρόνους, ὅτε ἡ εὐσέβεια, ὁ πατριωτισμὸς καὶ ὁ ἔρως ἐπεκράτουν ἐπὶ τῆς οἰκουμένης; Ὅτε καρδίαι πισταὶ ἔπαλλον ὑπὸ θώρακας σιδηροῦς καὶ χείλη εὐσεβῇ ἠσπάζοντο τοὺς πόδας τοῦ Ἐσταυρωμένου; Ὅτε αἱ βασίλισσαι ὕφαινον τοὺς χιτῶνας τῶν συζυγῶν, αἱ δὲ παρθένοι ἔμενον ἔτη ὁλόκληρα εἰς τὰ δώματα τῶν φρουρίων περιμένουσαι τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ μνηστῆρος; Ὅτε ὁ κλεινὸς Ῥολάνδος ἀπεσύρετο εἰς σπήλαιον ἀντικρὺ τοῦ περικλείοντος τὴν ἐρωμένην τοῦ μοναστηρίου καὶ ἐδαπάνα τριάκοντα ἔτη θεωρῶν τὸ φῶς τοῦ παραθύρου τῆς, ὁ δὲ κόμης Ῥοβέρτος ἐκρημνίζετο ἀπὸ πύργου ὑψηλοῦ, ἵνα σώσῃ τὴν τιμὴν τῆς ἐστεμμένης φίλης τοῦ;
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Από των χρόνων του Τακίτου μέχρι των καθ’ ημάς η πολυφαγία και πολυποσία είναι το θανάσιμον αμάρτημα των Γερμανών· αλλ’ οι μεν φιλόξενοι κάτοικοι της πάλαι Γερμανίας εμέθυον εν ταις καλύβαις των, προσφέροντες δείπνον και στέγην εις τον κεκμηκότα οδοιπόρον, οι δε καλόγηροι του μεσαιώνος, αφού ο Άγ. Βενέδικτος αντικατέστησε τον οίνον διά του ζύθου επί της τραπέζης των κοινοβίων, έζων εις τα καπηλεία ως οι αρχαίοι Έλληνες εις την αγοράν. Μάτην αι Σύνοδοι και ο Πάπας Λέων ανεθεμάτιζον τους πωλούντας και πίνοντας τον οίνον και μάτην οι φιλόξενοι ερημίται εθεμελίουν ασκητήρια εις τας λεωφόρους και τα δάση, προσφέροντες τω οδοιπόρω άμισθον φιλοξενίαν, πράσινα χόρτα, ίνα φάγη, και χόρτα ξηρά, ίνα κοιμηθή. Οι περιηγούμενοι ιερείς εισήρχοντο μεν ενίοτε εις τα κελλία των ασκητών, όταν ο καιρός ήτο κακός, αλλ’ άμα έπαυεν η βροχή, έτρεχον εις το πλησιέστερον καπηλείον. Σήμερον τα ξενοδοχεία είναι συστημένα χάριν των περιηγητών, κατά δε τον μεσαιώνα πολλοί μοναχοί εγίνοντο περιηγηταί χάριν των ξενοδοχείων.
Πολλάκις ὑπὸ τοιούτων ἀναμνήσεων ἐκυκλοφόρησε θερμότερον τὸ αἷμα καὶ ὑγράνθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου. Ἀλλ' ὅτε ἀφήσας τοὺς ῥαψῳδοὺς ἐζήτησα τὴν ἀλήθειαν ὑπὸ τὴν κόνιν τῶν αἰώνων, εἰς τὰ χρονικὰ τῶν συγχρόνων, τοὺς νόμους τῶν βασιλέων, τὰ Πρακτικὰ τῶν Συνόδων καὶ τὰ διατάγματα τῶν παπών, ὅτε ἀντὶ τοῦ Ἐρσάρτου ἀνείλιξα τὸν Βαρόνιον καὶ Μουρατόρην καὶ εἶδον γυμνὸν ἐνώπιόν μου τὸν μεσαιώνα, ἐθρήνησα τότε οὐχὶ ὅτι παρῆλθον, ἀλλ' ὅτι οὐδέποτε ἀνέτειλαν ἐπὶ τῆς οἰκουμένης τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ αἱ χρυσαῖ ἐκεῖναι ἡμέραι. Αἴσχη μόνον ἣ γελοιογραφίας τὸ βιβλίον τοῦτο περιέχει, ἀλλὰ ταῦτά εἰσιν αἱ πισταί, αἱ φωτογραφικαὶ οὕτως εἰπεῖν εἰκόνες τῶν τότε ἀνθρώπων, ὅσα δὲ λέγω, δι' ἀκαταμαχήτων μαρτυριῶν ὑποστηρίζω, ὡς οἱ βασιλεῖς τὰ διατάγματα αὐτῶν διὰ τῆς λόγχης.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Οι τρεις πανοσιώτατοι, αφού ετοποθέτησαν τους όνους εις τον σταύλον, τα λείψανα των αγίων επί της κλίνης του ξενοδόχου και εαυτούς προ της εστίας, διότι νύκτες θεριναί δεν υπάρχουσιν εις τον τόπον εκείνον, ήνοιξαν τους ρώθωνας, ίνα οσφρανθώσι την κνίσσαν του μαγειρείου. Παχεία χην εστρέφετο υπεράνω σπινθηριζούσης ανθρακιάς και ετέρα έβραζεν εντός καλού οίνου της Ιγκελχείμης.
Ἀφήκαμεν τὴν Ἰωάνναν συνοδοιπορούσαν μετὰ δύο Ἁγίων, τριῶν μοναχῶν καὶ τεσσάρων ὄνων. Ὁδρόμος ἦτο σκοτεινὸς καὶ ἀνώμαλος ὡς τὸ ὕφος τῆς Νέας Σχολῆς, ὥστε ἄνθρωποι καὶ ζῷα ἀπέκαμον μετὰ δίωρον πορείαν διὰ τῶν δυσβάτων ἐκείνων ἀτραπῶν. Ὅτε δὲ διέκριναν μακρόθεν ἐπὶ τῆς κορυφῆς λόφου τὸ ἐρυθρὸν φανάριον ξενοδοχείου, ἐτράπησαν πρὸς τὸ σωτήριον ἐκεῖνο φῶς, ὡς οἱ μάγοι πρὸς τὸν ὑποδεικνύοντα τὴν φάτνην τοῦ Σωτῆρος ἀστέρα.
 
Ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Τακίτου μέχρι τῶν καθ' ἡμᾶς ἡπολυφαγία καὶπολυποσία εἶναι τὸ θανάσιμον ἁμάρτημα τῶν Γερμανών· ἀλλ' οἱ μὲν φιλόξενοι κάτοικοι τῆς πάλαι Γερμανίας ἐμέθυον ἐν ταῖς καλύβαις τῶν, προσφέροντες δεῖπνον καὶ στέγην εἰς τὸν κεκμηκότα ὁδοιπόρον, οἱ δὲκαλόγηροι τοῦ μεσαιῶνος, ἀφοῦ ὁ Ἄγ. Βενέδικτος ἀντικατέστησε τὸν οἶνον διὰ τοῦ ζύθου ἐπὶ τῆς τραπέζης τῶν κοινοβίων, ἔζων εἰς τὰ καπηλεῖα ὡς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἰς τὴν ἀγοράν. Μάτην αἱ Σύνοδοι καὶ ὁ Πάπας Λέων ἀνεθεμάτιζον τοὺς πωλοῦντας καὶ πίνοντας τὸν οἶνον καὶ μάτην οἱ φιλόξενοι ἐρημῖται ἐθεμελίουν ἀσκητήρια εἰς τάς λεωφόρους καὶ τὰ δάση, προσφέροντες τῷ ὁδοιπόρῳ ἄμισθον φιλοξενίαν, πράσινα χόρτα, ἵνα φάγῃ, καὶ χόρτα ξηρά, ἵνα κοιμηθή. Οἱ περιηγούμενοι ἱερεῖς εἰσήρχοντο μὲν ἐνίοτε εἰς τὰ κελλία τῶν ἀσκητῶν, ὅταν ὁ καιρὸς ἦτο κακός, ἀλλ' ἅμα ἔπαυεν ἡ βροχή, ἔτρεχον εἰς τὸ πλησιέστερον καπηλεῖον. Σήμερον τὰ ξενοδοχεῖα εἶναι συστημένα χάριν τῶν περιηγητῶν, κατὰ δὲ τὸν μεσαιώνα πολλοὶμοναχοὶ ἐγίνοντο περιηγηταὶ χάριν τῶν ξενοδοχείων.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η θέα του οβελού και το άσμα της χύτρας ηύφραναν την καρδίαν των καλών πατέρων, οίτινες καθήσαντες μετ’ ου πολύ περί μαρμαρίνην τράπεζαν ηκόνιζον ήδη τας μαχαίρας και τους οδόντας, ίνα σπαράξωσι την λείαν, ότε αίφνης οχληρά ανάμνησις ήπλωσε μέλαν νέφος επί της φαιδράς όψεως των δαιτυμόνων. «Παρασκευή!» είπεν ο Ραλήγος, απωθών το πινάκιον· «Παρασκευή!» απεκρίθη ο Ληγούνος, καταθέτων την περόνην· «Παρασκευή!» ανέκραξεν ο Ρεγιβάλδος, κλείων το πλατύ του στόμα, και πάντες εθεώρουν τας χήνας ως Αδάμ τον απολωλότα παράδεισον, τρώγοντες αντ’ αυτών τους όνυχας εκ της απελπισίας.
Οἱ τρεῖς πανοσιώτατοι, ἀφοῦ ἐτοποθέτησαν τοὺς ὄνους εἰς τὸν σταῦλον, τὰ λείψανα τῶν ἁγίων ἐπὶ τῆς κλίνης τοῦ ξενοδόχου καὶ ἑαυτοὺς πρὸ τῆς ἑστιᾷς, διότι νύκτες θεριναὶ δεν ὑπάρχουσιν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἤνοιξαν τοὺς ῥώθωνας, ἵνα ὀσφρανθώσι τὴν κνῖσσαν τοῦ μαγειρείου. Παχεῖα χὴν ἐστρέφετο ὑπεράνω σπινθηριζούσης ἀνθρακιὰς καὶ ἑτέρα ἔβραζεν ἐντὸς καλοῦ οἴνου τῆς Ἰγκελχείμης.
 
Ἡ θέα τοῦ ὀβελοῦ καὶ τὸ ᾆσμα τῆς χύτρας ηὔφραναν τὴν καρδίαν τῶν καλῶν πατέρων, οἵτινες καθήσαντες μετ' οὐ πολὺ περὶμαρμαρίνην τράπεζαν ἠκόνιζον ἤδη τάς μαχαίρας καὶ τοὺς ὀδόντας, ἵνα σπαράξωσι τὴν λείαν, ὅτε αἴφνης ὀχληρὰ ἀνάμνησις ἤπλωσε μέλαν νέφος ἐπὶ τῆς φαιδρᾶς ὄψεως τῶν δαιτυμόνων. «Παρασκευή!» εἶπεν ὁ Ῥαλῆγος, ἀπωθῶν τὸπινάκιον· «Παρασκευή!» ἀπεκρίθη ὁ Ληγοῦνος, καταθέτων τὴν περόνην· «Παρασκευή!» ἀνέκραξεν ὁ Ῥεγιβάλδος, κλείων τὸ πλατὺ τοῦ στόμα, καὶ πάντες ἐθεώρουν τάς χῆνας ὡς Ἀδὰμ τὸν ἀπολωλότα παράδεισον, τρώγοντες ἀντ' αὐτῶν τοὺς ὄνυχας ἐκ τῆς ἀπελπισίας.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Οι τότε άνθρωποι ήσαν μεν διεφθαρμένοι, μέθυσοι, ασελγείς και απατεώνες, αλλά δεν είχον ακόμη καταντήσει ως οι σημερινοί να τρώγωσι κρέας κατά τας νηστησίμους ημέρας. Εις τον τότε παράδεισον υπήρχον ως εις τον Όλυμπον των αρχαίων Άγιοι προστάται της μέθης1, επί δε της γης επίσκοποι επιτρέποντες αυτήν κατά το παράδειγμα του Εκκλησιαστού και του ιερού Αυγουστίνου· αλλ’ όστις δεν ετήρει τας νηστείας, ή εκεραυνούτο υπό του θείου πυρός, ως ο Δουξ Ροκολήνος, ή απηγχονίζετο υπό των δορυφόρων του αυτοκράτορος.
Οἱ τότε ἄνθρωποι ἦσαν μὲν διεφθαρμένοι, μέθυσοι, ἀσελγεῖς καὶ ἀπατεῶνες, ἀλλὰ δεν εἶχον ἀκόμη καταντήσει ὡς οἱ σημερινοὶ να τρώγωσι κρέας κατὰ τάς νηστησίμους ἡμέρας. Εἰς τὸν τότε παράδεισον ὑπῆρχον ὡς εἰς τὸν Ὄλυμπον τῶν ἀρχαίων Ἅγιοι προστάται τῆς μέθης1, ἐπὶ δὲ τῆς γῆς ἐπίσκοποι ἐπιτρέποντες αὐτὴν κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἐκκλησιαστοὺ καὶ τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου· ἀλλ' ὅστις δεν ἐτήρει τάς νηστείας, ἣ ἐκεραυνοῦτο ὑπὸ τοῦ θείου πυρός, ὡς ὁ Δοὺξ Ῥοκολῆνος, ἣ ἀπηγχονίζετο ὑπὸ τῶν δορυφόρων τοῦ αὐτοκράτορος.
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η ΙωάνναἸωάννα γνωρίζουσα εκἐκ πείρας τιτί εστίἐστι πείναπεῖνα ελυπείτοἐλυπεῖτο τουςτοὺς πεινώνταςπεινῶντας συντρόφους, δεινήδεινὴ δεδὲ ούσαοὖσα περίπερὶ τηντὴν καζουιστικήν, επιστήμηνἐπιστήμην, άγνωστονἄγνωστον ειςεἰς τουςτοὺς ανατολίταςἀνατολίτας, αντικείμενονἀντικείμενον δ’δ' έχουσαἔχουσα ν’ν' αποδεικνύηἀποδεικνύῃ τοτὸ μέλαν λευκόν, τηντὴν σελήνην τετράγωνον καικαὶ τηντὴν κακίαν αρετήνἀρετήν, επειράθηἐπειράθη ν’ν' ανεύρηἀνεύρῃ δι’δι' αυτήςαὐτῆς τίνι τρόπωτρόπῳ ηδύναντοἠδύναντο να δειπνήσωσιν αναμαρτήτωςἀναμαρτήτως. ΑφούἈφοῦ δεδὲ επίἐπὶ ικανήνἱκανὴν ώρανὥραν έξυσεἔξυσε τηντὴν κεφαλήν, «Βαπτίσατε», είπεεἶπε, «τηντὴν χήναχῆνα ταύτην ειςεἰς ιχθύνἰχθὺν καικαὶ φάγετε αυτήναὐτὴν αφόβωςἀφόβως. ΟύτωΟὕτω έπραξενἔπραξεν ο καλόςκαλὸς πατήρ μου, ότεὅτε συλληφθείςσυλληφθεὶς υπόὑπὸ τωντῶν ειδωλολατρώνεἰδωλολατρῶν ηναγκάσθηἠναγκάσθη επίἐπὶ απειλήἀπειλῇ θανάτου να φάγηφάγῃ ολόκληρονὁλόκληρον αρνίονἀρνίον τηντὴν παραμονήνπαραμονὴν τουτοῦ Πάσχα. ΆλλωςἌλλως δεδὲ τατά τε οψάριαὀψάρια καικαὶ τατὰ πτηνάπτηνὰ επλάσθησανἐπλάσθησαν κατάκατὰ τηντὴν αυτήναὐτὴν ημέρανἡμέραν, ώστεὥστε η σαρξσὰρξ αυτώναὐτῶν συγγενεύει».
Τὸ ἐπιχείρημα, ἂν οὐχὶ καλόν, ἦτο τουλάχιστον καλῶς ἐξευρημένον· ἔπειτα δὲ ἡ πεῖνα, ἥτις καθιστᾲ νόστιμον καὶ τὸν ξηρὸν ἄρτον, ἔχει, φαίνεται, τὴν ἰδιότητα να ἐνισχύη καὶ τὰ ἀμφίβολα τῶν ἐπιχειρημάτων, παρὰ τοῖς ἐνόρκοις τουλάχιστον, οἵτινες ἀθωοῦσι πολλάκις τοὺς λῃστάς, διότι ὅτε ἔπραξαν τὸ ἔγκλημα ἦσαν νήστεις πρὸ πολλοῦ. Διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἔπρεπεν ἴσως ν' ἀθωώνται καὶ οἱ ἔνοχοι βιασμού, ὁσάκις ἀποδείξωσιν ὅτι, κατὰ τὸν Θεόκριτον, «Εἶχον ἀνάγκαν».
 
Ὁ πάτερ Ῥαλῆγος εὐχαριστήσας τὴν Ἰωάνναν δι' ἠχηροὺ φιλήματος ἐπὶ τῆς παρειᾶς, ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας ποτήριον ὕδατος καὶ τρις ῥαντίσας τάς χῆνας εἶπε μετὰ κατανύξεως «In nomine Patris, Filii et Spiritus Sancti, haec erit hodie nobis piscis». «Ἀμήν», ἀπεκρίθησαν οἱ σύντροφοι αὐτοῦ, καὶ μετ' οὐ πολὺ τὰ ὀστᾶ μόνον ἀπέμειναν τῶν νεοβαπτίστων ἰχθύων. Ἀφοῦ δὲ ἐκόρεσαν τὴν πεῖναν, ἐσκέφθησαν οἱ καλοὶ πατέρες να σβέσωσι καὶ τὴν δίψαν· καθότι οἱ τότε μοναχοί, ὡς οἱ Ἄραβες τῆς Χαλιμάς, πρῶτον ἔτρωγον μέχρι χορτασμοῦ καὶ ἔπειτα ἐζήτουν ἁλμυρὰ ἀρτύματα καὶ οἶνον, ἵνα δροσίζωσι καὶ ξηραίνωσι τὸν λάρυγγα ἐναλλάξ, ἁμιλλώμενοι ὡς οἱ δαιτυμόνες τοῦ Μιθριδάτου τις πρὸ τίνος περισσότερον να πίη.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Το επιχείρημα, αν ουχί καλόν, ήτο τουλάχιστον καλώς εξευρημένον· έπειτα δε η πείνα, ήτις καθιστά νόστιμον και τον ξηρόν άρτον, έχει, φαίνεται, την ιδιότητα να ενισχύη και τα αμφίβολα των επιχειρημάτων, παρά τοις ενόρκοις τουλάχιστον, οίτινες αθωούσι πολλάκις τους ληστάς, διότι ότε έπραξαν το έγκλημα ήσαν νήστεις προ πολλού. Διά τον αυτόν λόγον έπρεπεν ίσως ν’ αθωώνται και οι ένοχοι βιασμού, οσάκις αποδείξωσιν ότι, κατά τον Θεόκριτον, «Είχον ανάγκαν».
Η Ἡ μέθη ἦτο τότε ἡ εὐθηνοτέρα τῶν ἀπολαύσεων· ἑπτὰ μόλις δηνάρια ἐτιμᾶτο τὸμέτρον τοῦ οἴνου, ὅστις οὐ μόνον εἰς τὰ καπηλεῖα ἀλλὰ καὶ εἰς τάς ἐκκλησίας καὶ τάς ὀδοὺς καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς γυναικῶνας ἔρρεε ποταμηδόν, οὐδόλως ἀναχαιτιζόμενος ὑπὸ τῶν διαταγμάτων τῶν παπὼν καὶ τῶν Συνόδων, ἅτινα συμπαρέσυρεν εἰς τὸν ὁρμητικὸν αὐτοῦ ῥοῦν, ὡς οἱ χείμαρροι τὰ δένδρα.
 
Οἱ ἡμέτεροι πανοσιώτατοι, πρὶν ἀρχίσωσι τὴν πόσιν, ἔλαβον ἕκαστος, ὡς συνηθίζετο τότε, τὸ ὄνομα ἀγγέλου τινός, ὁ μὲν Γαβριήλ, ὁ δὲ Μιχαὴλ καὶ ὁ τρίτος Ῥογουήλ, εἴτα ἤρξαντο κενοῦντες τὰ κεράτινα ποτήρια εἰς ὑγείαν οὐχὶ ἀλλήλων ἣ τῆς πατρίδος ἣ τῶν ἀπόντων φίλων κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν κοσμικῶν, ἀλλὰ τῆς Παναγίας, τοῦ Ἀγ. Πέτρου καὶ πάντων τῶν κατοίκων τοῦ Παραδείσου. Τοιαῦτα ἐπέταττεν ἡ εὐσέβεια τῶν χρόνων ἐκείνων, ἥτις καὶ αὐτὴν τὴν μέθην καθιστᾲ θεάρεστον ἔργον.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο πάτερ Ραλήγος ευχαριστήσας την Ιωάνναν δι’ ηχηρού φιλήματος επί της παρειάς, έλαβεν ανά χείρας ποτήριον ύδατος και τρις ραντίσας τας χήνας είπε μετά κατανύξεως «In nomine Patris, Filii et Spiritus Sancti, haec erit hodie nobis piscis». «Αμήν», απεκρίθησαν οι σύντροφοι αυτού, και μετ’ ου πολύ τα οστά μόνον απέμειναν των νεοβαπτίστων ιχθύων. Αφού δε εκόρεσαν την πείναν, εσκέφθησαν οι καλοί πατέρες να σβέσωσι και την δίψαν· καθότι οι τότε μοναχοί, ως οι Άραβες της Χαλιμάς, πρώτον έτρωγον μέχρι χορτασμού και έπειτα εζήτουν αλμυρά αρτύματα και οίνον, ίνα δροσίζωσι και ξηραίνωσι τον λάρυγγα εναλλάξ, αμιλλώμενοι ως οι δαιτυμόνες του Μιθριδάτου τίς προ τινος περισσότερον να πίη.
Ἐν τούτοις ἡ νῦξ ἐπροχώρει, ὁ στραβουλαριος2 εἶχεν ἀποκοιμηθή, τὸ ἔλαιον τῆς λυχνίας καὶ ὁ οἶνος τῆς λαγήνου ἐξηντλοῦντο καὶ μόνη ἡ ἔξαψις τῶν ῥασοφόρων προέβαινεν αὐξάνουσα ἀνὰ πᾶν ποτήριον. Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐσπινθηροβόλουν ὡς οἵ του Χάρωνος, ἐκ δὲ τοῦστόματος ἐξήρχοντο ἄναρθροι μόνον ἦχοι, βλασφημίαι καὶ ἐπικλήσεις εἰς τὴν Παρθένον, τροπάρια καὶ ᾄσματα βακχικά. Ἐν ἑνὶ λόγῳ ἦσαν καὶ οἱ τρεῖς οἰνοβαρεῖς ὡς ὁ Βύρων, ὅτε ἐσκέπτετο περὶ ἀθανασίας ψυχῆς ἣ ὁ Ἄγ. Ἄβιτος, ὅτε ἐστιχούργει τοὺς ἐρωτᾷς τῆς Εὕας.
 
Ἡ Ἰωάννα, γνωρίζουσα ὅτι ἀκόλαστος οἶνος καὶ ὑβριστικὸν μέθη, ὡς ἔγραφεν ὁ Σολομὼν καταφερόμενος κατὰ τῆς ἀκολασίας ἐν μέσῳ τριακοσίων γυναικὼν καὶ ἑπτακοσίων παλλακίδων, ἀπεσύρθη ἠσύχως εἰς τὴν σκοτεινοτέραν τοῦ θαλάμου γωνίαν· ἀλλ' οὐδ' ἐκεῖ εὗρεν ἐπὶ πολὺ ἡσυχίαν· καθότι οἱ καλοὶ πατέρες ἀφοῦ ἐκόρεσαν τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν, ἠσθάνθησαν τὴν ἀνάγκην να εὐχαριστήσωσι καὶ τὴν ἕκτην ἐκείνην αἴσθησιν, δι' ἢν δεν εὗρον ἀκόμη ὄνομα οἱ φυσιολόγοι, οἱ δὲ αἰδήμονες χρονογράφοι ὠνόμαζον αὐτὴν ὄρεξιν ὠμοῦκρέατος. Διὸ λαβόντες, κατὰ τὴν καλογηρικὴν συνήθειαν, τὸ ἄκρον τοῦ ῥάσου μεταξὺ τῶν ὀδόντων ὥρμησαν κατὰ τῆς πολυπαθοῦς ἡμῶν ἡρωίδος.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η μέθη ήτο τότε η ευθηνοτέρα των απολαύσεων· επτά μόλις δηνάρια ετιμάτο το μέτρον του οίνου, όστις ου μόνον εις τα καπηλεία αλλά και εις τας εκκλησίας και τας οδούς και εις αυτούς τους γυναικώνας έρρεε ποταμηδόν, ουδόλως αναχαιτιζόμενος υπό των διαταγμάτων των παπών και των Συνόδων, άτινα συμπαρέσυρεν εις τον ορμητικόν αυτού ρουν, ως οι χείμαρροι τα δένδρα.
Μὴ βιασθῇς να ἐρυθριάσης σεμνή μου ἀναγνώστρια· ὁ σιδηροῦς κάλαμος διὰ τοῦ ὁποίου γράφω τὴν ἀληθῆ ταύτην ἱστορίαν εἶναι ἀγγλικῆς κατασκευῆς, ἐκ τῶν ἐργοστασίων τοῦ Σμιθ, καὶ ὡς ἐκ τούτου σεμνὸς ὡς αἱ ξανθαὶ ἐκεῖναι Ἀγγλίδες, αἵτινες, ἵνα μὴ ῥυπάνωσι τὴν παρθενικὴν αὐτῶν ἐσθῆτα ὑψούσι αὐτὴν μέχρι μέσης κνήμης, δεικνύουσαι εἰς τοὺς διαβάτας πλατεῖς πόδας ἐντὸς διπάτων σανδαλίων· ὥστε οὐδεὶς κίνδυνος ν' ἀκούσης παρ' ἐμοῦ ὅσα παρθένω λέγειν οὐ καλόν3.
 
Ἡ Ἰωάννα διωκομένη ὑπὸ τῶν τριῶν μοναχῶν ἔτρεχε περὶ τὸν θάλαμον, ὑπερπηδώσα τραπέζας καὶκαθίσματα, καὶ ὅτε μὲν πινάκιον, ὅτε δὲ ῥητὸν τῆς Γραφῆς ἐκσφενδονίζουσα κατ' αὐτῶν. Ἀλλ' ἡ ἱερὰ αὐτῆς εὐγλωττία καὶ τὰ σκεύη τῆς τραπέζης συνετρίβοντο ματαίως κατὰ τῶν μεθύσων ἐκείνων, ὡς τὰκύματα κατὰ τῶν βράχων. Ἤδη δὲ ἤπλονον ἐπ' αὐτῆς τάς χεῖρας, ὅτε διακρίνασα ἐπὶ τῆς κλίνης τὰ περιέχοντα τὰ λείψανα τῶν ἁγίων κιβώτια κατέφυγεν ὄπισθεν αὐτῶν, ὡς ὁ Αἶας ὄπισθεν τῆς ἀσπίδος. Οἱ πανοσιώτατοι ὀπισθοδρόμησαν ἐν ἀρχῇ ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου προπυργίου, ὡς οἱ λύκοι πρὸ τῶν πυρῶν, δι' ὧν προφυλάσσουσιν οἱ ποιμένες τάς μάνδρας· ἀλλὰ μετ' οὐ πολύ, λησμονήσαντες τὸν πρὸς τὰ ἅγια ἐκεῖνα λείψανα σεβασμόν, ἐχύθησαν κατὰ τῆς κλίνης, ἐφ' ἧς ἡδύστηνος νεᾶνις ἔτρεμεν ὡς κορυδαλὸς ὑπὸ τὸ δίκτυον τοῦ κυνηγοῦ.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Οι ημέτεροι πανοσιώτατοι, πριν αρχίσωσι την πόσιν, έλαβον έκαστος, ως συνηθίζετο τότε, το όνομα αγγέλου τινός, ο μεν Γαβριήλ, ο δε Μιχαήλ και ο τρίτος Ρογουήλ, είτα ήρξαντο κενούντες τα κεράτινα ποτήρια εις υγείαν ουχί αλλήλων ή της πατρίδος ή των απόντων φίλων κατά την συνήθειαν των κοσμικών, αλλά της Παναγίας, του Αγ. Πέτρου και πάντων των κατοίκων του Παραδείσου. Τοιαύτα επέταττεν η ευσέβεια των χρόνων εκείνων, ήτις και αυτήν την μέθην καθίστα θεάρεστον έργον.
Ἡ σύγκρουσις ἐνταύθα ὑπῆρξεν τοσούτω σφοδρά, ὥστε κατέπεσεν ἡ κλίνη καὶ μετ' αὐτῆς αἱ θῆκαι τῶν ἁγίων, ὧν τὰμαρτυρικὰ ὀστᾶ κατεκυλίσθησαν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Ἐνθυμηθεῖσα τότε ἡ Ἰωάννα ὅτι διὰσιαγόνος ὄνου ἐπάταξεν ὁ Σαμψὼν χιλίους Φιλισταίους, ἐδεήθη τοῦ Ὑψίστου, ἵνα κραταιώση τὴν δεξιὰν τῆς, εἴτα δὲ δραξαμένη κακείνη μιᾶς κνήμης τοῦ Ἀγ. Μαρκελλίνου ἤρξατο δι' αὐτῆς να κτυπὰ τοὺς ἀσελγεῖς αὐτῆς διώκτας. Ἀλλὰ τὰ κόκκαλα αὐτῶν ἦσαν, φαίνεται, σκληρότερα τῶν του Ἁγίου, ὥστε μετ' οὐ πολὺ ἐθραύσθη τὸ ὅπλον καὶ ἐξηντλήθησαν αἱ δυνάμεις τῆς σεμνῆς ἡμῶν ἡρωίδος, ἥτις μετὰ πεισματώδη ἀντίστασιν κατέπεσε τέλος ἐπὶ τοῦπεδίου τῆς μάχης καὶκλείσασα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπετάγη εἰς τὸπεπρωμένον. p>
 
Ἀλλ' ἐν οὐρανῷ ὑπῆρχον τότε Ἅγιοι καὶ Ἅγιαι ὑπὲρ τῶν ἐν κινδύνῳ παρθένων θαυματουργοῦντες. Καθ' ἣν στιγμὴν ὁ πανοσιώτατος Ῥαλῆγος, ὅστις ὡς πρεσβύτερος ἀπήλαυσε τῶν πρωτείων, ἔκυπτεν ἐπὶ τὴν Ἰωάνναν, ἐνῶ ἡδυσώδης καὶ οἰνωμένη αὐτοῦ πνοὴ ἐμόλυνεν ἤδη τὸ ὠχρὸν πρόσωπον τῆς κορασίδος, τεράστιος αἴφνης μεταμόρφωσις! ἀνήκουστον θαῦμα ἔκαμεν αὐτὸν να ὀπισθοδρομήση μετὰ τρόμου. Οὔτε εἰς δένδρον, ὡς ἡΔάφνη, εἶχε μεταμορφωθὴ ἡ Ἰωάννα, οὔτε εἰς περιστεράν, ὡς ἡ Ἀγ. Γερτρούδη, ἣ εἰς σκωληκόβρωτον σκελετόν, ὡς ἡ Βασίνη εἰς τάς ἀγκάλας τοῦ Δομ Ῥουπέρτου, ἀλλ' ἐκ τῆς παρθενικῆς αὐτῆς ἐπιδερμίδος ἐφύτρωσεν αἰφνιδίως γενειὰς μακρά, πυκνὴ καὶ δασεῖα, ὡς ἡ ἐπισκιάζουσα τὰ πρόσωπα τῶν Βυζαντινῶν ἁγίων. Οὕτω ἔσῳζε τότε ἡ Παναγία τάς παρθένους, ὁσάκις ἐστενοχωροῦντο ὑπὸβαναύσων καλογήρων, ἐπαγρυπνούσα κατὰ τὸν Ἄγ. Ἱερώνυμον ὡς ζηλότυπος πενθερὰ ἐπὶ τῆς τιμῆς τῶν συζυγῶν τοῦ υἱοῦ τῆς.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εν τούτοις η νυξ επροχώρει, ο στραβουλάριος2 είχεν αποκοιμηθή, το έλαιον της λυχνίας και ο οίνος της λαγήνου εξηντλούντο και μόνη η έξαψις των ρασοφόρων προέβαινεν αυξάνουσα ανά παν ποτήριον. Οι οφθαλμοί αυτών εσπινθηροβόλουν ως οι του Χάρωνος, εκ δε του στόματος εξήρχοντο άναρθροι μόνον ήχοι, βλασφημίαι και επικλήσεις εις την Παρθένον, τροπάρια και άσματα βακχικά. Εν ενί λόγω ήσαν και οι τρεις οινοβαρείς ως ο Βύρων, ότε εσκέπτετο περί αθανασίας ψυχής ή ο Άγ. Άβιτος, ότε εστιχούργει τους έρωτας της Εύας.
Ἡ Ἰωάννα εὐχαριστήσασα ἀπὸ καρδίας τὴν Παρθένον διὰ τὴν σωτηρίαν ἐπέμβασιν ἠγέρθη, καὶ ἐπισείουσα τὴν μακρὰν τῆς γενειάδα ὡς κεφαλὴν Μεδούσης κατὰ τῶν πεφοβισμένων αὐτῆς καταδρομέων ἐξῆλθε τοῦ θαλάμου. Διαβαίνουσα δὲ πρὸ τῶν σταύλων ἔλυσεν ἕνα τῶν ὄνων, ἐφ' οὐ ἀναβᾶσα ἀπεμακρύνθη τοῦ μυσαροῦ ἐκείνου καταγωγίου, ὅπου ἐκινδύνευσε να χάση τὴν μόνην προῖκα, ἢν εἶχε να προσφέρῃ εἰς τὸν οὐράνιον αὐτῆς νυμφίον. Περιττὸν δὲ να προσθέσω ὅτι, παρελθόντος τοῦ κινδύνου, καὶ ἡ γενειὰς αὐτῆς συνηφανίσθη.
 
Αἱ σκιαὶ τῆς νυκτὸς καὶ τὰ δένδρα τοῦ δάσους ἤρχισαν βαθμηδὸν ν' ἀραιώνται. Μετ' ὀλίγον δὲ ἡ πλανωμένη ἡμῶν ἡρωὶς εὑρέθη ἐν μέσῳ ἐρεικοφύτου πεδιάδος, ἔχουσα, ὡς ὁ Ἄγ. Στούρμης, κατάλευκον οὐρανὸν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς καὶ μαῦρον ὄνον μεταξὺ τῶν σκελῶν τῆς. Ἡ Ἰωάννα μὴ γνωρίζουσα τὴν ὁδὸν ἔτρεχεν ὅπου οἱ τέσσαρες τοῦ ὑποζυγίου πόδες ἔφερον αὐτήν· ἀλλ' ἀνευροῦσα μετ' οὐ πολὺ τὸ ῥεῦμα τῆς Μεΰνης ἠκολούθησε τοὺς ἑλιγμοὺς τοῦ ῥύακος, ὡς ὁ Θησεὺς τὸν μίτον τῆς Ἀριάδνης, μέχρις οὐ ἔφθασε δύοντος τοῦ ἡλίου εἰς τὸ τέρμα τῆς ὁδοιπορίας.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ιωάννα, γνωρίζουσα ότι ακόλαστος οίνος και υβριστικόν μέθη, ως έγραφεν ο Σολομών καταφερόμενος κατά της ακολασίας εν μέσω τριακοσίων γυναικών και επτακοσίων παλλακίδων, απεσύρθη ησύχως εις την σκοτεινοτέραν του θαλάμου γωνίαν· αλλ’ ουδ’ εκεί εύρεν επί πολύ ησυχίαν· καθότι οι καλοί πατέρες αφού εκόρεσαν την πείναν και την δίψαν, ησθάνθησαν την ανάγκην να ευχαριστήσωσι και την έκτην εκείνην αίσθησιν, δι’ ην δεν εύρον ακόμη όνομα οι φυσιολόγοι, οι δε αιδήμονες χρονογράφοι ωνόμαζον αυτήν όρεξιν ωμού κρέατος. Διό λαβόντες, κατά την καλογηρικήν συνήθειαν, το άκρον του ράσου μεταξύ των οδόντων ώρμησαν κατά της πολυπαθούς ημών ηρωίδος.
Ἡ μονὴ τῆς Μοσβάχης ὑψοῦτο παρὰ τοὺς πρόποδας ἀποτόμου ὅρους, ὑπὸ τὸ ὁποῖον ἐτοποθέτησεν αὐτὴν ἡ Ἀγ. Βλιθρούδη, ἵνα μὴ ψυχραίνηται ὁ ζῆλος τῶν καλογραιὼν ὑπὸ τῆς πνοῆς τοῦ βορρᾶ. Ἡ ἐσπερινὴ προσευχὴ ἔληγε κατ' ἐκείνην τὴν στιγμήν, αἱ δὲ μονάζουσαι παρθένοι ἐξήρχοντο τῆς ἐκκλησίας κρατούμεναι ἐκ τῆς χειρὸς καὶ ὁμοιάζουσαι κομβολόγιον ἐκ μαύρων μαργαριτῶν. Ἰδοῦσαι τὴν Ἰωάνναν περιεκύκλωσαν ἀμέσως αὐτήν, ἐρωτῶσι τὶς ἦτο, πόθεν ἦλθε καὶ τὶ ἐζήτει· ἀφ' οὐ δὲ ἔμαθον ὅτι ἐπεθύμει ῥάσον, σανδάλια καὶ κελλίον, ὠδήγησαν αὐτὴν πρὸς τὴν ἡγουμένην, ἥτις ἐμνήστευσε τὴν ἡμετέραν ἡρωίδα μετὰ τοῦ Σωτῆρος, ἀπαλλάξασα αὐτὴν τῆς δεκαμήνου δοκιμασίας χάριν τῶν πρὸς τὴν θρησκείαν ἐκδουλεύσεων τοῦ μακαρίτου πατρὸς τῆς.
 
Ἡ Ἀγ. Βλιθρούδη ἀγαπήσασα παραχρήμα τὴν νέαν μοναχήν, διότι ἐννόει τὸ Πάτερ ἡμῶν καὶ ἐσταύρονε μετὰ κατανύξεως τάς χεῖρας ἐπὶ τοῦ στήθους, κατέστησεν αὐτὴν φύλακα τῆς βιβλιοθήκης τοῦ κοινοβίου, περιεχούσης ἑξήκοντα ἑπτὰ τόμους, πλοῦτον μυθώδη κατ' ἐκείνην τὴν ἐποχήν. Ἡ Ἰωάννα, μόνη ἀπὸ πρωίας μέχρι ἑσπέρας ἐν τῷ κελλίω τῆς, ὑπέπεσε κατὰ τάς πρώτας ἡμέρας εἰς τὴν μοναστηριακὴν ἐκείνην χαύνωσιν, ἥτις καταλαμβάνει τάς νεήλυδας εἰς τὰ κοινόβια, ὡς ἡναυτίασις τοὺς κατὰ πρῶτον πατούντας ἐπὶ πλοίου. Εἰσήρχετο καὶ ἐξήρχετο τοῦ κελλίου, ἐκαθάριζε τὰ βιβλία, τοὺς ὄνυχας καὶ τὴν κόμην τῆς, ἠρίθμει τοὺς κόκκους τοῦ κομβολογίου καὶ ἐμέμφετο τὸν ἥλιον ὡς βραδέως προχωροῦντα πρὸς τὴν δύσιν.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μη βιασθής να ερυθριάσης σεμνή μου αναγνώστρια· ο σιδηρούς κάλαμος διά του οποίου γράφω την αληθή ταύτην ιστορίαν είναι αγγλικής κατασκευής, εκ των εργοστασίων του Σμιθ, και ως εκ τούτου σεμνός ως αι ξανθαί εκείναι Αγγλίδες, αίτινες, ίνα μη ρυπάνωσι την παρθενικήν αυτών εσθήτα υψούσι αυτήν μέχρι μέσης κνήμης, δεικνύουσαι εις τους διαβάτας πλατείς πόδας εντός διπάτων σανδαλίων· ώστε ουδείς κίνδυνος ν’ ακούσης παρ’ εμού όσα
Αἱ σύντροφοι αὐτῆς ζηλεύουσαι τὴν εὔνοιαν, ἧς ἀπήλαυε παρὰ τῇ ἡγουμένῃ, καὶφοβούμεναι μὴκατεσκόπευε τοὺς λόγους καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀπεμακρύνοντο ἀπ' αὐτῆς ὡς οἱ Βραχμάνες ἀπὸ τῶν παριάδων. Πολλάκις κατὰ τὴν ὥραν τῆς διασκεδάσεως, ἐνῶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι διεσκορπίζοντο καθ' ὁμίλους εἰς τὸν κῆπον φαιδρὼς διαλεγόμεναι, ἐμπαίζουσαι τάς γραίας, διηγούμεναι τὰ ὄνειρα τῆς νυκτός, δεικνύουσαι τὰ γράμματα τῶν ἐραστῶν, παραβάλλουσαι τὸ μῆκος τῶν ποδῶν καὶ τὸ χρῶμα τῶν χειλέων ἣ τῆς κόμης τῶν, ἡ Ἰωάννα ἔμενε μόνη, ὡς ὀβελίσκος ἐν μέσῳ πλατείας, μετροῦσα τὸ ὕψος τῶν δένδρων καὶ αἰτιωμένη τὴν Ἁγίαν Λιόββαν, διότι ἀντὶ ἡδονῶν πλῆξιν μόνον καὶ χασμήματα εὗρεν ἐν τῷμοναστηρίῳ, ὡς καταρῶνται καὶ οἱ τυχοδιώκται τάς ἐφημερίδας, ὁσάκις ἀντὶ χρυσοῦ πέτρας μόνον καὶ πυρετοὺς εὐρίσκουσιν εἰς τὴν Καλλιφορνίαν.
<blockquote>
Ἡ πλῆξις καὶ ἡ ἀργία εἶναι, νομίζω, τὰ κυριώτερα ἐλατήρια τῆς εὐσεβείας. Εἰς οὐρανὸν ἀτενίζομεν τότε μόνον, ὅταν δεν ἔχωμεν τὶ να κάμωμεν ἣ να ἐλπίσωμεν ἐπὶ τῆς γῆς, τάς δὲ ἁγίας εἰκόνας ἀσπαζόμεθα, ὁσάκις δεν ἔχομεν ἄλλο τι ν' ἀσπασθῶμεν. Ὁπωσδήποτε ἡ Ἰωάννα, ἥτις πρότερον μετεχειρίζετο τάς θεολογικὰς αὐτῆς γνώσεις ὡς ἁπλοῦν πόρον ζωῆς, ἀποστηθίζουσα τὴν Γραφὴν καὶ τοὺς Πατέρας ὡς ἡ κυρία Ῥιστόρη τοὺς στίχους τοῦ Ἀλφιέρη, ὅτε εὑρέθη μόνη ἐντὸς τῶν τεσσάρων τοίχων πνιγηροὺ κελλίου, ἀνούσιον εὑρίσκουσα τὴν παροῦσαν, ἤρξατο να σκέπτηται περὶ τῆς μελλούσης ζωῆς.
παρθένω λέγειν ου καλόν.
Παράδοξος ἡ ἐνασχόλησις εἰς νεάνιδα δεκαεπταετή. Ἀλλὰ τὰμοναστήρια εἶναι ἀπ' αἰώνων τὰ βασίλεια τῶν ἰδιοτρόπων ὀρέξεων. Οἱ Αἰγύπτιοι καλόγηροι ἐπότιζον ῥάβδους μέχρις οὐ καρποφορήσωσιν· αἱ Ἅγιαι τῆς Οὐγγαρίας ἔτρωγον φθείρας καὶ οἱ Ἡσυχασταὶ ἔμενον ἔτη ὁλόκληρα, προσηλοῦντες τὸ βλέμμα ἐπὶ τὴν κοιλίαν τῶν, ἐκ τῆς ὁποίας ἐπερίμενον να ἴδωσιν ἐκπορευόμενον τὸ φῶς τῆς ἀληθείας. Ἡ δὲ Ἰωάννα, παραδιδομένη εἰς μεταφυσικὰς μελέτας, ὅτε μὲν διημέρευε κύπτουσα ἐπὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Ἀγ. Αὐγουστίνου, ὅστις περιέγραψεν ὡς αὐτόπτης τάς ἀπολαύσεις τῶν μακάρων καὶ τάς φλόγας τῆς Κολάσεως, ὅτε δὲ χώνουσα τοὺς δακτύλους εἰς τὴν ξανθὴν κόμην τῆς ἀπέτεινεν εἰς ἑαυτὴν τάς ἐρωτήσεις ἐκείνας περὶ τῆς παρούσης ἡμῶν καὶ μελλούσης ὑπάρξεως, τάς ὁποίας πάντες οἱ κάτοικοι τῆς κοιλάδος τοῦ κλαυθμῶνος ἀποτείνουσιν εἰς ἑαυτοὺς μετ' ἀπελπισίας, οἱ δὲ πνευματικοὶ καὶθεολόγοι ἀποκρίνονται εἰς αὐτὰς δι' ὑπεκφυγὼν καὶ κοινῶν τόπων, ὡς οἱ ὑπουργο εἰς τοὺς ὀχληροὺς θεσιθήας.
</blockquote>
Παράδοξα ὄνειρα ἐτάραττον τῆς πτωχῆς κορασίδος τὸν ὕπνον, οὐχὶ πλέον ἡ καλὴ Λιόββα ἡδονὰς ἀνεξαντλήτους ὑποσχομένη, ἀλλὰ δαίμονες ἐπισείοντες κέρατα φοβερὰ ἣ ἄγγελοι κρατοῦντες διστόμους ῥομφαίας· ὅτε μὲν ἤλπιζε τάς ἀγαλλιάσεις τοῦ Παραδείσου, ὅτε δὲ ἐφοβεῖτο τοὺς ὄνυχας τοῦ Διαβόλου· ἐπὶ μίαν ἡμέραν ἐπίστευεν εἰς τάς ἀληθείας τοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοῦ Εὐαγγελίου μέχρι τῶν θαυμάτων τοῦ Ἀγ. Μαρτίνου καὶ ἐπὶ τρεῖς ἐδίσταζε περὶ πάντων· ἄλλοτε ἔκυπτε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν ἐπιβαρύνουσαν ἡμᾶς θείαν καταδίκην καὶ ἄλλοτε, ἂν εἶχε πέτρας, ἤθελε ῥίψει αὐτὰς κατὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἵνα τὸν σπάση4. Ἐν ἑνὶ λόγῳ εἶχε καταληφθῇ ὑπὸ τῆς μονομανίας ἐκείνης, εἰς ἢν ὑποπίπτουσι πάντες, ὅσοι μετ' εἰλικρινείας ζητήσωσι τὴν λύσιν τοῦ μυστηριώδους τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν προβλήματος. Τὶ εἴμεθα, πόθεν ἐρχόμεθα, ποία ἔσται ἡ μέλλουσα ἡμῶν τύχη; Τοιαῦτα ζητήματα, ἀδιάλυτα ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ ἐγκεφάλῳ, ὡς ὁ κηρὸς ἐν τῷ ὕδατι, ἐπειρᾶτο να λύσῃ.
 
Ἐν τούτοις ἡ κόμη τῆς πτωχῆς Ἰωάννας ἔμενεν ἀκτένιστος καὶ οἱ ὀδόντες ἀργοῖ· οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν ἐρυθροὶ ὑπὸ τῆς ἀϋπνίας, τὸ πρόσωπον ὠχρὸν καὶ οἱ ὄνυχες μαῦροι. Κατὰ τὸν κλεινὸν Πασχάλην, τοιαύτη πρέπει να ἤναι ἐπὶ τῆς γῆς ἡ φυσικὴ κατάστασις τοῦ ἀληθοῦς χριστιανοῦ, ζῶντος διηνεκῶς μεταξὺ τοῦ φόβου τῆς κολάσεως καὶ τῆς ἐλπίδος τῆς σωτηρίας καὶ μετὰ στεναγμῶν ἀναζητοῦντος ἐν τῷ σκότει τὴν ὁδὸν τοῦ Παραδείσου. Ἀλλὰ τὴν κατάστασιν ταύτην, ὅσω ἀριστοκρατικὴ καὶ ἂν ἤναι, ὅσω καὶ ἂν ἰδιάζη εἰς τὰ ἔξοχα πνεύματα, δεν σοὶ τὴν εὔχομαι, καλέ μου ἀναγνῶστα· προτιμητέα πάλιν ἡ ἱλαρὰ καὶ ἀμέριμνος εὐσέβεια τῶν καλῶν ἐκείνων χριστιανῶν, οἵτινες ψάλλοντες τροπάρια εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ τρώγοντες ὀκταπόδια τὴν Παρασκευήν, περιμένουσιν ἀμερίμνως τάς ἀπολαύσεις τοῦ Παραδείσου.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ιωάννα διωκομένη υπό των τριών μοναχών έτρεχε περί τον θάλαμον, υπερπηδώσα τραπέζας και καθίσματα, και ότε μεν πινάκιον, ότε δε ρητόν της Γραφής εκσφενδονίζουσα κατ’ αυτών. Αλλ’ η ιερά αυτής ευγλωττία και τα σκεύη της τραπέζης συνετρίβοντο ματαίως κατά των μεθύσων εκείνων, ως τα κύματα κατά των βράχων. Ήδη δε ήπλονον επ’ αυτής τας χείρας, ότε διακρίνασα επί της κλίνης τα περιέχοντα τα λείψανα των αγίων κιβώτια κατέφυγεν όπισθεν αυτών, ως ο Αίας όπισθεν της ασπίδος. Οι πανοσιώτατοι οπισθοδρόμησαν εν αρχή έμπροσθεν του ιερού εκείνου προπυργίου, ως οι λύκοι προ των πυρών, δι’ ων προφυλάσσουσιν οι ποιμένες τας μάνδρας· αλλά μετ’ ου πολύ, λησμονήσαντες τον προς τα άγια εκείνα λείψανα σεβασμόν, εχύθησαν κατά της κλίνης, εφ’ ης η δύστηνος νεάνις έτρεμεν ως κορυδαλός υπό το δίκτυον του κυνηγού.
Πολλοὶ θέλοντες να ἐπιδείξωσιν πνεύματος ὑπεροχὴν ταλανίζουσι τοὺς μακαρίους τούτους θνητούς, ἀλλ' ἐγὼζηλεύω τὴν γαλήνην τῆς ψυχῆς τῶν καὶ τὰ κολλύρια τοῦ τραχήλου τῶν. Ἂν Τοῦρκός τις ἣ πυρολάτρης ἐπρόκειτο να χριστιανισθή, ἤθελον συμβουλεύσει αὐτὸν να προτιμήσῃ πρὸ πάσης ἄλλης τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἧς αἱ τελεταὶ εἶναι τόσω μεγαλοπρεπεῖς, ἡ λειτουργία τόσω σύντομος καὶ αἱ νηστεῖαι τόσω πολύοψοι, ἧς ἡ μουσικὴ ἡδύνει τὴν ἀκοὴν καὶ αἱ εἰκόνες εὐφραίνουσι τοὺς ὀφθαλμούς· πνευματικὸν δὲ να ἐκλέξῃ οὐχὶ ἄγριον τίνα Βοσουέττον ἣΛακορδαῖρον, γυμνὸν τὸν Ἅδην καὶ τοὺς κατοίκους αὐτοῦ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ παριστώντα, ἀλλ' ἡδυεπῆ τίνα μαθητὴν τοῦ Ἐσκοβάρου, ἵνα ἐπὶ ἀτλαζίνου τάπητος τὸν ὁδηγήση εἰς τάς μακαρίους μονάς. Ἀφοῦ ὁ Ὕψιστος, κατὰ τὸν ἱερὸν Αὐγουστίνον καὶ Λακτάντιον, δεν ἀποστρέφεται τάς ἀνθηρὰς ἀτραπούς, ὁσάκις αὖται ὁδηγώσιν ἡμᾶς πρὸς αὐτόν, διατὶ ν' ἀναζητῶμεν τὸν Παράδεισον δι' ἀκανθῶν καὶτριβόλων καὶνεροβράστων χόρτων, ἀκροώμενοι ἔρρινα ᾄσματα καὶ ἀσπαζόμενοι δυσμόρφους εἰκόνας;
 
Ἀλλ' ἐπανέλθωμεν εἰς τὸ προκείμενον καὶ ἔστω τὸσφάλμα τῶν παρεκβάσεών μου εἰς τάς εἰκοσιεπτὰ τῶν Ἀθηνῶν ἐφημερίδας καὶ τοὺς τέσσαρας κώδωνας τῆς ῥωσσικῆς ἐκκλησίας, διακόπτοντας ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τὸ νῆμα τῆς διηγήσεώς μου.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η σύγκρουσις ενταύθα υπήρξεν τοσούτω σφοδρά, ώστε κατέπεσεν η κλίνη και μετ’ αυτής αι θήκαι των αγίων, ων τα μαρτυρικά οστά κατεκυλίσθησαν επί του εδάφους. Ενθυμηθείσα τότε η Ιωάννα ότι διά σιαγόνος όνου επάταξεν ο Σαμψών χιλίους Φιλισταίους, εδεήθη του Υψίστου, ίνα κραταιώση την δεξιάν της, είτα δε δραξαμένη κακείνη μιας κνήμης του Αγ. Μαρκελλίνου ήρξατο δι’ αυτής να κτυπά τους ασελγείς αυτής διώκτας. Αλλά τα κόκκαλα αυτών ήσαν, φαίνεται, σκληρότερα των του Αγίου, ώστε μετ’ ου πολύ εθραύσθη το όπλον και εξηντλήθησαν αι δυνάμεις της σεμνής ημών ηρωίδος, ήτις μετά πεισματώδη αντίστασιν κατέπεσε τέλος επί του πεδίου της μάχης και κλείσασα τους οφθαλμούς υπετάγη εις το πεπρωμένον.
Αἱ κακαὶ νόσοι, ἡ πανώλης, ἡ εὐλογία, ὁ ἔρως καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ πηγάζοντα ἐπώνυμα τῆς ξανθῆς μητρὸς τοῦ πάθη ἔχουσι τοῦτο τὸ καλόν, ὅτι ἅπαξ μόνον ὑποκείμεθα εἰς αὐτά. Τοιαύτη ἦτο καὶ ἡ μεταφυσικὴ ἀσθένεια τῆς Ἰωάννας. Ἀφοῦ ἐπὶ τρεῖς μήνας ἔξυσε τὴν κεφαλήν, ζητοῦσα τοῦ ἀλύτου αἰνίγματος τὴν λύσιν, ἔκλεισε τέλος πάντων τὰ βιβλία τῆς καὶ ἀνοίξασα τὸ παράθυρον τοῦ κελλίου ὠσφράνθη τὰ ἀρώματα τῆς ἀνοίξεως.
 
Ὁ Ἀπρίλιος ἤγγιζεν εἰς τὸ τέλος καὶ ἡ φύσις πᾶσα καταπράσινος, μειδιώσα καὶμυροβόλος ὠμοίαζε νεάνιδα στολισθείσαν ὑπὸ ἐμπείρου θαλαμηπόλου. Αἱ ἀναθυμιάσεις τοῦ ἔαρος ἐμέθυον τάς αἰσθήσεις τῆς νέας μοναχῆς, ἥτις ἀπὸ τριῶν ἤδη μηνῶν βυθισμένη εἰς τὰ σκότη τοῦ κελλίου καὶ τῆς μεταφυσικής, ἠτένιζε καὶ ὠσφραίνετο μετ' αὐξούσης ἀπληστίας τὴν χλόην τῶν λειμώνων καὶ τῶν ἴων τὴν εὐωδίαν.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αλλ’ εν ουρανώ υπήρχον τότε Άγιοι και Άγιαι υπέρ των εν κινδύνω παρθένων θαυματουργούντες. Καθ’ ην στιγμήν ο πανοσιώτατος Ραλήγος, όστις ως πρεσβύτερος απήλαυσε των πρωτείων, έκυπτεν επί την Ιωάνναν, ενώ η δυσώδης και οινωμένη αυτού πνοή εμόλυνεν ήδη το ωχρόν πρόσωπον της κορασίδος, τεράστιος αίφνης μεταμόρφωσις! ανήκουστον θαύμα έκαμεν αυτόν να οπισθοδρομήση μετά τρόμου. Ούτε εις δένδρον, ως η Δάφνη, είχε μεταμορφωθή η Ιωάννα, ούτε εις περιστεράν, ως η Αγ. Γερτρούδη, ή εις σκωληκόβρωτον σκελετόν, ως η Βασίνη εις τας αγκάλας του Δομ Ρουπέρτου, αλλ’ εκ της παρθενικής αυτής επιδερμίδος εφύτρωσεν αιφνιδίως γενειάς μακρά, πυκνή και δασεία, ως η επισκιάζουσα τα πρόσωπα των Βυζαντινών αγίων. Ούτω έσωζε τότε η Παναγία τας παρθένους, οσάκις εστενοχωρούντο υπό βαναύσων καλογήρων, επαγρυπνούσα κατά τον Άγ. Ιερώνυμον ως ζηλότυπος πενθερά επί της τιμής των συζύγων του υιού της.
Μεταξὺ τῆς ἀνοίξεως καὶ τῆς καρδίας ἡμῶν, ὅταν ἤμεθα εἰκοσαετεῖς, ὑπάρχει κατὰ τοὺς ποιητὰς καὶ τοὺς ἰατροὺς σχέσις τις μυστηριώδης καὶ δυσεξήγητος, ὡς ἥ του Σωκράτους πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην. Ὁσάκις βλέπομεν πράσινα δένδρα, μαλακὴν χλόην ἣ σπήλαια σκιερὰ αἰσθανόμεθα εὐθὺς τὴν ἀνάγκην Εὕας τινὸς ἐν τῷ παραδείσῳ τούτῳ. Ὁ Νέρων κατὰ τάς ὤρας τῆς νοσταλγίας τοῦ ἐπεθύμει να εἶχε σύμπαν τὸ ἀνθρώπινον γένος μίαν μόνην κεφαλήν, ἵνα τὴν ἀποκόψῃ. Δεν ἔτυχέ ποτε καθήμενος τὸ ἔαρ ὑπὸ τὴν σκιὰν πίτυος ἣ ῥοιὰς καὶ σύ, ἀναγνῶστά μου, να ἐπιθυμήσῃς να εἶχον αἱ γυναῖκες πᾶσαι ἐν μόνον στόμα, ἵνα ὅλας ὅμου τάς ἀσπασθής;
 
Ἡ Ἰωάννα αἰσθανομένη τὸ στῆθος τῆς ἀναπάλλον ὡς τὰ κύματα τῆς θαλάσσης, ἀνεμνήσθη τοῦ ὀνείρου τῆς καὶ τῶν ἐλπίδων, ὑφ' ὧν κατείχετο, ὅτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ κοινόβιον ἐκεῖνο, ὅπου εὗρεν μόνον ἀνιᾶν, βιβλία παλαιὰ καὶ σκέψεις ὀχληράς. «Λιόββα! Λιόββα! πότε θέλεις ἐκτελέσει τάς ὑποσχέσεις σου;» ἀνέκραξε τέλος, σείουσα τάς κιγκλίδας τῆς φυλακῆς τῆς μετ' ἀπελπισίας. Ἀλλ' αἱκιγκλίδες ἦσαν σιδηραῖ, αἱ δὲ χεῖρες τῆς νέας μοναχῆς εἶχον γίνει διὰ τῆς ἀργίας λευκαὶ καὶ ἁπαλαὶ ὡς ὁ κηρὸς τῶν λαμπάδων· διὸ ἀφήσασα αὐτάς, καὶ μὴ ἔχουσα ἐν τῷ κελλίω οὔτε σκύλον να δειρὴ οὔτε σινικὰ ἀγγεῖα να σπάσῃ, ἔκρυψε μεταξὺ τῶν χειρῶν τὸ πρόσωπον καὶ ἤρξατο να κλαίῃ.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ιωάννα ευχαριστήσασα από καρδίας την Παρθένον διά την σωτηρίαν επέμβασιν ηγέρθη, και επισείουσα την μακράν της γενειάδα ως κεφαλήν Μεδούσης κατά των πεφοβισμένων αυτής καταδρομέων εξήλθε του θαλάμου. Διαβαίνουσα δε προ των σταύλων έλυσεν ένα των όνων, εφ’ ου αναβάσα απεμακρύνθη του μυσαρού εκείνου καταγωγίου, όπου εκινδύνευσε να χάση την μόνην προίκα, ην είχε να προσφέρη εις τον ουράνιον αυτής νυμφίον. Περιττόν δε να προσθέσω ότι, παρελθόντος του κινδύνου, και η γενειάς αυτής συνηφανίσθη.
Οὐδὲν γλυκύτερον τῶν δακρύων, ὁπόταν ὑπάρχῃ χεὶρ ἑτοίμη να τὰ σφογγίση ἣ χείλη πρόθυμα να ῥοφήσωσι τὴν βροχὴν ταύτην τῆς καρδίας, ὡς ὀνομάζουσιν αὐτὰ οἱ Ἰνδοί. Ἀλλ' ὅταν κλαίῃ τὶς μόνος, τὰ δάκρυα τότε εἶναι ἀληθῆ καὶ πικρά, ὡς πάσα ἐν τῷ κόσμῳ ἀλήθεια· πολὺ δὲ πικρότερα, ὁσάκις θρηνῶμεν οὐχὶ τὴν ἀπώλειαν ἀγαθοῦ τινος ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ διότι δεν δυνάμεθα να ἀπολαύσωμεν τὸ ἀντικείμενον πρὸς ὁ ἐποφθαλμιῶμεν, ἵππον, ὑπούργημα ἣ γυναῖκα.
 
Κρότος βημάτων εἰς τὸν διάδρομον ἀπέσπασε μετ' ὀλίγον τὴν Ἰωάνναν τῶν θλιβερῶν αὐτῆς λογισμῶν καὶ ἀνοιχθείσης τῆς θύρας, εἰσῆλθεν ἡ ἡγουμένη κρατοῦσα ἐκ τῆς χειρὸς ἀγένειον νεανίσκον, φέροντα τὸ ἔνδυμα τοῦ Ἀγ. Βενεδίκτου, τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς μετὰσεμνότητος ἐπὶ τῶν σανδαλίων τοῦ προσηλούντα.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αι σκιαί της νυκτός και τα δένδρα του δάσους ήρχισαν βαθμηδόν ν’ αραιώνται. Μετ’ ολίγον δε η πλανωμένη ημών ηρωίς ευρέθη εν μέσω ερεικοφύτου πεδιάδος, έχουσα, ως ο Άγ. Στούρμης, κατάλευκον ουρανόν υπεράνω της κεφαλής και μαύρον όνον μεταξύ των σκελών της. Η Ιωάννα μη γνωρίζουσα την οδόν έτρεχεν όπου οι τέσσαρες του υποζυγίου πόδες έφερον αυτήν· αλλ’ ανευρούσα μετ’ ου πολύ το ρεύμα της Μεΰνης ηκολούθησε τους ελιγμούς του ρύακος, ως ο Θησεύς τον μίτον της Αριάδνης, μέχρις ου έφθασε δύοντος του ηλίου εις το τέρμα της οδοιπορίας.
«Ἰωάννα», εἶπεν ἡ Προεστῶσα, παρουσιάζουσα τὸν νέον μοναχὸν εἰς τὴν ἔκθαμβον ἡμῶν ἡρωίδα, «ὁ ἡγούμενος τῆς Φούλδας Ἄγ. Ῥαβάνος ὁ Μαῦρος, μέλλων ν' ἀποστείλη ἱεροκήρυκας εἰς Θουρίγγην, ζητεῖ παρ' ἐμοῦ τάς ἐπιστολὰς τοῦ Ἀγ. Παύλου, γεγραμμένας διὰ χρυσῶν γραμμάτων ἐπὶ πολυτίμου μεμβράνης, ἵνα διὰ τῆς λάμψεως τοῦ χρυσοῦ θαμβώση τὰ ὄμματα τῶν ἀπίστων, ἐμπνέων οὕτω εἰς αὐτοὺς περισσότερον σέβας πρὸς τάς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ νέος οὗτος Βενεδικτίνος εἶναι ὁ Πάτερ Φρουμέντιος, διαπρεπῶν, ὡς καὶ σύ, ἐπὶ εὐσεβεῖα καὶ καλλιγραφία. Συνεργάσθητι μετ' αὐτοῦ, μέχρις οὐ ἐκτελεσθὴ ἡ παραγγελία τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν Ῥαβάνου. Λάβε χρυσὴν μελανήν· γραφίδας ἔχεις, τροφὴν θέλω στέλλει ὑμῖν ἐκ τῆς ἰδίας μου τραπέζης. Χαίρετε, τέκνα μου». Ταῦτα εἰποῦσα ἐξῆλθεν ἡ Ἀγ. Βλιθρούδη, κλείουσα ὄπισθεν αὐτῆς τὴν θύραν, ὡς οἱ χωρικοὶ ἐν Μολδαυία, ὁσάκις ὁ ἄρχων ἐπισκέπτεται τὴν γυναῖκα τῶν. Ἀλλ' ἡ Ἀγ. Βλιθρούδη ἦτο ἐκ τῶν ἐναρέτων ἐκείνων γυναικών, τῶν ὁποίων ὁ νοῦς ἀδυνατεὶ να ὑποθέση τὸ κακόν. Ἂν ἔβλεπε καλόγηρον ἀσπαζόμενόν τινα τῶν παρθένων τοῦ μοναστηρίου, ἤθελε πιστεύσει ὅτι πράττει τοῦτο, ἵνα εὐλογήσῃ αὐτήν. Παιδιόθεν κατακοπεῖσα ὑπὸ τῆς εὐλογίας ἀθῴα μόνον φιλήματα εἶχε γνωρίσει, οὐδ' ἠδύνατο να πιστεύσῃ ὅτι ὑπῆρχον καὶ ἄλλα εἰς τὸν κόσμον. Ἄλλως κατὰ τὸν αἰῶνα ἐκεῖνον οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Ἀγ. Βενεδίκτου, ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ἔζων φύρδην μίγδην ἐν τοῖς μοναστηρίοις, ὡς αἱ βδέλλαι ἐντὸς φιάλης ὕδατος. Κατὰ τίνας χρονογράφους αἱ σχέσεις αὖται ἦσαν ἀθῷαι, ὡς αἵ του ἡμετέρου Ἀγ. Ἀμούν, συγκοιμηθέντος δεκαοκτῶ ὅλα ἔτη μετὰ τῆς συζύγου τοῦ, ἥτις ἀπέθανε παρθένος· κατὰ τὸν Μουρατόρη ὅμως ἐκ τῆς ἐπιμειξίας ταύτης ἐγεννῶντο πολλάκις σκάνδαλα καὶ παιδία. Ἀλλὰ ταῦτα ἐρρίπτοντο συνήθως εἰς τὸ ῥεῦμα τῆς Φούλδας. Οὕτω ἐσῴζετο ἡ τιμὴ τῶν μοναστηρίων καὶ ἐπαχύνοντο οἱ ἰχθύες.
 
Τὸ νέον ζεῦγος, ἅμα ἔμεινε μόνον, γνωρίζον πόσον πολύτιμος εἶναι ὁ χρόνος ἀνύψωσε τάς χειρῖδας τῶν ῥάσων καὶ ἤρξατο ἀμέσως τῆς ἐργασίας, τῆς ἀντιγραφῆς δηλ. τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀγ. Παύλου.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η μονή της Μοσβάχης υψούτο παρά τους πρόποδας αποτόμου όρους, υπό το οποίον ετοποθέτησεν αυτήν η Αγ. Βλιθρούδη, ίνα μη ψυχραίνηται ο ζήλος των καλογραιών υπό της πνοής του βορρά. Η εσπερινή προσευχή έληγε κατ’ εκείνην την στιγμήν, αι δε μονάζουσαι παρθένοι εξήρχοντο της εκκλησίας κρατούμεναι εκ της χειρός και ομοιάζουσαι κομβολόγιον εκ μαύρων μαργαριτών. Ιδούσαι την Ιωάνναν περιεκύκλωσαν αμέσως αυτήν, ερωτώσι τίς ήτο, πόθεν ήλθε και τι εζήτει· αφ’ ου δε έμαθον ότι επεθύμει ράσον, σανδάλια και κελλίον, ωδήγησαν αυτήν προς την ηγουμένην, ήτις εμνήστευσε την ημετέραν ηρωίδα μετά του Σωτήρος, απαλλάξασα αυτήν της δεκαμήνου δοκιμασίας χάριν των προς την θρησκείαν εκδουλεύσεων του μακαρίτου πατρός της.
Ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρας ἤρχετο ἀνὰ πᾶσαν πρωίαν ὁ νέος μοναχὸς εἰς τὸ κελλίον τῆς Ἰωάννας, ὅπου συνειργάζετο μετ' αὐτῆς μέχρι τῆς ἑσπέρας. Ἀλλ' ὁ δεκαοκταετὴς ἐκεῖνος νεανίας, παιδιόθεν ἀσχολούμενος εἰς ἀντιγραφὰς εὐχολογίων καὶ οὔτε τὴν Γραφὴν ἀναγνώσας οὔτε τοῦ Αὐγουστίνου τάς ἐξομολογήσεις οὔτε τὸν περὶΠαρθενίας λόγον τοῦ Ἀγ. Βασιλείου ἣ ἄλλο ἱερὸν βιβλίον, ἦτο ὡς ἐκ τούτου ἁγνὸς καὶ ἄσπιλος ὡς ἡ χιών, ἐφ' ἧς ἐκυλίετο ὁ Ἄγ. Φραγκίσκος, ἵνα κατασιγάση τοὺς πειρασμοὺς τῆς σαρκός· ὥστε ἡ μὲν ἀντιγραφὴ τῶν ἐπιστολῶ τοῦ Ἀγ. Παύλυ προώδευε ταχέως, αἱ δὲ μετὰ τῆς Ἰωάννας σχέσεις αὐτοῦ ἔμενον στάσιμοι.
 
Ὁσάκις ἡ χεὶρ τῆς ἡμετέρας ἡρωίδος ἤγγιζε τὴν χεῖρα τοῦ ἢ αἱ κόμαι αὐτῶν συνεπλέκοντο, ἐνῶ ἔκυπτον ἐπὶ τῆς μεμβράνης, ᾐσθάνετο τὴν καρδίαν τοῦ πάλλουσαν ὡς κώδωνα φρουρίου ἐν ὤρᾳκινδύνου, ἀλλ' οὐδ' αὐτὸς ἠδύνατο να εἴπῃ, ἂν πρὸς δεξιὰν ἔπαλλεν ἣ πρὸς ἀριστεράν. Ἡ δὲ Ἰωάννα ἀναγνώσασα πολλάκις τὸν Ὠριγένη, τὸν Χρυσόστομον καὶ τοὺς κανόνας τοῦ Νηστευτοῦ ἐγνώριζε τὰ πάντα θεωρητικῶς· ἠδύνατο μάλιστα καὶ να συζητήση περὶ τῶν τοιούτων, μεταχειριζομένη τάς τεχνικὰς ἐκείνας λέξεις, αἵτινες εἰς μόνους τοὺς ἰατρούς, τάς πόρνας καὶ τοὺς θεολόγους εἶναι γνωσταί. Ἀλλὰ μόνη μετ' ἀνδρὸς τότε πρώτην φορὰν εὑρίσκετο, ἡ δὲ ἀμηχανία αὐτῆς ηὔξανε καθ' ἑκάστην, ὡς ἡ τῶν Ἄγγλων περιηγητῶν ἐν μέσῳ τῶν νεκροπόλεων τῆς Αἰγύπτου, τάς ὁποίας τόσον καλὰ ἐσπούδασαν ἐπὶ τοῦ χάρτου.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Αγ. Βλιθρούδη αγαπήσασα παραχρήμα την νέαν μοναχήν, διότι εννόει το Πάτερ ημών και εσταύρονε μετά κατανύξεως τας χείρας επί του στήθους, κατέστησεν αυτήν φύλακα της βιβλιοθήκης του κοινοβίου, περιεχούσης εξήκοντα επτά τόμους, πλούτον μυθώδη κατ’ εκείνην την εποχήν. Η Ιωάννα, μόνη από πρωίας μέχρι εσπέρας εν τω κελλίω της, υπέπεσε κατά τας πρώτας ημέρας εις την μοναστηριακήν εκείνην χαύνωσιν, ήτις καταλαμβάνει τας νεήλυδας εις τα κοινόβια, ως η ναυτίασις τους κατά πρώτον πατούντας επί πλοίου. Εισήρχετο και εξήρχετο του κελλίου, εκαθάριζε τα βιβλία, τους όνυχας και την κόμην της, ηρίθμει τους κόκκους του κομβολογίου και εμέμφετο τον ήλιον ως βραδέως προχωρούντα προς την δύσιν.
Ἡ θέσις τῶν δύο νεανίσκων κατήντα καθ' ἡμέραν μᾶλλον ἀφόρητος. Οὔτε ὁ Φρουμέντιος ἐγνώριζε τὶ να ζητήσῃ, οὔτε ἡ Ἰωάννα τι πρῶτον να προσφέρῃ. Ἐν τούτοις ἡ ἀντιγραφὴ ἐπλησίαζεν εἰς τὸτέλος· μόνη ἀπελείπετο ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ καὶ ἔπειτα πικρὸς καὶ ἀναπόφευκτος ἐπήρχετο ὁ χωρισμός.
 
Πολλάκις ἡ Ἰωάννα ὡς ἄλλη Πηνελόπη ἀπέξεε τὴν νύκτα, ὅσα τὴν προτεραίαν εἶχον γράψει. Ὁ σύντροφος αὐτῆς ἐννόει τὸ τέχνασμα, ἐμάντευε τὸν σκοπὸν αὐτοῦ καὶ ἠρυθρία ἣ ἐξέπεμπε στεναγμούς, ἱκανοὺς να κινήσωσι τάς πτέρυγας ἀνεμομύλου, ἀλλ' εἰς ταῦτα μόνα περιωρίζετο, ἡ δὲ ἡμέρα παρήρχετο ὡς αἱ ἄλλαι, πλήρης πόθων ματαίων καὶ ἐλπίδων διαψευδομένων. Ἀλλ' οὔτε σύ, ἀναγνῶστα, οὒτ' ἐγὼ ἔχομεν τόσας ἡμέρας να χάσωμεν. Ἄλλως δὲ γράφων ἀληθῆ ἱστορίαν δεν δύναμαι να μιμηθῶ τοὺς ποιητὰς ἣ συγγραφεῖς ἐκείνους, οἵτινες σωρεῦοντες παλμούς, δάκρυα, ἐρυθήματα καὶ ἄλλα πλατωνικὰ ἐφόδια ζευγνύουσιν ἀνὰ δύο τοὺς μελιρρύτους στίχους τῶν, ὡς οἱγεωργοὶ εἰς τὸ ἄροτρον τοὺς βόας, ἣ τορνεύουσι περιόδους στρογγύλας ὡς τοὺς μαστοὺς τῆς Ἀφροδίτης. Ὁ μέγας Δάντης ὠνόμαζε τοὺς τοιούτους μαστρωπούς, ἀλλ' εἰς ἐμὲ οὔτε τὸ ὄνομα οὔτε τὸ ἐπάγγελμα ἀρέσκει. Ἀφίνων λοιπὸν ἀμφότερα ταῦτα εἰς τὸν Πλάτωνα, τὸν Ὀβίδιον, τὸν Πετράρχην καὶ τοὺς δακρυρροούντας ὀπαδοὺς τῶν, θέλω παριστᾲ ἀείποτε τὴν ἀλήθειαν γυμνὴν καὶ ἀκτένιστον, ὡς ὅτε ἐκ τοῦ φρέατος ἐξῆλθεν.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Aι σύντροφοι αυτής ζηλεύουσαι την εύνοιαν, ης απήλαυε παρά τη ηγουμένη, και φοβούμεναι μη κατεσκόπευε τους λόγους και τα έργα των απεμακρύνοντο απ’ αυτής ως οι Βραχμάνες από των παριάδων. Πολλάκις κατά την ώραν της διασκεδάσεως, ενώ αι λοιπαί παρθένοι διεσκορπίζοντο καθ’ ομίλους εις τον κήπον φαιδρώς διαλεγόμεναι, εμπαίζουσαι τας γραίας, διηγούμεναι τα όνειρα της νυκτός, δεικνύουσαι τα γράμματα των εραστών, παραβάλλουσαι το μήκος των ποδών και το χρώμα των χειλέων ή της κόμης των, η Ιωάννα έμενε μόνη, ως οβελίσκος εν μέσω πλατείας, μετρούσα το ύψος των δένδρων και αιτιωμένη την Αγίαν Λιόββαν, διότι αντί ηδονών πλήξιν μόνον και χασμήματα εύρεν εν τω μοναστηρίω, ως καταρώνται και οι τυχοδιώκται τας εφημερίδας, οσάκις αντί χρυσού πέτρας μόνον και πυρετούς ευρίσκουσιν εις την Καλλιφορνίαν.
Οἱ δύο ἐρασταὶ εἶχον τελειώσει τὴν ἀντιγραφὴν τῆς τελευταίας ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου, ὁ δὲ ἥλιος, ὂν ὁΓαλιλαῖος δεν εἶχεν ἀκόμη καταδικάσει εἰς ἀκινησίαν, ἐπέραινε τὴν καθημερινὴν αὐτοῦ περιστροφήν. Ἦτο ἡ ὥρα, καθ' ἢν οἱ βόες ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸν σταῦλον, οἱ δὲ χριστιανοὶ ἀσπάζονται τὴν Παρθένον διὰ τοῦ «Χαῖρε Μαρία». Ὁ κώδων εἶχε προσκαλέσει τάς καλογραίας εἰς τὴν ἐσπερινὴν προσευχὴν καὶ οὐδεὶς ἦχος ἠκούετο πλέον εἰς τοὺς διαδρόμους τοῦ μοναστηρίου.
 
Ἡ Ἰωάννα ἐκαθῆτο πλησίον τοῦ παραθύρου φυλλολογούσα τόμον τῆς Ἀγ. Γραφῆς, ὁ δὲ Φρουμέντιος ἠτένιζεν ἐν ἐκστάσει πρὸς τὴν σύντροφον αὐτοῦ, ἢν ὁ δυῶν ἥλιος, διερχόμενος διὰ τῶν ἐρυθρῶν ὑαλίων τοῦ κελλίου περιέστεφε διὰ κύκλου ἀκτινοβόλου, ὡς οἱ Ῥώσσοι ζωγράφοι τάς κεφαλὰς τῶν Ἁγίων. Ἡ ἡμετέρα ἡρωὶς δεκαεπταετὴς τότε οὖσα δεν ὠμοίαζε τάς λευκὰς καὶ ἀγγελομόρφους ἐκείνας παρθένους, τάς ὁποίας δεν τολμᾷ τὶς να ἐγγίση, φοβούμενος μὴ ἀνοίξωσι τὰ πτερὰ τῶν, οὐδὲ ἠδύνατο πρὸς κάλυκα ῥόδου να παραβληθή, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὸ φυτὸν ἐκεῖνο τῆς θερμῆς Παλαιστίνης, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κλάδου οὐ μόνον εὔοσμα ἄνθη, ἀλλὰ καὶ ὀρεκτικοὺς καρποὺς προσφέρει εἰς τὸν πεινῶντα ὁδοιπόρον.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η πλήξις και η αργία είναι, νομίζω, τα κυριώτερα ελατήρια της ευσεβείας. Εις ουρανόν ατενίζομεν τότε μόνον, όταν δεν έχωμεν τι να κάμωμεν ή να ελπίσωμεν επί της γης, τας δε αγίας εικόνας ασπαζόμεθα, οσάκις δεν έχομεν άλλο τι ν’ ασπασθώμεν. Οπωσδήποτε η Ιωάννα, ήτις πρότερον μετεχειρίζετο τας θεολογικάς αυτής γνώσεις ως απλούν πόρον ζωής, αποστηθίζουσα την Γραφήν και τους Πατέρας ως η κυρία Ριστόρη τους στίχους του Αλφιέρη, ότε ευρέθη μόνη εντός των τεσσάρων τοίχων πνιγηρού κελλίου, ανούσιον ευρίσκουσα την παρούσαν, ήρξατο να σκέπτηται περί της μελλούσης ζωής.
Ἡ σκιὰ τὸ κελλίου καὶ ἡ καλὴ τράπεζα τῆς μονῆς εἶχον στερεώσει τάς σάρκας καὶ ἁπαλύνει τὸ δέρμα τῆς ἡμετέρας ἡρωίδος, ἡ δὲ κόμη αὐτῆς ἅπαξ μόνον ψαλιδισθεῖσα ἐκυμαίνετο πυκνοτέρα ἣ πρότερον ἐπὶ τῶν στρογγύλων ὤμων. Πάντα ταῦτα ἦσαν τῇ ἀληθείᾳ ὀπωσοὺν ἀκτένιστα, ἀπεριποίητα καὶ ἠμελημένα, ἀλλὰ κατὰ τὸν ποιητήν5 οὔτε ὁ καθαρὸς χρυσὸς ἔχει ἀνάγκην χρυσώσεως οὔτε τὸ ῥόδον προσθέτου εὐωδίας οὔτε ὁ κρίνος ψιμυθίου οὔτε δεκαεπταετής, νομίζω, νεᾶνις μύρων καὶ βοστρυχισμάτων.
 
Ὁ Φρουμέντιος ἐξηκολούθει να σιωπᾷ, ἡ δὲ Ἰωάννα να στρέφῃ τὰ φύλλα τῆς Γραφῆς, ὅτε μὲν ψιθυρίζουσα μεταξὺ τῶν ὀδόντων, ὅτε δὲ ἐδάφιόν τι ἀναγινώσκουσα μεγαλοφώνως. Ἀλλὰ μετ' οὐ πολὺ ἔπαυσε να φυλλομετρὴ καὶ διὰ φωνῇς μειλιχίου, ὡς νέας Ἰνδὴς ἐπαδούσης ὄφιν φαρμακερόν, ἤρξατο ν' ἀναγινώσκη:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Παράδοξος η ενασχόλησις εις νεάνιδα δεκαεπταετή. Αλλά τα μοναστήρια είναι απ’ αιώνων τα βασίλεια των ιδιοτρόπων ορέξεων. Οι Αιγύπτιοι καλόγηροι επότιζον ράβδους μέχρις ου καρποφορήσωσιν· αι Άγιαι της Ουγγαρίας έτρωγον φθείρας και οι Ησυχασταί έμενον έτη ολόκληρα, προσηλούντες το βλέμμα επί την κοιλίαν των, εκ της οποίας επερίμενον να ίδωσιν εκπορευόμενον το φως της αληθείας. Η δε Ιωάννα, παραδιδομένη εις μεταφυσικάς μελέτας, οτέ μεν διημέρευε κύπτουσα επί των συγγραμμάτων του Αγ. Αυγουστίνου, όστις περιέγραψεν ως αυτόπτης τας απολαύσεις των μακάρων και τας φλόγας της Κολάσεως, οτέ δε χώνουσα τους δακτύλους εις την ξανθήν κόμην της απέτεινεν εις εαυτήν τας ερωτήσεις εκείνας περί της παρούσης ημών και μελλούσης υπάρξεως, τας οποίας πάντες οι κάτοικοι της κοιλάδος του κλαυθμώνος αποτείνουσιν εις εαυτούς μετ’ απελπισίας, οι δε πνευματικοί και θεολόγοι αποκρίνονται εις αυτάς δι’ υπεκφυγών και κοινών τόπων, ως οι υπουργοί εις τους οχληρούς θεσιθήρας.
«Ἆσμα ᾀσμάτων, ὅ ἐστι Σαλομών. Φιλησάτω μὲ ἀπὸ φιλημάτων στόματος αὐτοῦ. Ἀγαθοὶ οἱ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον καὶ ὀσμὴ μύρων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα· μύρον ἐκκενωθὲν ὄνομά σου· διὰ ταῦτα αἱ νεάνιδες ἠγάπησαν σέ. Ἰδοὺ εἰκαλός, ἀδελφιδός μου, καὶ ὡραῖος πρὸς κλίνῃ ἡμῶν· σύσκιος ἀνάμεσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται. Ἔλθε, ἀδελφιδέ μου, ἐξέλθωμεν εἰς ἀγρόν· εὑροῦσα σὲ ἔξω φιλήσω σέ· ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί. Στηρίξατε μὲ ἐν μύροις, στιβάσατε μὲ ἐν μήλοις, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ. Θὲς μὲ ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου. Κρατερὰ ὡς θάνατος ἀγάπη· ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν».
 
Ταῦτα ἤκουεν ὁ Φρουμέντιος καὶ μὴ γνωρίζων ὅτι τὰ μῆλα, οἱ μαστοὶ καὶ τὰφιλήματα ἐκεῖνα ἦσαν προφητικαὶ ἀλληγορίαι εἰκονίζουσαι τὴν μέλλουσαν τοῦ Σωτῆρος πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ ἀγάπην, ᾐσθάνετο τάς σάρκας καὶ τάς τρίχας τοῦ φρισσούσας ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὑπὸ τοῦτρόμου. Ἀνὰ ἕκαστον στίχον τῆς οὐρανίας ἐκείνης ἐπῳδῆς ἐπλησίαζεν ἐν βῆμα πρὸς τὴν ἀναγνώστριαν, κατὰ δὲ τὸ τελευταῖον ἐδάφιον εὑρίσκετο πρὸ αὐτῆς γονυπετής.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Παράδοξα όνειρα ετάραττον της πτωχής κορασίδος τον ύπνον, ουχί πλέον η καλή Λιόββα ηδονάς ανεξαντλήτους υποσχομένη, αλλά δαίμονες επισείοντες κέρατα φοβερά ή άγγελοι κρατούντες διστόμους ρομφαίας· οτέ μεν ήλπιζε τας αγαλλιάσεις του Παραδείσου, οτέ δε εφοβείτο τους όνυχας του Διαβόλου· επί μίαν ημέραν επίστευεν εις τας αληθείας του χριστιανισμού από του Ευαγγελίου μέχρι των θαυμάτων του Αγ. Μαρτίνου και επί τρεις εδίσταζε περί πάντων· άλλοτε έκυπτε την κεφαλήν εις την επιβαρύνουσαν ημάς θείαν καταδίκην και άλλοτε, αν είχε πέτρας, ήθελε ρίψει αυτάς κατά του ουρανού, ίνα τον σπάση4. Εν ενί λόγω είχε καταληφθή υπό της μονομανίας εκείνης, εις ην υποπίπτουσι πάντες, όσοι μετ’ ειλικρινείας ζητήσωσι την λύσιν του μυστηριώδους της υπάρξεως ημών προβλήματος. Τι είμεθα, πόθεν ερχόμεθα, ποία έσται η μέλλουσα ημών τύχη; Tοιαύτα ζητήματα, αδιάλυτα εν τω ανθρωπίνω εγκεφάλω, ως ο κηρός εν τω ύδατι, επειράτο να λύση.
Ἡ Ἰωάννα ἀνήγειρε τότε τὴν κεφαλὴν ἀπὸ τοῦ βιβλίου καὶ τὰ βλέμματα ἀντικρύσθησαν τῶν δύο ἐραστῶν. Ὁπότε εὑρίσκεται τὶς εἰς τὸ χεῖλος κρημνοῦ (καὶ τοιαύτη, νομίζω, ἦτο ἡ θέσις τῆς ἡμετέρας ἡρωίδος) πρέπει, λέγουσι, να κλείῃ τοὺς ὀφθαλμούς, εἰ δὲ μή, ζαλίζεται καὶπίπτει· ἀλλ' ἐκείνη δεν ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς, ὥστε ἔπεσε... τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τῆς καὶ
 
Quel giorno piu non vi leggero avanti6.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Εν τούτοις η κόμη της πτωχής Ιωάννας έμενεν ακτένιστος και οι οδόντες αργοί· οι οφθαλμοί ήσαν ερυθροί υπό της αϋπνίας, το πρόσωπον ωχρόν και οι όνυχες μαύροι. Κατά τον κλεινόν Πασχάλην, τοιαύτη πρέπει να ήναι επί της γης η φυσική κατάστασις του αληθούς χριστιανού, ζώντος διηνεκώς μεταξύ του φόβου της κολάσεως και της ελπίδος της σωτηρίας και μετά στεναγμών αναζητούντος εν τω σκότει την οδόν του Παραδείσου. Αλλά την κατάστασιν ταύτην, όσω αριστοκρατική και αν ήναι, όσω και αν ιδιάζη εις τα έξοχα πνεύματα, δεν σοι την εύχομαι, καλέ μου αναγνώστα· προτιμητέα πάλιν η ιλαρά και αμέριμνος ευσέβεια των καλών εκείνων χριστιανών, οίτινες ψάλλοντες τροπάρια εις τους Αγίους και τρώγοντες οκταπόδια την Παρασκευήν, περιμένουσιν αμερίμνως τας απολαύσεις του Παραδείσου.
Ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Πρωσσίας κατὰ τὴν μετὰ τὸ Κριμαϊκὸν πόλεμον εἰρήνην ἐζήτει πτερὸν ἀετοῦ, ἵνα ὑπογράψῃ τὸ ὄνομα καὶ τοὺς τίτλους τοῦ εἰς τὴν συνθήκην· ἐγὼ δὲ ἐκ τῆς πτέρυγος τοῦ Ἔρωτος ἐπεθύμουν να ἔχω πτερόν, ἵνα δι' αὐτοῦ περιγράψω τοῦ νέου ζεύγους τὴν ἐφήμερον εὐδαιμονίαν. Μοναξία, ἡσυχία, ἄφθονος τροφή, ἔαρος πνοαί, οὐδὲν ἔλειπεν αὐτοῖς ἐξ ὅσων καθιστῶσιν εὐδαίμονας τοὺς ἐραστάς. Ἡ Ἰωάννα ἀπαλλαγεῖσα χάριν τῆς ἀντιγραφῆς ἀπὸ τῶν ὄρθρων, τῶν ἀναγνώσεων, προσκυνήσεων καὶ ἄλλων μοναστικῶν ἀγγαρειῶν, ἠδύνατο ἀπὸ πρωίας μέχρι νυκτὸς να μένῃ μετὰ τοῦ συντρόφου τῆς. Ἀλλὰ καίτοι μεσοῦντος τοῦ Ἰουνίου, πάλιν σύντομοι ἐφαίνοντο αἱ ἡμέραι εἰς τὰ ἀκόρεστα τῶν νεανίσκων χείλη. Πολλάκις κατὰ τὴν ὥραν τοῦ ἐσπερινοὺ καθήμενοι πλησίον τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου, ἐνῶ οἱ κώδωνες ἀντήχουν πενθίμως, ὡς εἰ ἐθρήνουν τὴν θνῄσκουσαν ἡμέραν, ἐστέναζον κακείνοι καί, ὡς ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, ἔλεγον «στῆθι» τῷ ἡλίῳ· ἀλλ' οὗτοςμὲν ἐπορεύετο να φωτίση τοὺς ἀντίποδας, οἱ δὲ ἐρασταὶ περιέμενον τὴν ἐπιοῦσαν.
 
Δέκα ἀκόμη ἡμέρας δίηλθον ἐντὸς τοῦ στενοῦ ἐκείνου κελλίου, γράφοντες, τρώγοντες, ἀσπαζόμενοι καὶ ἄλλο ἐλάττωμα μὴ εὑρίσκοντες εἰς τὸν καιρόν, ὅστις ἦτο ὡραῖος, εἰμὴ μόνον ὅτι ἔφευγε ταχύς.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Πολλοί θέλοντες να επιδείξωσιν πνεύματος υπεροχήν ταλανίζουσι τους μακαρίους τούτους θνητούς, αλλ’ εγώ ζηλεύω την γαλήνην της ψυχής των και τα κολλύρια του τραχήλου των. Αν Τούρκος τις ή πυρολάτρης επρόκειτο να χριστιανισθή, ήθελον συμβουλεύσει αυτόν να προτιμήση προ πάσης άλλης την καθολικήν Εκκλησίαν, ης αι τελεταί είναι τόσω μεγαλοπρεπείς, η λειτουργία τόσω σύντομος και αι νηστείαι τόσω πολύοψοι, ης η μουσική ηδύνει την ακοήν και αι εικόνες ευφραίνουσι τους οφθαλμούς· πνευματικόν δε να εκλέξη ουχί άγριόν τινα Βοσουέττον ή Λακορδαίρον, γυμνόν τον Άδην και τους κατοίκους αυτού προ των οφθαλμών του παριστώντα, αλλ’ ηδυεπή τινα μαθητήν του Εσκοβάρου, ίνα επί ατλαζίνου τάπητος τον οδηγήση εις τας μακαρίους μονάς. Αφού ο Ύψιστος, κατά τον ιερόν Αυγουστίνον και Λακτάντιον, δεν αποστρέφεται τας ανθηράς ατραπούς, οσάκις αύται οδηγώσιν ημάς προς αυτόν, διατί ν’ αναζητώμεν τον Παράδεισον δι’ ακανθών και τριβόλων και νεροβράστων χόρτων, ακροώμενοι έρρινα άσματα και ασπαζόμενοι δυσμόρφους εικόνας;
Ἀλλὰ τέλος ἀνέτειλεν ἡ ἀποφρὰς τοῦ χωρισμοῦ ἡμέρα. Ἡ ἀντιγραφὴ τοῦ Ἀγ. Παύλου εἶχε τελειώσει πρὸ πολλοῦ, ὁ δὲ ἡγούμενος ἔπεμπεν εἰς τὸν Φρουμέντιον ἡμίονον καὶ ῥητὴν διαταγὴν να ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν μάνδραν. Ὁ δυστυχὴς νεανίσκος καταρώμενος τοὺς ὅρκους τοῦ, τὸν Προεστῶτα καὶ τοὺς ἁγίους πάντας ὑπῆγε ν' ἀποχαιρετίση τὴν φίλην τοῦ, κρατῶν εἰς τάς χεῖρας τοῦ τὴν ὁδοιπορικὴν βακτηρίαν, ἀλλὰ τὰ δάκρυα αὐτοῦ δεν ἠδύνατο να κρατήσῃ. Ἡ Ἰωάννα δεν ἔκλαιε, διότι τινὲς τῶν συντρόφων τῆς ἦσαν παροῦσαι, αἱ δὲ γυναῖκες, ὅσω εὐαίσθητοι καὶ ἂν ἤναι, κλαίουσι μόνον ὅτε καὶ ὅπου πρέπει.
 
Ἂν διστάζης περὶ τούτου, ἀναγνῶστα, ἐρώτησον τοὺς πλοιάρχους καὶ τὴν ἱστορίαν. Ἡ αὐτοκράτειρα Ἰουδίθ, ἀφοῦ, ἵνα σώσῃ αὐτήν, ἐκρημνίσθη ἀπὸ ὑψηλοῦ παραθύρου ὁ ἀτυχὴς Ῥοβέρτος, ὑπεδέχθη μειδιώσα τὸν σύζυγον τῆς, ἡ βασίλισσα Μαργόττα, ἵνα διασκεδάση πᾶσαν ὑποψίαν, ἐγέλα ἐνῶ ἀντικρὺ τῆς ἀποκεφαλίζετο χάριν αὐτῆς ὁ Βονιφάτιος, ἡ δὲ κόμισσα Καρούση κατησπάσθη τὸν βδελυρὸν αὐτῆς δεσπότην αἱμοσταγῆ ἐκ τοῦ φόνου τοῦ πιστοῦ φίλου τῆς. Οἱ χρονογράφοι ἀνύμνησαν τὴν γενναιότητα τῶν καρτεροψύχων τούτων δεσποινῶν, ἀλλ' ἐγὼ οὔτε τάς ἡρωίδας ταύτας ἐθαύμασά ποτε οὔτε τὴν εὐαισθησίαν τῶν εὐπαθῶν ἐκείνων Ἀγγλίδων, αἵτινες πορευόμεναι ν' ἀκούσωσι τὴν Ῥιστόρη σημειούσιν εἰς τὸ περιθώριον τῆς Μύρρας καὶ Μηδείας, ποὺ πρέπει να δακρύσωσιν.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αλλ’ επανέλθωμεν εις το προκείμενον και έστω το σφάλμα των παρεκβάσεών μου εις τας εικοσιεπτά των Αθηνών εφημερίδας και τους τέσσαρας κώδωνας της ρωσσικής εκκλησίας, διακόπτοντας ανά πάσαν στιγμήν το νήμα της διηγήσεώς μου.
Ἀλλ' ἄμα ἔμεινε καὶ πάλιν μόνη ἡ Ἰωάννα, ἠσθάνθη τὸ βάρος ἐκεῖνο εἰς τὸν στόμαχον, ὅπερ καταλαμβάνει ἡμάς, ἀφοῦ πολυφαγήσωμεν χάσωμεν μητέρα, ἐωμένην ἣ περιουσίαν.
 
Κατὰ τὸν γέροντα Πλούταρχον τοῦ ἀληθοῦς ἔρωτος οὐδὲ τὴν σκιὰν γνωρίζουσιν αἱ γυναῖκες· ἐγὼ δὲ φρονῶ μᾶλλον ὅτι οὗτος εἶναι παρ' αὐταῖς παράσιτος τὶς νόσος, πηγάζουσα ἐκ τῆς πλήξεως καὶ μοναξίας, ὡς αἱ φθεῖρες ἐκ τῆς ῥυπαρότητος. Αἱ γυναῖκες τοῦ κόσμου ἀφ' ἑνὸς εἰς ἅλλου ἀνδρὸς τὴν ἀγκάλην μεταβαίνουσαι καθ' ἑσπέραν (εἰς τὸν χορὸν ἐννοῶ) οὔτε να στενάζωσιν ἔχουσι καιρὸν οὔτε ν' ἀγαπήσωσιν ἄλλο τι πλὴν τοῦ ῥιπιδίου τῶν. Ὁμοιάζουσι τὸν ὄνον ἐκεῖνον, ὅστις ἔμενε νήστις ἐν μέσῳ τεσσάρων σωρῶν τριφυλλίου, μὴ γνωρίζων ποῖον πρῶτον να προτιμήσῃ. Πιθανὸν ν' ἀπατῶμαι, ἀλλ' ὅσας ἐρωτολήπτους ἐγνώρισα, ἦσαν ἣ κατάκλειστοι ἣ κορασίδες, φρουρούμεναι ὑπὸ ἀγρύπνων γονέων ὡς τὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, ἣ πολύπειροι δέσποιναι, ἀριθμούσαι περισσότερα ἔτη παρὰ ὀδόντας.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αι κακαί νόσοι, η πανώλης, η ευλογία, ο έρως και τα εξ αυτού πηγάζοντα επώνυμα της ξανθής μητρός του πάθη έχουσι τούτο το καλόν, ότι άπαξ μόνον υποκείμεθα εις αυτά. Τοιαύτη ήτο και η μεταφυσική ασθένεια της Ιωάννας. Αφού επί τρεις μήνας έξυσε την κεφαλήν, ζητούσα του αλύτου αινίγματος την λύσιν, έκλεισε τέλος πάντων τα βιβλία της και ανοίξασα το παράθυρον του κελλίου ωσφράνθη τα αρώματα της ανοίξεως.
Ἡ ἀθυμία τῆς πτωχῆς Ἰωάννας μόνης μεταξὺ τῶν τεσσάρων ἐκείνων τοίχων, ὅπου χθὲς ἀκόμη ἀντήχουν τοσούτοι ἐρωτικοὶ ὅρκοι καὶ φιλήματα, ηὔξανε καθ' ἡμέραν. Ὁ Ἄγ. Αὐγουστίνος, ὁσάκις ἐμελαγχόλει, ἐκυλίετο εἰς τὸν βόρβορον ὡς εἰς εὔοσμον λουτρόν, ἡ Ἀγ. Γενοβέφα ἐδάκρυε μέχρις οὐ ἠναγκάζετο ν' ἀλλάξῃ ὑποκάμισον, ὁ Ἄγ. Φραγκίσκος ἐνηγκαλίζετο χιονοσκεπὴ ἀγάλματα, ἡ Ἀγ. Λιμπανία ἔσχιζε τάς σάρκας τῆς διὰ σιδηροῦ κτενίου καὶ ἡ Ἀγ. Λιουτβίργκη ἔπνιγε ποντικούς. Ἡ δὲ ἡμετέρα ἡρωίς, φρονιμωτέρα πάντων τούτων, κατέκειτο εἰς γωνίαν τινὰ τοῦ κελλίου τῆς καὶ διὰ ῥιπιδίου ἐκ πτερῶν περιστερὰς (τῶν μόνων θεμιτῶν ἐν τοῖς μοναστηρίοις) ἐπειρᾶτο τὰ διώξη τάς μυίας καὶ τοὺς ὀχληροὺς λογισμούς.
 
Ἡ θερμότης τοῦ Ἰουνίου καθιστᾲ ἔτι καυστικωτέραν τὴν λύπην τῆς, αἱ δὲ ἡμέραι ἐφαίνοντο αὐτὴ μακραὶ ὡς ἡ ζωὴ γέροντος θείου εἰς τοὺς κληρονόμους. Κατὰ τοὺς παροξυσμοὺς τῆς ἀπελπισίας τῆς κατέφευγεν ἐνίοτε, ἵνα ἀπομακρύνη τὰ περικυκλούντα αὐτὴν ὀχληρὰ φαντάσματα, εἰς τῶν συναξαρίων τάς εὐσεβεῖς συνταγάς, ὅτε μὲν μαστιγουμένη διὰ τῆς ζώνης τῆς, ὅτε δὲ βρέχουσα τάς σινδόνας τῆς διὰ παγετώδους ὕδατος ἣ ζητοῦσα να πνίξῃ τὴν λύπην τῆς εἰς τὸν οἶνον κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἐκκλησιαστού7. Ἀλλὰ πάντα τὰ θαυματουργὰ ταῦτα ἀντιφάρμακα ἀπετύγχανον κατὰ τῆς ἀθυμίας τῆς, καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ ἁγνοχορτον8, τοῦ ὁποίου μόνη ἡ ὀσμὴ ἤρκει, κατὰ τοὺς ἁγιογράφους ἵνα ἀποδιώξη τὸν ἐρώτᾳ ὡς ἥ του πυρέθρου τοὺς ψύλλους.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Απρίλιος ήγγιζεν εις το τέλος και η φύσις πάσα καταπράσινος, μειδιώσα και μυροβόλος ωμοίαζε νεάνιδα στολισθείσαν υπό εμπείρου θαλαμηπόλου. Αι αναθυμιάσεις του έαρος εμέθυον τας αισθήσεις της νέας μοναχής, ήτις από τριών ήδη μηνών βυθισμένη εις τα σκότη του κελλίου και της μεταφυσικής, ητένιζε και ωσφραίνετο μετ’ αυξούσης απληστίας την χλόην των λειμώνων και των ίων την ευωδίαν.
Ὁ καιρός, λέγουσι, θεραπεύει πάσας τάς πληγάς· ἀλλ' οὐχί, νομίζω, τὸν ἐρώτᾳ καὶ τὴν πεῖναν· ἀπ' ἐναντίας ὅσω περισσότερον μένῃ τὶς σώφρων ἣ νήστις, τοσούτω ἡ ὄρεξις αὐτοῦ αὐξάνει, μέχρις οὐ καταντήση να φάγῃ τὰ ὑποδήματά του, ὡς οἱ στρατιῶται τοῦ Ναπολεόντος ἐν Ῥωσσία, ἣ ν' ἀγαπήσῃ τάς αἶγας τοῦ ὡς οἱ ποιμένες τῶν Πυρηναίων.
 
Εἰς τοιαύτην περίπου κατάστασιν εὑρίσκετο καὶ ἡ ἡμετέρα ἡρωίς, ὅτε ἑσπέραν τινά, ἐνῶ ἐκάθητο παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ἰχθυοτροφείου μοιράζουσα μελαγχολικὼς τὸ δεῖπνον τῆς εἰς τοὺς κυπρίνους, ἐπλησίασεν αὐτὴν μυστηριωδὼς ὁ κηπουρὸς τῆς μονῆς, καὶ στρέψας κύκλω ἀνήσυχα βλέμματα, ὡς ἀλώπηξ ἐτοιμαζομένη να εἰσέλθῃ εἰς ὀρνιθῶνα, ἐνεχείρισεν αὐτὴ μυστηριωδὼς ἐπιστολήν, γεγραμμένην δι' ἐρυθρῶν γραμμάτων ἐπὶ λεπτοῦ δέρματος θνησιγενοὺς ἀρνίου. Ἡ Ἰωάννα ἀναπτύξασα αὐτήν, ἐν μέσῳ ἀνθίνων στεφάνων, καρδιῶν τετρωμένων, ἀσπαζομένων περιστερῶν, φλεγουσὼν λαμπάδων καὶ ἄλλων περιπαθῶν συμβόλων, δι' ὧν οἱ τότε ἐρασταὶ ἐκόσμουν τάς ἐπιστολὰς τῶν, ὡς παρ' ἡμῖν οἱ βρακοφόροι τοὺς βραχίονας καὶ τάς κνήμας τῶν, ἀνέγνωσε τὰ ἑξῆς:
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Μεταξύ της ανοίξεως και της καρδίας ημών, όταν ήμεθα εικοσαετείς, υπάρχει κατά τους ποιητάς και τους ιατρούς σχέσις τις μυστηριώδης και δυσεξήγητος, ως η του Σωκράτους προς τον Αλκιβιάδην. Οσάκις βλέπομεν πράσινα δένδρα, μαλακήν χλόην ή σπήλαια σκιερά αισθανόμεθα ευθύς την ανάγκην Εύας τινός εν τω παραδείσω τούτω. Ο Νέρων κατά τας ώρας της νοσταλγίας του επεθύμει να είχε σύμπαν το ανθρώπινον γένος μίαν μόνην κεφαλήν, ίνα την αποκόψη. Δεν έτυχε ποτέ καθήμενος το έαρ υπό την σκιάν πίτυος ή ροιάς και συ, αναγνώστα μου, να επιθυμήσης να είχον αι γυναίκες πάσαι εν μόνον στόμα, ίνα όλας ομού τας ασπασθής;
«Φρουμέντιος τῇ ἀδελφῇ αὐτοῦ Ἰωάννα χαίρειν
 
ἐν Ὑψίστῳ»
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ιωάννα αισθανομένη το στήθος της αναπάλλον ως τα κύματα της θαλάσσης, ανεμνήσθη του ονείρου της και των ελπίδων, υφ’ ων κατείχετο, ότε εισήλθεν εις το κοινόβιον εκείνο, όπου εύρεν μόνον ανίαν, βιβλία παλαιά και σκέψεις οχληράς. «Λιόββα! Λιόββα! πότε θέλεις εκτελέσει τας υποσχέσεις σου;» ανέκραξε τέλος, σείουσα τας κιγκλίδας της φυλακής της μετ’ απελπισίας. Αλλ’ αι κιγκλίδες ήσαν σιδηραί, αι δε χείρες της νέας μοναχής είχον γίνει διά της αργίας λευκαί και απαλαί ως ο κηρός των λαμπάδων· διό αφήσασα αυτάς, και μη έχουσα εν τω κελλίω ούτε σκύλον να δείρη ούτε σινικά αγγεία να σπάση, έκρυψε μεταξύ των χειρών το πρόσωπον και ήρξατο να κλαίη.
Ὡς ἡ ἔλαφος ἐπιποθεὶ τάς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτω καὶ ἡ ψυχή μου ἐδίψησε πρὸς σέ, ἀδελφὴ μου9. Θρῆνος κατέλαβε μὲ καὶ ὕδωρ ῥέουσι τὰ βλέφαρα μου10. Τὰ δάκρυά μου εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ἡμέρας καὶ τῶν νυκτῶν μου ὁ ὕπνος11. Ὁ πεινῶν ὀνειρεύεται ἄρτους, καγὼ σὲ εἶδον καθ' ὕπνους, Ἰωάννα12 ἀλλ' ἐξύπνησα καὶ δεν σὲ εὗρον πλησίον μου. Ἀναβὰς τότε τὸν ὄνον μου τὸν μαῦρον ἦλθον εἰς τὸ σκήνωμά σου τὸ ἅγιον. Παρὰ τὸν τάφον τῆς Ἁγίας Βόμμας σὲ περιμένω. Ἔλθε, περιστερά μου, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἠλιος13, ἐλθὲ διὰ τοῦ ἀκτίνων σου να ἐπισκιάσης τὴν σελήνην».
 
Τοιαύτη ἦτο ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Φρουμεντίου. Σήμερον γράφοντες πρὸς γυναῖκα κατακλέπτομεν τὸν Φόσκολον καὶ τὴν Σάνδην, οἱ δὲ τότε ἐρασταὶ ἀντέγραφον τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τοὺς Προφήτας, ὥστε αἱ ἐπιστολαὶ αὐτῶν ἦσαν φλογεραὶ ὡς τὰ χείλη τῆς Σουναμίτιδος καὶ ἡ ἄμμος τῆς ἐρήμου.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ουδέν γλυκύτερον των δακρύων, οπόταν υπάρχη χειρ ετοίμη να τα σφογγίση ή χείλη πρόθυμα να ροφήσωσι την βροχήν ταύτην της καρδίας, ως ονομάζουσιν αυτά οι Ινδοί. Αλλ’ όταν κλαίη τις μόνος, τα δάκρυα τότε είναι αληθή και πικρά, ως πάσα εν τω κόσμω αλήθεια· πολύ δε πικρότερα, οσάκις θρηνώμεν ουχί την απώλειαν αγαθού τινός επί της γης, αλλά διότι δεν δυνάμεθα να απολαύσωμεν το αντικείμενον προς ο εποφθαλμιώμεν, ίππον, υπούργημα ή γυναίκα.
Περὶ τὴν πέμπτην ὥραν τῆς νυκτός, ὅτε ὁ κώδων προσεκάλεσε τάς παρθένους εἰς τὸν ὄρθρον, ἡ Ἰωάννα κρατοῦσα διὰ τῆς δεξιᾶς χειρὸς τὰ σανδάλια, διὰ δὲ τῆς ἀριστερᾶς τὴν καρδίαν τῆς, ἵνα κατασιγάση τοὺς παλμοὺς αὐτῆς, κατέβη τὴν κλίμακα τοῦ κοινοβίου, ὀλισθαίνουσα σιωπηλὼς ὡς ὄφις ἐπὶ τῆς χλόης. Ἡ σελήνη, ἡ πιστὴ αὔτη λαμπὰς τῶν λαθρεμπόρων καὶ τῶν μοιχαλίδων, ἢν οἱ ποιηταὶ ὠνόμασαν ἁγνὴν κατ' εὐφημισμὸν ὡς καὶ σεμνὰς τάς Ἐριννύας, ἀνατείλασα ὀσονούπω ὄπισθεν τῶν ἐπάλξεων τῆς μονῆς ἐφώτισε τὴν πορείαν τῆς δραπέτιδος ἡρωίδος, ἥτις ἔσπευδεν εἰς τὴν συνέντευξιν, ἀσπλάγχνως καταπατούσα τὰ σέλινα καὶ τὰ πράσα τοῦ μοναστικοῦ κήπου.
 
Ἀφοῦ ἐπὶ ἡμίσειαν περίπου ὥραν ἐβάδιζεν οὕτω, ἔφθασε τέλος εἰς τὸ νεκροταφεῖον σκιαζόμενον ὑπὸ κυπαρίσσων καὶ σμιλάκων τοσούτω πυκνῶν, ὥστε οὔτε τοῦ ἀνέμου ἡ πνοὴ οὔτε τοῦ ἡλίου αἱ ἀκτῖνες ἠδύναντο να εἰσδύσωσιν εἰς τὸ σκυθρωπὸν ἐκεῖνο ἑστιατόριον τῶν σκωλήκων.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Κρότος βημάτων εις τον διάδρομον απέσπασε μετ’ ολίγον την Ιωάνναν των θλιβερών αυτής λογισμών και ανοιχθείσης της θύρας, εισήλθεν η ηγουμένη κρατούσα εκ της χειρός αγένειον νεανίσκον, φέροντα το ένδυμα του Αγ. Βενεδίκτου, τους δε οφθαλμούς μετά σεμνότητος επί των σανδαλίων του προσηλούντα.
Ὁ Φρουμέντιος εἶχε δέσει τὸν ὄνον τοῦ εἰς κλάδον δένδρου, ἐπισκιάζοντος τὸ μνῆμα τῆς Ἀγ. Βόμμας, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐκαθῆτο ἀνυψὼν εἰς τὴν ἄκραν βακτηρίας κεράτινον φανάριον, ἵνα χρησιμεύση ὡς φάρος εἰς τὴν φιλτάτην τοῦ· ἅμα δὲ εἶδε τὴν Ἰωάνναν προβαίνουσαν μετὰ δειλίας μεταξὺ τῶν τάφων, ὥρμησε πρὸς αὐτὴν ὡς καπουκίνος πρὸς χοιρομήριον κατὰ τὸ τέλος τῆς Τεσσαρακοστής. Ἀλλ' ὁ τόπος δεν ἦτο κατάλληλος διὰ τοιαύτας φιλοφρονήσεις· διὸ κρεμάσας τὸ φανάριον εἰς τὸ τράχηλον τοῦ ὄνου καὶ ἐπὶ τῶν νώτων αὐτοῦ ἀναβὰς μετὰ τῆς Ἰωάννας, ἔσπευσε ν' ἀπομακρυνθὴ τῶν νεκρωσίμων ἐκείνων σκιῶν.
 
Τὸ δυστυχὲς ζῷον κύπτον ὑπὸ διπλοῦν φορτίον, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τεσσάρων πτερνῶν ἐνθαρρυνόμενον, ἔκλινε τὰ μακρὰ τοῦ ὦτα καὶ ἤρξατο να τρέχῃ, ἐκπέμπον ἐν εἴδει διαμαρτυρήσεως ὀγκηθμοὺς τοσούτω ἠχηρούς, ὥστε (κατ' ἀξιόπιστον ἁγιογράφον) πολλαὶ τῶν κεκοιμημένων παρθένων, νομίσασαι ὅτι ἤχησεν ἡ σάλπιγξ τῆς Κρίσεως, ἐξήγαγον τάς φαλακρᾶς κεφαλὰς ἐκ τῶν μνημείων.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; «Ιωάννα», είπεν η Προεστώσα, παρουσιάζουσα τον νέον μοναχόν εις την έκθαμβον ημών ηρωίδα, «ο ηγούμενος της Φούλδας Άγ. Ραβάνος ο Μαύρος, μέλλων ν’ αποστείλη ιεροκήρυκας εις Θουρίγγην, ζητεί παρ’ εμού τας επιστολάς του Αγ. Παύλου, γεγραμμένας διά χρυσών γραμμάτων επί πολυτίμου μεμβράνης, ίνα διά της λάμψεως του χρυσού θαμβώση τα όμματα των απίστων, εμπνέων ούτω εις αυτούς περισσότερον σέβας προς τας αληθείας του Ευαγγελίου. Ο νέος ούτος Βενεδικτίνος είναι ο Πάτερ Φρουμέντιος, διαπρέπων, ως και συ, επί ευσεβεία και καλλιγραφία. Συνεργάσθητι μετ’ αυτού, μέχρις ου εκτελεσθή η παραγγελία του αδελφού ημών Ραβάνου. Λάβε χρυσήν μελάνην· γραφίδας έχεις, τροφήν θέλω στέλλει υμίν εκ της ιδίας μου τραπέζης. Χαίρετε, τέκνα μου». Ταύτα ειπούσα εξήλθεν η Αγ. Βλιθρούδη, κλείουσα όπισθεν αυτής την θύραν, ως οι χωρικοί εν Μολδαυία, οσάκις ο άρχων επισκέπτεται την γυναίκα των. Αλλ’ η Αγ. Βλιθρούδη ήτο εκ των εναρέτων εκείνων γυναικών, των οποίων ο νους αδυνατεί να υποθέση το κακόν. Αν έβλεπε καλόγηρον ασπαζόμενον τινά των παρθένων του μοναστηρίου, ήθελε πιστεύσει ότι πράττει τούτο, ίνα ευλογήση αυτήν. Παιδιόθεν κατακοπείσα υπό της ευλογίας αθώα μόνον φιλήματα είχε γνωρίσει, ουδ’ ηδύνατο να πιστεύση ότι υπήρχον και άλλα εις τον κόσμον. Άλλως κατά τον αιώνα εκείνον οι οπαδοί του Αγ. Βενεδίκτου, άνδρες τε και γυναίκες, έζων φύρδην μίγδην εν τοις μοναστηρίοις, ως αι βδέλλαι εντός φιάλης ύδατος. Κατά τινας χρονογράφους αι σχέσεις αύται ήσαν αθώαι, ως αι του ημετέρου Αγ. Αμούν, συγκοιμηθέντος δεκαοκτώ όλα έτη μετά της συζύγου του, ήτις απέθανε παρθένος· κατά τον Μουρατόρη όμως εκ της επιμειξίας ταύτης εγεννώντο πολλάκις σκάνδαλα και παιδία. Αλλά ταύτα ερρίπτοντο συνήθως εις το ρεύμα της Φούλδας. Ούτω εσώζετο η τιμή των μοναστηρίων και επαχύνοντο οι ιχθύες.
Ἡ Ἰωάννα ἔχουσα ζώνην τοὺς βραχίονας καὶ στήριγμα τὰ στήθη τοῦ καλοῦ Φρουμεντίου, ἀνέπνεε μετ' ἀπεριγράπτου ἀγαλλιάσεως τὸν ἀέρα τῶν ἀγρῶν. Τὸ νέον ζεῦγος ὑπερβὰν τὸ δάσος ἔτρεχεν ἤδη ἐπὶ ἀνοικτοῦ πεδίου φυτευμένου διὰ κριθῇς ἣ κυάμων. Ἀνατείλαντος δὲ μετ' οὐ πολὺ τοῦ ἡλίου, ὁ νέος μοναχός, ἵνα προφυλάξη τὴν σύντροφόν του ἀπὸ τῶν θερινῶν ἀκτίνων, ἠνάγκασε διὰ θαυματουργοῦ ἐπικλήσεως μεγάλον τινὰ ἀετὸν να ἀπλώση τάς πτέρυγας ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς τῆς, παρακολουθῶν ἐν τῇ πτήσει τοῦ τὸ βῆμα τοῦ ὄνου.
 
Τοιαῦτα θαύματα κατώρθουν οἱ τότε χριστιανοί, τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἦτο ἁπλῆ, ἡ πίστις ἀκμαία καὶ αἱ προσευχαὶ παντοδύναμοι παρὰ τῇ Παναγίᾳ, ἐνῶ σήμερον οἱ πολυμαθεῖς, ἀλλ' ὀλιγόπιστοι σοφοὶ τοῦ αἰῶνος, οἱ κρατοῦντες διαβήτην καὶ μικροσκόπιον ἀντὶ σταυροῦ καὶ κομβολογίου, γνωρίζουσι μὲν πόσα πτερὰ ἔχει ἡ οὐρὰ ἑκάστου πτηνοὺ καὶ πόσους σπόρους περικλείει ἡ κάλυξ τῶν ἀνθέων, ἀλλ' οὔτε ἀετοὺς δύνανται δι' ἑνὸς νεύματος να ἐξημερώσωσιν οὔτε τάς ἀκάνθας να μεταβάλωσιν εἰς κρίνους δι' ἑνὸς δακρύου· πλὴν δὲ τούτου ὑβρίζονται καὶ ὑπὸ τοῦ πανοσιωτάτου ἀββᾶ Γερίνου, ὅστις ὀνομάζων αὐτοὺς εἰδωλολάτρας, διότι διατηρούσιν ἐν τῷ χριστιανικῷ οὐρανῷ τὸν Ἑρμῆν καὶ τὴν Ἀφροδίτην14 καὶ ἀθέους, διότι ἀλλάσσουσι τὰ ὀνόματα τῶν φυτῶν, ἀνακράζει ὡς ἄλλος Ἱερεμίας «Ἀνάθεμα! Ἀνάθεμα! καὶ πάλιν ἀνάθεμα εἰς τὴν πρόοδον καὶ τὴν ἐπιστήμην».
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Το νέον ζεύγος, άμα έμεινε μόνον, γνωρίζον πόσον πολύτιμος είναι ο χρόνος ανύψωσε τας χειρίδας των ράσων και ήρξατο αμέσως της εργασίας, της αντιγραφής δηλ. των επιστολών του Αγ. Παύλου.
Μετὰ τετράωρον δρόμον ἐσταμάτησαν οἱ δραπέται, ἵνα ἀναπαυθώσι πλησίον μικρὰς τίνος λίμνης, παρὰ τὸ χεῖλος τῆς ὁποίας ὑψοῦτο προτοῦ γιγαντιαῖον ἄγαλμα τοῦ Ἰρμινσούλ. Τὸ εἴδωλον τοῦτο εἶχε κρημνίσει ὁ Ἄγ. Βονιφάτιος δι' ἑνὸς φυσήματος εἰς τὸ βάθος τῆς λίμνης· ἀλλ' οἱ ἀρχαῖοι αὐτοῦ λάτραι, καίτοι γενόμενοι χριστιανοί, διετήρουν εἰς τοὺς μυχοὺς τῆς καρδίας λείψανά τινα ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν ἀποπνιγέντα αὐτῶν προστάτην, εἰς ὂν ἐξηκολούθουν να προσφέρωσι δῶρα, ῥίπτοντες κατ' ἔτος εἰς τὸ ὕδωρ πλακούντας, λαμπάδας, μελόπητας καὶ τυρία πρὸς μεγίστην χαρὰν τῶν ἰχθύων, οἵτινες διὰ τῶν προσφορῶν ἐκείνων εἶχον γίνει παχεῖς ὡς οἱ ἱερεῖς τῆς Ῥέας ἣ τῆς ἐν Λορέτω Παναγίας.
Επί δεκαπέντε ημέρας ήρχετο ανά πάσαν πρωίαν ο νέος μοναχός εις το κελλίον της Ιωάννας, όπου συνειργάζετο μετ’ αυτής μέχρι της εσπέρας. Αλλ’ ο δεκαοκταετής εκείνος νεανίας, παιδιόθεν ασχολούμενος εις αντιγραφάς ευχολογίων και ούτε την Γραφήν αναγνώσας ούτε του Αυγουστίνου τας εξομολογήσεις ούτε τον περί Παρθενίας λόγον του Αγ. Βασιλείου ή άλλο ιερόν βιβλίον, ήτο ως εκ τούτου αγνός και άσπιλος ως η χιών, εφ’ ης εκυλίετο ο Άγ. Φραγκίσκος, ίνα κατασιγάση τους πειρασμούς της σαρκός· ώστε η μεν αντιγραφή των επιστολών του Αγ. Παύλου προώδευε ταχέως, αι δε μετά της Ιωάννας σχέσεις αυτού έμενον στάσιμοι.
Ὁ Φρουμέντιος καταγόμενος μητρόθεν ἐκ τῶν ἡρωικῶν συναγωνιστῶν τοῦ Βιτικίνδου, ἦτο δεισιδαίμων ὡς γνήσιον τέκνον τῆς Σαξωνίας, ἡ δὲ Ἰωάννα κατοι δεινὴ θεολόγος συνεμερίζετο ὡς ὁ Σωκράτης τάς προλήψεις τῶν συγχρόνων. Οἱ πλεῖστοι χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀμφιρρέποντες εἰσέτι μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν εἰδώλων, ὠμοίαζον τὴν ἐν Χίῳ εὐλαβῆ ἐκείνην γραῖαν, ἥτις καθ' ἑκάστην ἀνῆπτε κηρίον πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἕτερον πρὸ τῆς του Διαβόλου, λέγουσα ὅτι καλὸν εἶναι να ἔχῃ τὶς φίλους πανταχοῦ.
Οσάκις η χειρ της ημετέρας ηρωίδος ήγγιζε την χείρα του ή αι κόμαι αυτών συνεπλέκοντο, ενώ έκυπτον επί της μεμβράνης, ησθάνετο την καρδίαν του πάλλουσαν ως κώδωνα φρουρίου εν ώρα κινδύνου, αλλ’ ουδ’ αυτός ηδύνατο να είπη, αν προς δεξιάν έπαλλεν ή προς αριστεράν. Η δε Ιωάννα αναγνώσασα πολλάκις τον Ωριγένη, τον Χρυσόστομον και τους κανόνας του Νηστευτού εγνώριζε τα πάντα θεωρητικώς· ηδύνατο μάλιστα και να συζητήση περί των τοιούτων, μεταχειριζομένη τας τεχνικάς εκείνας λέξεις, αίτινες εις μόνους τους ιατρούς, τας πόρνας και τους θεολόγους είναι γνωσταί. Αλλά μόνη μετ’ ανδρός τότε πρώτην φοράν ευρίσκετο, η δε αμηχανία αυτής ηύξανε καθ’ εκάστην, ως η των Άγγλων περιηγητών εν μέσω των νεκροπόλεων της Αιγύπτου, τας οποίας τόσον καλά εσπούδασαν επί του χάρτου.
Οἱ δύο λοιπὸν ἐρασταί, γονυπετήσαντες παρὰ τὴν ὄχθην τῆς λίμνης προσέφερον εἰς τὸν Ἰρμινσοὺλ τὰ λείψανα τοῦ προγεύματος, τρίχας τῆς κεφαλῆς καὶ ὀλίγας τινὰς ἀναμεμειγμένας τοῦ αἵματος αὐτῶν σταγόνας, καθιστώντας οὕτω τὴν ἕνωσιν αὐτῶν αἰωνίαν καὶ ἀδιάρρηκτον ὡς τήν του Δουκὸς τῆς Ἐνετίας μετὰ τῆς θαλάσσης. Μετὰ δὲ τὴν τελετὴν ἐξήγαγεν ὁ Φρουμέντιος ἐκ τοῦ δισακκίου ἀνδρικὴν στολὴν καλογήρου, τὴν ὁποίαν παρεκάλεσε τὴν φίλην τοῦ να ἐνδυθή, ἵνα γίνη δεκτὴ ὡς νεοφώτιστος εἰς τὴν Μονὴν τῆς Φούλδας.
Η θέσις των δύο νεανίσκων κατήντα καθ’ ημέραν μάλλον αφόρητος. Ούτε ο Φρουμέντιος εγνώριζε τι να ζητήση, ούτε η Ιωάννα τι πρώτον να προσφέρη. Εν τούτοις η αντιγραφή επλησίαζεν εις το τέλος· μόνη απελείπετο η προς Εβραίους επιστολή και έπειτα πικρός και αναπόφευκτος επήρχετο ο χωρισμός.
«Οὕτω», προσέθηκεν ἐρυθριὼν ὁ νεανίσκος, «θέλομεν κατοικεῖ ἀνενοχλήτως εἰς τὸ αὐτὸ κελλίον, τρώγοντες εἰς τὸ αὐτὸ πινάκιον καὶ βυθίζοντες τὸν κάλαμον εἰς τὸ αὐτὸ μελανοδοχεῖον, ἐνῶ, ἂν σ' ἐννοήσωσιν ὡς γυναῖκα, θέλουσι σὲ κλείσει οἱ προεστῶτες μετὰ τῶν ἄλλων κατηχουμένων εἰς τὸν γυναικῶνα, ὅπου μόνον ἐκεῖνοι ἔχουσι τὴν ἄδειαν να εἰσέρχωνται, ἐγὼ δὲ θέλω ἀποθανεὶ εἰς τὴν φλιὰν ὑπὸ τῆς ἀπελπισίας».
 
Ἡ Ἰωάννα ἀπεποιεῖτο ὡς ἔργον ἀσεβὲς τὴν μεταμφίεσιν, ἀντιτάσσουσα εἰς τοῦ ἐραστοῦ τάς παρακλήσεις τὸ ῥητὸν τῆς Γραφῆς «οὐκ ἔσται σκευὴ ἀνδρὸς ἐπὶ γυναικῖ, οὐδ' ἐνδύσεται ἀνὴρ στολὴν γυναικείαν», ἀλλ' ἐκεῖνος ἐπέμενε, καὶ εἰς τὸ ἐδάφιον τοῦ Δευτερονομίου ἀντέταττεν τὴν γνώμην τοῦ Ὠριγένους, καθ' ὂν αἱ γυναῖκες θέλουσι μεταμορφωθὴ εἰς ἄνδρας κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως. Ἀποκριθείσης δὲ τῆς Ἰωάννας ὅτι ὁ Ὠριγένης ἦτο αἱρετικὸς καὶ πλὴν τούτου εὐνοῦχος, ἐνεθύμισεν αὐτὴ ὁ νεανίσκος τὸ παράδειγμα τῆς Ἀγ. Θέκλας, ἀδελφῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ πλὴν ταύτης τὴν Ἀγ. Μαργαρίταν, τὴν Ἀγ. Εὐγενίαν, τὴν Ἀγ. Ματρώναν καὶ τόσας ἄλλας ἁγίας, αἵτινες κρύψασαι ὑπὸ ἀνδρικὸν ῥάσον τὸ σῶμα αὐτῶν, τὸ λευκὸν ὡς πτέρυγα ἀγγέλου, ἀπέκτησαν τὴν ἁγιότητα, συζήσασαι μετὰ καλογήρων, ὡς κατακτώσι καὶ οἱ Τούρκοι τὸν παράδεισον, ζῶντες μεταξὺ γυναικών.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Πολλάκις η Ιωάννα ως άλλη Πηνελόπη απέξεε την νύκτα, όσα την προτεραίαν είχον γράψει. Ο σύντροφος αυτής εννόει το τέχνασμα, εμάντευε τον σκοπόν αυτού και ηρυθρία ή εξέπεμπε στεναγμούς, ικανούς να κινήσωσι τας πτέρυγας ανεμομύλου, αλλ’ εις ταύτα μόνα περιωρίζετο, η δε ημέρα παρήρχετο ως αι άλλαι, πλήρης πόθων ματαίων και ελπίδων διαψευδομένων. Αλλ’ ούτε συ, αναγνώστα, ούτ’ εγώ έχομεν τόσας ημέρας να χάσωμεν. Άλλως δε γράφων αληθή ιστορίαν δεν δύναμαι να μιμηθώ τους ποιητάς ή συγγραφείς εκείνους, οίτινες σωρεύοντες παλμούς, δάκρυα, ερυθήματα και άλλα πλατωνικά εφόδια ζευγνύουσιν ανά δύο τους μελιρρύτους στίχους των, ως οι γεωργοί εις το άροτρον τους βόας, ή τορνεύουσι περιόδους στρογγύλας ως τους μαστούς της Αφροδίτης. Ο μέγας Δάντης ωνόμαζε τους τοιούτους μαστρωπούς, αλλ’ εις εμέ ούτε το όνομα ούτε το επάγγελμα αρέσκει. Αφίνων λοιπόν αμφότερα ταύτα εις τον Πλάτωνα, τον Οβίδιον, τον Πετράρχην και τους δακρυρροούντας οπαδούς των, θέλω παριστά αείποτε την αλήθειαν γυμνήν και ακτένιστον, ως ότε εκ του φρέατος εξήλθεν.
Ἡ νεότης, τὸ κάλλος καὶ ἡ περιπάθεια ἦσαν ἐπιχειρήματα καθιστώντα ἀκαταμάχητον τὴν εὐγλωττίαν τοῦ νέου κατηχητοῦ, ὥστε ἡ Ἰωάννα καταπατήσασα μετ' οὐ πολὺ ὑπὸ τοὺς μικροὺς πόδας τῆς τά τε παραγγέλματα τῆς Γραφῆς καὶ τὴν γυναικείαν αὐτῆς στολήν, ἐνεδύθη τὸ ῥάσον καὶ ὑπεδέθη τὰ σανδάλια ἐκεῖνα, ἅτινα ἔμελλε μετὰ τίνα ἔτη να τείνῃ πρὸς ἀσπασμὸν εἰς τοὺς μεγάλους τῆς γῆς περὶ τὸν θρόνον τῆς γονυπετούντας.
 
Ἀφοῦ ἐτελείωσεν ἡ μεταμόρφωσις, ὠδήγησεν αὐτὴν ὁ Φρουμέντιος εἰς τὸ χεῖλος τῆς λίμνης, ἵνα κατοπτρισθή. Οὐδέποτε εἶχε σφίγξει σχοινίον τὴν ὀσφὺν ὡραιοτέρου καλογήρου, τὸ δὲ πρόσωπον τῆς ἡρωίδος μας ἔλαμπεν ὑπὸ τὸ μοναχικὸν κουκούλιον ὡς μαργαρίτης ἐντὸς τοῦ ὀστράκου. Ὁ Φρουμέντιος δεν ἠδύνατο να κορεσθῇ θαυμάζων τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰωάννην, πρὸ τοῦ ὁποίου γονυπετήσας ὡς ἐν ἐκστάσει ἤρξατο να ἀνυμνὴ τὴν καλλονὴν αὐτοῦ διὰ τίνος τῶν μυστικοανατομικὼν ἐκείνων ὕμνων, δι' ὧν οἱ καλόγηροι τοῦ μεσαιῶνος ἐξεθείαζον ἀνὰ ἐν τὰ μέλη τῆς Παναγίας, τάς τρίχας, τάς παρειάς, τοὺς μαστούς, τὴν γαστέρα, τάς κνήμας καὶ τοὺς πόδας, ὡς οἱ ἰπποκάπηλοι τὰ κάλλη τῶν ἵππων τῶν καὶ ὁ κύριος Π. Σοῦτζος τὰ τῶν ἡρωίδων τοῦ.
Οι δύο ερασταί είχον τελειώσει την αντιγραφήν της τελευταίας επιστολής του Αποστόλου, ο δε ήλιος, ον ο Γαλιλαίος δεν είχεν ακόμη καταδικάσει εις ακινησίαν, επέραινε την καθημερινήν αυτού περιστροφήν. Ήτο η ώρα, καθ’ ην οι βόες επιστρέφουσιν εις τον σταύλον, οι δε χριστιανοί ασπάζονται την Παρθένον διά του «Χαίρε Μαρία». Ο κώδων είχε προσκαλέσει τας καλογραίας εις την εσπερινήν προσευχήν και ουδείς ήχος ηκούετο πλέον εις τους διαδρόμους του μοναστηρίου.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς λιτανείας ἱππεῦσαν καὶ πάλιν τὸ νέον ζεῦγος διηύθυνε τὰ βήματα τοῦ ὑποζυγίου πρὸς τὸ μοναστήριον τῆς Φούλδας, ὅπου ἔμελλεν ἡ Ἰωάννα να καταταχθῇ ἐν τῇ ποίμνη τοῦ Ἀγ. Βενεδίκτου. Δώδεκα ὅλας ἡμέρας ἐδαπάνησαν οἱ δραπέται, ἵνα διατρέξωσι τάς μεταξὺ Μοσβάχης καὶ Φούλδας τριάκοντα λεύγας, ἀναπαυόμενοι ὅπου εὕρισκον σκιάν, λουόμενοι εἰς πάντα ῥύακα καὶ τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐγχαράσσοντες εἰς τὰ δένδρα, ἅτινα ἐσκίαζον τάς ἡδονὰς τῶν.
 
Ἡ θερμότης τοῦ ἡλίου, τῆς νεότητος, τοῦ ἔρωτος καὶ πρὸ πάντων ἡ ἐκ τῆς ἱππασίας καθιστᾲ ἀναγκαίους τοὺς συχνοὺς ἐκείνους σταθμούς. Ἄλλως δὲ ὁ Φρουμέντιος, γνωρίζων ἀκριβῶς τὴν ἁγιογραφίαν τῶν τόπων ἐκείνων, εὕρισκε πάντοτε εὐσεβῆ τίνα πρόφασιν, ὁσάκις ἐπεθύμει να πεζεύσωσιν ὅτε μέν, ἵνα προσευχηθώσι πρὸ τοῦ δένδρου, ὅπου ἡ Ἀγ. Θέκλα ἐθεράπευσε τὸν τυφλόν, ῥαντίσασα τοὺς ἐσβεσμένους ὀφθαλμοὺς τοῦ διὰ τίνων σταγόνων γάλακτος ἐκ τῶν παρθενικῶν αὐτῆς μαστῶν, ὅτε δέ, ἵνα φιλήσωσι τὸ χῶμα, ὅπου ἔρρευσε τὸ αἷμα τοῦ Ἀγ. Βονιφατίου καὶ ἐξ ἑκάστης σταγόνος ἐβλάστησεν ὡς ἐκ τοῦ Ἀδώνιδος μία ἀνεμώνη.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ιωάννα εκάθητο πλησίον του παραθύρου φυλλολογούσα τόμον της Αγ. Γραφής, ο δε Φρουμέντιος ητένιζεν εν εκστάσει προς την σύντροφον αυτού, ην ο δύων ήλιος, διερχόμενος διά των ερυθρών υαλίων του κελλίου περιέστεφε διά κύκλου ακτινοβόλου, ως οι Ρώσσοι ζωγράφοι τας κεφαλάς των Αγίων. Η ημετέρα ηρωίς δεκαεπταετής τότε ούσα δεν ωμοίαζε τας λευκάς και αγγελομόρφους εκείνας παρθένους, τας οποίας δεν τολμά τις να εγγίση, φοβούμενος μη ανοίξωσι τα πτερά των, ουδέ ηδύνατο προς κάλυκα ρόδου να παραβληθή, αλλά μάλλον πρός το φυτόν εκείνο της θερμής Παλαιστίνης, το οποίον επί του αυτού κλάδου ου μόνον εύοσμα άνθη, αλλά και ορεκτικούς καρπούς προσφέρει εις τον πεινώντα οδοιπόρον.
Ἡ Ἰωάννα συγκατέβαινε μειδιώσα εἰς τοῦ ἐραστοῦ τάς αἰτήσεις, οἱ δὲ ποιμένες καὶ γεωργοὶ ἐθαύμαζον τὸ κάλλος καὶ τὴν εὐσέβειαν τῶν δύο κουκουλοφόρων νεανίσκων, σπεύδοντες ὁσάκις ἀπήντων αὐτοὺς να ἀφαιρέσωσι τοὺς τριγώνους πίλους καὶ ἁμιλλώμενοι τὶς πρῶτος να ἀσπαθὴ τάς χεῖρας τῶν ἢ να προσφέρῃ αὐτοῖς ἄρτον, μυζήθραν, ζύθον καὶ ὀπώρας. Ἄλλοτε πάλιν ἀπήντων ἡμιγύμνους Σκλαβηνούς, οἵτινες διητῶντο ὡς οἱ κάλαμοι παρὰ τάς ὄχθας τῶν ῥυάκων, ἀπαιτοῦντες φόρον διαβάσεως παρὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ῥίπτοντες εἰς τὸ ὕδωρ τοὺς δυστροπούντας. Ἀλλὰ τούτους ἀπεμάκρυνεν ὁ Φρουμέντιος διὰ τροπαρίου τινὸς εἰς τὸν Ἄγ. Μιχαήλ, ὅπερ ἔτρεπεν ἀμέσως εἰς φυγὴν τοὺς ἀμφιβίους ἐκείνους λῃστάς, ὡς ἡ φωνὴ τοῦ χοίρου τὸν ἐλέφαντα.
Η σκιά το κελλίου και η καλή τράπεζα της μονής είχον στερεώσει τας σάρκας και απαλύνει το δέρμα της ημετέρας ηρωίδος, η δε κόμη αυτής άπαξ μόνον ψαλιδισθείσα εκυμαίνετο πυκνοτέρα ή πρότερον επί των στρογγύλων ώμων. Πάντα ταύτα ήσαν τη αληθεία οπωσούν ακτένιστα, απεριποίητα και ημελημένα, αλλά κατά τον ποιητήν5 ούτε ο καθαρός χρυσός έχει ανάγκην χρυσώσεως ούτε το ρόδον προσθέτου ευωδίας ούτε ο κρίνος ψιμυθίου ούτε δεκαεπταετής, νομίζω, νεάνις μύρων και βοστρυχισμάτων.
Πρωίαν δέ τινα, ἐνῶ ὑπὸ τὴν σκιὰν γηραιὰς δρυὸς ἀνεπαύετο τὸ χαριτωμένον ζεῦγος ἐπὶ τῶν ἐρωτικῶν δαφνὼν τοῦ ἢ μᾶλλον ἐπὶ τριφυλλίων (διότι αἱ δάφναι εἰς Γερμανίαν δεν βλαστάνουσιν εἰμὴ μόνον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῶν ἡρῴων) προσῆλθον δύο γυναῖκες, δεδεμένον ἔχουσαι τὸν πόδα δι' ἐλαφρὰς ἁλύσου, ἐψιμυθιωμένας τάς παρειὰς καὶ μόνον ἔνδυμα τὴν λυτὴν κόμην τῶν. Αὖται ἦσαν ἁμαρτωλαί, κανονισθείσαι ὑπὸ τοῦ πνευματικοῦ να ὑπάγωσι γυμναὶ καὶ ἁλυσόδετοι εἰς προσκύνησιν τοῦ τάφου τοῦ Ἀγ. Μαρκελλίνου, ἵνα ἐξαγοράσωσι τάς ἁμαρτίας.
Ο Φρουμέντιος εξηκολούθει να σιωπά, η δε Ιωάννα να στρέφη τα φύλλα της Γραφής, οτέ μεν ψιθυρίζουσα μεταξύ των οδόντων, οτέ δε εδάφιον τι αναγινώσκουσα μεγαλοφώνως. Αλλά μετ’ ου πολύ έπαυσε να φυλλομετρή και διά φωνής μειλιχίου, ως νέας Ινδής επαδούσης όφιν φαρμακερόν, ήρξατο ν’ αναγινώσκη:
Αἱ εὐσεβεῖς αὖται ἀποδημίαι ἐγίνοντο συνήθως περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔαρος ἣ τάς ἀρχάς του θέρους, ὅτε ἡ θερμοκρασία ἐπέτρεπε τὴν παραδείσιον ἐκείνην στολήν. Αἱ πλεῖσται τῶν Μαγδαληνῶν τούτων γνωρίζουσαι ὅτι ἡ πρόσψαυσις τῶν ἱερῶν λειψάνων ἔμελλε μετ' ὀλίγον να ἀποπλύνη ἀπ' αὐτῶν πᾶσαν κηλῖδα, οὐδόλως συνεστέλλοντο να πολλαπλασιάζωσι καθ' ὁδὸν τάς ἁμαρτίας, ζητούσαι φιλοξενίαν παρὰ τῶν χωρικὼν καὶ ἐλέη παρὰ τῶν ὁδοιπόρων καὶ ἀμφοτέρους ἀνταμείβουσαι διὰ τοῦ νομίσματος ἐκείνου, δι' οὐ ἐπλήρωσε τὸν ναῦλον τῆς ἡ Ἀγ. Μαρία ἡ Αἰγυπτία· ἡ δὲ ἀδάμειος αὐτῶν ἐνδυμασία καθιστᾲ συνεχεῖς καὶ προχείρους τάς τοιαύτας συναλλαγάς.
 
Αἱ δύο λοιπὸν προσκυνήτριαι, μὴ δυνάμεναι να μαντεύσωσίν τι ὑπὸ τὸ ῥάσον τῆς Ἰωάννας ὑπεκρύπτετο, ἐπλησίασαν ἐπικαλούμεναι ὀλίγα τινὰ δηνάρια, ἀντὶ τῶν ὁποίων ὑπέσχοντο ν' ἀνοίξωσιν εἰς τοὺς δύο νεανίσκους τάς πύλας τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὸν μέλλοντα καὶ τάς ἀγκάλας τῶν εἰς τὸν παρόντα βίον.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; «Άσμα ασμάτων, ό εστι Σαλομών. Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού. Αγαθοί οι μαστοί σου υπέρ οίνον και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα· μύρον εκκενωθέν όνομά σου· διά ταύτα αι νεάνιδες ηγάπησάν σε. Ιδού ει καλός, αδελφιδός μου, και ωραίος προς κλίνη ημών· σύσκιος αναμέσον των μαστών μου αυλισθήσεται. Ελθέ, αδελφιδέ μου, εξέλθωμεν εις αγρόν· ευρούσα σε έξω φιλήσω σε· εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι. Στηρίξατέ με εν μύροις, στιβάσατέ με εν μήλοις, ότι τετρωμένη αγάπης εγώ. Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου, ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου. Κρατερά ως θάνατος αγάπη· ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν».
Ὁ Φρουμέντιος, ἔχων πρὸ ἑαυτοῦ τὴν Ἰωάνναν θώρακα ἀσφαλῆ κατὰ παντὸς πειρασμοῦ, ἀπώθησε διὰ τοῦ σχοινίου τῆς ζώνης τοῦ τάς ἀναιδεῖς προτάσεις τῶν λυσιζώνων ἐκείνων σειρήνων, ἀφ' ὧν ἀπεμακρύνθη σφιγγῶν τὴν φίλην τοῦ εἰς τάς ἀγκάλας, ὡς οἱ ἀσκηταὶ τὸν Σταυρόν, ὁσάκις ἐπειράζοντο ὑπὸ τοῦ δαίμονος τῆς σαρκός. Ἀλλ' οἱ μὲν ἅγιοι ἐκεῖνοι ἐρημῖται, ἐνῶ ἀπέστρεφον μετὰ τρόμου τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν ἀπὸ τοῦ δαίμονος, προσήλουν τὸν ἄλλον εἰς αὐτὸν μετ' ἐπιθυμίας ἅμα καὶ φρίκης, ὡς νήστις Ἰουδαῖος εἰς χοιρομήριον, ὁ δὲ Φρουμέντιος, ὅστις ὡς γνήσιον τέκνον τῆς Δύσεως μετεχειρίζετο τὴν ἀπόλαυσιν ὡς ἀντιφάρμακον κατὰ τῆς ἐπιθυμίας, ἀπέστρεφεν ἄνευ κόπου ἀμφοτέρους τοὺς ὀφθαλμούς.
 
Οἱ ἡμέτεροι ἅγιοι ἀγρυπνοῦντες, μαστιγούμενοι καὶ νηστεύοντες, μέχρις οὐ τὸ στόμα τῶν ἐπληροῦτο σκωλήκων, μόλις κατώρθουν να καταστείλωσι τοὺς ὠρυγμοὺς τῆς σαρκός, παλαίοντες νυχθήμερον κατὰ διαβόλων ἐνδεδυμένων μορφὴν γυναικείαν καὶ αὐτὰς τάς ὄρνιθας καὶ τάς αἶγας ἀπομακρύνοντες τῶν ἀσκητηρίων, ὡς ἐπικινδύνους εἰς τὴν δυσβάστακτον σωφροσύνην τῶν, ἐνῶ οἱ Φράγκοι, ἀφοῦ διὰ μικράς τινος θυσίας καθησύχαζον τὸν ἔξαρχον τῆς ἀσελγείας, ἠδύναντο ἔπειτα ἐν ἡσυχίᾳ καὶ γαλήνη ψυχῆς να φροντίσωσι περὶ τῆς σωτηρίας τῶν, μὴ ἀναγκαζόμενοι να διακόπτωσιν ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τάς προσευχὰς τῶν, ἵνα ἐκδιώξωσιν, ὡς ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τὸν πειρασμὸν διὰ ψυχρολουσίας. Κατὰ τὸν σοφὸν Ἀρχιγένην ἡ ἐγκράτεια εἶναι τὸ σφοδρότερον τῶν ἀφροδισίων φαρμάκων· καλῶς λοιπὸν ἔπραττον οἱ Φράγκοι ἐξορίζοντες τὰ τοιαῦτα φάρμακα ἐκ τῶν μοναστηρίων.
Ταύτα ήκουεν ο Φρουμέντιος και μη γνωρίζων ότι τα μήλα, οι μαστοί και τα φιλήματα εκείνα ήσαν προφητικαί αλληγορίαι εικονίζουσαι την μέλλουσαν του Σωτήρος προς την Εκκλησίαν αυτού αγάπην, ησθάνετο τας σάρκας και τας τρίχας του φρισσούσας υπό της επιθυμίας, ως ο Ιώβ υπό του τρόμου. Ανά έκαστον στίχον της ουρανίας εκείνης επωδής επλησίαζεν εν βήμα προς την αναγνώστριαν, κατά δε το τελευταίον εδάφιον ευρίσκετο προ αυτής γονυπετής.
Ὁ ἥλιος φωτίσας τὴν μακροτέραν τοῦ ἔτους ἡμέραν εἶχε δύσει πρὸ πολλοῦ, ὅτε οἱ δύο ὁδοιπόροι, ὑπερβάντες τὰ περιφράσσοντα τὴν μονὴν τῆς Φούλδας ἐσβεσμένα ἡφαίστεια, ἐπάτησαν τέλος πάντων τάς μοναστηριακὰς γαίας. Ἡ νῦξ ἦτο ἀσέληνος καὶ γλυκεῖα, καὶ μόνοι οἱ ἀστέρες ἐκατοπτρίζοντο εἰς τὸ ῥεῦμα τῆ Φούλδας· ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἐπλησίαζον οἱ νεανίσκοι πρὸς τὴν μονήν, διέκρινον μεταξὺ τῶν δένδρων ἐρύθημα ὡσεὶ μεγάλης τινὸς πυρκαϊάς. Ἀλώπεκες, λαφοι καὶ ἀγριόχοιροι γιγαντιαῖοι ἔφευγον πέριξ αὐτῶν μετὰ τρόμου, τὰ δὲ νυκτερινὰ πτηνὰ ἀνεζήτουν τὸ σκότος τῆς φωλεὰς ἀτάκτως ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς τῶν πτερυγίζοντα. Ἡ Ἰωάννα συνεσφίγγετο τρέμουσα εἰς τὰ στήθη τοῦ συντρόφου τῆς, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ ὄνος ἔτεινεν ἀνησύχως τὰ ὦτα, προχωρῶν μετὰ περισκέψεως καὶ δειλίας ὡς στρατιώτης τοῦ πάπα εἰς τὸ πῦρ τῶν μαχῶν. Στῆλαι πυρός, νέφη καπνοῦ, ἦχος κωδώνων καὶ ᾀσμάτων, ἀναθυμιάσεις λιβάνου καὶ μαγειρείου προσέβαλον μετ' οὐ πολὺ τοὺς ὀφθαλμούς, τὰ ὦτα καὶ τὴν ῥῖνα τῆς ἡμετέρας ἡρωίδος, ἧς τὸ θάμβος καὶ ὁ τρόμος ηὔξανον ἀνὰ πᾶν βῆμα, οὐδ' ἰσχῦε να καθησυχάση αὐτὴν ἡ εὐθυμία τοῦ Φρουμεντίου, ὅστις εἰς τάς συχνὰς αὐτῆς ἐρωτήσεις ἀπεκρίνετο διὰ καγχασμὼν καὶ φιλημάτων.
 
Ἡμεῖς δὲ μὴ δυνάμενοι να δώσωμεν τὴν αὐτὴν ἀπάντησιν, καλὴ ἀναγνώστρια, θέλομεν σὲ πληροφορήσει ὅτι ἡ ἡμέρα ἣ μᾶλλον ἡ νῦξ ἐκείνη ἦτο ἡ εἰκοστὴ τετάρτη Ἰουνίου, καθ' ἢν πρὸ ὀκτακοσίων ἐτῶν ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἀγ. Ἰωάννου προσεφέρετο ὡς ἀμοιβὴ τῆς ὀρχήσεως εἰς τὴν θυγατέρα τῆς Ἡρῳδιάδος, ὅπως σήμερον ἀνθοδέσμη εἰς τὴν Ἔσλερ ἣ τὴν Ταλιόνην. Τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἁγίου ἐκταφέντα ὑπὸ τοῦ Ἀγ. Ἀθανασίου περιῆλθον κατὰ τὴν τότε συνήθειαν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν θαυματουργούντα, ἡ δὲ κεφαλὴ εἶχε μετακομισθὴ ὑπὸ τίνος Γάλλου καλογήρου ἐξ Ἀλεξανδρείας εἰς Γαλλίαν· καθότι οἱ Φράγκοι τοῦ μεσαιῶνος ἥρπαζον ἀπὸ τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, ὡς οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν τὰ συντρίμματα τῆς ἀρχαίας τέχνης. Δάκτυλος τοῦ Ἀγ. Σεργίου ἣ κνήμη τῆς Ἀγ. Φεβρωνίας ἐπωλοῦντο τότε πολὺ ἀκριβότερα ἣ σήμερον κεφαλὴ τοῦ Ἑρμοῦ ἣ βραχίων τῆς Ἀφροδίτης· τοῦ δὲ Ἀγ. Ἰωάννου τὸ κρανίον κατατεθὲν ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ἀγ. Ἀγγελὴ ἐχρησίμευεν τοῖς κατοίκοις πρὸς θεραπείαν τοῦ πυρετοῦ, ὡς σήμερον ἡ κινίνη.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η Ιωάννα ανήγειρε τότε την κεφαλήν από του βιβλίου και τα βλέμματα αντικρύσθησαν των δύο εραστών. Οπότε ευρίσκεται τις εις το χείλος κρημνού (και τοιαύτη, νομίζω, ήτο η θέσις της ημετέρας ηρωίδος) πρέπει, λέγουσι, να κλείη τους οφθαλμούς, ει δε μη, ζαλίζεται και πίπτει· αλλ’ εκείνη δεν έκλεισε τους οφθαλμούς, ώστε έπεσε... το βιβλίον εκ της χειρός της και
Ἡ φήμη τῆς θαυματουργοῦ ἐκείνης κεφαλῆς ἐξηπλώθη βαθμηδὸν καθ' ἅπασαν τὴν Δύσιν, κατ' ἔτος δὲ ἀνήπτοντο πανταχοῦ εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου πολυάριθμοι πυραί, περὶ τάς ὁποίας εὐωχοῦντο καὶ ἐχόρευον οἱ πιστοί, ὡς οἱ πρόγονοι αὐτῶν περὶ τοὺς πυρσοὺς τῶν Παληλίων. Ἡ θέα Πάλης εἶχε λησμονηθὴ πρὸ πολλοῦ, ἀλλ' οἱ ἀρχαῖοι αὐτῆς λάτραι ἐξηκολούθουν ἀγαπῶντες τὸν οἶνον, τὸν χορὸν καὶ τάς εὐθύμους ἀγρυπνίας, καὶ ἐν ἐλλείψει θεῶν προσέφερον εἰς τοὺς μακροπώγωνας καὶ μικροχίτωνας Ἁγίους τοῦ χριστιανικοῦ παραδείσου τὴν χαρμόσυνον λατρείαν τῶν γυμνῶν καὶ ἀγενείων κατοίκων τοῦ Ὀλύμπου.
<blockquote>
Ἡ πανήγυρις εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀκμήν, ὅτε εἰσῆλθον οἱ δύο ὁδοιπόροι εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ μοναστηρίου. Οἱ μὲν τῶν μοναχῶν προσέθετον δέσμας ἀχύρων καὶ κενωθέντα βαρέλια εἰς τὴν πυράν, οἱ δὲ ἀνυψοῦντες τὰ κράσπεδα τῶν ῥάσων ἐπήδων ὑπεράνω τῆς ἱερᾶς φλογός, καταφεύγοντες εἰς λάκκον πλήρη ὕδατος, ὁσάκις ἔδακνε τὸ πῦρ τάς γυμνὰς κνήμας τῶν· ἕτεροι ὠρχοῦντο περὶ τάς πυράς, ὡς ὁ Δαυὶδ περὶ τὴν Κιβωτόν, ἣ κατακείμενοι ἐπὶ τῆς χλόης ἐβύθιζον τάς περόνας εἰς τάς χύτρας καὶ τὰ ποτήρια εἰς τοὺς πίθους· ἄλλοι πάλιν κρατοῦντες φλέγοντα δαυλὸν ἔτρεχον περὶ τὸν κῆπον ἀναζητοῦντες ἱεράκιον πρὸς φυγάδευσιν τῶν δαιμόνων ἣ τετράφυλλον τριφύλλιον, τὸ ὁποῖον καθιστᾲ τὰ καταχθόνια πνεύματα ὑποτελῆ τῷ ἀνευρίσκοντι τοιοῦτον φυτὸν κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην.
Quel giorno più non vi leggero avanti6.
Οἱ εὔθυμοι μοναχοὶ ὑπεδέχθησαν μετὰ κραυγῶν χαρὰς τὸν ἐπιστρέφοντα ἀδελφὸν καὶ τὴν Ἰωάνναν, ἢν παρουσιάσεν αὐτοῖς ὡς ὀρφανὸν συγγενῆ τοῦ ὑποτελῆ τοῦ Δουκὸς Ἀνσιγίζου, εὑρίσκοντα βαρεῖαν τὴν ἅλυσιν τοῦ δούλου καὶ ἐπιθυμοῦντα να ἀνταλλάξῃ αὐτὴν ἀντὶ καλογηρικοὺ σχοινίου. «Dignus, Dignus est intrari in nostro Sancto Corpori!» ἀπεκρίθησαν ὁμοφώνως οἱ Βενεδικτίνοι, συμπαρασύροντες τὴν νεοφώτιστον εἰς τάς ταχείας περιδινήσεις τοῦ κυκλείου χοροῦ, ὅστις περιεστρέφετο ὡς πολύκρικος ὄφις περὶ τὴν ὑψηλοτέραν τῶν πυρῶν.
</blockquote>
Ἡ Ἰωάννα ἅμα εἰσελθοῦσα εἰς τὸ μοναστήριον ἐδιδάσκετο να χορεύη. Ἀλλὰ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ὁ χορός, ὂν ἀπαγορεύουσι σήμερον οἱ πνευματικοὶ ὡς ἐφεύρεσιν τοῦ Σατανᾶ, οὐδὲν εἶχε τὸ ἀσεβὲς ἣ ἀντίθρησκον, ἀλλ' ἦτο ἁπλῶς προσευχὴ γινομένη διὰ τῶν ποδῶν ὡς οἱ ψαλμοὶ διὰ τῶν χειλέων, ἀμφότεροι δὲ ἐφευρέθησαν ὑπὸ τοῦ προφητάνακτος Δαυίδ, ὥστε συγγενεύουσιν ὡς γνήσια τέκνα τοῦ αὐτοῦ πατρός.
 
Οἱ ἀστέρες ὠχριῶν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ αἱ πυραὶ ἐσβήνοντο ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτε ὁ κώδων ἠνάγκασε τοὺς οἰνοβαρεῖς καὶ νυστάζοντας συμπότας ν' ἀφήσωσι τὸν χορὸν ἣ τὸν πίθον, ἵνα δράμωσιν εἰς τὸν ὄρθρον. Τὴν πρωίαν ἐκείνην, ὡς συνέβαινε πάντοτε τὴν ἐπιοῦσαν ἑορτῆς, βαρύηχοι ῥογχασμοὶ ἀντήχησαν ἀντὶ ὕμνων ὑπὸ τοὺς θόλους τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐκ τούτου, λέγουσι, παρέμεινεν εἰς τοὺς καλογήρους ἡ συνήθεια τοῦ να ψάλλωσι καὶ ἔξυπνοι ὄντες διὰ τῶν μυκτήρων. Ἡ συνήθεια αὔτη, ἐξορισθεῖσα τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως μετὰ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ὄνου καὶ τῶν ἄλλων γοτθικῶν λειψάνων τοῦ μεσαιῶνος, κατέφυγε παρ' ἡμῖν, ὅπου διατηρείται ἀκέραιος καὶ ἀκμαία, καθιστώσα καθ' ἡμέραν ἐρημοτέρους τοὺς ναούς, ψυχροτέραν τὴν εὐλάβειαν καὶ ἐλαφρότερα τὰ ἐλέη τῶν ὀρθοδόξων.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο αντιπρόσωπος της Πρωσσίας κατά την μετά το Κριμαϊκόν πόλεμον ειρήνην εζήτει πτερόν αετού, ίνα υπογράψη το όνομα και τους τίτλους του εις την συνθήκην· εγώ δε εκ της πτέρυγος του Έρωτος επεθύμουν να έχω πτερόν, ίνα δι’ αυτού περιγράψω του νέου ζεύγους την εφήμερον ευδαιμονίαν. Μοναξία, ησυχία, άφθονος τροφή, έαρος πνοαί, ουδέν έλειπεν αυτοίς εξ όσων καθιστώσιν ευδαίμονας τους εραστάς. Η Ιωάννα απαλλαγείσα χάριν της αντιγραφής από των όρθρων, των αναγνώσεων, προσκυνήσεων και άλλων μοναστικών αγγαρειών, ηδύνατο από πρωίας μέχρι νυκτός να μένη μετά του συντρόφου της. Αλλά καίτοι μεσούντος του Ιουνίου, πάλιν σύντομοι εφαίνοντο αι ημέραι εις τα ακόρεστα των νεανίσκων χείλη. Πολλάκις κατά την ώραν του εσπερινού καθήμενοι πλησίον του ανοικτού παραθύρου, ενώ οι κώδωνες αντήχουν πενθίμως, ως ει εθρήνουν την θνήσκουσαν ημέραν, εστέναζον κακείνοι και, ως ο Ιησούς του Ναυή, έλεγον «στήθι» τω ηλίω· αλλ’ ούτος μεν επορεύετο να φωτίση τους αντίποδας, οι δε ερασταί περιέμενον την επιούσαν.
Αἱ θρησκεῖαι ὁμοιάζουσι τάς γυναίκας. Ἀμφότεραι ἐνόσω ἤναι νέαι οὔτε καλλωπισμῶν χρήζουσιν οὔτε ψιμυθίου, ἵνα περικυκλώνται ὑπὸ λατρευτὼν προσκλινών, ἑτοίμων καὶ τὴν ζωὴν ὑπὲρ αὐτῶν να θυσιάσωσιν, ὡς οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ καὶ οἱ ἐρασταὶ τῆς Ἀσπασίας· ἀλλ' ἅμα γηράσωσιν ἀνάγκη να καταφύγωσιν εἰς τὸ φῦκος καὶ τὰ κοσμήματα, ἵνα ἐπ' ὀλίγον ἀκόμη διατηρήσωσι τοὺς ἀραιουμένους θιασώτας.
Δέκα ακόμη ημέρας διήλθον εντός του στενού εκείνου κελλίου, γράφοντες, τρώγοντες, ασπαζόμενοι και άλλο ελάττωμα μη ευρίσκοντες εις τον καιρόν, όστις ήτο ωραίος, ειμή μόνον ότι έφευγε ταχύς.
Ἡ μὲν Ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἐννοήσασα τοῦτο, εὐθὺς ἅμα εἶδε ψυχραινόμενον τὸν ζῆλον τῶν πιστῶν, κατέφυγεν εἰς τοὺς ζωγράφους καὶ τοὺς γλύπτας, ὡς ἡ Ἥρα εἰς τὸν κεστὸν τῆς Ἀφροδίτης, ἵνα καλύψῃ τάς ῥυτίδας καὶ ἐνδύση τὴν γυμνότητα τῆς, ἡ δὲ ἀνατολικὴ καίτοι πρεσβυτέρα τῆς ἀδελφῆς τῆς εἴτε ἐκ πενίας εἴτε ἐξ ὑπερηφανείας ἐπέμεινε θέλουσα να ἑλκύῃ τοὺς πιστοὺς δι' ἐρρίνων ᾀσμάτων καὶ συνωφρυωμένων εἰκόνων. Ἡ εὐλάβεια ἐξέλιπεν πρὸ πολλοῦ ἐκ τῆς οἰκουμένης, ἀλλ' αἱ εἰκόνες τοῦ Ῥαφαήλου καὶ ἡ φωνὴ τῶν Λακορδαίρων ἣ τῶν εὐνούχων τοῦ πάπα ἐλκύουσιν ἀκόμη προσκυνητὰς ὑπὸ τοὺς θόλους τοῦ Ἀγ. Πέτρου καὶ τοῦΠανθέου, ἐνῶ ἡμεῖς ἅπαξ μόνον τοῦ ἔτους πορευόμεθα φράσσοντες τὰ ὦτα εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Αλλά τέλος ανέτειλεν η αποφράς του χωρισμού ημέρα. Η αντιγραφή του Αγ. Παύλου είχε τελειώσει προ πολλού, ο δε ηγούμενος έπεμπεν εις τον Φρουμέντιον ημίονον και ρητήν διαταγήν να επιστρέψη εις την μάνδραν. Ο δυστυχής νεανίσκος καταρώμενος τους όρκους του, τον Προεστώτα και τους αγίους πάντας υπήγε ν’ αποχαιρετίση την φίλην του, κρατών εις τας χείρας του την οδοιπορικήν βακτηρίαν, αλλά τα δάκρυα αυτού δεν ηδύνατο να κρατήση. Η Ιωάννα δεν έκλαιε, διότι τινές των συντρόφων της ήσαν παρούσαι, αι δε γυναίκες, όσω ευαίσθητοι και αν ήναι, κλαίουσι μόνον ότε και όπου πρέπει.
Ἅμα ἐτελείωσεν ὁ ὄρθρος, ἔσπευσεν ὁ Φρουμέντιος να ξεναγήσῃ τὴν Ἰωάνναν εἰς τὸ νέον αὐτῆς κλωβίον. Ἡ μονὴ τῆς Φούλδας ὠμοίαζε μᾶλλον φρουρίω ἣ μάνδρα μοναχῶν. Ὑψηλὰ ἡφαίστεια, τῶν ὁποίων τοὺς κρατῆρας εἶχε σβήσει ὁ Ἄγ. Στούρμης διὰ σταγόνων τινῶν ἠγιασμένου ὕδατος, περιέφρασσον αὐτὴν πανταχόθεν, τὸ δὲ ῥεῦμα τοῦ ὁμωνύμου ῥύακος ἐχρησίμευεν ὡς τάφρος τοῦ μοναστικοῦ τούτου φρουρίου, στεφομένου διὰ πύργων καὶ ἐπάλξεων ὀδοντωτῶν.
 
Οἱ τότε ὀπαδοὶ τοῦ Ἀγ. Βενεδίκτου πλὴν τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ὕπνου ἠγάπων ν' ἀναμειγνύωνται καὶ εἰς τάς πολιτικὰς πάλας τοῦ αἰῶνος, ὁσάκις δὲ κατεδιώκοντο ὑπὸ τίνος ἰσχυροῦ, ὠχυροῦντο ὄπισθεν τῶν τειχῶν τοῦ κοινοβίου, ὡς οἱ ἐφημεριδογράφοι ὄπισθεν τῶν ἄρθρων τοῦ Συντάγματος. Ὁ μέγας Κάρολος εἶχεν ἐξημερώσει ὀπωσοὺν τὰ ἤθη τῶν ἀρειμανίων καλογήρων, ἀφαιρέσας αὐτοῖς πάντα τὰ ὅπλα πλὴν τῶν πνευματικῶν, ἀλλ' αἱ μοναὶ διετήρουν ἀκόμη τὴν φιλόμαχον αὐτῶν στολήν.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αν διστάζης περί τούτου, αναγνώστα, ερώτησον τους πλοιάρχους και την ιστορίαν. Η αυτοκράτειρα Ιουδίθ, αφού, ίνα σώση αυτήν, εκρημνίσθη από υψηλού παραθύρου ο ατυχής Ροβέρτος, υπεδέχθη μειδιώσα τον σύζυγόν της, η βασίλισσα Μαργόττα, ίνα διασκεδάση πάσαν υποψίαν, εγέλα ενώ αντικρύ της αποκεφαλίζετο χάριν αυτής ο Βονιφάτιος, η δε κόμισσα Καρούση κατησπάσθη τον βδελυρόν αυτής δεσπότην αιμοσταγή εκ του φόνου του πιστού φίλου της. Οι χρονογράφοι ανύμνησαν την γενναιότητα των καρτεροψύχων τούτων δεσποινών, αλλ’ εγώ ούτε τας ηρωίδας ταύτας εθαύμασα ποτέ ούτε την ευαισθησίαν των ευπαθών εκείνων Αγγλίδων, αίτινες πορευόμεναι ν’ ακούσωσι την Ριστόρη σημειούσιν εις το περιθώριον της Μύρρας και Μηδείας, πού πρέπει να δακρύσωσιν.
Ἡ Ἰωάννα ἐπεσκέφθη κατὰ σειρὰν τὰ κελλία, τὸ σπουδαστήριον τῶν νεοφύτων, τὸ ἑστιατόριον κοσμούμενον ὑπὸ τερατομόρφων ἀγαλμάτων τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τάς ὑπογείους εἱρκτάς, ἔνθα οἱ κακοὶ καλόγηροι ἐθάπτοντο ζῶντες, καὶ τέλος τὴν βιβλιοθήκην, ὅπου ἑξήκοντα γραφεῖς εἰργάζοντο νυχθήμερον, οἱ μὲν ἀποξέοντες ἀρχαία χειρόγραφα, οἱ δὲ καταγράφοντες ἐπὶ τοῦ οὕτως ἐτοιμασθέντος χάρτου τάς ἀθλήσεις τοῦ Ἀγ. Βαβύλα καὶ τῆς Ἀγ. Πρίσκας ἀντὶ τῶν ἄθλων τοῦ Ἡρακλέους καὶ τοῦ Ἀννίβα. Ὁ δὲ κῆπος ἦτο ἠμελημένος, διότι οἱ καλοὶ πατέρες ὀλίγον ἐφρόντιζον περὶ ἀνθέων καὶ ἀπεστρέφοντο τὰ λαχανικά, ὡς καταργούντα πολύτιμον τόπον ἐν τῷ στομάχω, προτιμῶντες τὰ στήθη τῶν χηνῶν καὶ τοὺς μηροὺς τῶν χοίρων, τοὺς ὁποίους παρωμοίαζον πρὸς τὰ ῥητὰ τῆς Γραφῆς, τὰ ἐν ὀλίγαις λέξεσι πολλὴν περιέχοντα οὐσίαν.
Αλλ’ άμα έμεινε και πάλιν μόνη η Ιωάννα, ησθάνθη το βάρος εκείνο εις τον στόμαχον, όπερ καταλαμβάνει ημάς, αφού πολυφαγήσωμεν ή χάσωμεν μητέρα, ερωμένην ή περιουσίαν.
Περιγράψαντες τὴν φωλεὰν θέλομεν ἤδη προσπαθήσει να σκιαγραφήσωμεν καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐν αὐτῇ ἐνοικούντων. Τὰ μοναστικὰ τάγματα τοσούτον ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ τόσον ποικίλα κατήντησαν τὰ ὀνόματα καὶ τὰσχήματα τῶν καλογήρων, τῶν Θεατίνων, Ῥεκολλέτων, Καρμηλιτών, Ἰωαννιτών, Φραγκισκανῶν, Καπουκίνων, Καμαλδούλων, ἀνυποδήτων, σανδαλοφόρων, γενειητών, κεκαρμένων, λευχειμόνων, μαυροφόρων καὶ ἄλλων, ὥστε ὁπεριώνυμος ζωολόγος Βόρνος15 ἐπειράθη πρὸς ἀποφυγὴν συγχύσεως να κατατάξῃ αὐτοὺς ἐκ τῶν κυριωτέρων γνωρισμάτων κατὰ γένῃ καὶ εἴδη κατὰ τὸ σύστημα τοῦ Λινναίου, ὡς πρὸς τὰ ζῷα καὶ τὰ φυτά.
Κατά τον γέροντα Πλούταρχον του αληθούς έρωτος ουδέ την σκιάν γνωρίζουσιν αι γυναίκες· εγώ δε φρονώ μάλλον ότι ούτος είναι παρ’ αυταίς παράσιτός τις νόσος, πηγάζουσα εκ της πλήξεως και μοναξίας, ως αι φθείρες εκ της ρυπαρότητος. Αι γυναίκες του κόσμου αφ’ ενός εις άλλου ανδρός την αγκάλην μεταβαίνουσαι καθ’ εσπέραν (εις τον χορόν εννοώ) ούτε να στενάζωσιν έχουσι καιρόν ούτε ν’ αγαπήσωσιν άλλο τι πλην του ριπιδίου των. Ομοιάζουσι τον όνον εκείνον, όστις έμενε νήστις εν μέσω τεσσάρων σωρών τριφυλλίου, μη γνωρίζων ποίον πρώτον να προτιμήση. Πιθανόν ν’ απατώμαι, αλλ’ όσας ερωτολήπτους εγνώρισα, ήσαν ή κατάκλειστοι ή κορασίδες, φρουρούμεναι υπό αγρύπνων γονέων ως τα μήλα των Εσπερίδων, ή πολύπειροι δέσποιναι, αριθμούσαι περισσότερα έτη παρά οδόντας.
Ἀνοίγοντες λοιπὸν τὴν Λινναϊκὴν ταύτην Μοναχολογίαν εἰς τὴν λέξιν Βενεδικτίος εὑρίσκομεν τὸν ἑξῆς ἐπιστημονικὸν ὁρισμὸν τοῦ εἴδους τούτου τῶν ῥασοφόρων «... πρόσωπον ἀγένειον, κρανίον ἐγκεκαρμένον, πόδες σανδαλοφόροι· φέρει ἔνδυμα μακρόν, μέλαν, ποδῆρες, μανδύαν καταπίπτοντα μέχρι πτερνῶν …κρώζει τρις ἣ τετράκις τῆς ἡμέρας καὶ μεσούσης τῆς νυκτὸς διὰ φωνῇς βραγχώδους, βραδείας... παμφαγεί· νηστεύει σπανίως».
Η αθυμία της πτωχής Ιωάννας μόνης μεταξύ των τεσσάρων εκείνων τοίχων, όπου χθες ακόμη αντήχουν τοσούτοι ερωτικοί όρκοι και φιλήματα, ηύξανε καθ’ ημέραν. Ο Άγ. Αυγουστίνος, οσάκις εμελαγχόλει, εκυλίετο εις τον βόρβορον ως εις εύοσμον λουτρόν, η Αγ. Γενοβέφα εδάκρυε μέχρις ου ηναγκάζετο ν’ αλλάξη υποκάμισον, ο Άγ. Φραγκίσκος ενηγκαλίζετο χιονοσκεπή αγάλματα, η Αγ. Λιμπανία έσχιζε τας σάρκας της διά σιδηρού κτενίου και η Αγ. Λιουτβίργκη έπνιγε ποντικούς. Η δε ημετέρα ηρωίς, φρονιμωτέρα πάντων τούτων, κατέκειτο εις γωνίαν τινά του κελλίου της και διά ριπιδίου εκ πτερών περιστεράς (των μόνων θεμιτών εν τοις μοναστηρίοις) επειράτο τα διώξη τας μυίας και τους οχληρούς λογισμούς.
Τοιαῦτα ἦσαν τὰκυριώτερα χαρακτηριστικά· πλὴν δὲ τούτων οἱ Βενεδικτίνοι τῆς Γερμανίας ἐφόρουν ἐρραμμένην εἰς τὸ κουκούλιον μικρὰν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἵνα προφυλάττη τάς κεφαλὰς τῶν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τάς φθεῖρας· τὰ δὲ πρόσωπα αὐτῶν πολὺ ὠμοίαζον τὰ παλίμψηστα μοναστηριακὰ χειρόγραφα, ἐν οἷς ὑπὸ τὰ εὐσεβῆ τροπάρια τοῦ μεσαιῶνος διαφαίνονται εἰσέτι ἐρωτικοὶ στίχοι τοῦ Ἀνακρέοντος καὶ τῆς Σαπφοῦς.
 
Τετράκις τῆς ἡμέρας ἔτρωγον οἱ καλοὶπατέρες· ἀντὶ βουτύρου μετεχειρίζοντο χοίρινον ἄλειμμα καὶ τοὺς δακτύλους τῶν ἀντὶπερόνης, οἱ δὲ ἁμαρτήσαντες ἐτιμωροῦντο στερούμενοι ἀλείμματος ἐπὶ τίνας ἑβδομάδας, ὡς παρ' ἡμῖν τῆς μεταλήψεως. Δὶς τοῦ μηνὸς ἐξυρίζοντο, τὴν μεγάλην Παρασκευὴν ἔπλυνον ὅλοι τοὺς πόδας καὶ τρις τοῦ ἔτους οἱ παχύτεροι αὐτῶν ἐφλεβοτομοῦντο, ἵνα καταστείλωσι τάς ἀκαθάρτους ὀρέξεις, ἣ κατ' ἄλλους χρονογράφους, ἵνα προλάβωσι τὴν ἀποπληξίαν.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η θερμότης του Ιουνίου καθίστα έτι καυστικωτέραν την λύπην της, αι δε ημέραι εφαίνοντο αυτή μακραί ως η ζωή γέροντος θείου εις τους κληρονόμους. Κατά τους παροξυσμούς της απελπισίας της κατέφευγεν ενίοτε, ίνα απομακρύνη τα περικυκλούντα αυτήν οχληρά φαντάσματα, εις των συναξαρίων τας ευσεβείς συνταγάς, οτέ μεν μαστιγουμένη διά της ζώνης της, οτέ δε βρέχουσα τας σινδόνας της διά παγετώδους ύδατος ή ζητούσα να πνίξη την λύπην της εις τον οίνον κατά την συμβουλήν του Εκκλησιαστού7. Αλλά πάντα τα θαυματουργά ταύτα αντιφάρμακα απετύγχανον κατά της αθυμίας της, και αυτό ακόμη το αγνόχορτον8, του οποίου μόνη η οσμή ήρκει, κατά τους αγιογράφους ίνα αποδιώξη τον έρωτα ως η του πυρέθρου τους ψύλλους.
Οἱ πλεῖστοι ἦσαν ἀγράμματοι, τινὲς ὅμως ἐννόουν τὸ Πάτερ ἡμῶν καὶ ἄλλοι ἐγνώριζον καὶ να γράφωσιν· εἰς τούτους δὲ ἐχορηγεῖτο, ὡς εἰς τοὺς ἥρωας τοῦ Ὁμήρου, διπλασία μερὶς εἰς τὴν τράπεζαν καὶ οἶνος ἀντὶζύθου. Πάντες ἡγίαζον τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἐπειδὴ δὲ δεν εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸν κατὰ ποίαν ἡμέραν τελειώσας ὁ Θεὸς τὸν κόσμον ἀνεπαύθη16, φοβούμενοι μὴ ὑποπέσωσιν εἰς τὶ λάθος, ἔμενον ἀργοὶ ὁλόκληρον τὴν ἑβδομάδα· ἡ κρᾶσις τέλος τῶν καλογήρων ἐκείνων ἦτο τοσούτω ῥωμαλέα, ὥστε οἱ πλειότεροι αὐτῶν ἀπέθνῃσκον ὄρθιοι ὡς οἱ Ῥώσσοι στρατιῶται, τοὺς ὁποίους πρέπει, λέγουσι, να ὠθήσῃ τὶς μετὰ θάνατον, ἵνα καταπέσωσιν.
Ο καιρός, λέγουσι, θεραπεύει πάσας τας πληγάς· αλλ’ ουχί, νομίζω, τον έρωτα και την πείναν· απ’ εναντίας όσω περισσότερον μένη τις σώφρων ή νήστις, τοσούτω η όρεξις αυτού αυξάνει, μέχρις ου καταντήση να φάγη τα υποδήματά του, ως οι στρατιώται του Ναπολεόντος εν Ρωσσία, ή ν’ αγαπήση τας αίγας του ως οι ποιμένες των Πυρηναίων.
Ποιμὴν τῆς κουκουλοφόρου ταύτης ἀγέλης ἦτο τότε ὁ κλεινὸς Ἄγ. Ῥαβάνος ὁ Μαῦρος, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη περιεῖχε πλείονα συρτάρια ἀφ' ὅσα ἐργαστήριον φαρμακοπώλου. Ὁ σοφὸς ἡγούμενος, διαπλεύσας ὅλας τάς θαλάσσας, ἐφ' ὅσων ἤμεσέ ποτε ὁ περιηγητής, ἦτο κάτοχος ὅλων τῶν τε ζωσῶν καὶ κεκοιμημένων γλωσσῶν, πλὴν δὲ τούτων ἐγνώριζε τὴν Ἀστρολογίαν, τὴν Μαγείαν, τὸ Κανονικὸν δίκαιον καὶ τὴν Μαιευτικήν, ἐφευρὼν μάλιστα μηχανήν τινα, δι' ἧς ἐβαπτίζοντο ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρὸς οἱκυοφορούμενοι χριστιανοί, ἵνα διαφύγωσιν οὕτω ἐν περιπτώσει ἀποβολῆς τὰ σκοτεινὰ βασίλεια, ὅπου πλανῶνται οἱ ἀβάπτιστοι παῖδες, ὡς οἱ ἄταφοι εἰδωλολάτραι παρὰ τάς ὄχθας τῆς Στυγός.
Εις τοιαύτην περίπου κατάστασιν ευρίσκετο και η ημετέρα ηρωίς, ότε εσπέραν τινά, ενώ εκάθητο παρά το χείλος του ιχθυοτροφείου μοιράζουσα μελαγχολικώς το δείπνον της εις τους κυπρίνους, επλησίασεν αυτήν μυστηριωδώς ο κηπουρός της μονής, και στρέψας κύκλω ανήσυχα βλέμματα, ως αλώπηξ ετοιμαζομένη να εισέλθη εις ορνιθώνα, ενεχείρισεν αυτή μυστηριωδώς επιστολήν, γεγραμμένην δι’ ερυθρών γραμμάτων επί λεπτού δέρματος θνησιγενούς αρνίου. Η Ιωάννα αναπτύξασα αυτήν, εν μέσω ανθίνων στεφάνων, καρδιών τετρωμένων, ασπαζομένων περιστερών, φλεγουσών λαμπάδων και άλλων περιπαθών συμβόλων, δι’ ων οι τότε ερασταί εκόσμουν τας επιστολάς των, ως παρ’ ημίν οι βρακοφόροι τους βραχίονας και τας κνήμας των, ανέγνωσε τα εξής:
Ὅτε δὲ εἰσῆλθεν ἡ Ἰωάννα εἰς τὴν Μονὴν τῆς Φούλδας, ὁ Ἄγ. Ῥαβάνος γηράσας ἤδη καὶ πάσχων ὑπὸ δυσπεψίας ἐνησχολεῖτο περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ, τρώγων μόνον χόρτα, ὡς ὁ Ναβουχοδονόσορ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου, ὅτε δηλ. μετεμορφώθη εἰς ταῦρον, καὶ συνθέτων ᾠδὰς εἰς τιμὴν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἑκάστη τῶν ᾠδῶν ἐκείνων συνέκειτο ἐκ τριάκοντα στίχων καὶ ἕκαστος στίχος ἐξ ἰσαρίθμων γραμμάτων διατεταγμένων ἐν σχήματι σταυροῦ, ὡς τὰβακχικὰ ᾄσματα τῶν Γάλλων ποιητῶν ἐν σχήματι φιάλης ἣ βαρελίου.
<blockquote>
Ἡ ἀντιγραφὴ τῶν ἀριστουργηματίων τούτων ἀπῄτει ἔμπειρον καλλιγράφον, οὐδεὶς δὲ ἠδύνατο κατὰ τοῦτο να διαγωνισθῇ πρὸς τὸν Φρουμέντιον καὶ τὸν νέον ἀδελφὸν Ἰωάννην. Εἰς τούτους λοιπὸν ἐνεπιστεύθη ὁ ῥασοφόρος ὑμνῳδὸς τοὺς ποιητικοὺς σταυροὺς τοῦ, ἵνα πληρωθῇ ἡπροφητεία τοῦΦρουμεντίου εἰπόντος: «Θέλομεν βυθίζει τὸν κάλαμον εἰς τὸ αὐτὸμελανοδοχεῖον».
«Φρουμέντιος τη αδελφή αυτού Ιωάννα χαίρειν
Οἱ εὐδαίμονες ἐρασταὶ ὁμοιάζουσι τοὺς εὐτυχεῖς λαούς, οἵτινες δεν ἔχουσιν ἱστορίαν· τῶν δὲ ἡμετέρων μοναχῶν ὁ βίος ἔρρεεν ἀκύμαντος καὶ γαληνιαῖος ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ μοναστηρίου, ὡς τὸ ῥεῦμα τῆς Φούλδας ὑπὸ τάς σκιαζούσας γηραλέας αἰγείρους.
εν Yψίστω»
Ἐσκέφθης ποτέ, ἀναγνῶστά μου, πόσω γλυκὺ καὶ ἀναπαυτικὸν ἤθελεν εἶναι ἐρωμένη φέρουσα ἀνδρικὴν ἐνδυμασίαν καὶ εἰς σὲ μόνον ἀποκαλύπτουσα τὰ θέλγητρα τῆς; Οὔτε τὴν ζηλίαν ἤθελες γνωρίζει οὔτε τάς μυρίας ἐκείνας ἀκάνθας, αἵτινες κατὰ τὸν Ἄγ. Βασίλειον καθιστῶσιν ἐργαστήρια ὀδυνῶν τάς γυναίκας. Ἡ ἀρρενικὴ αὐτῆς στολὴ ἤθελε φρουρεῖ αὐτὴν πολὺ ἀσφαλέστερον ἣ τὰ κλεῖθρα τῶν τουρκικὼν γυναικώνων καὶ αἱ προφυλακτικαὶ ἐκεῖναι ζῶναι, δι' ὧν ἀσφαλίζουσιν οἱ Ἰταλοὶ τάς συζυγικὰς κτήσεις τῶν ἀπὸ πάσης ἐπιδρομῆς.
</blockquote>
Πλὴν δὲ τούτου οὔτε ὑπὸ ἀσέμνων βλεμμάτων ἤθελε μολύνεσθαι τὸ πρόσωπον τῆς φιλτάτης σοῦ οὔτε τὰ ὦτα αὐτῆς ὑπὸ λόγων ἀκολάστων ἣ αἱ χεῖρες ὑπὸπροσψαύσεων. Ἀλλ' αὔτη ἤθελεν εἶναι ἁγνὴ καὶ ἄσπιλος, ὡς ἡ πτέρυξ τῶν ἀγγέλων καὶ ἡ ἰδανικὴ ἐκείνη παρθένος, τὴν ὁποίαν ὠνειρεύετο ὁ Ἄγ. Βασίλειος ἱσταμένην ὡς σεμνὸν ἄγαλμα ἐπὶ τοῦ ὑποβάθρου τῆς παρθενίας τῆς καὶ ἀκίνητον πρὸς πᾶσαν φαντασίαν καὶ ἐπαφήν. Οἱ ζηλότυποι στεναγμοὶ τοῦ Τιβούλλου καὶ τοῦ Βύρωνος αἱ βλασφημίαι κατὰ τῶν γυναικὼν ἤθελον σοὶ εἶναι ἀκατάληπτοι, ὡς οἱ θρῆνοι τοῦ Ἱερεμίου εἰς τὸν οὐδέποτε θρηνήσαντα.
Ως η έλαφος επιποθεί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και η ψυχή μου εδίψησε προς σε, αδελφή μου9. Θρήνος κατέλαβέ με και ύδωρ ρέουσι τα βλέφαρά μου10. Τα δάκρυά μου είναι η τροφή της ημέρας και των νυκτών μου ο ύπνος11. Ο πεινών ονειρεύεται άρτους, καγώ σε είδον καθ’ ύπνους, Ιωάννα12 αλλ’ εξύπνησα και δεν σε εύρον πλησίον μου. Αναβάς τότε τον όνον μου τον μαύρον ήλθον εις το σκήνωμά σου το άγιον. Παρά τον τάφον της Αγίας Βόμμας σε περιμένω. Ελθέ, περιστερά μου, εκλεκτή ως ο ήλιος13, ελθέ διά του ακτίνων σου να επισκιάσης την σελήνην».
Τοιαύτη ἦτο διὰ τὸν Φρουμέντιον ἡ Ἰωάννα, ῥόδον ἄνευ ἀκανθῶν, ὀψάριον ἄνευ ὀστῶν, γαλῆ ἄνευ ὀνύχων· νηπιόθεν συζήσασα μετ' ἀνδρὼν οὔτε ἰδιοτροπίας εἶχεν οὔτε τὰ ἐράσμια ἐκεῖνα ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα καθιστῶσι τάς θυγατέρας τῆς Εὕας φοβερωτέρας καὶ αὐτῶν τῶν Σειρήνων, αἵτινες μόνον ἀπὸ τῆς ζώνης καὶ κάτω ἦσαν ὄφεις.
Ἑπτὰ ἔτη εἶχον παρέλθει ἀπὸ τῆς εἰσόδου τῶν νεανίσκων εἰς τὴν Μονὴν τῆς Φούλδας καὶ ἡ Μοῖρα ἐξηκολούθει κλώθουσα εἰς αὐτοὺς χρυσοϋφάντους ἡμέρας, ἡ δὲ σχέσις τῶν ἔμενε μυστικὴ καὶ ἀνενόχλητος ὡς μαργαρίτης εἰς τοὺς μυχοὺς τῆς θαλάσσης, οὐδ' ἦτο κίνδυνος ν' ἀνακαλυφθή ποτε ὁ δόλος· καθότι οὐδεὶς πρὸ τῶν Σταυροφοριὼν Φράγκος ἐφρόντισέ ποτε να ἐρευνήσῃ, τὶ ὑπεκρύπτετο ὑπὸ τάς πολυπλόκους φράσεις τοῦ Πλάτωνος ἣ τάς πτυχὰς ἀνδρικοῦ χιτῶνος. Μόνος ὁ κουρεὺς τῆς μονῆς ἠστειεύετο ἐνίοτε πρὸς τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννην, ὅτε οὗτος προσέφερε μειδιὼν εἰς τὸ ξυράφιον παρειὰν ἀγένειον καὶ λείαν ὡς λίμνην ἐν ὤρᾳ νηνεμίας.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τοιαύτη ήτο η επιστολή του Φρουμεντίου. Σήμερον γράφοντες προς γυναίκα κατακλέπτομεν τον Φόσκολον και την Σάνδην, οι δε τότε ερασταί αντέγραφον τους Ψαλμούς και τους Προφήτας, ώστε αι επιστολαί αυτών ήσαν φλογεραί ως τα χείλη της Σουναμίτιδος και η άμμος της ερήμου.
Ἀλλὰ πλὴν τῆς Ἰωάννας ὑπῆρχε, δυστυχῶς, εἰς Φούλδαν καὶ ἄλλος ἀγένειος μοναχός, ὁ πάτερ Κορβίνος, ὂν πάντες ἀπέφευγον ὡς τὸ ἐπώνυμον αὐτοῦ δυσοίωνον πτηνόν17. Ὁ δυστυχὴς οὗτος Βενεδικτίνος ἠράσθη νέος ὢν τῆς ἀνεψιὰς τοῦ ἐπισκόπου τῆς Μογουντίας, παρὰ τῷ ὁποίῳ ὑπηρέτει ὡς διάκονος κρατῶν τὴν οὐρὰν τῆς πορφύρας τοῦ κατὰ τάς τελετὰς καὶ πίνων τὸ ὕδωρ, δι' οὐ ἡ αὐτοῦ Ἁγιότης ἔπλυνε τάς χεῖρας μετὰ τὴν μετάληψιν. Ἡ νεᾶνις ἤνοιξε τὰ ὦτα καὶ μετ' οὐ πολὺ τάς ἀγκάλας εἰς τὸν ἐρώτᾳ τοῦ νέου διακόνου, ἀλλ' ὁ μιτροφόρος αὐτῆς κηδεμὼν συλλαβὼν νύκτα τινὰ τοὺς νεανίσκους κόπτοντας ἀπηγορευμένους καρποὺς εἰς τὸν κῆπον τῆς ἐπισκοπῆς, τῆς μὲν ἀνεψιὰς τοῦ ἔκοψε τὴν κόμην, τὸν δὲΚορβίνον, ἀφοῦ κατέστησε... οὐδέτερον, ἔστειλεν ἔπειτα εἰς τὴν μονὴν τῆς Φλούδας, ἵνα κλαύση τὴν ἁμαρτίαν. Ὁ νέος μοναχὸς ἐθρήνει κατὰ τάς πρώτας ἡμέρας τὴν ἀπώλειάν του, ὡς ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἰεφθάε τὴν παρθενίαν τῆς, ἀλλ' ὁ καιρὸς ἔκλεισε τέλος τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς τοῦ τάς πληγάς, βαθμηδὸν δὲ κατήντησε να καταφρονὴ τάς γυναίκας, προσκαλῶν τοὺς συντρόφους τοῦ ν' ἀποκτήσωσιν ἀσφαλῶς δι' ὁμοίας θυσίας τὸν Παράδεισον, ὡς ἡ ἀκρωτηριασθεῖσα ἀλώπηξ τοῦ μύθου συνεβούλευε τάς ἄλλας ἀλώπεκας να κόψωσι κακείναι τὴν οὐρὰν τῶν.
Περί την πέμπτην ώραν της νυκτός, ότε ο κώδων προσεκάλεσε τας παρθένους εις τον όρθρον, η Ιωάννα κρατούσα διά της δεξιάς χειρός τα σανδάλια, διά δε της αριστεράς την καρδίαν της, ίνα κατασιγάση τους παλμούς αυτής, κατέβη την κλίμακα του κοινοβίου, ολισθαίνουσα σιωπηλώς ως όφις επί της χλόης. Η σελήνη, η πιστή αύτη λαμπάς των λαθρεμπόρων και των μοιχαλίδων, ην οι ποιηταί ωνόμασαν αγνήν κατ’ ευφημισμόν ως και σεμνάς τας Εριννύας, ανατείλασα οσονούπω όπισθεν των επάλξεων της μονής εφώτισε την πορείαν της δραπέτιδος ηρωίδος, ήτις έσπευδεν εις την συνέντευξιν, ασπλάγχνως καταπατούσα τα σέλινα και τα πράσα του μοναστικού κήπου.
Τοιαύτην διῆγε φιλοσοφικὴν ζωὴν ὁ καλὸς Κορβίνος, ἀναπληρῶν τὴν στέρησιν τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ διὰ καλῶν κρεάτων καὶ τῆς προσδοκίας τοῦ Παραδείσου, ὅτε ἡμέραν τινὰ λαβὼν διαταγὴν να κυνηγήση τοὺς πολιορκοῦντας τὴν βιβλιοθήκην τοῦ ἡγουμένου σκόρους, εὗρεν ἐκεῖμετάφρασιν τοῦ περὶ Παρθενίας λόγου τοῦ Ἀγ. Βασιλείου. Ἀνοίξας τὸ βιβλίον τοῦτο, ἐν ὢ ἤλπιζε να εὔρη νέας ἀφορμάς, ἵνα δοξάσῃ τὸν Ὕψιστον ὅτι ἀπεκόπη αὐτὼ πᾶν μέσον ἀπωλείας, ἔπεσε κατὰ κακὴν τοῦ τύχην εἰς τὸ χωρίον ἐκεῖνο, ὅπου ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Καισαρείας συμβουλεύει τάς σεμνὰς παρθένους ἄρρενα σώματα κἀν εὐνούχων ἡ φυλάττεσθαι, διότι καθὼς ὁ βοῦς, τοῦ ὁποίου ἀπεκόπησαν τὰ κέρατα, διαμένει οὐχ ἧττον ἐκ φύσεως κερατιστὴς καὶ πλήττει ὅσους ἀπαντᾷ διὰ τοῦ μέρους ἐκείνου τῆς κεφαλῆς, ὅπου τὰκέρατα ὑπῆρχον πρίν, οὕτω καὶ οἱ ἀποτετμημένοι, φλεγόμενοι ὑπὸ ἐκτόπου μανίας δύνανται ἀκόμη...
Αφού επί ημίσειαν περίπου ώραν εβάδιζεν ούτω, έφθασε τέλος εις το νεκροταφείον σκιαζόμενον υπό κυπαρίσσων και σμιλάκων τοσούτω πυκνών, ώστε ούτε του ανέμου η πνοή ούτε του ηλίου αι ακτίνες ηδύναντο να εισδύσωσιν εις το σκυθρωπόν εκείνο εστιατόριον των σκωλήκων.
Ἀλλ' ἐνταύθα παραπέμπω τὸν ἀναγνώστην εἰς τὴν πραγματείαν τοῦ ἁγίου, ἵνα εὕρῃ τὸ τέλος τῆς φράσεως. Κατὰ τοὺς κριτικοὺς ἐπὶ ἀσπίδος φαίνεται γραφεῖσα τοῦ Τάσσου ἡ Ἱερουσαλήμ, τοῦ δὲ Ἀγ. Βασιλείου ἡπαρθενικὴπραγματεία ἐπὶ τοῦ στήθους καλῇς τινος παρθένου φαίνεταί μοι γεγραμμένη.
Ο Φρουμέντιος είχε δέσει τον όνον του εις κλάδον δένδρου, επισκιάζοντος το μνήμα της Αγ. Βόμμας, επί του οποίου εκάθητο ανυψών εις την άκραν βακτηρίας κεράτινον φανάριον, ίνα χρησιμεύση ως φάρος εις την φιλτάτην του· άμα δε είδε την Ιωάνναν προβαίνουσαν μετά δειλίας μεταξύ των τάφων, ώρμησε προς αυτήν ως καπουκίνος προς χοιρομήριον κατά το τέλος της Τεσσαρακοστής. Αλλ’ ο τόπος δεν ήτο κατάλληλος διά τοιαύτας φιλοφρονήσεις· διό κρεμάσας το φανάριον εις το τράχηλον του όνου και επί των νώτων αυτού αναβάς μετά της Ιωάννας, έσπευσε ν’ απομακρυνθή των νεκρωσίμων εκείνων σκιών.
Τὸ ἀνάγνωσμα ἐκεῖνο κατεθορύβησε τὸν ἀπὸ τοσούτων ἐτῶν ἠσυχάσαντα καλόγηρον. Οἱ ὄφεις, οἱ δράκοντες, οἱ λύκοι, οἱ πάνθηρες καὶ τ' ἄλλα ζῷα, δι' ὧν εἰκονίζουσιν οἱ θεολόγοι τὰ πάθη, ἐξύπνησαν ἀθρόα καὶ ἤρξαντο να ὠρύωνται καὶ να δάκνωσι τὴν οὐρὰ τῶν εἰς τοὺς μυχοὺς τῆς καρδίας τοῦ, ἥτις κατέστη καὶ πάλιν ἀκοίμητον θηριοτροφεῖον. Ὁ Ἀρχιμήδης βεβακχευμένος ὑπὸ τῆς χαρᾶς ἔκραζεν «Εὕρηκα!» μετὰ τοῦ προβλήματος τὴν λύσιν, ὁ ὲ μοναχὸς περιέτρεχεν τάς στοὰς τοῦ μοναστηρίου κράζων «Δύναμαι!» μεγάλη τῇ φωνῇ.
Το δυστυχές ζώον κύπτον υπό διπλούν φορτίον, αλλά και υπό τεσσάρων πτερνών ενθαρρυνόμενον, έκλινε τα μακρά του ώτα και ήρξατο να τρέχη, εκπέμπον εν είδει διαμαρτυρήσεως ογκηθμούς τοσούτω ηχηρούς, ώστε (κατ’ αξιόπιστον αγιογράφον) πολλαί των κεκοιμημένων παρθένων, νομίσασαι ότι ήχησεν η σάλπιγξ της Κρίσεως, εξήγαγον τας φαλακράς κεφαλάς εκ των μνημείων.
Ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης κατελήφθη ὑπὸ παραδόξου μονομανίας, ἢν οὔτε ἡμάστιξ οὔτε ἡ ξηροφαγία οὔτε ἡ ψυχρολουσία οὔτε ἅλλῃ τὶς τοῦ καλογηρικοὺ φαρμακείου συνταγὴ ἠδυνήθη να θεραπεύσῃ. Ὅλος ἔνθους ὑπὸ τῆς θεοφορήτου εὐγλωττίας τοῦ θείου Βασιλείου ἐκράτει νυχθήμερον τὴν βίβλον εἰς τάς ἀγκάλας, ὡς νέα μήτηρ τὸ πρωτότοκον τέκνον, καὶ ὅτε μὲν ἠσπάζετο, ὅτε δὲ ἀντέγραφεν ἣ ἀπεστήθιζε τάς ἱερὰς ἐκείνας σελίδας· ὁσάκις δὲ ἔβλεπε γυναῖκα, ἔτρεχε πρὸς αὐτὴν ὡς διψαλέα ἔλαφος πρὸς τὴν πηγὴν τῆς ἐρήμου, ἵνα λάβῃ πεῖραν τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου. Ἀλλ' αἱ ξανθαὶ κόραι τῆς Σαξωνίας ἀπέφευγον αὐτόν, καίτοι ἀποτετμημένον, κατὰ τάς φρονίμους συμβουλὰς τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας· νομίζω δὲ ὅτι καὶ ἄνευ τούτων ὀλίγαι ἐξ αὐτῶν, γνωρίζουσαι τάς ἐλλείψεις τοῦ ἤθελον τὸν περιμένει.
Η Ιωάννα έχουσα ζώνην τους βραχίονας και στήριγμα τα στήθη του καλού Φρουμεντίου, ανέπνεε μετ’ απεριγράπτου αγαλλιάσεως τον αέρα των αγρών. Το νέον ζεύγος υπερβάν το δάσος έτρεχεν ήδη επί ανοικτού πεδίου φυτευμένου διά κριθής ή κυάμων. Ανατείλαντος δε μετ’ ου πολύ του ηλίου, ο νέος μοναχός, ίνα προφυλάξη την σύντροφόν του από των θερινών ακτίνων, ηνάγκασε διά θαυματουργού επικλήσεως μεγάλον τινά αετόν να απλώση τας πτέρυγας υπεράνω της κεφαλής της, παρακολουθών εν τη πτήσει του το βήμα του όνου.
Τοιοῦτος ἦτο ὁμέλλων να κόψῃ τὸ χρυσοῦν νῆμα, δι' οὐ ἡ εὔνους Μοῖρα συνέρραπτε τῶν δύο ἐραστῶν τάς ἡμέρας, καθιστώσα τὸν βίον αὐτῶν κομβολόγιον στιλπνὼν καὶ ἀμώμων μαργαριτῶν. Κατὰ πᾶσαν νύκτα συνήρχοντο ὁ Φρουμέντιος καὶ ἡ Ἰωάννα εἰς σπήλαιόν τι ἐγγὺς τοῦμοναστηρίου, ἱερὸν τὸ πάλαι τῷ Πριάπω. Ὁ θεὸς ἐκεῖνος ἐλατρεύετο ἀκόμη ἐν Γερμανία ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀγ. Βίτου, αἱ δὲτελεταὶ αὐτοῦ δεν εἶχον μεταβληθῇ. Τὰ χείλη τῶν χριστιανῶν γυναικὼν ἐξηκολούθουν ζητοῦντα παρ' αὐτοῦ ὅ,τι ἐζήτουν καὶ αἱ ἄσεμνοι εἰδωλολάτριδες, ἡδονὰς ἣ εὐτεκνίαν, ὁ δὲ καλὸς Ἅγιος σπανίως ἐκώφευεν εἰς τάς τοιαύτας δεήσεις. Ἀλλὰ τὰ ἀγάλματα αὐτοῦ ἀνιδρύοντο συνήθως ὑπὸ τὴν σκιὰν ἀνδρικοῦ μοναστηρίου· καὶ τοῦτο, ὡς λέγουσί τινες κακόγλωσσοι ἱστορικοί, καθιστᾲ βεβαίαν τῶν προσκυνητριὼν τὴν ἐπιτυχίαν.
 
Εἰς τὸ βάθος τοῦ ἱεροῦ τούτου σπηλαίου, ὄπισθεν τοῦ ξυλίνου ἀγάλματος τοῦ ἁγίου, εἶχε πλέξει τὸ νέον ζεῦγος τὴν φωλεὰν τοῦ, δι' εὐόσμων φύλλων κυτίσου, δερμάτων ἀλωπέκος καὶ ἁπαλῶν ὑφασμάτων τῆς Ἀνατολῆς, ἀνατεθέντων ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν δεσποινῶν τῆς Σαξωνίας· ὑπεράνω δὲ τῆς κοιτίδος αὐτῶν ἐκρέμαντο στιλπνοὶσταλακτίται, γλῶσσαι καπνισταί, ξηροὶ ἰχθύες, ἀσκοῖ γενναίου οἴνου τῆς Μοσέλλης καὶ ἄλλα ἐδώδιμα, εἰς τὰ ὁποῖα κατέφευγον οἱ νεανίσκοι, ὁσάκις ἀπηύδων ψάλλοντες τροπάρια εἰς τιμὴν τοῦ Ἀγ. Βίτου· καθότι ἡ πρὸς τὸν ἅγιον τοῦτον εὐβλάβεια, ὡς καὶ ἡ τῆς Ἀφροδίτης, ψυχραίνεται ἄνευ τῶν δώρων τῆς Δήμητρος καὶ τοῦ Βάκχου.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τοιαύτα θαύματα κατώρθουν οι τότε χριστιανοί, των οποίων η καρδία ήτο απλή, η πίστις ακμαία και αι προσευχαί παντοδύναμοι παρά τη Παναγία, ενώ σήμερον οι πολυμαθείς, αλλ’ ολιγόπιστοι σοφοί του αιώνος, οι κρατούντες διαβήτην και μικροσκόπιον αντί σταυρού και κομβολογίου, γνωρίζουσι μεν πόσα πτερά έχει η ουρά εκάστου πτηνού και πόσους σπόρους περικλείει η κάλυξ των ανθέων, αλλ’ ούτε αετούς δύνανται δι’ ενός νεύματος να εξημερώσωσιν ούτε τας ακάνθας να μεταβάλωσιν εις κρίνους δι’ ενός δακρύου· πλην δε τούτου υβρίζονται και υπό του πανοσιωτάτου αββά Γερίνου, όστις ονομάζων αυτούς ειδωλολάτρας, διότι διατηρούσιν εν τω χριστιανικώ ουρανώ τον Ερμήν και την Αφροδίτην14 και αθέους, διότι αλλάσσουσι τα ονόματα των φυτών, ανακράζει ως άλλος Ιερεμίας «Ανάθεμα! Ανάθεμα! και πάλιν ανάθεμα εις την πρόοδον και την επιστήμην».
Ἐκεῖ εὑρίσκοντο ἀποφράδα τινὰ νύκτα οἱ δύο ἐρασταὶ ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀγαθῶν, ἐνῶ ὁ ἀδελφὸς αὐτῶν Κορβίνος, μὴ δυνάμενος πρὸ πολλοῦ να εὔρη ὕπνον, ἐγκαταλείποντα, ὡς οἱ παράσιτοι, τοὺς δυστυχοῦντας, ἐπλανᾶτο ὡς λυκάνθρωπος εἰς τοὺς ἀγροὺς διηγούμενος τὰ βάσανά του εἰς τὴν σελήνην. Ἀλλὰ καὶ αὔτη βαρυνθεῖσα, φαίνεται, τὰ μονότονα παράπονα τοῦ πτωχοῦ ῥασοφόρου ἐκρύβη ὄπισθεν μαύρων νεφελῶν καὶ μετ' ὀλίγον πυκναὶ σταγόνες βροχῆς ἠνάγκασαν τὸν λάτριν τοῦ μεγάλου Βασιλείου να ζητήσῃ ἄσυλον εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Ἀγ. Βίτου.
Μετά τετράωρον δρόμον εσταμάτησαν οι δραπέται, ίνα αναπαυθώσι πλησίον μικράς τινος λίμνης, παρά το χείλος της οποίας υψούτο προτού γιγαντιαίον άγαλμα του Ιρμινσούλ. Το είδωλον τούτο είχε κρημνίσει ο Άγ. Βονιφάτιος δι’ ενός φυσήματος εις το βάθος της λίμνης· αλλ’ οι αρχαίοι αυτού λάτραι, καίτοι γενόμενοι χριστιανοί, διετήρουν εις τους μυχούς της καρδίας λείψανα τινά αφοσιώσεως προς τον αποπνιγέντα αυτών προστάτην, εις ον εξηκολούθουν να προσφέρωσι δώρα, ρίπτοντες κατ’ έτος εις το ύδωρ πλακούντας, λαμπάδας, μελόπητας και τυρία προς μεγίστην χαράν των ιχθύων, οίτινες διά των προσφορών εκείνων είχον γίνει παχείς ως οι ιερείς της Ρέας ή της εν Λορέτω Παναγίας.
Ἡ λεπτὴ ἄμμος, δι' ἧς ἦτο ἐστρωμένον τὸ ἔδαφος τοῦ σπηλαίου, ἵνα μὴπληγόνωνται οἱ ἁπαλοὶ πόδες τῶν προσκυνητριών, αἵτινες μόνον ἀνυπόδητοι ἠδύναντο να εἰσέλθωσιν ἐκεῖ, ἀπέκρυψε τῶν βημάτων τοῦ τὸν ἦχον, ὥστε προυχώρησεν ἀπαρατήρητος μέχρι τοῦ κοιλώματος, ὅπου οἱ δύο ἐρασταὶ ἀνεπαύοντο εἰς τάς ἀγκάλας ἀλλήλων καὶ τοῦΜορφέως. Ὁ κοιτὼν ἐφωτίζετο ὑπὸλυχνίας καιούσης πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ χριστιανισθέντος Πριάπου, ἡ δὲ Ἰωάννα, ἡμίγυμνος ὡς θεᾷ τοῦ Ὀλύμπου καὶ ὡραία ὡς ἐκεῖναι παριστᾲ εἰκόνα τοσούτω θελκτικήν, ὥστε πρὸ αὐτῆς καὶ ὁ Ἄγ. Ἀμοὺν ἤθελε λησμονήσει τοὺς ὅρκους τοῦ καὶ ὁ Ὠριγένης τὴν συμφορὰν τοῦ καὶ αὐτός, νομίζω, ὁ Θεμιστοκλῆς τὸ τρόπαιον τοῦ Μιλτιάδου. Ὁ δὲ Πάτερ Κορβίνος, λησμονήσας κακεῖνος τὸν ἐκεῖπαρακείμενον Φρουμέντιον, ὥρμησε να ὑποβάλῃ εἰς τὴν βάσανον τῆς πείρας τὰφυσιολογικὰθεωρήματα τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας.
 
Ἀλλ' ὁ Ἄγ. Βίτος ἐπροστάτευε τὸν ὕπνον τῶν ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ἀναπαυομένων ἐραστῶν· οὐδ' ἠδύνατο ν' ἀνεχθὴ να μιανθῶσι τὰ μυστήριά του ὑπὸ χαμερποῦς εὐνούχου. Ὅτε δὲ εἶδεν αὐτὸν ἐπιβάλλοντα αὐθάδη χεῖρα ἐπὶ τῆς κοιμωμένης δούλης τοῦ, αἱ παρειαὶ αὐτοῦ ἠρυθρίασαν ὑπὸ τῆς ὀργῆς, ὡς αἱ τῆς ἐν Λωρέτω Παναγίας, ὁσάκις ἀσπάζονται αὐτὴν ἀσεβῆ χείλη, ἡ κεφαλὴ τοῦ ἐσείσθη ἀπειλητικὼς καὶ τὸ ἔλαιον τῆς λυχνίας ἀνέβρασε μεθ' ὁρμῆς.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο Φρουμέντιος καταγόμενος μητρόθεν εκ των ηρωικών συναγωνιστών του Βιτικίνδου, ήτο δεισιδαίμων ως γνήσιον τέκνον της Σαξωνίας, η δε Ιωάννα καίτοι δεινή θεολόγος συνεμερίζετο ως ο Σωκράτης τας προλήψεις των συγχρόνων. Οι πλείστοι χριστιανοί της εποχής εκείνης, αμφιρρέποντες εισέτι μεταξύ του Χριστού και των ειδώλων, ωμοίαζον την εν Χίω ευλαβή εκείνην γραίαν, ήτις καθ’ εκάστην ανήπτε κηρίον προ της εικόνος του Αγίου Γεωργίου και έτερον προ της του Διαβόλου, λέγουσα ότι καλόν είναι να έχη τις φίλους πανταχού.
Σταγὼν τοῦ ζέοντος τούτου ἐλαίου ἐξύπνισε τὸν Φρουμέντιον, ἐπὶ τῆς παρειᾶς τοῦ καταπεσοῦσα· αὐτὸς δὲ ἐγερθεὶς εἶδε τὴν σύντροφόν του ἠμικοιμωμένην ἔτι καὶ παλαίουσαν κατὰ τοῦ ἐπικειμένου αὐτὴ πατρὸς Κορβίνου ὡς κατὰ κακοῦ ὀνείρου. Ὁ Φρουμέντιος ἦτο ὀξύθυμος, ὡς γνήσιος ἀπόγονος τοῦ Βιτικίνδου καὶ ῥωμαλέος ὡς Γερμανὸς καλόγηρος, εἰθισμένος να μεταχειρίζηται τοὺς γρόνθους ὡς ἐπιχειρήματα κατὰ πᾶσαν συζήτησιν, ἔστω καὶ θεολογικήν. Διό, μὴ χρονοτριβήσας εἰς περιττὰς ἐξηγήσεις, ἐδράξατο τοῦ σχοινίου τῆς ζώνης, τὸ ὁποῖον ἤρξατο να ὑψούται καὶ να καταπίπτῃ ἐπὶ τῶν νώτων τοῦ ἀθλίου Κορβίνου, ὡς ἡ μάστιξ τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τῆς ῥάχεως τῶν ἐμπορευομένων εἰς τὸν Ναόν.
Οι δύο λοιπόν ερασταί, γονυπετήσαντες παρά την όχθην της λίμνης προσέφερον εις τον Ιρμινσούλ τα λείψανα του προγεύματος, τρίχας της κεφαλής και ολίγας τινάς αναμεμειγμένας του αίματος αυτών σταγόνας, καθιστώντας ούτω την ένωσιν αυτών αιωνίαν και αδιάρρηκτον ως την του Δουκός της Ενετίας μετά της θαλάσσης. Μετά δε την τελετήν εξήγαγεν ο Φρουμέντιος εκ του δισακκίου ανδρικήν στολήν καλογήρου, την οποίαν παρεκάλεσε την φίλην του να ενδυθή, ίνα γίνη δεκτή ως νεοφώτιστος εις την Μονήν της Φούλδας.
Ἐν τούτοις ἡ Ἰωάννα ἐγερθεῖσα ἔσπευδε να κρύψῃ ὑπὸ τὸ ῥάσον τὰ αἴτια τῆς ἔριδος, ἐνῶ οἱ δύο καλόγηροι ἐξηκολούθουν γρονθοκοπούμενοι καὶ τὸ αἷμα ἤρχιζε να ῥέῃ, ἀλλ' εὐτυχῶς μόνον ἐκ τῆς μύτης· μετὰ δὲ πεισματώδη πάλην κατώρθωσε τέλος ὁ Κορβίνος να διαφύγῃ κακῶς ἔχων τάς χεῖρας τοῦ παρωργισμένου ἀντιπάλου, ἀφίνων αὐτὼ τὴν κουκούλαν τοῦ ὡς ὁ Ἰωσὴφ τὰ ματία εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ Πετεφρή. Ἀλλ' εἰς τοῦτο μόνον περιορίζεται, νομίζω, ἡ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰακὼβ ὁμοιότης.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; «Ούτω», προσέθηκεν ερυθριών ο νεανίσκος, «θέλομεν κατοικεί ανενοχλήτως εις το αυτό κελλίον, τρώγοντες εις το αυτό πινάκιον και βυθίζοντες τον κάλαμον εις το αυτό μελανοδοχείον, ενώ, αν σ’ εννοήσωσιν ως γυναίκα, θέλουσί σε κλείσει οι προεστώτες μετά των άλλων κατηχουμένων εις τον γυναικώνα, όπου μόνον εκείνοι έχουσι την άδειαν να εισέρχωνται, εγώ δε θέλω αποθάνει εις την φλιάν υπό της απελπισίας».
Οἱ δύο ἐρασταὶ μείναντες μόνοι ἐπὶ τοῦπεδίου τῆς μάχην ἠτένιζον πρὸς ἀλλήλους μετ' ἀδημονίας, βέβαιοι ὄντες ὅτι ὁ ξυλοκοπηθεὶς ἐκεῖνος σάτυρος ἤθελε προδώσει τὰ ἀπόκρυφα τοῦ σπηλαίου τῶν, ὡς διεσάλπισε καὶ ὁ Ἀβοὺ τὰ τῆς Ἑλλάδος, ἵνα ἐκδικήση τὴν παθοῦσαν ῥάχιν τοῦ. Ἔπρεπε λοιπὸν πρὸς ἀποφυγὴν τῆς εἱρκτῆς καὶ τῆς ξηροφαγίας ν' ἀποχαιρετήσωσιν ἀνεπιστρεπτεὶ τὴν φιλόξενον ἐκείνην στέγην, ὅπου τοσαύτας διήγαγον εὐφροσύνους ἡμέρας ἐν ἁγίᾳ ἀναπαύσει καὶ ἀργία ἀπολαύοντες ἀλλήλων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν.
Η Ιωάννα απεποιείτο ως έργον ασεβές την μεταμφίεσιν, αντιτάσσουσα εις του εραστού τας παρακλήσεις το ρητόν της Γραφής «ουκ έσται σκευή ανδρός επί γυναικί, ουδ’ ενδύσεται ανήρ στολήν γυναικείαν», αλλ’ εκείνος επέμενε, και εις το εδάφιον του Δευτερονομίου αντέταττεν την γνώμην του Ωριγένους, καθ’ ον αι γυναίκες θέλουσι μεταμορφωθή εις άνδρας κατά την ημέραν της Κρίσεως. Αποκριθείσης δε της Ιωάννας ότι ο Ωριγένης ήτο αιρετικός και πλην τούτου ευνούχος, ενεθύμισεν αυτή ο νεανίσκος το παράδειγμα της Αγ. Θέκλας, αδελφής του Αποστόλου Παύλου και πλην ταύτης την Αγ. Μαργαρίταν, την Αγ. Ευγενίαν, την Αγ. Ματρώναν και τόσας άλλας αγίας, αίτινες κρύψασαι υπό ανδρικόν ράσον το σώμα αυτών, το λευκόν ως πτέρυγα αγγέλου, απέκτησαν την αγιότητα, συζήσασαι μετά καλογήρων, ως κατακτώσι και οι Τούρκοι τον παράδεισον, ζώντες μεταξύ γυναικών.
Τὰ ἔτη καὶ ἡ τρυφὴ εἶχον μετριάσει τὸ φιλοκίνδυνον τῶν δύο μοναχῶν, οἵτινες μετὰ φρίκης ἀνελογίζοντο τοὺς κόπους καὶ τάς στερήσεις τοῦ πλάνητος βίου, συμμεριζόμενοι τὴν γνώμην τοῦ Ἀγ. Ἀντωνίου, καθ' ὂν τὰ μοναστήρια εἶναι διὰ τοὺς καλογήρους ὡς ἡ θάλασσα διὰ τοὺς ἰχθύας, καὶ ὡς ἐκεῖνοι ἀπόλλυνται ἐξερχόμενοι τοῦ ὕδατος, οὕτω μαραίνονται καὶ οἱ μοναχοὶ ἀφίνοντες τὰ κοινόβια.
Η νεότης, το κάλλος και η περιπάθεια ήσαν επιχειρήματα καθιστώντα ακαταμάχητον την ευγλωττίαν του νέου κατηχητού, ώστε η Ιωάννα καταπατήσασα μετ’ ου πολύ υπό τους μικρούς πόδας της τα τε παραγγέλματα της Γραφής και την γυναικείαν αυτής στολήν, ενεδύθη το ράσον και υπεδέθη τα σανδάλια εκείνα, άτινα έμελλε μετά τινα έτη να τείνη προς ασπασμόν εις τους μεγάλους της γης περί τον θρόνον της γονυπετούντας.
Εἰς τοιαύτας παρεδίδοντο μελαγχολικὰς σκέψεις, ὅτε ὁ κώδων τοῦ ὄρθρου ἐνεθύμισεν αὐτοῖς τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον. Ἡ νῦξ ἦτο σκοτεινὴ καὶ οἱ σταύλοι ἐγγύς, ἐν αὐτοῖς δὲ ἔζη ἀκόμη ὁ καλὸς ἐκεῖνος ὄνος, ὅστις πρὸ ἑπτὰ ἐτῶν εἶχε μετακομίσει εἰς Φούλδαν τὴν Ἰωάνναν. Ὁ πατριάρχης οὗτος τῆς καλογηρικὴς φάτνης, κατάλευκος ἤδη ὑπὸ τοῦ γήρατος, ἀνεπαύετο περικυκλούμενος ὑπὸ τῶν ἀπογόνων τοῦ καὶ ὑπὸ δεμάτων τριφυλλίου. Τοῦτον λύσαντες οἱ δραπέται καὶ περιτυλίξαντες πρὸς ἀποφυγὴν θορύβου τὰπέταλά του διὰστυπίου, ὡς οἱ πειραταὶ τάς κώπας τῶν ἀκατίων τῶν, ἐξῆλθον τῶν τειχῶν τῆς μακαρίας ἐκείνης μονῆς, τρέμοντες μὴ ὁ σύντροφος αὐτῶν ἐξυπνίση διὰ τῆς φωνῆς τοῦ τοὺς ζῶντας, ὡς ἐξήγειρε πρὸ ἐπταετίας τοὺς νεκροὺς ἐκ τῶν μνημείων.
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αφού ετελείωσεν η μεταμόρφωσις, ωδήγησεν αυτήν ο Φρουμέντιος εις το χείλος της λίμνης, ίνα κατοπτρισθή. Ουδέποτε είχε σφίγξει σχοινίον την οσφύν ωραιοτέρου καλογήρου, το δε πρόσωπον της ηρωίδος μας έλαμπεν υπό το μοναχικόν κουκούλιον ως μαργαρίτης εντός του οστράκου. Ο Φρουμέντιος δεν ηδύνατο να κορεσθή θαυμάζων τον αδελφόν του Ιωάννην, προ του οποίου γονυπετήσας ως εν εκστάσει ήρξατο να ανυμνή την καλλονήν αυτού διά τινος των μυστικοανατομικών εκείνων ύμνων, δι’ ων οι καλόγηροι του μεσαιώνος εξεθείαζον ανά εν τα μέλη της Παναγίας, τας τρίχας, τας παρειάς, τους μαστούς, την γαστέρα, τας κνήμας και τους πόδας, ως οι ιπποκάπηλοι τα κάλλη των ίππων των και ο κύριος Π. Σούτζος τα των ηρωίδων του.
1. O Ἄγ. Μαρτίνος καὶ ἡ Ἁγία Λιουτβίργη.
Μετά το τέλος της λιτανείας ιππεύσαν και πάλιν το νέον ζεύγος διηύθυνε τα βήματα του υποζυγίου προς το μοναστήριον της Φούλδας, όπου έμελλεν η Ιωάννα να καταταχθή εν τη ποίμνη του Αγ. Βενεδίκτου. Δώδεκα όλας ημέρας εδαπάνησαν οι δραπέται, ίνα διατρέξωσι τας μεταξύ Μοσβάχης και Φούλδας τριάκοντα λεύγας, αναπαυόμενοι όπου εύρισκον σκιάν, λουόμενοι εις πάντα ρύακα και το όνομα αυτών εγχαράσσοντες εις τα δένδρα, άτινα εσκίαζον τας ηδονάς των.
2. Ξενοδόχος.
Η θερμότης του ηλίου, της νεότητος, του έρωτος και προ πάντων η εκ της ιππασίας καθίστα αναγκαίους τους συχνούς εκείνους σταθμούς. Άλλως δε ο Φρουμέντιος, γνωρίζων ακριβώς την αγιογραφίαν των τόπων εκείνων, εύρισκε πάντοτε ευσεβή τινα πρόφασιν, οσάκις επεθύμει να πεζεύσωσιν οτέ μεν, ίνα προσευχηθώσι προ του δένδρου, όπου η Αγ. Θέκλα εθεράπευσε τον τυφλόν, ραντίσασα τους εσβεσμένους οφθαλμούς του διά τινων σταγόνων γάλακτος εκ των παρθενικών αυτής μαστών, οτέ δε, ίνα φιλήσωσι το χώμα, όπου έρρευσε το αίμα του Αγ. Βονιφατίου και εξ εκάστης σταγόνος εβλάστησεν ως εκ του Αδώνιδος μία ανεμώνη.
3. Εὐριπίδ. Ὀρέστης. στίχ. 26.
Η Ιωάννα συγκατέβαινε μειδιώσα εις του εραστού τας αιτήσεις, οι δε ποιμένες και γεωργοί εθαύμαζον το κάλλος και την ευσέβειαν των δύο κουκουλοφόρων νεανίσκων, σπεύδοντες οσάκις απήντων αυτούς να αφαιρέσωσι τους τριγώνους πίλους και αμιλλώμενοι τις πρώτος να ασπαθή τας χείρας των ή να προσφέρη αυτοίς άρτον, μυζήθραν, ζύθον και οπώρας. Άλλοτε πάλιν απήντων ημιγύμνους Σκλαβηνούς, οίτινες διητώντο ως οι κάλαμοι παρά τας όχθας των ρυάκων, απαιτούντες φόρον διαβάσεως παρά των οδοιπόρων και ρίπτοντες εις το ύδωρ τους δυστροπούντας. Αλλά τούτους απεμάκρυνεν ο Φρουμέντιος διά τροπαρίου τινός εις τον Άγ. Μιχαήλ, όπερ έτρεπεν αμέσως εις φυγήν τους αμφιβίους εκείνους ληστάς, ως η φωνή του χοίρου τον ελέφαντα.
4. Τὸ στερέωμα ἐνομίζετο τότε κρυστάλλινον.
 
5. Τὸν Σαικσπῆρον.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Πρωίαν δε τινά, ενώ υπό την σκιάν γηραιάς δρυός ανεπαύετο το χαριτωμένον ζεύγος επί των ερωτικών δαφνών του ή μάλλον επί τριφυλλίων (διότι αι δάφναι εις Γερμανίαν δεν βλαστάνουσιν ειμή μόνον επί της κεφαλής των ηρώων) προσήλθον δύο γυναίκες, δεδεμένον έχουσαι τον πόδα δι’ ελαφράς αλύσου, εψιμυθιωμένας τας παρειάς και μόνον ένδυμα την λυτήν κόμην των. Αύται ήσαν αμαρτωλαί, κανονισθείσαι υπό του πνευματικού να υπάγωσι γυμναί και αλυσόδετοι εις προσκύνησιν του τάφου του Αγ. Μαρκελλίνου, ίνα εξαγοράσωσι τας αμαρτίας.
6. Δάντου Κόλασις, ᾆσμα Ε΄.
Αι ευσεβείς αύται αποδημίαι εγίνοντο συνήθως περί τα τέλη του έαρος ή τας αρχάς του θέρους, ότε η θερμοκρασία επέτρεπε την παραδείσιον εκείνην στολήν. Αι πλείσται των Μαγδαληνών τούτων γνωρίζουσαι ότι η πρόσψαυσις των ιερών λειψάνων έμελλε μετ’ ολίγον να αποπλύνη απ’ αυτών πάσαν κηλίδα, ουδόλως συνεστέλλοντο να πολλαπλασιάζωσι καθ’ οδόν τας αμαρτίας, ζητούσαι φιλοξενίαν παρά των χωρικών και ελέη παρά των οδοιπόρων και αμφοτέρους ανταμείβουσαι διά του νομίσματος εκείνου, δι’ ου επλήρωσε τον ναύλον της η Αγ. Μαρία η Αιγυπτία· η δε αδάμειος αυτών ενδυμασία καθίστα συνεχείς και προχείρους τας τοιαύτας συναλλαγάς.
7. Δίδετε μέθην τοῖς ἐν λύπαις καὶ οἶνον πίνειν τοῖς ἐν ὀδύναις.
Αι δύο λοιπόν προσκυνήτριαι, μη δυνάμεναι να μαντεύσωσιν τι υπό το ράσον της Ιωάννας υπεκρύπτετο, επλησίασαν επικαλούμεναι ολίγα τινά δηνάρια, αντί των οποίων υπέσχοντο ν’ ανοίξωσιν εις τους δύο νεανίσκους τας πύλας του ουρανού εις τον μέλλοντα και τας αγκάλας των εις τον παρόντα βίον.
8. Ἁγνός, Agnus castus.
Ο Φρουμέντιος, έχων προ εαυτού την Ιωάνναν θώρακα ασφαλή κατά παντός πειρασμού, απώθησε διά του σχοινίου της ζώνης του τας αναιδείς προτάσεις των λυσιζώνων εκείνων σειρήνων, αφ’ ων απεμακρύνθη σφίγγων την φίλην του εις τας αγκάλας, ως οι ασκηταί τον Σταυρόν, οσάκις επειράζοντο υπό του δαίμονος της σαρκός. Αλλ’ οι μεν άγιοι εκείνοι ερημίται, ενώ απέστρεφον μετά τρόμου τον ένα οφθαλμόν από του δαίμονος, προσήλουν τον άλλον εις αυτόν μετ’ επιθυμίας άμα και φρίκης, ως νήστις Ιουδαίος εις χοιρομήριον, ο δε Φρουμέντιος, όστις ως γνήσιον τέκνον της Δύσεως μετεχειρίζετο την απόλαυσιν ως αντιφάρμακον κατά της επιθυμίας, απέστρεφεν άνευ κόπου αμφοτέρους τους οφθαλμούς.
9. Ψαλμὸς ΜΑ΄, ἐδ. 2.
Οι ημέτεροι άγιοι αγρυπνούντες, μαστιγούμενοι και νηστεύοντες, μέχρις ου το στόμα των επληρούτο σκωλήκων, μόλις κατώρθουν να καταστείλωσι τους ωρυγμούς της σαρκός, παλαίοντες νυχθημερόν κατά διαβόλων ενδεδυμένων μορφήν γυναικείαν και αυτάς τας όρνιθας και τας αίγας απομακρύνοντες των ασκητηρίων, ως επικινδύνους εις την δυσβάστακτον σωφροσύνην των, ενώ οι Φράγκοι, αφού διά μικράς τινός θυσίας καθησύχαζον τον έξαρχον της ασελγείας, ηδύναντο έπειτα εν ησυχία και γαλήνη ψυχής να φροντίσωσι περί της σωτηρίας των, μη αναγκαζόμενοι να διακόπτωσιν ανά πάσαν στιγμήν τας προσευχάς των, ίνα εκδιώξωσιν, ως ο Άγιος Αντώνιος, τον πειρασμόν διά ψυχρολουσίας. Κατά τον σοφόν Αρχιγένην η εγκράτεια είναι το σφοδρότερον των αφροδισίων φαρμάκων· καλώς λοιπόν έπραττον οι Φράγκοι εξορίζοντες τα τοιαύτα φάρμακα εκ των μοναστηρίων.
10. Ἱερεμίου Κεφ. Θ΄, ἐδ. 18.
 
11. Ψαλμὸς ΟΘ΄, ἐδ. 6.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Ο ήλιος φωτίσας την μακροτέραν του έτους ημέραν είχε δύσει προ πολλού, ότε οι δύο οδοιπόροι, υπερβάντες τα περιφράσσοντα την μονήν της Φούλδας εσβεσμένα ηφαίστεια, επάτησαν τέλος πάντων τας μοναστηριακάς γαίας. Η νυξ ήτο ασέληνος και γλυκεία, και μόνοι οι αστέρες εκατοπτρίζοντο εις το ρεύμα της Φούλδας· αλλ’ εφ’ όσον επλησίαζον οι νεανίσκοι προς την μονήν, διέκρινον μεταξύ των δένδρων ερύθημα ωσεί μεγάλης τινός πυρκαϊάς. Αλώπεκες, έλαφοι και αγριόχοιροι γιγαντιαίοι έφευγον πέριξ αυτών μετά τρόμου, τα δε νυκτερινά πτηνά ανεζήτουν το σκότος της φωλεάς ατάκτως υπεράνω της κεφαλής των πτερυγίζοντα. Η Ιωάννα συνεσφίγγετο τρέμουσα εις τα στήθη του συντρόφου της, και αυτός δε ο όνος έτεινεν ανησύχως τα ώτα, προχωρών μετά περισκέψεως και δειλίας ως στρατιώτης του πάπα εις το πυρ των μαχών. Στήλαι πυρός, νέφη καπνού, ήχος κωδώνων και ασμάτων, αναθυμιάσεις λιβάνου και μαγειρείου προσέβαλον μετ’ ου πολύ τους οφθαλμούς, τα ώτα και την ρίνα της ημετέρας ηρωίδος, ης το θάμβος και ο τρόμος ηύξανον ανά παν βήμα, ουδ’ ίσχυε να καθησυχάση αυτήν η ευθυμία του Φρουμεντίου, όστις εις τας συχνάς αυτής ερωτήσεις απεκρίνετο διά καγχασμών και φιλημάτων.
12. Ἠσαΐου Κεφ. ΚΘ΄, ἐδ. 8.
Ημείς δε μη δυνάμενοι να δώσωμεν την αυτήν απάντησιν, καλή αναγνώστρια, θέλομεν σε πληροφορήσει ότι η ημέρα ή μάλλον η νυξ εκείνη ήτο η εικοστή τετάρτη Ιουνίου, καθ’ ην προ οκτακοσίων ετών η κεφαλή του Αγ. Ιωάννου προσεφέρετο ως αμοιβή της ορχήσεως εις την θυγατέρα της Ηρωδιάδος, όπως σήμερον ανθοδέσμη εις την Έσλερ ή την Ταλιόνην. Τα οστά του Αγίου εκταφέντα υπό του Αγ. Αθανασίου περιήλθον κατά την τότε συνήθειαν την οικουμένην άπασαν θαυματουργούντα, η δε κεφαλή είχε μετακομισθή υπό τινος Γάλλου καλογήρου εξ Αλεξανδρείας εις Γαλλίαν· καθότι οι Φράγκοι του μεσαιώνος ήρπαζον από των εκκλησιών της Ανατολής τα λείψανα των αγίων, ως οι απόγονοι αυτών τα συντρίμματα της αρχαίας τέχνης. Δάκτυλος του Αγ. Σεργίου ή κνήμη της Αγ. Φεβρωνίας επωλούντο τότε πολύ ακριβότερα ή σήμερον κεφαλή του Ερμού ή βραχίων της Αφροδίτης· του δε Αγ. Ιωάννου το κρανίον κατατεθέν εν τη μονή του Αγ. Αγγελή εχρησίμευεν τοις κατοίκοις προς θεραπείαν του πυρετού, ως σήμερον η κινίνη.
13. Ἆσμα ἀσμ. Κεφ. Ἅ΄, ἐδ. 5.
 
14. Τοὺς πλανήτας δηλ.
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Η φήμη της θαυματουργού εκείνης κεφαλής εξηπλώθη βαθμηδόν καθ’ άπασαν την Δύσιν, κατ’ έτος δε ανήπτοντο πανταχού εις τιμήν του Αγίου πολυάριθμοι πυραί, περί τας οποίας ευωχούντο και εχόρευον οι πιστοί, ως οι πρόγονοι αυτών περί τους πυρσούς των Παληλίων. Η θεά Πάλης είχε λησμονηθή προ πολλού, αλλ’ οι αρχαίοι αυτής λάτραι εξηκολούθουν αγαπώντες τον οίνον, τον χορόν και τας ευθύμους αγρυπνίας, και εν ελλείψει θεών προσέφερον εις τους μακροπώγωνας και μικροχίτωνας Αγίους του χριστιανικού παραδείσου την χαρμόσυνον λατρείαν των γυμνών και αγενείων κατοίκων του Ολύμπου.
15. Baron Born.
Η πανήγυρις ευρίσκετο εις την ακμήν, ότε εισήλθον οι δύο οδοιπόροι εις την αυλήν του μοναστηρίου. Οι μεν των μοναχών προσέθετον δέσμας αχύρων και κενωθέντα βαρέλια εις την πυράν, οι δε ανυψούντες τα κράσπεδα των ράσων επήδων υπεράνω της ιεράς φλογός, καταφεύγοντες εις λάκκον πλήρη ύδατος, οσάκις έδακνε το πυρ τας γυμνάς κνήμας των· έτεροι ωρχούντο περί τας πυράς, ως ο Δαυίδ περί την Κιβωτόν, ή κατακείμενοι επί της χλόης εβύθιζον τας περόνας εις τας χύτρας και τα ποτήρια εις τους πίθους· άλλοι πάλιν κρατούντες φλέγοντα δαυλόν έτρεχον περί τον κήπον αναζητούντες ιεράκιον προς φυγάδευσιν των δαιμόνων ή τετράφυλλον τριφύλλιον, το οποίον καθίστα τα καταχθόνια πνεύματα υποτελή τω ανευρίσκοντι τοιούτον φυτόν κατά την νύκτα εκείνην.
16. Ἴδε Οἰκονόμου Ἐπίκρισιν κατὰ Βάμβα, σ. 146.
Οι εύθυμοι μοναχοί υπεδέχθησαν μετά κραυγών χαράς τον επιστρέφοντα αδελφόν και την Ιωάνναν, ην παρουσιάσεν αυτοίς ως ορφανόν συγγενή του υποτελή του Δουκός Ανσιγίζου, ευρίσκοντα βαρείαν την άλυσιν του δούλου και επιθυμούντα να ανταλλάξη αυτήν αντί καλογηρικού σχοινίου. «Dignus, Dignus est intrari in nostro Sancto Corpori!» απεκρίθησαν ομοφώνως οι Βενεδικτίνοι, συμπαρασύροντες την νεοφώτιστον εις τας ταχείας περιδινήσεις του κυκλείου χορού, όστις περιεστρέφετο ως πολύκρικος όφις περί την υψηλοτέραν των πυρών.
17. Corvus, ἐξ οὐ τὸCorvinus, σημαίνει λατινιστὶ κόραξ.
Η Ιωάννα άμα εισελθούσα εις το μοναστήριον εδιδάσκετο να χορεύη. Αλλά κατά τον καιρόν εκείνον ο χορός, ον απαγορεύουσι σήμερον οι πνευματικοί ως εφεύρεσιν του Σατανά, ουδέν είχε το ασεβές ή αντίθρησκον, αλλ’ ήτο απλώς προσευχή γινομένη διά των ποδών ως οι ψαλμοί διά των χειλέων, αμφότεροι δε εφευρέθησαν υπό του προφητάνακτος Δαυίδ, ώστε συγγενεύουσιν ως γνήσια τέκνα του αυτού πατρός.
 
Οι αστέρες ωχρίων εις τον ουρανόν και αι πυραί εσβήνοντο επί της γης, ότε ο κώδων ηνάγκασε τους οινοβαρείς και νυστάζοντας συμπότας ν’ αφήσωσι τον χορόν ή τον πίθον, ίνα δράμωσιν εις τον όρθρον. Την πρωίαν εκείνην, ως συνέβαινε πάντοτε την επιούσαν εορτής, βαρύηχοι ρογχασμοί αντήχησαν αντί ύμνων υπό τους θόλους της εκκλησίας, και εκ τούτου, λέγουσι, παρέμεινεν εις τους καλογήρους η συνήθεια του να ψάλλωσι και έξυπνοι όντες διά των μυκτήρων. Η συνήθεια αύτη, εξορισθείσα των εκκλησιών της Δύσεως μετά της εορτής του Όνου και των άλλων γοτθικών λειψάνων του μεσαιώνος, κατέφυγε παρ’ ημίν, όπου διατηρείται ακέραιος και ακμαία, καθιστώσα καθ’ ημέραν ερημοτέρους τους ναούς, ψυχροτέραν την ευλάβειαν και ελαφρότερα τα ελέη των ορθοδόξων.
Αι θρησκείαι ομοιάζουσι τας γυναίκας. Αμφότεραι ενόσω ήναι νέαι ούτε καλλωπισμών χρήζουσιν ούτε ψιμυθίου, ίνα περικυκλώνται υπό λατρευτών προσκλινών, ετοίμων και την ζωήν υπέρ αυτών να θυσιάσωσιν, ως οι πρώτοι χριστιανοί και οι ερασταί της Ασπασίας· αλλ’ άμα γηράσωσιν ανάγκη να καταφύγωσιν εις το φύκος και τα κοσμήματα, ίνα επ’ ολίγον ακόμη διατηρήσωσι τους αραιουμένους θιασώτας.
Η μεν Pωμαϊκή Εκκλησία εννοήσασα τούτο, ευθύς άμα είδε ψυχραινόμενον τον ζήλον των πιστών, κατέφυγεν εις τους ζωγράφους και τους γλύπτας, ως η Ήρα εις τον κεστόν της Αφροδίτης, ίνα καλύψη τας ρυτίδας και ενδύση την γυμνότητά της, η δε ανατολική καίτοι πρεσβυτέρα της αδελφής της είτε εκ πενίας είτε εξ υπερηφανείας επέμεινε θέλουσα να ελκύη τους πιστούς δι’ ερρίνων ασμάτων και συνωφρυωμένων εικόνων. Η ευλάβεια εξέλιπεν προ πολλού εκ της οικουμένης, αλλ’ αι εικόνες του Ραφαήλου και η φωνή των Λακορδαίρων ή των ευνούχων του πάπα ελκύουσιν ακόμη προσκυνητάς υπό τους θόλους του Αγ. Πέτρου και του Πανθέου, ενώ ημείς άπαξ μόνον του έτους πορευόμεθα φράσσοντες τα ώτα εις την εκκλησίαν.
 
Άμα ετελείωσεν ο όρθρος, έσπευσεν ο Φρουμέντιος να ξεναγήση την Ιωάνναν εις το νέον αυτής κλωβίον. Η μονή της Φούλδας ωμοίαζε μάλλον φρουρίω ή μάνδρα μοναχών. Υψηλά ηφαίστεια, των οποίων τους κρατήρας είχε σβήσει ο Άγ. Στούρμης διά σταγόνων τινών ηγιασμένου ύδατος, περιέφρασσον αυτήν πανταχόθεν, το δε ρεύμα του ομωνύμου ρύακος εχρησίμευεν ως τάφρος του μοναστικού τούτου φρουρίου, στεφομένου διά πύργων και επάλξεων οδοντωτών.
Οι τότε οπαδοί του Αγ. Βενεδίκτου πλην του οίνου και του ύπνου ηγάπων ν’ αναμειγνύωνται και εις τας πολιτικάς πάλας του αιώνος, οσάκις δε κατεδιώκοντο υπό τινος ισχυρού, ωχυρούντο όπισθεν των τειχών του κοινοβίου, ως οι εφημεριδογράφοι όπισθεν των άρθρων του Συντάγματος. Ο μέγας Κάρολος είχεν εξημερώσει οπωσούν τα ήθη των αρειμανίων καλογήρων, αφαιρέσας αυτοίς πάντα τα όπλα πλην των πνευματικών, αλλ’ αι μοναί διετήρουν ακόμη την φιλόμαχον αυτών στολήν.
Η Ιωάννα επεσκέφθη κατά σειράν τα κελλία, το σπουδαστήριον των νεοφύτων, το εστιατόριον κοσμούμενον υπό τερατομόρφων αγαλμάτων των δώδεκα Αποστόλων, τας υπογείους ειρκτάς, ένθα οι κακοί καλόγηροι εθάπτοντο ζώντες, και τέλος την βιβλιοθήκην, όπου εξήκοντα γραφείς ειργάζοντο νυχθημερόν, οι μεν αποξέοντες αρχαία χειρόγραφα, οι δε καταγράφοντες επί του ούτως ετοιμασθέντος χάρτου τας αθλήσεις του Αγ. Βαβύλα και της Αγ. Πρίσκας αντί των άθλων του Ηρακλέους και του Αννίβα. Ο δε κήπος ήτο ημελημένος, διότι οι καλοί πατέρες ολίγον εφρόντιζον περί ανθέων και απεστρέφοντο τα λαχανικά, ως καταργούντα πολύτιμον τόπον εν τω στομάχω, προτιμώντες τα στήθη των χηνών και τους μηρούς των χοίρων, τους οποίους παρωμοίαζον προς τα ρητά της Γραφής, τα εν ολίγαις λέξεσι πολλήν περιέχοντα ουσίαν.
Περιγράψαντες την φωλεάν θέλομεν ήδη προσπαθήσει να σκιαγραφήσωμεν και την εικόνα των εν αυτή ενοικούντων. Τα μοναστικά τάγματα τοσούτον επολλαπλασιάσθησαν και τόσον ποικίλα κατήντησαν τα ονόματα και τα σχήματα των καλογήρων, των Θεατίνων, Ρεκολλέτων, Καρμηλιτών, Ιωαννιτών, Φραγκισκάνων, Καπουκίνων, Καμαλδούλων, ανυποδήτων, σανδαλοφόρων, γενειητών, κεκαρμένων, λευχειμόνων, μαυροφόρων και άλλων, ώστε ο περιώνυμος ζωολόγος Βόρνος15 επειράθη προς αποφυγήν συγχύσεως να κατατάξη αυτούς εκ των κυριωτέρων γνωρισμάτων κατά γένη και είδη κατά το σύστημα του Λινναίου, ως προς τα ζώα και τα φυτά.
Ανοίγοντες λοιπόν την Λινναϊκήν ταύτην Μοναχολογίαν εις την λέξιν Βενεδικτίνος ευρίσκομεν τον εξής επιστημονικόν ορισμόν του είδους τούτου των ρασοφόρων «... πρόσωπον αγένειον, κρανίον εγκεκαρμένον, πόδες σανδαλοφόροι· φέρει ένδυμα μακρόν, μέλαν, ποδήρες, μανδύαν καταπίπτοντα μέχρι πτερνών …κρώζει τρις ή τετράκις της ημέρας και μεσούσης της νυκτός διά φωνής βραγχώδους, βραδείας... παμφαγεί· νηστεύει σπανίως».
 
Τοιαύτα ήσαν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά· πλην δε τούτων οι Βενεδικτίνοι της Γερμανίας εφόρουν ερραμμένην εις το κουκούλιον μικράν εικόνα της Παναγίας, ίνα προφυλάττη τας κεφαλάς των από τους πονηρούς λογισμούς και τας φθείρας· τα δε πρόσωπα αυτών πολύ ωμοίαζον τα παλίμψηστα μοναστηριακά χειρόγραφα, εν οις υπό τα ευσεβή τροπάρια του μεσαιώνος διαφαίνονται εισέτι ερωτικοί στίχοι του Ανακρέοντος και της Σαπφούς.
Τετράκις της ημέρας έτρωγον οι καλοί πατέρες· αντί βουτύρου μετεχειρίζοντο χοίρινον άλειμμα και τους δακτύλους των αντί περόνης, οι δε αμαρτήσαντες ετιμωρούντο στερούμενοι αλείμματος επί τινας εβδομάδας, ως παρ’ ημίν της μεταλήψεως. Δις του μηνός εξυρίζοντο, την μεγάλην Παρασκευήν έπλυνον όλοι τους πόδας και τρις του έτους οι παχύτεροι αυτών εφλεβοτομούντο, ίνα καταστείλωσι τας ακαθάρτους ορέξεις, ή κατ’ άλλους χρονογράφους, ίνα προλάβωσι την αποπληξίαν.
Οι πλείστοι ήσαν αγράμματοι, τινές όμως εννόουν το Πάτερ ημών και άλλοι εγνώριζον και να γράφωσιν· εις τούτους δε εχορηγείτο, ως εις τους ήρωας του Ομήρου, διπλασία μερίς εις την τράπεζαν και οίνος αντί ζύθου. Πάντες ηγίαζον την ημέραν του Σαββάτου, επειδή δε δεν είναι ακριβώς γνωστόν κατά ποίαν ημέραν τελειώσας ο Θεός τον κόσμον ανεπαύθη16, φοβούμενοι μη υποπέσωσιν εις τι λάθος, έμενον αργοί ολόκληρον την εβδομάδα· η κράσις τέλος των καλογήρων εκείνων ήτο τοσούτω ρωμαλέα, ώστε οι πλειότεροι αυτών απέθνησκον όρθιοι ως οι Ρώσσοι στρατιώται, τους οποίους πρέπει, λέγουσι, να ωθήση τις μετά θάνατον, ίνα καταπέσωσιν.
Ποιμήν της κουκουλοφόρου ταύτης αγέλης ήτο τότε ο κλεινός Άγ. Ραβάνος ο Μαύρος, του οποίου η μνήμη περιείχε πλείονα συρτάρια αφ’ όσα εργαστήριον φαρμακοπώλου. Ο σοφός ηγούμενος, διαπλεύσας όλας τας θαλάσσας, εφ’ όσων ήμεσε ποτέ ο περιηγητής, ήτο κάτοχος όλων των τε ζωσών και κεκοιμημένων γλωσσών, πλην δε τούτων εγνώριζε την Αστρολογίαν, την Μαγείαν, το Κανονικόν δίκαιον και την Μαιευτικήν, εφευρών μάλιστα μηχανήν τινά, δι’ ης εβαπτίζοντο εν τη κοιλία της μητρός οι κυοφορούμενοι χριστιανοί, ίνα διαφύγωσιν ούτω εν περιπτώσει αποβολής τα σκοτεινά βασίλεια, όπου πλανώνται οι αβάπτιστοι παίδες, ως οι άταφοι ειδωλολάτραι παρά τας όχθας της Στυγός.
 
Ότε δε εισήλθεν η Ιωάννα εις την Μονήν της Φούλδας, ο Άγ. Ραβάνος γηράσας ήδη και πάσχων υπό δυσπεψίας ενησχολείτο περί της σωτηρίας του, τρώγων μόνον χόρτα, ως ο Ναβουχοδονόσορ κατά τα τελευταία έτη του βίου, ότε δηλ. μετεμορφώθη εις ταύρον, και συνθέτων ωδάς εις τιμήν του Tιμίου Σταυρού. Εκάστη των ωδών εκείνων συνέκειτο εκ τριάκοντα στίχων και έκαστος στίχος εξ ισαρίθμων γραμμάτων διατεταγμένων εν σχήματι σταυρού, ως τα βακχικά άσματα των Γάλλων ποιητών εν σχήματι φιάλης ή βαρελίου.
Η αντιγραφή των αριστουργηματίων τούτων απήτει έμπειρον καλλιγράφον, ουδείς δε ηδύνατο κατά τούτο να διαγωνισθή προς τον Φρουμέντιον και τον νέον αδελφόν Ιωάννην. Εις τούτους λοιπόν ενεπιστεύθη ο ρασοφόρος υμνωδός τους ποιητικούς σταυρούς του, ίνα πληρωθή η προφητεία του Φρουμεντίου ειπόντος: «Θέλομεν βυθίζει τον κάλαμον εις το αυτό μελανοδοχείον».
Οι ευδαίμονες ερασταί ομοιάζουσι τους ευτυχείς λαούς, οίτινες δεν έχουσιν ιστορίαν· των δε ημετέρων μοναχών ο βίος έρρεεν ακύμαντος και γαληνιαίος υπό την σκιάν του μοναστηρίου, ως το ρεύμα της Φούλδας υπό τας σκιαζούσας γηραλέας αιγείρους.
Εσκέφθης ποτέ, αναγνώστα μου, πόσω γλυκύ και αναπαυτικόν ήθελεν είναι ερωμένη φέρουσα ανδρικήν ενδυμασίαν και εις σε μόνον αποκαλύπτουσα τα θέλγητρά της; Ούτε την ζηλίαν ήθελες γνωρίζει ούτε τας μυρίας εκείνας ακάνθας, αίτινες κατά τον Άγ. Βασίλειον καθιστώσιν εργαστήρια οδυνών τας γυναίκας. Η αρρενική αυτής στολή ήθελε φρουρεί αυτήν πολύ ασφαλέστερον ή τα κλείθρα των τουρκικών γυναικώνων και αι προφυλακτικαί εκείναι ζώναι, δι’ ων ασφαλίζουσιν οι Ιταλοί τας συζυγικάς κτήσεις των από πάσης επιδρομής.
Πλην δε τούτου ούτε υπό ασέμνων βλεμμάτων ήθελε μολύνεσθαι το πρόσωπον της φιλτάτης σου ούτε τα ώτα αυτής υπό λόγων ακολάστων ή αι χείρες υπό προσψαύσεων. Αλλ’ αύτη ήθελεν είναι αγνή και άσπιλος, ως η πτέρυξ των αγγέλων και η ιδανική εκείνη παρθένος, την οποίαν ωνειρεύετο ο Άγ. Βασίλειος ισταμένην ως σεμνόν άγαλμα επί του υποβάθρου της παρθενίας της και ακίνητον προς πάσαν φαντασίαν και επαφήν. Οι ζηλότυποι στεναγμοί του Τιβούλλου και του Βύρωνος αι βλασφημίαι κατά των γυναικών ήθελον σοι είναι ακατάληπτοι, ως οι θρήνοι του Ιερεμίου εις τον ουδέποτε θρηνήσαντα.
Τοιαύτη ήτο διά τον Φρουμέντιον η Ιωάννα, ρόδον άνευ ακανθών, οψάριον άνευ οστών, γαλή άνευ ονύχων· νηπιόθεν συζήσασα μετ’ ανδρών ούτε ιδιοτροπίας είχεν ούτε τα εράσμια εκείνα ελαττώματα, τα οποία καθιστώσι τας θυγατέρας της Εύας φοβερωτέρας και αυτών των Σειρήνων, αίτινες μόνον από της ζώνης και κάτω ήσαν όφεις.
 
Επτά έτη είχον παρέλθει από της εισόδου των νεανίσκων εις την Μονήν της Φούλδας και η Μοίρα εξηκολούθει κλώθουσα εις αυτούς χρυσοϋφάντους ημέρας, η δε σχέσις των έμενε μυστική και ανενόχλητος ως μαργαρίτης εις τους μυχούς της θαλάσσης, ουδ’ ήτο κίνδυνος ν’ ανακαλυφθή ποτέ ο δόλος· καθότι ουδείς προ των Σταυροφοριών Φράγκος εφρόντισε ποτέ να ερευνήση, τι υπεκρύπτετο υπό τας πολυπλόκους φράσεις του Πλάτωνος ή τας πτυχάς ανδρικού χιτώνος. Μόνος ο κουρεύς της μονής ηστειεύετο ενίοτε προς τον αδελφόν Ιωάννην, ότε ούτος προσέφερε μειδιών εις το ξυράφιον παρειάν αγένειον και λείαν ως λίμνην εν ώρα νηνεμίας.
Αλλά πλην της Ιωάννας υπήρχε, δυστυχώς, εις Φούλδαν και άλλος αγένειος μοναχός, ο πάτερ Κορβίνος, ον πάντες απέφευγον ως το επώνυμον αυτού δυσοίωνον πτηνόν17. Ο δυστυχής ούτος Βενεδικτίνος ηράσθη νέος ων της ανεψιάς του επισκόπου της Μογουντίας, παρά τω οποίω υπηρέτει ως διάκονος κρατών την ουράν της πορφύρας του κατά τας τελετάς και πίνων το ύδωρ, δι’ ου η αυτού Αγιότης έπλυνε τας χείρας μετά την μετάληψιν. Η νεάνις ήνοιξε τα ώτα και μετ’ ου πολύ τας αγκάλας εις τον έρωτα του νέου διακόνου, αλλ’ ο μιτροφόρος αυτής κηδεμών συλλαβών νύκτα τινά τους νεανίσκους κόπτοντας απηγορευμένους καρπούς εις τον κήπον της επισκοπής, της μεν ανεψιάς του έκοψε την κόμην, τον δε Κορβίνον, αφού κατέστησε... ουδέτερον, έστειλεν έπειτα εις την μονήν της Φλούδας, ίνα κλαύση την αμαρτίαν. Ο νέος μοναχός εθρήνει κατά τας πρώτας ημέρας την απώλειάν του, ως η θυγάτηρ του Ιεφθάε την παρθενίαν της, αλλ’ ο καιρός έκλεισε τέλος του σώματος και της ψυχής του τας πληγάς, βαθμηδόν δε κατήντησε να καταφρονή τας γυναίκας, προσκαλών τους συντρόφους του ν’ αποκτήσωσιν ασφαλώς δι’ ομοίας θυσίας τον Παράδεισον, ως η ακρωτηριασθείσα αλώπηξ του μύθου συνεβούλευε τας άλλας αλώπεκας να κόψωσι κακείναι την ουράν των.
Τοιαύτην διήγε φιλοσοφικήν ζωήν ο καλός Κορβίνος, αναπληρών την στέρησιν του απηγορευμένου καρπού διά καλών κρεάτων και της προσδοκίας του Παραδείσου, ότε ημέραν τινά λαβών διαταγήν να κυνηγήση τους πολιορκούντας την βιβλιοθήκην του ηγουμένου σκόρους, εύρεν εκεί μετάφρασιν του περί Παρθενίας λόγου του Αγ. Βασιλείου. Ανοίξας το βιβλίον τούτο, εν ω ήλπιζε να εύρη νέας αφορμάς, ίνα δοξάση τον Ύψιστον ότι απεκόπη αυτώ παν μέσον απωλείας, έπεσε κατά κακήν του τύχην εις το χωρίον εκείνο, όπου ο άγιος επίσκοπος Καισαρείας συμβουλεύει τας σεμνάς παρθένους άρρενα σώματα καν ευνούχων η φυλάττεσθαι, διότι καθώς ο βους, του οποίου απεκόπησαν τα κέρατα, διαμένει ουχ ήττον εκ φύσεως κερατιστής και πλήττει όσους απαντά διά του μέρους εκείνου της κεφαλής, όπου τα κέρατα υπήρχον πριν, ούτω και οι αποτετμημένοι, φλεγόμενοι υπό εκτόπου μανίας δύνανται ακόμη...
Αλλ’ ενταύθα παραπέμπω τον αναγνώστην εις την πραγματείαν του αγίου, ίνα εύρη το τέλος της φράσεως. Κατά τους κριτικούς επί ασπίδος φαίνεται γραφείσα του Τάσσου η Ιερουσαλήμ, του δε Αγ. Βασιλείου η παρθενική πραγματεία επί του στήθους καλής τινός παρθένου φαίνεταί μοι γεγραμμένη.
Το ανάγνωσμα εκείνο κατεθορύβησε τον από τοσούτων ετών ησυχάσαντα καλόγηρον. Οι όφεις, οι δράκοντες, οι λύκοι, οι πάνθηρες και τ’ άλλα ζώα, δι’ ων εικονίζουσιν οι θεολόγοι τα πάθη, εξύπνησαν αθρόα και ήρξαντο να ωρύωνται και να δάκνωσι την ουράν των εις τους μυχούς της καρδίας του, ήτις κατέστη και πάλιν ακοίμητον θηριοτροφείον. Ο Αρχιμήδης βεβακχευμένος υπό της χαράς έκραζεν «Εύρηκα!» μετά του προβλήματος την λύσιν, ο δε μοναχός περιέτρεχεν τας στοάς του μοναστηρίου κράζων «Δύναμαι!» μεγάλη τη φωνή.
Από της ημέρας εκείνης κατελήφθη υπό παραδόξου μονομανίας, ην ούτε η μάστιξ ούτε η ξηροφαγία ούτε η ψυχρολουσία ούτε άλλη τις του καλογηρικού φαρμακείου συνταγή ηδυνήθη να θεραπεύση. Όλος ένθους υπό της θεοφορήτου ευγλωττίας του θείου Βασιλείου εκράτει νυχθημερόν την βίβλον εις τας αγκάλας, ως νέα μήτηρ το πρωτότοκον τέκνον, και οτέ μεν ησπάζετο, οτέ δε αντέγραφεν ή απεστήθιζε τας ιεράς εκείνας σελίδας· οσάκις δε έβλεπε γυναίκα, έτρεχε προς αυτήν ως διψαλέα έλαφος προς την πηγήν της ερήμου, ίνα λάβη πείραν των λόγων του Αγίου. Αλλ’ αι ξανθαί κόραι της Σαξωνίας απέφευγον αυτόν, καίτοι αποτετμημένον, κατά τας φρονίμους συμβουλάς του επισκόπου Καισαρείας· νομίζω δε ότι και άνευ τούτων ολίγαι εξ αυτών, γνωρίζουσαι τας ελλείψεις του ήθελον τον περιμένει.
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Τοιούτος ήτο ο μέλλων να κόψη το χρυσούν νήμα, δι’ ου η εύνους Μοίρα συνέρραπτε των δύο εραστών τας ημέρας, καθιστώσα τον βίον αυτών κομβολόγιον στιλπνών και αμώμων μαργαριτών. Κατά πάσαν νύκτα συνήρχοντο ο Φρουμέντιος και η Ιωάννα εις σπήλαιόν τι εγγύς του μοναστηρίου, ιερόν το πάλαι τω Πριάπω. Ο θεός εκείνος ελατρεύετο ακόμη εν Γερμανία υπό το όνομα του Αγ. Βίτου, αι δε τελεταί αυτού δεν είχον μεταβληθή. Τα χείλη των χριστιανών γυναικών εξηκολούθουν ζητούντα παρ’ αυτού ό,τι εζήτουν και αι άσεμνοι ειδωλολάτριδες, ηδονάς ή ευτεκνίαν, ο δε καλός Άγιος σπανίως εκώφευεν εις τας τοιαύτας δεήσεις. Αλλά τα αγάλματα αυτού ανιδρύοντο συνήθως υπό την σκιάν ανδρικού μοναστηρίου· και τούτο, ως λέγουσι τινές κακόγλωσσοι ιστορικοί, καθίστα βεβαίαν των προσκυνητριών την επιτυχίαν.
Εις το βάθος του ιερού τούτου σπηλαίου, όπισθεν του ξυλίνου αγάλματος του αγίου, είχε πλέξει το νέον ζεύγος την φωλεάν του, δι’ ευόσμων φύλλων κυτίσου, δερμάτων αλώπεκος και απαλών υφασμάτων της Ανατολής, ανατεθέντων υπό των ευσεβών δεσποινών της Σαξωνίας· υπεράνω δε της κοιτίδος αυτών εκρέμαντο στιλπνοί σταλακτίται, γλώσσαι καπνισταί, ξηροί ιχθύες, ασκοί γενναίου οίνου της Μοσέλλης και άλλα εδώδιμα, εις τα οποία κατέφευγον οι νεανίσκοι, οσάκις απηύδων ψάλλοντες τροπάρια εις τιμήν του Αγ. Βίτου· καθότι η προς τον άγιον τούτον ευβλάβεια, ως και η της Αφροδίτης, ψυχραίνεται άνευ των δώρων της Δήμητρος και του Βάκχου.
Εκεί ευρίσκοντο αποφράδα τινά νύκτα οι δύο ερασταί απολαύοντες πάντων των αγαθών, ενώ ο αδελφός αυτών Κορβίνος, μη δυνάμενος προ πολλού να εύρη ύπνον, εγκαταλείποντα, ως οι παράσιτοι, τους δυστυχούντας, επλανάτο ως λυκάνθρωπος εις τους αγρούς διηγούμενος τα βάσανά του εις την σελήνην. Αλλά και αύτη βαρυνθείσα, φαίνεται, τα μονότονα παράπονα του πτωχού ρασοφόρου εκρύβη όπισθεν μαύρων νεφελών και μετ’ ολίγον πυκναί σταγόνες βροχής ηνάγκασαν τον λάτριν του μεγάλου Βασιλείου να ζητήση άσυλον εις το ιερόν του Αγ. Βίτου.
Η λεπτή άμμος, δι’ ης ήτο εστρωμένον το έδαφος του σπηλαίου, ίνα μη πληγόνωνται οι απαλοί πόδες των προσκυνητριών, αίτινες μόνον ανυπόδητοι ηδύναντο να εισέλθωσιν εκεί, απέκρυψε των βημάτων του τον ήχον, ώστε προυχώρησεν απαρατήρητος μέχρι του κοιλώματος, όπου οι δύο ερασταί ανεπαύοντο εις τας αγκάλας αλλήλων και του Μορφέως. Ο κοιτών εφωτίζετο υπό λυχνίας καιούσης προ της εικόνος του χριστιανισθέντος Πριάπου, η δε Ιωάννα, ημίγυμνος ως θεά του Ολύμπου και ωραία ως εκείναι παρίστα εικόνα τοσούτω θελκτικήν, ώστε προ αυτής και ο Άγ. Αμούν ήθελε λησμονήσει τους όρκους του και ο Ωριγένης την συμφοράν του και αυτός, νομίζω, ο Θεμιστοκλής το τρόπαιον του Μιλτιάδου. Ο δε Πάτερ Κορβίνος, λησμονήσας κακείνος τον εκεί παρακείμενον Φρουμέντιον, ώρμησε να υποβάλη εις την βάσανον της πείρας τα φυσιολογικά θεωρήματα του επισκόπου Καισαρείας.
 
&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp; Αλλ’ ο Άγ. Βίτος επροστάτευε τον ύπνον των υπό την σκέπην του αναπαυομένων εραστών· ουδ’ ηδύνατο ν’ ανεχθή να μιανθώσι τα μυστήριά του υπό χαμερπούς ευνούχου. Ότε δε είδεν αυτόν επιβάλλοντα αυθάδη χείρα επί της κοιμωμένης δούλης του, αι παρειαί αυτού ηρυθρίασαν υπό της οργής, ως αι της εν Λωρέτω Παναγίας, οσάκις ασπάζονται αυτήν ασεβή χείλη, η κεφαλή του εσείσθη απειλητικώς και το έλαιον της λυχνίας ανέβρασε μεθ’ ορμής.
Σταγών του ζέοντος τούτου ελαίου εξύπνισε τον Φρουμέντιον, επί της παρειάς του καταπεσούσα· αυτός δε εγερθείς είδε την σύντροφόν του ημικοιμωμένην έτι και παλαίουσαν κατά του επικειμένου αυτή πατρός Κορβίνου ως κατά κακού ονείρου. Ο Φρουμέντιος ήτο οξύθυμος, ως γνήσιος απόγονος του Βιτικίνδου και ρωμαλέος ως Γερμανός καλόγηρος, ειθισμένος να μεταχειρίζηται τους γρόνθους ως επιχειρήματα κατά πάσαν συζήτησιν, έστω και θεολογικήν. Διό, μη χρονοτριβήσας εις περιττάς εξηγήσεις, εδράξατο του σχοινίου της ζώνης, το οποίον ήρξατο να υψούται και να καταπίπτη επί των νώτων του αθλίου Κορβίνου, ως η μάστιξ του Ιησού επί της ράχεως των εμπορευομένων εις τον Ναόν.
Εν τούτοις η Ιωάννα εγερθείσα έσπευδε να κρύψη υπό το ράσον τα αίτια της έριδος, ενώ οι δύο καλόγηροι εξηκολούθουν γρονθοκοπούμενοι και το αίμα ήρχιζε να ρέη, αλλ’ ευτυχώς μόνον εκ της μύτης· μετά δε πεισματώδη πάλην κατώρθωσε τέλος ο Κορβίνος να διαφύγη κακώς έχων τας χείρας του παρωργισμένου αντιπάλου, αφίνων αυτώ την κουκούλαν του ως ο Ιωσήφ τα μάτια εις την γυναίκα του Πετεφρή. Αλλ’ εις τούτο μόνον περιορίζεται, νομίζω, η μεταξύ αυτού και του υιού του Ιακώβ ομοιότης.
Οι δύο ερασταί μείναντες μόνοι επί του πεδίου της μάχην ητένιζον προς αλλήλους μετ’ αδημονίας, βέβαιοι όντες ότι ο ξυλοκοπηθείς εκείνος σάτυρος ήθελε προδώσει τα απόκρυφα του σπηλαίου των, ως διεσάλπισε και ο Αβού τα της Ελλάδος, ίνα εκδικήση την παθούσαν ράχιν του. Έπρεπε λοιπόν προς αποφυγήν της ειρκτής και της ξηροφαγίας ν’ αποχαιρετήσωσιν ανεπιστρεπτεί την φιλόξενον εκείνην στέγην, όπου τοσαύτας διήγαγον ευφροσύνους ημέρας εν αγία αναπαύσει και αργία απολαύοντες αλλήλων και πάντων των αγαθών.
Τα έτη και η τρυφή είχον μετριάσει το φιλοκίνδυνον των δύο μοναχών, οίτινες μετά φρίκης ανελογίζοντο τους κόπους και τας στερήσεις του πλάνητος βίου, συμμεριζόμενοι την γνώμην του Αγ. Αντωνίου, καθ’ ον τα μοναστήρια είναι διά τους καλογήρους ως η θάλασσα διά τους ιχθύας, και ως εκείνοι απόλλυνται εξερχόμενοι του ύδατος, ούτω μαραίνονται και οι μοναχοί αφίνοντες τα κοινόβια.
Εις τοιαύτας παρεδίδοντο μελαγχολικάς σκέψεις, ότε ο κώδων του όρθρου ενεθύμισεν αυτοίς τον επικείμενον κίνδυνον. Η νυξ ήτο σκοτεινή και οι σταύλοι εγγύς, εν αυτοίς δε έζη ακόμη ο καλός εκείνος όνος, όστις προ επτά ετών είχε μετακομίσει εις Φούλδαν την Ιωάνναν. Ο πατριάρχης ούτος της καλογηρικής φάτνης, κατάλευκος ήδη υπό του γήρατος, ανεπαύετο περικυκλούμενος υπό των απογόνων του και υπό δεμάτων τριφυλλίου. Τούτον λύσαντες οι δραπέται και περιτυλίξαντες προς αποφυγήν θορύβου τα πέταλά του διά στυπίου, ως οι πειραταί τας κώπας των ακατίων των, εξήλθον των τειχών της μακαρίας εκείνης μονής, τρέμοντες μη ο σύντροφος αυτών εξυπνίση διά της φωνής του τους ζώντας, ως εξήγειρε προ επταετίας τους νεκρούς εκ των μνημείων.
</div>