Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Β: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μ Η Η Πάπισσα Ιωάννα (Μέρος Β') μετονομάστηκε σε Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Β'
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{Επικεφαλίδα
{{Τίτλος|[[Η Πάπισσα Ιωάννα]], Μέρος Β'|Μυθιστόρημα (1886)|[[Εμμανουήλ Ροΐδης]]}}
|τίτλος=Η Πάπισσα Ιωάννα
|ενότητα=Μέρος B'
|προηγούμενο=←[[Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Α'|Μέρος Α']]
|επόμενο=[[Η Πάπισσα Ιωάννα/Μέρος Γ'|Μέρος Γ']]→
|συγγραφέας=Εμμανουήλ Ροΐδης
|σημειώσεις=
}}
 
<div class="prose">
::::::::::::::::::::::«Regrettez-vous le temps où nos vieilles romances ouvraient leurs ailes d’or vers un monde enchanté, où tous nos monuments et toutes nos croyances portaient le manteau blanc de leur virginité?»<br>(Musset, Rolla).
 
<div style="text-align::::::::::::::::::::::right"><small>«Regrettez-vous le temps où nos vieilles romances ouvraient<br> leurs ailes d’or vers un monde enchanté, <br>où tous nos monuments et toutes nos croyances <br>portaient le manteau blanc de leur virginité?»<br>(Musset, Rolla).</small></div>
 
Έτυχε ποτέ, αναγνώστα μου, αφού διήλθες την ημέραν αναγινώσκων μυθιστόρημα τι του μεσαιώνος, τα Κατορθώματα του βασιλέως Αρθούρου ή τους Έρωτας του Λαγκελότου και της Γινέβρας, ν’ αφήσης το βιβλίον να καταπέση και συγκρίνων την τότε εποχήν προς την παρούσαν να ποθήσης τους χρυσούς εκείνους χρόνους, ότε η ευσέβεια, ο πατριωτισμός και ο έρως επεκράτουν επί της οικουμένης; Ότε καρδίαι πισταί έπαλλον υπό θώρακας σιδηρούς και χείλη ευσεβή ησπάζοντο τους πόδας του Εσταυρωμένου; Ότε αι βασίλισσαι ύφαινον τους χιτώνας των συζύγων, αι δε παρθένοι έμενον έτη ολόκληρα εις τα δώματα των φρουρίων περιμένουσαι την επιστροφήν του μνηστήρος; Ότε ο κλεινός Ρολάνδος απεσύρετο εις σπήλαιον αντικρύ του περικλείοντος την ερωμένην του μοναστηρίου και εδαπάνα τριάκοντα έτη θεωρών το φως του παραθύρου της, ο δε κόμης Ροβέρτος εκρημνίζετο από πύργου υψηλού, ίνα σώση την τιμήν της εστεμμένης φίλης του;
Γραμμή 192 ⟶ 201 :
Τα έτη και η τρυφή είχον μετριάσει το φιλοκίνδυνον των δύο μοναχών, οίτινες μετά φρίκης ανελογίζοντο τους κόπους και τας στερήσεις του πλάνητος βίου, συμμεριζόμενοι την γνώμην του Αγ. Αντωνίου, καθ’ ον τα μοναστήρια είναι διά τους καλογήρους ως η θάλασσα διά τους ιχθύας, και ως εκείνοι απόλλυνται εξερχόμενοι του ύδατος, ούτω μαραίνονται και οι μοναχοί αφίνοντες τα κοινόβια.
Εις τοιαύτας παρεδίδοντο μελαγχολικάς σκέψεις, ότε ο κώδων του όρθρου ενεθύμισεν αυτοίς τον επικείμενον κίνδυνον. Η νυξ ήτο σκοτεινή και οι σταύλοι εγγύς, εν αυτοίς δε έζη ακόμη ο καλός εκείνος όνος, όστις προ επτά ετών είχε μετακομίσει εις Φούλδαν την Ιωάνναν. Ο πατριάρχης ούτος της καλογηρικής φάτνης, κατάλευκος ήδη υπό του γήρατος, ανεπαύετο περικυκλούμενος υπό των απογόνων του και υπό δεμάτων τριφυλλίου. Τούτον λύσαντες οι δραπέται και περιτυλίξαντες προς αποφυγήν θορύβου τα πέταλά του διά στυπίου, ως οι πειραταί τας κώπας των ακατίων των, εξήλθον των τειχών της μακαρίας εκείνης μονής, τρέμοντες μη ο σύντροφος αυτών εξυπνίση διά της φωνής του τους ζώντας, ως εξήγειρε προ επταετίας τους νεκρούς εκ των μνημείων.
</div>
 
[[Κατηγορία:Η Πάπισσα Ιωάννα]]