Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΖ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΣτ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΖ'}}
<div class="polytonic">
 
Ύστερον απ' ολίγων λεπτών της ώρας κυνηγητόν, η Φραγκογιαννού έφθασεν εις την τοποθεσίαν, την οποία ο Καμπαναχμάκης είχεν ονομάσει «το Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήτον βράχος εισέχων αποτόμως προς τα έσω, σχηματίζων μικρόν ζύγωμα, κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχε πάτημα ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δεν το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων. Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασσαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τα αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα.
 
ΎστερονὝστερον απἀπ' ολίγωνὀλίγων λεπτώνλεπτῶν τηςτῆς ώραςὥρας κυνηγητόν, η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ έφθασενἔφθασεν ειςεἰς τηντὴν τοποθεσίαν, τηντὴν οποίαὁποία ο Καμπαναχμάκης είχενεἶχεν ονομάσειὀνομάσει «τοτὸ Μονοπάτι στοστὸ ΚλήμαΚλῆμα». ΉτονἬτον βράχος εισέχωνεἰσέχων αποτόμωςἀποτόμως προςπρὸς τατὰ έσωἔσω, σχηματίζων μικρόνμικρὸν ζύγωμα, κάτωθεν τουτοῦ οποίουὁποίου έχασκενἔχασκεν η άβυσσοςἄβυσσος, η θάλασσα. ΆνωἌνω τουτοῦ ζυγώματος τούτου υπήρχεὑπῆρχε πάτημα ημισείαςἡμισείας παλάμης τοτὸ πλάτος, όλονὅλον δενδὲν τοτὸ πέραμα ήτοἧτο τριώντριῶν ή τεσσάρων βημάτων. ΌπωςὍπως τοτὸ διέλθη τις, έπρεπεἔπρεπε νανὰ πιασθήπιασθῆ απόἀπὸ τοντὸν άνωἄνω βράχον, βλέπων προςπρὸς τηντὴν θάλασσαν, νανὰ πατήπατὴ μεμὲ τηντὴν πτέρναν, καικαὶ νανὰ βαδίζη εκἐκ δεξιώνδεξιῶν προςπρὸς τατὰ αριστεράἀριστερά. Η ζωήζωὴ τουτοῦ εκρέματοἐκρέματο ειςεἰς μίαν τρίχα.
Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρυμός άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου. Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ δὲν ἐδίστασε. Οὔτε ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις ἢ προσφυγῆ. Δρυμὸς ἄλλος δὲν ὑπῆρχεν ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἡ γυνὴ ἐπῆρε τὸ καλάθι της εἰς τοὺς ὀδόντας, ἐπήδησεν ἀποφασιστικῶς, καὶ διέβη αἰσίως τὸ φοβερὸν πέραμα.
Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη.
 
ΈφθασανἜφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντεςἀσθμαίνοντες οιοἱ δύοδυὸ νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδεεἶδε τοτὸ πέραμα κ' εστάθηἐστάθη.
— Σου βαστά η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του.
 
- ΣουΣοῦ βαστάβαστᾶ η καρδιά σου; είπεεἶπε μεμὲ κρυφήνκρυφὴν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του.
— Δεν είναι άλλος δρόμος;
 
- Δὲν εἶναι ἄλλος δρόμος;
— Δεν είναι.
 
- Δὲν εἶναι.
— Εσύ θα το 'χης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης.
 
- ΕσύἘσὺ θαθὰ τοτὸ 'χης περάσει πολλέςπολλὲς φορές, είπενεἶπεν ο στρατιώτης.
— Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.
 
- Ἐγώ, ὄχι! ἠρνήθη ὁ ἀγροφύλαξ.
— Δεν ήσουν τσομπάνης;
 
- ΔενΔὲν ήσουνἤσουν τσομπάνης;
— Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο.
 
- ΕγώἘγὼ έβοσκαἔβοσκα πρόβατα στονστὸν κάμπο.
Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη.
 
Ὁ χωροφύλαξ ἐδίστασεν ἀκόμη.
— Και να μας ρίξη κάτω μία γυναίκα! είπε.
 
- ΚαιΚαὶ νανά μας ρίξη κάτω μία γυναίκα! είπεεἶπε.
— Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σου 'κανε καρδιά.
 
- Δὲν προφτάσαμε νὰ τὴν ἰδοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε, εἶπεν εἴρων ὁ δραγάτης. Ἂν τὴν ἔβλεπες, θά σου 'κανε καρδιά.
— Αληθινά;
 
- Ἀληθινά;
— Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα οι γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. Σε κάμποσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.
 
- ΔενΔὲν ξέρεις πόσες φορέςφορὲς δίνουν τοτὸ παράδειγμα οιοἱ γυναίκεςγυναῖκες! είπενεἶπεν ο αγροφύλαξἀγροφύλαξ. ΣεΣὲ κάμποσα πράγματα, δείχνουν πολύπολὺ κουράγιο.
— Κ' εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ.
 
- Κ' εγώἐγὼ θαθὰ περάσω! είπενεἶπεν ο χωροφύλαξ.
— Εμπρός!
 
- Ἐμπρός!
Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού.
 
Ὁ χωροφύλαξ ἔβγαλε τὸ ἀμπέχονόν του, καὶ τὸ ἔτεινεν εἰς τὸν σύντροφόν του, μείνας μὲ τὸ ὑποκάμισον. Ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ.
— Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε.
 
- ΑνἊν περάσω πέρα, μουμοῦ τοτὸ ρίχνεις, είπεεἶπε.
Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά εν βήμα ωπισθοδρόμησε.
 
Ἐδοκίμασε νὰ πατήση ἐπὶ τοῦ στενοῦ, ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν βράχον. Μετὰ ἐν βῆμᾳ ὠπισθοδρόμησε.
— Μ' έπιασε ζαλάδα, είπεν.
 
- Μ' έπιασεἔπιασε ζαλάδα, είπενεἶπεν.
Εν τω μεταξύ η Φραγκογιαννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ' εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ' έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.
 
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Φραγκογιαννού, τρέχουσα, εἶχεν ἀνηφορίσει, καὶ ἀνήρχετο ὑψηλότερα εἰς τὴν ἀκτήν. Ἀποκαμωμένη, ἤσθμαινεν, ἐφύσα. Ἐπήγαινε, κ' ἐστέκετο ἐπὶ μίαν ἀνεπαίσθητον στιγμήν, κ' ἔτεινε τὰ ὦτα ἀκροωμένη. Ἤθελε νὰ βεβαιωθῆ ἂν θὰ διέβαινον τὸ πέραμα οἱ δυὸ διῶκται της. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε τίποτε. Ἀπὸ τὴν βραδύτητα αὐτὴν ἐσυμπέρανεν ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» ἐδίσταζον πολὺ νὰ περάσουν τὸ μονοπάτι.
Τέλος, έφθασεν εις του Πουλιού την Βρύση, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μια πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά διά να μη γλιστρήση και πέση. Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύνατο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ' έπιε...
 
Τέλος, ἔφθασεν εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, ὅπως τὴν εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης. Ἧτο μιὰ πηγὴ ἐπάνω εἰς ὑψηλὸν βράχον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο μικρὸν ὀλισθηρὸν ὀροπέδιον ἀπὸ χῶμα, γεμάτον ἀπὸ βρύα καὶ ἄλλα ὑγρὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔπλεον εἰς τὸ νερόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπάτει καλὰ διὰ νὰ μὴ γλιστρήση καὶ πέση. Ἀπὸ τὴν βρύσιν ἐκείνην, πράγματι, μόνον τὰ πετεινὰ τ' οὐρανοῦ ἠδύνατο νὰ πίνουν. Ἡ Χαδούλα ἔκυψε κ' ἔπιε...
— Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και την χάρη σας, να πετάξω!...
 
- ΑχἌχ! καθώςκαθὼς πίνω απἀπ' τητὴ βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπεεἶπε, δώστεδῶστε μου καικαὶ τηντὴν χάρη σας, νανὰ πετάξω!...
Κ' εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα...
 
Κ' ἐγέλασε μοναχή της, ἀποροῦσα ποὺ εὗρε τὸν ἀστεϊσμὸν αὐτὸν εἰς τοιαυτην ὥραν. Ἀλλὰ τὰ πουλιά, ὅταν τὴν εἶδαν, εἶχαν ἀγριεύσει, κ' ἐπέταξαν ἔντρομα...
Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού την Βρύση, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα.
 
ΕκάθισεἘκάθισε, δίπλα ειςεἰς τουτοῦ ΠουλιούΠουλιοῦ τηντὴν Βρύση, διάδιὰ νανὰ ξαποστάση καικαὶ πάρη τοντὸν ανασασμόνἀνασασμόν της. ΣχεδόνΣχεδὸν είχεεἶχε βεβαιωθήβεβαιωθῆ πλέον ότιὅτι οιοἱ δύοδυὸ «νομάτοι» δενδὲν είχανεἶχαν κατορθώσει νανὰ διαβώσι τοτὸ Μονοπάτι στοστὸ ΚλήμαΚλῆμα.
Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξεν τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν.
 
Ἀλλὰ δὲν ἠσθάνετο ἀσφάλειαν, ἡ δύστηνος, καθημένη ἐκεῖ. Ὅθεν, μετ' ὀλίγα λεπτὰ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της, κ' ἔτρεξεν τὸν κατήφορον. Τώρα πλέον ἐπήγαινεν ἀποφασιστικῶς εἰς τὸν Αἱ-Σώστην, εἰς τὸ Ἐρημητήριον. Καιρὸς ἧτο, ἂν ἐγλύτωνε, νὰ ἐξαγορευθῆ τὰ κρίματά της εἰς τὸν γέροντα, τὸν ἀσκητήν.
Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ' έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ' εδίστασε. «Τάχα δεν θα ... ξαναγίνη ρήχη σε λίγη ώρα; είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμα;»
 
Εἰς ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας κατῆλθε τὴν ἀκτήν, κ' ἔφθασεν εἰς τὰ χαλίκια τοῦ αἰγιαλοῦ, εἰς τὴν ἄμμον. Ἀντίκρυσε τὸν ἀλίκτυπον βράχον, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ὁ παλαιὸς ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Σώζοντος. Ὁ λαιμὸς τῆς ἄμμου, ὁ ἐνώνων τὸν μικρὸν βράχον μὲ τὴν στερεάν, μόλις ἀνεῖχεν ἕνα δάκτυλον ὑπεράνω τοῦ κύματος. Τώρα ἤρχιζε νὰ γίνεται πλημμύρα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐστάθη κ' ἐδίστασε. «Τάχα δὲν θὰ ... ξαναγίνη ρήχη σὲ λίγη ὥρα; εἶπε. Γιατί νὰ βιαστῶ τώρα, νὰ γίνω μούσκεμα;»
Αλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες, ο εις στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον. Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ' εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν.
 
Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε θόρυβον ὄχι μικρὸν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ. Δυὸ ἄνδρες, ὁ εἰς στρατιωτικός, ὁ ἄλλος πολίτης, μὲ δυὸ τουφέκια ἐπ' ὤμου, κατήρχοντο τρέχοντες τὸν κατήφορον. Ὁ πολίτης δὲν ἤτον ὁ δραγάτης τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει ὀπίσω, μὲ τὸν ἕνα χωροφύλακα, ἤτον ἄλλος, κ' ἐφόρει φράγκικα. Αὐτὴ λοιπὸν ἧτο ἡ ἐνέδρα, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑποπτεύσει εὐλόγως αὐτή, μὲ τὴν ὁποίαν ἠθέλησαν νὰ τὴν βάλουν εἰς τὰ στενά; Ἰδοὺ ὅτι τώρα τὴν ἔφθαναν.
Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ' επάτησεν επάνω εις το πέραμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν ωπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, κ' ἐπάτησεν ἐπάνω εἰς τὸ πέραμα τῆς ἄμμου. Ἡ ἄμμος ἤτον ὀλισθηρά. Τὸ κύμα ἀνήρχετο, ἐφούσκωνε. Ἡ γυνὴ δὲν ὠπισθοδρόμησε. Δὲν εἶχεν ἄλλην σανίδα σωτηρίας. Οὔτε αὐτήν, τὴν παροῦσαν, μάλιστα δὲν εἶχε.
Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινε. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδε. Οι πόδες της εγλιστρούσαν.
 
Τὸ κύμα ἀνέβαινεν, ἀνέβαινε. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπάτει. Ἡ ἄμμος ἐνέδιδε. Οἱ πόδες τῆς ἐγλιστρούσαν.
Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.
 
Ο βράχος τουτοῦ ΑγίουἉγίου Σώζοντος απείχεἀπεῖχε περίπερὶ ταςτὰς δώδεκα οργυιάςὀργυιὰς απόἀπὸ τηντὴν ακτήνἀκτήν. Ο λαιμόςλαιμὸς τηςτῆς άμμουἄμμου, τοτὸ πέραμα, θαθὰ ήτοἧτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων τοτὸ μήκοςμῆκος.
Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλιστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.
 
ΤοΤὸ κύμα τηντὴν έφθασενἔφθασεν έωςἕως τοτὸ γόνυ, είταεἴτα ωςὡς τηντὴν μέσην. Η άμμοςἄμμος εγλιστρούσεἐγλιστροῦσε. ΕγίνετοἘγίνετο βάλτος, λάκκος. ΤοΤὸ κύμα ανήλθενἀνῆλθεν έωςἕως τοτὸ στέρνον της.
Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης.
 
Οἱ δυὸ ἄνδρες, οἵτινες τὴν ἐκυνήγουν, ἔρριψαν μίαν τουφεκιᾶν διὰ νὰ τὴν πτοήσουν. Εἴτα ἠκούσθησαν αἱ φωναί των, φωναὶ ἀλαλαγμοῦ καὶ βεβαίας νίκης.
Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστην.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεῖχεν ἀκόμη ὡς δέκα βήματα ἀπὸ τὸν Ἀϊ-Σώστην.
Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.
 
Δὲν εἶχε πλέον ἔδαφος νὰ πατήση· ἐγονάτισεν. Εἰς τὸ στόμα τῆς εἰσήρχετο τὸ ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν ὕδωρ.
Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα τη Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
 
Τὰ κύματα ἐφούσκωσαν ἀγρίως, ὡς νὰ εἶχον πάθος. Ἐκάλυψαν τοὺς μυκτήρας καὶ τὰ ὦτα της. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ βλέμμα τὴ Φραγκογιαννοὺς ἀντίκρυσε τὸ Μποστάνι, τὴν ἔρημον βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προίκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν νεανίδα τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της.
— Ω! να το προικιό μου! είπε.
 
- Ω! νανὰ τοτὸ προικιό μου! είπεεἶπε.
 
Αὐταὶ ὑπῆρξαν αἱ τελευταῖαι λέξεις της. Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.
 
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.
 
 
Γραμμή 83 ⟶ 86 :
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΣτ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΖ'}}