Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΕ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΔ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΣτ'}}
<div class="polytonic">
 
Ἐπάνω, εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ὅταν ἔφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη ἡ Φραγκογιαννού, ἐστάθη, ἐγύρισε πρὸς τὸν κατήφορον, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει, κ' ἐκοίταζε μὴν ἵδη ἢ ἀκούση σκιὰν ἢ βῆμα τρέχοντος λαγωνικοῦ, χωροφύλακος. Δὲν ἐφαίνετο τίποτε. Ἀλλ' ὅμως δὲν ἠσθάνετο ἐν ἀσφαλείᾳ.
 
Ἐστάθη ὡς ἀφηρημένη κ' ἐσκέπτετο. Ἔκαμνε κάτι ὡς μαθηματικὸν ὑπολογισμόν. Ἐλογάριαζε τὸν χρόνον ὅσος θ' ἀπητεῖτο ὡς ἔγγιστα, διὰ νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξίν των οἱ δυὸ ταχτικοὶ (τὸν δεύτερον δὲν τὸν εἶδεν, ἀλλὰ τὸν ἐμάντευε), διὰ νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, ἴσως νὰ ζητήσουν πληροφορίας (ἡ λεχώνα θὰ ἐτρόμαζεν ἄδικα, καὶ δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τοὺς εἰπῆ· ἀλλὰ τότε, θὰ ἔτρεχον ἴσως πρὸς τὴν στάνην, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Λυρίγκος κ' ἡ πενθερά του; τόσω περισσότερον θ' ἀργοπορούσαν) εἴτα νὰ πετάξουν τὶς κάπες των κάτω, καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια νὰ τὴν κυνηγήσουν.
===Ι===
 
Ἀλλ' εἶδαν τάχα ἀκριβῶς, ἢ ἐνόησαν, ἢ ἐγνώριζαν τὸ μονοπάτι τὸ ὁποῖον εἶχε πάρει αὐτή; Καὶ μήπως εἶχε τρέξει ὅλην τὴν ὥραν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δρόμον; Καταρχᾶς εἶχε στραφῆ δεξιά, ὡς νὰ ἤθελε νὰ πάρη τὸν κατήφορον, εἴτα ἐστράφη ἀριστερά, κ' ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον - μὲ ὅλον τὸ μειονέκτημα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ ἀνηφορικὸς δρόμος διὰ νὰ λαχανιάση τις, ὅταν καταδιωκόμενος βιάζεται νὰ τρέχη. Ἀλλ' ἐὰν αὐτὴ θὰ ἐλαχάνιαζε, μήπως ἐκεῖνοι, καίτοι νέοι, δὲν ὑπέκειντο εἰς τὸ πάθημα τοῦτο; Ἡ Χαδούλα ἤξευρε μάλιστα, κατὰ σύμπτωσιν, ὅτι ὁ εἰς τῶν δυὸ ἐκείνων νέων ἔπασχεν ἀπὸ ἄσθμα... Δὲν ἧτο πολὺς καιρὸς ἀφότου αὐτὸς εἶχε παρακαλέσει τὸν γαμβρόν της νὰ εἰπῆ τῆς γριᾶς νὰ τοῦ κάμη ἕνα μαντζούνι διὰ τὸ νόσημα τοῦτο.
Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθει, κ' εκοίταζε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εν ασφαλεία.
 
Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν ἐκδούλευσιν αὐτήν, ἡ Γιαννοὺ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένει ἔλεος ἀπὸ τὸν χωροφύλακα. Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμνε τὸ καθῆκον του. Ἂς ἔλειπαν αἱ περιποιήσεις τὰς ὁποίας θὰ τῆς ἔκαμναν, ἂν αὐτὴ ἔπεφτε στὰ χέρια των, καὶ ἂν ἔμελλον νὰ τὴν ὀνομάζουν «σταυρομάννα»!! Εἶχε παρατηρήσει ἄλλοτε, εἰς τὰς περιπετείας καὶ τὰ βάσανα ὅσα εἶχεν ὑποφέρει ἐξαιτίας τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μούρτου, ὅτι τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν ὅταν ὁ καταζητούμενος ἀνθίσταται, ὅταν αὐθαδιάζη, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν φεύγη, καὶ ἀναγκάζωνται αὐτοὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν, ὥστε νὰ βγαίνη ἡ ψυχὴ τοὺς ἀνάποδα... Ὤ! βέβαια ἔχουν δίκαιον τότε νὰ σκληρύνωνται, καὶ νὰ γίνωνται θηρία ἀνήμερα· ὅθεν καὶ ἡ Φραγκογιαννού, φεύγουσα, καὶ βιάζουσα αὐτοὺς νὰ τρέχουν δὲν ἐπερίμενεν ἔλεος ἀπ' αὐτούς.
Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν. Ελογάριαζε τον χρόνον όσος θ' απητείτο ως έγγιστα, διά να συνέλθουν από την έκπληξίν των οι δύο ταχτικοί (τον δεύτερον δεν τον είδεν, αλλά τον εμάντευε), διά να εννοήσουν τι συνέβη, ίσως να ζητήσουν πληροφορίας (η λεχώνα θα ετρόμαζεν άδικα, και δεν θα ήξευρε τίποτε να τους ειπή· αλλά τότε, θα έτρεχον ίσως προς την στάνην, όπου ευρίσκετο ο Λυρίγκος κ' η πενθερά του; τόσω περισσότερον θ' αργοπορούσαν) είτα να πετάξουν τις κάπες των κάτω, και να το βάλουν στα πόδια να την κυνηγήσουν.
 
Ἐκεῖ ὅπου ἵστατο συλλογισμένη, ἀκούει βήματα ὄπισθέν της, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον πρὸς ἐκεῖνο ἐξ οὐ αὐτὴ ἦλθε. Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἧτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ἤρχετο μὲ πατήματα λοξά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν σκύλον του, ὅστις ἐγρύλισεν ἅμα εἶδε τὴν γυναίκα. Ἀλλ' ὁ ἀφέντης του τὸν ἐμάλωσε.
Αλλ' είδαν τάχα ακριβώς, ή ενόησαν, ή εγνώριζαν το μονοπάτι το οποίον είχε πάρει αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλην την ώραν ένα και τον αυτόν δρόμον; Καταρχάς είχε στραφή δεξιά, ως να ήθελε να πάρη τον κατήφορον, είτα εστράφη αριστερά, κ' έτρεξε τον ανήφορον – με όλον το μειονέκτημα το οποίον είχεν ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάση τις, όταν καταδιωκόμενος βιάζεται να τρέχη. Αλλ' εάν αυτή θα ελαχάνιαζε, μήπως εκείνοι, καίτοι νέοι, δεν υπέκειντο εις το πάθημα τούτο; Η Χαδούλα ήξευρε μάλιστα, κατά σύμπτωσιν, ότι ο εις των δύο εκείνων νέων έπασχεν από άσθμα... Δεν ήτο πολύς καιρός αφότου αυτός είχε παρακαλέσει τον γαμβρόν της να ειπή της γριάς να του κάμη ένα μαντζούνι διά το νόσημα τούτο.
 
Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ κ' ἐστάθη. Ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι κ' ἐπήγαινεν εἰς τὸ μανδρί του. Ὑψηλός, μελαψός, ἰσχνός, εὐρύστερνος, τὴν κόμην καὶ τὸ γένειον μὲ χρῶμα ἀχύρου καψαλισμένου, κρατῶν τὴν ράβδον του τὴν κυρτήν, ὑψηλὴν ἴσα μὲ τὸ μπόι του, ἐστάθη ἐνώπιον τῆς Φραγκογιαννούς. Ὁ ἄνθρωπος ἐφαίνετο νὰ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην θλίψην καὶ ἀδημονίαν.
Αλλά με όλην την εκδούλευσιν αυτήν, η Γιαννού ήξευρεν ότι δεν έπρεπε να περιμένει έλεος από τον χωροφύλακα. Ο άνθρωπος έκαμνε το καθήκον του. Ας έλειπαν αι περιποιήσεις τας οποίας θα της έκαμναν, αν αυτή έπεφτε στα χέρια των, και αν έμελλον να την ονομάζουν «σταυρομάννα»!! Είχε παρατηρήσει άλλοτε, εις τας περιπετείας και τα βάσανα όσα είχεν υποφέρει εξαιτίας του υιού της, του Μούρτου, ότι το είδος αυτών των ανθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν όταν ο καταζητούμενος ανθίσταται, όταν αυθαδιάζη, πολύ δε περισσότερον όταν φεύγη, και αναγκάζωνται αυτοί να τον κυνηγούν, ώστε να βγαίνη η ψυχή τους ανάποδα... Ω! βέβαια έχουν δίκαιον τότε να σκληρύνωνται, και να γίνωνται θηρία ανήμερα· όθεν και η Φραγκογιαννού, φεύγουσα, και βιάζουσα αυτούς να τρέχουν δεν επερίμενεν έλεος απ' αυτούς.
 
- Ἅ! ποῦθε αὐτὸ τὸ καλό! εἶπε μὲ τὴν φωνήν του τὴν δυσδιάκριτον καὶ τραχείαν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας ἐνῶ ὡμίλει. Τόμ' σ' ἀγροίκησα, ταμὰμ σὲ προσήφερα, κυρά-Γιαννού... Ὁ Γεραμπὴς σὲ στέλνει!
Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθεν της, από το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε.
 
- Τί λές, γυιέ μου; εἶπε μὲ τὸ ὑποκριτικὸν ἦθος της ἡ Χαδούλα.
Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη. Ήρχετο από το καλύβι κ' επήγαινεν εις το μανδρί του. Υψηλός, μελαψός, ισχνός, ευρύστερνος, την κόμην και το γένειον με χρώμα αχύρου καψαλισμένου, κρατών την ράβδον του την κυρτήν, υψηλήν ίσα με το μπόι του, εστάθη ενώπιον της Φραγκογιαννούς. Ο άνθρωπος εφαίνετο να ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψην και αδημονίαν.
 
- Καλὰ ποὺ σ' ἐσταύρωσα! Εἶπα, αὐτήνη εἶναι κείν' ἡ καλὴ γυναίκα κατ' ἀπ' τὴ χώρα ποὺ γρουνίζει τὰ γιατρικὰ καὶ διώχνει κάθε γρουσουζιὰ ἀλάργα! Τόμ' σ' ἀπείκασα, μονοκοπανιᾶς σ' ἐγρούνισα!.... Μὰ δὲ ξέρ'ς τίποτε, κυρα-Γιαννοὺ μ';
— Α! πούθε αυτό το καλό! είπε με την φωνήν του την δυσδιάκριτον και τραχείαν, σφίγγων τους οδόντας ενώ ωμίλει. Τομ' σ' αγροίκησα, ταμάμ σε προσήφερα, κυρά-Γιαννού... Ο Γεραμπής σε στέλνει!
 
- Τί τρέχει, παιδί μου;
— Τί λες, γυιέ μου; είπε με το υποκριτικόν ήθος της η Χαδούλα.
 
- Μεγάλο ζαράρι μ' εὑρῆκε νὰ 'χω τὸ συμπάθειο, θεια-Γιαννού! Τρανό, ἄτυχο ντέρτι! Ἡ φαμιλιὰ μ', ὄξ' ἀπὸ λόου σου, βγῆκε τὴν νύχτα πρὸς νεροῦ της, ὂξ ἀπ' τὸ καλύβι, κυρα-Γιαννοὺ μ', κ' ἐγύρισε πίσω κακὰ κι ἀδέξια... Ντούρμα βγῆκε, κ' ἐγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, ἀγρούνιστη... Χτυπήθηκε, μακριὰ ἀπὸ λόγου σου... Ἡ γλώσσα τῆς κρεμασμένη, ὄξ' ἀπ' τὸ σιαγόνι της, τὴ λαλιά της τὴν ἔχασε, τὴν ηὗρε κακὴ θερμασιὰ καὶ κρυάδα κι ἀσπασμοί. Κείτεται στὸ στρώμα μισοπεθαμένη!
— Καλά που σ' εσταύρωσα! Είπα, αυτήνη είναι κείν' η καλή γυναίκα κάτ' απ' τη χώρα που γρουνίζει τα γιατρικά και διώχνει κάθε γρουσουζιά αλάργα! Τομ' σ' απείκασα, μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα!.... Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρα-Γιαννού μ';
 
- Ἀλήθεια; Ὤ, ἁμαρτίες!... Καὶ πότε ἔγινε αὐτό;
— Τί τρέχει, παιδί μου;
 
- Προχτὲς τὸ βράδυ, τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, θεια-Γιαννού! Ὄξου ἀπὸ λόου σου, νά' χω τὸ συμπάθειο... Ντούρμα βγῆκε ὄξ' ἀπ' τὸ καλύβι, κ' ἐγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη... Κοπιάζεις ὡς τὸ καλύβι μπάριμ, τώρα ἐδῶ ποὺ σ' ἐσταύρωσα, κυρα-Γιαννοὺ μ! Μονάχα νὰ τὴν θωρήσης, ν' ἀγροικήσης σὲ τί χάλι βρίσκεται... Ἐλμπέτ, καλὸ θὰ τῆς κάμης· μὲ τὰ γιατρικά σου, θὰ διώξης κάθε ἐνάντιο, ἕνα κ' ἕνα!
— Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε να 'χω το συμπάθειο, θεια-Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι! Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρα-Γιαννού μ', κ' εγύρισε πίσω κακά κι αδέξια... Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη... Χτυπήθηκε, μακριά από λόγου σου... Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι ασπασμοί. Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμένη!
 
- Καὶ πῶς τῆς ἦρθε αὐτό; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.
— Αλήθεια; Ω, αμαρτίες!... Και πότε έγινε αυτό;
 
- Ποιὸς ξέρει τί ἁμαρτίες, κυρα-Γιαννοὺ μ'. Ὁ Γεραμπὴς τὸ ξέρει.
— Προχτές το βράδυ, την νύχτα, τα μεσάνυχτα, θεια-Γιαννού! Όξου από λόου σου, να' χω το συμπάθειο... Ντούρμα βγήκε όξ' απ' το καλύβι, κ' εγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη... Κοπιάζεις ως το καλύβι μπάριμ, τώρα εδώ που σ' εσταύρωσα, κυρα-Γιαννού μ! Μονάχα να την θωρήσης, ν' αγροικήσης σε τι χάλι βρίσκεται... Ελμπέτ, καλό θα της κάμης· με τα γιατρικά σου, θα διώξης κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα!
 
Ἡ Χαδούλα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Εἴτα εἶπε:
— Και πώς της ήρθε αυτό; είπεν η Φραγκογιαννού.
 
- Καλά· θὰ πάω ἀποκεῖ, τώρα-τώρα.
— Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρα-Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει.
 
- Νὰ 'χης πολλὴ ζωὴ καὶ καλὴ ψυχή, θεια-Γιαννού! εἶπεν ὁ Καμπαναχμάκης. Ὁ Γεραμπὴς σ' ἔστειλε.
Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε:
 
— Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα.
 
<center>* * *</center>
— Να 'χης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια-Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.
Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη ὁ Καμπαναχμάκης, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη ὅτι θὰ εἶχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διὰ τὴν ἑπομένην νύχτα καὶ ὅτι τὸ καλύτερον θὰ ἧτο νὰ κρυφθῆ τὴν ἡμέραν εἰς καμμίαν λόχμην ἢ εἰς καμμίαν σπηλιᾶν, ὅπου οἱ χωροφύλακες ἀδύνατον θὰ ἧτο νὰ τὴν εὕρωσι.
 
Ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοὺς τὸ ρέμα. Ἐστάθη νὰ πίη νερὸν εἰς μίαν βρύσιν. Ἐκεῖ συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν, τὸν πάτερ Ἰωάσαφ, κηπουρὸν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον διέγραφε πρὸς τὰ ἄνω τὴν σεμνὴν κατατομήν του, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρέματος.
===ΙΙ===
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε καθίσει νὰ λαβὴ ἀναψυχὴν πλησίον τῆς δροσερὰς πηγῆς, ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν χείρα της, ἐφαίνετο βυθισμένη εἰς λογισμούς, καὶ συγχρόνως «αὐτιάζετο» κ' ἔτεινε τὸ οὖς, φανταζόμενη κατὰ πάσαν στιγμὴν ὅτι ἤκουε βήματα τῶν χωροφυλάκων.
Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλύτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι.
 
Ὁ πάτερ-Ἰωάσαφ ἦλθε νὰ γεμίση ἕνα σταμνίον ὕδατος, καὶ ἱδὼν τὴν Φραγκογιαννοὺ τὴν ἐκαλημέρισε.
Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν. Εκεί συνήντησεν ένα γέροντα μοναχόν, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρόν του μοναστηρίου του Ευαγγελισμού, το οποίον διέγραφε προς τα άνω την σεμνήν κατατομήν του, εις την κορυφήν του ρέματος.
 
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σὲ βλέπω....
Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο» κ' έτεινε το ους, φανταζόμενη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων.
 
- Ἄχ! γυιέ μου!... εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Ἔχω βάσανα καὶ πάθια...
Ο πάτερ-Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.
 
- Τὰ βάσανα δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν κόσμο, γερόντισσα... Ὅσο καὶ νὰ κάμη ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ τ' ἀποφύγη...
— Πού βρέθηκες εδώ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σε βλέπω....
 
- ΑχἌχ! γυιέπάτερ μου!...Γιάσαφε, είπενεἶπεν ηἐν θλιβερᾷ διαχύσει ἡ Φραγκογιαννού. ΈχωΝὰ βάσανα'μουν καιπουλὶ πάθια...νὰ πέταγα!!!
 
- «Τὶς δώσει μοὶ πτέρυγας ὡσεὶ περιστεράς;» εἶπεν ὁ Ἰωάσαφ, ἐνθυμηθεὶς τὸν ψαλμόν.
— Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο, γερόντισσα... Όσο και να κάμη ο άνθρωπος, δεν μπορεί να τ' αποφύγη...
 
- Ἤθελα νὰ ἔφευγα ἀπ' τὸν κόσμο, γέροντά μου... Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω πλιά!
— Αχ! πάτερ Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Να 'μουν πουλί να πέταγα!!!
 
- «Ἐμάκρυνας φυγαδεύουσα καὶ ηὐλίσθης ἐν τῇ ἐρήμῳ» εἶπεν πάλιν ὁ γέρων μοναχός.
— «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν.
 
- Μεγάλη φουρτούνα μ' ηὗρε, γέροντά μου, καὶ μεγάλη λιγοψυχιὰ μ' ἐκόλλησε.
— Ήθελα να έφευγα απ' τον κόσμο, γέροντά μου... Δεν μπορώ να υποφέρω πλια!
 
- Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώση, κόρη μου, «ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος», ἐπέφερεν ὁ Ἰωάσαφ, συνεχίζων τὸν ψαλμόν.
— «Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω» είπεν πάλιν ο γέρων μοναχός.
 
- Ἀπ' τὴν κακία, ἀπ' τὴν κακογλωσσιά, ἀπ' τὸ φθόνο, δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώση ἕνας ἄνθρωπος.
— Μεγάλη φουρτούνα μ' ηύρε, γέροντά μου, και μεγάλη λιγοψυχιά μ' εκόλλησε.
 
- «Καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει», ἐπέρανεν ὁ πάτερ Ἰωάσαφ.
— Ο Θεός να σε γλυτώση, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος», επέφερεν ο Ιωάσαφ, συνεχίζων τον ψαλμόν.
 
Εἴτα ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ σταμνὶ τοῦ εἶπε:
— Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώση ένας άνθρωπος.
 
- Ἂν περάσης ἀπὸ τοὺς κήπους, γερόντισσα, φώναξε μὲ νὰ σὲ φιλέψω κανένα μαρούλι κι ὀλίγα κουκιά.
— «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ Ιωάσαφ.
 
Καὶ ἀπεμακρύνθη.
Είτα αφού εγέμισε το σταμνί του είπε:
 
Τὴν ἑσπέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Πέρα-Ράχην, εἰς τὸ καλύβι τοῦ Καμπαναχμάκη. Ἡ σύζυγος τοῦ βοσκοῦ, γυνὴ πλέον ἢ τριάκοντα ἐτῶν καὶ μήτηρ πέντε τέκνων, ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἧτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Τὸ μοῦτρο τῆς εἶχε στραβώσει ἀπὸ τὴν νευρικὴν προσβολήν, ἡ γλώσσα τῆς ἐκρέματο ἔξω τοῦ στόματος, κ' ἐξέπεμπεν ἀνάρθρους φωνάς.
— Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι κι ολίγα κουκιά.
 
- Πῶς σου ἦρθε αὐτό; τὴν ἠρώτησε διὰ νεύματος μᾶλλον ἢ διὰ τῆς φωνῆς ἡ Φραγκογιαννού. Ἡ πάσχουσα ἀπήντησε διὰ γρυλισμοὺ οὐδὲν τὸ ἀνθρώπινον ἔχοντος.
Και απεμακρύνθη.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ ἠσχολεῖτο νὰ βράση βότανα διὰ τὴν πάσχουσαν. Δὲν εἶχε πλέον τὸ καλάθι της, ἀλλὰ εἶχε γεμίσει τοὺς κόλπους της ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλέξει τὴν ἡμέραν κάτω εἰς τὰ ρέματα τῶν κοιλάδων.
Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Καμπαναχμάκη. Η σύζυγος του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν. Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς.
 
Τὰ δυὸ μικρὰ κοράσια τῆς ἀσθενοῦς ἐκάθισαν σιμὰ εἰς τὰ γόνατα τῆς Φραγκογιαννούς, γλειφίδικα, καὶ ζητοῦντα θωπείας. Ἡ Γιαννοὺ ἐθώπευσεν τὰ σιαγόνια των καὶ τοὺς λαιμούς των, τόσον δυνατά, ὥστε ἠσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἐν ἐφώναξε:
— Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος.
 
- Μάννα!
Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν. Δεν είχε πλέον το καλάθι της, αλλά είχε γεμίσει τους κόλπους της από διάφορα μικροσκοπικά χόρτα, τα οποία είχε συλλέξει την ημέραν κάτω εις τα ρέματα των κοιλάδων.
 
Ἀλλ' ἡ μάννα ἤτον δι' αὐτὰ ὡς νὰ μὴν ὑπῆρχε, καὶ τὰ δυστυχῆ πλάσματα δὲν ἦσαν εἰς ἡλικίαν οὔτε νὰ αἰσθανθώσι τὴν ἔλλειψιν, οὔτε νὰ δύνανται τουλάχιστον νὰ τὴν ἀναπληρώσωσι. Τὸ μικρὸν ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὀμήλικον μὲ τὸ κοράσιόν το ἐν, ὡς νὰ ἦσαν δίδυμα, ἔκλαιε κι ἐζήτει «νὰ σηκωθῆ ἡ μάννα του νὰ τοῦ κάμη γριᾶ στὸ τηγάνι».
Τα δύο μικρά κοράσια της ασθενούς εκάθισαν σιμά εις τα γόνατα της Φραγκογιαννούς, γλειφίδικα, και ζητούντα θωπείας. Η Γιαννού εθώπευσεν τα σιαγόνια των και τους λαιμούς των, τόσον δυνατά, ώστε ησθάνθησαν πόνον, και το εν εφώναξε:
 
- Τώρα, γυιέ μου, ἐγὼ νά σου κάμω γριᾶ, εἶπε τυχαίως ἡ Φραγκογιαννού.
— Μάννα!
 
- Δὲν ἔχουμε ἀλεύρι, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν δυὸ κορασίων.
Αλλ' η μάννα ήτον δι' αυτά ως να μην υπήρχε, και τα δυστυχή πλάσματα δεν ήσαν εις ηλικίαν ούτε να αισθανθώσι την έλλειψιν, ούτε να δύνανται τουλάχιστον να την αναπληρώσωσι. Το μικρόν αγόρι, το οποίον εφαίνετο να είναι ομήλικον με το κοράσιον το εν, ως να ήσαν δίδυμα, έκλαιε κι εζήτει «να σηκωθή η μάννα του να του κάμη γριά στο τηγάνι».
 
- Καλά· νὰ ἔλθη ὁ πατέρας νὰ φέρη ἀλεύρι, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοὺ πρὸς τὸ παιδίον, κ' ἐγὼ νά σου κάμω «γριᾶ»! Ἡσύχασε τώρα.
— Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γριά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού.
 
Ἀλλὰ τὸ ἀγόρι δὲν τὰ ἤκουεν αὐτά.
— Δεν έχουμε αλεύρι, θειά, είπε το μεγαλύτερον εκ των δύο κορασίων.
 
- Γριὰ θέλω, καὶ νὰ 'ναι ζαρωμένη γριά! Νὰ 'χη καὶ πετμέζι.
— Καλά· να έλθη ο πατέρας να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γριά»! Ησύχασε τώρα.
 
- Ποῦ νὰ βρεθῆ τὸ πετμέζι, γυιέ μου; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Μεθαύριο νὰ μαυρίσουν τὰ σταφύλια στ' ἀμπέλι, νὰ τὰ τρυγήσουμε, νὰ κόψουμε τὰ ξεκούδουνα ἀπ' τὰ κλήματα, νὰ κάμουμε πολύ-πολὺ πετμέζι νὰ φάη τὸ καλὸ παιδί. Πῶς σὲ λένε;
Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά.
 
- Γιώργη τόνε λέμε, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον κοράσιον.
— Γριά θέλω, και να 'ναι ζαρωμένη γριά! Να 'χη και πετμέζι.
 
- Ἐσένα;
— Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιέ μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε;
 
- Δαφνῶ.
— Γιώργη τόνε λέμε, θειά, είπε το μεγαλύτερον κοράσιον.
 
- Κ' ἐσένα; ἠρώτησεν ἡ Γιαννοὺ τὸ μικρότερον θυγάτριον.
— Εσένα;
 
- Ἀνθή.
— Δαφνώ.
 
- Νὰ ζήσετε!
— Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον θυγάτριον.
 
- Καὶ πότε θὰ τὰ κόψουμε, θειά, τὰ σταφύλια; ἐφώναξε τὸ ἀγόρι. Δὲν πᾶμε τώρα στ' ἀμπέλι νὰ τὰ κόψουμε;
— Ανθή.
 
- Ὄχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.
— Να ζήσετε!
 
- Ταχιά το-ταχύ; εἶπεν ὁ Γιώργης.
— Και πότε θα τα κόψουμε, θειά, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε;
 
- Ναί, γυιόκα μου. Ἀπόψε θὰ δέσουν οἱ ράγες, καὶ θὰ γλυκάνουν, καὶ θὰ μαυρίσουν, καὶ ταχιά το-ταχὺ θὰ πάρουμε τοὺς τρυγολόγους νὰ τρέξουμε στ' ἀμπέλι, νὰ τρυγήσουμε, νὰ τὰ κάμουμε κότσι-κότσι, τὰ σταφύλια, τὰ ξεκούδουνα, νὰ τὰ πατήσουμε, νὰ τὰ λυώσουμε, καὶ θὰ κάμουμε μουστόπιττες καὶ πετμέζια καὶ χίλια λογιῶν καλά... καὶ τότε, θά σου κάμω ἐγὼ μιὰ γριά, ζαρωμένη, ἴσα μὲ τὸ τηγάνι μεγάλη!
— Όχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.
 
- Σέλω νά' ναὶ πουλύ, πουλὺ μεγάλη! εἶπεν ὁ μικρός.
— Ταχιά το-ταχύ; είπεν ο Γιώργης.
 
- Μεγάλη γριά, ἴσα μ' ἐμένα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.
— Ναι, γυιόκα μου. Απόψε θα δέσουν οι ράγες, και θα γλυκάνουν, και θα μαυρίσουν, και ταχιά το-ταχύ θα πάρουμε τους τρυγολόγους να τρέξουμε στ' αμπέλι, να τρυγήσουμε, να τα κάμουμε κότσι-κότσι, τα σταφύλια, τα ξεκούδουνα, να τα πατήσουμε, να τα λυώσουμε, και θα κάμουμε μουστόπιττες και πετμέζια και χίλια λογιών καλά... και τότε, θα σου κάμω εγώ μια γριά, ζαρωμένη, ίσα με το τηγάνι μεγάλη!
 
Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ μικρότερον τῶν δυὸ κορασίων, τὸ Δαφνῶ, καθὼς ἐκοίταζεν ἐναλλὰξ τὸν λύχνον καὶ τὴν Φραγκογιαννοὺ μὲ τεθηπὸς βλέμμα, ὡς νὰ ὑπνωτίσθη ἀπὸ τὸ ὄμμα τῆς γραίας, ἐνύσταξε, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι του πρὸς τὴν ἑστίαν, καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἡ Γιαννοὺ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χεὶρ τῆς ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψη κάπως δυνατώτερα τὸν λαιμὸν τοῦ κορασίου. Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη δρομαῖον βῆμα ἔξωθεν, ἡ θύρα ἠνοίχθη, καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καμπαναχμάκης.
— Σέλω να' ναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός.
 
- Δῶ εἶσαι, κυρά-Γιαννού! εἶπεν ἐν ἄκρᾳ ταραχή. Σήκου! Νὰ φύγης! νὰ κρυφτής!
— Μεγάλη γριά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού.
 
- Τί τρέχει; εἶπεν ἡ γραία, προσπαθοῦσα νὰ φανῆ ἀτάραχος.
Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκοίταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη. Η Γιαννού επιμόνως το εχάδευεν υπό το κατωσάγονον, και πότε η χειρ της εγλίστρα προς τον τράχηλον, και ίσως είχε κλίσιν να θλίψη κάπως δυνατώτερα τον λαιμόν του κορασίου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη δρομαίον βήμα έξωθεν, η θύρα ηνοίχθη, και εισήλθεν ο Καμπαναχμάκης.
 
- Οἱ ταχτικοὶ σὲ χαλεύουν; Τί ζαρὰρ ἔκαμες χριστιανή; Τρέχουν οἱ ταχτικοὶ γυρεύοντας σέ. Σήκου, τρέχα! νὰ κρυφτὴς πουθενὰ μπάριμ! Σὲ λυποῦμαι, καημένη! Τί κρίμα ἔκαμες;
— Δω είσαι, κυρά-Γιαννού! είπεν εν άκρα ταραχή. Σήκου! Να φύγης! να κρυφτής!
 
- Ἐγώ; κρίματα πολλά... Μὰ δὲν ξέρω, γιατί νὰ μὲ γυρεύουν οἱ ταχτικοί, ποῦ μου λές;
— Τί τρέχει; είπεν η γραία, προσπαθούσα να φανή ατάραχος.
 
- Τρέχα, κατὰ δῶ ἔρχονται τώρα. Δὲ γρουνίζω πὼς σ' ἀγροίκησαν πὼς τὰ πρύμισες κατὰ δῶ, θὰ 'ρθουν τώρα νὰ χαλέψουν. Ὅπου κι ἂν εἶναι, πλάκωσαν! Ἀκοῦς! κάτου, στὴ Σκότ'νὴ Σπ'λιά, στὸ Κακόρρεμα, κατακεῖ νὰ πάρης τὸ φύσημά σου! Στὸ κλῆμα στὸ Μονοπάτι, στοῦ Π'λιοῦ τὴ Βρύση, ἐκεῖ νὰ σὲ πάρουν στὸ κοντό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσ'ν! Ἀποκεῖ μπορεῖς νὰ κατεβὴς στὸ Γέροντα, στὸ Ἐρμητήριο, νὰ ξαγορευθῆς, τὰ κρίματα σ', καημένη. Τρέχα!...
— Οι ταχτικοί σε χαλεύουν; Τί ζαράρ έκαμες χριστιανή; Τρέχουν οι ταχτικοί γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! να κρυφτής πουθενά μπάριμ! Σε λυπούμαι, καημένη! Τι κρίμα έκαμες;
 
Ἔτρεξεν ἡ ἀθλία ἀλλὰ δὲν ἠσθήνετο πλέον δυνάμεις ἀκμαίας. Ἡ ἀϋπνία τῶν περασμένων νυκτῶν, ἡ κακοπάθεια, αἱ συγκινήσεις τὴν εἶχον καταβάλει. Τὰ μέρη, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης, ἀπεῖχον πολύ, δὲν ἠδύνατο δὲ νὰ ὁδοιπορήση πρὸς τὰ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀσέληνον νύκτα.
— Εγώ; κρίματα πολλά... Μα δεν ξέρω, γιατί να με γυρεύουν οι ταχτικοί, που μου λες;
 
Καθὼς ἔτρεχεν, αὐτιαζόμενη κατὰ πάσαν στιγμή, ἐξαφνιζομένη, καὶ νομίζουσα ὅτι ἀκούει παντοῦ βήματα, εἰς τὸ μονοπάτι, ἀνάμεσα εἰς δένδρα καὶ θάμνους, ἤκουσε βήματα ἀληθῆ, ἐρχόμενα ἀπὸ διακοσίων βημάτων, ἀπὸ τὸν κύριον δρόμον. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῶν θάμνων, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἦσαν πράγματι οἱ χωροφύλακες, βαδίζοντες πρὸς τὴν καλύβην τοῦ Καμπαναχμάκη, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν αὐτὴ ἤρχετο. Ἐὰν οὕτως εἶχεν, ἡ θέσις τῆς καθίστατο ἀσφαλεστέρα πρὸς τὸ παρόν, καθότι δὲν ἐφοβεῖτο πλέον νὰ τοὺς συναντήση, διὰ τὴν νύκτα ἐκείνην.
— Τρέχα, κατά δω έρχονται τώρα. Δε γρουνίζω πώς σ' αγροίκησαν πώς τα πρύμισες κατά δω, θα 'ρθουν τώρα να χαλέψουν. Όπου κι αν είναι, πλάκωσαν! Ακούς! κάτου, στη Σκοτ'νή Σπ'λιά, στο Κακόρρεμα, κατακεί να πάρης το φύσημά σου! Στο κλήμα στο Μονοπάτι, στου Π'λιού τη Βρύση, εκεί να σε πάρουν στο κοντό, δεν μπορούν να σε πιάσ'ν! Αποκεί μπορείς να κατεβής στο Γέροντα, στο Ερμητήριο, να ξαγορευθής, τα κρίματα σ', καημένη. Τρέχα!...
 
Ἐπροχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τὴν πρωίαν. Ἔφθασεν εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸ Κοιμητήριον τῶν Καλογήρων, εἰς τ' Ἀλώνι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βουρδουναριό, ἀντικρὺ τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κοινοβίου, ἥτις ἧτο κατάκλειστος. Ἀλλως, γυναῖκες ποτὲ δὲν ἐπήρχοντο εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον. Κατῆλθεν εἰς τοὺς κήπους, ὅπου εἶχε συναντήσει τὴν πρωίαν τὸν καλόγηρον, τὸν κηπουρόν, ὅστις τῆς εἶχεν εἰπεῖ διάφορα ρητᾶ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον, τὰ ὁποῖα αὐτὴ δὲν ἐνόει, ἀλλ' ἀορίστως ὑπώπτευεν ὅτι προσηρμόζοντο κάπως εἰς τὴν θέσιν της. Καὶ πράγματι τῆς εἶχον ἀφήσει ὡς ἕνα βόμβον περὶ τὰ ὦτα της· «Τὶς δώσει μοὶ πτέρυγας ὡσεὶ περιστεράς;... Ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. Προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σώζοντα μὲ ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος...».
Έτρεξεν η αθλία αλλά δεν ησθήνετο πλέον δυνάμεις ακμαίας. Η αϋπνία των περασμένων νυκτών, η κακοπάθεια, αι συγκινήσεις την είχον καταβάλει. Τα μέρη, τα οποία είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης, απείχον πολύ, δεν ηδύνατο δε να οδοιπορήση προς τα εκεί εις την ασέληνον νύκτα.
 
Καθὼς ἀνήρχετο τὴν ράχιν ἀντικρύ, πέραν τῶν κήπων, ἄνω τοῦ ρεύματος, ἤκουσε τὸν μικρὸν κώδωνα τοῦ μοναστηριοῦ νὰ ἠχὴ γλυκᾶ, ταπεινὰ καὶ μονότονα, νὰ ἐξυπνὰ τὰς ἠχοῦς τοῦ βουνοῦ, καὶ νὰ δονὴ τὴν μαλακὴν αὔραν. Ἧτο ἄρα μεσονύκτιον, ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ, ὥρα τοῦ Ὄρθρου! Πὼς ἦσαν εὐτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἵτινες εὐθὺς ἀμέσως, ἐκ νεαρὰς ἡλικίας, ὠσὰν ἀπὸ θείαν ἔμπνευσιν, εἶχον αἰσθανθῆ ποιὸν ἧτο τὸ καλύτερον τὸ ὁποῖον ἠμπορούσαν νὰ κάμουν - το νὰ μὴ φέρουν, δηλαδή, ἄλλους εἰς τὸν κόσμον δυστυχεῖς!...καὶ μετὰ τοῦτο, ὅλα ἦσαν δεύτερα. Τὴν φιλοσοφίαν, αὐτοί, τὴν εἶχον λάβει ὡς ἐκ κληρονομίας, χωρὶς <νά> σκοτίσουν τὸν νοῦν των εἰς τὴν «ζήτησιν τῆς ἀληθείας», ὅπου ποτὲ δὲν εὑρίσκεται.
Καθώς έτρεχεν, αυτιαζόμενη κατά πάσαν στιγμή, εξαφνιζομένη, και νομίζουσα ότι ακούει παντού βήματα, εις το μονοπάτι, ανάμεσα εις δένδρα και θάμνους, ήκουσε βήματα αληθή, ερχόμενα από διακοσίων βημάτων, από τον κύριον δρόμον. Εκρύβη όπισθεν των θάμνων, και της εφάνη ότι ήσαν πράγματι οι χωροφύλακες, βαδίζοντες προς την καλύβην του Καμπαναχμάκη, προς το μέρος οπόθεν αυτή ήρχετο. Εάν ούτως είχεν, η θέσις της καθίστατο ασφαλεστέρα προς το παρόν, καθότι δεν εφοβείτο πλέον να τους συναντήση, διά την νύκτα εκείνην.
 
Ἀνέβη ὑψηλότερα τὴν ράχιν, χωρὶς νὰ ἔχη σκοπὸν ἢ ἀπόφασιν ποὺ ἐπήγαινε. Καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, ὀλίγα βήματα μακράν, εἶδε μίαν στάνην, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισεν ὅτι ἤτον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου. Ὁ σκύλος αἰσθανθεῖς μακρόθεν τὴν παρουσίαν της, ἤρχισε νὰ γαυγίζη.
Επροχώρησε προς το μέρος, οπόθεν είχεν έλθει την πρωίαν. Έφθασεν εις τον μικρόν ναΐσκον της Ζωοδόχου Πηγής, εις το Κοιμητήριον των Καλογήρων, εις τ' Αλώνι του Μοναστηριού. Επέρασεν έξω από το Βουρδουναριό, αντικρύ της σιδηράς πύλης του Κοινοβίου, ήτις ήτο κατάκλειστος. Αλλως, γυναίκες ποτέ δεν επήρχοντο εις τον ιερόν περίβολον. Κατήλθεν εις τους κήπους, όπου είχε συναντήσει την πρωίαν τον καλόγηρον, τον κηπουρόν, όστις της είχεν ειπεί διάφορα ρητά από το Ψαλτήριον, τα οποία αυτή δεν ενόει, αλλ' αορίστως υπώπτευεν ότι προσηρμόζοντο κάπως εις την θέσιν της. Και πράγματι της είχον αφήσει ως ένα βόμβον περί τα ώτα της· «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;... Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω. Προσεδεχόμην τον Θεόν, τον σώζοντά με από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος...».
 
Εἶχεν ἔλθει ἄρα, πλησίον εἰς τὸ κατάλυμα τῆς παρελθούσης νυκτὸς χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῆ! Καὶ τώρα μόνον ἤρχισε νὰ τὸ σκέπτεται. Ἕως τὴν στιγμὴν τὸ ἔνστικτον τὴν εἶχεν ὀδηγήσει. Ἀλλὰ τώρα ὁ συλλογισμὸς τῆς διετυποῦτο καθαρά. «Ποῦ ἀλλοῦ θὰ εἶμαι πλέον ἀσφαλής, γιὰ τὴν ὥρα, παρὰ ἐδῶ; Οἱ ταχτικοὶ ποτὲ δὲν θὰ πιστεύουν ὅτι ξαναήλθα πάλιν πρὸς τὸ ἴδιο μέρος, ποὺ μὲ εἶχαν εὑρεῖ χθές, καὶ μ' ἐκυνήγησαν. Ὁ Γιάννης κοιμᾶται στὸ μανδρί του. Στὸ καλύβι θά' ναὶ ἡ λεχώνα, κ' ἡ γριά. Τὴν νύχτα χθές, ἀπὸ τὸν σαστισμὸ κι ἀπὸ τὴ βία μου, ξέχασα ἐκεῖ τὸ καλαθάκι μου. Δὲν θὰ εἶναι καλύτερα νὰ πάω νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα, νὰ τοὺς πουλήσω πάλι δούλεψη μὲ κανένα ψευτογιατρικό, νὰ πάρω καὶ τὸ καλαθάκι μου, καὶ σᾶ φέξη νὰ πάω νὰ κρυφθῶ κάτω στὸ Κακκόρεμα, ἐκεῖ ποῦ λέει ὁ Καμπαναχμάκης;...»
Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, πέραν των κήπων, άνω του ρεύματος, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηριού να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονή την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του Όρθρου! Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλύτερον το οποίον ημπορούσαν να κάμουν – το να μη φέρουν, δηλαδή, άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς!...και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα. Την φιλοσοφίαν, αυτοί, την είχον λάβει ως εκ κληρονομίας, χωρίς <να> σκοτίσουν τον νουν των εις την «ζήτησιν της αληθείας», όπου ποτέ δεν ευρίσκεται.
 
Βεβαίως ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, κάτι θὰ εἶχεν ἀκούσει εἰς βάρος της ἀπὸ χωροφύλακες ἢ ἀπὸ τρίτους, ἀλλὰ τί μ' αὐτό;
Ανέβη υψηλότερα την ράχιν, χωρίς να έχη σκοπόν ή απόφασιν πού επήγαινε. Και έξω από τον δρόμον, ολίγα βήματα μακράν, είδε μίαν στάνην, την οποίαν ανεγνώρισεν ότι ήτον του Γιάννη του Λυρίγκου. Ο σκύλος αισθανθείς μακρόθεν την παρουσίαν της, ήρχισε να γαυγίζη.
 
Δὲν θὰ εἶχε τόσην κακίαν οὔτε τόσον θάρρος, ὥστε νὰ τὴν προδώση. Ἄλλως, αὐτὴ ὡς κυρίαν πρόφασιν, διὰ νὰ εἰσέλθη θὰ προέταττεν ὅτι ἦλθε νὰ ζήτηση τὸ λησμονημένον καλάθι της.
Είχεν έλθει άρα, πλησίον εις το κατάλυμα τής παρελθούσης νυκτός χωρίς να το σκεφθή! Και τώρα μόνον ήρχισε να το σκέπτεται. Έως την στιγμήν το ένστικτον την είχεν οδηγήσει. Αλλά τώρα ο συλλογισμός της διετυπούτο καθαρά. «Πού αλλού θα είμαι πλέον ασφαλής, για την ώρα, παρά εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστεύουν ότι ξαναήλθα πάλιν προς το ίδιο μέρος, που με είχαν ευρεί χθες, και μ' εκυνήγησαν. Ο Γιάννης κοιμάται στο μανδρί του. Στο καλύβι θα' ναι η λεχώνα, κ' η γριά. Την νύχτα χθες, από τον σαστισμό κι από τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου. Δεν θα είναι καλύτερα να πάω να χτυπήσω την πόρτα, να τους πουλήσω πάλι δούλεψη με κανένα ψευτογιατρικό, να πάρω και το καλαθάκι μου, και σα φέξη να πάω να κρυφθώ κάτω στο Κακκόρεμα, εκεί που λέει ο Καμπαναχμάκης;...»
 
Ἐκρύωνε πολὺ ἀπὸ τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, καὶ εἶχεν ἀνάγκη νὰ στεγασθῆ πουθενά, πρὸς ὥραν. Δὲν ἐδίστασε πλέον. Διέβη τὸν ζυγόν, τὸν ἐνούντα τὰς δυὸ ράχεις, ἐπὶ τῆς μεσημβρινωτέρας τῶν ὁποίων ἧτο ἡ μάνδρα, ἐπὶ δὲ τῆς βορειοτέρας ἡ οἰκία τοῦ Λυρίγκου, κ' ἔφθασεν εἰς τὸ καλύβι.
Βεβαίως η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, κάτι θα είχεν ακούσει εις βάρος της από χωροφύλακες ή από τρίτους, αλλά τί μ' αυτό;
 
Ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἡ γραία ἐκοιμάτο, ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἐξυπνήση, κ' ἐλθοῦσα ἤνοιξε τὴν θύραν, χωρίς, αὐτὴν τὴν φοράν, νὰ ἐρώτηση τὶς εἶναι, ἴσως διότι ἧτο μισοκοιμισμένη κ' ἐνήργει ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ μηχανικῶς, ἢ εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰμὴ ὁ γαμβρός της. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη.
Δεν θα είχε τόσην κακίαν ούτε τόσον θάρρος, ώστε να την προδώση. Άλλως, αυτή ως κυρίαν πρόφασιν, διά να εισέλθη θα προέταττεν ότι ήλθε να ζήτηση το λησμονημένον καλάθι της.
 
- Τὸ κοφίνι μ' πλιό, ξέχασα ἀπ' τὴ βία μου, ἐψές, εἶπε. Τὸ εἶδες; Εἶναι πουθενά; Ποῦ τὸ 'χεις;
Εκρύωνε πολύ από τον αέρα του βουνού, και είχεν ανάγκη να στεγασθή πουθενά, προς ώραν. Δεν εδίστασε πλέον. Διέβη τον ζυγόν, τον ενούντα τας δύο ράχεις, επί της μεσημβρινωτέρας των οποίων ήτο η μάνδρα, επί δε της βορειοτέρας η οικία του Λυρίγκου, κ' έφθασεν εις το καλύβι.
 
Ἡ χωρικὴ γραία ἐστάθη καὶ τὴν ἐκοίταξε. Τώρα μόνον ἐφάνη νὰ ἐξύπνησεν ἐντελῶς, καὶ ἀναγνωρίσασα αὐτήν.
Έκρουσε την θύραν. Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερώτηση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη.
 
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπε.
— Το κοφίνι μ' πλιο, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού το 'χεις;
 
- Μὴν ἐρωτᾶς, εἶπεν ἡ Γιαννού. Εἶχα νυχτώσει σ' ἕν' ἄλλο καλύβι, μὰ δὲν εἶχα ὕπνο. Σᾶ θυμήθηκα τὸ κοφίνι μου, ἦρθα. Πῶς εἶστε; Τί κᾶν' ἡ λεχώνα;
Η χωρική γραία εστάθη και την εκοίταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν.
 
- Τί νὰ κάμη; Τὰ ἴδια... Μὰ δέ μου λές, εἶπε μετὰ τινὰ δισταγμὸν ἡ γραία· γιατί σ' ἐγύρευαν κείν' οἱ ταχτικοί;
— Πού βρέθηκες εδώ; είπε.
 
- Φτόνος τοῦ κόσμου, ἀπήντησε μ' ἐτοιμότητα ἡ Φραγκογιαννού. Ἕνα κορίτσ' εἶχε πνιγὴ μὲς στὸ πηγάδι...
— Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσει σ' έν' άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τί κάν' η λεχώνα;
 
- Ε;
— Τί να κάμη; Τα ίδια... Μα δε μου λες, είπε μετά τινά δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;
 
- Καὶ δὲν ξέρω ποιὸς ἐχτρὸς εἶπε πὼς ἔφταια ἐγώ... Μὰ ἔτσι νά' χουμε καλὴ ψυχή, μπορεῖς νὰ τὸ πιστέψης; Τάχα δὲν μποροῦσε νὰ πνίγη καὶ μοναχό του τὸ κορίτσι; Ἦταν ἀνάγκη νὰ βάλω χέρι ἐγώ;
— Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μες στο πηγάδι...
 
- Μαθές!.... ἔκαμεν ἡ γραία.
— Ε;
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐγκατεστάθη, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν νύκτα, σιμὰ εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἑστίας, ὅπου εὗρε καὶ τὸ καλάθι της. Ἐξάναψε τὴν φωτιᾶν, ἔβαλε νερὸ στὸ μπρίκι, καὶ κατεγίνετο νὰ βράση βότανα, τὰ ὁποῖα ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον της.
— Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ... Μα έτσι να' χουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνίγη και μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ;
 
Ἡ λεχώνα ἐκοιμάτο, τοῦ μικροῦ θυγατρίου ἠκούετο ἡ ἀναπνοὴ μέσα εἰς τὴν σκάφην τὴν χρησιμεύουσαν ὡς λίκνον, ὑπὸ τὸ στέφανον τοῦ βαρελιοῦ τὸ ἀνέχον ὑψηλὰ ἐν λεπτὸν πανίον. Ἐνίοτε ἐκλαυθμύριζε. «Κοί, κοί, κοί!» ἐπρόφερεν ἡ γραία, ἡ προμήτωρ, ἥτις εἶχε κλείσει το ἐν ὄμμᾳ, καὶ μὲ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τοῦ κανδηλίου καὶ εἰς τὴν διαλείπουσαν τῆς ἑστίας ἀναλαμπήν, δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζη τὴν Φραγκογιαννού. Τέλος, μετὰ ὥραν, ἡ γραία καίτοι ἐφαίνετο ἀπόφασιν ἔχουσα νὰ μὴ κοιμηθῆ, τῆς ἦλθεν ὁ προδότης ὁ ὕπνος - ἴσως δι' αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ἐκοίταζε λίαν ἐπιμόνως τὴν ὕποπτον γυναίκα καὶ ἀπεκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
— Μαθές!.... έκαμεν η γραία.
 
Τὸ βρέφος ἐκλαυθμύριζεν ἀκόμη. Ἡ μάμμη δὲν ἠγρύπνει πλέον διὰ ν' ἀπαγγέλλη τὸ μονότονον «Κοί, κοί, κοί!»
Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο μπρίκι, και κατεγίνετο να βράση βότανα, τα οποία έβγαλεν από τον κόλπον της.
 
- «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!» Τὸ παράπονον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου ἐβόμβει εἰς τὰ ὦτα τῆς Φραγκογιαννούς.
Η λεχώνα εκοιμάτο, του μικρού θυγατρίου ηκούετο η αναπνοή μέσα εις την σκάφην την χρησιμεύουσαν ως λίκνον, υπό το στέφανον του βαρελιού το ανέχον υψηλά εν λεπτόν πανίον. Ενίοτε εκλαυθμύριζε. «Κοι, κοι, κοι!» επρόφερεν η γραία, η προμήτωρ, ήτις είχε κλείσει το εν όμμα, και με το άλλο, εις το ασθενές φως του κανδηλίου και εις την διαλείπουσαν της εστίας αναλαμπήν, δεν έπαυσε να κοιτάζη την Φραγκογιαννού. Τέλος, μετά ώραν, η γραία καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος – ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκοίταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού.
 
Ἡ λεχώνα δὲν εἶχεν ἐξυπνήσει. Ἡ γραία Χαδούλα ἐκινήθη ὀλίγον, ἐτανύσθη ἐπὶ τῶν γονάτων της, κ' ἔφθασε τὸ λίκνον. Παρεμέρισε τὸ λευκὸν πανίον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς κούνιας, κ' ἔτεινε τὴν χείρα διὰ νὰ θωπεύση τὸ μικρόν, ἐνῶ τοῦτο ἐκλαυθμύριζεν. Ἔφραξε μὲ τὴν χείρα της τὸ μικρὸν στόμα, διὰ νὰ μὴ φωνάζη, ἐκοίταξε πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχώνας, εἴτα πρὸς τὴν στρωμνὴν ἔφ' ἧς ἐκεῖτο κουβαριασμένη ἡ γραία.
Το βρέφος εκλαυθμύριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι!»
 
Ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἐπνίγη. Μίαν χεριᾶν ἀκόμη ἐχρειάζετο νὰ κάμη ἡ Φραγκογιαννού. Μὲ τὴν ἄλλην χείρα, τοῦ ἔσφιξε δυνατὰ τὸν λαιμόν... Εἴτα ἐμάζωξε τὸ λεπτὸν πανίον διὰ νὰ τὸ ρίψη πάλιν ἐπάνω τῆς στεφάνης. Ἡ χεὶρ τῆς προσέκοψεν εἰς τὴν σανίδα, κ' ἔκαμε μικρὸν θόρυβον. Ἡ γραία, ἥτις δὲν ἐκοιμάτο βαρέως, ἐξύπνησεν. Ἀνετινάχθη, ἐσκίρτησεν. Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ ν' ἀποσύρη τὴν χείρα της καὶ ν' ἀποχωρῆ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ τῶν γονάτων, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της.
— «Όλο κοριτσούδια, το έρμο!» Το παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς.
 
- Τί κάνεις; ἔκραξεν ἔντρομος ἡ γραία.
Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμύριζεν. Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκοίταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης εκείτο κουβαριασμένη η γραία.
 
Ἡ λεχώνα ἐπετάχθη, ἀνεπήδησε.
Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιξε δυνατά τον λαιμόν... Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης. Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της.
 
- Τί εἶναι, μάννα;
— Τί κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της.
Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε.
 
- Τίποτα· θέλησα νὰ τὸ κάμω νὰ λουφάξη, νὰ μὴν κλαίη, ἀπήντησεν.
— Τί είναι, μάννα;
 
Ἡ γραία μάμμη ἔκυψε πρὸς τὴν κούνιαν.
Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.
 
- Πηγαίνω τώρα, ἔφεξε, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού... Δῶσε τῆς λεχώνας τὸ γιατρικὸ ποὺ ἔβρασα νὰ τὸ πιῆ!
— Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν.
 
Καὶ πάραυτα ἐξῆλθεν. Ἔτρεξε μὲ βῆμα δρομαῖον ν' ἀπομακρυνθῆ τάχιστα. Ἐπῆρε τὸν ἐπάνω δρόμον, κατὰ τὸ δάσος, διὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ὅπου ἤτον ἡ στάνη.
Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν.
 
Ἧτο γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Μαΐου. Ἡ κυανωπὴ καὶ ροδίνη ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ ἔχριε μὲ ἀπόχρωσιν μελιχρᾶν τὰ χόρτα καὶ τοὺς θάμνους. Ἠκούετο ὁ μινυρισμὸς τῶν ἀηδόνων εἰς τὸ δάσος, καὶ τ' ἀναρίθμητα μικρὰ πουλιὰ ἐτέλουν ἐκθύμως, ἀπλήστως, τὴν συναυλίαν των τὴν ἄφατον.
— Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού... Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιή!
 
Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεμακρύνθη πολλὰ βήματα, ἤκουσε βραχνὴν κραυγὴν ὄπισθέν της. Ἧτο ἡ γραία, ἡ μήτηρ τῆς λεχώνας· ἔξαλλος, τραβοῦσα τὰ μαλλιά της, εἶχε τρέξει ἔξω τῆς καλύβης, κ' ἐφώναζε:
Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρινήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.
 
- Πιάστε τὴν!... Πιάστε τὴν! Μᾶς ἔκαμε φονικό!
Ήτο γλυκειά αυγή του Μαΐου. Η κυανωπή και ροδίνη ανταύγεια του ουρανού έχριε με απόχρωσιν μελιχράν τα χόρτα και τους θάμνους. Ηκούετο ο μινυρισμός των αηδόνων εις το δάσος, και τ' αναρίθμητα μικρά πουλιά ετέλουν εκθύμως, απλήστως, την συναυλίαν των την άφατον.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεχεν, ἔτρεχε. Ἤλπιζε νὰ χωθῆ τὸ ταχύτερον εἰς τὸ δάσος, ὅπου, καὶ ἂν τυχὸν ἔτρεχον κατόπιν της, τὰ ἴχνη τῆς τάχιστα θὰ ἐχάνοντο.
Αφού η Φραγκογιαννού απεμακρύνθη πολλά βήματα, ήκουσε βραχνήν κραυγήν όπισθέν της. Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας· έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε:
 
Ἀλλὰ πάρ' ἐλπίδα, μετ' ὀλίγα λεπτά, εὑρέθη ἀντιμέτωπος τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου, βαδίζοντος πρὸς τὴν οἰκίαν του. Οὗτος εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν συνήθη ὥραν, κ' ἐπήγαινε πρὸς τὸ καλύβι, ἴσως διὰ νὰ κράξη πρὸς συνεργασίαν τὴν πενθεράν του, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν πρωίαν. Ἀλλ' ὅταν εἶδε τὴν πενθεράν του νὰ φωνάζη καὶ νὰ χειρονομὴ τόσον μακράν, ὥστε δὲν ἠδύνατο ν' ἀκούη τί αὔτη ἔλεγεν, ὀδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῶν χειρονομιῶν της, εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ νὰ φεύγη πρὸς τὸ μέρος τοῦ δάσους - τότε, ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, κ' ἐφώναξε μεγάλη τὴ φωνὴ πρὸς τὴν Φραγκογιαννού.
— Πιάστε την!... Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό!
 
- Τί εἶναι;... Τί τρέχει;
Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχε. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.
 
Τότε ἡ Χαδούλα ἐστάθη, κ' ἐφώναξε μακρόθεν πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον.
Αλλά παρ' ελπίδα, μετ' ολίγα λεπτά, ευρέθη αντιμέτωπος του Γιάννη του Λυρίγκου, βαδίζοντος προς την οικίαν του. Ούτος είχεν εξυπνήσει την συνήθη ώραν, κ' επήγαινε προς το καλύβι, ίσως διά να κράξη προς συνεργασίαν την πενθεράν του, όπως και την προλαβούσαν πρωίαν. Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τί αύτη έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσους – τότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού.
 
- Φεύγω!... Πάω νά...
— Τί είναι;... Τί τρέχει;
 
Ὁ Γιάννης ὁ Λυρίγκος εἶχε τρέξει ὀλίγα βήματα, κ' ἦλθε πλησιέστερα πρὸς τὴν Φραγκογιαννού. Τότε κι αὐτή, ἀποφασιστικῶς, προέβη δυὸ ἢ τρία βήματα πλησιέστερα πρὸς ἐκεῖνον.
Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν ἐτοιμότητά της. Ηὐτοσχεδίασε.
— Φεύγω!... Πάω να...
 
- Γιάννη! ἡ γυναίκα σου ἔχει τοὺς πόνους! Εἶναι ἄσκημα.
Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον.
 
- Ἔχει τοὺς πόνους! ἀνέκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ ἄνθρωπος. Τί λές, χριστιανή μου;
Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.
 
- Ἔχει κι ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! ἰσχυρίσθη μὲ τόλμην ἡ Φραγκογιαννού.
— Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα.
 
- Ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της!
— Έχει τους πόνους! ανέκραξεν εν άκρα απορία ο άνθρωπος. Τί λες, χριστιανή μου;
 
- Ναί, αὐτὸ πού σου λέω. Μόνο τρέχα στὸ χωριὸ νὰ φωνάξης τὴ μαμμή!... νὰ πὴς καὶ τοῦ γιατροῦ νὰ 'ρθη!
— Έχει κι άλλο παιδί στην κοιλιά της! ισχυρίσθη με τόλμην η Φραγκογιαννού.
 
Ὁ Λυρίγκος ἐστάθη. Πέραν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ ὀροπεδίου, πρὸ τῆς οἰκίας, ἡ πενθερὰ τοῦ ἐφώναζεν ἀκόμη βραχνὰς κραυγάς, τὰς ὁποίας ἔπαιρνε μακρὰν ὁ ἄνεμος, χωρὶς ὁ Γιάννης ν' ἀκούη, τί ἔλεγεν ἐκείνη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ὡμίλει μὲ θάρρος, κ' ἐφαίνετο ὅτι ἤξευρε τί ἔλεγε.
— Άλλο παιδί στην κοιλιά της!
 
- Πῶς γίνεται αὐτὸ ποτέ; ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης. Εἶσαι καλά, χριστιανή μου;
— Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό να φωνάξης τη μαμμή!... να πης και του γιατρού να 'ρθη!
 
- Αὐτὸ γίνεται, ἐπέμενεν ἡ Φραγκογιαννού. Οὖλες τὶς φορὲς τὰ διπλάρικα δὲν πέφτουν μαζὶ ἀπ' τὴν κοιλιά. Τὸ ἕνα, τὸ πλιὸ ἀδύνατο ἀπ' τὰ δυό, ἀργεῖ καὶ ὧρες καὶ μέρες νὰ πέση.
Ο Λυρίγκος εστάθη. Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη, τί έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τί έλεγε.
 
- Ἀλήθεια! Ἔχω ἀκουστά μου, εἶπεν ὁ Γιάννης.
— Πώς γίνεται αυτό ποτέ; ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου;
 
- Κατὰ πὼς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρὰ ἡ Φραγκογιαννού, αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἕνα τὸ παιδὶ θὰ πιάστηκε ὕστερ' ἀπ' τὸ ἄλλο.
— Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού. Ούλες τις φορές τα διπλάρικα δεν πέφτουν μαζί απ' την κοιλιά. Το ένα, το πλιο αδύνατο απ' τα δυο, αργεί και ώρες και μέρες να πέση.
 
- Αὐτὸ εἶναι τάχα; εἶπε μὲ ἦθος οἴκτου ὁ Λυρίγκος.
— Αλήθεια! Έχω ακουστά μου, είπεν ο Γιάννης.
 
- Τρέχα τὸ γληγορότερο! νὰ πᾶς νὰ φέρης τὸ γιατρό!...
— Κατά πώς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρά η Φραγκογιαννού, αυτήν την φορά το ένα το παιδί θα πιάστηκε ύστερ' απ' το άλλο.
 
- ΑυτόἘσὺ είναιποῦ τάχαπᾶς; είπεἠρώτησεν με ήθος οίκτου ο Λυρίγκος.
 
- Ἐγὼ πάω στὸν Ἀϊ-Χαράλαμπο... πάω νὰ φωνάξω τὸν παπα-Μακάριο, νὰ 'ρθή νὰ τῆς κάμη μιὰ παράκληση, τῆς γυναίκας!
— Τρέχα το γληγορότερο! να πας να φέρης το γιατρό!...
 
- Καλά! Τρέξε!
— Εσύ πού πας; ηρώτησεν ο Λυρίγκος.
 
— Εγώ πάω στον Αϊ-Χαράλαμπο... πάω να φωνάξω τον παπα-Μακάριο, να 'ρθή να της κάμη μια παράκληση, της γυναίκας!
 
— Καλά! Τρέξε!
 
Και η Φραγκογιαννού έτρεξε.
 
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξε.
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΔ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΣτ'}}