Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΔ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΓ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΕ'}}
<div class="polytonic">
 
 
ΠερίΠερὶ τατὰ πρώταπρῶτα γλυκοχαράγματα, τοτὸ βρέφος είχενεἶχεν εξυπνήσειἐξυπνήσει, κι άρχισεἄρχισε νανὰ κλαυθμυρίζη. Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ έκαμεἔκαμε καικαὶ πάλιν «κουμάντο». ΕσυμβούλευσεἘσυμβούλευσε τηντὴν λεχώλεχὼ νανὰ βάλη τοτὸ παιδίον ειςεἰς τοτὸ βυζί, διάδιὰ νανὰ δοκιμάση ανἂν κατέβη τοτὸ γάλα. Συγχρόνως ηκούσθηἠκούσθη κρότος έξωθενἔξωθεν, κ' ευθύςεὐθὺς κατόπιν μιαμιὰ φωνή.
 
- Γριά!... Γριά! κοιμάστε;
 
ΉτονἬτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλειἐκάλει τηντὴν πενθερά του.
 
Η γραία εγνώρισεἐγνώρισε τηντὴν φωνήν, εσηκώθηἐσηκώθη κ' έτρεξενἔτρεξεν ειςεἰς τηντὴν θύραν.
 
- ΈλαἜλα νανά μου δώσης έναἕνα χέρι, εφώναξενἐφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιόςπαραγυιὸς λείπει κ' είμαιεἶμαι μοναχός.
 
Ο Γιάννης φαίνεται ότιὅτι δενδὲν εσκέφθηἐσκέφθη κανκᾶν νανὰ ερωτήσηἐρωτήση διάδιὰ τητὴ λεχώ, τηντὴν γυναίκα του, καικαὶ διάδιὰ τοτὸ τέκνον του, πώςπὼς είχονεἶχον. ΗσθάνετοἨσθάνετο μόνον επείγουσανἐπείγουσαν ανάγκηνἀνάγκην, κ' έκραζεἔκραζε τηντὴν πενθεράν του νανὰ τοντὸν βοηθήση ειςεἰς ταςτὰς ποιμενικάςποιμενικᾶς εργασίαςἐργασίας τηςτῆς πρωίας, δηλαδήδηλαδὴ ίσωςἴσως ειςεἰς τοτὸ ξεμάνδριασμα, τοτὸ άρμεγμαἄρμεγμα, καικαὶ τατὰ λοιπά.
 
- ΔενΔὲν μπορείμπορεῖ κανείςκανεὶς μοναχός του, τοτὸ έρμοἔρμο!... Πρέπει νανὰ 'χη τέσσερα χέρια! επρόσθεσενἐπρόσθεσεν ωςὡς αυτοδικαιολογούμενοςαὐτοδικαιολογούμενος.
 
Η γραία εξήλθεἐξῆλθε τρέχουσα. Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ έμεινεἔμεινε μόνη, μεμὲ τηντὴν λεχώλεχὼ καικαὶ τοτὸ βρέφος.
 
Η νεαράνεαρὰ γυνήγυνὴ είχεεἶχε λαγοκοιμηθήλαγοκοιμηθῆ πάλιν, καικαὶ δενδὲν είχενεἶχεν αντιληφθήἀντιληφθῆ καλώςκαλῶς τηντὴν απουσίανἀπουσίαν τηςτῆς μητρός της. Μετ' ολίγαςὀλίγας στιγμάςστιγμὰς εξύπνησεἐξύπνησε καικαὶ είπεεἶπε:
 
- ΠούΠοῦ πάει η μάννα, θαθὰ πωπῶ;
 
Η Φραγκογιαννού, φρονούσαφρονοῦσα ότιὅτι τοτὸ καλύτερον ήτονἤτον η λεχώνα νανὰ κοιμάταικοιμᾶται γιαγιὰ νανὰ ησυχάζηἡσυχάζη, καικαὶ γνωρίζουσα ότιὅτι η απόκρισιςἀπόκρισις η διδομένη ειςεἰς τουςτοὺς πυρέσσοντας καικαὶ ειςεἰς τουςτοὺς ωςὡς ενἐν υπνοβασίαὑπνοβασίᾳ παριμιλούντας βλάπτει μάλλονμᾶλλον ή ωφελείὠφελεῖ, δενδὲν απήντησεἀπήντησε τίποτε. Η λεχώλεχὼ ευθύςεὐθὺς καικαὶ πάλιν απεκοιμήθηἀπεκοιμήθη.
 
ΤοΤὸ θυγάτριον εκἐκ νέου άρχισεἄρχισε νανὰ κλαυθμυρίζη πολύπολὺ τρυφεράτρυφερὰ καικαὶ παραπονετικά, μέχρις οχληρότητοςὀχληρότητος. Η Φραγκογιαννού, ήτιςἥτις είχεεἶχε λησμονήσει όλαςὅλας ταςτὰς τύψεις, ταςτὰς οποίαςὁποίας είχενεἶχεν αισθανθήαἰσθανθῆ αλγεινώςἀλγεινῶς υπόὑπὸ ταςτὰς μελανάςμελανὰς πτέρυγας τωντῶν ονείρωνὀνείρων της, καικαὶ εσπαράσσετοἐσπαράσσετο καικαὶ πάλιν απόἀπὸ τουςτοὺς όνυχαςὄνυχας τηςτῆς πραγματικότητας, άρχισεἄρχισε νανὰ σκέπτεται μέσα της:
 
- ΑχἌχ! δίκιο έχειἔχει, ο καημένος, ο Λυρίγκος... «ΌλοὍλο κοριτσούδια, τοτὸ έρμοἔρμο, όλοὅλο κοριτσούδια!»... ΚαιΚαὶ τί ξαλάφρωμα θαθὰ ήτονἤτον τώρα γι' αυτόναὐτόν, γιαγιὰ τηντὴν άμοιρηἄμοιρη τητὴ γυναίκα του, νανὰ τουτοῦ τοτὸ 'παιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος!... αυτόαὐτὸ κανκᾶν πουποὺ 'ναι μικρό, καικαὶ δενδὲν έχειἔχει ν' αφήσηἀφήση μεγάλον καημόκαημὸ πίσω του!
 
ΤηνΤὴν στιγμήνστιγμὴν εκείνηνἐκείνην τηςτῆς ήλθενἦλθεν ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν μία μικράμικρὰ απορίαἀπορία· πούποὺ ευρίσκοντοεὑρίσκοντο τ' άλλαἄλλα κοράσια τουτοῦ Λυρίγκου, τατὰ μεγαλύτερα. Τότε ενθυμήθηἐνθυμήθη ότιὅτι πρινπρὶν ν' αναβήἀναβῆ ειςεἰς τοτὸ καλύβι, όπουὅπου ευρίσκετοεὑρίσκετο τώρα, τοτὸ οποίονὁποῖον ήτοἧτο χαμηλόνχαμηλὸν ανώγειονἀνώγειον, επέρασενἐπέρασεν έξωἔξω απόἀπὸ τηντὴν θύραν ενόςἑνὸς άλλουἄλλου μικροτέρου καλυβίου, τοτὸ οποίονὁποῖον ήτοἧτο χαμόγειον, καικαὶ ήτοἧτο κτισμένον δίπλα, κολλητάκολλητὰ μεμὲ τοτὸ πρώτονπρῶτον. ΉτοἯτο τοτὸ μικρόνμικρὸν καλυβάκι τηςτῆς γραίας, τηςτῆς πενθεράςπενθερᾶς τουτοῦ Λυρίγκου, κ' εκείἐκεῖ μέσα τήςτῆς είχεεἶχε φανήφανῆ ότιὅτι ήκουενἤκουεν αναπνοάςἀναπνοὰς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. ΕκείἘκεῖ βέβαια θαθὰ εκοιμώντοἐκοιμῶντο, μαζίμαζὶ μεμὲ τηντὴν μικράνμικρὰν θείαν τους τηντὴν άγαμονἄγαμον, τατὰ άλλαἄλλα κοράσια τουτοῦ Λυρίγκου.
 
ΩςὩς ενἐν αλλοφροσύνηἀλλοφροσύνῃ καικαὶ ενἐν πλάνηπλάνῃ ονείρουὀνείρου, έτεινεἔτεινε τηντὴν χείραν προςπρὸς τοτὸ λίκνον, εντόςἐντὸς τουτοῦ οποίουὁποίου ωλόλυζεὠλόλυζε τοτὸ μικρόν... ΈκαμεἜκαμε χειρονομίαν ωςὡς διάδιὰ νανὰ σχηματίση τουςτοὺς δακτύλους της ειςεἰς διλαβίδα, ειςεἰς αρπάγηνἀρπάγην καικαὶ στραγγαλιάνστραγγαλιᾶν. ΗσθάνετοἨσθάνετο τηντὴν στιγμήνστιγμὴν εκείνηνἐκείνην αγρίανἀγρίαν χαράνχαρὰν νανὰ πνίξη τοτὸ μικρόνμικρὸν θυγάτριον... ΤηςΤῆς ήλθενἦλθεν ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν ότιὅτι ήτοἧτο αβάπτιστονἀβάπτιστον, καικαὶ ανἂν τοτὸ έπνιγεἔπνιγε, θαθὰ είχεεἶχε διπλήνδιπλῆν αμαρτίανἁμαρτίαν... Η σκέψις αύτηαὔτη επίἐπὶ μίαν στιγμήνστιγμὴν τηντὴν ανεχαίτισενἀνεχαίτισεν, αλλἀλλ' όμωςὅμως απεφάσισεἀπεφάσισε νανὰ υπερπηδήσηὑπερπηδήση τοντὸν φραγμόνφραγμὸν τούτοντοῦτον... ΠαράΠαρὰ έναἕνα δάκτυλον, η χειρχεὶρ τηςτῆς έψαυεἔψαυε τοντὸν λαιμόνλαιμὸν τουτοῦ μικρούμικροῦ πλάσματος...
 
ΤηνΤὴν στιγμήνστιγμὴν εκείνηνἐκείνην ηκούσθηἠκούσθη φωνή, βήμαβῆμα, κρότος, ειςεἰς τοτὸ μικρόνμικρὸν χαγιάτι έξωἔξω, καικαὶ η θύρα, τηντὴν οποίανὁποίαν η γραία, η πενθεράπενθερὰ τουτοῦ Λυρίγκου αναχωρήσασαἀναχωρήσασα δενδὲν είχεεἶχε κλείσει μεμὲ τοτὸ μάνδαλον, αλλάἀλλὰ μόνον τηντὴν είχεεἶχε γείρει, ηνοίχθηἠνοίχθη πέραν καικαὶ πέραν, ενδίδουσαἐνδίδουσα ειςεἰς ώθησινὤθησιν έξωθενἔξωθεν.
 
- ΕδώἘδῶ είναιεἶναι, ηρώτησενἠρώτησεν ο εμφανισθείςἐμφανισθεῖς άνθρωποςἄνθρωπος, εδώἐδῶ είναιεἶναι τοτὸ σπίτι τουτοῦ Λυρίγκου, τουτοῦ τσοπάνη;
 
ΉτονἬτον χωροφύλαξ, μεμὲ τοτὸ χιτώνιον μισοκουμβωμένον, φουσκωτόνφουσκωτὸν επίἐπὶ τουτοῦ στήθους, μεμὲ τοτὸ κασκέτον στραβά, μεμὲ στριμμένον τοντὸν μύστακα, καικαὶ μεμὲ τηντὴν κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επίἐπὶ τουτοῦ αριστερούἀριστεροῦ ώμουὤμου.
 
Μέσα στοστὸ καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβηνενἐτρεμόσβηνεν εμπρόςἐμπρὸς ειςεἰς τατὰ εικονίσματαεἰκονίσματα. Η φωτιάφωτιὰ είχεεἶχε καλυφθήκαλυφθῆ καικαὶ πάλιν απόἀπὸ τηντὴν τέφραν. ΤοΤὸ λυχνάρι σβηστόνσβηστὸν εκρέματοἐκρέματο απόἀπὸ τοτὸ μικρόνμικρὸν ράφι τηςτῆς εστίαςἑστίας. ΉτοἯτο σκότος. ΈξωἜξω, είχενεἶχεν εξημερώσειἐξημερώσει, καικαὶ παράπαρὰ δύοδυὸ λεπτάλεπτὰ ο ήλιοςἥλιος θ' ανέτελλενἀνέτελλεν.
 
Ο άνθρωποςἄνθρωπος δενδὲν έβλεπενἔβλεπεν ειμήεἰμὴ αμυδράςἀμυδρὰς σκιάςσκιὰς μέσα. ΤηνΤὴν λεχώναν ειςεἰς τηντὴν στρωμνήν της, ωςὡς αμαυρόνἀμαυρὸν όγκονὄγκον κατακειμένην, τοτὸ βρέφος τοτὸ οποίονὁποῖον εσάλευεἐσάλευε καικαὶ ανάσαινενἀνάσαινεν εντόςἐντὸς τηςτῆς σκάφης, ήτιςἥτις εχρησίμευενἐχρησίμευεν ωςὡς λίκνον... καικαὶ τηντὴν ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ καθημένην ωςὡς φάντασμα, καικαὶ τείνουσαν τηντὴν χείραν προςπρὸς τοτὸ λίκνον.
 
Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ έμεινεἔμεινε μεμὲ τηντὴν χείρα τεταμένην. ΤηνΤὴν κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. ΕντόςἘντὸς δευτερολέπτου ήλθενἦλθεν ειςεἰς εαυτήνἑαυτήν, καικαὶ είδεεἶδε τοντὸν φοβερόνφοβερὸν κίνδυνον.
 
ΑκριβώςἈκριβῶς όπισθένὄπισθέν της ήτοἧτο ενἐν μικρόνμικρὸν παράθυρον βλέπον προςπρὸς βορράνβορρᾶν, υπόσαθρονὑπόσαθρον, νοτισμένον καικαὶ κακοκλεισμένον. ΩςὩς νανὰ είχεεἶχε τιναχθήτιναχθῆ απόἀπὸ έκρηξινἔκρηξιν, εστράφηἐστράφη μηχανικώςμηχανικῶς, άνοιξεἄνοιξε τοτὸ παράθυρον, κ' επήδησενἐπήδησεν έξωἔξω. ΈπεσενἜπεσεν επάνωἐπάνω ειςεἰς χόρτα καικαὶ άχυραἄχυρα, καικαὶ ο δούποςδοῦπος τηςτῆς πτώσεωςπτώσεώς της ούτεοὔτε ηκούσθηἠκούσθη. ΤοΤὸ χαμηλόνχαμηλὸν παράθυρον μόλις ανείχεἀνεῖχε μισήνμισὴν οργυιάνὀργυιὰν απόἀπὸ τουτοῦ εδάφουςἐδάφους.
 
Μόνον είχεεἶχε ξεχάσει νανὰ πάρη μαζί το ραβδί της καικαὶ τοτὸ καλάθι της, τατὰ οποίαὁποῖα ωςὡς τόσον ευρίσκοντοεὑρίσκοντο δίπλα της, ειςεἰς τοτὸ πάτωμα. ΉτοἯτο άξιονἄξιον απορίαςἀπορίας, πώςπὼς τόσον είχεεἶχε σαστίσει. ΤαΤὰ ενθυμήθηἐνθυμήθη ακριβώςἀκριβῶς τηντὴν στιγμήνστιγμὴν καθ' ηνἢν άρχισεἄρχισε νανὰ τρέχη μετάμετὰ τοτὸ πήδημαπήδημά της, κ' έτσιἔτσι τηςτῆς ήρχετοἤρχετο ανἂν ήτοἧτο τρόπος, νανὰ γυρίση πίσω νανὰ τατὰ πάρη, καικαὶ νανὰ στραβωθούνστραβωθοῦν, νανὰ μηνμὴν τηντὴν ιδούνἰδοῦν οιοἱ διώκταιδιῶκται της.
 
ΩςὩς τόσον έτρεχενἔτρεχεν, έτρεχενἔτρεχεν... είχενεἶχεν εισέλθηεἰσέλθη μέσα ειςεἰς τοτὸ δάσος, τουτοῦ οποίουὁποίου τατὰ διάφορα μονοπάτια τηςτῆς ήσανἦσαν πολύπολὺ γνωστά. ΔενΔὲν εγύριζεἐγύριζε νανὰ ιδήἰδῆ οπίσωὀπίσω της... ΉτοἯτο βεβαία ότιὅτι οιοἱ δύοδυὸ «ταχτικοί» θ' αργήσουνἀργήσουν νανὰ εννοήσουνἐννοήσουν τιτί συνέβη, καικαὶ νανὰ βαλθούνβαλθοῦν νανὰ τηντὴν κυνηγήσουν.
 
ΤωΤῷ όντιὄντι οιοἱ δύοδυὸ εκείνοιἐκεῖνοι άνδρεςἄνδρες τηςτῆς δημοσίας ανάγκηςἀνάγκης δενδὲν ενόησανἐνόησαν κατ' αρχάςἀρχὰς τιτί είχεεἶχε συμβήσυμβῆ. ΤουςΤοὺς είχεεἶχε στείλει «κατεπείγονκατεπεῖγον» οπίσωὀπίσω ο ειρηνοδίκηςεἰρηνοδίκης, απόἀπὸ κοινούκοινοῦ μεμὲ τοντὸν πάρεδρον τοντὸν αστυνόμονἀστυνόμον, όστιςὅστις, ειςεἰς όσαὅσα απεφαίνετοἀπεφαίνετο ο εμπνευσμένοςἐμπνευσμένος εκείνοςἐκεῖνος λειτουργόςλειτουργὸς τηςτῆς Θέμιδος, έλεγεἔλεγε πάντοτε ναιναί, καικαὶ μεμὲ τοντὸν ενωμοτάρχηνἐνωμοτάρχην, όστιςὅστις δενδὲν έλεγεἔλεγε ποτέποτὲ όχιὄχι, τουςτοὺς είχεεἶχε στείλει νανὰ υπάγουνὑπάγουν ειςεἰς τηντὴν αγροτικήνἀγροτικὴν οικίανοἰκίαν τουτοῦ ΙωάννουἸωάννου Λυρίγκου, διάδιὰ νανὰ τοντὸν προσκαλέσουν νανὰ εμφανισθήἐμφανισθῆ ενώπιονἐνώπιον τωντῶν αρχώνἀρχῶν, κ' ενἐν ανάγκηἀνάγκῃ νανὰ τοντὸν φέρουν διάδιὰ τηςτῆς βίας, επειδήἐπειδή, εξἐξ' όσωνὅσων είχονεἶχον διηγηθήδιηγηθῆ τηντὴν εσπέρανἑσπέραν τηςτῆς προτεραίας, ειςεἰς τηντὴν πολίχνην, οιοἱ δύοδυὸ χωροφύλακες, οιοἱ ειρημένοιεἰρημένοι φωστήρεςφωστῆρες συνέλαβον τηντὴν υπόνοιανὑπόνοιαν ότιὅτι ο Λυρίγκος ενείχετοἐνείχετο ειςεἰς τηντὴν υπόθεσινὑπόθεσιν τηςτῆς φυγήςφυγῆς τηςτῆς γυναικόςγυναικὸς Χαδούλας, χήρας ΙωάννουἸωάννου Φράγκου, χριστιανήςχριστιανῆς καικαὶ εκτελούσηςἐκτελούσης οικιακάοἰκιακὰ έργαἔργα, τηντὴν οποίανὁποίαν έλεγονἔλεγον ότιὅτι είχονεἶχον ιδείἰδεῖ ν' αναρριχάταιἀναρριχᾶται ειςεἰς τοντὸν κρημνόνκρημνὸν τουτοῦ πετρώδους βουνούβουνοῦ οιοἱ δύοδυὸ στρατιωτικοίστρατιωτικοὶ άνδρεςἄνδρες.
 
ΌθενὍθεν αμέσωςἀμέσως, περίπερὶ όρθρονὄρθρον βαθύν, αφούἀφοῦ εκοιμήθησανἐκοιμήθησαν επίἐπὶ δύοδυὸ ή τρειςτρεῖς ώραςὥρας, φορούντεςφοροῦντες όληνὅλην τηντὴν στολήν των, οιοἱ δύοδυὸ χωροφύλακες, ειςεἰς τατὰ ισόγειαἰσόγεια τηςτῆς δημαρχίας, τατὰ γεμάτα απόἀπὸ βλατούδεςβλατοῦδες, σαρανταποδαρούσεςσαρανταποδαροῦσες καικαὶ σαμαμίθια, τατὰ οποίαὁποῖα εχρησίμευονἐχρησίμευον ωςὡς καζάρμα (η καζάρμα αυτήαὐτὴ ήτονἤτον ο τρόμος τωντῶν αγυιοπαίδωνἀγυιοπαίδων, τωντῶν μοσχομαγκώνμοσχομαγκῶν, ωςὡς καικαὶ όλωνὅλων τωντῶν οφειλετώνὀφειλετὼν τουτοῦ δημοσίου), ειςεἰς ενἐν σφύριγμασφύριγμᾳ τουτοῦ ενωμοτάρχουἐνωμοτάρχου εσηκώθησανἐσηκώθησαν, επήρανἐπῆραν τιςτὶς κάπες των, καικαὶ τοτὸ έβαλανἔβαλαν δρόμον διάδιὰ τοτὸ βουνόν.
 
ΕστέλλοντοἘστέλλοντο ιδίωςἰδίως διάδιὰ νανὰ φέρουν τοντὸν Λυρίγκον (καθώςκαθὼς καικαὶ πάντα άλλονἄλλον βοσκόν, τοντὸν οποίονὁποῖον θαθὰ ηξήταζονἠξήταζον οιοἱ ίδιοιἴδιοι, καικαὶ όστιςὅστις θαθὰ έλεγεἔλεγε «μπερδεμένα λόγια», εφρόντισεἐφρόντισε νανὰ προσθέση ο ειρηνοδίκηςεἰρηνοδίκης), αλλάἀλλὰ προπρὸ πάντων διάδιὰ νανὰ μυρισθούνμυρισθοῦν τατὰ ίχνηἴχνη τηςτῆς ΦραγκογιαννούςΦραγκογιαννοὺς καικαὶ κατορθώσουν νανὰ τηντὴν ανακαλύψουνἀνακαλύψουν. ΔιάΔιὰ τούτοτοῦτο είχονεἶχον πληρεξουσιότητα νανὰ ψάξουν όλαὅλα τατὰ μανδριάμανδριὰ καικαὶ τιςτὶς στάνες, καικαὶ νανὰ εξετάσουνἐξετάσουν όλουςὅλους τουςτοὺς βοσκούςβοσκοὺς τουτοῦ βουνούβουνοῦ. ΌθενὍθεν, διάδιὰ καλόνκαλὸν καικαὶ διάδιὰ κακόν, επήρανἐπῆραν μαζίμαζὶ καικαὶ τιςτὶς κάπες των.
 
ΌτανὍταν ο πρώτοςπρῶτος χωροφύλαξ ώθησεὤθησε τηντὴν θύραν τουτοῦ οικίσκουοἰκίσκου, καικαὶ είδεεἶδε σκότος καικαὶ σκιάνσκιὰν μέσα, ήκουσεἤκουσε τοντὸν κρότον τουτοῦ βορεινούβορεινοῦ παραθύρου ανοιγομένουἀνοιγομένου, είδενεἶδεν ακτίναςἀκτίνας φωτόςφωτὸς εκείθενἐκεῖθεν νανὰ εισδύωσιεἰσδύωσι, κ' ευθύςεὐθὺς ενἐν μαύρονμαῦρον σώμασῶμα νανὰ φράττη ταςτὰς ακτίναςἀκτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένον, άμορφονἄμορφον, καικαὶ ήκουσεἤκουσε τοντὸν ασθενήἀσθενῆ δούπονδοῦπον τηςτῆς πτώσεως. Τότε τοτὸ παράθυρον έμεινενἔμεινεν ανοικτόνἀνοικτόν, καικαὶ ειςεἰς ταςτὰς δίπλας διασταυρουμένας ακτίναςἀκτίνας ταςτὰς διάδιὰ τηςτῆς θύρας καικαὶ τουτοῦ παραθύρου, είδεεἶδε καθαράκαθαρὰ τηντὴν γυναίκα τηντὴν λεχώ, εξαπλωμένηνἐξαπλωμένην επίἐπὶ τηςτῆς κλίνης της.
 
- Τί τρέχει εδώἐδῶ; εφώναξενἐφώναξεν έκπληκτοςἔκπληκτος ο άνθρωποςἄνθρωπος.
 
- Η λεχώνα εξύπνησεἐξύπνησε, κ' επρόφερεἐπρόφερε μεμὲ ασθενήἀσθενῆ φωνήν:
 
— Μάννα, εσύ 'σαι... Ήρθες;
 
- Μάννα, εσύἐσὺ 'σαι... ΉρθεςἮρθες;
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΓ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΕ'}}