Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΓ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά) μετατροπή σε πολυτονικό |
||
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΔ'}}
<div class="polytonic">
Μετ'
- Ἀλήθεια;
Πάραυτα
Ὁ βοσκὸς ἐφώναξεν ἔκπληκτος:
Μετ'
:''κ' κεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου, καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω...''
▲:''Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,''
▲:''τον ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν' αγναντέψω.''
▲:''Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,''
▲Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη. Εάν αυτοί ανήρχοντο επάνω, εις τα μανδριά των βοσκών, κ' έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν;... Μήπως δεν είχαν χλωρήν μυζήθραν οι βοσκοί, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλιάτα, ή ακόμα και κόττες διά στραγγάλισμα και ψήσιμον, εις πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Εάν τυχόν κανείς από τους βοσκούς εγελάτο, κ' εδείκνυεν εις τους χωροφύλακας το μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίς της δεν θα εκόπτετο; Και ήτο απείρως δυσκολώτερον να καταβή, οπόθεν ανέβη, εκτός αν εγίνετο πτερόπους κ' έφευγε...
Εἶχε μέγα ἐνδιαφέρον νὰ ἐμάνθανε τί τοῦ εἶπαν τοῦ Λυρίγκου οἱ δυὸ «ταχτικοί», καὶ τί αὐτὸς εἶπε. Τὸ καλύβι τοῦ Λυρίγκου, τὸ ἐγνώριζε, ἤτον ἐπάνω στὴν ράχιν, ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀπεῖχεν ὡς εἴκοσι λεπτὰ τῆς ὥρας. Τώρα, βέβαια, ὁ Λυρίγκος θὰ εἶχε μάθει τὸ διατὶ αὐτὴ κατεδιώκετο νὰ συλληφθῆ καὶ διὰ ποιὰν πράξιν κατηγορεῖτο. Καὶ μὲ τί μούτρα νὰ παρουσιασθῆ, τότε, στὸ καλύβι αὐτή; Ἀλλὰ πιθανὸν ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἐκοιμάτο στὸ καλύβι, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὴν μάνδραν τῆς ἀγέλης του, ἥτις θὰ εὑρίσκετο ἐκεῖ κάπου, ὄχι πολὺ μακράν. Καὶ τότε αὐτὴ θὰ εὕρισκε τὰς δυὸ γυναίκας, τὴν λεχὼ καὶ τὴν μητέρα της, θὰ τὰς ἐξάφνιζε... Τί νὰ κάμη; Ποιὰν ἀπόφασιν νὰ λαβή;
Ἀπεναρκώθη, καὶ χωρὶς νὰ κοιμᾶται ἐντελῶς, ὠνειρεύετο. Τῆς ἐφάνη ὅτι εὑρίσκετο ἀλλοῦ, εἰς ἄλλον τόπον. Σιμὰ εἰς τὸν Ἀϊ-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ἐκεῖνον τὸν Ἁγιον ὅστις ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους, κ' ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν· ἐκεῖ ἔξαφνα εὑρέθη. Ἀντίκρυζε τὸν κῆπον τοῦ Περιβολᾶ, μὲ τὴν γυναίκα τὴν κατάκλειστον εἰς τὴν καλύβην, τὴν ἄρρωστην. Ἔβλεπε τὴν θύραν τοῦ φραγμένου κήπου, τὸ πηγάδι, τὴν στέρναν, τὸ μάγγανον. Ἤκουσεν εὐκρινῶς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν στέρναν μία βαθεία, πολὺ βαθεία, ἀλλόκοτος βοή. Ἐταράσσετο τὸ νερὸν τῆς στέρνας, μὲ παφλασμὸν τρικυμίας, ἐφώναζε, καὶ σχεδὸν ὡμίλει ὡς ἄνθρωπος. Αὐτὴ διέκρινεν ἐναργὼς τὴν λέξιν τὴν ὁποίαν ἐπρόφερε τὸ λαλοῦν ἐκεῖνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...»
Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν: «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»▼
▲
Εἴτα εὐθὺς συνῆλθεν εἰς ἑαυτήν, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ προφέρη τῆς προσευχῆς τὰ καταπραϋντικὰ λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ...» Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἀνεπόλησε τὰ λησμονημένα λόγια ἑνὸς τροπαρίου, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει πολλὰς φορὰς εἰς τὴν νεότητά της νὰ ψάλλη ἕνας γέρων ἱερεύς: «Ἰησοῦ γλυκύτατε Χριστέ... Ἰησοῦ μακρόθυμε!»
Τότε εὐθὺς τῆς ἦλθε πάλιν ὁ ὕπνος, βαθὺς καὶ διαρκέστερος. Καὶ τότε ὠνειρεύθη οἰονεῖ ὅτι ἐξαναέζη ὅλην τὴν περασμένην ζωήν της. Καὶ παραδόξως, μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἔβλεπε τὰ ἐπίλοιπα ἐκ τῶν ὀνείρων τῆς παρελθούσης ἡμέρας. Ἔβλεπεν ὄχι πλέον ὅτι ὑπανδρεύετο ἢ προικίζετο, ἀλλὰ ὅτι ἐγέννα, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι εἶχε καὶ τὰς τρεῖς κόρας τῆς συγχρόνως, τὴν Δελχαρῶ, τὴν Ἀμέρσαν καὶ τὴν Κρινιῶ, μικράς, σχεδὸν ὀμήλικας ὡς νὰ ἦσαν τρίδυμοι. Ὅτι αἱ τρεῖς, κρατούμεναι ἐκ τῶν χειρῶν, ἵσταντο ἔμπροσθέν της, καὶ τῆς ἐζήτουν θωπείας, ἀσπασμοὺς καὶ φιλεύματα. Αἴφνης, τὰ πρόσωπά των, ἀλλοιωθέντα, δὲν ὠμοίαζαν πλέον ὡς τῶν τριῶν θυγατέρων της, ἀλλὰ προσέλαβον ὅλους τοὺς χαρακτήρας τῶν τριῶν ἐκείνων κορασίων, τῶν πνιγμένων, καί, ὡς κομβολόγιον ἐκρεμάσθησαν αἴφνης ἀπὸ τὸν λαιμόν της.
— Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησε μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε... στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάνε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!▼
▲
Ω! αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αυταί αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! Οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!... Πώς θ' αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της! Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι αποδώ!» Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι. Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλύτερον ήτο να τρέξη προ του κινδύνου, και αν τους συνήντα καθ' οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδος των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.▼
▲
Ἔτρεξε τὸν δρομίσκον τὸν ἀνωφερῆ, εἰς τὴν ἀστροφεγγιᾶν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, καὶ μετὰ ἡμίσειαν ὥραν ἔφθασεν ἀσθμαίνουσα εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ Λυρίγκου. Ἐστάθη διὰ νὰ λαβὴ ἀναπνοή, εἴτα ἔκρουσε τὴν θύραν.
Περὶ ἑνὸς μόνου ἧτο βεβαία, ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» εὑρίσκοντο παντοῦ ἀλλοῦ, ἀλλ' ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ καλύβι, ὅπου ὑπῆρχε γυνὴ λεχὼ μὲ τὴν συντροφιᾶν τῆς μητρός της. Ἐὰν ἔμειναν τὴν νύκτα εἰς τὸ βουνόν, θὰ εὑρίσκοντο εἰς ἐν ἀπὸ τὰ μανδριὰ τῶν ποιμνίων.
Ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, ἥτις δὲν εἶχεν ὕπνον νὰ κοιμηθῆ, ὅπως δὲν ἐκοιμάτο καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ πρὸ ἡμερῶν, ὅταν ἐσυντρόφευε τὴν λεχώ, τὴν κόρην της, ἐσηκώθη καὶ ἠρώτησε;
- Ποιὸς εἶναι;
- Μ' ἔστειλε ὁ Γιάννης, ἀπήντησεν ἔξωθεν τῆς κλειστῆς θύρας ἡ Χαδούλα, χωρὶς νὰ εἴπη τ' ὄνομά της, γιὰ νὰ κάμω γιατρικὰ τῆς λεχώνας.
— Τέτοιαν ώρα;▼
— Δεν μπόρεσα νωρίτερα να 'ρθω.▼
- Ποῦ τὸν ηὗρες;
— Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμα.▼
Ἡ γραία ἀπέσυρε τὸν μοχλὸν καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.
— Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού· σ' αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.▼
▲
Ἅμα ἐπάτησε τὸν πόδα μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ φέρεται ὡς οἰκοκυρά. Εἰς τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου, τοῦ καίοντος ἐμπρὸς εἰς ἐν παλαιὸν εἰκόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τὸν Χριστὸν ἐν τῷ μέσῳ, καὶ διαφόρους ἁγίους εἰς τὰς δυὸ πτέρυγας, ἐπῆγε κατ' εὐθείαν εἰς τὴν ἑστίαν, σιμὰ εἰς τὴν στρωμνὴν τῆς λεχοῦς, ἐπὶ τοῦ δαπέδου, ἐδοκίμασε τὴν φωτιᾶν, καὶ εἶδεν ὅτι ἤτον μισοσβησμένη. Ἐπῆρε ξυλάρια καὶ ξηρόκλαδα, ἀπὸ ἕνα σωρὸν παρὰ τὴν γωνίαν, ἔρριψεν ὀλίγα εἰς τὴν ἑστίαν, ἐφύσησε κ' ἐξάναψε τὴν φλόγα. Ἔλαβεν ἕνα ἰμβρίκι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς ἑστίας, τὸ ἐγέμισε νερόν, ἔψαξεν εἰς τὸ καλάθι της, ἐπῆρε δυὸ ἢ τρία κλωναράκια βοτάνων, τὰ ἔρριψε μέσα, κ' ἔβαλε τὸ ἀγγεῖον εἰς τὸ πῦρ.
Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν:▼
- Μὴν τὴν ξυπνᾶς... Σὰν ξυπνήση, ὕστερα νὰ τὸ πιη αὐτό.
Ἡ γυνὴ ἀπήντησε διὰ νεύματος. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐξηκολούθει νὰ φυσὰ τὸ πῦρ. Ἡ γραία, ἐν ἀμηχανίᾳ, ἐπεθύμει νὰ τὴν ἐρώτηση καὶ πάλιν πὼς εὑρέθη ἐκεῖ τοιαυτην ὥραν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἡ κόρη τῆς ἔκαμνε κακὴ λεχωσιᾶ, κ' ἐφοβεῖτο μὴν ἐξυπνήση ἔξαφνα καὶ θορυβηθῆ.
Τὸ θυγάτριον, μικρὸν ράκος, δυὸ ἡμερῶν ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶχε ἔλθει κι αὐτὸ εἰς τὸν κόσμον δι' ἁμαρτίας καὶ βάσανα, ἐκοιμάτο εἰς τὴν κοιτίδα του, ἀλλ' ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἧτο δύσκολος καὶ ἠκούετο ἐν μέσῳ τῆς σιωπῆς. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ὅταν τὸ φύσημα τοῦ ἐγίνετο ὀπωσοῦν σφοδρότερον, καὶ τὸ βρέφος ἐφαίνετο ἕτοιμον νὰ ξυπνήση καὶ νὰ φωνάξη, ἡ μαμμὴ τὸ ἐνανούριζε δι' ἑνὸς μονοσυλλάβου, «Κοί, κοί, κοί, κοί!», ἐφαίνετο δὲ τῷ ὄντι ἡ συλλαβὴ αὔτη (ἥτις φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πρώτη συλλαβὴ τοῦ «κοιμήσου!», ἢ αὐτὴ ἡ ρίζα τοῦ «κεῖμαι»), ἐφαίνετο, λέγω, πολλάκις ἐπαναλαμβανομένη, νὰ ἐξασκὴ παράδοξον ὑποβολὴν καὶ γοητείαν.
Ἡ ὥρα παρήρχετο. Εἶχον λαλήσει ἤδη δυὸ φόρας τὰ ὀρνίθια. Ἡ Πουλιὰ εἶχεν ὑπερβῆ πρὸ πολλοῦ τὸ μεσουράνημα. Ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν κορυφὴν τῆς ράχης, ὅπου ἦσαν ἄλλα καλύβια κατοικούμενα ἀπὸ τὰς οἰκογενείας βοσκῶν, ἠκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εἰς ταῦτα ἀπήντησεν εὐθὺς τὸ λάλημα τῶν πετεινῶν ἀπὸ τὸν ὀρνιθώνα τοῦ καλυβιοῦ τοῦ Λυρίγκου.
Η λεχώνα εξύπνησε. Η μάννα της της έδωκεν να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάσει η Φραγκογιαννού.▼
▲
— Κουράγιο, κοπέλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν.▼
— Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα.▼
Τὴν ἐκοίταζε μὲ ἀπορίαν, κ' ἐδυσκολεύετο νὰ τὴν ἀναγνωρίση.
— Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού.▼
- Καλὰ ποὺ ἦρθες, ἐδήλωσε τότε καὶ ἡ γραία.
Τῷ ὄντι, αὔτη, ἂν καὶ εἶχε παραξενευθῆ καταρχᾶς, ἐσκέφθη καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ παρουσία τῆς Γιαννοὺς ἧτο μία παρηγορία εἰς τὴν μοναξίαν των.
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΔ'}}
|