Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΓ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΔ'}}
<div class="polytonic">
 
 
Μετ' ολίγονὀλίγον τωτῷ όντιὄντι, αφούἀφοῦ η ΓιαννούΓιαννοὺ εξήλθεἐξῆλθε τηςτῆς κρύπτης, καικαὶ βαίνουσα παράπαρὰ τοτὸ ρεύμαρεῦμα ένευενἔνευεν εδώἐδῶ κ' εκείἐκεῖ αναζητούσαἀναζητοῦσα βότανα, επλησίασεἐπλησίασε τοτὸ κοπάδι τωντῶν προβάτων μεικτόνμεικτὸν μετάμετὰ τινων αιγώναἰγῶν καικαὶ ο βοσκόςβοσκὸς ενεφανίσθηἐνεφανίσθη. Η ΓιαννούΓιαννοὺ τοντὸν ανεγνώρισενἀνεγνώρισεν αμέσωςἀμέσως. ΉτονἬτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. ΆμαἍμα είδεεἶδε τηντὴν γραίαν, άρχισεἄρχισε νανὰ φωνάζει μακρόθεν:
 
- ΚαιΚαὶ πούποὺ σ' αυτόναὐτὸν τοντὸν κόσμο, θεια-ΓαρουφαλιάΓαρουφαλιὰ (Ο Λυρίγκος ανεγνώρισεἀνεγνώρισε τοτὸ πρόσωπον, αλλάἀλλά, φαίνεται, δενδὲν ενθυμείτοἐνθυμεῖτο καλώςκαλῶς τοτὸ όνομαὄνομα). ΚαλάΚαλὰ πουποὺ σ' ηύραηὔρα!... Ο ΘεόςΘεὸς σ' έστειλεἔστειλε!
 
- Τί νανὰ τρέχη; είπεεἶπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει νανά μου πηπῆ. Βέβια, ο άνθρωποςἄνθρωπος δενδὲν θαθὰ έχηἔχη ακούσειἀκούσει τίποτα γιαγιὰ τατὰ πάθια τατὰ δικά μου.
 
- Ξέρεις τίποτα, θεια-Γαρουφαλιά; επανέλαβενἐπανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενοςἐρχόμενος.
 
- Τί νανὰ ξέρω, γυιέ μου; είπενεἶπεν υποκριτικώςὑποκριτικῶς η Φραγκογιαννού, απέχουσαἀπέχουσα νανὰ εξαγάγηἐξαγάγη τοντὸν άνθρωπονἄνθρωπον εκἐκ τηςτῆς πλάνης όσονὅσον αφοράἀφορᾶ τοτὸ βαπτιστικόνβαπτιστικὸν τηςτῆς όνομαὄνομα, είτεεἴτε επέφερενἐπέφερεν: - ΑπόἈπὸ τατὰ ψεςψὲς λείπω απἀπ' τοτὸ χωριό. ΉρθαἮρθα νανὰ μαζώξω βότανα σταστὰ ρέματα.
 
- ΆκουσεἌκουσε θεια-Γαρουφαλιά, επανέλαβεἐπανέλαβε μεμὲ απλότηταἁπλότητα ο άνθρωποςἄνθρωπος. ΑπόψεἈπόψε γεννήσαμε, στοστὸ καλύβι.
 
- Γεννήσατε;
 
- Σπαργανίσαμε! ΕίναιΕἶναι τοτὸ τρίτο κοριτσάκι πουπού μας ήρθεἦρθε σταστὰ πέντα χρόνια... όλοὅλο κοριτσούδια, τοτὸ έρμοἔρμο!
 
- ΝαΝά σας ζήση! είπενεἶπεν η γραία. ΚαλήΚαλὴ σαράντιση τηςτῆς φαμιλιάςφαμιλιᾶς σου!
 
- ΩςὩς τόσο, τοτὸ κοριτσάκι ήρθεἦρθε στονστὸν κόσμο άρρωστοἄρρωστο, κι όλοὅλο κλαίει, καικαὶ στοστὸ βυζίβυζὶ δενδὲν κολλάει. Κ' η μάννα του η καψερή, τόσο καλάκαλὰ δενδὲν είναιεἶναι... ΌλοὍλο κάψη καικαὶ σεκλέτι, τοτὸ έρμοἔρμο!
 
- Ἀλήθεια;
— Αλήθεια;
 
- ΝαΝὰ ήθελεςἤθελες νανά μας έκανεςἔκανες τητὴ χάρη, νανὰ περνούσεςπερνοῦσες απἀπ' τοτὸ καλύβι, νανὰ έκανεςἔκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια-Γαρουφαλιά;... ΕκείνηἘκείνη η πεθερά μου δεδὲ φελάει τίποτα, τί σου κάμη;
 
- ΜαΜὰ τώρα κοντεύει νανὰ νυχτώση... είπεεἶπε μεμὲ υποκρισίανὑποκρισίαν η Φραγκογιαννού.
 
ΚαιΚαὶ μέσα τηςτῆς έλεγεἔλεγε: «ΤοΤὸ ριζικό μου είναιεἶναι πλιοπλιό! ΩχὪχ ΘεΘέ μου!»
 
- ΑςἊς νυχτώση... ΑνἊν θέλης, κοιμάσαικοιμᾶσαι στοστὸ καλύβι.
 
Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ εστάθηἐστάθη ωςὡς νανὰ εδίσταζενἐδίσταζεν. ΑλλἈλλ' ήτονἤτον ετοίμηἑτοίμη νανὰ συναινέση.
 
ΤηνΤὴν ιδίανἰδίαν στιγμήν, μεμὲ τηντὴν τελευταίαν ακτίναἀκτίνα τουτοῦ ηλίουἡλίου, ήτιςἥτις εχρύσωνεἐχρύσωνε τηντὴν κορυφήνκορυφὴν τουτοῦ ανατολικούἀνατολικοῦ λόφου μεμὲ τουςτοὺς ελαιώναςἐλαιώνας τουςτοὺς πολλούς, κ' έκαμνεἔκαμνε νανὰ στίλβη τοτὸ φύλλωμα τωντῶν ελαίωνἐλαίων, εφάνησανἐφάνησαν δύοδυὸ άνθρωποιἄνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοιδρομαῖοι απόἀπὸ έναἕνα μονοπάτι μεταξύμεταξὺ δύοδυὸ ελαιώνωνἐλαιώνων.
 
Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ τουςτοὺς είδεεἶδε πρώτη κ' ετρόμαξενἐτρόμαξεν. Ο ήλιοςἥλιος, όστιςὅστις κατέλαμπε τατὰ φύλλα, έκαμνεἔκαμνε νανὰ γυαλίζουν καικαὶ τατὰ κομβία τηςτῆς στολήςστολῆς των τατὰ προπρὸ μακρούμακροῦ χρόνου αγυάλισταἀγυάλιστα. ΉσανἮσαν οιοἱ χωροφύλακες.
 
Πάραυτα η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ έστρεφεἔστρεφε τατὰ νώτανῶτα προςπρὸς τοντὸν Γιάννην τοντὸν Λυρίγκον, κ' έτρεξεἔτρεξε προςπρὸς τηντὴν ρίζαν τουτοῦ πετρώδους βουνούβουνοῦ, προςπρὸς δυσμάς.
 
Ὁ βοσκὸς ἐφώναξεν ἔκπληκτος:
Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος:
 
- ΠούΠοῦ παςπᾶς, θεια-Γαρουφαλιά;
 
- Σιώπα! παιδί μου, τουτοῦ εσύριξενἐσύριξεν έντρομοςἔντρομος η γυνή, ανἂν αγαπάςἀγαπᾶς τοντὸν Χριστό! ΈρχονταιἜρχονται ταχτικοί!... ΝαΝὰ μηνμὴν πηςπὴς πωςπὼς μεμὲ είδεςεἶδες!
 
- Ταχτικοί;
 
- ΝαΝὰ μημὴ μεμὲ μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! ΗσύχασεἩσύχασε!... ΑνἊν γλυτώσω τώρα, τηντὴν νύχτα θαθά' ρθωρθῶ στοστὸ καλύβι σας...
 
ΚαιΚαὶ αφούἀφοῦ έβγαλεἔβγαλε τατὰ πασουμάκια της, τατὰ οποίαὁποῖα εξερχομένηἐξερχομένη απόἀπὸ τηντὴν γούρναν είχεεἶχε φορέσει, καικαὶ τατὰ έρριψεἔρριψε μέσα στοστὸ καλάθι, άρχισεἄρχισε ν' αναρριχάταιἀναρριχᾶται ελαφράἐλαφρὰ πατούσαπατοῦσα, ανυπόδητηἀνυπόδητη, μεμὲ τοτὸ καλάθι της περίπερὶ τοντὸν αριστερόνἀριστερὸν αγκώναἀγκώνα, μεμὲ τοτὸ ραβδί της ειςεἰς τηντὴν χείρα τηντὴν δεξιάν, τοντὸν κρημνόνκρημνὸν τοντὸν ανωφερήἀνωφερῆ, όπουὅπου μόνον τατὰ ολίγαὀλίγα ερίφιαἐρίφια, όσαὅσα ήσανἦσαν μεταξύμεταξὺ τωντῶν προβάτων τουτοῦ Λυρίγκου, θαθὰ ηδύναντοἠδύναντο ν' αναρριχηθώσιἀναρριχηθώσι.
 
Μετ' ολίγαὀλίγα δευτερόλεπτα, αφούἀφοῦ ανήλθενἀνῆλθεν ειςεἰς ύφοςὕφος ολίγωνὀλίγων οργυιώνὀργυιῶν, εκρύπτετοἐκρύπτετο όπισθενὄπισθεν τουτοῦ πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετοἐγίνετο άφαντηἄφαντη.
 
ΕυθύςΕὐθὺς κατόπιν οιοἱ δύοδυὸ χωροφύλακες, οίτινεςοἵτινες διάδιὰ νανὰ φθάσουν έωςἕως τοτὸ μέρος όπουὅπου ευρίσκετοεὑρίσκετο ο βοσκόςβοσκὸς ήτοἧτο ανάγκηἀνάγκη νανὰ χαμηλώσουν καικαὶ διέλθουν τοτὸ ρεύμαρεῦμα, μεταξύμεταξὺ τηςτῆς πυκνήςπυκνῆς λόχμης –και-καὶ τηντὴν περίστασιν ταύτην είχενεἶχεν επωφεληθήἐπωφεληθῆ όπωςὅπως φύγη η Φραγκογιαννού–Φραγκογιαννού- έφθασανἔφθασαν πλησίον τουτοῦ Λυρίγκου. Ο βοσκόςβοσκὸς ενἐν τωτῷ μεταξύμεταξὺ εκοίταζεἐκοίταζε τατὰ αιγοπρόβατάαἰγοπρόβατά του, τατὰ εφώναξεἐφώναξε: «Τίβι! τίβι!... όιὅι! όιὅι!...» ΕπροσπάθειἘπροσπάθει νανὰ τατὰ συμμαζέψη καικαὶ τατὰ φέρη προςπρὸς τοντὸν ανήφορονἀνήφορον, διάδιὰ νανὰ τατὰ οδήγησηὀδήγηση προςπρὸς τηντὴν ράχιν τηντὴν μεσημβρινήν, όπουὅπου ευρίσκετοεὑρίσκετο η στάνη του.
 
ΟιΟἱ δύοδυὸ άνδρεςἄνδρες εχαιρέτησανἐχαιρέτησαν τοντὸν Λυρίγκον. ΕίτεΕἴτε τοντὸν ηρώτησανἠρώτησαν ανἂν είδεεἶδε «κείνη τηντὴν παλιογυναίκα, πωςπὼς τηντὴν λενλέν, τηντὴν Φραγκογιαννού».
 
Ο Λυρίγκος είπενεἶπεν όχιὄχι.
 
Ο ειςεἰς τωντῶν χωροφυλάκων ύβρισεὕβρισε τοντὸν βοσκόν.
 
- Ψέματα λεςλές! ΕγώἘγὼ τηντὴν είδαεἶδα!...
 
ΟύτεΟὔτε επέμενενἐπέμενεν ότιὅτι είχενεἶχεν ιδείἰδεῖ τοντὸν ίσκιονἴσκιον, τοντὸν «διακαμόν» ή τοτὸ «διάνεμα», καθώςκαθὼς έλεγεἔλεγε, τηςτῆς γραίας, ν' αναρριχάταιἀναρριχᾶται ωςὡς γάττα ειςεἰς τοτὸ ύψοςὕψος τουτοῦ κρημνούκρημνοῦ. Ο άλλοςἄλλος δενδὲν είχενεἶχεν ιδείἰδεῖ ούτεοὔτε ισχυρίζετοἰσχυρίζετο τίποτε.
 
Ο πρώτοςπρῶτος, μεμὲ τατὰ τσαρούχια του, εδοκίμασεἐδοκίμασε ν' αναρριχηθήἀναρριχηθῆ ειςεἰς τοντὸν βράχον. ΑλλάἈλλὰ μετάμετὰ τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ' έπεσεἔπεσε, κτυπήσας ελαφρώςἐλαφρῶς ειςεἰς τοτὸ γόνυ.
 
ΕκείἘκεῖ όπουὅπου είχενεἶχεν αναβήἀναβῆ η Φραγκογιαννού, ήτοἧτο τοτὸ βουνόνβουνὸν τουτοῦ Κουρούπη, βορεινόν, βραχώδεςβραχῶδες, απάτητονἀπάτητον, καικαὶ τουςτοὺς πόδας τουτοῦ εφίλειἐφίλει καικαὶ έπληττεἔπληττε τοτὸ κύμα τουτοῦ πελάγους. Η θέα ηνοίγετοἠνοίγετο προςπρὸς τηντὴν ακτήνἀκτὴν τηςτῆς Μακεδονίας, τηντὴν Χαλκιδικήν, καικαὶ τοντὸν μέγαν ΆθωναἌθωνα.
 
Η θέσις όπουὅπου έφθασενἔφθασεν η καταδιωκομένη γυνήγυνὴ εκαλείτοἐκαλεῖτο τοτὸ Κοχύλι. ΑνθρώπινοςἈνθρώπινος πουςποὺς σπανίως επάτειἐπάτει εκείἐκεῖ. Μόνον ότανὅταν απεπλανάτοἀπεπλανάτο ή «εβραχώνετοἐβραχώνετο» καμμίακαμμιὰ γίδα, τότε κανείςκανεὶς βοσκόςβοσκὸς ερριψοκινδύνευεἐρριψοκινδύνευε ν' ανέλθηἀνέλθη προςπρὸς τηντὴν άβατονἄβατον εκείνηνἐκείνην σκοπιάνσκοπιᾶν. Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ ανεκάλυψεἀνεκάλυψε μικρόνμικρὸν σπήλαιον, όλονὅλον ανοικτόνἀνοικτὸν ειςεἰς τηντὴν θέαν τουτοῦ πελάγους, τοτὸ οποίονὁποῖον ήτοἧτο το κυρίως Κοχύλι, κ' εκάθισενἐκάθισεν ανέτωςἀνέτως ειςεἰς τηντὴν χιβάδα εκείνηνἐκείνην. ΉτοἯτο σχεδόνσχεδὸν βεβαία ότιὅτι οιοἱ διώκταιδιῶκται της δενδὲν θαθὰ τηντὴν έφθανονἔφθανον εκείἐκεῖ. ΕάνἘὰν τυχόντυχὸν κανείςκανεὶς απἀπ' αυτούςαὐτοὺς ήτοἧτο τόσον «μάννας γυιός», ώστεὥστε ν' αποφασίσηἀποφασίση καικαὶ νανὰ κατορθώση ν' αναρριχηθήἀναρριχηθῆ ειςεἰς τοντὸν βράχον, αυτήαὐτὴ είχενεἶχεν ετοίμηνἑτοίμην καικαὶ τηντὴν «υποχώρησινὑποχώρησιν». ΕγνώριζενἘγνώριζεν ενἐν άλλοἄλλο μονοπάτι, έσωθενἔσωθεν τηςτῆς διπλήςδιπλῆς κορυφήςκορυφῆς τουτοῦ πετρώδους βουνούβουνοῦ, σχίζον ειςεἰς δύοδυὸ ταςτὰς συστάδας τωντῶν βράχων, τοτὸ οποίονὁποῖον, γνωστόνγνωστὸν ειςεἰς μόνους τουςτοὺς αιγοβοσκούςαἰγοβοσκοὺς τωντῶν μερώνμερῶν τούτων, έφερεἔφερε κατ' ευθείανεὐθείαν ειςεἰς ταςτὰς μάνδρας καικαὶ ταςτὰς κατοικίας των.
 
ΕκάθισενἘκάθισεν ειςεἰς τηντὴν κόγχην τουτοῦ βράχου, κάτω απόἀπὸ τουςτοὺς πόδας τηςτῆς έχουσαἔχουσα τηντὴν βοήνβοὴν καικαὶ τηντὴν μελωδίαν τωντῶν κυμάτων, καικαὶ άνωἄνω τηςτῆς κεφαλήςκεφαλῆς τηςτῆς ήκουεἤκουε τηντὴν κλαγγήνκλαγγὴν τωντῶν αετώνἀετῶν καικαὶ τουςτοὺς κρωγμούςκρωγμοὺς τουτοῦ ιέρακοςἱέρακος. ΚαθώςΚαθὼς ηπλώθηἠπλώθη η νύκτα, εφεγγοβόλησενἐφεγγοβόλησεν απόἀπὸ άστραἄστρα τοτὸ αχανέςἀχανὲς στερέωμα, καικαὶ ο αήρἀὴρ ο ευώδηςεὐώδης θαθὰ ήτονἤτον ικανόςἱκανὸς νανὰ βαλσαμώση καικαὶ αυτάαὐτὰ τηςτῆς γυναικόςγυναικὸς ταύτης τατὰ «πάθια». ΤοΤὸ κογχυλοειδέςκογχυλοειδὲς άντρονἄντρον ήτοἧτο μόνον ωςὡς τρία μπόια άνωἄνω απόἀπὸ τοτὸ κύμα, αλλἀλλ' ο βράχος έωςἕως κάτω ήτοἧτο τόσον κάθετος, ώστεὥστε αδύνατονἀδύνατον ήτοἧτο «βροτόςβροτὸς ανήρἀνήρ» ν' ανέλθηἀνέλθη ή νανὰ κατέλθη. ΉτοἯτο θέσις καλήκαλὴ μόνον διάδιὰ νανὰ πέση τις ειςεἰς τηντὴν θάλασσαν νανὰ πνιγή, εάνἐὰν τοτὸ είχενεἶχεν αποφασίσειἀποφασίσει.
 
Η γραία έβγαλενἔβγαλεν απόἀπὸ τοτὸ καλάθι της τατὰ ολίγαὀλίγα παξιμάδια, όσαὅσα τηςτῆς είχονεἶχον μείνει, ελαίαςἐλαίας καικαὶ τυρίον, κ' εδείπνησενἐδείπνησεν. ΕυτυχώςΕὐτυχῶς τοτὸ φλασκίφλασκὶ τηςτῆς ήτοἧτο γεμάτο νερόν, επειδήἐπειδὴ τοτὸ δειλινόνδειλινὸν τοτὸ είχεεἶχε γεμίσει απόἀπὸ τηντὴν γούρναν.
 
ΈκλεισεἜκλεισε τατὰ όμματαὄμματα, καικαὶ ήρχισεἤρχισε νανὰ ναναρίζεται μόνη της, υποψιθυρίζουσαὑποψιθυρίζουσα έναἕνα τραγούδι ωσάνὠσὰν μοιρολόγι, αλλάἀλλὰ δενδὲν είχενεἶχεν ύπνονὕπνον. ΕπανήλθονἘπανῆλθον πάλιν καικαὶ τηςτῆς έστησανἔστησαν πολιορκίαν οιοἱ φόβοι καικαὶ τατὰ φαντάσματα. ΤονΤὸν κλαυθμυρισμόνκλαυθμυρισμὸν εκείνονἐκεῖνον τουτοῦ νηπίου τοντὸν ήκουεἤκουε συχνάσυχνὰ μέσα της, βαθιάβαθιὰ σταστὰ σωθικά της. ΤοΤὸ μυστηριώδεςμυστηριῶδες τούτοτοῦτο κλαύμακλαῦμα ματαίως εδοκίμαζεἐδοκίμαζε νανὰ κατασιγάση μεμὲ τοτὸ άσμαἄσμα τοτὸ παραπονετικόνπαραπονετικὸν καικαὶ ρεμβώδεςρεμβῶδες, τοτὸ οποίονὁποῖον υπεψιθύριζεὑπεψιθύριζε:
 
:''Μαννούλα μου, ήθελαἤθελα νανὰ πάω, νανὰ φύγω, νανὰ μισέψω,''
:''τοντὸν ριζικού μου απόἀπὸ μακριάμακριὰ τηντὴν πόρτα ν' αγναντέψωἀγναντέψω.''
:''ΣτοΣτὸ σκοτεινόσκοτεινὸ βασίλειο τηςτῆς Μοίρας νανὰ πατήσω,''
:''κ' κεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου, καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω...''
ΤηςΤῆς ήλθενἦλθεν ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν ότιὅτι, ίσωςἴσως οιοἱ «ταχτικοί» νανὰ τηντὴν εκυνήγουνἐκυνήγουν καικαὶ τηντὴν νύκτα ακόμηἀκόμη. ΕάνἘὰν αυτοίαὐτοὶ ανήρχοντοἀνήρχοντο επάνωἐπάνω, ειςεἰς τατὰ μανδριάμανδριὰ τωντῶν βοσκώνβοσκῶν, κ' έμενανἔμεναν εκείἐκεῖ νανὰ διανυκτερεύσουν;... Μήπως δενδὲν είχανεἶχαν χλωρήνχλωρὴν μυζήθραν οιοἱ βοσκοί, ή μήπως δενδὲν είχανεἶχαν γάλα καικαὶ στρογγυλιάτα, ή ακόμαἀκόμα καικαὶ κόττες διάδιὰ στραγγάλισμα καικαὶ ψήσιμον, ειςεἰς πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; ΕάνἘὰν τυχόντυχὸν κανείςκανεὶς απόἀπὸ τουςτοὺς βοσκούςβοσκοὺς εγελάτοἐγελάτο, κ' εδείκνυενἐδείκνυεν ειςεἰς τουςτοὺς χωροφύλακας τοτὸ μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίςἀποχώρησίς της δενδὲν θαθὰ εκόπτετοἐκόπτετο; ΚαιΚαὶ ήτοἧτο απείρωςἀπείρως δυσκολώτερον νανὰ καταβή, οπόθενὁπόθεν ανέβηἀνέβη, εκτόςἐκτὸς ανἂν εγίνετοἐγίνετο πτερόπους κ' έφευγεἔφευγε...
:''Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,''
:''τον ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν' αγναντέψω.''
:''Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,''
:''κ' κεί να βρω τη μοίρα μου, και να την ερωτήσω...''
 
Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη. Εάν αυτοί ανήρχοντο επάνω, εις τα μανδριά των βοσκών, κ' έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν;... Μήπως δεν είχαν χλωρήν μυζήθραν οι βοσκοί, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλιάτα, ή ακόμα και κόττες διά στραγγάλισμα και ψήσιμον, εις πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Εάν τυχόν κανείς από τους βοσκούς εγελάτο, κ' εδείκνυεν εις τους χωροφύλακας το μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίς της δεν θα εκόπτετο; Και ήτο απείρως δυσκολώτερον να καταβή, οπόθεν ανέβη, εκτός αν εγίνετο πτερόπους κ' έφευγε...
 
Είχε μέγα ενδιαφέρον να εμάνθανε τί του είπαν του Λυρίγκου οι δύο «ταχτικοί», και τί αυτός είπε. Το καλύβι του Λυρίγκου, το εγνώριζε, ήτον επάνω στην ράχιν, όπισθεν του βουνού, και απείχεν ως είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα, βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθει το διατί αυτή κατεδιώκετο να συλληφθή και διά ποίαν πράξιν κατηγορείτο. Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε... Τί να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη;
 
Εἶχε μέγα ἐνδιαφέρον νὰ ἐμάνθανε τί τοῦ εἶπαν τοῦ Λυρίγκου οἱ δυὸ «ταχτικοί», καὶ τί αὐτὸς εἶπε. Τὸ καλύβι τοῦ Λυρίγκου, τὸ ἐγνώριζε, ἤτον ἐπάνω στὴν ράχιν, ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀπεῖχεν ὡς εἴκοσι λεπτὰ τῆς ὥρας. Τώρα, βέβαια, ὁ Λυρίγκος θὰ εἶχε μάθει τὸ διατὶ αὐτὴ κατεδιώκετο νὰ συλληφθῆ καὶ διὰ ποιὰν πράξιν κατηγορεῖτο. Καὶ μὲ τί μούτρα νὰ παρουσιασθῆ, τότε, στὸ καλύβι αὐτή; Ἀλλὰ πιθανὸν ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἐκοιμάτο στὸ καλύβι, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὴν μάνδραν τῆς ἀγέλης του, ἥτις θὰ εὑρίσκετο ἐκεῖ κάπου, ὄχι πολὺ μακράν. Καὶ τότε αὐτὴ θὰ εὕρισκε τὰς δυὸ γυναίκας, τὴν λεχὼ καὶ τὴν μητέρα της, θὰ τὰς ἐξάφνιζε... Τί νὰ κάμη; Ποιὰν ἀπόφασιν νὰ λαβή;
Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο. Της εφάνη ότι ευρίσκετο αλλού, εις άλλον τόπον. Σιμά εις τον Αϊ-Γιάννην τον Κρυφόν, εκείνον τον Αγιον όστις εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους, κ' εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών· εκεί έξαφνα ευρέθη. Αντίκρυζε τον κήπον του Περιβολά, με την γυναίκα την κατάκλειστον εις την καλύβην, την άρρωστην. Έβλεπε την θύραν του φραγμένου κήπου, το πηγάδι, την στέρναν, το μάγγανον. Ήκουσεν ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μία βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...»
 
Ἀπεναρκώθη, καὶ χωρὶς νὰ κοιμᾶται ἐντελῶς, ὠνειρεύετο. Τῆς ἐφάνη ὅτι εὑρίσκετο ἀλλοῦ, εἰς ἄλλον τόπον. Σιμὰ εἰς τὸν Ἀϊ-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ἐκεῖνον τὸν Ἁγιον ὅστις ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους, κ' ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν· ἐκεῖ ἔξαφνα εὑρέθη. Ἀντίκρυζε τὸν κῆπον τοῦ Περιβολᾶ, μὲ τὴν γυναίκα τὴν κατάκλειστον εἰς τὴν καλύβην, τὴν ἄρρωστην. Ἔβλεπε τὴν θύραν τοῦ φραγμένου κήπου, τὸ πηγάδι, τὴν στέρναν, τὸ μάγγανον. Ἤκουσεν εὐκρινῶς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν στέρναν μία βαθεία, πολὺ βαθεία, ἀλλόκοτος βοή. Ἐταράσσετο τὸ νερὸν τῆς στέρνας, μὲ παφλασμὸν τρικυμίας, ἐφώναζε, καὶ σχεδὸν ὡμίλει ὡς ἄνθρωπος. Αὐτὴ διέκρινεν ἐναργὼς τὴν λέξιν τὴν ὁποίαν ἐπρόφερε τὸ λαλοῦν ἐκεῖνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...»
Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν: «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»
 
ΑνετινάχθηἈνετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησεἐξύπνησε, καικαὶ διετύπωσε προςπρὸς εαυτήνἑαυτήν, ωςὡς ειςεἰς παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτονἀλλόκοτον ερώτησινἐρώτησιν: «Τάχα τοτὸ αίμααἷμα τοτὸ πνιγμένο φωνάζει, όπωςὅπως καικαὶ τοτὸ αίμααἷμα πουποῦ χύθηκε;»
Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια: «Κύριε Ιησού...» Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς: «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ... Ιησού μακρόθυμε!»
 
Εἴτα εὐθὺς συνῆλθεν εἰς ἑαυτήν, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ προφέρη τῆς προσευχῆς τὰ καταπραϋντικὰ λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ...» Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἀνεπόλησε τὰ λησμονημένα λόγια ἑνὸς τροπαρίου, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει πολλὰς φορὰς εἰς τὴν νεότητά της νὰ ψάλλη ἕνας γέρων ἱερεύς: «Ἰησοῦ γλυκύτατε Χριστέ... Ἰησοῦ μακρόθυμε!»
Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος. Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή προικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας ως να ήσαν τρίδυμοι. Ότι αι τρεις, κρατούμεναι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπα των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζαν πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβον όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.
 
Τότε εὐθὺς τῆς ἦλθε πάλιν ὁ ὕπνος, βαθὺς καὶ διαρκέστερος. Καὶ τότε ὠνειρεύθη οἰονεῖ ὅτι ἐξαναέζη ὅλην τὴν περασμένην ζωήν της. Καὶ παραδόξως, μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἔβλεπε τὰ ἐπίλοιπα ἐκ τῶν ὀνείρων τῆς παρελθούσης ἡμέρας. Ἔβλεπεν ὄχι πλέον ὅτι ὑπανδρεύετο ἢ προικίζετο, ἀλλὰ ὅτι ἐγέννα, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι εἶχε καὶ τὰς τρεῖς κόρας τῆς συγχρόνως, τὴν Δελχαρῶ, τὴν Ἀμέρσαν καὶ τὴν Κρινιῶ, μικράς, σχεδὸν ὀμήλικας ὡς νὰ ἦσαν τρίδυμοι. Ὅτι αἱ τρεῖς, κρατούμεναι ἐκ τῶν χειρῶν, ἵσταντο ἔμπροσθέν της, καὶ τῆς ἐζήτουν θωπείας, ἀσπασμοὺς καὶ φιλεύματα. Αἴφνης, τὰ πρόσωπά των, ἀλλοιωθέντα, δὲν ὠμοίαζαν πλέον ὡς τῶν τριῶν θυγατέρων της, ἀλλὰ προσέλαβον ὅλους τοὺς χαρακτήρας τῶν τριῶν ἐκείνων κορασίων, τῶν πνιγμένων, καί, ὡς κομβολόγιον ἐκρεμάσθησαν αἴφνης ἀπὸ τὸν λαιμόν της.
— Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησε μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε... στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάνε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!
 
- ΕγώἘγὼ είμαιεἶμαι η Ματούλα, έλεγενἔλεγεν η μία. - Κ' εγώἐγὼ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζενἐψέλλιζεν η άλληἄλλη. - Κ' εγώἐγὼ είμαιεἶμαι η Ξενούλα, έλεγενἔλεγεν η τρίτη. - ΦίλησεΦίλησέ μας! - Πάρε μας! - ΗμείςἩμεῖς τατὰ κορίτσια σου! - ΕσύἘσύ μας γέννησες, μαςμᾶς έκαμεςἔκαμες! - ΜαςΜᾶς γέννησε... στονστὸν άλλοἄλλο κόσμο, επρόσθεσεἐπρόσθεσε σαρκαστικώςσαρκαστικῶς η Ξενούλα. - Χόρεψέ μας! - ΔώσεΔῶσε μας μαμμάμ! - ΚάνεΚᾶνε μας νάνι! - Τραγούδα μας! - Καμάρωσέ μας!
Ω! αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αυταί αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! Οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!... Πώς θ' αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της! Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι αποδώ!» Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι. Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλύτερον ήτο να τρέξη προ του κινδύνου, και αν τους συνήντα καθ' οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδος των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.
 
Ω! αλήθειαἀλήθεια, τηςτῆς εφαίνετοἐφαίνετο τόσον φυσικόνφυσικὸν τοτὸ πράγμα! ΑυταίΑὐταὶ αιαἱ τρειςτρεῖς μικραίμικραὶ κορασίδες ήσανἦσαν τατὰ τέκνα της! ΟποίοςὉποῖος ορμαθόςὁρμαθὸς έμψυχοςἔμψυχος, ανθρώπινοςἀνθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρύςβαρὺς απόἀπὸ τοτὸ ύδωρὕδωρ, αφρισμένοςἀφρισμένος!... ΠώςΠὼς θ' αντείχενἀντεῖχεν η γραία Χαδούλα νανὰ φέρη, ειςεἰς όλονὅλον τοντὸν καιρόν, όλονὅλον τοντὸν φρικώδη τούτοντοῦτον ορμαθόνὁρμαθὸν κρεμασμένον απόἀπὸ τοντὸν τράχηλόν της! ΕξύπνησεἘξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθηἐσηκώθη, επήρεἐπῆρε τοτὸ ραβδί της, τοτὸ καλάθι της, καικαὶ απεφάσισεἀπεφάσισε νανὰ φύγη εκείθενἐκεῖθεν. ΕδώἘδῶ ειςεἰς τηντὴν κοίλην χιβάδα τουτοῦ βράχου, ειςεἰς τηντὴν βοήνβοὴν τουτοῦ ερήμουἐρήμου αιγιαλούαἰγιαλοῦ, υπήρχονὑπῆρχον πολλάπολλὰ φαντάσματα. Ο τόπος ήτονἤτον στοιχειωμένος. «ΑςἊς φύγω κι αποδώἀποδῶ!» Πάραυτα επανήλθονἐπανῆλθον ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν της οιοἱ λογισμοί της οιοἱ άλλοιἄλλοι, οιοἱ θετικώτεροι. ΕάνἘὰν τυχόντυχὸν οιοἱ δύοδυὸ χωροφύλακες είχονεἶχον ανακαλύψειἀνακαλύψει τοτὸ κρυφόκρυφὸ μονοπάτι, τοτὸ καλύτερον ήτοἧτο νανὰ τρέξη προπρὸ τουτοῦ κινδύνου, καικαὶ ανἂν τουςτοὺς συνήντα καθ' οδόνὁδόν, πιθανόνπιθανὸν νανὰ εύρισκεεὕρισκε διέξοδον όπισθενὄπισθεν τηςτῆς συστάδος τωντῶν βράχων, χειρότερον δεδὲ θαθὰ ήτοἧτο ανἂν τηντὴν απέκλειανἀπέκλειαν εδώἐδῶ ειςεἰς αυτήναὐτὴν τηντὴν στενούραν, ειςεἰς τοτὸ Κοχύλι.
Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοή, είτα έκρουσε την θύραν.
 
Ἔτρεξε τὸν δρομίσκον τὸν ἀνωφερῆ, εἰς τὴν ἀστροφεγγιᾶν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, καὶ μετὰ ἡμίσειαν ὥραν ἔφθασεν ἀσθμαίνουσα εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ Λυρίγκου. Ἐστάθη διὰ νὰ λαβὴ ἀναπνοή, εἴτα ἔκρουσε τὴν θύραν.
Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφιάν της μητρός της. Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις εν από τα μανδριά των ποιμνίων.
 
Περὶ ἑνὸς μόνου ἧτο βεβαία, ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» εὑρίσκοντο παντοῦ ἀλλοῦ, ἀλλ' ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ καλύβι, ὅπου ὑπῆρχε γυνὴ λεχὼ μὲ τὴν συντροφιᾶν τῆς μητρός της. Ἐὰν ἔμειναν τὴν νύκτα εἰς τὸ βουνόν, θὰ εὑρίσκοντο εἰς ἐν ἀπὸ τὰ μανδριὰ τῶν ποιμνίων.
Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε;
 
Ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, ἥτις δὲν εἶχεν ὕπνον νὰ κοιμηθῆ, ὅπως δὲν ἐκοιμάτο καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ πρὸ ἡμερῶν, ὅταν ἐσυντρόφευε τὴν λεχώ, τὴν κόρην της, ἐσηκώθη καὶ ἠρώτησε;
— Ποιός είναι;
 
- Ποιὸς εἶναι;
— Μ' έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ' όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας.
 
- Μ' ἔστειλε ὁ Γιάννης, ἀπήντησεν ἔξωθεν τῆς κλειστῆς θύρας ἡ Χαδούλα, χωρὶς νὰ εἴπη τ' ὄνομά της, γιὰ νὰ κάμω γιατρικὰ τῆς λεχώνας.
— Τέτοιαν ώρα;
 
- Τέτοιαν ώραὥρα;
— Δεν μπόρεσα νωρίτερα να 'ρθω.
 
- ΔενΔὲν μπόρεσα νωρίτερα νανὰ 'ρθω.
— Πού τον ηύρες;
 
- Ποῦ τὸν ηὗρες;
— Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμα.
 
- Κάτω στοστὸ Λεχούνι, στοστὸ ρέμα.
Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν.
 
Ἡ γραία ἀπέσυρε τὸν μοχλὸν καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.
— Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού· σ' αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.
 
- ΑυτοίΑὐτοὶ δενδὲν ξέρουν τίποτε, εσκέφθηἐσκέφθη καθ' εαυτήνἑαυτὴν η Φραγκογιαννού· σ' αυτέςαὐτὲς «περνάει η μπογιά μου» ακόμαἀκόμα.
Άμα επάτησε τον πόδα μέσα, και άρχισε να φέρεται ως οικοκυρά. Εις το φως του κανδηλίου, του καίοντος εμπρός εις εν παλαιόν εικόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τον Χριστόν εν τω μέσω, και διαφόρους αγίους εις τας δύο πτέρυγας, επήγε κατ' ευθείαν εις την εστίαν, σιμά εις την στρωμνήν τής λεχούς, επί του δαπέδου, εδοκίμασε την φωτιάν, και είδεν ότι ήτον μισοσβησμένη. Επήρε ξυλάρια και ξηρόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ' εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ' έβαλε το αγγείον εις το πυρ.
 
Ἅμα ἐπάτησε τὸν πόδα μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ φέρεται ὡς οἰκοκυρά. Εἰς τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου, τοῦ καίοντος ἐμπρὸς εἰς ἐν παλαιὸν εἰκόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τὸν Χριστὸν ἐν τῷ μέσῳ, καὶ διαφόρους ἁγίους εἰς τὰς δυὸ πτέρυγας, ἐπῆγε κατ' εὐθείαν εἰς τὴν ἑστίαν, σιμὰ εἰς τὴν στρωμνὴν τῆς λεχοῦς, ἐπὶ τοῦ δαπέδου, ἐδοκίμασε τὴν φωτιᾶν, καὶ εἶδεν ὅτι ἤτον μισοσβησμένη. Ἐπῆρε ξυλάρια καὶ ξηρόκλαδα, ἀπὸ ἕνα σωρὸν παρὰ τὴν γωνίαν, ἔρριψεν ὀλίγα εἰς τὴν ἑστίαν, ἐφύσησε κ' ἐξάναψε τὴν φλόγα. Ἔλαβεν ἕνα ἰμβρίκι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς ἑστίας, τὸ ἐγέμισε νερόν, ἔψαξεν εἰς τὸ καλάθι της, ἐπῆρε δυὸ ἢ τρία κλωναράκια βοτάνων, τὰ ἔρριψε μέσα, κ' ἔβαλε τὸ ἀγγεῖον εἰς τὸ πῦρ.
Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν:
 
ΕίταΕἴτα, νεύουσα προςπρὸς τοτὸ μέρος τηςτῆς λεχώνας, είπεεἶπε σιγάσιγὰ ειςεἰς τηντὴν γραίαν:
— Μην την ξυπνάς... Σαν ξυπνήση, ύστερα να το πιη αυτό.
 
- Μὴν τὴν ξυπνᾶς... Σὰν ξυπνήση, ὕστερα νὰ τὸ πιη αὐτό.
Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία, εν αμηχανία, επεθύμει να την ερώτηση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμνε κακή λεχωσιά, κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.
 
Ἡ γυνὴ ἀπήντησε διὰ νεύματος. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐξηκολούθει νὰ φυσὰ τὸ πῦρ. Ἡ γραία, ἐν ἀμηχανίᾳ, ἐπεθύμει νὰ τὴν ἐρώτηση καὶ πάλιν πὼς εὑρέθη ἐκεῖ τοιαυτην ὥραν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἡ κόρη τῆς ἔκαμνε κακὴ λεχωσιᾶ, κ' ἐφοβεῖτο μὴν ἐξυπνήση ἔξαφνα καὶ θορυβηθῆ.
Το θυγάτριον, μικρόν ράκος, δύο ημερών ζωής, το οποίον είχε έλθει κι αυτό εις τον κόσμον δι' αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ' η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής. Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημα του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μαμμή το ενανούριζε δι' ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοι!», εφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη (ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή αυτή η ρίζα του «κείμαι»), εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.
 
Τὸ θυγάτριον, μικρὸν ράκος, δυὸ ἡμερῶν ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶχε ἔλθει κι αὐτὸ εἰς τὸν κόσμον δι' ἁμαρτίας καὶ βάσανα, ἐκοιμάτο εἰς τὴν κοιτίδα του, ἀλλ' ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἧτο δύσκολος καὶ ἠκούετο ἐν μέσῳ τῆς σιωπῆς. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ὅταν τὸ φύσημα τοῦ ἐγίνετο ὀπωσοῦν σφοδρότερον, καὶ τὸ βρέφος ἐφαίνετο ἕτοιμον νὰ ξυπνήση καὶ νὰ φωνάξη, ἡ μαμμὴ τὸ ἐνανούριζε δι' ἑνὸς μονοσυλλάβου, «Κοί, κοί, κοί, κοί!», ἐφαίνετο δὲ τῷ ὄντι ἡ συλλαβὴ αὔτη (ἥτις φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πρώτη συλλαβὴ τοῦ «κοιμήσου!», ἢ αὐτὴ ἡ ρίζα τοῦ «κεῖμαι»), ἐφαίνετο, λέγω, πολλάκις ἐπαναλαμβανομένη, νὰ ἐξασκὴ παράδοξον ὑποβολὴν καὶ γοητείαν.
Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φόρας τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρινήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών, ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινών από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου.
 
Ἡ ὥρα παρήρχετο. Εἶχον λαλήσει ἤδη δυὸ φόρας τὰ ὀρνίθια. Ἡ Πουλιὰ εἶχεν ὑπερβῆ πρὸ πολλοῦ τὸ μεσουράνημα. Ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν κορυφὴν τῆς ράχης, ὅπου ἦσαν ἄλλα καλύβια κατοικούμενα ἀπὸ τὰς οἰκογενείας βοσκῶν, ἠκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εἰς ταῦτα ἀπήντησεν εὐθὺς τὸ λάλημα τῶν πετεινῶν ἀπὸ τὸν ὀρνιθώνα τοῦ καλυβιοῦ τοῦ Λυρίγκου.
Η λεχώνα εξύπνησε. Η μάννα της της έδωκεν να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάσει η Φραγκογιαννού.
 
Η λεχώνα εξύπνησεἐξύπνησε. Η μάννα της τηςτῆς έδωκενἔδωκεν νανὰ πίη τοτὸ φάρμακον, τοτὸ οποίονὁποῖον είχεεἶχε παρασκευάσει η Φραγκογιαννού.
— Κουράγιο, κοπέλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν.
 
- Κουράγιο, κοπέλα μ', είπενεἶπεν αύτηαὔτη μεμὲ πραείαν φωνήν.
— Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα.
 
- ΠούΠοῦ βρέθηκες εδώἐδῶ; είπενεἶπεν η λεχώνα.
Την εκοίταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση.
 
Τὴν ἐκοίταζε μὲ ἀπορίαν, κ' ἐδυσκολεύετο νὰ τὴν ἀναγνωρίση.
— Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού.
 
- Ο ΘεόςΘεὸς μ' έστειλεἔστειλε, είπεεἶπε μετάμετὰ πεποιθήσεως η Γιαννού.
— Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.
 
- Καλὰ ποὺ ἦρθες, ἐδήλωσε τότε καὶ ἡ γραία.
Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννούς ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των.
 
Τῷ ὄντι, αὔτη, ἂν καὶ εἶχε παραξενευθῆ καταρχᾶς, ἐσκέφθη καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ παρουσία τῆς Γιαννοὺς ἧτο μία παρηγορία εἰς τὴν μοναξίαν των.
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΒ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΔ'}}