Η Φόνισσα/Κεφάλαιο ΙΒ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΑ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΓ'}}
<div class="polytonic">
 
 
Η ΜαρούσαΜαροῦσα τηςτῆς είχεεἶχε δώσει τοτὸ κλειδίκλειδὶ τουτοῦ μικρούμικροῦ κατωγείου, τηςτῆς είπεεἶπε νανὰ εξέλθηἐξέλθη διάδιὰ τηςτῆς ιδιαιτέραςἰδιαιτέρας θύρας τούτου προςπρὸς τηντὴν οδόνὁδόν, νανὰ κλειδώση έξωθενἔξωθεν, καικαὶ νανὰ πάρη τοτὸ κλειδίκλειδὶ μαζί της, διάδιὰ νανὰ τοτὸ μεταχειρισθήμεταχειρισθῆ πάλιν τηντὴν άλληνἄλλην νύκτα, ανἂν έμελλεἔμελλε νανὰ επανέλθηἐπανέλθη. ΌσονὍσον δι' αυτήναὐτήν, ανἂν ελάμβανενἐλάμβανεν ανάγκηνἀνάγκην νανὰ κατέλθη ειςεἰς τοτὸ κατωγάκι, θαθὰ κατήρχετο διάδιὰ τηςτῆς οδούὁδοῦ, δι' ηςἧς είχενεἶχεν οδηγήσειὀδηγήσει εκείἐκεῖ τηντὴν ξένην της, τηςτῆς εσωτερικήςἐσωτερικῆς σκάλας καικαὶ τηςτῆς θύρας τουτοῦ μεσοτοίχου.
 
ΤωΤῷ όντιὄντι, η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ ησθάνετοἠσθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, καικαὶ τοτὸ στενόνστενὸν κατωγάκι μεμὲ τοντὸν υγρόνὑγρὸν αέραἀέρα του τηντὴν εστενοχώρειἐστενοχώρει. ΚαιρόΚαιρὸ ήτοἧτο ν' αναπνεύσηἀναπνεύση πλέον τοντὸν αέραἀέρα τουτοῦ βουνούβουνοῦ, πρινπρὶν οιοἱ διώκταιδιῶκται χωροφύλακες τηντὴν κλείσωσιν, ίσωςἴσως διάδιὰ βίου, ειςεἰς τατὰ υγράὑγρὰ καικαὶ ανήλιαἀνήλια υπόγειαὑπόγεια τηςτῆς ανθρωπίνηςἀνθρωπίνης θέμιδος.
 
ΕξήλθεἘξῆλθε, καικαί, κάτω ειςεἰς τατὰ βάθη τηςτῆς ψυχήςψυχῆς της, εμινύριζενἐμινύριζεν ακόμηἀκόμη η θρηνώδης φωνήφωνὴ τουτοῦ βρέφους, τουτοῦ μικρούμικροῦ κορασίου τουτοῦ αδικοθανατίσαντοςἀδικοθανατίσαντος. ΕστάθηἘστάθη ειςεἰς τοτὸ χάσμα τηςτῆς θύρας, εκοίταξεἐκοίταξε μετάμετὰ προφυλάξεως έξωἔξω, δεξιά, αριστεράἀριστερά, άνωἄνω, κάτω τουτοῦ δρόμου· δενδὲν είδεεἶδε ψυχήνψυχὴν ούτεοὔτε σκιάν. ΈβαλεἜβαλε πτεράπτερὰ ειςεἰς τουςτοὺς πόδας της.
 
ΔενΔὲν ήτοἧτο πρώτη φοράφορὰ καθ' ηνἢν ήκουεἤκουε μέσα ειςεἰς τηντὴν ψυχήν της, όπουὅπου υπήρχεὑπῆρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώἠχώ, τοτὸ πένθιμον εκείνοἐκεῖνο κλαύμακλαῦμα τουτοῦ βρέφους. Κ' ενόμιζενἐνόμιζεν ότιὅτι έφευγεἔφευγε τοντὸν κίνδυνον καικαὶ τηντὴν συμφοράνσυμφορᾶν, καικαὶ τηντὴν συμφοράνσυμφορᾶν καικαὶ τηντὴν πληγήνπληγὴν τηντὴν έφερεἔφερε μαζί της. Κ' εφαντάζετοἐφαντάζετο ότιὅτι έφευγεἔφευγε τοτὸ υπόγειονὑπόγειον καικαὶ τηντὴν ειρκτήνεἰρκτήν, καικαὶ η ειρκτήεἰρκτὴ καικαὶ η Κόλασις ήτοἧτο μέσα της.
 
ΏραὭρα ήτοἧτο ωςὡς δύοδυὸ μετάμετὰ τατὰ μεσάνυκτα, νυξνὺξ ασέληνοςἀσέληνος, αστροφεγγήςἀστροφεγγής. ΑρχάςἈρχὰς Μαΐου, δευτέραν εβδομάδαἑβδομάδα μετάμετὰ όψιμονὄψιμον Πάσχα. Η εξοχήἐξοχὴ ευωδίαζενεὐωδίαζεν, η αύρααὔρα εμυροβόλειἐμυροβόλει. ΟλίγαὈλίγα άγρυπναἄγρυπνα πουλάκια έμελπονἔμελπον τοτὸ όρθιονὄρθιον επάνωἐπάνω ειςεἰς τατὰ κλαδιά. Η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ επήρεἐπῆρε τοντὸν δρομίσκον, τοντὸν λίαν γνωστόνγνωστὸν ειςεἰς αυτήναὐτήν, στενόνστενὸν καικαὶ έρπονταἔρποντα, όπισθενὄπισθεν τωντῶν κήπων καικαὶ κάτωθεν τωντῶν βράχων. Ο δρομίσκος μόλις ήτονἤτον ορατόςὁρατὸς ειςεἰς τηντὴν αστροφεγγιάνἀστροφεγγιᾶν, καλυπτόμενος ενἐν μέρει απόἀπὸ τουςτοὺς προεξέχοντας ράμνους τωντῶν θάμνων καικαὶ τωντῶν βάτων, οίτινεςοἵτινες προέκυπτον απόἀπὸ τουςτοὺς φράκτας τωντῶν κήπων. Η ευκίνητοςεὐκίνητος γραία επάτειἐπάτει επίἐπὶ χόρτων καικαὶ χαμαιμήλων, κ' επίἐπὶ χλωρώνχλωρῶν ακάνθωνἀκάνθων, ανήρχετοἀνήρχετο δεδὲ μεμὲ βήμαβῆμα κόρης, νεαράςνεαρᾶς βοσκοπούλας τουτοῦ βουνούβουνοῦ, τοντὸν ανηφορικόνἀνηφορικὸν δρομίσκον.
 
ΕίχεΕἶχε τελειώσει η μακράμακρὰ σειράσειρὰ τωντῶν κήπων καικαὶ τωντῶν περιβολίων προςπρὸς τατὰ δεξιά της, ενώἐνῶ αριστεράἀριστερὰ τηςτῆς παρετείνετο ακόμηἀκόμη ο μικρόςμικρὸς βραχώδης λόφος, τατὰ Κοτρώνια, μεμὲ ταςτὰς τρειςτρεῖς γραφικάςγραφικὰς κορυφάς των τηντὴν μίαν κατόπιν τηςτῆς άλληςἄλλης, τατὰ επιστεφομέναςἐπιστεφομένας απόἀπὸ ανεμομύλουςἀνεμομύλους καικαὶ μικράμικρὰ λευκάλευκὰ καλύβια καικαὶ σπιτάκια, έρπονταἔρποντα γύρω των. Τώρα πλέον έφθασενἔφθασεν ειςεἰς μέρος όπουὅπου άρχιζανἄρχιζαν αμπέλιαἀμπέλια, αγροίἀγροὶ μεμὲ οπωροφόραὀπωροφόρα δένδρα, όσονὅσον ήτονἤτον ακόμηἀκόμη πλαγινόςπλαγινὸς ο ανήφοροςἀνήφορος, καικαὶ ελαιώνεςἐλαιῶνες, ή αγροίἀγροὶ μεμὲ υψηλούςὑψηλοὺς στάχυς, σειομένους απόἀπὸ τηντὴν νυκτερινήννυκτερινὴν αύραναὔραν, εκείθενἐκεῖθεν, όπουὅπου ο ανήφοροςἀνήφορος καθίστατο αποτομώτεροςἀποτομώτερος, καικαὶ άνωἄνω. Η Φραγκογιαννού, μεμὲ ελαφρόνἐλαφρὸν άσθμαἄσθμα, έτρεχενἔτρεχεν, έτρεχεἔτρεχε, μαστιζομένη τοτὸ πρόσωπον απόἀπὸ τοτὸ απόγειονἀπόγειον τοτὸ πρωινόν, τοτὸ αντίπνοονἀντίπνοον, τουτοῦ ΒορράΒορρᾶ τοτὸ χαϊδευμένον εωθινόνἑωθινὸν τέκνον.
 
ΈσπευδεἜσπευδε νανὰ φθάση τοτὸ ταχύτερον, πρινπρὶν ανατείλειἀνατείλει η ημέραἡμέρα, ειςεἰς τατὰ μέρη τατὰ οποίαὁποῖα αυτήαὐτὴ εγνώριζεἐγνώριζε. ΥπήρχονὙπῆρχον, κατάκατὰ τουςτοὺς βορείους αιγιαλούςαἰγιαλοὺς τηςτῆς νήσου, πολλοίπολλοὶ κλεφτότοποι, μέρη απάτηταἀπάτητα, σπήλαια καικαὶ βράχοι όπουὅπου εφύτρωνεἐφύτρωνε τοτὸ αγριοβότανονἀγριοβότανον καικαὶ η κάππαρις, καικαὶ τατὰ κρίταμα καικαὶ η αρμυρήθραἀρμυρήθρα, καικαὶ όπουὅπου τουςτοὺς υπάρχονταςὑπάρχοντας ολίγουςὀλίγους δρόμους κατέστρεφον καθημερινώςκαθημερινῶς τατὰ κοπάδια τωντῶν ερίφωνἐρίφων καικαὶ τωντῶν αιγώναἰγῶν. ΕκείἘκεῖ θαθὰ ήτοἧτο τοτὸ άσυλόνἄσυλόν της, εκείἐκεῖ οπούὀποῦ ήσανἦσαν αιαἱ αναμνήσειςἀναμνήσεις τηςτῆς παιδικήςπαιδικῆς ηλικίαςἡλικίας της. ΕιςΕἰς εκείνουςἐκείνους τουςτοὺς βορείους αιγιαλούςαἰγιαλούς, σιμάσιμὰ ειςεἰς τοτὸ άγριονἄγριον καικαὶ γαλανόνγαλανὸν πέλαγος, ειςεἰς τοτὸ παλαιόνπαλαιὸν Κάστρον, τοτὸ κτισμένον επίἐπὶ γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκείἐκεῖ είχεεἶχε γεννηθήγεννηθῆ η Χαδούλα, κ' εκείἐκεῖ είχενεἶχεν ανατραφήἀνατραφῆ ωςὡς δέκα ετώνἐτῶν κόρη.
 
ΕίταΕἴτα, ότανὅταν ειρήνευσανεἰρήνευσαν τατὰ πράγματα, καικαὶ η νέα πολίχνη εκτίσθηἐκτίσθη ειςεἰς τοντὸν λιμένα τοτὸ μεσημβρινόν, η μάννα της, η μάγισσα, η πολυκυνηγημένη απόἀπὸ τουςτοὺς κλέφτες καικαὶ τουςτοὺς λιάπηδες, συχνάσυχνὰ τηντὴν είχενεἶχεν επαναφέρειἐπαναφέρει ειςεἰς τατὰ μέρη εκείναἐκεῖνα, τηςτῆς είχεεἶχε δείξει όλουςὅλους τουςτοὺς κλεφτότοπους, τουςτοὺς άβατουςἄβατους βράχους καικαὶ τατὰ άντραἄντρα, καικαὶ τηςτῆς είχεεἶχε διηγηθήδιηγηθῆ δι' έναἕνα έκαστονἕκαστον τωντῶν τόπων εκείνωνἐκείνων ανάἀνὰ μίαν ιστορίανἱστορίαν, φανταστικήνφανταστικὴν ή αληθήἀληθῆ. ΕιςΕἰς εκείναἐκεῖνα τατὰ μέρη, ότανὅταν τηντὴν υπάνδρευσανὑπάνδρευσαν καικαὶ τηντὴν «εκουκούλωσανἐκουκούλωσαν», καικαὶ τηντὴν «ενεκροβλόγησανἐνεκροβλόγησαν» κατάκατὰ τητὴ συνήθη φρασεολογίαν τηςτῆς μητρός της, τηςτῆς είχανεἶχαν δώσει ακόμαἀκόμα καικαὶ τηντὴν προίκα της. ΤοΤὸ σπίτι, στοστὸ Κάστρο τοτὸ έρημοἔρημο, καικαὶ τοτὸ χωράφι στοστὸ Μποστάνι, στονστὸν απάτητονἀπάτητον κρημνόν. ΎστερονὝστερον, ότανὅταν αυτήαὐτὴ ενοικοκυρεύθηἐνοικοκυρεύθη, κ' έμαθεἔμαθε πολλά, κ' επρόκοψενἐπρόκοψεν ειςεἰς γυναικείαν σοφίαν, κ' εσυνήθισεἐσυνήθισε νανὰ θηρεύη τατὰ βότανα καικαὶ τατὰ τρίφυλλα καικαὶ ταςτὰς δρακοντιάςδρακοντιᾶς ειςεἰς τουςτοὺς λόγγους καικαὶ τατὰ βουνά, πολύπολὺ συχνάσυχνὰ είχενεἶχεν επισκεφθήἐπισκεφθῆ τατὰ μέρη εκείναἐκεῖνα, χάριν τωντῶν ερευνώνἐρευνῶν της.
 
ΕκείἘκεῖ λοιπόνλοιπὸν επήγαινεἐπήγαινε καικαὶ τώρα, ανἂν έδιδενἔδιδεν ο ΘεόςΘεὸς νανὰ φθάση ασφαλώςἀσφαλῶς, αλλἀλλ' ειςεἰς ποίανποιὰν δεινοτάτην περίστασιν. ΚαιΚαὶ ποίαποιὰ άραἄρα θαθὰ ήτονἤτον η τύχη της απόἀπὸ τούδετοῦδε; Μόνος ο θεόςθεὸς τοτὸ ήξευρεἤξευρε.
 
----
 
ΠρινΠρὶν φθάση ειςεἰς τοτὸ μέρος, όπουὅπου ο δρόμος αποτόμωςἀποτόμως ανηφόριζεἀνηφόριζε, καθώςκαθὼς διήρχετο έξωἔξω απόἀπὸ έναἕνα περιβόλι, φραγμένον μεμὲ πυκνούςπυκνοὺς βάτους καικαὶ θάμνους υψηλούςὑψηλοὺς καικαὶ ενἐν μέρει μεμὲ τοιχογύρισμα, εντόςἐντὸς τουτοῦ οποίουὁποίου υπήρχονὑπῆρχον πολλώνπολλῶν ειδώνεἰδῶν οπωροφόραὀπωροφόρα δένδρα, η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ κατάκατὰ τύχην εσκόνταψενἐσκόνταψεν ειςεἰς τοντὸν δρόμον, έκαμεἔκαμε δεδὲ μικρόνμικρὸν θρουνθροῦν, πεσούσαπεσοῦσα ελαφρώςἐλαφρῶς επάνωἐπάνω ειςεἰς έναἕνα θάμνον. ΑφήκεἈφῆκε μικράνμικρὰν φωνήνφωνὴν ομοίανὁμοίαν μεμὲ στεναγμόν.
 
ΤηνΤὴν ιδίανἰδίαν στιγμήνστιγμὴν ήκουσεἤκουσε πολύπολὺ πλησίον της, αλλἀλλ' έσωθενἔσωθεν τουτοῦ φράκτου, δυνατόνδυνατὸν γαύγισμα σκύλου. ΑνωρθώθηἈνωρθώθη, καικαὶ μεμὲ ταχύτερον βήμαβῆμα εξηκολούθησεἐξηκολούθησε τοντὸν δρόμον της.
 
- «ΠοιόςΠοιὸς νανὰ είναιεἶναιείπεεἶπε μέσα της.
 
ΗκούσθηἨκούσθη τότε μία φωνήφωνὴ βραχνήβραχνὴ καικαὶ νυσταλέα, αλλἀλλ' απότομοςἀπότομος.
 
- Ε! βάρδ' απἀπ' τατὰ περιβόλια! ΑνοιχτάἈνοιχτά!... ΑνοιχτάἈνοιχτά!
 
ΑνεγνώρισεἈνεγνώρισε τηντὴν φωνήνφωνὴν τουτοῦ Ταμπούρα, τουτοῦ δραγάτη. ΕνόησεἘνόησε τότε τί συνέβαινε. ΤοΤὸ περιβόλι, έξωθενἔξωθεν τουτοῦ οποίουὁποίου είχεεἶχε σκοντάψει, ανήκενἀνῆκεν ειςεἰς τοντὸν τότε Δήμαρχον τουτοῦ τόπου. ΕντόςἘντὸς αυτούαὐτοῦ, σιμάσιμὰ ειςεἰς τ' άλλαἄλλα δένδρα, υπήρχονὑπῆρχον καικαὶ ολίγαιὀλίγαι κερασέαι, μεμὲ καρπούςκαρποὺς σχεδόνσχεδὸν ωρίμουςὡρίμους ήδηἤδη καικαὶ περκάζοντας, μελανωπούςμελανωποὺς ειςεἰς τηντὴν αστροφεγγιάνἀστροφεγγιᾶν, ανάμεσαἀνάμεσα ειςεἰς τατὰ μαυροπράσινα φύλλα. Ο Ταμπούρας, μημὴ έχωνἔχων τιτί άλλοἄλλο νανὰ φυλάξη, επειδήἐπειδὴ δενδὲν ήτοἧτο ακόμηἀκόμη η ώραὥρα τωντῶν οπωρώνὀπωρῶν ούτεοὔτε τωντῶν καρπώνκαρπῶν, εκοιμάτοἐκοιμάτο ειςεἰς τοτὸ περιβόλι τουτοῦ Δημάρχου, εντόςἐντὸς μικράςμικρὰς καλύβης μεμὲ τοντὸν σκύλον του, κ' εφύλαγεἐφύλαγε τατὰ κεράσια, μηνμὴν τατὰ κλέψουν οιοἱ δημόται τουτοῦ άρχοντοςἄρχοντος.
 
Φεύγουσα, ήκουενἤκουεν ακόμαἀκόμα τοτὸ γαύγισμα τουτοῦ σκύλου, συγχρόνως δεδὲ «αυτιάσθηαὐτιάσθη» καικαὶ τηςτῆς εφάνηἐφάνη ότιὅτι ήκουενἤκουεν ανθρώπιναἀνθρώπινα βήματα. ΑλλἈλλ' ηπατήθηἠπατήθη. ΊσωςἼσως ήτοἧτο μάλλονμᾶλλον αντίκτυποςἀντίκτυπος καικαὶ ηχώἠχὼ τωντῶν ιδίωνἰδίων βημάτων της. Φαίνεται ότιὅτι ο αγροφύλαξἀγροφύλαξ μόλις είχεεἶχε μισοξυπνήσει, κ' έβαλενἔβαλεν, ωςὡς ενἐν υπνοβασίαὑπνοβασίᾳ, μηχανικώςμηχανικῶς, τηντὴν συνήθη φωνήν του. ΕίταΕἴτα ευθύςεὐθὺς πάλιν απεκοιμήθηἀπεκοιμήθη.
 
Η Χαδούλα έγινενἔγινεν άφαντηἄφαντη ειςεἰς τοτὸ ύψοςὕψος τουτοῦ λόφου, όπισθενὄπισθεν τωντῶν δένδρων. ΕκείἘκεῖ εστάθηἐστάθη μίαν στιγμήνστιγμὴν κ' έτεινεἔτεινε τοτὸ ουςοὖς. Τίποτε δενδὲν ήκουενἤκουεν ειμήεἰμὴ τοτὸ λάλημα ενόςἑνὸς πουλιούπουλιοῦ, τοτὸ σύριγμα ενόςἑνὸς νυκτερινούνυκτερινοῦ εντόμουἐντόμου, καικαὶ τοτὸ φύσημα τηςτῆς αύραςαὔρας. Τότε τηςτῆς ήλθανἦλθαν ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν τατὰ κεράσια, τατὰ οποίαὁποῖα είχεεἶχε διακρίνει αμυδρώςἀμυδρῶς στίλβοντα ειςεἰς έναἕνα κρεμάμενον κλώνα, εξέχονταἐξέχοντα ολίγονὀλίγον έξωἔξω τουτοῦ φράκτου τουτοῦ δημαρχικούδημαρχικοῦ περιβολίου, σιμάσιμὰ εκείἐκεῖ όπουὅπου είχεεἶχε σκοντάψει, καικαὶ είπενεἶπεν:
 
- ΑχἌχ! ΚαιΚαὶ δενδὲν έκαμαἔκαμα νανὰ φτάσω έναἕνα κεράσι, νανὰ δροσίσω τοτὸ στόμα μου, πουποὺ είναιεἶναι φαρμάκι. Ξέχασα νανὰ πιω μιαμιὰ σταξιάσταξιὰ νερόνερὸ πρινπρὶν φύγω... ΑςἊς φτάσω στηστὴ βρύση, μιαμιά!
 
Τότε μόνον ενθυμήθηἐνθυμήθη ότιὅτι δενδὲν είχεεἶχε πίει νερόννερὸν πρινπρὶν εξέλθηἐξέλθη απόἀπὸ τοτὸ κατωγάκι, όπουὅπου είχεεἶχε διέλθει ολίγαςὀλίγας αλλάἀλλὰ τόσον μακράςμακρᾶς εναγωνίουςἐναγωνίους ώραςὥρας. Η Χαδούλα ανελογίσθηἀνελογίσθη μετάμετὰ πικρίας ότιὅτι όλαὅλα, καικαὶ τατὰ μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα καικαὶ ανάποδαἀνάποδα τηςτῆς ήρχοντοἤρχοντο ειςεἰς αυτόναὐτὸν τοντὸν κόσμον. ΕάνἘὰν είχεεἶχε προμελετήσει νανὰ κλέψη ολίγαὀλίγα κεράσια απόἀπὸ τηντὴν κερασιάκερασιὰ τουτοῦ Δημάρχου, θαθὰ επάτειἐπάτει μετάμετὰ προσοχήςπροσοχῆς, θαθὰ επλησίαζεἐπλησίαζε μετάμετὰ προφυλάξεως, καικαὶ τότε πιθανώςπιθανῶς ούτεοὔτε ο δραγάτης ήθελενἤθελεν εξυπνήσειἐξυπνήσει, ούτεοὔτε ο σκύλος ίσωςἴσως θαθὰ εγαύγιζεἐγαύγιζε. ΑλλάἈλλὰ διάδιὰ νανὰ ευρεθήεὑρεθῆ απρόσεκτηἀπρόσεκτη καικαὶ αλλοφρονούσαἀλλοφρονοῦσα, διάδιὰ νανὰ μηνμὴν κοιτάξη καλάκαλὰ πούποὺ πλησίον ευρίσκετοεὑρίσκετο, επαραπάτησενἐπαραπάτησεν, έκαμεἔκαμε μικρόνμικρὸν θόρυβον, αρκούνταἀρκοῦντα διάδιὰ νανὰ ξυπνήση τοντὸν σκύλον καικαὶ τοντὸν άνθρωπονἄνθρωπον. ΌλαὍλα έτσιἔτσι τηςτῆς ήρχοντοἤρχοντο!
 
ΆλλωςἌλλως, η δίψα της τώρα είχενεἶχεν ερεθισθήἐρεθισθῆ μεμὲ τοντὸν δρόμον τοντὸν ανωφερήἀνωφερῆ. ΈκοψεἜκοψε φύλλα ελαιοδένδρωνἐλαιοδένδρων καικαὶ τατὰ έβαλεἔβαλε μεςμὲς στοστὸ στόμα της.
 
 
----
 
ΕβάδισενἘβάδισεν επίἐπὶ μίαν ώρανὥραν ακόμηἀκόμη. ΉτονἬτον ήδηἤδη χαραυγή. ΑφούἈφοῦ έφθασενἔφθασεν ειςεἰς τηντὴν κορυφήνκορυφὴν τουτοῦ λόφου, κατήλθεκατῆλθε πάλιν ειςεἰς τοτὸ ρεύμαρεῦμα, ειςεἰς τηντὴν υπώρειανὑπώρειαν τουτοῦ βουνούβουνοῦ μεμὲ ταςτὰς πολυσχιδείςπολυσχιδεῖς πλευράςπλευρᾶς, τοτὸ οποίονὁποῖον εκαλείτοἐκαλεῖτο οιοἱ Βίγλες. ΤιςΤὶς οίδεοἵδε ποίοιποιοὶ παλαιοίπαλαιοὶ κλέφτες εφύλαγανἐφύλαγαν άγρυπνοιἄγρυπνοι καραούλια εκείἐκεῖ, καικαὶ εντεύθενἐντεῦθεν είχεεἶχε λάβει τοτὸ όνομαὄνομα. ΈφθασενἜφθασεν ειςεἰς τηντὴν μικράνμικρὰν βρύσιν, ειςεἰς τηντὴν ρίζαν τουτοῦ βουνούβουνοῦ. ΈφεγγενἜφεγγεν ήδηἤδη. ΈπιεἜπιε νερόν, εδροσίσθηἐδροσίσθη, κ' ευθύςεὐθὺς έφυγενἔφυγεν. ΕιςΕἰς τοτὸ μέρος εκείνοἐκεῖνο εσύχναζονἐσύχναζον πολλοίπολλοὶ άνθρωποιἄνθρωποι, βοσκοίβοσκοὶ καικαὶ ξωμερίται κι άλλοιἄλλοι. Η ΓιαννούΓιαννοὺ ήθελενἤθελεν όσονὅσον τοτὸ δυνατόνδυνατὸν νανὰ μείνη αόρατοςἀόρατος. ΕκατηφόρισενἘκατηφόρισεν ακόμηἀκόμη, εισήλθενεἰσῆλθεν ειςεἰς τοτὸ κάτω ρεύμαρεῦμα τοτὸ βαθύ, τοτὸ βαίνονβαῖνον προςπρὸς τηντὴν θάλασσαν, τοτὸ καλούμενον Λεχούνι.
 
ΕκείἘκεῖ έφθασεἔφθασε μικρόνμικρὸν προπρὸ τηςτῆς ανατολήςἀνατολῆς τουτοῦ ηλίουἡλίου. ΥπήρχονὙπῆρχον εκείἐκεῖ δύοδυὸ ή τρειςτρεῖς νερόμυλοι, μάλλονμᾶλλον παλαιοίπαλαιοὶ καικαὶ άχρηστοιἄχρηστοι, εκἐκ τωντῶν οποίωνὁποίων ο ειςεἰς μόνον εδούλευεἐδούλευε, καικαὶ τούτοτοῦτο σπανίως. ΌλαὍλα εδείκνουνἐδείκνουν τηντὴν ερημίανἐρημίαν, δενδὲν εφαίνετοἐφαίνετο ίχνοςἴχνος ανθρώπουἀνθρώπου εκείἐκεῖ. Η Φραγκογιαννού, απόἀπὸ περισσήνπερισσὴν προφύλαξιν, δενδὲν ηθέλησεἠθέλησε νανὰ πλησιάση. ΑπέφυγεἈπέφυγε τοτὸ μέρος εκείνοἐκεῖνο, εβάδισενἐβάδισεν όπισθενὄπισθεν λόχμης, κ' έφθασενἔφθασεν ειςεἰς γούρναν βαθείαν, μεμὲ διαυγέςδιαυγὲς νερόν, γνωστήνγνωστὴν ειςεἰς ολίγουςὀλίγους. ΉτοἯτο μέρος κρυφόνκρυφὸν καικαὶ απάτητονἀπάτητον. ΕσχηματίζετοἘσχηματίζετο εκείἐκεῖ οιονείοἰονεῖ άντρονἄντρον, αποτελούμενονἀποτελούμενον εκἐκ χλόης, εκἐκ κορμώνκορμῶν καικαὶ κισσούκισσοῦ. ΆντρονἌντρον νύμφης, Δρυάδος τωντῶν παλιώνπαλιῶν χρόνων ή Ναϊάδος, ευρούσηςεὑρούσης ίσωςἴσως καταφύγιον εκείἐκεῖ.
 
ΔιάΔιὰ νανὰ κατέλθη τις ειςεἰς τηντὴν μικράνμικρὰν πτυχήνπτυχὴν τηςτῆς γηςγῆς, όπουὅπου ήτοἧτο η γούρνα τουτοῦ νερούνεροῦ, έπρεπεἔπρεπε νανὰ έχηἔχη τηντὴν τύχην διώκτριαν καικαὶ τουςτοὺς πόδας τηςτῆς Φραγκογιαννούς, τουςτοὺς ανυποδήτουςἀνυποδήτους, τουςτοὺς σχισμένους κ' αιματωμένουςαἰματωμένους απόἀπὸ τατὰ κνίδας καικαὶ ταςτὰς ακάνθαςἀκάνθας. ΕκείἘκεῖ εκάθισεἐκάθισε ν' αναπαυθήἀναπαυθῆ. ΈβγαλενἜβγαλεν απόἀπὸ τοτὸ καλάθι της τοτὸ ψωμίψωμὶ καικαὶ τοτὸ τυρίτυρὶ καικαὶ ολίγονὀλίγον κρέας, τατὰ οποίαὁποῖα τηντὴν είχεεἶχε φιλεύσει η ΜαρούσαΜαροῦσα, επειδήἐπειδὴ τηντὴν εσπέρανἑσπέραν δενδὲν είχεεἶχε δυνηθήδυνηθῆ νανὰ φάγη τίποτε, μετάμετὰ τοντὸν καφέκαφὲ οπούὀποῦ είχεεἶχε πίει ειςεἰς τοτὸ μαγειρείονμαγειρεῖον. ΕφύλαξεἘφύλαξε μόνον τατὰ δίπυρα, τατὰ οποίαὁποῖα είχεεἶχε λάβει απόἀπὸ τοτὸ σπίτι τηςτῆς κόρης της, τηςτῆς ΔελχαρώςΔελχαρῶς. ΈφαγενἜφαγεν, έπιεἔπιε δροσερόνδροσερὸν νερόν, κ' έλαβενἔλαβεν μικράνμικρὰν αναψυχήνἀναψυχήν.
 
ΕκείνηνἘκείνην τηντὴν στιγμήν, ανέτελλενἀνέτελλεν ο ήλιοςἥλιος. Ο δίσκος τουτοῦ εφάνηἐφάνη ν' αναδύεταιἀναδύεται απόἀπὸ τατὰ κύματα, αντικρύἀντικρύ, ειςεἰς τοτὸ μακρινόνμακρινὸν πέλαγος, τουτοῦ οποίουὁποίου μίαν λωρίδα έβλεπενἔβλεπεν απόἀπὸ τηντὴν κρύπτην της η Χαδούλα. ΤαΤὰ όρνεαὄρνεα τουτοῦ βουνούβουνοῦ, τουτοῦ πετρώδους καικαὶ ηχώδουςἠχώδους, τοτὸ οποίονὁποῖον ηγείρετοἠγείρετο όπισθένὄπισθέν της, έρρηξανἔρρηξαν μακρούςμακροὺς κρωγμούς, καικαὶ τατὰ πουλάκια τηςτῆς κοιλάδος, τηςτῆς λόχμης, τουτοῦ μικρούμικροῦ δάσους, αφήκανἀφήκαν φαιδράςφαιδρὰς μελωδίας.
 
Μία ακτίςἀκτὶς θερμή, ερχομένηἐρχομένη μακράν, απόἀπὸ τοτὸ φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε τηντὴν πυκνήνπυκνὴν φυλλάδα καικαὶ τοντὸν κισσόνκισσὸν τοντὸν περισκέποντα τοτὸ άσυλονἄσυλον τηςτῆς ταλαιπώρου γραίας, καικαὶ έκαμνεἔκαμνε νανὰ στίλβη ωςὡς πλήθοςπλῆθος μαργαρίτων η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τοντὸν πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευενἐφυγάδευεν όλονὅλον τοτὸ ρίγος τηςτῆς υγρασίαςὑγρασίας, καικαὶ όλονὅλον τοτὸ κρύος τουτοῦ φόβου τουτοῦ πελιδνούπελιδνοῦ, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδαἐλπίδα καικαὶ θάλπος.
 
Η ΓιαννούΓιαννοὺ έβγαλεἔβγαλε τοτὸ χράμι τοτὸ μάλλινον, τοτὸ διπλωμένον ειςεἰς πολλάςπολλὰς πτυχάςπτυχᾶς, απόἀπὸ τοτὸ καλάθι της, τοτὸ εξεδίπλωσενἐξεδίπλωσεν, ετυλίχθηἐτυλίχθη μ' αυτόαὐτό, κ' έκλινεἔκλινε τηντὴν κεφαλήνκεφαλὴν προςπρὸς τηντὴν ρίζαν τουτοῦ γηραιούγηραιοῦ πλατάνου. ΑπεκοιμήθηἈπεκοιμήθη.
 
----
ΤηςΤῆς εφάνηἐφάνη ειςεἰς τοντὸν ύπνονὕπνον της ότιὅτι ήτονἤτον νέα ακόμαἀκόμα· ότιὅτι ο πατήρ της καικαὶ η μάννα της τηντὴν υπάνδρευονὑπάνδρευον, όπωςὅπως τηντὴν είχανεἶχαν υπανδρεύσειὑπανδρεύσει καικαὶ τηντὴν είχανεἶχαν «νεκροβλοήσει» τοντὸν καιρόνκαιρὸν εκείνονἐκεῖνον, καικαὶ τηντὴν επροίκιζανἐπροίκιζαν, δίδοντες αυτήαὐτὴ καικαὶ τοντὸν κήπονκῆπον τοντὸν πατρώονπατρῶον, όπουὅπου αυτήαὐτὴ εσκάλιζεἐσκάλιζε κ' επότιζεἐπότιζε τατὰ κουκιάκουκιὰ καικαὶ τατὰ λάχανα, ότανὅταν ήτονἤτον μικρή· καικαὶ ο πατήρ της τηντὴν εφίλευεἐφίλευε τάχα, διάδιὰ τοντὸν κόπον της καικαὶ τηςτῆς έδιδεἔδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια απόἀπὸ λαχανίδες. Η Χαδούλα μετάμετὰ χαράςχαρὰς έλαβεἔλαβε τατὰ τέσσερα φυτάφυτὰ ειςεἰς ταςτὰς χείρας, αλλἀλλ' ότανὅταν τατὰ εκοίταξεἐκοίταξε, είδενεἶδεν ω φρίκη! ότιὅτι ήσανἦσαν τέσσαρα μικράμικρὰ κεφάλια ανθρώπιναἀνθρώπινα νεκρικά....
 
ΑνεταράχθηἈνεταράχθη, εσκίρτησενἐσκίρτησεν, είπεεἶπε «Κύριε ΙησούἸησοῦ Χριστέ!...» Πάλιν απεκοιμήθηἀπεκοιμήθη. ΩνειρεύθηὨνειρεύθη ότιὅτι η μητέρα της τηντὴν συνελάμβανεν επἐπ' αυτοφώρωαὐτοφώρω ερευνώσανἐρευνώσαν νανὰ εύρηεὔρη τοτὸ κομπόδεμα, κάτω ειςεἰς τοτὸ ισόγειονἰσόγειον, ανάμεσαἀνάμεσα ειςεἰς τατὰ βαρέλια καικαὶ τατὰ πιθάρια καικαὶ τοντὸν σωρόνσωρὸν τωντῶν καυσοξύλων· ωςὡς τηντὴν είδενεἶδεν, εμειδίασεἐμειδίασε πικρώςπικρῶς, τοτὸ σύνηθες μειδίαμά της, καικαὶ διάδιὰ νανὰ τηντὴν εβγάληἐβγάλη τάχα απόἀπὸ τοντὸν κόπον, επήρεἐπῆρε μοναχή της τοτὸ κομπόδεμα, έβγαλεἔβγαλε καικαὶ τηςτῆς εχάρισενἐχάρισεν απόἀπὸ τατὰ τόσα τάλληρα, τατὰ σκυλοδεμένα, τρία γερμανικάγερμανικὰ τάλληρα, τρειςτρεῖς ρηγίνες, απἀπ' εκείναςἐκείνας πουποὺ είχανεἶχαν καικαὶ τηντὴν εικόναεἰκόνα τηςτῆς Παναγίας επάνωἐπάνω, μεμὲ τηντὴν επιγραφήνἐπιγραφὴν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετάμετὰ χαράςχαρὰς μεμειγμένης μ' εντροπήνἐντροπήν, επήρεἐπῆρε τατὰ τρία νομίσματα απόἀπὸ τατὰ χέρια τηςτῆς μητρός της, πληνπλὴν ότανὅταν τατὰ εκοίταξενἐκοίταξεν, είδενεἶδεν ότιὅτι τατὰ τρία εκείναἐκεῖνα νομίσματα, μεμὲ τατὰ πρόσωπα πουποὺ έφερονἔφερον επάνωἐπάνω, ήσανἦσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, μεμὲ σβησμένα ματάκια... Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρώνμικρῶν κορασίδων!
 
ΕξύπνησεἘξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. ΉτονἬτον ήδηἤδη μεσημβρία. Ο ήλιοςἥλιος έκαιενἔκαιεν υπεράνωὑπεράνω τηςτῆς κεφαλήςκεφαλῆς τηςτῆς άνωθενἄνωθεν τηςτῆς κορυφήςκορυφῆς τουτοῦ δροσερούδροσεροῦ πλατάνου. ΜεΜὲ όλονὅλον τοτὸ θάλπος τουτοῦ ηλίουἡλίου, καικαὶ τηντὴν φαιδρότητα τηςτῆς ημέραςἡμέρας τηςτῆς μαγιάτικης, η εντύπωσιςἐντύπωσις τουτοῦ ονείρουὀνείρου έμεινενἔμεινεν επίἐπὶ μακρόνμακρὸν ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν της. ΤηςΤῆς εφαίνετοἐφαίνετο παράξενον μάλιστα πώς, ενἐν ημέραἡμέρᾳ, είδεεἶδε τατὰ όνειραὄνειρα αυτάαὐτά. ΟσάκιςὉσάκις είχεεἶχε κοιμηθήκοιμηθῆ ενἐν καιρώκαιρῷ ημέραςἡμέρας, ειςεἰς τηντὴν ζωήν της, δενδὲν ενθυμείτοἐνθυμεῖτο ποτέποτὲ νανὰ είδενεἶδεν όνειρονὄνειρον.
 
ΈβρεξενἜβρεξεν ειςεἰς τηντὴν γούρναν δύοδυὸ δίπυρα, τατὰ απέθηκενἀπέθηκεν επίἐπὶ τηςτῆς πέτρας τηςτῆς πλακαρήςπλακαρῆς παράπαρὰ τοτὸ χείλοςχεῖλος τουτοῦ λάκκου, καικαὶ τατὰ ελησμόνησενἐλησμόνησεν εκείἐκεῖ επίἐπὶ μακρόν, εωσότουἐωσότου έλυωσανἔλυωσαν απόἀπὸ τοτὸ βρέξιμον κ' εσάπισανἐσάπισαν. ΜετάΜετὰ ώρανὥραν, εγέμισεἐγέμισε τηντὴν φούχταν της μεμὲ τατὰ ψιχία, καικαὶ τατὰ έφαγεἔφαγε.
 
ΌτανὍταν ο ήλιοςἥλιος εκρύβηἐκρύβη ειςεἰς τηντὴν κορυφήνκορυφὴν τουτοῦ βραχώδους βουνούβουνοῦ, κ' εσκίασενἐσκίασεν η κοιλάς, καικαὶ ήτοἧτο δειλινόνδειλινὸν πλέον, εστενοχωρήθηἐστενοχωρήθη καικαὶ προέκυψε τηντὴν κεφαλήνκεφαλὴν έξωἔξω τηςτῆς κρύπτης. ΕκοίταξενἘκοίταξεν άνωἄνω καικαὶ κάτω, ειςεἰς τηντὴν κοιλάδα τηντὴν κατάφυτον απόἀπὸ ελαιώναςἐλαιώνας, αλλάἀλλὰ ψυχήψυχὴ δενδὲν εφαίνετοἐφαίνετο. Τότε εσκέφθηἐσκέφθη νανὰ πάρη τοτὸ καλάθι της καικαὶ τοτὸ ραβδί της, νανὰ εξέλθηἐξέλθη απόἀπὸ τηντὴν μικράνμικρὰν κόγχην, ν' αναβήἀναβῆ επάνωἐπάνω ειςεἰς τηντὴν λόχμην τηντὴν σύνδενδρον, καικαὶ νανὰ πάρη σιγάσιγὰ τοτὸ ρέμα-ρέμα, καικαὶ ν' αρχίσηἀρχίση πάλιν τηντὴν ΠαλαιάνΠαλαιὰν τηςτῆς τέχνην, νανὰ ψάχνη προςπρὸς ανεύρεσινἀνεύρεσιν βοτάνων - τατὰ οποίαὁποῖα δενδὲν ήξευρεἤξευρε πλέον ειςεἰς τιτί θαθὰ τηςτῆς εχρησίμευονἐχρησίμευον, αφούἀφοῦ δενδὲν είχεεἶχε πλέον ειςεἰς τοντὸν κόσμον άλλοἄλλο άσυλονἄσυλον, ειμήεἰμὴ τηντὴν ειρκτήνεἰρκτὴν καικαὶ μόνην.
 
ΑλλἈλλ' όμωςὅμως έτρεφενἔτρεφεν αόριστονἀόριστον ελπίδαἐλπίδα, ότιὅτι θαθὰ εύρισκενεὕρισκεν ίσωςἴσως ξενίαν ειςεἰς καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκούβοσκοῦ, καικαὶ τότε τατὰ βότανα θαθὰ τατὰ επρόσφερενἐπρόσφερεν ειςεἰς τηντὴν σύζυγον τουτοῦ φιλοξενούντοςφιλοξενοῦντος ωςὡς μικρόνμικρὸν αντάλλαγμαἀντάλλαγμα. ΤοΤὸ περισσότερον όμωςὅμως, θαθὰ τοτὸ έκαμνεἔκαμνε διάδιὰ νανὰ περάση η βαρεία ανίαἀνία, ήτιςἥτις εβασάνιζεἐβασάνιζε τηντὴν ψυχήν της.
 
ΤηνΤὴν ώραὥρα εκείνηνἐκείνην ήκουσεἤκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους νανὰ ηχούνἠχοῦν, καικαὶ συγχρόνως είδεεἶδε μακρόθεν νανὰ κατέρχεται έναἕνα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθηἐσκέφθη, ότιὅτι, ανἂν δενδὲν προλάβη ευθύςεὐθὺς νανὰ εξέλθηἐξέλθη απόἀπὸ τηντὴν μικράνμικρὰν χαράδραν, μετ' ολίγονὀλίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθήἀνακαλυφθῆ εξἐξ άπαντοςἅπαντος. Διότι, καικαὶ ανἂν τατὰ πολλάπολλὰ τωντῶν αρνίωνἀρνίων ή τωντῶν εριφίωνἐριφίων εσκορπίζοντοἐσκορπίζοντο, κ' επήγαινονἐπήγαινον νανὰ πίωσιν ειςεἰς τοτὸ μέγα ρεύμαρεῦμα, τοτὸ οποίονὁποῖον έρρεενἔρρεεν επάνωἐπάνω μέχρι τηςτῆς στέρνας, καικαὶ ύστερονὕστερον κάτω απόἀπὸ τοντὸν νερόμυλον, μερικάμερικὰ εξἐξ αυτώναὐτῶν βεβαίως θαθὰ κατήρχοντο ειςεἰς τοτὸ μικρόνμικρὸν ρεύμαρεῦμα, τοτὸ γείτονγεῖτον τηςτῆς γούρνας. ΕίταΕἴτα τατὰ ζώαζῶα θαθὰ εσκιάζοντοἐσκιάζοντο, θαθὰ εξαφνίζοντοἐξαφνίζοντο, θαθὰ ωπισθοχώρουνὠπισθοχώρουν πηδώντα, καικαὶ ο βοσκός, όστιςὅστις καικαὶ ανἂν ήτοἧτο, θαθὰ τηντὴν ανεκάλυπτεἀνεκάλυπτε, θαθὰ επαραξενεύετοἐπαραξενεύετο, καικαὶ ίσωςἴσως θαθὰ συνελάμβανεν υποψίαςὑποψίας.
 
ΤοΤὸ καλύτερον άραἄρα θαθὰ ήτοἧτο ν' αντιμετωπίσηἀντιμετωπίση μεμὲ τηντὴν άφευκτονἄφευκτον προσποίησιν, μεμὲ τοτὸ ψεύδοςψεῦδος ειςεἰς τατὰ χείλη, τηντὴν παρουσίαν τουτοῦ βοσκούβοσκοῦ. ΆλλωςἌλλως ήτοἧτο πολύπολὺ πιθανόν, ο αγροδίαιτοςἀγροδίαιτος εκείνοςἐκεῖνος νανὰ μηνμὴν είχεεἶχε προπρὸ ημερώνἡμερῶν ειδήσειςεἰδήσεις απόἀπὸ τηντὴν πόλιν, καικαὶ νανὰ μηνμὴν εγνώριζεἐγνώριζε τίποτε περίπερὶ τουτοῦ διωγμούδιωγμοῦ, τοντὸν οποίονὁποῖον υπέφερενὑπέφερεν η Φραγκογιαννού.
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΑ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΓ'}}