Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Θ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Η'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ι'}}
<div class="polytonic">
 
Ἀφοῦ εἶχε γεμίσει τὸ καλάθι της, καὶ ὁ ἥλιος ἔκλινε πολὺ χαμηλά, καθὼς ἐξῆλθε τοῦ ἐρήμου ναΐσκου, ἡ γραία Χαδούλα ἐκίνησε νὰ ἐπιστρέψη εἰς τὴν πολίχνην. Κατῆλθε πάλιν τὸ ρέμα-ρέμα εἰς τὰ ὀπίσω, ἐστράφη δεξιά, ἄρχισε ν' ἀνηφορίζη πρὸς τὸν λόφον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Μόνον πρὶν φθάση ἀκόμη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, ἔφ' οὐ ἵσταται τὸ παρεκκλήσιον, καὶ ὁπόθεν ἀνοίγεται μεγάλη θέα πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν, εἶδεν ἐκεῖ δεξιὰ τῆς χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος μικρὰς κοιλάδος, ἥτις καλεῖται τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα, καὶ τέμνει κατ' ἀμβλείαν γωνίαν τὴν ἄλλην βαθείαν κοιλάδα τοῦ Ἀχειλᾶ, τὸν εὐρὺν καὶ καλῶς καλλιεργημένον κῆπον τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, καὶ εἶπε μέσα της:
 
«Ἂς πάω στὸν μπαχτσὲ τοῦ Γιάννη, νὰ τοῦ γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ἢ κανένα μαρούλι, νὰ μὲ φιλέψη... Τί θὰ χάσω;»
Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμα-ρέμα εις τα οπίσω, εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Αγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει. Μόνον πριν φθάση ακόμη εις την κορυφήν του λόφου, εφ' ου ίσταται το παρεκκλήσιον, και οπόθεν ανοίγεται μεγάλη θέα προς τον λιμένα και την πόλιν, είδεν εκεί δεξιά της χαμηλά εις το βάθος μικράς κοιλάδος, ήτις καλείται της Μαμούς το ρέμα, και τέμνει κατ' αμβλείαν γωνίαν την άλλην βαθείαν κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύν και καλώς καλλιεργημένον κήπον του Γιάννη του Περιβολά, και είπε μέσα της:
 
Συγχρόνως, ἀνεπόλησεν τὴν στιγμὴν ἐκείνη, ὅ,τι πρὸ ἡμερῶν εἶχεν ἀκούσει· ὅτι ἡ γυναίκα τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ ἤτον ἄρρωστη. Ἠννόει ἂν αὔτη εὑρίσκετο τώρα εἰς τὴν καλύβην τὴν ἐντὸς τοῦ κήπου, παρὰ τὴν εἴσοδον, ἢ ἂν ἐνοσηλεύετο εἰς τὴν πόλιν. Ἀλλ' ἐπειδὴ ὁ κηπουρὸς ὁ ἴδιος θὰ εὑρίσκετο ἐξ ἅπαντος ἐδῶ, (συνεπέρανεν, ἐπειδὴ ἔβλεπεν μακρόθεν ἀνοικτὴν τὴν θύραν τοῦ περιβόλου) ἐσυλλογίσθη νὰ τοῦ πουλήση δούλευσιν, μὲ τὰ βότανα ποὺ εἶχε στὸ καλαθάκι της, ὑποσχόμενη αὐτῶ «μαντζούνια» πρὸς ἴασιν τῆς γυναικός του. Εἴτα εὐθὺς πάλιν εἶπε καθ' ἑαυτήν:
«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη... Τί θα χάσω;»
 
«Τί δούλεψη νὰ κάμη κανεὶς στὴ φτώχεια!... Ἡ μεγαλύτερη καλωσύνη ποὺ μποροῦσε νὰ τοὺς κάμη θὰ ἤτον νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο νὰ τοὺς δώση. (Θὲ μ' σχώρεσε μέ!) Ἂς ἤτον καὶ παλληκαροβότανο! ἐπέφερε. Γιατί κάνει ὅλο κοριτσάκια, κι αὐτὴ ἡ φτωχιά!... Θαρρῶ πὼς ἔχει πέντ' ἕξι ὡς τώρα. Δὲν ξέρω ἂν τῆς ἔχη πεθάνει κανένα... ἀπ' αὐτὰ τὰ ἐφτάψυχα!»
Συγχρόνως, ανεπόλησεν την στιγμήν εκείνη, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηννόει αν αύτη ευρίσκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπεν μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχόμενη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του. Είτα ευθύς πάλιν είπε καθ' εαυτήν:
 
Εἶχεν ἐρευνήσει, τῷ ὄντι, ἐπὶ χρόνους πολλούς, εἰς τὰ βουνὰ καὶ τὰς φάραγγας, ὅπως εὔρη «παλληκαροβότανο» διὰ τὴν κόρην της, ἀλλ' ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε δώσει δὲν ἐπέτυχεν· ἐξ ἐναντίας, ἐνήργησε μᾶλλον ὡς «κοριτσοβότανο». Καὶ ὅμως εἰς αὐτὴν ἄλλοτε, ὅταν τῆς τὸ ἔδωκεν ἡ ἀνδραδέλφη της, εἶχε τελεσφορήσει, διότι ἔκαμε τέσσαρας υἱούς, καὶ μόνον τρεῖς θυγατέρας. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ «στερφοβότανο», ὁ πνευματικὸς τῆς εἶχεν εἰπεῖ πρὸ χρόνων ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία.
«Τι δούλεψη να κάμη κανείς στη φτώχεια!... Η μεγαλύτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ' σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλληκαροβότανο! επέφερε. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι αυτή η φτωχιά!... Θαρρώ πως έχει πέντ' έξι ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα... απ' αυτά τα εφτάψυχα!»
 
Πρὶν φθάση εἰς τὴν θύραν τοῦ κήπου, καθὼς κατήρχετο τὸν δρομίσκον τῆς κλιτύος, εἶδεν ὅτι ὁ Γιάννης ὁ Περιβολὰς δὲν εὑρίσκετο ἐντὸς τοῦ κήπου, ἀλλ' ἧτο τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, τὸν ὁποῖον εἶχε φαίνεται ἐνοικιάσει ὡς κολλήγας ἀπὸ τὸν γείτονα. Ὁ ἀγρὸς ἤτον σπαρμένος κριθὴν λίαν χλοάζουσαν καὶ σπιθαμιαίαν ἤδη, ἐκεῖτο δὲ ἐπὶ χαμηλοτέρου ἀπὸ τὸν κῆπον ἐπιπέδου, εἰς ὕψος γόνατος. Ὁ Γιάννης, σκυμμένος εἰς μίαν ἄκρην τοῦ ἀγροῦ, ὡς φαίνεται, ἐβοτάνιζεν, ἤτοι ἐξερρίζωνε τ' ἄσχημα χόρτα καὶ τὰ ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς τὸ σπαρτόν, ἐνόσω ἧτο ἀκόμη ἐνωρίς, καὶ ὁ ἥλιος ἔδυεν ἤδη. Εὑρίσκετο πέραν τῆς ἄλλης ἄκρας τοῦ κήπου, καὶ ὅταν ἡ Γιαννοὺ ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου, δὲν τὸν ἔβλεπε πλέον, κρυπτόμενον ὄπισθεν τοῦ πυκνοῦ φράκτου, εἰς ἱκανὴν ἀπόστασιν, ὥστε δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ φωνάξη μακρόθεν τὴν καλησπέραν. Ἐκεῖνος, κύπτων, ὅλος ἔκδοτος εἰς τὴν ἐργασίαν του, οὔτε τὴν εἶδεν.
Είχεν ερευνήσει, τω όντι, επί χρόνους πολλούς, εις τα βουνά και τας φάραγγας, όπως εύρη «παλληκαροβότανο» διά την κόρην της, αλλ' εκείνο το οποίον της είχε δώσει δεν επέτυχεν· εξ εναντίας, ενήργησε μάλλον ως «κοριτσοβότανο». Και όμως εις αυτήν άλλοτε, όταν της το έδωκεν η ανδραδέλφη της, είχε τελεσφορήσει, διότι έκαμε τέσσαρας υιούς, και μόνον τρεις θυγατέρας. Όσον αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχεν ειπεί προ χρόνων ότι είναι μεγάλη αμαρτία.
 
Ἡ γραία Χαδούλα εἰσῆλθε. Πλησίον τῆς θύρας ἤτον ἡ καλύβη, ἱκανῶς λευκάζουσα, μὲ ἐξωτερικὸν ὄχι πολὺ ἀκμαῖον οὔτε καθάριον. Ἐφαίνετο ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου δὲν εἶχεν ἀσβεστωθῆ, κ' ἐμαρτύρει περὶ τῆς ἀρρωστίας τῆς οἰκοκυρᾶς. Ἀταξία ἐργαλείων, χόρτων καὶ δεμάτων ὑπῆρχεν ἔμπροσθεν ταύτης. Ἡ θύρα ἧτο κλειστή. Τὰ δυὸ παράθυρα κλειστά. Μόνον εἰς φεγγίτης μὲ ὕαλον ὑπῆρχε πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλὰ διὰ νὰ φθάση ὡς ἐκεῖ ἐπάνω ἡ Φραγκογιαννού, διὰ νὰ στηλώση τὸ ἀνάστημά της καὶ ἵδη ἂν ἤτον ἄνθρωπος μέσα, ἔπρεπε ν' ἀνέλθη τὰς δυὸ ἢ τρεῖς βαθμίδας, καὶ νὰ φθάση εἰς τὸ μικρόν, ἄφρακτον σανίδωμα, τὸ καλούμενον «χαγιάτι».
Πριν φθάση εις την θύραν του κήπου, καθώς κατήρχετο τον δρομίσκον της κλιτύος, είδεν ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν ευρίσκετο εντός του κήπου, αλλ' ήτο την στιγμήν εκείνην εις τον γειτονικόν αγρόν, τον οποίον είχε φαίνεται ενοικιάσει ως κολλήγας από τον γείτονα. Ο αγρός ήτον σπαρμένος κριθήν λίαν χλοάζουσαν και σπιθαμιαίαν ήδη, εκείτο δε επί χαμηλοτέρου από τον κήπον επιπέδου, εις ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος εις μίαν άκρην του αγρού, ως φαίνεται, εβοτάνιζεν, ήτοι εξερρίζωνε τ' άσχημα χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα εις το σπαρτόν, ενόσω ήτο ακόμη ενωρίς, και ο ήλιος έδυεν ήδη. Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος, κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν.
 
Ἐνῶ ἐδίσταζεν, ἂν ἔπρεπε οὕτω νὰ κάμη, ἢ μᾶλλον ν' ἀνέλθη ἁπλῶς εἰς τὸ χαγιάτι καὶ νὰ κρούση τὴν θύραν, ἤκουσε φωνὰς μικρῶν κορασίων. Ὀλίγον παρέκει ἤτον τὸ πηγάδι μὲ τὸ μάγγανον, καὶ δίπλα, ἡ στέρνα, χαμηλή, βαθεία, μὲ τὰς ὄχθας μόλις ἀνεχούσας ὑπεράνω τῆς ἐπιφανεῖας τῆς γῆς. Ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν κτιστὴν ὄχθην, παρὰ τὸ χεῖλος τῆς στέρνας, ἐκάθηντο δυὸ μικρὰ κοράσια, τὸ ἐν ὡς πέντε ἐτῶν, τὸ ἄλλο ὡς τριῶν ἐτῶν, καὶ ἔπαιζαν μὲ μίαν καλαμιᾶν καὶ μὲ σπάγγον καὶ ἐν καρφίον δεμένον εἰς τὴν ἄκρην, ὡς νὰ ἐψάρευαν τάχα ἐντὸς τῆς στέρνας.
Η γραία Χαδούλα εισήλθε. Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κ' εμαρτύρει περί της αρρωστίας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά. Μόνον εις φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».
 
- Νά!... μοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖο ὁ Ἄις-Γιάννης, εἶπε μέσα της, σχεδὸν ἀκουσίως ἡ Φραγκογιαννού, ἅμα εἶδε τὰ δυὸ θυγάτρια... Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς Περιβολούς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ' ἐκολυμπούσαν!... Νὰ ἰδοῦμε, ἔχει νερό;
Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπε ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασίων. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με το μάγγανον, και δίπλα, η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το εν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και εν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.
 
Πλησιάσασα, ἔκυψε, καὶ εἶδεν ὅτι ἡ στέρνα ἤτον σχεδὸν γεμάτη· ὡς δυὸ τρίτα ὀργυιὰς νεροῦ.
— Να!... μου έδωκε το σημείο ο Άις-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει νερό;
 
- Τί τ' ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ κορίτσια, εἶπεν πάλιν ἡ Φραγκογιαννού. Τάχα δὲν μποροῦν νὰ πέσουν καὶ μοναχὰ τοὺς μέσα;
Πλησιάσασα, έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτον σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.
 
Ἔστρεψεν ἁνήσυχον βλέμμα πρὸς τὴν καλύβην. Ἀλλ' αὐτὴ εἶχε τὴν ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος μέσα.
— Τί τ' αφήνει εδώ, κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπεν πάλιν η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα;
 
Ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας τὰ δυὸ κοράσια. Τὸ μεγαλύτερον τούτων ὡραῖον, ξανθόν, ἂν καὶ σχεδὸν ἄνιπτον, ἔκαμνεν ὡραίαν ἐντύπωσιν. Τὸ μικρότερο, χλωμόν, κακονδυμένον, ἐφαίνετο μᾶλλον νὰ πάσχη ἀπὸ «ζούραν», ἤτοι παιδικὸν μαρασμόν.
Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα.
 
- Κοριτσάκια, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, τί ἐκάνετ' δῶ;... Ποῦ εἴν' ἡ μάννα σας;
Εκοίταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλύτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν. Το μικρότερο, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχη από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν.
 
Τὸ μεγαλύτερον κοράσιον ἀπήντησε:
— Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' δω;... Πού είν' η μάννα σας;
 
- Πίτι.
Το μεγαλύτερον κοράσιον απήντησε:
 
Στὸ σπίτι, ἡρμήνευσεν ἡ γραία. Μὰ ποῦ στὸ σπίτι; Ἐδῶ ἢ στὸ χωριό;
— Πίτι.
 
- Ζὲν εἶναι ζῶ, εἶπεν πάλιν τὸ μικρόν.
Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό;
 
Φαίνεται ὅτι ἐξετέλει ἐντολὴν τοῦ πατρός της, μὴ θέλοντος νὰ ἐνοχλώσιν οἱ διαβάται τὴν ἄρρωστην. Ἀύτη, ἄλλως, εὑρίσκετο πράγματι ἐντὸς τῆς καλύβης, καίτοι τὰ παράθυρα ἦσαν κλειστά, ἴσως διὰ νὰ μὴν τὴν βλάπτη ὁ ἐσπερινὸς ἀὴρ τοῦ ρεύματος. Φαίνεται ὅτι ὁ σύζυγός της πρὸ ὀλίγου μόνον εἶχε κατέλθει εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, πρὸς μικρὰν συμπληρωματικὴν ἐργασίαν, καὶ εἶχεν ὀκνήσει ἢ νομίσει περιττὸν νὰ κλείση καὶ τὴν θύραν τοῦ περιβόλου τοῦ λαχανοκήπου.
— Ζεν είναι ζω, είπεν πάλιν το μικρόν.
 
Ἡ γραία Χαδούλα ἠρώτησε καὶ πάλιν:
Φαίνεται ότι εξετέλει εντολήν του πατρός της, μη θέλοντος να ενοχλώσιν οι διαβάται την άρρωστην. Αύτη, άλλως, ευρίσκετο πράγματι εντός της καλύβης, καίτοι τα παράθυρα ήσαν κλειστά, ίσως διά να μην την βλάπτη ο εσπερινός αήρ του ρεύματος. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέλθει εις τον γειτονικόν αγρόν, προς μικράν συμπληρωματικήν εργασίαν, και είχεν οκνήσει ή νομίσει περιττόν να κλείση και την θύραν του περιβόλου του λαχανοκήπου.
 
- Κ' εἶναι στὸ χωριό, ἡ μάννα σας; Καὶ σεῖς πῶς εἶστε 'δω μοναχά σας;
Η γραία Χαδούλα ηρώτησε και πάλιν:
 
- Εἶναι πατέλας ζῶ, εἶπεν ἡ μικρά.
— Κ' είναι στο χωριό, η μάννα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας;
 
- Ποῦ;
— Είναι πατέλας ζω, είπεν η μικρά.
 
- Ἐκεῖ κάτω, ἔδειξεν ἡ μικρά.
— Πού;
 
- Καὶ τί κάνει;
— Εκεί κάτω, έδειξεν η μικρά.
 
Ἡ παιδίσκη ἔσειε τοὺς ὤμους. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπη.Τέλος ἐπρόφερεν:
— Και τι κάνει;
 
- Ἔχει ζ'λειά. (ἔχει δουλειά)
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να είπη.Τέλος επρόφερεν:
 
- Πῶς σὲ λένε, κορίτσι μου;
— Έχει ζ'λειά. (έχει δουλειά)
 
- Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα).
— Πώς σε λένε, κορίτσι μου;
 
- Καὶ τὴν ἀδερφή σου;
— Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα).
 
- Τούλα (Ἀρετούλα).
— Και την αδερφή σου;
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη:
— Τούλα (Αρετούλα).
 
«Θὰ φωνάξουν, τάχα;... Θ' ἀκουστή; Ποὺ ν' ἀκουστή!... Πρέπει νὰ κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αὐτός, ὅπου εἶναι, τώρα σὲ λίγο, θὰ 'ρθη δῶ, γιατί θὰ σουρουπώση, καὶ δὲν θὰ βλέπη νὰ κάνη δουλειὰ ἐκεῖ κάτω... Καὶ πρέπει νὰ φεύγω τὸ γληγορώτερο, χωρὶς νὰ μὲ ἰδῆ, ὅπως δὲν μὲ εἶδε ὡς τώρα».
Η Φραγκογιαννού εσκέφθη:
 
Ἐδίστασε πρὸς στιγμήν. Ἠσθάνθη μέσα τῆς φοβερὰν πάλην. Εἴτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!... αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση».
«Θα φωνάξουν, τάχα;... Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή!... Πρέπει να κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε λίγο, θα 'ρθη δω, γιατί θα σουρουπώση, και δεν θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω... Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή, όπως δεν με είδε ως τώρα».
 
Καὶ δράξασα μὲ τὰς δυὸ χείρας τὰ δυὸ κοράσια, τὰ ὤθησε μὲ μεγάλην βίαν.
Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην. Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!... αυτό είναι μια απόφαση».
 
Ἠκούσθη μέγας πλαταγισμός.
Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.
 
Τὰ δυὸ πλάσματα ἔπλεαν εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας.
Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός.
 
Ἡ μεγαλυτέρα κορασὶς ἔρρηξεν ὀξείαν κραυγήν, ἥτις ἀντήχησεν εἰς τὴν μοναξιᾶν τῆς ἑσπέρας.
Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας.
 
- Μά...!
Η μεγαλυτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξιάν της εσπέρας.
 
Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔστρεψε τὸ πρόσωπον πρὸς τὴν λευκὴν καλύβην, ὅπου μέχρι τοῦδε εἶχεν ἐστραμμένα τὰ νῶτα.
— Μα...!
 
Καὶ συγχρόνως ἐτοιμάζετο νὰ φύγη, καὶ συνάμα ἔστρεφε τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματος πρὸς τὴν στέρναν, διὰ νὰ ἰδῆ ἂν διήρκει ἡ ἀγωνία.
Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.
 
Ἀνέλαβε τὸ καλάθι της, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποθέσει καταγῆς, καὶ ἀπεμακρύνθη δυὸ βήματα.
Και συγχρόνως ετοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία.
 
Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἤσπαιρον μέσα εἰς τὸ νερόν. Ἡ μικρὰ εἶχε βυθισθῆ ἤδη. Ἡ μεγαλυτέρα ἐπάλαιε.
Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχε αποθέσει καταγής, και απεμακρύνθη δύο βήματα.
 
Μετ' ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἡ γραία ἤκουσεν ὄπισθέν της κρότον θύρας ἀνοιγομένης, καὶ ἀσθενῆ φωνήν.
Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλυτέρα επάλαιε.
 
Ἐστράφη. Ἡ θύρα τῆς καλύβης εἶχεν ἀνοιχθῆ. Ἡ ἄρρωστη γυνή, ἡ μήτηρ τῶν δυὸ κορασίων, ὠχρά, καὶ τυλιγμένη μὲ μαλλίνην σινδόνα, ὁμοία μὲ φάντασμα, ἵστατο εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότον θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν.
 
- Τί εἶναι; εἶπε μετὰ τρόμου ἡ πάσχουσα γυνή.
Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασίων, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας.
 
Τότε ἡ Φραγκογιαννού, μὲ μεγάλην ἐτοιμότητα, καθὼς ἵστατο ὀρθία, δυὸ βήματα πρὸς τὴν στέρναν, ἔρριψε τὸ καλάθι της κάτω, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀναλάβει ἀρτίως, καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη, νὰ πηδά, καὶ νὰ φωνάζη:
— Τί είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.
 
- Τὰ κορίτσια!... Τὰ κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δὲν ἔχετε τὸ νοῦ σας, χριστιανοί;... Πῶς κάμανε;... Καὶ τ' ἀφήνετε μοναχά τους, κοντὰ στὴ στέρνα, νερὸ γεμάτη!... Καλὰ ποὺ βρέθηκα!... Νά, τώρα πέρασα κ' ἐγώ... Ὁ Θεὸς μ' ἔστειλε!
Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχε αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά, και να φωνάζη:
 
Κ' ἐνῶ τῷ ἅμα κύψασα, καὶ ἀφαιρέσασα ἐν ἀκαρεῖ τὴν φουστάνα της, μείνασα μὲ τὴν λεγομένην «μαλλίναν», τὴν ἐν εἴδει μεσοφορίου, ἀπορρίπτουσα τὰς πατημένας χονδρὰς ἐμβάδας, μείνασα μὲ τὰς κάλτσας τὰς τρυπημένας εἰς τὴν πτέρναν, ἐρρίθη βαρεία, μετὰ πατάγου μέσα εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας.
— Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;... Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κ' εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε!
 
Ἡ γυνὴ ἡ ἄρρωστη εἶχεν ἀφήσει βραχνὴν κραυγήν, κ' ἔτρεξε νὰ κατέλθη τὰ δυὸ ἢ τρία λίθινα σκαλοπάτια τῆς εἰσόδου, παραπατοῦσα καὶ μόλις δυναμένη νὰ βαδίζη ἐκ τῆς ἀδυναμίας. Πρὶν αὔτη φθάση πλησίον τῆς στέρνας, ἡ Γιαννοὺ εἶχε πιάσει τὸ μικρότερον κοράσιον, τὸ ὁποῖον τῆς ἐφαίνετο μᾶλλον πνιγμένον ἤδη, καὶ τὸ ἔσυρε βραδέως πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὴν κεφαλὴν πάντοτε ἐπίστομα εἰς τὸ νερό. Εἴτα σηκώσασα τὸ μικρὸν σῶμα, ἀφοῦ ἀπέθεσε τοῦτο ἐπὶ τῆς λιθίνης κρηπίδος, ἔκυψε κ' ἔπιασε τὴν ἄλλην κορασίδα, τὴν μεγαλυτέραν. Τὴν ἔδραξεν ἀπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ φορέματός της, καὶ ἀπὸ τὸν ἕνα πόδα, κ' ἐνῶ ἐτράβα πρὸς τὰ ἄνω τὸ σῶμα, ἡ κεφαλὴ ἕμενε κάτω, ὅσον τὸ δυνατὸν μακροτέραν ὥραν ἐντὸς τοῦ νεροῦ.
Κ' ενώ τω άμα κύψασα, και αφαιρέσασα εν ακαρεί την φουστάνα της, μείνασα με την λεγομένην «μαλλίναν», την εν είδει μεσοφορίου, απορρίπτουσα τας πατημένας χονδράς εμβάδας, μείνασα με τας κάλτσας τας τρυπημένας εις την πτέρναν, ερρίθη βαρεία, μετά πατάγου μέσα εις το νερόν της στέρνας.
 
Τέλος, ἡ μήτηρ εἶχε φθάσει πλησίον τῆς σκηνῆς, καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔσυρεν ἀποφασιστικῶς τὸ σῶμα πρὸς τὰ ἔξω. Ἀπέθηκε τοῦτο πλησίον τοῦ ἄλλου σώματος.
Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκυψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλυτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.
 
Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἐφαίνοντο ἀναίσθητα.
Τέλος, η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής, και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ μετὰ προσπαθείας, ψάξασα μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ νερόν, ἀνεῦρεν ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς τὸ στόμιον τῆς στέρνας, τὸ φραγμένον διὰ πλατείας σανίδος μὲ ὑψηλὴν ὡς κοντάριον λαβήν, καὶ πατήσασα τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τῆς ἐσοχῆς ἐκείνης τοῦ τοίχου ἀνῆλθε μετὰ κόπου εἰς τὴν κρηπίδα ὅλη στάζουσα.
Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα.
 
- Εἶδες! Δὲν τὸ ἐσυλλογίστηκα! ἀνέκραξεν ἐπιδεικτικῶς ἡ Φραγκογιαννού. Τάχα δὲν ἔπρεπε νὰ τραβήξω τὸν κόπανο ἐπάνω, νὰ ξεφράξω τὴ μπούκα, γιὰ ν' ἀδειάση μονομιᾶς ἡ στέρνα, πρὶν πνιγοῦν τὰ κοριτσάκια, τὰ καημένα!
Η Φραγκογιαννού μετά προσπαθείας, ψάξασα με τους πόδας εις το νερόν, ανεύρεν επί της μεσημβρινής πλευράς το στόμιον της στέρνας, το φραγμένον διά πλατείας σανίδος με υψηλήν ως κοντάριον λαβήν, και πατήσασα τον ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα όλη στάζουσα.
 
Ἧτο ἀληθές, ἄλλως, ὅτι δὲν τὸ εἶχε σκεφθῆ. Πλὴν ὑπάρχει ὑποκρισία καὶ ἐν τῇ εἰλικρινείᾳ.
— Είδες! Δεν το εσυλλογίστηκα! ανέκραξεν επιδεικτικώς η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνιγούν τα κοριτσάκια, τα καημένα!
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐτίναξε τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων της, τὰ διάβροχα, καὶ ρίπτουσα βλέμμα ἐπὶ τᾷ δυὸ ἀναίσθητα σώματα, ἤρχισεν ἐν βίᾳ καὶ σπουδὴ νὰ λέγη:
Ήτο αληθές, άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία.
 
- Κρέμασμα ἀνάποδα θέλουνε... Χτύπημα μὲ τὸ καλάμι, γιὰ νὰ ξεράσουν μαθές!... Καλὰ ποὺ εἶναι γλυκὸ τὸ νερό... Ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου, χριστιανή μου;... Ἔτσι τ' ἀφήνουν, μικρὰ κορίτσια, μοναχά τους, νὰ παίζουν μὲ τὸ νερὸ τῆς στέρνας;... Καλὰ ποὺ ἦρθα! Ὁ Θεὸς μ' ἔστειλε... Ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο ἔρχομαι, ἀπ' τὸν ἐλιώνα... Καλὰ ποὺ ἤτον ἡ πόρτα τοῦ μπαχτσὲ ἀνοιχτῆ!... Ποῦ 'ναι ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ 'ν' τος; Ό,τι μπῆκα ἀπ' τὴν πόρτα, ἀκούω μπλούμ! Τρέχω... Τί νὰ ἰδῶ! Δὲν πρόφθασα... Οὔτε ἤξευρα πὼς εἴσ' ἐδῶ. Σὲ εἶχα στὸ χωριὸ πὼς βρίσκεσαι... Εἶχα μάθει πὼς ἤσουν ἄρρωστη... Τὴν τρομάρα ποὺ πήρα!... Τώρα, κρέμασμα ἀνάποδα, καὶ γλήγορα... Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι καλὰ πνιγμένα... Ποὺ 'ναι... τος ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ 'ν' τος;
Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη:
 
Καὶ δράξασα μετὰ βίας το ἐν σῶμᾳ, τὸ μικρότερον, περὶ τοῦ ὁποίου ἧτο σχεδὸν βεβαία ὅτι ἤτον νεκρὸν ἤδη, τὸ μετέφερε πλησίον ἑνὸς δένδρου, διὰ νὰ τὸ κρεμάση ἀνάποδα, ὡς ἔλεγε.
— Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε... Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές!... Καλά που είναι γλυκό το νερό... Πού είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;... Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια, μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;... Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε... Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον ελιώνα... Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοιχτή!... Πού 'ναι ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; Ό,τι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλούμ! Τρέχω... Τί να ιδώ! Δεν πρόφθασα... Ούτε ήξευρα πως εισ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι... Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη... Την τρομάρα που πήρα!... Τώρα, κρέμασμα ανάποδα, και γλήγορα... Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα... Πού 'ναι... τος ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος;
 
- Ποῦ εἴν' ἕνα σκοινάκι;... Νά, βλέπω ἕνα σπάγγον μὲ καλαμιά! Καλά, θὰ χρειαστή.
Και δράξασα μετά βίας το εν σώμα, το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτον νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε.
 
Ἔνευεν ἀνυπομόνως εἰς τὴν ἄρρωστην γυναίκα, νὰ τῆς φέρη πλησίον τὴν καλαμιά, μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζαν πρὸ μικροῦ αἱ δυὸ κορασίδες.
— Πού είν' ένα σκοινάκι;... Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλαμιά! Καλά, θα χρειαστή.
 
Ἡ γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τὰς χείρας ἐν ἀπορίᾳ, ἐν τρόμῳ, ἐν ἀγωνίᾳ, μὲ ἀσθενῆ φωνὴν εἶπε:
Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.
 
- Μὰ ποῦ 'ναι ὁ πατέρας τους;
Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε:
 
- Ἐμένα ρωτᾶς; εἶπεν ἡ Γιαννού.
— Μα πού 'ναι ο πατέρας τους;
 
- Δὲν φωνάζεις;... Δὲν μπορῶ νὰ σκούξω, δὲν ἔχω καρδίτσα, χριστιανή μου... Ἴσως νὰ εἶναι ἀποκάτω, στὸ χωράφι.
— Εμένα ρωτάς; είπεν η Γιαννού.
 
Ἡ Φραγκογιαννού, ἀποθέσασα πρὸς ὥραν τὸ μικρὸν σῶμα καταγῆς, εἶχε τρέξη δυὸ βήματα, καὶ λύσει τὴν καλαμιᾶν μὲ τὸν σπάγγον, κ' ἐπροσπάθει νὰ τὸν λύση ἢ τὸν κόψη, ὅπως δέση δι' αὐτοῦ τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς πνιγμένης εἰς τὸν κλώνα τῆς κερασέας, καὶ κρέμαση τὸ σῶμα κατὰ κεφαλῆς.
— Δεν φωνάζεις;... Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου... Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.
 
Συγχρόνως, ἀπαντῶσα εἰς τὴν ἐπίκλησιν τῆς γυναικός, ἐφώναξε μὲ ἀγρίαν, ἀλλόκοτον φωνήν:
Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξη δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρέμαση το σώμα κατά κεφαλής.
 
- Γιάννη!... Γιάννη!
Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν:
 
Ἡ κραυγὴ ἀντήχησεν ἀνὰ τὴν κοιλάδα. Ἀλλ' ὁ Γιάννης δὲν ἐφαίνετο. Ἡ Γιαννοὺ ἔδεσε τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς, κ' ἐπροσπάθει νὰ τὴν κρέμαση, συγχρόνως δὲ ἐπανέλαβε τὴν κραυγήν της:
— Γιάννη!... Γιάννη!
 
- Γιάννη!.. Ποῦ εἶσαι;... Ἔλα!...Τὰ κορίτσια πέσανε μὲς στὴν στέρνα!...
Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρέμαση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της:
 
«Καλύτερα, ποὺ ἀργεῖ», ἔλεγε μέσα της.
— Γιάννη!.. Πού είσαι;... Έλα!...Τα κορίτσια πέσανε μες στην στέρνα!...
 
- Δὲν ἀκούει, θὰ πῶ, αὐτὸς ὁ χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στὴ δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλιά... Γιάννη! Γιάννη!...
«Καλύτερα, που αργεί», έλεγε μέσα της.
 
Συγχρόνως συνησθάνθη ὅτι σχεδὸν ἐπροδίδετο, καθότι ἡ γυνὴ ρητῶς δὲν τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ὁ Γιάννης εἰργάζετο στὸ χωράφι, ἀλλὰ μόνον ἡ ἰδία τὸν εἶχεν ἰδεῖ, καὶ ἂν τῆς τὸ εἰπέ τις, ἡ πνιγεῖσα παιδίσκη της τὸ εἶπεν. Ὅθεν ἐπέφερε:
— Δεν ακούει, θα πω, αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλια... Γιάννη! Γιάννη!...
 
- Μὰ ποῦ εἶναι;... Στὸ χωράφι, εἶπες; Καὶ τί κάνει;... Ποιὸς νὰ τρέξη, χριστιανή μου, ὡς ἐκεῖ... Σῦ εἶσαι ἄρρωστη γυναίκα... Γιάννη!... Ποῦ εἶσαι, Γιάννη;
Συγχρόνως συνησθάνθη ότι σχεδόν επροδίδετο, καθότι η γυνή ρητώς δεν της είχεν ειπεί ότι ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία τον είχεν ιδεί, και αν της το ειπέ τις, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπεν. Όθεν επέφερε:
 
Τέλος ἠκούσθη φωνή, πέραν τοῦ ἀκρινοῦ φράκτου, ἀπὸ τὴν ἐσχατιᾶν ἐρχόμενη.
— Μα πού είναι;... Στο χωράφι, είπες; Και τί κάνει;... Ποιός να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί... Συ είσαι άρρωστη γυναίκα... Γιάννη!... Πού είσαι, Γιάννη;
 
- Τί εἶναι;... Ποιὸς φωνάζει;
Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχόμενη.
 
- Τρέξε, Γιάννη!... Τὰ κορίτσια πνιγήκανε! ἔκραξε μὲ μέγαν κόπον ἡ ἄρρωστη γυνή.
— Τί είναι;... Ποιός φωνάζει;
 
Μετὰ ἐν λεπτὸν ἔφθασε τρέχων ὁ Γιάννης.
— Τρέξε, Γιάννη!... Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή.
 
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε κρεμάσει τὸ μικρὸν σῶμα, εἴτα ἐσήκωσε καὶ τὸ σῶμα τὸ ἄλλο, τῆς μεγαλυτέρας παιδίσκης, καὶ τὸ ἐψηλάφει μὲ τὰς δυὸ χείρας, ζητοῦσα νὰ βεβαιωθῆ ἂν ἧτο νεκρὸν ἤδη. Καὶ συγχρόνως ἔρριπτε λοξὸν ὕπουλον βλέμμα πρὸς τὴν δύστηνον μητέρα, τὴν ὠχρὰν καὶ ριγούσαν ὑπὸ τὴν λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ἀκουσίως οἰκτείρουσα τὴν γυναίκα ἐκείνην.
Μετά εν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.
 
Ὅταν εἶδε μακρόθεν τὸν πατέρα, τὸν κηπουρόν, νὰ τρέχη πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐγύρισε τὸ σῶμα μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω, καὶ τὸ ἐκράτει προσωρινῶς οὕτω διστάζουσα καὶ ἔντρομος.
Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλυτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.
 
- Τί εἶναι;... Τί τρέχει; ἔκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ Γιάννης.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος.
 
- Νά! καλὰ ποὺ βρέθηκα! ἐφώναξε πρὸς τοῦτον ἡ Φραγκογιαννού... Ἠρχόμουν ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο, μὲ τὸ κοφίνι μου. Ἔλεγα νά σου δώσω κανένα βότανο, ἀπ' αὐτὰ ποὺ μάζωξα σήμερα στὸ ρέμα, γιὰ νὰ κάμετε μαντζούνι γιὰ τὴ γυναίκα σου!... ἐπειδὴ εἶχα μάθει πὼς ἤτον ἄρρωστη... Καλὰ ποὺ βρέθηκε ἡ πόρτα ἀνοιχτή!... Μπαίνω μέσα... Ἀκούω, μπλούμ! τὴν τρομάρα ποὺ πήρα! Τὰ δυὸ κορίτσια, καθὼς ἔπαιζαν μὲ τὴν καλαμιά, ἔπεσαν στὴν στέρνα... Κατὰ πὼς φαίνεται, ὅσο μπόρεσα νὰ καταλάβω, εἶχαν πιάσει καυγὰ ποιὰ νὰ κρατῆ τὴν καλαμιά, γιὰ νὰ βγάλη τάχα τὰ ψάρια... Ἡ μικρὴ ἤθελε ν' ἀρπάξη τὴν καλαμιὰ ἀπ' τὴ μεγάλη... Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη τὴ μικρή, τὴν ἔρριξε μὲς στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ τὴν μεγάλη, κατὰ πὼς φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς στὴ στέρνα. (Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε αὐτοσχεδιάσει τὴν ἑρμηνείαν ταύτην ἐκ τοῦ προχείρου, καὶ ἐξ ἐμπνεύσεως). Ἄχ! τὴν τρομάρα ποὺ πήρα! Ἀκούω ἕνα μπλούμ! Καλὰ ποὺ βρέθηκα! Ὁ Θεὸς μ' ἔστειλε... Ἀμμή, ἔτσι ἀφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρὰ κορίτσια, νὰ παίζουν μοναχά τους κοντὰ στὴ στέρνα, γεμάτη νερό!...
— Τί είναι;... Τί τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης.
 
Ὁ Γιάννης ἱδὼν τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα εἰς τὰς ὠχρὰς ἀκτίνας τῆς ἀμφιλύκης, τραβῶν τὰ μαλλιά του, δάκνων τοὺς ἁρμοὺς τῶν δακτύλων του, ἀπήντησεν:
— Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού... Ηρχόμουν από τον Ανάγυρο, με το κοφίνι μου. Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμα, για να κάμετε μαντζούνι για τη γυναίκα σου!... επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη... Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή!... Μπαίνω μέσα... Ακούω, μπλούμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά, έπεσαν στην στέρνα... Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποιά να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια... Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη... Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μες στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πώς φαίνεται, την ετράβηξε μαζί της μες στη στέρνα. (Η Φραγκογιαννού είχε αυτοσχεδιάσει την ερμηνείαν ταύτην εκ του προχείρου, και εξ εμπνεύσεως). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλούμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε... Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό!...
 
- Ω!... τί ἁμαρτίες!... ἔχεις δίκιο, χριστιανή μου! Ἄχ!... καὶ τί ἤτον αὐτό!... Κ' ἐγὼ ἤμουν κάτω στὸ χωράφι, κ' ἔβγαζα τὰ χορτάρια... καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, τὸ ἔρμο!... Ἕνα σαράκι μ' ἔτρωγε!... Καὶ δὲν ἐσυλλογίστηκα πὼς ἡ στέρνα ἤτον γεμάτη. Κ' εἶχα ἕνα φόβο, μιὰν ὑποψία... ἔλεγα ν' ἀφήσω τὸ βοτάνισμα, νὰ 'ρθω, νὰ τρέξω, στὸν μπαχτσὲ πίσω... Κ' ἔλεγα, ὁ ἐξαποδῶ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει... Καὶ δέ μου 'κανε καρδιά, ν' ἀφήσω τὴ δουλειά, τὸ ἔρμο! Ὤχ! δίκιο ἔχεις, ὅ,τι καὶ νὰ πής, χριστιανή μου. Ἄχ! ἄχ! τί ἁμαρτίες;
Ο Γιάννης ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησεν:
 
Καὶ ἐν πολλῇ ἀγωνία, ὁ κηπουρὸς συνειργάσθη εἰς τὰ πρόχειρα ἐναντίον τοῦ πνιγμοῦ μέσα, τὰ ὁποῖα συνίστα ἡ πολύπειρος Φραγκογιαννού.
— Ω!... τι αμαρτίες!... έχεις δίκιο, χριστιανή μου! Αχ!... και τι ήτον αυτό!... Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια... και δεν ημπορούσα να ησυχάσω, το έρμο!... Ένα σαράκι μ' έτρωγε!... Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη. Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία... έλεγα ν' αφήσω το βοτάνισμα, να 'ρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ πίσω... Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει... Και δε μου 'κανε καρδιά, ν' αφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκιο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες;
 
Και εν πολλή αγωνία, ο κηπουρός συνειργάσθη εις τα πρόχειρα εναντίον του πνιγμού μέσα, τα οποία συνίστα η πολύπειρος Φραγκογιαννού.
 
<center>* * *</center>
Ἡ γραία Χαδούλα ἐξ ἀνάγκης ἔμεινε καθ' ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα εἰς τὴν καλύβην, ὅπου ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ σπάνια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων της. Μὲ ὅλα τὰ κρεμάσματα καὶ τὰς ἐντριβᾶς, τὰ ὁποῖα ἐφήρμοσεν αὔτη, τὰ δυὸ κοράσια ἀπέθαναν. Τὸ πρωὶ ἔτρεξεν ὁ Γιάννης εἰς τὴν πολίχνην διὰ νὰ δώση εἴδησιν εἰς τὰς ἀρχάς, ἐνῶ ἡ Φραγκογιαννοὺ μείνασα ὀπίσω ἐσυντρόφευε τὴν ἄρρωστην μητέρα, κλαίουσαν καὶ ὀδυρομένην, ἐξασκοῦσα καὶ τὸ ἔργον τῆς παρηγορητρίας, σιμὰ εἰς τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἰάτρισσας.
 
Ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ «ἐκπληρῶν τ' ἀστυνομικά» πάρεδρος ἦλθον ἐπὶ τόπου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνακρινομένη διηγήθη τὴν χθεσινὴν ἐκδρομήν της, καὶ τὴν τυχαίαν διέλευσίν της ἀπὸ τὸν λαχανόκηπον. Εἴτα ἐπανέλαβε σχεδὸν κατὰ λέξιν ὅσα εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὸν πατέρα τῶν δυὸ κορασίων: «Ἡ μικρότερη ἤθελε ν' ἀρπάξη τὴν καλαμιὰ ἀπ' τὴν μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη τὴν μικρὴ τὴν ἔρριξε μέσα στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ τὴν μεγάλη, κατὰ πὼς φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς στὴ στέρνα». Ταῦτα ἐξέφερε μᾶλλον ὡς συμπερασμοὺς ἡ ἀνακρινομένη· διότι μόλις ἐπάτησε τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, ἔλεγε, κι ἄκουσε ἕνα μπλούμ! καὶ δὲν ἐπρόφθασε νὰ προλάβη τὴν καταστροφήν, μόνον ἐπῆρε «μεγάλη τρομάρα».
----
 
Ὁ παρεπιδημῶν ἰατρός, κ. Μ., ἦλθεν, εἶδε τὰ πτώματα καὶ συνέταξε τὴν ἔκθεσίν του· ἀπεφάνθη ὅτι τὰ δυὸ κοράσια ἐπνίγησαν ἐκ πτώσεως εἰς τὸ ὕδωρ.
 
Οὐδεμία ἔνδειξις οὔτε ὑποψία ὑπῆρχε κατὰ τῆς Φραγκογιαννούς. Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα τὰ ἐδιάβασεν εἰς ἱερεὺς ἐλθών, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἄγ. Ἀντωνίου, καὶ τὰ ἔθαψαν ἐκεῖ ἔξω, μεταξὺ σχοίνων καὶ θάμνων, πλησίον εἰς τὴν βορείαν πλευρᾶν τοῦ ναΐσκου.
Η γραία Χαδούλα εξ ανάγκης έμεινε καθ' όλην εκείνην την νύκτα εις την καλύβην, όπου εδοκίμασεν όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας μεταβαλλομένης αίφνης εις ιάτρισσαν των ιδίων θυμάτων της. Με όλα τα κρεμάσματα και τας εντριβάς, τα οποία εφήρμοσεν αύτη, τα δύο κοράσια απέθαναν. Το πρωί έτρεξεν ο Γιάννης εις την πολίχνην διά να δώση είδησιν εις τας αρχάς, ενώ η Φραγκογιαννού μείνασα οπίσω εσυντρόφευε την άρρωστην μητέρα, κλαίουσαν και οδυρομένην, εξασκούσα και το έργον της παρηγορητρίας, σιμά εις το επάγγελμα της ιάτρισσας.
 
Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασίων: «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' την μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζί της μες στη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι άκουσε ένα μπλούμ! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα».
 
Ο παρεπιδημών ιατρός, κ. Μ., ήλθεν, είδε τα πτώματα και συνέταξε την έκθεσίν του· απεφάνθη ότι τα δύο κοράσια επνίγησαν εκ πτώσεως εις το ύδωρ.
 
Ουδεμία ένδειξις ούτε υποψία υπήρχε κατά της Φραγκογιαννούς. Τα δυο μικρά πλάσματα τα εδιάβασεν εις ιερεύς ελθών, εις τον ναΐσκον του Αγ. Αντωνίου, και τα έθαψαν εκεί έξω, μεταξύ σχοίνων και θάμνων, πλησίον εις την βορείαν πλευράν του ναΐσκου.
 
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Η'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ι'}}