Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Η: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ζ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'}}
<div class="polytonic">
 
Τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, μίαν πρωίαν, ἀπῆλθεν ἡ Φραγκογιαννοὺ ὀλομόναχη εἰς τὴν ἐξοχήν, πρὸς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν μικρὸν ἐλαιώνα, τὸν ὁποῖον ὡς «ψυχομοίρι» εἶχε λάβει ἀπὸ μίαν εὔπορον ὀπωσοῦν κουμπάραν της, ἀποθανοῦσαν ἄκληρον, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Τὸ ἥμισυ τοῦ ἐλαιῶνος τούτου εἶχε δώσει ὡς προίκα εἰς τὴν Δελχαρῶ, τὸ ἄλλο ἥμισυ κατεῖχεν ἀκόμη ἡ γραία.
 
Ὀλίγαι ἑβδομάδες εἶχον παρέλθει ἀπὸ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα διηγήθημεν. Οὐδεὶς δυσανάλογος θόρυβος εἶχε γίνει διὰ τὸ μικρὸν θυγάτριον τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας, τὸ ὁποῖον ἔθαψαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν. Ἡ μήτηρ τοῦ βρέφους, ἂν καὶ εἶδε τὰ μέλανα τινα σημεῖα περὶ τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ ἐτόλμα ποτὲ νὰ κάμη λόγον, οὔτε ἄλλος θὰ ἐπίστευε τὸ ἔγκλημα τῆς μητρός της. Προφανῶς τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὸν κοκκίτην.
Την εβδομάδα των Βαΐων, μίαν πρωίαν, απήλθεν η Φραγκογιαννού ολομόναχη εις την εξοχήν, προς της Μαμούς το ρέμα. Ήθελε να επισκεφθή τον μικρόν ελαιώνα, τον οποίον ως «ψυχομοίρι» είχε λάβει από μίαν εύπορον οπωσούν κουμπάραν της, αποθανούσαν άκληρον, και εις την οποίαν είχε προσφέρει εκδουλεύσεις. Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία.
 
Ὁ μόνος ἰατρός, ὅστις ὑπῆρχεν ἀπὸ χρόνων εἰς τὸ χωρίον, ὁ φιλάνθρωπος Βαυαρὸς Β., ἔτυχεν ἀπών. Εἶχεν ἀκουσθῆ καὶ πάλιν χολέρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν συνήθιζε ν' ἀποστέλλη κατ' ἐκλογὴν τὸν ἰατρὸν τοῦτον εἰς τὴν διεύθυνσίν του ἐν Δήλῳ λοιμοκαθαρτηρίου.
Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γίνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν. Η μήτηρ του βρέφους, αν και είδε τα μέλανά τινα σημεία περί τον λαιμόν του μικρού παιδιού, δεν θα ετόλμα ποτέ να κάμη λόγον, ούτε άλλος θα επίστευε το έγκλημα της μητρός της. Προφανώς το παιδίον είχεν αποθάνει από τον κοκκίτην.
 
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις εἶχε στείλει προσωρινῶς ὡς ὑγειονόμον γηραιὸν τινα ἰατρόν, τὸν κ. Μ., ὅστις δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρχεν εἰς ἀπόφοιτος τῆς ἰατρικῆς, διατρίβων ἐν τῇ νήσῳ. Οὗτος κληθεὶς ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ἀστυνομίας ὅπως βεβαιώση τὸν θάνατον, ἐκοίταξεν ἐπιπολαίως τὸ πρόσωπον τοῦ νεκροῦ βρέφους, παρεπονέθη διατὶ νὰ μὴν τὸν φωνάξουν ἐνόσω τοῦτο ἔζη κ' ἔδωκε τὸ «ἐνταφιαστήριον», γράψας «ἐκ σπασμώδους βηχός».
Ο μόνος ιατρός, όστις υπήρχεν από χρόνων εις το χωρίον, ο φιλάνθρωπος Βαυαρός Β., έτυχεν απών. Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνήθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου.
 
Ἡ γραία Χαδούλα ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἔζησε ζωὴν τύψεων, ἀνησυχίας, καὶ μ' ἐξωτερικὸν σχήμα ὡς νὰ εἶχε τέφραν ἐπὶ τῆς κόμης τῆς ψαρᾶς, τόσον ἐλαφρῶς κυπτὴν καὶ ἀκίνητον ἐτήρει τὴν κεφαλήν της, καὶ ὡς νὰ ἐφόρει τὴν μακρὰν μαύρην μανδήλαν της ὡς σάκκον μετανοίας. Ὅταν ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζη εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βαθείας γονυκλισίας, ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ ἀνέβαλλεν. Ἐνήστευεν ἄνευ ἐλαίου ξηροφαγοῦσα τὰς πέντε ἡμέρας ἐκάστης ἐβδομάδος, καὶ εἶχε βαστάξει «τρίμερο» τὴν πρώτην ἑβδομάδα καὶ τὸ μεσοσαράκοστον. Ἐντρέπετο νὰ βλέπη τὴν κόρη της, τὴν Δελχαρῶ, καὶ ἀπέφευγε ν' ἀντικρύση τὸ βλέμμα της.
Αντ' αυτού η Κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν εις απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω. Ούτος κληθείς υπό της δημοτικής αστυνομίας όπως βεβαιώση τον θάνατον, εκοίταξεν επιπολαίως το πρόσωπον του νεκρού βρέφους, παρεπονέθη διατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο έζη κ' έδωκε το «ενταφιαστήριον», γράψας «εκ σπασμώδους βηχός».
 
Τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην, τῆς ἑβδομάδας τῶν Βαΐων, ἔφθασεν ἡ Φραγκογιαννοὺ λίαν πρωὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψηλοῦ πετρώδους λόφου, τοῦ ἀντικρύζοντος ἐκ δυσμῶν τὴν πολίχνην, καὶ ὁπόθεν μελαγχολικὸν πίπτει τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ μικροῦ κοιμητηρίου, ἀπλουμένου κάτω, ἐπὶ ὑψηλῆς θαλασσοπλήκτου λωρίδος γῆς, μὲ τὰ λευκὰ μνήματα, καὶ εὐθὺς φεύγει ζητοῦν φαιδρότητα καὶ ζωὴν εἰς τὰ γαλανὰ κύματα, εἰς τὸ εὐρὺν τριπλοῦν λιμένα, καὶ εἰς τὰ χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τὰ φράττοντα τοῦτον ἐξ ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας. Ἐπάνω τῆς κορυφῆς ἐκείνης ἵστατο ἐρημικόν, ἄποπτον, ὡς φανὸς τὴν ἡμέραν λάμπων, τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ διῆλθεν ἔξωθεν, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ' ἐνῶ εἶχε σκοπὸν νὰ εἰσέλθη, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐδίστασε, κ' ἐξηκολούθησε τὸν δρόμο της. «Δὲν εἶμαι ἄξια», εἶπε μέσα της, «νὰ μπῶ σ' ἕνα ξωκκλήσι ποὺ τόσο συχνὰ λειτουργιέται... Ἂς πάω καλύτερα στὸν Ἀϊ-Γιάννη τὸν Κρυφό».
Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας. Όταν εμβήκεν η Μεγάλη Σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μεσοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρη της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.
 
Μετὰ τοῦτο ἔφθασε εἰς τὸν ἐλαιώνα, ἐπεθεώρησεν ἐν πρὸς ἐν ὅλᾳ τὰ ἐλαιόδενδρα διὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἦσαν φουκωμένα ἤδη. Ἧτο ἤδη πρὸς τὰ μέσα Ἀπριλίου, τὸ δὲ Πάσχα ἤρχετο ὄψιμον. Παρεκάλει μέσα της τὸν Χριστὸν «νὰ δώση λαδάκι, γιὰ ν' ἀναπλέψ' ἡ φτώχεια». Ἀπὸ δυὸ ἐτῶν, τῷ ὄντι, δὲν εἶχαν καρπίσει οἱ ἐλιές, εἶχε δὲ ἀναφανῆ καὶ μία ὕπουλος ἀσθένεια, φθείρουσα τὸν καρπόν, καὶ μαυρίζουσα τοὺς κλώνας τῶν δένδρων.
Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδας των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικόν πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδος γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις το ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας. Επάνω της κορυφής εκείνης ίστατο ερημικόν, άποπτον, ως φανός την ημέραν λάμπων, το εξωκκλήσιον του Αγίου Αντωνίου. Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κ' ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κ' εξηκολούθησε τον δρόμο της. «Δεν είμαι άξια», είπε μέσα της, «να μπω σ' ένα ξωκκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται... Ας πάω καλύτερα στον Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό».
 
ΑφούἈφοῦ έμεινενἔμεινεν επἐπ' ολίγονὀλίγον ειςεἰς τοντὸν ελαιώναἐλαιώνα, εσηκώθηἐσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις τηντὴν κεφαλήνκεφαλὴν οπίσωὀπίσω, ωςὡς διάδιὰ ν' αποχαιρετίσηἀποχαιρετίση τατὰ ελαιόδενδραἐλαιόδενδρα καικαὶ απεμακρύνθηἀπεμακρύνθη. ΈφθασεἜφθασε κάτω ειςεἰς τοτὸ ρεύμαρεῦμα καικαὶ ήρχισεἤρχισε νανὰ τοτὸ ανέρχεταιἀνέρχεται, καθώςκαθὼς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα τοτὸ καλάθιονκαλάθιόν της υπόὑπὸ τοντὸν αριστερόνἀριστερὸν αγκώναἀγκώνα, κρατούσακρατοῦσα τοτὸ μαχαιράκι της μεμὲ τηντὴν χείρα τηντὴν δεξιάν, έκυπτεἔκυπτε παντούπαντοῦ, ειςεἰς όσαὅσα μέρη αυτήαὐτὴ εγνώριζεἐγνώριζε κ' έψαχνεἔψαχνε νανὰ εύρηεὔρη καυκαλήθρεςκαυκαλῆθρες καικαὶ ζοχάρια καικαὶ μυρόνια καικαὶ άνηθονἄνηθον διάδιὰ νανὰ γεμίση τοτὸ καλαθάκι της, νανὰ κάμη πίτταν τοτὸ Σάββατον τουτοῦ Λαζάρου, νανὰ φάγη αυτήαὐτὴ κ' αιαἱ θυγατέρες της, αλλάἀλλὰ νανὰ προσφέρη κ' ειςεἰς τιςτὶς γειτόνισσες, απόἀπὸ ταςτὰς οποίαςὁποίας χάσιμον δενδὲν είχενεἶχεν.
Μετά τούτο έφθασε εις τον ελαιώνα, επεθεώρησεν εν προς εν όλα τα ελαιόδενδρα διά να ιδή αν ήσαν φουκωμένα ήδη. Ήτο ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει οι ελιές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων.
 
ΕκτόςἘκτὸς τωντῶν αγριολαχάνωνἀγριολαχάνων τούτων, τατὰ οποίαὁποῖα όλαιὅλαι εγνώριζονἐγνώριζον νανὰ συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρενἤξευρεν άλλαἄλλα βότανα, χρήσιμα ωςὡς φάρμακα διάδιὰ τουςτοὺς ασθενείςἀσθενεῖς, τοτὸ τρίμερο, καικαὶ τηντὴν δρακοντιάδρακοντιὰ καικαὶ τηντὴν αγριοκρομμύδαἀγριοκρομμύδα, ανάμεσαἀνάμεσα ειςεἰς ταςτὰς κομάρους καικαὶ ταςτὰς πτέριδας, καικαὶ παράπαρὰ ταςτὰς ρίζας τωντῶν αγρίωνἀγρίων δένδρων, καικαὶ τουςτοὺς μύκητας καικαὶ ταςτὰς άκανθαςἄκανθας καικαὶ ταςτὰς κνίδας, καθώςκαθὼς καικαὶ τοτὸ πολυτρίχι ειςεἰς τουςτοὺς μικρούςμικροὺς καταρράκτας τουτοῦ ρεύματος –το-τὸ οποίονὁποῖον λέγουν ότιὅτι είναιεἶναι φάρμακον διάδιὰ ταςτὰς λεχούςλεχοὺς ταςτὰς πυρεσσούσας.
Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα το καλάθιον της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πίτταν το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις τις γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.
 
Ἀφοῦ συνέλεξεν ἱκανὰ βότανα καὶ ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἰαματικῶν τούτων, τὰ ὁποῖα ἐτύλιξεν εἰς χωριστὸν μανδήλι ἐντὸς τοῦ καλαθίου, καὶ ἡ ὥρα ἔκλινεν ἤδη πρὸς τὸ δειλινόν, καὶ ὁ ἥλιος ἐπλησίαζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ· ἐντὸς τοῦ ρεύματος βαθεία ἧτο ἡ σκιά, καὶ ὁ θροῦς τῶν βημάτων τῆς ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της.
Εκτός των αγριολαχάνων τούτων, τα οποία όλαι εγνώριζον να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρεν άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα διά τους ασθενείς, το τρίμερο, και την δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα εις τας κομάρους και τας πτέριδας, και παρά τας ρίζας των αγρίων δένδρων, και τους μύκητας και τας άκανθας και τας κνίδας, καθώς και το πολυτρίχι εις τους μικρούς καταρράκτας του ρεύματος –το οποίον λέγουν ότι είναι φάρμακον διά τας λεχούς τας πυρεσσούσας.
 
Ἡ γραία ἀνήρχετο ἤδη ὑψηλότερα, πρὸς τὴν ἀπότομον κορυφὴν τοῦ ρεύματος. Κάτω ἐχαράττετο βαθὺ τὸ ποτάμιον, τ' Ἀχειλὰ τὸ ρέμα, καὶ ὅλην τὴν βαθείαν κοιλάδα μετὰ ἠρέμου μορμυρισμοῦ διέτρεχε τὸ ρεῦμα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀκινητοῦν, λιμνάζον, ἀλλὰ πράγματι ἀενάως κινούμενον ὑπὸ τὰς μακρᾶς βαθυκόμους πλατάνους· ἀνάμεσα εἰς βρύα καὶ θάμνους καὶ πτέριδας, ἐφλοίσβιζε μυστικά, ἐφίλει τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, ἔρπον ὀφιοειδῶς κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος, πρασινωπὸν ἀπὸ τὰς ἀνταυγείας τὰς χλοερᾶς, φιλοῦν καὶ ἅμα δάκνον τοὺς βράχους καὶ τὰς ρίζας, νάμα μορμύρον, ἀθόλωτον, βρίθον ἀπὸ μικρὰ καβουράκια, τὰ ὁποῖα ἔτρεχον νὰ κρυβώσιν εἰς τὸ θόλωμα τῆς ἄμμου, ἅμα κανὲν βοσκόπουλον, ἀφῆνον τὰς ὀλίγας ἀμνάδας νὰ βόσκουν εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην, ἤρχετο νὰ κύψη εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀνεσήκωνε πέτραν τινὰ διὰ νὰ τὰ κυνηγήση. Τὸ λάλον, ἀσίγητον κελάδημα τῶν κοσσύφων ἀντήχει ἀρμονικὸν εἰς τὸ δάσος, τὸ περιστέφον ὅλην τὴν δυτικὴν κλιτύν, καὶ ἀνέρπον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἀναγύρου, ἕως τὴν Ἀετοφωλιᾶν ἐπάνω - ὅπου ἐλέγετο ὅτι εἰς θαλασσαετὸς εἶχε κατοικήσει ἐπὶ τρεῖς γενεὰς ἀνθρώπων ἐκεῖ, καὶ τέλος ἐξέλιπε χωρὶς ν' ἀφήση ἀετόπουλα. Εἰς τὴν ἐρημωθεῖσαν φωλεᾶν τοῦ εὑρέθη ὁλόκληρον μουσεῖον ἀπὸ τεράστια κόκκαλα θαλασσίων ὄφεων, φωκῶν, καρχαριῶν καὶ ἄλλων ἐναλίων θηρίων, τὰ ὁποῖα εἶχε ξεφαντώσει κατὰ καιροὺς ὁ μέγας καὶ κραταιὸς ὄρνις τῶν θαλασσῶν, μὲ τὸ γρυπὸν ράμφος του τὸ κυανωπόν, καὶ μὲ τὸ τεφρὸν μεγαλοπρεπὲς πτέρωμα.
Αφού συνέλεξεν ικανά βότανα και εκ του είδους των ιαματικών τούτων, τα οποία ετύλιξεν εις χωριστόν μανδήλι εντός του καλαθίου, και η ώρα έκλινεν ήδη προς το δειλινόν, και ο ήλιος επλησίαζεν εις την κορυφήν του βουνού· εντός του ρεύματος βαθεία ήτο η σκιά, και ο θρους των βημάτων της αντήχει ως δούπος σκληρός εις το βάθος της ψυχής της.
 
ΕπάνωἘπάνω, ειςεἰς τηντὴν κορυφήνκορυφὴν τουτοῦ ρεύματος, ειςεἰς έναἕνα ζυγόνζυγὸν σχηματιζόμενον μεταξύμεταξὺ δύοδυὸ βουνώνβουνῶν, ανάμεσαἀνάμεσα ειςεἰς τουτοῦ Κονόμου τατὰ ρόγγια καικαὶ ειςεἰς τοντὸν ΜικρόνΜικρὸν ΑνάγυρονἈνάγυρον, εκείἐκεῖ ευρίσκετοεὑρίσκετο απόἀπὸ παλαιόνπαλαιὸν καιρόνκαιρὸν τοτὸ αρχαίονἀρχαῖον, έρημονἔρημον μονύδριον, ο ΆιςἌις Γιάννης ο Κρυφός. ΉτοἯτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθενὄπισθεν τουτοῦ μικρούμικροῦ αυχένοςαὐχένος, καλυπτόμενος απόἀπὸ τατὰ δύοδυὸ βουνά, καικαὶ απόἀπὸ πυκνήνπυκνὴν λόχμην. ΕίτεΕἴτε εκἐκ τουτοῦ βορείου μέρους ήρχετοἤρχετό τις, όπωςὅπως τώρα η ΦραγκογιαννούΦραγκογιαννοὺ απόἀπὸ τ' ΑχειλάἈχειλὰ τοτὸ ρέμα, είτεεἴτε εκἐκ τουτοῦ μεσημβρινούμεσημβρινοῦ, εκἐκ τηςτῆς τοποθεσίας τηςτῆς καλουμένης τουτοῦ Κονόμου τατὰ ρόγγια, καικαὶ ανἂν εγγύταταἐγγύτατα διήρχετο πλησίον τουτοῦ παλαιούπαλαιοῦ σεβάσματος, ήτοἧτο αδύνατονἀδύνατον νανὰ υποπτεύσηὑποπτεύση τηντὴν ύπαρξίνὕπαρξίν του, ανἂν δενδὲν εγνώριζεἐγνώριζε καλώςκαλῶς τατὰ μέρη, όπωςὅπως τατὰ εγνώριζενἐγνώριζεν η Φραγκογιαννού.
Η γραία ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση. Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν, και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναγύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω – όπου ελέγετο ότι εις θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενεάς ανθρώπων εκεί, και τέλος εξέλιπε χωρίς ν' αφήση αετόπουλα. Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν, και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα.
 
Ο περίβολος καικαὶ τατὰ ολίγαὀλίγα κελλία ήσανἦσαν ερείπιονἐρείπιον απόἀπὸ πολλούπολλοῦ. Ο ναΐσκος ωρθούτοὠρθοῦτο ακόμηἀκόμη, αλλἀλλ' ήτονἤτον έρημοςἔρημος καικαὶ αλειτούργητοςἀλειτούργητος. ΤοΤὸ καθολικόνκαθολικὸν εστεγάζετοἐστεγάζετο ακόμηἀκόμη, αλλἀλλ' ειςεἰς τοτὸ άγιονἅγιον βήμαβῆμα η στέγη είχεεἶχε καταρρεύσει προςπρὸς τοτὸ βόρειον, αιαἱ δεδὲ πλάκες τηςτῆς σκεπήςσκεπῆς καικαὶ τατὰ συντρίμματα είχονεἶχον καλύψει τοτὸ θυσιαστήριον· υπήρχεὑπῆρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέποτὲ γλυπτόνγλυπτὸν καικαὶ χρυσωμένον, εφθαρμένονἐφθαρμένον καικαὶ δυσγνώριστον, αλλἀλλ' αιαἱ εικόνεςεἰκόνες έλειπονἔλειπον. ΑιΑἱ ολίγαιὀλίγαι τοιχογραφίαι είχονεἶχον φθαρήφθαρῆ απόἀπὸ τηντὴν υγρασίανὑγρασίαν, καικαὶ τατὰ πρόσωπα τωντῶν ΑγίωνἉγίων δενδὲν διεκρίνοντο πλέον.
Επάνω, εις την κορυφήν του ρεύματος, εις ένα ζυγόν σχηματιζόμενον μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα εις του Κονόμου τα ρόγγια και εις τον Μικρόν Ανάγυρον, εκεί ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν το αρχαίον, έρημον μονύδριον, ο Άις Γιάννης ο Κρυφός. Ήτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθεν του μικρού αυχένος, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά, και από πυκνήν λόχμην. Είτε εκ του βορείου μέρους ήρχετο τις, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμα, είτε εκ του μεσημβρινού, εκ της τοποθεσίας της καλουμένης του Κονόμου τα ρόγγια, και αν εγγύτατα διήρχετο πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήτο αδύνατον να υποπτεύση την ύπαρξίν του, αν δεν εγνώριζε καλώς τα μέρη, όπως τα εγνώριζεν η Φραγκογιαννού.
 
Μόνον δεξιόθεν τουτοῦ χορούχοροῦ υπήρχεὑπῆρχε μιαμιὰ τοιχογραφία παριστώσα τοντὸν ΆγιονἍγιον ΙωάννηνἸωάννην τοντὸν Πρόδρομον μαρτυρούνταμαρτυροῦντα τοντὸν Χριστόν· «ΊδεἼδε ο ΑμνόςἈμνὸς τουτοῦ θεούθεοῦ, ο αίρωναἴρων τηντὴν αμαρτίανἁμαρτίαν τουτοῦ κόσμου». ΤοΤὸ πρόσωπον καικαὶ η χειρχεὶρ τουτοῦ ΒαπτιστούΒαπτιστοῦ, τεινομένη καικαὶ δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούνὀπωσοῦν καλώςκαλῶς. ΤοΤὸ πρόσωπον τούτοῦ ΣωτήροςΣωτῆρος λίαν αμυδρώςἀμυδρῶς εφαίνετοἐφαίνετο επίἐπὶ τουτοῦ υγρούὑγροῦ τοίχου.
Ο περίβολος και τα ολίγα κελλία ήσαν ερείπιον από πολλού. Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον. Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον.
 
Τὸν Ἄϊ-Γιάννην τὸν Κρυφὸν ἐπεκαλοῦντο τὸν παλαιὸν καιρὸν ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν ἁμαρτίαν. Ἡ γραία Χαδούλα ἐγνώριζε τὴν δοξασίαν ἢ τὸ ἔθιμον τοῦτο, καὶ διὰ τοῦτο ἐνθυμήθη νὰ ἔλθη σήμερον εἰς τὸν παλαιόν, ἔρημον ναΐσκον, ὅπως προσφέρη τὰς ἰκεσίας της. Προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον νὰ εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, τοῦ κλεισμένου μὲ τὸν σύρτην -ὡς νὰ ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ εἴν' ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις! Καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τόσον μὴ τὴν διώξη ὁ Παπανικόλας, ὁ αὐστηρὸς καὶ ἀσκητικὸς ἐφημέριος, ἢ ὁ κυρ Δημητρὸς ὁ ἐπίτροπος, ὅστις πάντοτε ἐγόγγυζε καὶ ἧτο τραχὺς πρὸς τὰς γραίας, αἴτινες ἐπέμενον μὴ θέλουσαι ν' ἀνέρχωνται εἰς τὸν γυναικωνίτην, καὶ ἀπήτουν νὰ ἔχουν διαρκῶς μικρόν, περίφρακτον μὲ σειρὰς στασιδίων διαμέρισμα, εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ· ἀλλ' ἐφοβεῖτο τὸν Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἧτο ζωγραφισμένος μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν ρομφαίαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χείρα.
Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μια τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν· «Ίδε ο Αμνός του θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς. Το πρόσωπον τού Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου.
 
Τον Άϊ-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της. Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτην –ως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις! Και δεν εφοβείτο τόσον μη την διώξη ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, όστις πάντοτε εγόγγυζε και ήτο τραχύς προς τας γραίας, αίτινες επέμενον μη θέλουσαι ν' ανέρχωνται εις τον γυναικωνίτην, και απήτουν να έχουν διαρκώς μικρόν, περίφρακτον με σειράς στασιδίων διαμέρισμα, εις την βορειοδυτικήν γωνίαν του ναού· αλλ' εφοβείτο τον Αρχάγγελον, τον αγριωπόν, όστις ήτο ζωγραφισμένος μεγαλωστί επί της βορείας πύλης του ναού, με την ρομφαίαν του την φλογίνην εις την χείρα.
 
Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν εν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζί με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιεφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνως, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Αϊ-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα... να κάμω μία καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου!...»
 
ΕισήλθενΕἰσῆλθεν ειςεἰς τοντὸν έρημονἔρημον ναΐσκον, άναψενἄναψεν ενἐν κηρίον, τοτὸ οποίονὁποῖον είχενεἶχεν ειςεἰς τοτὸ καλάθι της μαζίμαζὶ μεμὲ ολίγαὀλίγα πυρεία, κ' έκαμεἔκαμε τρειςτρεῖς στρωτάςστρωτᾶς γονυκλισίας εμπρόςἐμπρὸς ειςεἰς τηντὴν τοιχογραφίαν τηντὴν ημιεφθαρμένηνἠμιεφθαρμένην. ΕίταΕἴτα, ανακυκλούσαἀνακυκλοῦσα ειςεἰς τοντὸν νουννοῦν τηντὴν έμμονονἔμμονον ιδέανἰδέαν, ήτιςἥτις τηςτῆς είχεεἶχε κολλήσει, χωρίςχωρὶς νανὰ τηντὴν εκφράζηἐκφράζη μεγαλοφώνως, είπεεἶπε μεμὲ φωνήν, τηντὴν οποίανὁποίαν θαθὰ ηδύνατοἠδύνατο ν' ακούσηἀκούση τις, ανἂν παρίστατο μάρτυς τηςτῆς σκηνήςσκηνῆς εκείνηςἐκείνης: «ΑνἊν έκαμαἔκαμα καλά, ΑϊἈϊ-Γιάννη μου, νανά μου δώσης σημείοσημεῖο σήμερα... νανὰ κάμω μία καλήκαλὴ πράξη, έναἕνα ψυχικό, γιαγιὰ νανὰ γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου!...»
 
 
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ζ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'}}