Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Η: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά) μετατροπή σε πολυτονικό |
||
Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ζ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'}}
<div class="polytonic">
Τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, μίαν πρωίαν, ἀπῆλθεν ἡ Φραγκογιαννοὺ ὀλομόναχη εἰς τὴν ἐξοχήν, πρὸς τῆς Μαμοὺς τὸ ρέμα. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν μικρὸν ἐλαιώνα, τὸν ὁποῖον ὡς «ψυχομοίρι» εἶχε λάβει ἀπὸ μίαν εὔπορον ὀπωσοῦν κουμπάραν της, ἀποθανοῦσαν ἄκληρον, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Τὸ ἥμισυ τοῦ ἐλαιῶνος τούτου εἶχε δώσει ὡς προίκα εἰς τὴν Δελχαρῶ, τὸ ἄλλο ἥμισυ κατεῖχεν ἀκόμη ἡ γραία.
Ὀλίγαι ἑβδομάδες εἶχον παρέλθει ἀπὸ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα διηγήθημεν. Οὐδεὶς δυσανάλογος θόρυβος εἶχε γίνει διὰ τὸ μικρὸν θυγάτριον τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας, τὸ ὁποῖον ἔθαψαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν. Ἡ μήτηρ τοῦ βρέφους, ἂν καὶ εἶδε τὰ μέλανα τινα σημεῖα περὶ τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ ἐτόλμα ποτὲ νὰ κάμη λόγον, οὔτε ἄλλος θὰ ἐπίστευε τὸ ἔγκλημα τῆς μητρός της. Προφανῶς τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὸν κοκκίτην.
Ὁ μόνος ἰατρός, ὅστις ὑπῆρχεν ἀπὸ χρόνων εἰς τὸ χωρίον, ὁ φιλάνθρωπος Βαυαρὸς Β., ἔτυχεν ἀπών. Εἶχεν ἀκουσθῆ καὶ πάλιν χολέρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν συνήθιζε ν' ἀποστέλλη κατ' ἐκλογὴν τὸν ἰατρὸν τοῦτον εἰς τὴν διεύθυνσίν του ἐν Δήλῳ λοιμοκαθαρτηρίου.
Ἀντ' αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις εἶχε στείλει προσωρινῶς ὡς ὑγειονόμον γηραιὸν τινα ἰατρόν, τὸν κ. Μ., ὅστις δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρχεν εἰς ἀπόφοιτος τῆς ἰατρικῆς, διατρίβων ἐν τῇ νήσῳ. Οὗτος κληθεὶς ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ἀστυνομίας ὅπως βεβαιώση τὸν θάνατον, ἐκοίταξεν ἐπιπολαίως τὸ πρόσωπον τοῦ νεκροῦ βρέφους, παρεπονέθη διατὶ νὰ μὴν τὸν φωνάξουν ἐνόσω τοῦτο ἔζη κ' ἔδωκε τὸ «ἐνταφιαστήριον», γράψας «ἐκ σπασμώδους βηχός».
Ἡ γραία Χαδούλα ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἔζησε ζωὴν τύψεων, ἀνησυχίας, καὶ μ' ἐξωτερικὸν σχήμα ὡς νὰ εἶχε τέφραν ἐπὶ τῆς κόμης τῆς ψαρᾶς, τόσον ἐλαφρῶς κυπτὴν καὶ ἀκίνητον ἐτήρει τὴν κεφαλήν της, καὶ ὡς νὰ ἐφόρει τὴν μακρὰν μαύρην μανδήλαν της ὡς σάκκον μετανοίας. Ὅταν ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζη εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βαθείας γονυκλισίας, ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ ἀνέβαλλεν. Ἐνήστευεν ἄνευ ἐλαίου ξηροφαγοῦσα τὰς πέντε ἡμέρας ἐκάστης ἐβδομάδος, καὶ εἶχε βαστάξει «τρίμερο» τὴν πρώτην ἑβδομάδα καὶ τὸ μεσοσαράκοστον. Ἐντρέπετο νὰ βλέπη τὴν κόρη της, τὴν Δελχαρῶ, καὶ ἀπέφευγε ν' ἀντικρύση τὸ βλέμμα της.
Τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην, τῆς ἑβδομάδας τῶν Βαΐων, ἔφθασεν ἡ Φραγκογιαννοὺ λίαν πρωὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψηλοῦ πετρώδους λόφου, τοῦ ἀντικρύζοντος ἐκ δυσμῶν τὴν πολίχνην, καὶ ὁπόθεν μελαγχολικὸν πίπτει τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ μικροῦ κοιμητηρίου, ἀπλουμένου κάτω, ἐπὶ ὑψηλῆς θαλασσοπλήκτου λωρίδος γῆς, μὲ τὰ λευκὰ μνήματα, καὶ εὐθὺς φεύγει ζητοῦν φαιδρότητα καὶ ζωὴν εἰς τὰ γαλανὰ κύματα, εἰς τὸ εὐρὺν τριπλοῦν λιμένα, καὶ εἰς τὰ χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τὰ φράττοντα τοῦτον ἐξ ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας. Ἐπάνω τῆς κορυφῆς ἐκείνης ἵστατο ἐρημικόν, ἄποπτον, ὡς φανὸς τὴν ἡμέραν λάμπων, τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἡ Φραγκογιαννοὺ διῆλθεν ἔξωθεν, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ' ἐνῶ εἶχε σκοπὸν νὰ εἰσέλθη, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐδίστασε, κ' ἐξηκολούθησε τὸν δρόμο της. «Δὲν εἶμαι ἄξια», εἶπε μέσα της, «νὰ μπῶ σ' ἕνα ξωκκλήσι ποὺ τόσο συχνὰ λειτουργιέται... Ἂς πάω καλύτερα στὸν Ἀϊ-Γιάννη τὸν Κρυφό».
Μετὰ τοῦτο ἔφθασε εἰς τὸν ἐλαιώνα, ἐπεθεώρησεν ἐν πρὸς ἐν ὅλᾳ τὰ ἐλαιόδενδρα διὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἦσαν φουκωμένα ἤδη. Ἧτο ἤδη πρὸς τὰ μέσα Ἀπριλίου, τὸ δὲ Πάσχα ἤρχετο ὄψιμον. Παρεκάλει μέσα της τὸν Χριστὸν «νὰ δώση λαδάκι, γιὰ ν' ἀναπλέψ' ἡ φτώχεια». Ἀπὸ δυὸ ἐτῶν, τῷ ὄντι, δὲν εἶχαν καρπίσει οἱ ἐλιές, εἶχε δὲ ἀναφανῆ καὶ μία ὕπουλος ἀσθένεια, φθείρουσα τὸν καρπόν, καὶ μαυρίζουσα τοὺς κλώνας τῶν δένδρων.
▲Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα το καλάθιον της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πίτταν το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις τις γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.
Ἀφοῦ συνέλεξεν ἱκανὰ βότανα καὶ ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἰαματικῶν τούτων, τὰ ὁποῖα ἐτύλιξεν εἰς χωριστὸν μανδήλι ἐντὸς τοῦ καλαθίου, καὶ ἡ ὥρα ἔκλινεν ἤδη πρὸς τὸ δειλινόν, καὶ ὁ ἥλιος ἐπλησίαζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ· ἐντὸς τοῦ ρεύματος βαθεία ἧτο ἡ σκιά, καὶ ὁ θροῦς τῶν βημάτων τῆς ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της.
▲Εκτός των αγριολαχάνων τούτων, τα οποία όλαι εγνώριζον να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρεν άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα διά τους ασθενείς, το τρίμερο, και την δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα εις τας κομάρους και τας πτέριδας, και παρά τας ρίζας των αγρίων δένδρων, και τους μύκητας και τας άκανθας και τας κνίδας, καθώς και το πολυτρίχι εις τους μικρούς καταρράκτας του ρεύματος –το οποίον λέγουν ότι είναι φάρμακον διά τας λεχούς τας πυρεσσούσας.
Ἡ γραία ἀνήρχετο ἤδη ὑψηλότερα, πρὸς τὴν ἀπότομον κορυφὴν τοῦ ρεύματος. Κάτω ἐχαράττετο βαθὺ τὸ ποτάμιον, τ' Ἀχειλὰ τὸ ρέμα, καὶ ὅλην τὴν βαθείαν κοιλάδα μετὰ ἠρέμου μορμυρισμοῦ διέτρεχε τὸ ρεῦμα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀκινητοῦν, λιμνάζον, ἀλλὰ πράγματι ἀενάως κινούμενον ὑπὸ τὰς μακρᾶς βαθυκόμους πλατάνους· ἀνάμεσα εἰς βρύα καὶ θάμνους καὶ πτέριδας, ἐφλοίσβιζε μυστικά, ἐφίλει τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, ἔρπον ὀφιοειδῶς κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος, πρασινωπὸν ἀπὸ τὰς ἀνταυγείας τὰς χλοερᾶς, φιλοῦν καὶ ἅμα δάκνον τοὺς βράχους καὶ τὰς ρίζας, νάμα μορμύρον, ἀθόλωτον, βρίθον ἀπὸ μικρὰ καβουράκια, τὰ ὁποῖα ἔτρεχον νὰ κρυβώσιν εἰς τὸ θόλωμα τῆς ἄμμου, ἅμα κανὲν βοσκόπουλον, ἀφῆνον τὰς ὀλίγας ἀμνάδας νὰ βόσκουν εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην, ἤρχετο νὰ κύψη εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀνεσήκωνε πέτραν τινὰ διὰ νὰ τὰ κυνηγήση. Τὸ λάλον, ἀσίγητον κελάδημα τῶν κοσσύφων ἀντήχει ἀρμονικὸν εἰς τὸ δάσος, τὸ περιστέφον ὅλην τὴν δυτικὴν κλιτύν, καὶ ἀνέρπον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἀναγύρου, ἕως τὴν Ἀετοφωλιᾶν ἐπάνω - ὅπου ἐλέγετο ὅτι εἰς θαλασσαετὸς εἶχε κατοικήσει ἐπὶ τρεῖς γενεὰς ἀνθρώπων ἐκεῖ, καὶ τέλος ἐξέλιπε χωρὶς ν' ἀφήση ἀετόπουλα. Εἰς τὴν ἐρημωθεῖσαν φωλεᾶν τοῦ εὑρέθη ὁλόκληρον μουσεῖον ἀπὸ τεράστια κόκκαλα θαλασσίων ὄφεων, φωκῶν, καρχαριῶν καὶ ἄλλων ἐναλίων θηρίων, τὰ ὁποῖα εἶχε ξεφαντώσει κατὰ καιροὺς ὁ μέγας καὶ κραταιὸς ὄρνις τῶν θαλασσῶν, μὲ τὸ γρυπὸν ράμφος του τὸ κυανωπόν, καὶ μὲ τὸ τεφρὸν μεγαλοπρεπὲς πτέρωμα.
▲Επάνω, εις την κορυφήν του ρεύματος, εις ένα ζυγόν σχηματιζόμενον μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα εις του Κονόμου τα ρόγγια και εις τον Μικρόν Ανάγυρον, εκεί ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν το αρχαίον, έρημον μονύδριον, ο Άις Γιάννης ο Κρυφός. Ήτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθεν του μικρού αυχένος, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά, και από πυκνήν λόχμην. Είτε εκ του βορείου μέρους ήρχετο τις, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμα, είτε εκ του μεσημβρινού, εκ της τοποθεσίας της καλουμένης του Κονόμου τα ρόγγια, και αν εγγύτατα διήρχετο πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήτο αδύνατον να υποπτεύση την ύπαρξίν του, αν δεν εγνώριζε καλώς τα μέρη, όπως τα εγνώριζεν η Φραγκογιαννού.
Μόνον δεξιόθεν
▲Ο περίβολος και τα ολίγα κελλία ήσαν ερείπιον από πολλού. Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον. Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον.
Τὸν Ἄϊ-Γιάννην τὸν Κρυφὸν ἐπεκαλοῦντο τὸν παλαιὸν καιρὸν ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν ἁμαρτίαν. Ἡ γραία Χαδούλα ἐγνώριζε τὴν δοξασίαν ἢ τὸ ἔθιμον τοῦτο, καὶ διὰ τοῦτο ἐνθυμήθη νὰ ἔλθη σήμερον εἰς τὸν παλαιόν, ἔρημον ναΐσκον, ὅπως προσφέρη τὰς ἰκεσίας της. Προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον νὰ εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, τοῦ κλεισμένου μὲ τὸν σύρτην -ὡς νὰ ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ εἴν' ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις! Καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τόσον μὴ τὴν διώξη ὁ Παπανικόλας, ὁ αὐστηρὸς καὶ ἀσκητικὸς ἐφημέριος, ἢ ὁ κυρ Δημητρὸς ὁ ἐπίτροπος, ὅστις πάντοτε ἐγόγγυζε καὶ ἧτο τραχὺς πρὸς τὰς γραίας, αἴτινες ἐπέμενον μὴ θέλουσαι ν' ἀνέρχωνται εἰς τὸν γυναικωνίτην, καὶ ἀπήτουν νὰ ἔχουν διαρκῶς μικρόν, περίφρακτον μὲ σειρὰς στασιδίων διαμέρισμα, εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ· ἀλλ' ἐφοβεῖτο τὸν Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἧτο ζωγραφισμένος μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν ρομφαίαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χείρα.
▲Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μια τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν· «Ίδε ο Αμνός του θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς. Το πρόσωπον τού Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου.
Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν εν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζί με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιεφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνως, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Αϊ-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα... να κάμω μία καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου!...»▼
▲
</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Ζ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'}}
|