Ύμνος εις την Ελευθερίαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτα: Χειροκίνητη αναστροφή
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 140:
<li>Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει<br>κύματ' ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,<br>μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,<br>κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.</li>
<li>Μὲ βρυχίσματα σαλεύει<br>ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·<br>κάθε ξύλο κινδυνεύει<br>καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.</li>
<li>Φαῖνετ' ἔπειτα ἡ γαλήνη<br>καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἥλιουἭλιου,<br>καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει<br>τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.</li>
<li>Δὲν νικιέσαι, εἴν' ξακουσμένο,<br>στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ·<br>ὅμως ὄχι δὲν εἴν' ξένο<br>καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.</li>
<li>Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,<br>καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ<br>τὰ τρεχούμενα κατάρτια,<br>τὰ ὀλοφούσκωταὁλοφούσκωτα πανιά.</li>
<li>Σὺ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,<br>καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν' πολλές,<br>πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,<br>ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.</li>
<li>Μ' ἐπιθυμία νὰ τηράζῃς<br>δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,<br>καὶ θανάσιμον τινάζεις<br>ἐναντίον τοὺςτους κεραυνό.</li>
<li>Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,<br>καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,<br>καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει<br>μὲ αἱματόχρωμη βαφή.</li>
<li>Πνίγοντ' ὅλοι οἱ πολεμάρχοι<br>καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·<br>χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,<br>ποὺ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.</li>
<li>Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι<br>μὲ τσ' ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,<br>καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη<br>δίνοντάς τατὰ εἰς τῷ φιλῖ.</li>
<li>Κειὲς τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε<br>τῶρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,<br>καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε<br>πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.</li>
<li>Ὅλοι κλᾶψτεκλάψτε· ἀποθαμένος<br>ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·<br>κλᾶψτεκλάψτε, κλᾶψτεκλάψτε· κρεμασμένος<br>ὠσὰν νὰ 'τανε φονιάς!</li>
<li>Ἔχει ὀλάνοικτοὁλάνοικτο τὸ στόμα<br>π' ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ<br>τ' Ἅγιον Αἷμα, τ' Ἅγιον Σῶμα·<br>λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ</li>
<li>ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,<br>λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ,<br>εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει<br>καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.</li>
<li>Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει<br>εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,<br>καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει<br>τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.</li>
Γραμμή 159:
<li>Μία, ποὺ ὅταν ὠσὰν λύκοι<br>ξαναρχόστενε ζεστοί,<br>κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,<br>ἄχ, τὸν νοῦ σᾶς τυραννεῖ.</li>
<li>Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει<br>ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ<br>καθενὸς χαμογελάει,<br>«πάρ' το», λέγοντας, «καὶ σύ.»</li>
<li>Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει<br>ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά·<br>μὴν τὸ πιᾶστεπιάστε, γιατὶ ρίχνει<br>εἱσὲ δάκρυα θλιβερά.</li>
<li>Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,<br>παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,<br>πὼς τὸ χέρι σας κτυπάει<br>τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.</li>
<li>Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους<br>τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:<br>«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους<br>δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».</li>