377
επεξεργασίες
(→ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: συνέχεια των διορθώσεων) |
(→ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: συνέχεια διορθώσεων) |
||
και το στρατό του ρόγιασε<ref>''ρογιάζω'': προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου, στη δουλειά μου, με μισθό.</ref> μ' όλους τους θησαυρούς της
κ' ηύρε κορώνες τσαρικές από μαργαριτάρια [50]
κι ως εκατό κεντηταριών<ref>''κεντητάρι'': μονάδα μέτρησης ίση με εκατό λίτρα.</ref> χρυσή μονέδα πήγε
στην τέντα του, από μάλαμα πλεχτή και από μετάξι.
Και μήτε αυτός ο απάτητος μεσ' στη Χειμάρα, ο
στην πιο ορθωμένη του κορφή, στην πιο τραχειά του ράχη,
κι απείραχτο κι ασκλάβωτο δεν έσωσε ναφήκη
κι από το σόι του Συμεών και απ' του Σισμάν την κλήρα
χέρι για το φοβέρισμα, για το φευγιό ποδάρι.
Τον είδαν, τόνε
γιατί παντού σημάδεψε
κι όσα μεγάλα υψώνονται κι όσα πλατιά κυλιένται, [60]
Καύκασοι, Νείλοι, Απέννινα και Αντίταυροι και Ταύροι.
Κι από το Σάβα <ref>
δικά του, μονοκράτορας και ως πέρα στα Μπαλκάνια.
Κι από τη Θράκη χάνεται και
και προς την Αντιόχεια το φύσημά του παίρνει
για
μηδέ από τους βαλτότοπους, και μήτε από το χιόνι
στα βουνοτόπια της Συριάς· και γύρω του δεν τρέμουν
αρρώστιες και αποκάρωμα και δείλιασμα
στον
Πάντα μπροστά. Του φτάνουνε, πολλοί
και
Κι ολόγυρά του ανάβουνε τη φλόγα οι καλιφάδες,
και κάψαλα οι κατούνες τους<ref>''κατούνα'': καταυλισμός, στρατόπεδο
και φεύγουν προς τη Δαμασκό, στου Λιβάνου τη σκέπη,
το λυτρωμό γυρεύοντας, μακριάθε σα γρικάνε
το πέταλο του αλόγου του, σα χτύπημα του ολέθρου.
τα σέρνουν τα κεφάλια τους για να τους
Από
τα
πλέει την αυγή στο Δούναβη και πάει και προς το
προβάλλει και αργολούζεται
Κι απάνου απ' όλα η δόξα του πάει προς τη χώρα που είναι
το Πάγγαιο το λογάρι
βασίλισσά της, κ' η Έδεσσα μάννα της, βρυσομάννα, [90]
κ' είναι του Σλάβου
Απλώνεται και οργώνεται κι ανθίζει και πατιέται
στη μέση του Αλιάκμονα και του Αξιού που πάντα
|
επεξεργασίες