377
επεξεργασίες
(→ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: συνέχεια των διορθώσεων) |
(→ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: συνέχεια των διορθώσεων) |
||
Και άδραξε και κατέλυσε και σκλάβο τόνε σέρνει
το Βούργαρο απ' το Δούναβη, το Σλάβο απ' τα Μπαλκάνια,
και με το βρόχο στο λαιμό, με το χαλκά στο πόδι [10]
σέρνοντας, όρνια και σκυλιά, βογιάρους<ref>''βογιάρος'': μέλος της ανώτατης γαιοκτημονικής - φεουδαρχικής τάξης στη Ρωσία, καθώς και άλλες χώρες όπως η Βουλγαρία, η Βλαχία και η Μολδαβία.</ref> και ζουπάνους,<ref>''ζουπάνος'': τίτλος Σλάβου αξιωματούχου με διοικητικές αρμοδιότητες σε χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης.</ref>
πίσω από τάρμα του έδεσε το σπίτι σου, τσαρίνα.
καίει, πέρα, στ' Όστροβο<ref>''Όστροβο'': παλαιότερη σλαβική ονομασία, που σημαίνει νησί, της Άρνισσας στις όχθες της λίμνης Βεγορίτιδα.</ref> σιμά, του τσάρου το παλάτι,
κ' εδώ χαλούσε κ' έρριχνε, κ' εκεί έχτιζε και ζούσε.
Και πέσαν τα Βοσόγραδα και βόγγυηξε η Βιστρίτσα<ref>''
και ο Βλαδισλάβος έφυγε και πάει κι ο Νικολίτσης, [20]
κι απ' την κορφή του Βροχωτού δεμένο τον Ιβάτση
Και στην Πρεσλάβα στάθηκε κ' ήρθε κι από την Πρέσπα,
τον τόπο το νησόχτιστο και σα ζωγραφισμένο,
στη λίμνη την αξέχαστη με τα
με τα μεγάλα τα βουνά τα λογγωμένα γύρω.
Και το Βαρδάρι πέρασε, τον είδανε τα Σκόπια,
Τάπαρτο παίρνει Πέρνικο, του κάμπου καβαλλάρης,
κι αϊτός φωλιάζει του βουνού στης Πρόνιστας<ref>''Πρόνιστα'': βασιλικό κτήμα στο Βροχωτού, όπου ο Ιβάτσης (ή Ιβάτζης) συνέχιζε να αντιστέκεται, έπειτα από την ήττα των Βουλγάρων στη Μάχη του Κλειδιού (1015), μέχρι που συνελήφθη και τυφλώθηκε από το βυζαντινό στρατηγό Ευστάθιο Δαφνομήλη.</ref> τον πύργο.
Και στη δυσκολοσίμωτη και στην παράξενη άουλα,<ref>
και
σάμπως κρυμμένη στο ύψωμα προς τη μαγεύτρα λίμνη
και πάτησε της Όχριδας παλάτια και χασνέδες,<ref>
και το στρατό του ρόγιασε<ref>
κι ως εκατό κεντηταριών<ref>''κεντητάρι'':
στην τέντα του, από μάλαμα πλεχτή και από μετάξι.
Και μήτε αυτός ο απάτητος
στην πιο ορθωμένη του κορφή, στην πιο
κι απείραχτο κι ασκλάβωτο δεν έσωσε
κι από το σόι του Συμεών και
χέρι για το φοβέρισμα, για το φευγιό ποδάρι.
Τον είδαν, τόνε νιώσανε και δεν τόνε ξεχάνουν,
|
επεξεργασίες