Σελίδα:Ομιλίες σε φίλους κι' αγνώστους, Δρίβας, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ.10-11 Χρονιά Γ΄ (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1929).djvu/1: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

 
 
Κατάσταση σελίδαςΚατάσταση σελίδας
-
Έχει γίνει τυπογραφικός έλεγχος
+
Εγκρίθηκε
Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό):Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό):
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{larger|'''ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΚΙ' ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ'''}}
{{larger|'''ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΚΙ' ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ'''}}


Ἀπὸ καιρὸ πῶς ἤθελα νὰ συνθέσω ἕνα πίνακα μὲ λόγια, καὶ νὰ παρουσιάσω ἔτσι γυμνὴ κι’ ἔτσι πανώρια, ὅπως τὴ νιοιώθω τώρα, τὴν ἀθώα, τὴν ἀνεκλάλητη, τὴν ἀνερεύνητη, τὴ μουσικὴ μορφή σου. Μὲ τὸν αὐλὸ τοῦ Κυρίου — μὲ τὸν αὐλὸ τὴς Ἀγάπης — θὰ ὑμνήσω κι’ ἐγώ μὲ τὴ σειρά μου, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι ἀξιώτεροί μου τὴ θεϊκὴ παρουσία σου.
Ἀπὸ καιρὸ πῶς ἤθελα νὰ συνθέσω ἕνα πίνακα μὲ λόγια, καὶ νὰ παρουσιάσω ἔτσι γυμνὴ κι’ ἔτσι πανώρια, ὅπως τὴ νιοιώθω τώρα, τὴν ἀθώα, τὴν ἀνεκλάλητη, τὴν ἀνερεύνητη, τὴ μουσικὴ μορφή σου. Μὲ τὸν αὐλὸ τοῦ Κυρίου — μὲ τὸν αὐλὸ τῆς Ἀγάπης — θὰ ὑμνήσω κι’ ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι ἀξιώτεροί μου τὴ θεϊκὴ παρουσία σου.


— Δροσιὰ τὴς ζωὴ:, αἰώνιο ὄνειρο, ἄρωμα τοῦ κόσμου, παιδὶ τῶν ἀτελεύτητων λογισμῶν μας — ποιὸς δὲ θἄθελε νὰ μείνει ἔως τὸ τέλος τοῦ γήϊνου δρόμου του, σἄν καὶ σένα!, σἄν καὶ σένα! Στὰ μεγάλα κι’ ἔξυπνα μάτια σου καθρεπτίζεται ἁγνὸς ὁ κόσμος: ὁ δόλος δὲν ἐγνώρισε τὴν πόρτα σου, μηδὲ τὸ ψέμμα κτύπησε τὰ παράθυρά σου. Αὐτά, μένουν κλειστὰ γιὰ τέτοια τέρατα. Αὐτά, βλέπουν αἰώνια πέρα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ ὀνείρου καὶ τὴς φαντασίας, πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ ἀνέκφραστου, πρὸς τὴ θάλασσα τὴς αἰωνιότητας!
— Δροσιὰ τῆς ζωὴς, αἰώνιο ὄνειρο, ἄρωμα τοῦ κόσμου, παιδὶ τῶν ἀτελεύτητων λογισμῶν μας — ποιὸς δὲ θἄθελε νὰ μείνει ἕως τὸ τέλος τοῦ γήϊνου δρόμου του, σἄν καὶ σένα!, σἄν καὶ σένα! Στὰ μεγάλα κι’ ἔξυπνα μάτια σου καθρεπτίζεται ἁγνὸς ὁ κόσμος: ὁ δόλος δὲν ἐγνώρισε τὴν πόρτα σου, μηδὲ τὸ ψέμμα κτύπησε τὰ παράθυρά σου. Αὐτά, μένουν κλειστὰ γιὰ τέτοια τέρατα. Αὐτά, βλέπουν αἰώνια πέρα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς φαντασίας, πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ ἀνέκφραστου, πρὸς τὴ θάλασσα τῆς αἰωνιότητας!


Τὸ παιχνίδι, ἡ πιὸ ἀθώα ἐργασία, εἶνε ἡ μόνη ἀπασχόλησή σου — ἄχ! γιατὶ νὰ μὴ μποροῦμε ὅμοια μὲ σένα νὰ ζοῦμε κι’ ἐμεῖς; Σιγὰ σιγὰ, μέρα μὲ τὴ μέρα, ξυπνάει ὁ κόσμος μέσα σου — κι’ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἔγκλημά σου! Ἀνεπανόρθωτα σὲ καταστρέφει, σὲ μεταβάλλει· σοῦ ρουφάει τὴ δροσιά τὸ μοναδικό σου δῶρο, τὴν ἁπλότητα. Τὰ περίεργα μάτια σου, ὅλα θέλουν νὰ τὰ μάθουν — νὰ! ποιὸ εἶνε τὸ ἁμάρτημά σου! Δὲν ἀρκεῖσαι νὰ θαυμάζεις; Γιατὶ; Γιατὶ, Τὶ θέλεις νὰ τὰ γνωρίσεις, ἐνῶ ὅλα ἐσὺ τὰ ξέρεις — μιᾶς καὶ τὰ φέρνεις μέσα σου, μιᾶς κι’ ἔρχεσαι ἀπ’ ἀπευθείας ἀπ’ τὸ Θεό, μιᾶς κι’ ἔχεις τὴν λατρεία, μιᾶς καὶ τὰ θαυμάζεις;
Τὸ παιχνίδι, ἡ πιὸ ἀθώα ἐργασία, εἶνε ἡ μόνη ἀπασχόλησή σου — ἄχ! γιατὶ νὰ μὴ μποροῦμε ὅμοια μὲ σένα νὰ ζοῦμε κι’ ἐμεῖς; Σιγὰ σιγά, μέρα μὲ τὴ μέρα, ξυπνάει ὁ κόσμος μέσα σου — κι’ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἔγκλημά σου! Ἀνεπανόρθωτα σὲ καταστρέφει, σὲ μεταβάλλει· σοῦ ρουφάει τὴ δροσιά, τὸ μοναδικό σου δῶρο, τὴν ἁπλότητα. Τὰ περίεργα μάτια σου, ὅλα θέλουν νὰ τὰ μάθουν — νὰ! ποιὸ εἶνε τὸ ἁμάρτημά σου! Δὲν ἀρκεῖσαι νὰ θαυμάζεις; Γιατὶ; Γιατὶ; Τὶ θέλεις νὰ τὰ γνωρίσεις, ἐνῶ ὅλα ἐσὺ τὰ ξέρεις — μιᾶς καὶ τὰ φέρνεις μέσα σου, μιᾶς κι’ ἔρχεσαι ἀπ’ ἀπευθείας ἀπ’ τὸ Θεό, μιᾶς κι’ ἔχεις τὴν λατρεία, μιᾶς καὶ τὰ θαυμάζεις;
{{nop}}
{{nop}}