Η φλογέρα του Βασιλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διορθώσεις |
→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διοθρώσεων συνέχεια |
||
Γραμμή 915:
Να την η Αυγούστα Θεοφανώ ! Γλυκοτηρά και σφάζει·
στην άκρη από τη βέργα της πως κρέμεστε, σφαγάρια !
Και να κ' η Αυγούστα Θεοφανώ ! γλυκογελά και στάζει
το φόνο και το χαλασμό, καθώς η αυγή σταλάζει
μέσ' από τα ροδόχερα δροσομαργαριτάρια.
Του νιου το θρασομάνημα, του γέρου η ξελογιάστρα,
λυγίζει τους αλύγιστους, τα κατεβάζει τάστρα·
με την ειδή της η ομορφιά σαν το χρυσό δρεπάνι, 210
σαν την αράχνη η σκέψη της, η αγάπη της αφιόνι.
Λύσσα και σφίγγα, σάρκα εσύ, δρακόντισσα, Αφροδίτη !
Γραμμή 927:
ίσκιος από μιά ολόφεγγη μέρα, τους βράχους κάνει
παράδεισους, τη νύχτα αυγή, κάθε άλλον ίσκιο φέρνει
στα πόδια της κι αγνάντια της να
που το κορμί του
Και αγνάντια της γονατιστοί και οι τρεις αφέντες, οι άλλοι
κρατάρχες της Ανατολής, ψυχάρια της γυναίκας
που λιμασμένη
φαντάσματα όξω
και μόνο μέσα βασταχτοί στο γητευτή το γύρο
που χύνει ο ίσκιος του ίσκιου της, μιλάνε και
και ο Ρωμανός,
αράδα αράδα, οι τρεις, και η μια. Κι ακούστε τους
ποτήρι πορφυρόχειλο, γιομάτο από τον πόθο !
Ξεφαντωτής, κυνηγητής, ξενύχτης,
για το πιοτί, για το φιλί, για της αγάπης όλα
τα ζαχαρένια, τα
Θρόνος
της ξεδομένης νιότης μου σύντροφοι, εσείς λαός μου.
Του κυβερνήτη αγνώριστος, οχτρός του καπετάνιου,
Γραμμή 949:
Εμέ υπουργός ο μαυλιστής, δρουγγάρης μου ο παλιάτσος.
Τα περιβόλια του Ιερού του Παλατιού με ξέρουν,
λιμάνια, μώλοι, τα καστέλια, οι κάμποι με γνωρίζουν
πώς τρέχω για τις πέρδικες, τα λάφια πώς ξαφνίζω,
και στα χρυσά τα ξόβεργα πως πιάνω τα κορίτσια. 240
Στων εκατοχρονίτικων βαλανιδιών τους ίσκιους,
ανατολίτικοι γιαλοί, χαλκιδικά ρουμάνια,
Γραμμή 958 ⟶ 959 :
Μα μιάν αυγή που πήγαινα για να ξεμοναχιάσω
το δυσκολόπιαστο θεριό, και παραστρατισμένος
κλείστηκα μεσ' στη λαγκαδιά, σε κάποιου
σ' απάντησα,<ref>Στην πρώτη έκδοση ορθογραφείται με εσωτερική αύξηση: ''απήντησα''.</ref> βασίλισσα, και σύντυχα μ' εσένα.
Με σκλάβωσες. Με
Στη σάρκα σου ειν' η χώρα μου, στα μάτια σου η φωτιά μου. 250
Μια νύχτα στο
Μιλάς ; Θερίζεις τις καρδιές. Γελάς ; Τρυγάς τις γνώμες.
Γητεύτρα
Με το σπαθί, και
Το γέρο πορφυρόβλαστο πατέρα μου
καθώς γυρνούσα από την Προύσα,
να
Και τη σεβάσμια
στο μοναστήρι ζωντανή την έθαψα. Και κείνες 260
τις
(Ζωή, Θοδώρα, Θεοφανώ, καρφούλες μου, Άννα, Αγάθη),<ref>Tόσο στην έκδοση του 1910, όσο και σ' εκείνη του 1920, το τελευταίο κόμμα είναι τυπωμένο -προφανώς από παραδρομή- πριν από την παρένθεση: ''Αγάθη,)''.</ref>
τις
δαρμός απάνω στα κορμιά τα ολόνθιστα το ράσο
της καλογριάς. Και πρόσφερα της καθεμιάς κομμένα
χύμα τα πλούσια τα μαλλιά, τα μεταξένια
θυσία για την αχόρταγη πείνα σου, στο βωμό σου.
Και τη δική μου τη ζωή, δαρμένη από τα πάθη,
καταμεσής του δρόμου της κι είναι ο ψαρός και πάει
βαρύς, μαυριδερός, κοντός, αδούλευτος και πάντα
|