Η φλογέρα του Βασιλιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Chalk19 (συζήτηση | Συνεισφορά)
→‎ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διορθώσεις
Chalk19 (συζήτηση | Συνεισφορά)
→‎ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διοθρώσεων συνέχεια
Γραμμή 915:
Να την η Αυγούστα Θεοφανώ ! Γλυκοτηρά και σφάζει·
στην άκρη από τη βέργα της πως κρέμεστε, σφαγάρια !
Και να κ' η Αυγούστα Θεοφανώ ! γλυκογελά και στάζει
το φόνο και το χαλασμό, καθώς η αυγή σταλάζει
μέσ' από τα ροδόχερα δροσομαργαριτάρια.
Του νιου το θρασομάνημα, του γέρου η ξελογιάστρα,
λυγίζει τους αλύγιστους, τα κατεβάζει τάστρα·
με την ειδή της η ομορφιά σαν το χρυσό δρεπάνι, 210
σαν την αράχνη η σκέψη της, η αγάπη της αφιόνι.
Λύσσα και σφίγγα, σάρκα εσύ, δρακόντισσα, Αφροδίτη !
Γραμμή 927:
ίσκιος από μιά ολόφεγγη μέρα, τους βράχους κάνει
παράδεισους, τη νύχτα αυγή, κάθε άλλον ίσκιο φέρνει
στα πόδια της κι αγνάντια της να λάμπειλάμπη σα φεγγάρι
που το κορμί του θα΄τανθα είταν φως απ' το δικό της ήλιο.
Και αγνάντια της γονατιστοί και οι τρεις αφέντες, οι άλλοι
κρατάρχες της Ανατολής, ψυχάρια της γυναίκας
που λιμασμένη ορέχτηκεωρέχτηκε και αχόρταγη κατάπιε, 220
φαντάσματα όξω απ΄τηαπ' τη ζωή κι από τα μνήματα όξω,
και μόνο μέσα βασταχτοί στο γητευτή το γύρο
που χύνει ο ίσκιος του ίσκιου της, μιλάνε και βογκάνεβογγάνε,
και ο Ρωμανός, κικ' εσύ Φωκά, κι ο Τσιμισκής ο τρίτος,
αράδα αράδα, οι τρεις, και η μια. Κι ακούστε τους, κι ακούστε:
 
«Του—Του ροδόσταμου κανί, της Αλεξάντρας μόσκος,
ποτήρι πορφυρόχειλο, γιομάτο από τον πόθο !
Ξεφαντωτής, κυνηγητής, ξενύχτης, καβαλάρηςκαβαλλάρης,
για το πιοτί, για το φιλί, για της αγάπης όλα
τα ζαχαρένια, τα τρελάτρελλά, τα λαμπερά, τα κούφια. 230
Θρόνος εμέναν΄εμέναν' ο έρωτας, η απόλαψη κορόνακορώνα,
της ξεδομένης νιότης μου σύντροφοι, εσείς λαός μου.
Του κυβερνήτη αγνώριστος, οχτρός του καπετάνιου,
Γραμμή 949:
Εμέ υπουργός ο μαυλιστής, δρουγγάρης μου ο παλιάτσος.
Τα περιβόλια του Ιερού του Παλατιού με ξέρουν,
τ΄ανίερατανίερα ξεφαντώματα με ρόδα τα ραντίζω,
λιμάνια, μώλοι, τα καστέλια, οι κάμποι με γνωρίζουν
πώς τρέχω για τις πέρδικες, τα λάφια πώς ξαφνίζω,
και στα χρυσά τα ξόβεργα πως πιάνω τα κορίτσια. 240
Στων εκατοχρονίτικων βαλανιδιών τους ίσκιους,
ανατολίτικοι γιαλοί, χαλκιδικά ρουμάνια,
Γραμμή 958 ⟶ 959 :
Μα μιάν αυγή που πήγαινα για να ξεμοναχιάσω
το δυσκολόπιαστο θεριό, και παραστρατισμένος
κλείστηκα μεσ' στη λαγκαδιά, σε κάποιου σπηλιούσπήλιου το έμπα
σ' απάντησα,<ref>Στην πρώτη έκδοση ορθογραφείται με εσωτερική αύξηση: ''απήντησα''.</ref> βασίλισσα, και σύντυχα μ' εσένα.
Με σκλάβωσες. Με υπόταξειςυπόταξες. Παιδί σου. Πρόσταξέ με.
Στη σάρκα σου ειν' η χώρα μου, στα μάτια σου η φωτιά μου. 250
Μια νύχτα στο κρεβάτικρεββάτι σου, στη Δαμασκό μια νίκη.
Μιλάς ; Θερίζεις τις καρδιές. Γελάς ; Τρυγάς τις γνώμες.
Γητεύτρα κικ' η ομορφάδα σου και πνίχτρα κικ' η αγκαλιά σου,
κικ' η δύναμηδύναμή σου αλύπητη κικ' η απόφασή σου τίγρη.
Με το σπαθί, και καταλαλείςκαταλείς με το φαρμάκι, λιώνεις.
Το γέρο πορφυρόβλαστο πατέρα μου, για σένα,
καθώς γυρνούσα από την Προύσα, στηνστη χρυσή γαλέρα
να ρέψειρέψη τον παράτησα στα δόντια της αστένιας.
Και τη σεβάσμια μάναμάννα μου τη ρήγισαρήγισσα, για σένα
στο μοναστήρι ζωντανή την έθαψα. Και κείνες 260
τις χαρέςχάρες αδελφάδες μου, τις πολυαγαπημένες
(Ζωή, Θοδώρα, Θεοφανώ, καρφούλες μου, Άννα, Αγάθη),<ref>Tόσο στην έκδοση του 1910, όσο και σ' εκείνη του 1920, το τελευταίο κόμμα είναι τυπωμένο -προφανώς από παραδρομή- πριν από την παρένθεση: ''Αγάθη,)''.</ref>
τις ξεγραψ’ξέγραψ' από τη ζωή, τις έκλεψ’ απ’απ' τη νιότη·
δαρμός απάνω στα κορμιά τα ολόνθιστα το ράσο
της καλογριάς. Και πρόσφερα της καθεμιάς κομμένα
χύμα τα πλούσια τα μαλλιά, τα μεταξένια χάιδιαχάϊδια,
θυσία για την αχόρταγη πείνα σου, στο βωμό σου.
Και τη δική μου τη ζωή, δαρμένη από τα πάθη,
σ’ τηνστην πρόσφερα. Την πότισε...πότισες … Και πάει!. Τι άλλο θέλεις;
 
<<Θέλω—Θέλω τον άχαρο ήρωα, που έφτασε η ζωή του 270
καταμεσής του δρόμου της κι είναι ο ψαρός και πάει
βαρύς, μαυριδερός, κοντός, αδούλευτος και πάντα