377
επεξεργασίες
μ (→ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ) |
(→ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ: συνέχεια διορθώσεων) |
||
κοιτώντας, φοβερίζοντας με τόνομα του Ρήγα.
Η Πόλη, να την !
χέρσος, πλατύς, ολάνοιχτος, διαγουμισμένος,<ref>''διαγουμισμένος'': λεηλατημένος.</ref> έρμος.
Την
και βασιλιάδων πάντα ωμών και αργών, και βασιλιάδων
που ζήσανε με το σπαθί πάντα όξω
και βασιλιάδων που αγκαλιά με τη Μελέτη
τα μάτια της ολάνοιχτα, τα πόδια της παρμένα,
και βασιλιάδων που
την κούρβα<ref>''κούρβα'': ξεδιάντροπη γυναίκα, κακόψυχη, πόρνη.</ref> τη χυτρόχειλη και τη χαμηλοφρύδα,
καθώς με το κριάς· της Ρωμανίας
πάει, πάλιωσε, και πέρασε κι αν
γλυκάδα του
Χαλάσματα, χαλάσματα, χαλάσματα, όλα κι όλα
κατά τον
σωπαίνουν τα
και του
πια δεν ηχολογάν ψαλμούς και
για να
του
στο μοναστήρι, γκρέμισμα και κείνο, μια κλησούλα,
τώρα μαντρί για πρόβατα, για πιστικούς λημέρι. [50]
Και χάλασμα και το μαντρί, τα πάντα ερμιά και γύμνια.
Και μέσα στα συντρίμματα και παραμερισμένα,
σάπια,
λείψανα σαν από σταυρούς και μια πνοή από τάφους.
Τι θέτε εδώ, ξεφαντωτές ; Πατά το πόδι απάνου▼
▲Τι θέτε εδώ, ξεφαντωτές; Πατά το πόδι απάνου
▲στο χώμα και στο μούκιασμα<ref>μούκιασμα: μούχλα</ref> και τον μποχό σηκώνει.
▲Και κάποτε ήταν ο μποχός<ref>μποχός: κουρνιαχτός, σκόνη </ref> κι ήταν ως χτες η μούχλα
βυζαντινά εικονίσματα, καλόβαλτα, πλασμένα
με το ρηγλί,<ref>''ρηγλί'':
μα ήρθε και
από
Και μιάν αυγή ανοιξιάτικη, χυτή στην ώρια πλάση,
στους Κόρφους και στους Βόσπορους και σ' όλα τα ακρογιάλια
και αποκαρώθη του κλεισμού για μια στιγμή το πείσμα,
του Λογοθέτη σύντροφοι, του βασιλιά νομάτοι,
σπαθάρηδες, δομέστικοι, σεργέντες,<ref>''σεργέντες'':
βρεθήκανε ξεφαντωτές και πήγαν πεζοδρόμοι [70]
και σταματήσαν ίσα εκεί στο χάλασμα· και ο τόπος
γέμισε από μιλήματα και βρόντους χαροκόπων,
ξανάσασμα και γιόρτασμα. Κ' έξαφνα μέσα σε όλα,
σε μια ώρα μυστηριακή, του απίστευτου γεννήτρα,
σπαθάρης νιος τριγυριστής
και βρέθηκε σε ξαφνική, σε αλλότριαν όψη αγνάντια,
κ' έβγαλε μια στριγγιά φωνή, και τρέξαν όλοι. Βλέπουν.
Κατά τον τοίχο
στο πλάϊ μνημάτου ξέσκεπου, διαγουμισμένου, κάτι [80]
που ξέγινε κι από άνθρωπος, τραβώντας για να γίνει
|
επεξεργασίες