Κάλαντα Χριστουγέννων: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αντιγόνη (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
'''[[Κάλαντα|<— Κάλαντα]]'''
==Σύντομη μορφή==
<poem>
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
κι αν είναι ορισμός σας,
Γραμμή 20 ⟶ 21 :
και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χίλια χίλια χρόνια να ζήσει.
</poem>
 
==Πλήρης επικρατέστερη μορφή==
 
<poem>
Καλήν εσπέραν άρχοντες, <br>
κι αν είναι ορισμός σας,<br>
Χριστού την Θείαν γέννησιν,<br>
να πω στ' αρχοντικό σας.<br>
 
Χριστός γεννάται σήμερον,<br>
εν Βηθλεέμ την πόλη,<br>
οι ουρανοί αγάλλονται,<br>
χαίρει η φύσις όλη.<br>
 
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,<br>
εν φάτνη των αλόγων,<br>
ο βασιλεύς των ουρανών,<br>
και ποιητής των όλων.<br>
 
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι,<br>
το Δόξα εν υψίστοις,<br>
και τούτο άξιον εστί,<br>
η των ποιμένων πίστις.<br>
 
Εκ της Περσίας έρχονται,<br>
τρεις μάγοι με τα δώρα,<br>
άστρο λαμπρό τους οδηγεί,<br>
χωρίς να λείψει ώρα.<br>
 
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ,<br>
με πόθο ερωτώσι,<br>
πού εγεννήθη ο Χριστός,<br>
να πάν να τον ευρώσι.<br>
 
Δια Χριστόν ως ήκουσε,<br>
ο βασιλεύς Ηρώδης,<br>
αμέσως εταράχτηκε,<br>
κι έγινε θηριώδης.<br>
 
Διοτί πολλά φοβήθηκε,<br>
δια την βασιλείαν,<br>
μην του την πάρει ο Χριστός,<br>
και χάσει την αξίαν.<br>
 
Κράζει τους μάγους και ρωτά,<br>
πού ο Χριστός γεννάται,<br>
εν Βηθλεέμ ηξέρομε,<br>
ως η Γραφή διηγάται.<br>
 
Τους είπε να υπάγουσι,<br>
και όπου τον ευρώσιν,<br>
αφού τον προσκυνήσουσιν,<br>
να παν να του ειπώσιν<br>
 
Όπως υπάγει και αυτός,<br>
για να τον προσκυνήσει,<br>
με δόλο ως μισόθεος,<br>
για να τον αφανίσει.<br>
 
Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας,<br>
και τον αστέρα βλέπουν,<br>
φως θεϊκό κατέβαινε,<br>
και με χαρά προστρέχουν.<br>
 
Φτάνοντας εις το σπήλαιο,<br>
βρίσκουν την Θεοτόκο,<br>
και εβάστα στας αγκάλας της,<br>
τον Άγιόν της Τόκο.<br>
 
Γονατιστοί τον προσκυνούν,<br>
και δώρα του χαρίζουν,<br>
σμύρνα χρυσό και λίβανο,<br>
θεό τον ευφημίζουν.<br>
 
Τη σμύρνα 'ναι ως άνθρωπον,<br>
χρυσόν ως Βασιλέα,<br>
και λίβανον 'ναι ως θεόν, <br>
σ’ όλην την ατμοσφαίρα.<br>
 
Αφού τον προσκυνήσασιν,<br>
ευθύς πάλι μισεύουν,<br>
και τον Ηρώδη μελετούν,<br>
να πάνε για να εύρουν.<br>
 
Άγγελος εκ των ουρανών,<br>
βγαίνει τους εμποδίζει,<br>
από άλλην οδό να πορευτούν,<br>
αυτός τους διορίζει.<br>
 
Και πάλι άλλος Άγγελος,<br>
τον Ιωσήφ προστάζει,<br>
εις Αίγυπτο να πορευτεί,<br>
και εκεί να ησυχάζει.<br>
 
Να πάρει και την Μαριάμ,<br>
μαζί με τον υιόν της,<br>
γιατί ο Ηρώδης εζητεί,<br>
τον τόκο τον δικόν της.<br>
 
Μη βλέποντας ο Βασιλεύς,<br>
τους μάγους να γυρίζουν,<br>
στην Βηθλεέμ επρόσταξε,<br>
παιδί να μην αφήσουν.<br>
 
Χιλιάδες δεκατέσσερις,<br>
σφάζουν σε μια ημέρα,<br>
θρήνο κλαυθμό και οδυρμό,<br>
είχε κάθε μητέρα.<br>
 
Και επληρώθη το ρηθέν,<br>
Προφήτου Ησαΐου,<br>
ως και των άλλων προφητών,<br>
και του Ιερεμίου.<br>
 
"Θρήνος ηκούσθη εν Ραμά,
Γραμμή 143 ⟶ 146 :
γέννησιν την αγίαν.
 
Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε,<br>
πέτρα να μην ραγίσει,<br>
και ο νοικοκύρης του σπιτιού,<br>
χίλια χρόνια να ζήσει.<br>
 
Και αφού σας καληνυχτίσουμε,<br>
πέστε να κοιμηθείτε,<br>
ολίγον ύπνον πάρετε,<br>
και ευθύς να σηκωθείτε.<br>
 
Να βάλετε τα ρούχα σας,<br>
εύμορφα να ντυθείτε,<br>
στην εκκλησία τρέξετε,<br>
εκεί να πορευθείτε.<br>
 
Ν' ακούσετε με προσοχή,<br>
όλην την υμνωδίαν,<br>
του Ιησού μας του Χριστού,<br>
γέννησιν την Αγίαν.<br>
 
Και όταν θα γυρίσετε,<br>
εις το αρχοντικό σας,<br>
ευθύς τραπέζι στρώσετε,<br>
βάλτε το φαγητό σας.<br>
 
Και όταν θα γυρίσετε,<br>
Και τον σταυρό σας κάνετε,<br>
εις το αρχοντικό σας,<br>
γευθείτε ευφρανθείτε,<br>
ευθύς τραπέζι στρώσετε,<br>
δώστε και κανενός φτωχού,<br>
βάλτε το φαγητό σας.<br>
όπου το εστερείται.<br>
 
Και τον σταυρό σας κάνετε,<br>
Δώστε και μας τους κόπους μας,<br>
γευθείτε ευφρανθείτε,<br>
αν είναι ορισμός σας,<br>
δώστε και κανενός φτωχού,<br>
και ο Χριστός μας πάντοτε,<br>
όπου το εστερείται.<br>
να είναι βοηθός σας.<br>
 
Δώστε και μας τους κόπους μας,<br>
και του χρόνου...<br>
αν είναι ορισμός σας,<br>
και ο Χριστός μας πάντοτε,<br>
να είναι βοηθός σας.<br>
</poem>
 
==Δείτε επίσης==