Σελίδα:Ομιλίες σε φίλους και αγνώστους, Δρίβας, Αλεξανδρινή Τέχνη, τ.11-12 Χρονιά Ε΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1931).djvu/1: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Ah3kal (συζήτηση | Συνεισφορά) |
Ntetos (συζήτηση | Συνεισφορά) |
||
Κατάσταση σελίδας | Κατάσταση σελίδας | ||
- | + | Εγκρίθηκε | |
Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό): | Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό): | ||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Larger|'''ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΚΙ' ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ'''}} |
{{Larger|'''ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΚΙ' ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ'''}} |
||
{{gap|3em}}Ἔχουν περάσει τὰ βαριὰ μεσάνυχτα—βαριὰ σὰν ὧρες δυστυχίας—κι’ ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνα μακραίνοντας μέσ’ στὰ βαθιὰ |
{{gap|3em}}Ἔχουν περάσει τὰ βαριὰ μεσάνυχτα—βαριὰ σὰν ὧρες δυστυχίας—κι’ ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνα μακραίνοντας μέσ’ στὰ βαθιὰ τῆς σκούρας νύχτας, παίρνει βαθιὲς ἀναλαμπὲς καὶ τρεμοσβύνει: |
||
— τὸ ἄτρεμο καὶ σιγαλό του φῶς πρασινίζει καὶ χάνεται μέσ’ στὸ μαῦρο χάος! |
— τὸ ἄτρεμο καὶ σιγαλό του φῶς πρασινίζει καὶ χάνεται μέσ’ στὸ μαῦρο χάος! |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
— ποὺ ἡ ψυχή μας συντονίζεται καὶ συναισθάνεται τὴ σημασία τῶν πεπρωμένων, τὴ σπουδαιότητα τοῦ αἰνιγματικοῦ μας βίου καὶ τὴς αἰωνιότητας ποὺ μᾶς ἀνήκει, |
— ποὺ ἡ ψυχή μας συντονίζεται καὶ συναισθάνεται τὴ σημασία τῶν πεπρωμένων, τὴ σπουδαιότητα τοῦ αἰνιγματικοῦ μας βίου καὶ τὴς αἰωνιότητας ποὺ μᾶς ἀνήκει, |
||
— καὶ ποὺ ὁ ἑαυτός μας πλαταίνει καὶ διαγράφεται κι’ |
— καὶ ποὺ ὁ ἑαυτός μας πλαταίνει καὶ διαγράφεται κι’ αὐτός, σὰν ἕνας διαυγὴς καὶ ἥρεμος ἀστερισμός, μέσ’ στὸ ἄφαντο κι’ ἀτέλειωτο τῶν ἰδεῶν καὶ προβλημάτων,— |
||
{{gap|3em}}Ποὺ ἐγώ σ’ ἔχω ἀναπολήσει, ἔτσι βαθιὰ καὶ ἥρεμα σ’ ἔχω ἀναπολήσει, ὤ! λατρεία τῶν τωρινῶν ἡμερῶν μου, ὥστε νὰ ἔχω νιώσει αὐτούσια τὴ γαλήνη |
{{gap|3em}}Ποὺ ἐγώ σ’ ἔχω ἀναπολήσει, ἔτσι βαθιὰ καὶ ἥρεμα σ’ ἔχω ἀναπολήσει, ὤ! λατρεία τῶν τωρινῶν ἡμερῶν μου, ὥστε νὰ ἔχω νιώσει αὐτούσια τὴ γαλήνη τῆς φανταστικῆς μορφῆς σου, |
||
— ποὺ ἐγώ σ’ ἔχω ἀναπολήσει,—κι’ ὡς ἕνας ἐργάτης ἀγαθὸς καὶ ὑπάκουος, ἀφοσιωμένος στὴν τραχιὰ δουλιά του, ἡ Ματαιότητα, ὁ βαθὺς καὶ κρυφὸς καημός μου, ἐσήκωσε τὸ βάρος, ἀφίνοντας ἐλεύθερο τὸ χῶρο στὴ νοσταλγοῦσα ψυχή μου! |
— ποὺ ἐγώ σ’ ἔχω ἀναπολήσει,—κι’ ὡς ἕνας ἐργάτης ἀγαθὸς καὶ ὑπάκουος, ἀφοσιωμένος στὴν τραχιὰ δουλιά του, ἡ Ματαιότητα, ὁ βαθὺς καὶ κρυφὸς καημός μου, ἐσήκωσε τὸ βάρος, ἀφίνοντας ἐλεύθερο τὸ χῶρο στὴ νοσταλγοῦσα ψυχή μου! |
||
{{gap|3em}}Τὸ ἀστρικὸ φῶς εἶχε τότε μέσ’ στὴν ἁγιότητα |
{{gap|3em}}Τὸ ἀστρικὸ φῶς εἶχε τότε μέσ’ στὴν ἁγιότητα τῆς σκούρας νύχτας μιὰν ἀνεκλάλητη μαγεία: |
||
— μιὰ καλλονὴ ἡδονεμένη τόσο, ποὺ εἶδε μονάχα ἡ ὅραση ὅσων, ἐπήγαν πρὸς τὸ Θάνατο ἢ πρὸς τὴ Ζωή, ἀποφασισμένοι νὰ δεχτοῦνε πάντα, νὰ πονέσουν καὶ νὰ γνωρίσουν, τὶς μεγάλες καὶ ξέχωρες συγκινήσεις: |
— μιὰ καλλονὴ ἡδονεμένη τόσο, ποὺ εἶδε μονάχα ἡ ὅραση ὅσων, ἐπήγαν πρὸς τὸ Θάνατο ἢ πρὸς τὴ Ζωή, ἀποφασισμένοι νὰ δεχτοῦνε πάντα, νὰ πονέσουν καὶ νὰ γνωρίσουν, τὶς μεγάλες καὶ ξέχωρες συγκινήσεις: |