Σελίδα:Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους (Μωραϊτίδης).pdf/39: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

 
(Καμία διαφορά)

Τελευταία αναθεώρηση της 16:28, 9 Ιανουαρίου 2020

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
39
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

εἶνε ἀληθές. Καὶ αὐτὸ εἶνε ὁποῦ θὰ μὲ νικήσῃ καὶ θὰ καταδικασθῶ , ἐὰν βέβαια νικήσῃ, ὄχι ὁ Μέλητος, οὐδὲ ὁ Ἄνυτος, ἀλλ’ ἡ κακὴ περὶ ἐμοῦ ὑπόληψις τοῦ πλήθους καὶ ὁ φθόνος, τὰ ὁποῖα, ὡς γνωστὸν, ἔγιναν αἰτία νὰ ἀπολεσθῶσι καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐνάρετοι ἄνδρες, νομίζω δὲ ὅτι καὶ ἄλλους ἀκόμη εἰς τὸ μέλλον αὐτὰ θὰ ἐξαφανίσουν. Δὲν εἶνε δὲ κανεὶς κίνδυνος μήπως τὸ κακὸν αὐτὸ τῆς συκοφαντίας καὶ τοῦ μίσους δὲν ἤθελεν αὐξήσει περισσότερον, ἀλλ’ ἤθελε ποτὲ σταματήσει εἰς ἐμὲ καὶ καθησυχάσει.

Ἀλλ’ ἴσως βέβαια ἤθελεν εἴπει κανεὶς· Δὲν αἰσχύνεσαι λοιπόν, ὦ Σώκρατες, διότι μετῆλθες τοιοῦτον ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον κινδυνεύεις σήμερον δὰ νὰ ἀποθάνῃς; Ἐγὼ ὅμως ἤθελον τὸν ἀντικρούσει μὲ μίαν πολὺ δικαίαν ἀπάντησιν, ὅτι δὲν ὁμιλεῖς ὀρθῶς, ὦ ἄνθρωπε, ἐὰν νομίζῃς ὅτι πρέπει νὰ λογαριάζῃ κίνδυνον ζωῆς ἢ θανάτου ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει, ἔστω καὶ παραμικρὰν ἀξίαν, καὶ νὰ μὴ στοχάζεται εἰς ὅλας τὰς πράξεις του ἐκεῖνο μόνον, ἂν εἶνε δίκαια ἢ ἄδικα ὅσα πράττει, καὶ ἂν ταῦτα εἶνε ἔργα χρηστοῦ ἀνθρώπου ἢ κακοῦ. Ἀλλέως, κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἰδικοῦ σου τοὐλάχιστον λόγου, ἤθελον εἶνε φαῦλοι ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἡμιθέους ἀπέθανον εἰς τὴν Τροίαν καὶ οἱ λοιποὶ ἥρωες καὶ μάλιστα ὁ υἱὸς τῆς Θέτιδος, ὁ ὁποῖος διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸ αἶσχος, τόσον πολὺ κατεφρόνησε τὸν κίνδυνον τῆς ζωῆς του, ὥστε, ὅταν ἡ μήτηρ του, ἡ ὁποία ἦτο θεά, εἶδεν ὅτι αὐτὸς ἐδείκνυε μεγάλην ἀνυπομονησίαν νὰ φονεύσῃ τὸν Ἕκτορα, οὕτω περίπου ὡμίλησε πρὸς αὐτὸν, καθ’ ὅσον ἐγὼ τοὐλάχιστον ἐνθυμοῦμαι: Ὦ υἱέ μου, ἂν λάβῃς ἐκδίκησιν διὰ τὸν φόνον τοῦ φίλου σου Πατρόκλου, καὶ φονεύσῃς τὸν Ἕκτορα, σὺ ὁ ἴδιος θὰ ἀποθάνῃς τότε, «διότι εὐθὺς ἀμέσως, τοῦ λέγει, μετὰ τὸν Ἕκτορα ὁ θάνατος σου εἶνε ἕτοιμος». Ἐκεῖνος ἀφοῦ ἤκουσε ταῦτα, τὸν μὲν θάνατον καὶ τὸν κίνδυνον περιεφρόνησεν, ἐπειδὴ δὲ πολὺ περισσότερον ἐφοβήθη τὸ νὰ ζῇ δειλὸς ὧν καὶ νὰ μὴ δύναται νὰ ἐκδικῆται ὑπὲρ τῶν φίλων του, «Εἴθε παρευθὺς νὰ ἀποθάνω[1], ἀνέκραξεν, ἀφοῦ τιμωρήσω ἐκεῖ-


  1. Ὁμήρου Ἰλ. Σ. 96—98.