Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/130: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Αντιγόνη (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Αντιγόνη (συζήτηση | Συνεισφορά)
Κατάσταση σελίδαςΚατάσταση σελίδας
-
Δεν έχει γίνει τυπογραφικός έλεγχος
+
Έχει γίνει τυπογραφικός έλεγχος
Kεφαλίδα (noinclude):Kεφαλίδα (noinclude):
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
<div style="text-indent:1em">
[[file:Logia tis plwris decoration 1.svg|frameless|center |400px]]<div style="text-indent:1em">
Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό):Σώμα σελίδας (προς εσωκλεισμό):
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
<div style="margin-top:4em"></div>
{{κέντρο|{{xx-larger|{{κσγ|'''ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ'''|0.2em}} }} }}
{{χεα|div}}{{κέντρο|{{xx-larger|{{κσγ|'''ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ'''}} }} }}{{cis|div}}



{{rule|4em}}
{{rule|4em}}
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
— {{Largeinitial|Δ|2.5em|font=serif}}{{smaller|Ε}} λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;
— {{Largeinitial|Δ|2.5em|font=serif}}{{smaller|Ε}} λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;


Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλισε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατοῦκά του. Ἔκανε κρύο δυνατό. Βοριᾶς ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ’ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα φρόντιζαν νὰ ζεσπαθοῦν μὲ τὴ φασκομηλιὰ καὶ τὸ ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς στύλου φώτιζε καὶ κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλᾶ-τριπλᾶ τὰ κρεβάτια κολλημένα στὰ πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ’ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταφιασμένες. Κοντὰ ἡ καμαρούλα τοῦ ναύκληρου ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυὸ-τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης καὶ ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα· οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι· τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι, ἔδειχναν τὸ χώρισμα {{σλβα|α=καλογε|τ=ρικὸ}}
Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλισε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατοῦκά του. Ἔκανε κρύο δυνατό. Βοριᾶς ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ’ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα φρόντιζαν νὰ ζεσταθοῦν μὲ τὴ φασκομηλιὰ καὶ τὸ ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς στύλου φώτιζε καὶ κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλᾶ-τριπλᾶ τὰ κρεβάτια κολλημένα στὰ πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ’ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταφιασμένες. Κοντὰ ἡ καμαρούλα τοῦ ναύκληρου ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυὸ-τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης καὶ ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα· οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι· τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι, ἔδειχναν τὸ χώρισμα {{σλβα|α=καλογε|τ=ρικὸ}}