Εθνικό Συμπόσιο
Συγγραφέας:
Στον ίσκιο του πλατάνου


(Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 422, 6 του Φλεβάρη, 1911.)


Αφιερώνεται της Κρήτης.


Οι φημερίδες το διαλαλούσανε. Άλλη κουβέντα δεν είχε στην Πόλη και στην Αθήνα. Κύριο άρθρο δε γραφότανε, δεν ανταμωνόντανε δυο νομάτοι στο δρόμο, χωρίς να γίνεται λόγος αμέσως για την είδηση τη μεγάλη. Ο βασιλιάς, ναίσκε, ο βασιλιάς μας, ο Γιώργος ο Πρώτος — αμέ! θα ‘χουμε, κατόπι και δέφτερο και τρίτο και δέκατο της ίδιας φαμελιάς — ο Γιώργος μας έμελε, ματάκια μου, να πάει να κάμει επίσημη βίζιτα του Σουλτάνου — να πάει δηλαδή, μωρέ παιδιά, στην Πρωτέβουσα του Βυζάντιου, στη Χώρα του Κωσταντίνου του Μεγάλου, στη Χώρα του Κωσταντίνου του Παλαιολόγου! Φανταστείτε, να πατήσει τέτοιο χώμα βασιλιάς ρωμιός! Κι ας λένε πως πήγε για βαθιούς, για κρύφιους διπλωματικούς σκοπούς, πως πήγε για συμμαχίες. Βέβαια πως πήγε και για δάφτο. Μα όπως κι αν το πάρεις, σημαντικό να φανεί ένας Γιώργος στα τουρκωμένα τα λημέρια μας. Είχε κιόλας καταλάβει ο Τούρκος πως έπρεπε να λογαριάζει με το Ρωμιό, πως αδύνατο να ξακολουθά να του πατά το κεφάλι. Φίλο του να τον έχει, όχι σκλάβο του. Περάσανε οι καιροί. Το 'βλεπε μάλιστα κι ο Τούρκος για συφέρο του να τον καλοπιάνει, να του παραχωρήσει τη θέση που του άξιζε στο Κράτος.

Από κάθε του έποψη το λοιπό, σπουδαίο το κατόρθωμα. Και το κατόρθωμα το σπουδαίο, που το σκολιάζανε παντού στην Εβρώπη, που ίσως ν’ άλλαζε τώρα την όψη της Ανατολής, το κατόρθωμα το χρωστούσαμε του Γιώργου, του άξιου κι αδικημένου βασιλιά. Ο κόσμος σα να το 'νιωσε πια στην Ελλάδα πως δεν του δείξανε την ταιριαζούμενη βνωμοσύνη, κι αρχίζανε πια διθυραμπικά να ψέλνουνε του καλού μονάρχη τα προτερήματα και τη δόξα. Καταλάβαινε ο Ρωμιός πως είναι κάποτες δύσκολο να κρίνει, όχι μόνο τα πράματα, μα και τους αθρώπους, μάλιστα εκείνους που στις φλέβες τους δε ρέει το ίδιο αίμα. Χρειάζεται τότες να ξεπλατύνει κανείς το είναι του, να ξεφαρδύνει το νου του, ν’ ανοίξει πέρα τα σύνορα της ψυχής του. Δεν είχε βγει ο Ρωμιός όξω από τα δικά του, κι έτσι δεν μπόρεσε ποτέ του να παρατηρήσει πως στη δύση της Εβρώπης, τα κινήματα της σκέψης μέσα στο μυαλό, γοργά δεν είναι, όπως σε μας, μα είναι πιο σίγουρα. Εκεί κάτω, στα στήθια του φυλαγμένα βαστά κανείς όσα συχνά πετούμε στον αέρα με τα λόγια. Πατριώτης πάντα του στάθηκε ο βασιλιάς, του κάψανε την καρδιά οι εθνικές οι συφορές. Κι ο ρωμαίικος βέβαια ο πατριωτισμός, από τους πιο ιερούς· κάποτες ωστόσο ξεθυμαίνει, ξαχνίζεται, που να πει, με τον ήλιο του Μεσημεριού, ενώ με το κρύο, στο Βοριά, μνήσκει πιο ζεστά κουκουλωμένος στα σωθικά μας. Κουράγιο έδειξε ο βασιλιάς αλάλητο και με την Εβρώπη, μη θέλοντας να της θυσιάσει τα εθνικά συφέρα, έδειξε και με την Ελλάδα, μη δραπετέβοντας, μην παραιτώντας ένα θρόνο που η έχτρα τον πολεμούσε και που γύρεβε η βρισιά να τον τζαλαπατήσει.

Κουράγιο σπάνιο, μόνο που ο Ρωμιός το κουράγιο το βλέπει σαν πιο της ορμής, σαν πιο της αστραπής, σαν πιο μπαρούτικο. Κ έτσι σε όλα, δεν τους είχε χωρίσει άλλο παρανόημα τους Ρωμιούς μας και το βασιλιά, παρά το άδικο το παρανόημα που μοιάζει σα να χάραξε τη γραμμή του μεταξύ Ανατολή και Δύση.

Και τώρα ίσια ίσια ο βασιλιάς ο Γιώργος, με το πνέμα του, με τον ελληνισμό του, με το να βασιλέβει, αφτός Δανέζος, στην Αθήνα, τη γραμμή την έκανε πια σα να μη φαίνεται. Αχ! πότε να μη χωρίζει καμιά γραμμή ούτε την Πόλη από την Αθήνα; Με το ταξίδι του βασιλιά, να που ανάφτανε οι ελπίδες. Απερίγραφτος παντού ο εθουσιασμός. Συλλογιστήκανε αμέσως να του δώσουνε και μια έκφραση δημόσια. Έπρεπε να εξωτερικεφτεί με κανέναν τρόπο επίσημο, έπρεπε να γίνει καμιά διαδήλωση, στην Πόλη εννοείται. Σ' αφτό απάνω συφωνούσανε όλοι. Ο σκοπός της διαδήλωσης διπλός. Πρώτα ν’ αποδοθεί στον ηγεμόνα και στο πρόσωπο και στ’ αξίωμά του, η ταιριαζούμενη τιμή. Δέφτερο — ίσως και το κυριότερο — να φανεί σε τέτοια έξοχη περίσταση, να φανεί μπροστά στον κόσμο, στην Εβρώπη και στην Ασία, σε ξένους και δικούς, στα όξω και στα μέσα, να φανεί αλάκαιρος ο Ελληνισμός, ένας κι ενωμένος. Ο φίλος μας ο «σύμπας» έπαιρνε κι έδινε πάλε στις φημερίδες. Το ‘χουνε συνήθειο, καθώς ξέρετε, άμα μιλούνε για το κόμμα τους και τα κομματικά τους, να το κηρύχνουνε πως μαζί τους είναι «σύμπας» ο Ελληνισμός. Τώρα ήτανε κι αλήθεια πως τη διαδήλωση, δεν τη θέλανε μονάχα οι αθρώποι, το φωνάζανε και τα πράματα πως χρειαζότανε μια. Ποια διαδήλωση όμως και ποιο είδος; Συναχτήκανε οι μεγαλύτεροι της Πόλης, οι αρχόντοι, και συσκεφτήκανε. Για συλλαλητήρια, ούτε ζήτημα. Δεν το ‘φερνε ο τόπος, δεν τα σήκωνε το χώμα. Υποδοχή στο βασιλιά, σαν έρθει; Αφτό πια και μοναχό του εννοότανε. Θα πηγαίνανε φυσικά μερικοί αποσταλμένοι να τον υποδεχτούνε. Όχι! Κάτι άλλο έπρεπε να βρεθεί, πιο σημαντικό. Μ' ένα στόμα είπε κι αποφάσισε πια το συβούλιο, να οργανιστεί ένα συμπόσιο εθνικό.

Κάτι βέβαια, να συφωνήσουνε χωρίς εξαίρεση καμιά, όλοι τους απάνω σ’ αφτό. Δεν μπορούσανε όμως να συφωνήσουνε παρέκει, επειδή λογάριαζε πολλές, άπειρες δυσκολίες η δουλειά. Πού να βάλουνε το συμπόσιο; Πού δηλαδή να στήσουνε το τραπέζι; Στην Πόλη την ίδια, καταμεσής της, ας υποθέσουμε στο Γαλατά, στο Σταβροδρόμι, στα Μνηματάκια ή στο Ταξίμι, πέρα; Οι πιο τολμητεροί έτσι λέγανε κι έτσι θέλανε. Οι φρόνιμοι δεν το συβουλέβανε. Σφίδο μαθές θα το κάμουνε του Τούρκου, να ‘ρθούνε στη μύτη του να γιορτάσουνε το δικό τους το βασιλιά; Όχι! Αλλού έπρεπε να πάνε. Καλά τουλάχιστο που ήτανε καλοκαίρι. Βολετό τους ν’ αγκυροβολήσουνε στο Μπογάζι. Έλα δα που στο Μπογάζι έβγαινε στη μέση άλλος μπελάς. Μαζωμένες εκεί, φίλε μου, μια μια οι ξένες οι πρεσβείες. Δεν ταίριαζε, να, πώς να το πεις; δεν ταίριαζε να τις φέρεις σε δυσάρεστη θέση. Πρεσβείες είναι. Δε θέλουνε σκοτούρες, θυμώνουνε μάλιστα με κείνους που έρχουνται και τις ζαλίζουνε. Ώστε, αν τις ζαλίσουμε μεις οι Ρωμιοί, απίθανο διόλου να μας γυρίσει σε κακό.

Τι κακό θα ‘πεφτε απάνω μας, τι θα παθαίναμε, ρητά ρητά δεν το λέγανε, ίσως και να μην το ξέρανε. Νιώθανε όμως, έτσι, χωρίς να το ξακριβολογήσουνε, πως δεν έπρεπε, τόση ξεφάντωση να γίνει μπροστά σε τόσο κόσμο. Μερικοί αρχίζανε να φοβούνται μήπως το συμπόσιο το ίδιο πάει πολύ, κι ίσως φρονιμότερο να τ’ αφήσουνε στην μπάντα. Μα κάποιος βρήκε άξαφνα τη μέση του δρόμου, πρότεινε την Πρίγκηπο. Περίφημα! Βλέπετε· μήτε στην Πόλη, μήτε το Μπογάζι. Χώρια, σ’ ένα νησί. Στην Πρίγκηπο κιόλας δεν καθόντανε Τούρκοι. Το λοιπόν αναμεταξύ μας. Και πάλε σύφωνοι όλοι. Για να μη λένε μάλιστα πως τάχα κρυφτήκαμε από φόβο, ένας ή δυο προκομμένοι, σοφοί, πήγανε και ξεσκαλίσανε στην ιστορία, πως άλλοτες στην Πρίγκηπο κατοικούσανε, χτίζανε παλάτια πρίγκιπες και πριγκιπέσσες από αίμα βασιλικό. Να ‘χουμε στην Πρίγκηπο εθνικό συμπόσιο, θα πει πως και σήμερα τιμούμε το δικέφαλο αετό. Οι λόγιοι όμως που γνωρίζανε τόσο καλά τα παλαιά τα ιστορικά μας, δεν τ’ αποσώνανε και κανένας δεν έκρινε κατάλληλο να προστέσει, πως τους πρίγκιπες και τις πριγκιπέσσες, οι αφτοκράτορες τους στέλνανε στην Πρίγκηπο εξορία.

Δεν πειράζει. Το φιλότιμο ησύχασε με τα λόγια και τώρα οι Πολίτες μας βάζανε τα δυνατά τους, για να πετύχει πια το Συμπόσιο. Εννοείται, η πρώτη ανάγκη, να γίνει μια επιτροπή, που για τα καθέκαστα να φροντίσει, να τα οργανίσει όπως πρέπει. Εκεί πια μοιρόγραφτο να σκουντουφλήσουνε. Είχανε συναχτεί ως είκοσι τέσσερες από τους καλύτερους της Πόλης, οι κύριοι Άρφας, Βήτας, Γάμας, Δέλτας, Έψιλος, Ζήτας, Ήτας, Θήτας, Γιώτας, Κάπας, Λάμδας, Μης, Νης, Ξης, Όμικρος, Πης, Ρως, Σίγμας, Τας, Ύψιλος, Φης, Χης, Ψης, Ωμέγας. Έπρεπε τώρα να διαλέξουνε ή πιο σωστά να εκλέξουνε κι έναν πρόεδρο. Ψηφίσανε. Είκοσι τέσσερα ονόματα βγήκανε από την κάλπη. Ο καθένας, υποθέτω, είχε ψηφίσει τον εαφτό του. Κοιταχτήκανε. Κάμανε πως δεν καταλάβανε, πως ψήφισε ο καθένας το γείτονά του. Μα μέσα τους ντραπήκανε. Και για να μη φαίνεται πως δεν έχουνε αναθροφή και δεν ξέρουνε να φερθούνε, χωριστήκαμε σε δυο κόμματα, καθώς το ήθελε δα και η περίσταση, καθώς το προστάζανε ίδια τα πράματα, το ένα μέρος ψηφίζοντας τον Άρφα, το δέφτερο τον Ωμέγα. Βρεθήκανε δώδεκα και δώδεκα. Πώς να τα βολέψουνε; Για την καλή τύχη του ελληνισμού, ένας από τους Ωμέγηδες ήτανε αντίπαλος του αρχηγού, ο Ψης, που στεκότανε κιόλας δίπλα ολόδιπλα στον Ωμέγα. Ο Ψης το λοιπό, για να μην ψηφίσουνε τον αντίπαλό του, έδωσε τον ψήφο του στον Άρφα, κι έτσι βγήκε με δεκατρείς ψήφους ο Άρφας πρόεδρος — όπως του έπρεπε, όπως το πρόσμενες δα κι από τ’ όνομά του, αφού τον έδειχνε πρώτο. Αλήθεια πως τ’ άξιζε. Καλός άθρωπος, πατριώτης, με νου, με φρόνηση, με καρδιά. Και περήφανος διόλου.

— «Δε φταίω γω που είμαι αρχηγός τους, έλεγε κάποτες. Α δεν ήμουνε, στη θέση μου θα ήτανε ο Βήτας, ώστε πάντα θ’ άρχιζε κάποιος.»

Ο Βήτας όμως το φυσούσε και δεν κρύωνε, που δεν άρχιζε του λόγου του, παρά ο γείτονας ο Άρφας. Τώρα μάλιστα που γινότανε και πρόεδρος! Πολύ λογικά ο άθρωπος μιμήθηκε τον Ψη, που παραίτησε τον Ωμέγα, να πάει με τον Άρφα· ο Βήτας το ίδιο παραίτησε τον Άρφα, να πάει με τον Ωμέγα. Τι πείραζε που δεν ανήκανε σ' ένα κόμμα; Πιο έφκολα νικάς έναν αντίθετο, που δεν έχεις να κρύφτεσαι κι αμέσως ξεσπαθώνεις, παρά ένα φίλο που πρέπει να του φερθείς φιλικά. Για τούτο έλπιζε ο Βήτας πως σε καμιάν άλλη περίσταση, αν ακολουθούσε καμιά δέφτερη ψηφοφορία — δηλαδή αν έβγαινε στη μέση το ζήτημα, θα μείνει μαθές ο πρόεδρος της επιτροπής πρόεδρος του συμποσίου ή θα πάρουνε πιθανότερα πρόεδρο καινούργιο — έλπιζε λοιπόν ο Βήτας πως ενωμένος τότες με τον Ωμέγα, που θα πολεμούσε φανερά τον Άρφα, μπορούσε να ωφεληθεί πιο σίγουρα, να χτυπήσει και τον Ωμέγα τον ίδιο, που κι αφτός έλπιζε, άμα έρθει ώρα, να χτυπήσει το Βήτα με τον Άρφα μαζί. Μήπως δεν ήτανε δα και ο φυσικός αντίπαλος του Άρφα; Οι δυο τους αρχή και τέλος. Για τέτοιο λόγο μισούσαν φοβερά ο ένας τον άλλονε, ο πρώτος μη θέλοντας ν’ αρχίζει πάντα, ενώ πάντα τέλειωνε ο δέφτερος, κι ο δέφτερος πάλε μη θέλοντας να τελειώνει πάντα, ενώ άρχιζε πάντα ο πρώτος. Αιτία σπουδαιότερη το μίσος τους δεν είχε. Ο ένας ήθελε να μην υπάρχει ο άλλος.

Ο Άρφας ανοιχτόκαρδος κι ανοιχτοπρόσωπος. Γαλαντουόμος. Λαμπρά προτερήματα ξεσήκωνες και στον Ωμέγα. Κι αφτός γαλαντουόμος, ανοιχτοπρόσωπος κι ανοιχτόκαρδος. Άριστοι κι οι δυο. Έλα δα που όταν ήτανε μαζί, αποχτούσανε αμέσως ο καθένας όλα τα ελαττώματα.

— Εκείνο το παιδί! έλεγε κάποτες ο Άρφας για τον Ωμέγα. Τι στράνιος, τι δύστροπος, τι πεισματάρης! Και τι μάταιος! Και τι ανυπόφορος! Όλους, σκλάβους του να τους θέλει! Θε μου! Θε μου! Το γιακά σου να τραβάς!»

— «Να τραβάς το γιακά σου! Τι ανυπόφορος εκείνος ο Άρφας! Τι περήφανος! Τι δύστροπος! Και σου έχει μια ιδέα για τον εαφτό του, που είναι κωμωδία. Όλους και καλά να τους προστάζει!»

Ποιος να τα ‘λεγε αφτά όξω από τον Ωμέγα; Δεν τα ‘λεγε ωστόσο, τα μονολογούσε; Ήξερε, όχι μαθές από αναθροφή, παρά έτσι, γιατί τ’ άκουσε, πως δεν ταιριάζει να φανερώνει κανείς τα αιστήματά του. Λοιπόν έκρυφτε το μίσος του για τον Άρφα. Μάλιστα, με αξιοπρέπεια μεγάλη — και κάμποση μαργιολιά — του έκανε πολλούς επαίνους μπροστά στους άλλους·

— «Ο Άρφας, που είναι ο Άρφας, τι γυρέβετε παραπάνω;» αποφάσιζε συχνά.

Μια φορά όμως δεν κρατήθηκε, είπε την αληθινή του τη γνώμη, δημόσια κιόλας, για τον Άρφα. Το 'φερε αφτό ίσια ίσια το εθνικό συμπόσιο.

Να πούμε και τη μάβρη, το εθνικό το συμπόσιο, αφού έγινε η επιτροπή, αφού ψηφίστηκε ο πρόεδρος, δεν το πολυσυλλογιόντανε πια. Είχανε τόσα να συλλογιστούνε! Πρώτα πρώτα τον κρυφό τον πόλεμο μεταξύ Άρφα και Ωμέγα. Μα δεν μπορούμε πάλε να ποστηρίξουμε πως άναφτε ο πόλεμος μεταξύ του Ωμέγα και Άρφα — δηλαδή μόνο αναμεταξύ τους· άναφτε αναμεταξύ στους είκοσι τέσσερις. Αφτοί, προτού συστηθεί επιτροπή να προετοιμαστεί εθνικό συμπόσιο, σαν τίμιοι αγαθοί Πολίτες και συμπολίτες της ίδιας απάνω κάτω κοινωνικής σειράς, ήτανε φίλοι ο ένας με τον άλλον, βλέπονταν συχνά, πηγαίνανε στον καφενέ μαζί·

— «Ένα ρακάκι, Ζήτα μου;»

— «Μπράβο, Έψιλέ μου!»

— «Μπρε, τον καλό μου τον Ύψιλο!»

Και γελούσανε, χωρατέβανε, λέγανε κι ένα δυο από κείνα. Τώρα με την επιτροπή, αφού συναδερφιάσανε κιόλας, η φιλία σα ν’ άρχιζε λιγάκι να ψυχραίνει. Κοιταζόντανε διαφορετικά, με μάτι που ψηλαφούσε, γιατί έμοιαζε σα να γύρεβε να καταλάβει το μάτι μπας κι ο άλλος βαστά στην τζέπη του καμιά μπόμπα. Μερικά πράματα είναι βλέπετε και κολλητικά. Είδαμε πως ο Βήτας και ο Ψης, που βρισκόντανε ο καθένας κοντά σ’ ένανε από τους δυο αρχηγούς, αλλάξανε θέση, γιατί κάτι θα βάλανε με το νου τους, πως αλλάξαντας θέση θα καταφέρουνε πιο σίγουρα το σκοπό τους, θ’ αρπάξουνε ξέρω και γω; το προεδριλίκι, αν οι αρχηγοί πιαστούνε μαλλιά κουβάρια, σε βαθμό που αδύνατο να διαλέξεις. Για τον Ψη και για το Βήτα, μπορεί πάλε να είναι το κίνημα δικιολογημένο. Να σου όμως που ο Γάμας κι ο Χης, ο Φης κι ο Δέλτας, ο Έψιλος κι ο Ύψιλος, ο Τας κι ο Ζήτας, ο Ήτας κι ο Σίγμας, ο Ρως κι ο Θήτας, ο Πης κι ο Γιώτας, ο Κάπας και Όμικρος, ο Ξης και Λάμδας, βγαίνανε αντίπαλοι ο ένας του αλλουνού, όσο μακριά κι α στεκόντανε από τους δυο μεγάλους. Εννοείται πως καθώς τα καταγράφουμε δω, δεν είναι και σωστά σωστά, επειδή φαίνεται τάχα σα να λέμε πως άξαφνα ο Γάμας τα ‘βαζε μονάχα με το Χη· έτσι κι οι άλλοι. Ο Θεός να φυλάξει! Τα ‘βαζε και με το Δέλτα και με το Βήτα. Συνάδερφοι, και να μην τα βάλει μαζί τους; Μα τι; Και συνάδερφοι να μην είναι, θα τους αφήσεις να σου πατήσουνε το πόδι; Που να μη φέξει! Τα ‘βαζε καλέ, ο Έψιλος με τον Πη, με το Ρω, με το Σίγμα, τα ‘βαζε ο Σίγμας με τον Πη και με το Ρω, τα ‘βαζε ο Ρως με τον Έψιλο και με τον Πη, θάλασσα γινότανε, πελάγωνες, πνιγόσουνε, και πια δεν καταλάβαινες ποιος δεν τα ‘βαζε με ποιόνε, γιατί τα ‘βαζε με τον καθένανε ο καθένας και ο καθένας μέσα του συλλογιότανε·

— «Να ήμουνε πρόεδρος εγώ, θα πηγαίνανε αλλιώς τα πράματα!»

Δεν αναφέραμε στο γενικό το θαλάσσωμα, στο αντιπάλεμα το γενικό, τα ονόματα του Μη και του Νη. Αφτοί γεννηθήκανε στη μέση της παρέας, αντιπροσωπέβανε τη φρόνηση και το μέτρο, προσπαθούσαν να τα ‘χουνε καλά με όλους, κι έτσι θρέφανε στην καρδούλα τους την ελπίδα, πως αφού οι σύντροφοί τους αφανιστούνε στα τσακώματα, θα φελεθούνε του λόγου τους, θα νικήσει, θα ψηφιστεί ο φρόνιμος. Το δυστύχημα στάθηκε που ήτανε δυο φρόνιμοι, ο Μης και ο Νης, κι έτσι ούτε του λόγου τους δεν το κατορθώσανε να συφωνήσουνε. Φάνηκε κιόλας αμέσως.

Ήσυχα και γλυκά, πρότεινε ο Μης να γίνει συνέλεψη και συνεπόμενα όλοι τους να φροντίσουνε τι φαγητά θα βάλουνε, να κάμουν τον κατάλογο. Ήσυχα και γλυκά, σηκώθηκε τότες ο Νης και ξήγησε πως είναι δουλειά του μάγερα κι ο μάγερας να φροντίσει. Άρεσε η πρόταση περίσσια, επειδή γλιτώνανε από τον μπελά· είχανε καιρό να φροντίσουν για τις δικές τους τις δουλίτσες, ο Βήτας για τα καμώματα του Ψη, ο Ψης για τα καμώματα του Ζήτα και πάει λέοντας. Δεν πέτυχε ωστόσο η πρόταση του Νη· τουλάχιστο δεν είχε τ’ αποτέλεσμα που πρόσμενε ο κόσμος. Οι μάγειροι μαλώσανε αναμεταξύ τους. Αδύνατο να προσδιορίσουν κάνε τι σούπα, έπρεπε, κι αν έπρεπε σούπα. Ώστε αναγκαστήκανε πια τώρα τα μέλη της επιτροπής, ν’ αφήσουνε τον πρόεδρο ν’ αποφασίσει για τα φαγητά. Ο πρόεδρος μίλησε με τους μαγείρους — φαντάζεστε πως για τέτοιο συμπόσιο χρειάζονταν το λιγότερο καμιά δεκαριά — πήρε σημείωση για το τάδε ή το τάδε φαγητό, κι αποφάσισε. Αποφάσισε πως στο συμπόσιο τούτο, με τη σημασία που θα του δοθεί, πρέπει να ‘χουνε μονάχα εθνικά φαγητά.

— «Ο ανόητος! Να μην ντρέπεται τους ξένους!» Του ξέφυγε πια και δημόσια του Ωμέγα.

Εδώ θα θέλαμε κανέναν Όμηρο νια να μας δηγηθεί όπως ταιριάζει, το τι ακολούθησε ύστερις από τον περίφημο το λόγο. Καταντούσε το ζήτημα σπουδαίο, σπουδαίο, γιατί πρώτη φορά έβγαινε φανερά στη μέση, μπροστά στον κόσμο, η αντιπάθεια, η διχόνοια που χώριζε τον Άρφα και τον Ωμέγα· σπουδαίο, γιατί τα προσωπικά, τις διχόνοιες και τις αντιπάθειες και το μίσος, τ’ αποσκέπαζε αλάκαιρη μια φιλοσοφική θεωρία για τα ντόπια και για τα ξένα· σπουδαίο, γιατί και στην Ελλάδα και στην Τουρκιά και στην Εβρώπη, προσέχανε σπασμωδικά να διούνε τι θ’ απογίνει, ποιάνε από τις δυο αρχές θ’ ακολουθήσουνε άραγες οι δικοί μας, του Άρφα ή του Ωμέγα την αρχή, να διούνε αν οι δικοί μας απορρίξουνε περήφανα τα ξένα ή παραδεχτούνε αποκλειστικά τα πάτρια. Τόσο και τόσο σπουδαίο, αλήθεια, το ζήτημα, που ο Μης με τη φωνή του τη γλυκιά και με το ύφος του το ήμερο, πήγαινε σιγά στον ένανε, πήγαινε στον άλλονε, τους ξηγούσε ο χριστιανός πως ήρθανε τα πράματα σε τέτοιο σημείο, τέτοιο ερεθισμό, τέτοια έξαψη — έπαιξε και ξύλο μεταξύ Έψιλου και Ζήτα ή Ζήτα κι Έψιλου, δε θυμούμαι — παντού τέτοια η παραζάλη, τέτοιος ο θυμός, που ποιος ξέρει; φρονιμότερο, ίσως μάλιστα εθνικότερο να μη «λάβει χώρα» το συμπόσιο. Και τόντις. Κοιτάξτε τι δυσκολίες! Μήτε τον Άρφα πρόεδρο να ‘χουνε γίνεται, μήτε τον Ωμέγα. Κι οι δυο ανάψανε την κοινή γνώμη σε βαθμό επικίντυνο. Κάλλια να παραμεριστούνε τα ονόματά τους, να μην ακούγουνται και πολύ, μήπως και πάλε ξεγερθούνε τα πάθη. Πιο ήσυχα να τα βολέψουμε. Ή να μη γίνει το συμπόσιο ή γιατί όχι; να γίνει κανένα συμπόσιο, κανένα τραπεζάκι δίχως θορύβους και φασαρίες, σε καμιά γωνίτσα του Νησιού, με δυο τρία φαγητά ξένα, με δυο τρία ντόπια, φτάνει να μην αρχίσουμε συζήτηση για τα ντόπια και για τα ξένα, επειδή φυσικά στον κατάλογο απάνω δε θα συφωνήσουμε ποτέ μας, αφού οι περσότεροι θα κάμουνε του κεφαλιού τους, γιατί θα φοβηθούνε μήπως και η αξία τους λιγοστέψει, αν τύχει κι αναγνωρίσουνε κανέναν ανώτερό τους. Για τούτο, υποχρεωμένος ο καθένας κάτι να προτείνει, ας είναι και μπόσικο. Πιο φρόνιμα λοιπόν ο Μης αποφασίζει, λέει, μόνος και δίχως να πει τίποτα κανενός. Κρυφά. Έτσι πάβει κάθε πόλεμος, κάθε αγώνας, βλέπουμε λίγη προκοπή, κι έχουμε κανένα νόστιμο, συσταζούμενο συμπόσιο, ουδέτερο, που το προεδρέβει άξαφνα, τι λέτε; ο Μης.

Με τη φωνή του τη γλυκιά, με το ύφος του το ήμερο, πήγαινε ο Νης και ξηγούσε άλλα τόσα στους συντρόφους και συναδέρφους. Ολότελα σύφωνος με το Μη. Για τους ίδιους λόγους και ο Νης δεν ήθελε το συμπόσιο. Έλεγε μόνο πως για να μην έχουνε ταβατούρια, ιστορίες, μαλώματα, ζούλιες, ανταγωνισμούς, για ν’ αποφύγουνε τις φιλονικίες αναμεταξύ τους, για ν’ αποχτήσουνε και περσότερο κύρος στην Εβρώπη μπροστά, πια φρόνιμο να πάρουνε πρόεδρο κανένα πρόσωπο σημαντικά και ουδέτερο, έναν Ελβετό, λόγου χάρη. Ο Νης γνωρίζει ένα τέτοιο πρόσωπο, έναν πρώην πρόεδρο της Ελβετικής Δημοκρατίας. Σα θέλουνε, πάει ως εκεί απάνω, κι αν είναι πάλε απόλυτη ανάγκη να 'χουμε και Ρωμιό, δέχεται ο ίδιος να είναι αντιπρόεδρος με τον Ελβετόνε.

Τα λόγια, μαζί με τα καμώματα του Νη και του Μη, ένα πολύ καλό αποτέλεσμα είχανε, που χρειάστηκε τώρα με τα σωστά να ξεταστεί το ζήτημα της προεδρίας. Ποιος στο τέλος των τελώνε θα το προεδρέψει, ποιος είχε το δικαίωμα να το προεδρέψει το περίφημο το συμπόσιο; Εννοείται πως από αιτίες διπλωματικές και πολιτικές, δεν έγινε ποτές λόγος να το προεδρέψει ο βασιλιάς. Φυσικά, λογικό, νόμιμο κιόλας, αν αγαπάς, να το προεδρέψει ο πρόεδρος της Επιτροπής.

Έλα δα που με του κατάλογου την υπόθεση, μ' όσα κατόπι ακολουθήσανε, δε θέλανε τον Άρφα πρόεδρο. Μα εδώ ήτανε άλλος κόμπος, τους εμπόδιζε σπουδαίο ζήτημα του τυπικού. Πώς να τον ξεπροεδρέψουνε τον Άρφα, μια και τον είχανε πρόεδρο; Πώς να τον ξεψηφίσουνε, μια και τον ψηφίσανε; Φοβερός, άλυτος ο κόμπος.

Λύθηκε με το μόνο τρόπο που μπορούσε να λυθεί, από τον Ωμέγα. Πολύ φρόνιμα ο άθρωπος τραβήχτηκε από την επιτροπή, έκαμε άλλη με τους φίλους και δικούς, για να δώσουνε τώρα και του λόγου τους άλλο εθνικό συμπόσιο. Οι φίλοι και δικοί του Άρφα του απομείνανε πιστοί, ώστε είμεστα κερδεμένοι, αφού αντίς ένα συμπόσιο είχαμε δυο συμπόσια εθνικά. Τι λέω; Τρία. Βέβαια. Ο Μης και ο Νης αποτελέσανε το τρίτο κόμμα και το τρίτο εθνικό συμπόσιο. Αφτοί όμως οι δυο, πολύ σοφά τα βολέψανε τα πράματα, επειδή πρόεδρο δεν ψηφίσανε, ψήφισε η επιτροπή τους δυο πρόεδρους μαζί, το Νη και το Μη. Αλήθεια που δε βάσταξε η ομόνοια, δε βάσταξε αναμεταξύ τους η φιλία. Φρόνιμοι και ο Μης και ο Νης, το ξέρουμε. Μα το δυστύχημα στάθηκε που ήτανε φρόνιμοι και οι δυο τους, ώστε στο τέλος χωριστήκανε, λέγοντας ο ένας πως είναι ο άλλος τρελός.

Οι οπαδοί τους μοιραστήκανε το λοιπόν αναμεταξύ Άρφα και Ωμέγα. Δε στάθηκε αχαμνό που διαλύθηκε το κόμμα του Μη και του Νη, αφού έτσι μεγαλώσανε τα κόμματα του Ωμέγα και του Άρφα. Πήρανε όμως τα πράματα έναν παράξενο δρόμο. Παράξενο — ή ψυχολογικό, που ίσια ίσια σημαίνει πως έχει ένα πράμα τη λογική του, αν κοιτάξεις την ψυχή μας. Η ψυχολογική αλήθεια είναι που οι οπαδοί του Άρφα και του Ωμέγα ζεματιστήκανε, βλέποντας τα κόμματά τους να δυναμώνουνε με τους οπαδούς του Μη και του Νη. Ελπίζανε του Άρφα οι οπαδοί πως λίγο λίγο θ’ αδυνάτιζε το κόμμα τους, με τρόπο που να φελεθούνε αφτοί, να πετάξουνε τον Άρφα τελειωτικά, να κάμει τότες κόμμα δικό του ο καθένας. Το ίδιο φυσικά προσμένανε και οι οπαδοί του Ωμέγα. Το κάτω κάτω, θυμότανε ο καθένας την αρχή του παραμυθιού, την πρώτη ψηφοφορία, όπου ο καθένας ψήφισε τον εαφτό του. Ο καθένας και πάλε ήθελε να βγει πρόεδρος. Το πιο περίεργο είναι που στο τέλος αλήθεψε τ’ όνειρο του καθενός, ίσως όχι όπως το υποθέτανε, μα όπως το ‘φερνε η λογική που είπαμε πιο απάνω.

Οι οπαδοί του Άρφα, όσο κι οι οπαδοί του Ωμέγα ενεργούσανε τώρα με κάθε μέσο, ν’ αδυνατίσουνε το κόμμα τους ο καθένας. Πρόφαση βρίσκανε στα παραμικρά, για να κατηγορήσουνε τον Άρφα — ή τον Ωμέγα — και να τσακωθούνε αναμεταξύ τους. Μαλώνανε, συζητούσανε, φιλονικούσανε απάνω στα καθέκαστα, στους καλεσμένους κι αν άξαφνα έπρεπε να καλέσουνε πρέσβηδες, φιλονικούσανε απάνω στη θέση που θα καθίσει στο τραπέζι κάθε οπαδός, κι α δεν ταιριάζει να καθίσουνε όλα τα μέλη της επιτροπής στο πρώτο τραπέζι, στο τραπέζι της τιμής. Άμα δε συφωνούσανε, ο ένας φώναζε τον άλλο προδότη, κι αρχιπροδότης εννοείται για τον καθένανε ο Άρφας. Μα και του Ωμέγα οι δικοί του τονέ λέγανε αρχιπροδότη.

Ο Άρφας όμως, από τον Ωμέγα καλύτερα, το ‘νιωσε πως προκοπή με τέτοια πνεματική κατάσταση δε βγαίνει και του κάκου. Πολύ φρόνιμα στοχάστηκε να καλέσει την επιτροπή του, να συνεδριάσει. Σα μαζωχτήκανε, τους είπε λίγα λόγια, μα χτυπητά·

— «Εγώ, αγαπητοί μου συνάδερφοι, θα θυσιαστώ. Δίνω σήμερα την παραίτησή μου. Δίνουμε συνάμα και καλό παράδειγμα της άλλης επιτροπής, του Ωμέγα, που σίγουρο θα παραιτηθεί κι αφτός. Εμείς, φίλοι μου, αναμεταξύ μας δύσκολο θαρρώ να συφωνήσουμε, γιατί έχουμε πάρα πολλές ιδέες ο καθένας. Ο νους σας έχει πλούτο περίσσιο. Εγώ λέω ν’ αφήσουμε τα κομματικά μας, να ενωθούμε πια και να βάλουμε πρόεδρο που να μην είναι κανένας από μας. Γνωρίζω στις επαρχίες άξιους αθρώπους τον ΜΠη, τον ΓΚα, τον ΝΤα, που ο καθένας τους κάνει περίφημα για πρόεδρος. Άμα πάρουνε στην άλλη επιτροπή την παραίτηση του Ωμέγα, φέρνουμε τον ΜΠη που είναι κι ο μεγαλύτερος.»

Χεροκροτήσανε όλοι δυνατά, τους άρεσε φοβερά η πρόταση, έβγαινε στη μέση και κάτι καινούργιο, που είναι πάντα νόστιμο. Φρόνιμη όσο γίνεται η θυσία του Άρφα, που έτσι ανάγκαζε κιόλας τον Ωμέγα να παραιτηθεί. Παραιτήθηκε. Τι να κάμει; Φέρανε τον ΜΠη. Αλήθεια, καλέ, τους είχανε ξεχασμένους αφτούς, βγαλμένους από τη σειρά τους και τους τρεις. Μα σωστά το συλλογιστήκανε να φέρουνε μόνο τον ΜΠη, για να μην ξαναρχίσουμε τους ανταγωνισμούς. Ο ΜΠης μάλιστα τους γέμισε αμέσως το μάτι. Ποιητής. Και τι δεν ελπίζανε από την ποίηση, που χωρίς την ποίηση δε θα είχαμε σήμερα δα και μια Ελλάδα;

Όλοι του δώσανε το λόγο τους, όλοι του τάξανε πως θα τον ποστηρίξουνε, πως θ’ απολησμονήσουνε ως κι οι αρχηγοί τα κομματικά τους, για να τον ψηφίσουνε πρόεδρο και μόνο πρόεδρο. Το λοιπόν οι δυο επιτροπές ξανασμίξανε σε μια, στείλανε είκοσι τέσσερα προσκλητήρια στα είκοσι τέσσερα μέλη, χώρια κι ένα στον ΜΠη, για τη συνέλεψη όπου έμελε να ψηφιστεί ο καινούργιος ο Πρόεδρος. Έφτασε η μέρα — μια βδομάδα ύστερις από τον ερχομό του ΜΠη. Πήγε. Κάθισε. Πρόσμενε. Ψυχή. Δεν ήρθε κανένας, πιθανό για να μην ψηφίσουνε κανένανε. Μόνοι ο Νης και ο Μης!

Μπορεί τώρα να θαρρείτε πως ύστερις απ' αφτά, δεν έγινε το εθνικό το συμπόσιο. Θα πει πως δεν τους ξέρετε τους Ρωμιούς, θα πει πως δεν ξέρετε τη φυλή την πιο ακατάστατη και την πιο επίμονη. Ο ανυπόμονος έχει πομονή· ο άταχτος έχει τάξη. Ο Ρωμιός είναι και πατριώτης. Γιορτάσανε λοιπόν, ό,τι κι αν έτυχε, το βασιλιά τους, το Γιώργο. Την ίδια τη μέρα της άφιξής του στην Πόλη, έβλεπες στην Πρίγκηπο, στο Διάσκελο απάνω, στην πλατέα, είκοσι τέσσερα τραπεζάκια. Καθότανε στο καθένα, γυρίζοντας τη ράχη στο γείτονα του, ένας συμποσιώτης, και προέδρεβε ο καθένας το τραπεζάκι του, μονάχος.


Παρασκεβή, εφτά — δεφτέρα, είκοσι τέσσερις του Άη Δημήτρη, 1910.