Αναμνήσεις (Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου)

Ἀναμνήσεις
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Ητο μεγάλη οἰκία, ὀλίγον σκοτεινή μὲ διαδρόμους εὐρεῖς καὶ αἰθούσας ἔτι εὐρυτέρας· ἔκειτο εἰς Μέγα Ρεῦμα ἐπὶ τῆς προκυμαίας.

Κατῳκεῖτο μόνον ὑπὸ γυναικῶν. Ἡ κυρία Δόμνα εἶχε τέσσαρας θυγατέρας, ἐξ ὧν ἡ νεωτέρα ἦτο 17 ἐτῶν, καὶ τρεῖς ἀδελφὰς ἐκ τῶν ὁποίων ἡ νεωτέρα ἦτο τριακονταπενταετής.

Ὅταν ἤμην μικρὰ μ’ ἔστελλεν ἡ μήτηρ μου πλησίον των διὰ νὰ μάθω τὰ πρῶτα γράμματα. Αἱ ἀδελφαὶ τῆς κυρίας Δόμνας δὲν ἠδύναντο νὰ μὲ ὑποφέρουν. Τὰς ἔβλεπα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον νὰ πηγαίνουν καὶ νὰ ἔρχωνται ὡς φαντάσματα μὲ τὰς συρομένας ἐσθῆτάς των, μὲ τὰ ὠχρὰ καὶ λιπόσαρκα πρόσωπά των καὶ μὲ τὰ ἄσπρα μανδύλια εἰς τὴν κεφαλήν. Ὅταν ὑπέφερον ἀπὸ τὸν νευρικὸν πονοκέφαλον ἤκουα στεναγμοὺς βαθεῖς, παράπονα πικρά, καὶ ἔβλεπα τὴν Ἑλένην νὰ τρέχη μὲ φιαλίδια καὶ μὲ λεμόνια. Τότε ἐζάρωνα πλησίον τῆς συμμαθητρίας μου Σοφίας καὶ ὁ μικρὸς Ἀρτέμης ὁ ἀδελφός της ἐθώπευε τὰ ὦτά του, διότι προησθάνετο ὅτι θὰ τοῦ τὰ ἐτραβοῦσαν ἄπονα.

Ἡ Ἑλένη ἦτο ἡ μικρὰ προστάτις μας· ὅταν προῃσθάνετο καταιγίδα μᾶς ἐπλησίαζε μὲ ἀγάπην καὶ μᾶς ἔλεγε μὲ τὴν γλυκεῖαν φωνήν της:

— Νὰ καθίσετε φρόνιμα διότι ἡ θεία ἡ μεγάλη ἔχει τὸν κεφαλόπονό της καὶ ξεύρετε πῶς ἅμα ἀκούσῃ βοή.....

— Ξέρω.. ξέρω.. ἀπήντα ὁ Ἀρτέμης θωπεύων τὰ ὦτά του.

Ἔζησα δύο ἔτη πλησίον των καὶ ποτὸ δὲν ἤκουσα ἕνα χαρωπὸ τραγοῦδι ἀπὸ τὰ χείλη των ἢ ἕνα γέλωτα ἠχηρὸν ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ἤκουα τόσῳ συχνὰ εἰς τὴν οἰκίαν μας. Ποτὲ κατὰ τὰς ἐπισήμους ἑορτὰς δὲν τὰς συνήντησα εἰς τὴν ἐκκλησίαν οὔτε εἰς τὸν περίπατον. Ἡ τάξις τῆς οἰκίας των ἦτο τόσῳ ἀκριβὴς πάντοτε, ὥστε κατέπληττε τὴν παιδικὴν κεφαλήν μου. Τὰ πάντα τίς οἶδε πρὸ πόσων ἐτῶν εἶχον τὴν αὐτὴν θέσιν, ἀκόμη καὶ ὁ Φίντος, τὸ σκυλάκι, ἐκοιμᾶτο πάντοτε παρὰ τοὺς πόδας τῆς θείας τῆς μεγάλης. Ὁ χαμηλὸς σοφᾶς ὠμοίαζε μὲ χάρτην γεωγραφικόν· ὅσῳ συλλογίζομαι δὲν ἠμπορῶ νὰ εὕρω παρομοίωσιν ἄλλην. Ὅπως ἐπάνω εἰς τον χάρτην ἡ Εὐρώπη, ἔχει πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν θέσιν καὶ ἐν γένει ἑκάστη ἤπειρος τὴν ἰδικήν της, τοιουτοτρόπως ἑκάστη θεία καὶ ἑκάστη ἀνεψιὰ εἶχον μίαν καὶ τὴν αὐτὴν θέσιν πάντοτε. Ἀπὸ τοῦ θανάτου τῆς μητρός των ὅλαι ἐπενθηφόρουν.

Ὅλα τὰ ζητήματα συνεζητοῦντο ἐκεῖ ἡσύχως καὶ ἑκάστη ἔδιδε τὴν ἰδέαν της, διότι αἱ γνῶμαι καὶ αἱ πεποιθήσεις ἦσαν διῃρημέναι.

Ὁ Ἀρτέµης ἐζωγράφιζε στρατιώτας ἐπάνω εἰς τὸ ἀβάκιόν του, ἡ Σοφία ἐκοιμᾶτο ναρκουμένη ὑπὸ τὸν ψίθυρον τῶν χαμηλῶν ἐκείνων φωνῶν, ἐγὼ ἤκουα ἄπληστος. Ἂν κατεδέχοντο νὰ μ’ ἐρωτήσουν θὰ τοὺς ἔλεγα ὅτι εἶμαι μὲ τὴν γνώμην τῆς Ἑλένης. Ἠγάπων τὸν Πατριάρχην τὸν ὁποῖον ἠγάπα ἐκείνη καὶ τὸν πρωθυπουργὸν τὸν ὁποῖον ὑπεστήριζε.

Ἡ μητέρα μου πολὺ τὰς ἐξετίμα καὶ τὴν ἤκουα νὰ λέγῃ πρὸς τὰς φίλας της:

— Θαρρεῖς πῶς οἰκογενειακόν των εἶναι νὰ μένουν γεροντοκόριτσα. Νέαι μὲ τόσα προτερήματα μὲ τόση εὐμορφιὰ δὲν θὰ εὕρισκον ἂν ἤθελον κἀνένα ἄνδρα; Μία νὰ κάμη τὴν ἀρχὴν κατόπι πιστεύω πῶς τὰ κορίτσια ὅλα θὰ ὑπανδρευθοῦν.

Ἐνίοτε ἡ Ἑλένη ἔλεγε:

— Μητέρα, σήμερον θὰ καοῦν πυροτεχνήματα κάτω στὸ χωριό. Πῶς ἤθελα νὰ τὰ ἰδῶ, ποτέ μου δὲν εἶδα.

— Ποιὸς σοῦ φέρει τὰ νέα; ἠρώτα ἀγρίως ἡ θεία ἡ μεγάλη.

— Σχέσεις φαίνεται ἔπιασε… ἔλεγεν ἡ θεία Μαριγώ.

Τότε ἡ κ. Δόμνα ἐθώπευε τὴν Ἑλένην καὶ τῆς ἔλεγε σιγὰ στρεφομένη πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκαθήμην ἐγώ:

— Ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα ἡ καλὴ ὅλα θὰ τὰ ἰδῇς, κόρη μου· περίμενε νὰ παντρέψουμε καμμιὰ ἀδελφή σου καὶ τότε θὰ τρέχετε καὶ ’στοὺς χοροὺς καὶ ’στὰς διασκεδάσεις.

Ἡ Ἑλένη ἐκίνει μελαγχολικῶς τὴν κεφαλήν, διότι δὲν ἐπίστευε νὰ γείνῃ αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ἡ μητέρα της.

Αἱ δύο μεγαλείτεραι ἀδελφαί της ἤρχισαν νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ νευρικὸν πονοκέφαλον καὶ δὲν ἤθελον νὰ ἰδοῦν ἄνθρωπον στὰ μάτια. Ἡ τρίτη ἡ ὁποία ἦτο ὡραιοτάτη ἔκρυπτε φαίνεται κανὲν τρυφερὸν μουσικόν, διότι ἦτο πολὺ σκεπτικὴ καὶ ποτὲ δὲν ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ γεωγραφικοῦ χάρτου, ἀλλ’ εἰργάζετο ἐπάνω εἰς τὸ δωμάτιόν της καὶ ἠκούετο ἡ φωνή της, φωνὴ ἠχηρά, νὰ τραγουδῇ πάντοτε τὸ ἴδιον τραγοῦδι «Εἰς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς μου διατί νὰ σ’ ἀπαντήσω.» Ὅταν ἡ θεία ἡ μεγάλη εἶχε τὸν πονοκέφαλο ἔστελλε τὴν Ἑλένην νὰ τῆς εἰπῇ νὰ παύσῃ καὶ τότε ἐπεκράτει τόση σιωπὴ ὥστε καὶ ἐγὼ ἀκόμη ἡ ὁποία δὲν εἶμαι φίλυπνος ἀπεκοιμώμην πλησίον τῆς Σοφίας καὶ ὁ Ἀρτέμης ἐπάνω εἰς τὸ ἀβάκιον ἔκλειε τὰ ματάκια του.

Ὁ τοιοῦτος ὕπνος μᾶς ἐπεσκέπτετο συνεχῶς.

Μίαν ἡμέραν ἦλθεν ἡ μητέρα τῆς Σοφίας νὰ τὰς παρακαλέση νὰ ἔλθουν εἰς τὴν βάπτισιν τοῦ μικροῦ της.

— Δὲν θὰ ἔχωμεν ξένους, οὔτε θὰ γείνῃ βάπτισις ἐπίσημος. Εἰμπορεῖτε νὰ ἔλθετε.

Ἡ θεία ἡ μεγάλη ἐπροφασίσθη τὸ πένθος της καὶ ἀφοῦ πολὺ θερμῶς ηὐχαρίστησε τὴν μητέρα τοῦ Ἀρτέμη τῆς ἔδωκε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι δὲν θὰ ὑπάγῃ.

— Τοὐλάχιστον τὴν Ἑλενίτσα νὰ μᾶς δώσετε.

Ἡ Ἑλένη ἔρριψεν ἓν βλέμμα ἐρευνητικὸν ἐπὶ τῆς θείας τῆς μεγάλης καὶ ἓν ἄλλο παρακλητικὸν ἐπὶ τῆς μητρός της.

— Ξεύρετε πῶς ἡ Ἑλένη χωρὶς ἡμᾶς δὲν εἰμπορεῖ νὰ ἔλθη. Σᾶς εὐχαριστῶ ὅμως διὰ τὴν πρόσκλησίν σας.

— Ἡμεῖς πλέον ἀπὸ τὸν καιρὸ ποῦ πέθανε ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας δὲν ἐξερχόμεθα· ἐλησμονήσαμεν τὸν κόσμον καὶ ὁ κόσμος μᾶς ἐλησμόνησεν, εἶπεν ἡ θεία Μαριγώ.

Ἡ Ἑλένη ἔκλαιε σιωπηλῶς καὶ ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυά της τὸ ἐργόχειρόν της. Ἤθελε νὰ ἔλθῃ· τὸ ἔβλεπε κἀνεὶς φανερά, μὰ πῶς νὰ τὸ εἰπῇ; Ἡ λέξις θέλω δὲν ἠκούσθη ποτὲ ἐκεῖ μέσα ἐκ μέρους τῶν μικροτέρων καὶ τόρα θὰ τὴν ἔλεγεν ἡ Ἑλένη; ὄχι βέβαια. Ἡ μήτηρ της τὴν ἐπλησίασε καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν τὴν συνήθη παρηγορίαν, τὴν ὁποίαν ἤκουσεν ἐκείνη κινοῦσα τὴν κεφαλὴν μελαγχολικῶς.

Μίαν ἡμέραν τὰς συνήντησα εἰς τὰ νεκροταφεῖα ὅλας· συνεπληροῦτο ἑπταετία ἀπὸ τοῦ θανάτου τῆς μητρός των.

Ἐκεῖ ἐντὸς τῆς οἰκίας των, ὅπου τα πάντα ἦσαν ὠχρὰ καὶ μελαγχολικὰ δὲν ἄφιναν μεγάλην ἐντύπωσιν· ἀλλ’ ἐδῶ ἐν μέσῳ τῆς γελώσης φύσεως, ἐν μέσῳ ἄλλων ζώντων πλασμάτων ἡ ἀντίθεσις ἦτο καταπληκτική. Ἐνόμιζε κἀνεὶς ὅτι ἐξῆλθον ἀπὸ τοὺς τάφους τοὺς ὁποίους ἤρχοντο νὰ ἐπισκεφθῶσι· τόσῳ ἦσαν ὠχραὶ καὶ ἰσχναί. Ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Δήμητρα δὲν ἦσαν ὠχραί· μάλιστα ἡ Δήμητρα ἦτο ὡραιοτάτη, ἀλλ’ εἶχον κἄτι τι διαφορετικὸν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, δὲν ὡμοίαζον τοὺς λοιποὺς κατοίκους τοῦ πλανήτου μας. Αἱ θεῖαι ἦσαν γονυπετεῖς καὶ εἶχον τὴν κεφαλὴν ἐστηριγμένην ἐπὶ τῆς πλακὸς τοῦ τάφου καὶ προσηύχοντο χωρὶς νὰ χύνουν δάκρυα. Εἰς τάφον παρακείμενον ἡ κ. Δόμνα μετὰ τῶν δύο πρεσβυτέρων θυγατέρων της, το ἐπίσης γονυπετὴς καὶ προσηύχετο κλαίουσα· ἦτο ὁ τάφος συζύγου πολὺ ἀγαπητοῦ. Ἡ Δήμητρα ἔβλεπε τὴν πέριξ φύσιν ῥεμβάζουσα καὶ στηριζομένη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἑνὸς τάφου, ἐνῷ ἡ Ἑλένη ἔβλεπε το πλῆθος καὶ ἐμειδία ὅταν ἔβλεπε κόρας τῆς ἡλικίας της κομψῶς ἐνδεδυμένας νὰ ὁμιλοῦν ἐλευθέρως καὶ νὰ γελῶσι φαιδρῶς.

Ὁ ἱερεὺς ὅστις ἀνεγίγνωσκε τας οἰκείας εὐχὰς ἐσίγησε καὶ ὅλαι ἠγέρθησαν σιωπηλαὶ καὶ κατήρχοντο τὴν ἀνθοστεφῆ ἀτραπὸν χωρὶς νὰ ὁμιλῶσι μεταξύ των. Ἐγὼ μετὰ τῆς μητρός μου τὰς ἠκολουθοῦμεν ἐπίσης σιωπηλαί· μόνον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπλησίαζα την Ἑλένην καὶ τῆς ἔδιδα τὰ ἄνθη τὰ ὁποία δι’ ἐκείνην ἐσύναζα.

Μ’ ὅλην τὴν μικρὰν ἡλικίαν μου ἐσκεπτόμην ὅτι ἡ Ἑλένη διὰ νὰ κλαύσῃ τὴν ἡμέραν ποῦ ἡ μητέρα τοῦ Ἀρτέμη τὰς προσεκάλεσε, θὰ ἐπεθύμει πολὺ νὰ ὑπάγῃ. Πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ μένῃ εὐχαριστημένη μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ ἀπέραντο σπῆτι εἰς τὸ ὁποῖον ἀντηχοῦσαν τόσῳ πένθιμα οἱ στεναγμοὶ τῶν νευρικῶν θείων καὶ τὸ θρηνῶδες ᾆσμα τῆς Δήμητρος;

Ἡ θεία ἡ μεγάλη ἐφοροῦσε πάντοτε γυαλιά, ἐνῷ κατὰ τὴν περίφημον ἡμέραν ποὺ τας εἶδα εἰς τὸ νεκροταφεῖον δὲν ἐφοροῦσε καὶ τοιουτοτρόπως εἶδα τὰ μάτια της τὰ ὁποῖα ἦσαν κυανά.

Ἥρπασα τὸν βραχίονα τῆς μητρὸς μου καὶ ἀνέκραξα περιχαρής:

— Μαμά, εἶδα τὰ μάτια της. Εἶναι γαλανά.

Τὴν ἄλλην ἡμέραν διηγήθην εἰς τὴν Σοφίαν καὶ τὸν Ἀρτέµην ὅτι ἡ θεία ἡ μεγάλη ἔχει γαλανὰ μάτια· ἀλλ’ ὁ Ἀρτέμης κινῶν μὲ ἀμφιβολίαν τὸ πολύσαρκον πρόσωπόν του εἶπε:

— Ψέματα λές· ἡ θεία ἡ μεγάλη μάτια δὲν ἔχει.

Ἓν ἀπὸ τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἤρχοντο, ἦτο καὶ εἷς γέρων ἰατρὸς, ὁ ὁποῖος ἤκουε πλέον τὰ κατὰ τῆς ὑγείας των παράπονα καὶ ὅτι ἡ ἀϋπνία κατήντησεν ἀνυπόφορος.

Ἐκίνει τὴν φαιδρὰν στρογγύλην κεφαλήν του καὶ διέταττε φάρμακα πολλά· ἰδίως κατανάλωσις μεγάλη ἐγίνετο τῆς Βαλεριάνας. Δὲν ἔγραψε δὲ ποτὲ συνταγὴν χωρὶς νὰ ἀνασηκώσῃ τὰ δίοπτρά του λέγων·

— Δὲν πρέπει δὲ νὰ λησμονοῦμεν, ἀγαπηταὶ κυρίαι, ὅτι καὶ ὁ περίπατος ὠφελεῖ πολὺ εἰς τοιαύτας περιστάσεις καὶ μάλιστα ὁ θαλάσσιος ἀὴρ εἶναι φάρμακον πολύτιμον. Δοκιμάσατε καὶ αὐτὸ καί…

Ἀμέσως τὸν διέκοπτον καὶ τοῦ ἔφερεν ἡ Ἑλένη γλυκὸ μέσα εἰς δίσκον ἀσημένιο καὶ ἔπειτα ἔδιδε καὶ εἰς ἡμᾶς. Αὐτὸ τὸ ἤξευρεν ὁ Ἀρτέμης καὶ ἅμα ἔβλεπε τὸν ἰατρόν, ἄρχιζε νὰ γλύφεται.

Τοιαύτη ἦτο ἡ ζωή των ἡ ἀχρωμάτιστη, ἡ ὁποία ἔμεινεν ἐντυπωμένη βαθειὰ εἰς τὴν φαντασίαν μου.

II

Ἐπέρασαν ἔτη πολλά· ἐγὼ ἔλαβον τὸ πτυχίον μου ἐκ τοῦ γυμνασίου μας καὶ ἐπειδὴ ἡ μελέτη τῶν τελευταίων ἡμερῶν ἔβλαψε τὴν ὑγείαν μου, μετέβην εἰς Μέγα-Ρεῦμα ὅπως ζωογονηθῶ.

Συνήντησα τὴν Σοφίαν μεμνηστευμένην μὲ ἕνα πολὺ καλὸν νέον, ὁ ὁποῖος ἤρχετο κατὰ δεκαπενθημερίαν καὶ τὸν Ἀρτέμην, ἐκεῖνο τὸ παχουλὸ Ἀρτεμάκι τὸ ὁποῖον ἐκοιμᾶτο εἰς τὰ γόνατά μου, ἕνα ὡραῖον νέον καὶ ἐκ τῶν καλητέρων μαθητῶν τῆς Μεγάλης Σχολῆς. Ὡμίλει ὅμως πολὺ περὶ τετραγωνικῆς ῥίζης καὶ δημηγοριῶν τοῦ Θουκυδίδου ὥστε ἠναγκάσθην νὰ ἀπομακρυνθῶ ταχέως. Ἐκεῖνοι δὲν ἐννοοῦσαν νὰ μ’ ἀφήσουν καὶ ἤρχισεν ἡ Σοφία νὰ μοῦ περιγράφει τὸν μνηστῆρά της· ποίου σχήματος πῖλον φέρει καὶ πόσα σιγάρα καπνίζει καὶ πῶς περιπατεῖ καὶ τί τῆς λέγει καὶ ὅτι φιλεῖ τῆς γιαγιᾶς τὸ χέρι καὶ τὴν μητέρα της τὴν φωνάζει «μητέρα».

— Θυμᾶσαι τὸ σπῆτι ποῦ ἐπηγαίναμεν ὅταν ἤμεθα μικραί;

— Ναὶ βέβαια, τὸ θυμοῦμαι, εἶπε θυμωμένη ὀλίγον διότι διέκοψα τὸ προσφιλὲς θέμα της.

— Πηγαίνω νὰ τὰς ἰδῶ.

— Θὰ ἔλθωμεν μαζύ σου, εἶπεν ὁ Ἀρτέμης, ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νά με πλησιάσῃ πάλιν.

— Ναί, θὰ ἔλθωμεν· τί κρῖμα, νὰ μὴ ἔρχεται ὁ Κωνσταντῖνός μου κάθε κυριακή· θὰ τὸν ἔβλεπες. Δὲν εἰμπορεῖ νὰ λείψῃ· ξεύρεις, ἐργάζεται εἰς τὸν σιδηρόδρομον. Ἂν σὲ γνωρίσῃ θὰ σ’ ἀγαπήσῃ πολύ· ὢ, δὲν φαντάζεσαι πῶς ἀγαπᾷ τὰς φίλας μου καὶ ἐν γένει πᾶν ὅ,τι ἐγὼ ἀγαπῶ.

— Σοῦ ξεύρει καὶ μιὰ ἄλγεβρα!!

— Καὶ ἀστεῖος, ἀγάπη μου· ἂχ πρέπει, πρέπει νὰ τὸν γνωρίσῃς. Θὰ μείνῃς πολλὰς ἡμέρας στὸ χωριό;

— Ἕνα μῆνα.

— Θὰ τὸν γνωρίσῃς τότε.

Ἡ προκυμαία ἡ πρὸς τὸ μέρος τῆς Ξηροκρήνης ἦτο πλήρης κομψοῦ πλήθους, ὅπερ ἀνέπνεε μεθ’ ἡδονῆς τὴν αὔραν τοῦ Βοσπόρου.

Πλησίον τῆς λάλου Σοφίας, τοῦ φαιδροῦ Ἀρτέμη καὶ τῆς ὡραίας θέας τῆς ἀπέναντι ἀσιατικῆς ἀκτῆς ᾐσθάνθην τὸ στῆθός μου ἐλαφρὸν καὶ ἐλησμόνησα τὰς μελανὰς σκέψεις μου· διότι ἐνόμιζον ὅτι εἶμαι φθισικὴ καὶ ὅτι θὰ ἀποθάνω. Εἶχον μάλιστα ἕτοιμον τὸ ἐπιτύμβιόν μου καὶ ἔγραψα ἕνα παθητικώτατον ἀποχαιρετισμὸν πρὸς τὸν κόσμον, τὸν ὡραῖον κόσμον, τὸν ὁποῖον μετὰ λύπης ἄφινα.

Ὅταν ὅμως ἐφθάσαμεν εἰς την οἰκίαν ἐκείνην τὴν μεγάλην καὶ σιωπηλήν, ἠσθάνθην τὴν καρδίαν μου πιεζομένην καὶ πρὸς στιγμήν ἠθέλησα νὰ φύγω, ἀλλ’ ἡ Σοφία μὲ παρέσυρε καὶ διῆλθον τοὺς εὐρεῖς σκοτεινοὺς διαδρόμους σχεδὸν μηχανικῶς. Πρὸς στιγμὴν ἐνόμισα ὅτι εἶμαι ὁ ἀποκοιμισμένος τοῦ παραμυθιοῦ, ὁ ὁποῖος μετὰ πολυετῆ ὕπνον ἐξύπνησε καὶ εὗρε νὰ τὸν περικυκλόνουν τὸ αὐτὰ ἀντικείμενα καὶ ἐνόμισεν ὅτι ἐκοιμήθη μόνον μίαν νύκτα. Τὰ πάντα κατεῖχον τὴν αὐτῶν θέσιν, τὴν ὁποίαν κατεῖχον καὶ πρὸ ἕνδεκα ἐτῶν. Τὰ παραπετάσματα ἦσαν διηυθετημένα κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον· ὁ σοφᾶς ἦτο ὁ ἴδιος σκεπασμένος μὲ τὰ λευκὰ σκεπάσματά του καὶ αἱ θέσεις αἱ ἴδιαι· ἡ θεία ἡ μεγάλη κατεῖχε τὴν δεξιὰν γωνίαν τοῦ σοφᾶ, ἡ κ. Δόμνα τὴν ἀριστερὰν καὶ αἱ ἄλλαι ὅλαι, ὅπως τὰς ἐνθυμούμην πενταετῆς, ἐκάθηντο. Ὅταν ὅμως ἔρριψα βλέμματα παρατηρητικὰ ἐπὶ τῶν προσώπων, ἐξηκρίβωσα ὅτι μόνον τὰ μελανὰ ἐνδύματα ἦσαν ὅμοια, ἀλλ’ ἡ ῥεύσασα ἑνδεκαετία ἐπέφερε σπουδαίαν μεταβολὴν ἐπὶ τῶν μορφῶν των. Ἡ θεία ἡ μεγάλη ἔφερε τώρα δύο διόπτρας καὶ ἦτο ἠφανισμένη ἀπὸ τὰς νευρικὰς μεταβολὰς αἱ ὁποῖαι ἐγίνοντο συνεχέστεραι. Ἡ θεία Μαριγὼ ἡ ὁποία ἦτο ὡς μούμια λευκὴ καὶ ἄσαρκος, δὲν ἤνοιγε πλέον τὰ χείλη διὰ νὰ ὁμιλήσῃ καὶ ἡ θεία Εὐφημία ἡ ὁποία ἄλλοτε ἔφερε στηθόδεσμον καὶ μετεχειρίζετο ὀριζόχονιν εἰς το πρόσωπόν της, ἦτο τώρα ὅλως διόλου ἀπεριποίητος, ἀφεθεῖσα εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ γήρατος, τὸ ὁποῖον τὴν παρέσυρε.

Ἡ μεγαλειτέρα ἀδελφὴ τῆς Ἑλένης εἶχε πλησίον της φιάλην πλήρη ὑπολεύκου ὑγροῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ὠλιγόστευεν ὡς ἔλεγεν ὁ πονοκέφαλός της. Καὶ προσέθετεν ἐπισφραγίζουσα ἐκάστην ὁμιλίαν της:

— Αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία μου καὶ τὴν νύχτα ἀκόμη τὸ πίνω ἀντὶ τοῦ νεροῦ. Εἶναι τόσῳ εὔκολο πρᾶγμα καὶ ὅμως αἱ θεῖαι δὲν τὸ παραδέχονται. Μοῦ τὸ εἶπε ὁ παπᾶ - Θανάσης. Καὶ ὅμως ἔχω διαφορὰ μεγάλη. Καμμιὰ φορὰ μὲ τὸ τίποτε ἰατρεύεται κἀνείς.

Ἡ Ἀνθὴ μοῦ ἀφῆκε μεγάλην ἐντύπωσιν. Ποτὲ δὲν ἐδικαίωσα τὰς ψιμμυθιουμένας γυναῖκας· ἡ ἀπάτη εἶναι πάντοτε μισητή. Καὶ ὅμως εἰς τὸ διάστημα τῆς ζωῆς μου εἶδον δύο τοιαύτας, πρὸς τὰς ὁποίας δὲν ᾐσθάνθην βδελυγμίαν οὔτε ἔδειξα καταφρόνησιν. Ἡ μία ἐπάλαιε κατὰ τῆς ἀδιαφορίας συζύγου λατρευτοῦ καὶ ἡ δυστυχὴς προσπαθοῦσα νὰ νικήσῃ, μετεχειρίσθη μεταξὺ ἄλλων καλλυντικῶν καὶ το ψιμμύθιον. Εἶμαι βεβαία ὅτι τὸ ψιμμύθιον θὰ ἐφεῦρε δυςτυχὴς ἐγκαταλειφθεῖσα σύζυγος. Ἡ ἄλλη ἦτο ἡ Ἀνθή, ἥτις διῆλθε τὰ ὡραῖα νεανικὰ ἔτη της ἐν μέσῳ κλονισμῶν νευρικῶν καὶ ἤδη ἐπόθει τὴν ἀσκόπως παρελθοῦσα» νεότητα καὶ ἤρχισε νὰ ἐνδύεται κομψῶς, νὰ κτενίζεται κατὰ τὸν συρμὸν καί… νὰ φέρη ψιμμύθιον.

Ἐπὶ τῆς προώρως ῥυτιδωθείσης μορφῆς της, τὸ ψιμμύθιον ἐφαίνετο λέγον:

— Βλέπετε τὴν μορφὴν ταύτην ἐφ’ ἧς κάθημαι τόσῳ ἀγερώχως; τρέμει διὰ τὸ γῆρας, φρίττει διὰ τὴν τύχην ἥτις τὴν περιμένει — καὶ προσεκάλεσεν ἐμὲ ὡς πανσθενῆ προστάτην.

Ἡ ἀτυχῆς Ἀνθὴ ἤδη καὶ ἐκοιμᾶτο καὶ ἔτρωγε βοηθουμένη ὑπὸ τῶν διὰ μορφίνης ἐνέσεων.

Ἅμα εἶδον τὴν Σοφίαν τὴν ὑπεδέχθησαν μειδιῶσαι καὶ ὅταν ἔμαθον ὅτι ἐγὼ ἤμην ἡ μικρούλα συμμαθήτρια τῆς Σοφίας μ’ ἐφίλησαν ὅλαι μὲ ἀγάπην καὶ μὲ ἠρώτησαν τὰ κατ’ ἐμέ.

Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐρρίγησα. Ἤκουσα ἐκ τοῦ ὑπερῴου τὴν αὐτὴν φωνὴν τὴν ὁποίαν ἤκουον πρὸ ἑνδεκαετίας νὰ ψάλλῃ περιπαθῶς «εἰς τὸ ῥεῦμα, τῆς ζωῆς μου διατί νὰ σ’ ἀπαντήσω». Ἡ δυστυχῆς Δήμητρα!! Ἐκεῖ ἐπάνω μόνη, κατάμονη, ἐξηκολούθει νὰ ζῇ μὲ τὰς ἀναμνήσεις τίς εἶδε τίνος ὀνείρου. Ἐνῷ ἡ Σοφία διηγεῖτο τὰ κατ’ ἐμὲ ἐγὼ ἐσκεπτόμην πόσας πικρὰς ἱστορίας ἀπογοητεύσεων καὶ δακρύων ἔκρυπτεν ἑκάστη τῶν νευροπαθῶν τούτων γυναικῶν, αἵτινες ἔζησαν οἰκειοθελῶς ἐνταφιασμέναι εἰς τὸν σκοτεινὸν τοῦτον οἶκον, τόσῳ πλησίον τῆς γελώσης φύσεως καὶ τῆς φαιδρᾶς κοινωνίας.

Ἡ κ. Δόμνα κύπτουσα ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν ἀφοῦ μᾶς ᾐσπάσθη μᾶς ἔφερε μόνη της γλυκὸ μέσα εἰς τὸν ἴδιο ἀσημένιο δίσκο. Ὁ Ἀρτέμης μὲ εἶδε καὶ ἐμειδίασεν· ἐνθυμήθη τὰς ἡμέρας τῆς λαιμαργίας τοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐμειδίασα· μοῦ ἐφαίνετο ἱεροσυλία.

Μία ἐρώτησις ἀνήρχετο εἰς τὰ χείλη μου, ἀλλὰ δὲν τὴν ἐξέφραζον φοβουµένη μήπως ἀναξέσω πληγάς. Δὲν ἔβλεπα τὴν Ἑλένην, τὴν συμπαθῇ Ἑλενίτσαν τὴν ὁποίαν τόσῳ ἠγαπῶμεν. Μήπως ἀπέθανεν: Ἄχ, ποτὲ δὲν θὰ λησμονήσω τὰ πικρὰ δάκρυά της. Ἠγάπα ἡ δυστυχής τὸν κόσμον ἐγὼ τὴν εἶχον ἐννοήσει τότε.

Μοῦ ἦλθαν δάκρυα καὶ δὲν ἤξευρα πῶς νὰ τὰ κρύψω.

Ὁ Ἀρτέμης ἐμάντευσε τὴν στενοχωρίαν μου καὶ ἔδωκε τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως.

Ὅτε ὁ καθαρὸς τῆς θαλάσσης ἀὴρ μ’ ἐζωογόνησεν, ἠρώτησα μὲ τρέμουσαν φωνὴν τὴν Σοφίαν:

— Καὶ ἡ Ἑλένη;

— Ἄ, ἐκείνη ὑπανδρεύθη.

— Ναί… πῶς ἐχάρηκα· ἠγάπα ἐκείνη τὸν κόσμον. Φαντάζομαι τί εὐτυχῆς ποῦ θὰ εἶνε.

— Κανεὶς δὲν εἰμπορεῖ νὰ γνωρίζῃ ἂν ἡ Ἑλένη εἶναι σήμερον εὐτυχής.

— Μὰ ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπὸ αὐτὸ τὸ σπίτι ὅπου γίνεται κανεὶς χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ νευρικός;

— Μήπως ἐμβῆκεν εἰς καλλίτερον;

— Ἄχ ἡ καϋμένη, γιὰ εἰπέ μου τα ὅλα.

Ὁ κ. Δημητριάδης ἦτο ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἂν ἐνυμφεύετο εἰς τὴν νεότητά του εἰμποροῦσε κατὰ τὴν γνώμην τῆς μαμᾶς νὰ λάβῃ ὡς προῖκα καὶ 20,000 λίρας τουρκικάς. Μὰ ἐκεῖνος ἐνόμιζε τὸν γάμον σκλαβιὰ καὶ ἔζησε τὸν βίον του εἰς καθημερινὰς διασκεδάσεις καὶ περιηγήθη τὸν κόσμον ὅλον καὶ ἔγεινε πεντήκοντα ἐτῶν χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσῃ.

Ἡ περιουσία του ἦτο κατεστραμμένη πλέον, ἡ ὑγεία ὄχι πολὺ εὐάρεστος καὶ ἡ γραῖα μήτηρ του ἦτο πρὸ διετίας κλινήρης. Ἐσκέφθη τότε ἢ μᾶλλον ἄλλοι τοῦ ἔδωκαν νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἂν νυμφευθῇ καμμίαν νέαν πτωχὴν ἀλλὰ καλὴν καὶ σώφρονα οἰκοκυράν, θὰ εὕρῃ διέξοδον ἀπὸ τὸν λαβύρινθον ὅπου τὸν ἔρριψεν ἡ ἀσυνεσία τοῦ παρελθόντος.

Διὰ τῶν λειψάνων τῆς περιουσίας του ἐσχημάτισεν ἓν μικρὸν κεφάλαιον τὸ ὁποῖον τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ζήσῃ ἐντίμως· μία συγγενής του ὡς σύζυγον κατάλληλον τὸν συνεβούλευσε νὰ ἐκλέξῃ μίαν ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν Δενδράκη. Καμμία δὲν ἐδέχθη· μόνον ἡ Ἑλενίτσα συγκατένευσε.

— Ἄχ, ἐγὼ τὴν ἐννοῶ· ὁ γάμος ἦτο δι’ αὐτὴν ἡ ἀπελευθέρωσις, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν σκλαβιάν.

— Ναί, ναί· τώρα περιποιεῖται τὴν πενθεράν της καὶ τὸν σύζυγόν της, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει ἀπὸ ἀρθρίτιδα. Ποτὲ δὲν παραπονεῖται καὶ ζῇ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ συζύγου της τὴν ζωὴν τὴν ὁποίαν ἔζησεν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μητρός της.

— Πῶς ἤθελα νὰ τὴν ἔβλεπα…

— Ἀφοῦ τὸ θέλεις πηγαίνομεν, εἶπεν ὁ Ἀρτέμης παρατηρῶν τὸ ὡρολόγιόν του.

III

Ἡ οἰκία τῆς Ἑλένης εὑρίσκετο εἰς την συνοικίαν τοῦ ἁγίου Ὀνουφρίου· ἕως ὅτου νὰ μεταβῶμεν ἐκ τῆς προκυμαίας εἰς τὴν ὁδὸν ἐκείνην ἡ Σοφία μοῦ ἔκαμε μίαν σύντομον περιγραφὴν τῶν προσόντων τοῦ μνηστῆρός της, τὴν ὁποίαν συνέκρινε πρὸς τὸν κ. Δημητριάδην· ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως ἦτο ἡ θριαμβευτικὴ ὑπεροχὴ τοῦ Κωνσταντίνου.

Ὅταν ἐφθάσαμεν, ἡ Σοφία ἔκρουσε τὸν κώδωνα καὶ ὑλακαὶ κυνὸς ἠκούσθησαν. Μᾶς ἤνοιξε μία ὑπηρέτρια ἡλικιωμένη, ἡ ὁποία ἐγνώριζε τὴν φίλην μου, διότι ἀμέσως μὲ εἰσήγαγεν εἰς τὴν αἴθουσαν.

Ἦτο αἴθουσα μεγάλη πολυτελῶς ἐπιπλωμένη· ἐπὶ κινητοῦ θρονίσκου ἦτο ἐξηπλωμένος ὁ κ. Δημητριάδης καὶ ἐπὶ μικροῦ σοφᾶ ἡ γραῖα μήτηρ του. Ὁ κ. Δημητριάδης, ὁ ὁποῖος διῆλθε πολυτάραχον νεότητα, ἐγνώριζε πολλὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἔλεγε μὲ πολλὴν χάριν. Ἐνίοτε ἠκούετο καγχασμὸς ξηρὸς ἐκ τοῦ στήθους τῆς γραίας καὶ λέξεις ἀκατάληπτοι ἐξήρχοντο τοῦ στόματός της· ἦτο παλίμπαις. Ἀπέναντι τοῦ κ. Δημητριάδου ἐπὶ τοῦ τοίχου ὑπῆρχεν εἰκὼν αὐτοῦ εἰς φυσικὸν μέγεθος. Ἦτο εὐγενοῦς καλλονῆς, ἡ στάσις του πλήρης χάριτος καὶ ἡ περιβολή του ἀμέμπτου καλαισθησίας.

Ἀπὸ τὰς παρατηρήσεις μου ταύτας μὲ ἀπέσπασεν ἡ εἴσοδος τῆς Ἑλένης.

Πόσον συνεκινήθην· ἦτο ὠχρά, λιπόσαρκος, πενθηφοροῦσα. Ἐσύρετο ἡ μέλαινα ἐσθής της καὶ εἶχε φιαλίδιον ἀμμωνίας εἰς τὰς χεῖρας, τὸ ὁποῖον ὠσφραίνετο. Μὲ ἀνεγνώρισεν ἀμέσως, μὲ ἠσπάσθη ἄνευ διαχύσεως καὶ ἀφοῦ μὲ ἠρώτησε τὰ κατ’ ἐμὲ ἤρχισε νὰ παραπονῆται διὰ τὴν νευραλγίαν αὐτὴν, ἡ ὁποία δὲν τὴν ἄφινε ποτὲ ἥσυχον καὶ διὰ τὴν ἀϋπνίαν ἡ ὁποία τὴν ἀπελπίζει.

Παρετήρησε τὸ ἐκκρεμές, ἤνοιξε μικρὰν σκευοθήκην καὶ πλησιάσασα τὴν γραῖαν τῆς ἔδωκε μὲ προσοχὴν ἓν καταπότιον, τὸ ὁποῖον ἐκείνη κατέπιε κλαίουσα ὡς παιδίον. Κατόπιν ἐπλησίασε πάλιν τὴν σκευοθήκην καὶ λαθοῦσα φιαλίδιον ἔθεσεν ἐντὸς ποτηρίου πλήρους ὕδατος ὀλίγας σταγόνας καὶ τὸ προσέφερεν εἰς τὸν σύζυγόν της.

Οὔτε ἴχνος μειδιάματος εἰς τὰ ὠχρὰ χείλη της, οὔτε σπινθὴρ ἐνδομύχου χαρᾶς ἐπὶ τῆς ἀψύχου μορφῆς της.

Δὲν τὸ ἀποκρύπτω. Κατὰ τοῦ ἀνθρώπου ᾐσθάνθην αἴσθημα μίσους καὶ περιφρονήσεως διότι παρεξήγησε τὴν ἱερὰν λέξιν «σύζυγος». Ἔζησε τὴν ζωήν του τίς οἶδε πῶς, καὶ τώρα ἔλαβε, μεταχειρισθεὶς ὡς ὄργανον τὸ μυστήριον τοῦ γάμου, μίαν νοσοκόμον διὰ τὴν παλίμπαιδα μητέρα του καὶ διὰ τοὺς ἀρθριτικοὺς πόδας του.

Ἡ δυστυχὴς Ἑλένη! ποῖον μέλλον κινήσεως καὶ ἐλευθέρου ἀέρος νὰ ἔπλαττεν ὅτε τὴν ἐστόλιζον μὲ τὰ ἄνθη τῆς λεμονέας!! Καὶ τώρα τὸ φανικὸν ὀξύ, ἡ καμφορά, οἱ γέλωτες τῆς γραίας καὶ αἱ μεμψιμοιρίαι του ὑποφέροντος συζύγου εἶναι ἡ ἐλευθερία τὴν ὁποίαν ὠνειροπόλησε.

Ἀνεχώρησα πολὺ κατηφὴς καὶ εἶπον πρὸς τὴν Σοφίαν·

— Δὲν ἐνθυμοῦμαι ποῦ ἀνέγνωσα ὅτι «ὁ ἀνὴρ διὰ τοῦ γάμου ἐξέρχεται τοῦ κόσμου καὶ ἡ γυνὴ εἰσέρχεται εἰς τὸν κόσμον». Ἡ δυστυχῆς Ἑλένη δὲν τὸν ἐγνώρισε τὸν κόσμον. Δὲν εἶνε ὅμως μόνη· πόσαι ζῶσι πλησίον τῶν γονέων των περιωρισμέναι καὶ ἐνῷ τὰς βαυκαλίζει ὅμως ἡ ἐλπὶς ὅτι αὔριον — μεθαύριον στηριζόμεναι εἰς τὸν βραχίονα ἀγαπητοῦ συζύγου θὰ ἀποκτήσωσι σχετικήν ἐλευθερίαν, ἐν τούτοις ὁ σύζυγος ἐκεῖνος ἀπογοητευθεὶς ἀπὸ τὸν κόσμον βαρύνεται καὶ νὰ ὁμιλήσῃ ἀκόμη πρὸς τὴν σύζυγόν του.

— Ὄχι πάντοτε, εἶπεν ἡ Σοφία.

— Ὄχι πάντοτε, ἐπανέλαβεν ὡς ἠχὼ ὁ Ἀρτέμης.

Μετέβην εἰς τὴν οἰκίαν μου πυρέσσουσα· καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ γείνω καὶ ἐγὼ νευρικὴ σκεπτομένη τὰς δύο οἰκίας τὰς ὁποίας ἐπεσκέφθην, ἀλλ’ ἐξήλθομεν τὴν νύκτα μὲ τὰς λέμβους εἰς περίπατον καὶ οἱ φαιδροὶ τῶν φίλων γέλωτες μ’ ἐθεράπευσαν.

Ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἰούνιος τοῦ 1891.

Αλεξανδρα Παπαδοπουλου