Φέρετρο-σελλί
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891


ΦΕΡΕΤΡΟ - ΣΕΛΛΙ[1]

ΕΨΕΣ ’ς τὸ δρόμο συναπαντιοῦνται
Μικρὸ ἕνα φέρετρο κ’ ἕνα σελλί·
Τρέμουν ὁλόγυρα· σταυροκοπιοῦνται
Σκοντάφτει ὁ θάνατος μὲ τὴ ζωή.

Τὥνα προσμένει νεκρὸ κουφάρι
Τ’ ἄλλο μιὰ σάρκα λαχταριστή·
Ποιὸς νἆναι, πὤρχεται εὐθὺς νὰ πάρῃ
Τ’ ἄλλου τὴν θέσι ἐδῶ ’ς τὴ γῆ;

Ποιὸν κόσμον ἄγνωστον ἀπαρατάει,
Ποιὰ τάχα δύναμις τὸν σπρώχνει ἐδῶ;
Γιὰ ποῦ τὸ ’κίνησε, ὁ ἄλλος, ποῦ πάει,
Πατρίδ’ ἀλλάζουνε τάχα κ’ οἱ δυό;

Τ’ ἄσπρο τὸ φέρετρο, ’ποῦ δακρυσμένο
Στρέφεις τὸ βλέμμα σου καὶ τὸ θωρεῖς,
Σὲ ποιὸ λιμάνι θ’ ἀράξῃ ξένο,
Κούνια εἶνε τάχα ἄλλης ζωῆς;

Ανδ. Μαρτζωκησ


  1. Εἶδος παρ’ ἡμῖν θρονίου, ἐφ’ οὗ καθεζόμεναι, οὐχὶ ὅμως γενικῶς, ὡς ἄλλοτε, τίκτουσιν αἱ ἐπίτοκοι γυναῖκες, καὶ τὸ ὁποῖον ἡ μαῖα, πρὸ τῆς μεταβάσεως αὐτῆς ἀποστέλλει εἰς τὴν οἰκίαν ἐν ᾖ προσκαλεῖται.