Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Υπό εχεμύθειαν!!
←Ἀνδρέας Κορδέλλας | Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891 Συγγραφέας: Ὑπὸ ἐχεμύθειαν!! |
Ἀνδρέας Αὐγερινός→ |
ΕΝ θ’ ἀρνηθῆτε βέβαια ὅτι εἰς τὸ βάθος τῆς συνειδήσεώς σας ἢ τοῦ χρηματοκιβωτίου σας — ἐκτὸς ἂν σᾶς λείπουν ἀμφότερα — κατασταλάζουν καὶ πρέπει νὰ κατασταλάζουν ἐνίοτε μερικὰ πράγματα ἀόρατα, ἀφανῆ, μυστηριώδη, διὰ τὰ ὁποῖαι σφραγίζετε ἑρμητικῶς τὰ χείλη, καὶ τὰ ὁποῖα μόλις τολμᾶτε νὰ ἐμπιστευθῆτε εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ ἑαυτοῦ σας, ἐκ φόβου μὴ σᾶς προδώσῃ τὸ ἕτερόν σας ἥμισυ.
Ὑποθέσατε ὅτι ἔχετε ἓν μυστικὸν οἱονδήποτε, τρυφερὸν ἢ γελοῖον, ὡραῖον ἢ σκανδαλῶδες, προσφιλὲς ἢ ἀπαίσιον—ἀδιάφορον. Αὐτὸ εἶνε ἰδικός σας λογαριασμός. Ἐν τούτοις ἀπὸ τὸ μυστικόν σας αὐτὸ ἐξαρτῶνται χίλια δύο πράγματα — ἡ ἡσυχία σας, ἡ ὑπόληψίς σας, ὁ ἄρτος σας, ἡ ὁμαλὴ λειτουργία τοῦ στομάχου σας, οἱ ῥεμβασμοὶ τῆς ἐρωμένης σας, ἡ γαλήνη τοῦ οἴκου καὶ τοῦ μετώπου σας· ἡ προὶξ λόγου χάριν ἀντὶ τῆς ὁποίοις σκέπτεσθε νὰ πωληθῆτε· κανὲν οἰκόπεδον ἴσως τοῦ δημοσίου, ὅπερ διανοεῖσθε νὰ καταπίητε· ὁ γαμβρὸς ἐκεῖνος πιθανόν, ὃν πολιορκεῖτε διὰ τὴν κόρην σας· τὸ κτῆμα τοῦ γείτονος, ὅπερ σχεδιάζετε νὰ καταβροχθίσητε, ἐν γένει δὲ χίλια δύο ἀπροςδιόριστα σχέδια ὄνειρα, συνδυασμοί, σκέψεις, ἐνέργειαι, συμφέροντα, κλπ.
Καὶ ὅμως, ἐνῷ ἀφ’ ἑσπέρας κοιμᾶσθε ἥσυχος μὲ τὰς κλεῖδας ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποκρύφων κειμηλίων ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν σας καὶ μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι εἶσθε ὁ ἀποκλειστικὸς αὐτῶν κάτοχος, αἴφνης ἐγείρεσθε τὴν πρωΐαν, ὡςεὶ ἀπὸ τρομεροῦ ἐφιάλτου, καὶ ἀνακαλύπτετε καὶ ἄλλους αὐτοκλήτους συνιδιοκτήτας, τὸν ὑπηρέτην σας, τὸν συνάδελφόν σας, τὸν φίλον σας, τὸν ἐχθρόν σας, τὸν γείτονα, τὸν διαβάτην, τὸν ἄλφα, τὸν δεῖνα, τὸν τάδε, ὅλον τὸν κόσμον.
Δὲν τὸ πιστεύετε;
Τότε ἂς ὁμιλήσῃ ὁ φίλος μου κ. Περδίκης, ὄν λαμβάνω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς παρουσιάσω εὐθὺς ἀμέσως.
Ὁ κ. Περδίκης, σᾶς βεβαιῶ, εἶνε φρόνιμος ἄνθρωπος. Συνειθίζει νὰ μὴ ἀναμιγνύεται εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, ἀλλ’ οὔτε καὶ ν’ αναμιγνὺῃ τοὺς ἄλλους εἰς τὰς ἰδικάς του. Ἠμπορεῖτε νὰ τοῦ ἀποσπάσητε τοὺς ὀδόντας μᾶλλον ἢ τὸ μυστικόν του. Καὶ μολονότι ἡ ἀξιότιμος κυρία Περδίκη πρεσβεύει ὅλως ἀντιθέτους ἀρχὰς ἐπὶ τὸ κοσμοπολιτικώτερον, ἀξιοῦσα ὅτι ἶσα ἶσα αἱ ξέναι ὑποθέσεις καὶ τὰ ξένα μυστικὰ πρέπει νὰ τῇ ἀνήκωσι πλειότερον ἢ ὅσον οἱ δάνειοι πλόκαμοι τῆς κεφαλῆς της καὶ τὰ στιλπνὰ ῥόδα τῶν παρειῶν της· ἐν τούτοις ὁ κ. Περδίκης κατὰ τῶν κοινωνιστικῶν αὐτῶν δογμάτων τοῦ τρυφεροῦ του ἡμίσεως ἀντιτάσσει πάντοτε ἄρνησιν καὶ κωλυσιεργίαν βουλημιῶντος ἀντιπολιτευομένου.
Καὶ ὅμως τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο ὁ κ Περδίκης ἐπιστρέφει οἴκαδε φαιδρός, εὔθυμος, προσηνὴς παρὰ τὸ σύνηθες. Εἰς τὸ βλέμμα του, εἰς τὴν φωνήν του, ἔχει τι τὸ ἰδιάζον ἀπόψε. Νομίζεις ὅτι φέρει ἐλαφρότερον τὸ βάρος τῆς περιφεροῦς γαστέρος του καὶ τῶν ἑξήκοντα ἐτῶν του, διότι ἔχει τὴν ἔκφρασιν ἀνθρώπου κερδίσαντος πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τοὐλάχιστον τὸν πρῶτον ἀριθμὸν τοῦ λαχείου.
Φαντάσθητε· μόλις εἰσέλθῃ, θωπεύει τὸ ὑλακτοῦν κυνάριον τοῦ οἴκου, ἀντὶ νὰ τὸ ἐκσφενδονήσῃ εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς κλίμακος, δέχεται μετ’ ἀσυνήθους εὐχαριστήσεως τὰς προςτριβὰς τοῦ τριετοῦς Νίκου ἀναρριχωμένου ἐπὶ τῶν γονάτων του· ἀκροᾶται μειδιῶν τὰς χαριτωμένας ἀνοησίας τῆς μικρᾶς του Νίτσας· φιλεῖ τὴν πρωτότοκον κόρην του τὴν Θάλειαν· τρώγει με ὄρεξιν· εὑρίσκει τὸ φαγητὸν τῆς Μαρούλας περίφημον ἀπόψε καὶ τὰς εὐφυολογίας τῆς κ. Περδίκη χαριεστάτας· ἐν γένει δὲ φαίνεται εὐχαριστημένος ἀπὸ ὅλα ἐν γένει τὰ οἴκου, ζῷα καὶ πράγματα, φαγητά, κυνάρια, ὑπηρέτας, τέκνα, σύζυγον καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του ἀκόμη.
— Περίεργον! συμπεραίνει καθ’ ἑαυτὴν ἡ κ. Περδὶκη. Τί νὰ σημαίνει ἆρά γε αὐτὴ ἡ ξαστεριὰ ἀπόψε; αὐτὰ ὅλα εἶνε ὕποπτα… ὤ! βεβαιότατα… κἄτι τρέχει καὶ πρέπει νὰ τὸ ἀνακαλύψω!…
Κἄτι τρέχει!
Ἐννοεῖτε δηλαδὴ καλῶς ὅτι ἡ κ. Περδίκη ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἥρπασε τὰς κλεῖδας τοῦ μυστικοῦ του!
Ἐν τοσούτῳ ὁ κ. Περδίκης ἀφοῦ ἔφαγε μὲ ἔκτακτον ὄρεξιν, ἀπέμαξε τὰ χείλη, ἤναψε σιγάρον, ἠγέρθη καί, ἀποσπώμενος τῶν τελευταίων τυραννικῶν θωπειῶν τῆς Νίτσας καὶ τοῦ Νίκου, διηυθύνθη εἰς τὸ γραφεῖόν του, φαιδρὸς πάντοτε καὶ εὔχαρις.
Ἡ κ. Περδίκη δὲν ἔχασε καιρόν. Ἔδραμεν ἀσθμαίνουσα κατόπιν του.
— Περδίκη μου, νά με θάψῃς! Πὲς μου, τί τρέχει; Αἴ; συμβαίνει τίποτε; Γιατὶ δὲν μοῦ τὸ λὲς κ’ ἐμένα;
Ὁ κ. Περδίκης συνεστάλη αὐτομάτως ὡςεὶ ἐξαφνισθείς, ὡςεὶ ἐμπεσὼν εἰς ἀπρόοπτον ἐνέδραν νυκτοκλέπτου. Καὶ διενοήθη ν’ ἀμυνθῇ μέχρι τέλους — δηλαδὴ νὰ σιωπήσῃ.
— Τί νὰ τρέχῃ, χριστιανή; τίποτε ἀπολύτως!… πῶς σοῦ ἦλθεν αὐτὴ ἡ ἰδέα!
— Ἔλα, ἔλα τώρα· ἄφησέ τα αὐτά· ἐγώ, ξέρεις καλά, διαβάζω μέσα ’ς τὴ ψυχή σου…
— Μὰ τί πρᾶγμα, βρὲ γυναῖκα, ’ς τὸ Θεό σου…
— Νά, αὐτὸ τὸ κρυφὸ ποῦ ἔχεις… πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ… αὐτὸ τὸ ὡραῖον μυστικὸν ποῦ μοῦ κρύβεις…
Ὁ κ. Περδίκης ἠμύνετο ὁλονέν. Ἀλλ’ ἐκείνη μετεχειρίσθη ὅλα τὰ ὅπλα — ἱκεσίας, δάκρυα, θωπείας, περιπτύξεις, φιλήματα, ὅ,τι εἶχε πρόχειρον τέλος πάντων πρὸς ἐκπόρθησιν τοῦ μυστικοῦ του, τὸ ὁποῖον — ἀφοῦ δὲ ἡ κ. Περδίκη τὸ ἐμάντευσε — σημαίνει ὅτι θὰ ἐκρύπτετο ἐξάπαντος ὑπὸ τὰ περίεργα φαινόμενα τῆς ἑσπέρας ἐκείνης....
[Ὁ κ. Περδίκης, ἀφοῦ εἶδεν ὅτι περιέπεσεν εἰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ — ἤγουν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς συζύγου του, ἐταλαντεύθη ἐπὶ μικρὸν, συνέσπασε τὰς ὀφρῦς, ἔβηξε τρὶς ἢ τετράκις, ἀφῆκε νὰ ἐκφύγῃ εἷς ἀπαραίτητος στεναγμὸς ἐκ τῶν χειλέων του καὶ ἀπεφάσισε νὰ παραδοθῇ εἰς τὴν ἐχεμύθειαν τῆς κ. Περδίκη. Ἔκλεισε τὴν θύραν τοῦ δωματίου, ἔσυρεν αὐτὴν εἰς τὸ βάθος καὶ διὰ σιγανῆς καὶ μυστηριώδους, φωνῆς, κύψας εἰς τὸ χαῖνον οὖς της, ἤρξατο νὰ τῇ ψιθυρίζῃ……]
— Θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ κἄτι τι… ἀλλὰ κύτταξε καλά… ὑπὸ αὐστηρὰν ἐχεμύθειαν!!.. μὲ ἐννοεῖς;… θὰ τὸ θάψῃς μέσα σου!..
— Μὰ λόγος τώρα εἶνε αὐτός! ἀμφιβάλλεις;
— Ἄκουσε· διανοοῦμαι ἓν σχέδιον, τὸ ὁποῖον ἂν ἐπιτύχῃ, θὰ ὑπανδρεύσωμεν ἐντὸς ὀλίγου τὴν Θάλειαν…
— Μπᾶ!… πῶς;… τὶ;… ἀλήθεια;… καὶ μὲ ποῖον;
— Μ’ ἕνα νέον ἀξιόλογον… νὰ ἰδῇς πῶς μοῦ τὸν εἶπαν.... στάσου, θὰ τὸν θυμηθῶ… Τὸ ὄνομά του μοῦ ἦτο καὶ πρὶν γνωστόν… νομίζω νὰ τὸν λέγουν Ἀριστομένη… Ἀριστοτέλη… δὲν ’θυμᾶμαι καλά… μοῦ φαίνεται ὅμως νὰ τὸν λέγουν Ἀριστοτέλη Τερτίδη…
— Καὶ δὲν μοῦ τὸ λὲς, ἀδελφέ, ν’ ἀρχίσω νὰ ἑτοιμάζω τὰ ροῦχα τοῦ κοριτσιοῦ!…
— Στάσσυ δά, μή βιάζεσαι· ὁ νέος οὔτε εἴδησιν ἔχει ἀκόμα…
— Μὰ πῶς γίνεται αὐτό;
— Ἰδοὺ τὶ συμβαίνει. Ἕνας φίλος του, ὁ κ. Κίμων Πονηριάδης, ἔχει κἄτι δουλειαῖς μὲ το δημόσιον. Ἡ ὑπόθεσίς του εἶνε ’ς τὰ χέρια μου, διότι καθὼς ’ξεύρεις εἰς τὸ ὑπουργεῖον ἐγὼ εἶμαι τὸ κλειδὶ. Ὁ κ. Κίμων ἠξεύρει καλά, ὅτι ἀπὸ ἐμένα ἐξαρτᾶται νὰ τελειώσῃ καλὰ ἡ δουλειά του, ἀπὸ τὴν ὁποίαν λογαριάζει νὰ ὠφεληθῇ περὶ τὰς 100,000 δραχμῶν. Ἂν δὲν θελήσω ἐγώ, τῇς χάνει. Μία ἐξέλεγξι καὶ τὸν χαντακόνω… μὴ ῥωτᾷς… Εἶνε ὁλόκληρη ἱστορία… θὰ σοῦ τὰ ’πῶ καμμιὰ ἄλλη ὥρα…
— Μὰ ποῦ εἶνε ὁ γαμπρὸς εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν ἱστορίαν; δὲν τὸν βλέπω…
— Θὰ τὸν ἰδῇς· μὴ βιάζεσαι. Ὁ Κίμων λοιπὸν μοῦ ἐνεπιστεύθη ὅτι εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν ἐνδιαφέρεται καὶ ὁ νέος κ. Τερτίδης, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν θέλει νὰ φανερωθῇ διὰ λόγους ἀξιοπρεπείας. Μοῦ ἔδωσε δὲ νὰ ἐννοήσω ἀπ’ ἔξ’ ἀπ’ ἔξω ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Ἀριστοτέλης πρὸ καιροῦ τοῦ ἐξεφράσθη ὑπὸ ἐχεμύθειαν διὰ τὴν Θάλειαν πῶς τὴν νοστιμεύεται, ἂν ἀποφασίσω νὰ τοὺς τελειώσω τὴν ὑπόθεσιν, θὰ καλλιεργήσῃ τὴν καλὴν αὐτὴν διάθεσιν τοῦ νέου, καὶ εἶνε βέβαιος, μοῦ λέγει, πῶς θὰ τὸν πείσῃ νὰ τὴν ζητήσῃ εἰς γάμον… Ἐννοεῖς λοιπόν…
— Ἆ, μὰ τότε ’πὲς πῶς εἶνε καὶ τελειωμένα τὰ πράγματα. Στὸ χέρι σου εἶνε…
— Μὴ βιάζεσαι· ἀκόμη δὲν εἶνε τίποτε ἀπολύτως. Ὑπαινιγμοὶ καὶ εἰκασίαι μόνον· θὰ ἐξετάσω καλλίτερα, καὶ ἔπειτα θὰ σκεφθῶ τὶ πρέπει νὰ κάμω. Ἔπειτα, νὰ σοῦ πῶ, ὁ Πονηριάδης αὐτὸς εἶνε καὶ ’λιγάκι ψευτάκος… θὰ ἰδῶ ὅμως… καὶ ἅμα ἐννοήσω τίποτε θετικὸν θὰ σοῦ ’πῶ πάλι....
— Καλὲ ἐγὼ ἔχω μίαν προαίσθησιν ὅτι ἡ δουλειὰ εἶνε τελειωμένη… Τόσον εἶμαι βεβαία ποῦ θ’ ἀρχίσω νὰ τῇς κόπτω καὶ τὰ ἀσπρόρρουχα....
— Κύτταξε ὅμως καλὰ!… Ἐχεμύθειαν ὅσο ’μπορεῖς… οὔτε γρῦ εἰς κανένα!… καταλαμβάνεις βέβαια πῶς τὸ πρᾶγμα πρέπει νὰ μείνῃ πολὺ μυστικόν!…
— Καλὲ ’ς τὸ Θεό σου, τὶ λὲς τώρα;… τρελή μ’ ἔκαμες νὰ καθήσω νὰ κάμω τέτοιες κουβένταις!…
[Ὁ κ. Περδίκης μετ’ ὀλίγον ἐξῆλθε σύννους, σιωπηλὸς, συνωφρυωμένος. Ἡ Θάλεια κάθηται ἤδη εἰς τὸν ἐξώστην παραδεδομένη εἰς ῥεμβασμοὺς καὶ ὀνειροπολήσεις. Ἡ κ. Περδίκη, ἀφοῦ ἐρράπισεν ἐπανειλημμένως τοὺς θορυβοῦντας μικροὺς προςφιλεῖς της… διαβόλους, καὶ τοὺς ἐκλείδωσεν εἰς τὸν κοιτῶνά των, διευθύνεται εἶτα περιχαρὴς εἰς τὴν θύραν τοῦ ἐξώστου καὶ περιβάλλει διὰ παρατεταμένου βλέμματος, πλήρους στοργῆς καὶ ὑπερηφανείας, τὴν ῥεμβάζουσαν Θάλειαν. Μετά τινας στιγμὰς κύπτει καὶ τὴν καταφιλεῖ, ἐνῷ ἡ Θάλεια ἐξαφνίζεται.]
— Μπᾶ! ἐσὺ ἤσουν, μαμά, καὶ μ’ ἐτρόμαξες! Τί τρέχει ἀπόψε, μαμά; τί σημαίνουν ὅλα αὐτά;
— Ποῖα, κόρη μου;
— Ξέρω κ’ ἐγώ, νά, αὐτὰ τὰ κρυφά… τὰ μυστικοσυμβούλια μέσα ’ς τὸ γραφεῖο…
— Κρυφά; ἔχεις λᾶθος! Ὁ μπαμπᾶς σου μοῦ παρεπονεῖτο πῶς τοῦ πονεῖ τὸ στομάχι καὶ τοῦ ἔλεγα νὰ κυτταχθῇ ’ς τὸ
γιατρό…— Ἔλα, ἔλα, ἄφησέ τα αὐτά, μαμά, πὲς πῶς δὲν μ’ ἐμπιστεύεσαι νὰ μοῦ ’πῇς τίποτε…
— Μά, χρυσό μου, τί νὰ σοῦ ’πῶ, ἀφοῦ δὲν εἶνε τίποτε ἀκόμη....
— Ἆ! ὥςτε κἄτι πρόκειται νὰ εἶνε, τὸ ὁποῖον δὲν εἶνε ἀκόμη… Ἔλα, μαμά μου, πὲς μού το κ’ ἐμένα… Ἔννοια σου! εἶνε τὸ ἴδιο σὰν νὰ μὴ μοῦ τὸ ’πῇς… ξεύρεις πόσον εἶμαι ἐχέμυθος…
— Ναί, δὲν σοῦ λέγω ὄχι· ἀλλά…
— Τί ἀλλά; ἂν μ’ ἐμπιστεύεσαι, πρέπει νὰ μοῦ ’πῇς.
— Ἄφησε… μεθαύριον ἴσως μάθῃς κἄτι τι εὐχάριστον.... ἔχε ὑπομονήν… ἀκόμη τώρα δὲν εἶνε τίποτε βέβαιον…
— Τώρα εἶνε ποῦ μὲ βάζεις σὲ ὑποψίαις! Ἄχ, μαμά μου, ἂν μ’ ἀγαπᾷς πρέπει νὰ μοῦ τὸ ’πῇς.
— Μά…
— Ἔλα, ἔλα, νὰ μὲ χαρῇς! ὁρκίζομαι ’ς τὴ ζωή σου, μαμά, νὰ μὴ βγάλω λέξι…
— Ἀλλ’ ἂν τύχῃ καὶ σοῦ ξεφύγῃ κανένας λόγος χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς…
— Ἐμένα; Μὰ τί; τόσῳ ἀνόητη μ’ ἔκαμες νὰ μὴ ξεύρω νὰ κρατήσω ἕνα μυστικό!…
[Ἡ κ. Περδίκη νικᾶται ἐν τέλει διὰ τῶν ἰδίων της ὅπλων. Δὲν ἀντέχει πλέον. Ἡ Θάλεια τὴν πολιορκεῖ καὶ ἡ κ. Περδίκη παραδίδεται εἰς τὴν αὐστηρὰν ἐχεμύθειαν τῆς κόρης της. Λαμβάνει ἓν κάθισμα, τοποθετεῖται ἐγγύς της καὶ διὰ σιγανῆς καὶ μυστηριώδους φωνῆς ἀρχίζει νά…]
[Παρῆλθεν ἤδη τὸ μεσονύκτιον. Ἡ κ. Περδίκη ἔχει ἀποσυρθῇ εἰς τὸν κοιτῶνά της. Ὁ κ. Περδίκης ἐπέστρεψε πρὸ μικροῦ εἰς τὸ δωμάτιόν του κατακλιθεὶς πρὸς ὕπνον. Μόνη ἡ Θάλεια μένει ἄγρυπνος εἰς τὸν ἐξώστην. Δὲν ἔχει ἡσυχίαν. Κάθε ἄλλο παρὰ ὕπνος ἀπόψε. Ἀλληλοδιαδόχως κάθηται, βηματίζει, μονολογεῖ, στενάζει, βλέπει τὰ ἄστρα, συνδιαλέγεται μὲ τὸ ἄπειρον, ξύει τὴν κεφαλήν, γελᾷ, στενάζει πάλιν, κάμνει ἀορίστους χειρονομίας ὡς νὰ συνοδεύῃ δι’ αὐτῶν τοὺς ἐνδομύχους στοχασμούς της. Καὶ μάτην ἡ Μαροῦλα περιμένει ἔσωθεν νὰ ἀποσυρθῇ καὶ αὐτὴ εἰς τὸ δωμάτιόν της. Ἐν τέλει ἐξαντλεῖ τὴν ὑπομονήν της καὶ προβάλλει εἰς τὸν ἐξώστην.]
— Ὄχι, Μαροῦλα· δὲν νυστάζω ἀπόψε… ἂν θέλῃς ἐσύ, πήγαινε νὰ κοιμηθῇς…
— Μὰ τὶ ἔχετε, κοκκώνα μου; λυπημένη σᾶς βλέπω… σὰν μελαγχολική…
— Ἆ! τίποτε, Μαροῦλα…
— Δὲν σᾶς πιστεύω… δὲν εἶνε δυνατόν… γιὰ νὰ κάθεσθε ἔτσι τέτοια ὥρα ’ς τὸ μπαλκόνι…
— Ἂν δὲν νυστάζῃς, Μαροῦλα, κάθισε ’λίγο νὰ μοῦ κάμῃς συντροφιά.
— Εὐχαρίστως… μά… θὰ κρυολογήσετε, κυρία Θάλεια…
— Δὲν μοῦ λές, Μαροῦλα, ἔτυχε ποτὲ νὰ ἰδῇς ἕνα ξανθὸν νέον μὲ μαῦρα μαῦρα ’μάτια, νὰ ἔλθῃ στὸ σπῆτί μας καμμιὰ φορά… ἕνας ψηλός, εὔμορφος, ποῦ τραγουδάει καὶ νόστιμα… τὸν λέγουν, νομίζω, Ἀριστοτέλη… ἕνας πολὺ ἔξυπνος… εὐγενής…
— Δὲν θυμᾶμαι διόλου νὰ τὸν εἶδα ποτέ…
— Πῶς εἶνε δυνατόν… ἡ μαμὰ μοῦ εἶπε πῶς πέρυσιν ἤρχετο συχνὰ καὶ ζητοῦσε τὸν μπαμπᾶ…
— Αἴ, μὰ τότε δὲ θἄτυχε νὰ τὸν ἰδῶ…
— Κρῖμα! καὶ ἤθελα κἄτι νὰ σ’ ἐρωτοῦσα γι’ αὐτόν…
— Τρέχει τίποτε, κυρία Θαλίτσα;
— Ἆ μπᾶ! τὶ νὰ τρέχῃ!…
— Ξέρω κ’ ἐγὼ… γιὰ νὰ μ’ ἐρωτᾶτε…
— Μία φίλη μου ἐνδιαφέρεται νὰ μάθῃ καί…
— Καλὲ ἀφῆστέ τα αὐτά… ποιὰ φίλη σας!… ἐσεῖς ’μιλεῖτε γι’ αὐτὸν καὶ τρέμει ἡ φωνή σας… βουρκόνουνε τὰ μάτια σας… ἀμ’ αὐτὸ δὰ φαίνεται, κυρία Θαλίτσα, εἶνε σημεῖο ὁλοφάνερο, πῶς κἄποια καινούργια ἀγάπη ἐπιάσατε… αἴ, καὶ βέβαια!… τάχα δὲν εἶσθε νέα καὶ τοῦ λόγου σας;.. καὶ νέα μάλιστα καμαρωμένη!.. μὲ χίλιες χάρες!..
— Μὰ περίεργον! νὰ μὴ τὸν θυμᾶσαι διόλου, καϋμένη!....
— Θὰ τὸν θυμηθῶ, δὲν γίνεται… πῶς τὸν εἴπατε;
— Ἀριστοτέλη Τερτίδη…
— Σἂν νἄκουσα αὐτὸ τὸ ὄνομα… μήπως εἶνε ἕνας ’ψηλός… ξανθός… μὲ μαῦρα - μαῦρα ’μάτια… ποῦ τραγουδάει καὶ ἔμμορφα… ἕνας εὐγενής…
— Ναί, ναί· ἕνας τέτοιος… πῶς σοῦ φαίνεται;.. αἴ;
— Καλὸς κι’ ἄξιος, κυρία Θάλεια! Χαρά ’ς την ποῦ θὰ τὸν κάμῃ ’δικόν της…
— Ἄχ, καϋμένη Μαροῦλα… ἂν ἦνε τυχηρόν…
— Καὶ δὲν μοῦ τὸ λέτε νὰ χαρῶ κ’ ἐγώ, ποῦ ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει πῶς λαχταρεῖ ἡ καρδοῦλά μου νὰ σᾶς καμαρώσω νύφη!… Ἐλᾶτε τώρα… μὴ μοῦ τὰ κρύβετε…
— Ἄκουσε, Μαροῦλα· μοῦ κάνεις ὅρκον πῶς δὲν θὰ ’βγάλῃς λέξι ἂν σοῦ ’πῶ κἄτι τι;
— Νὰ σᾶς χαρῶ, κυρία!… Τί λέτε τώρα;… Ἐγὼ νὰ βγάλω λέξι ἀπ’ τὸ στόμα μου;… Ἄμ’ καλλίτερα νά…
— Ἄκουσε λοιπόν! Εἶνε ἀλήθεια, πῶς ὁ νέος αὐτὸς μοῦ ἔστειλε σήμερα προξενειὰ μ’ ἕνα κύριον Πονηριάδην… Εἶνε, λέει, τρελὸς μαζῆ μου… θέλει μάλιστα νὰ στεφανωθοῦμε τώρα ’γρήγορα, ἅμα κερδίσῃ μία ὑπόθεσι ποῦ ἔχει μὲ τὴν Κυβέρνησιν… ἐπειδή …
[Καὶ ἡ Θάλεια πνιγομένη ἐκ συγκινήσεως, ἀκράτητος ἐκ χαρᾶς, παραδίδει τὸ ἀόριστον καὶ συγκεχυμένον ὀνειροπόλημά της εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην τῆς Μαρούλας, καλλύνουσα καὶ ποικίλλουσα αὐτὸ ἐπὶ τὸ μυθιστορικώτερον, διότι συνήθως αἱ Μαροῦλαι γίνονται αἱ ἀπαραίτητοι κλειδοῦχοι καὶ θεματοφύλακες τῶν ἀπορρήτων τῆς οἰκογενείας.]
— Κύτταξε ὅμως, Μαροῦλα, μὴ σοῦ φύγῃ κανένας λόγος πουθενά! γιατὶ ὁ Ἀριστοτέλης μου δὲν θέλει ἀκόμα νὰ διαδοθῇ τὸ πρᾶγμα…
— Μπᾶ, μπᾶ, μπᾶ! Θεὸς φυλάξοι! Ἄμ’ καλλίτερα νὰ μοῦ κοπῇ ἡ γλῶσσα!…
[Ἡ Θάλεια, ὡςεὶ νὰ ἀνεκουφίσθη ἀποθέσασα εἰς τὴν δεδοκιμασμένην μυστικότητα τῆς Μαροῦλας ἓν μέρος τῆς εὐτυχίας, ἡ ὁποία κατέκλυζε τὴν φαντασίαν της, ἠγέρθη καὶ μετέβη νὰ συνεχίσῃ, ἐπὶ τὸ ποιητικώτερον, ἐν τῷ ὕπνῳ τὰ ὄνειρα, τὰ ὁποῖαι ἔβλεπε πρὸ μικροῦ ἐν ἐγρηγόρσει. Ἡ Μαροῦλα ἔκλεισε τὰς θύρας τοῦ ἐξώστου, ἔσβεσε τὸ φῶς τῆς κρεμαστῆς λυχνίας καὶ ἐβάδισεν εἰς τὸ βάθος, ὅπου τὴν ἀνέμενεν εἷς ἀναπόφευκτος… ἐξάδελφος της!]
— Βρὲ Μαρουλιώ, τί μοὔγινες τόση ὥρα; πῶς ἄργησες ἔτσι; δὲν ἐψοφολόγησαν ἀκόμη τ’ ἀφεντικά;
— Ἄμ ποῦ νὰ τοὺς κολλήσῃ ὕπνος, καϋμένε Γιάννη, ποῦ σήμερα-αὔριον ἔχομε γάμους καὶ χαραῖς!… Θὰ παντρέψουν τὴν Θάλεια…
— Μπρὲ τι μοῦ λὲς;— Ἄμ’ τί νομίζεις; ὅσοι ἀγαπιοῦνται, παντρεύονται! ’σὰν κ’ ἐμᾶς ποῦ…
— Καὶ ποιὸν παίρνει, μπρὲ Μαροῦλα; κανένα λιμοκοντόρον…
— Ἕνα κἄποιον Ἀριστοτέλη Τερτίδη… τὸν ξέρεις;
— Καὶ ποῦ ’ς τὸ διάολο νά τον ξέρω.
— Πρόσεχε ὅμως, Γιάννη μου, ἔτσι νά με θάψῃς, μὴ τύχῃ καὶ βγ΄σλῃς πουθενὰ τσιμουδιά, γιατὶ τὄχουνε πολὺ κρυφὸ ἀκόμη. Ἔπειτα μοῦ μυρίζεται πῶς ὁ γαμπρὸς θὰ κάμῃ καὶ τοὺς γάμους κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του… ποιὸς ξέρει!…
— Δὲν βαρειέσαι! τί με μέλει ἐμένα ποιὰ παντρεύεται καὶ ποιὰ χωρίζει. Δὲν πᾶνε νὰ βγάλουν τὰ μάτια τους!..
— Ἂς τὰ βγάλουν, πεντάρα δὲν δίνω!…
— Μὰ γιατὶ νὰ γίνουν κρυφά, βρὲ Μαρουλιώ; Μπρὲ μπᾶς κ’ εἶνε καμμιὰ βρωμοδουλειὰ ’ς τὸ μέσον;
— Μὴν τὰ ’ρωτᾷς, καϋμένε Γιάννη… μυστήρια!… καὶ ποῦ νά σου τὰ λέω… αὐτοὶ οἱ ἀφεντάδες εἶνε ποῦ εἶνε κατὰ διαόλου!… Ἄκουσε νά σου τὰ ’πῶ…
[Καὶ ἡ Μαροῦλα δὲν χάνει τὴν εὐκαιρίαν. Ἀρχίζει, ἐμπιστευτικῶς πάντοτε καὶ ὑπὸ τὸν ὅρων — ἐννοεῖται — τῆς αὐστηρᾶς ἐχεμυθείας, νὰ μεταβιβάζῃ εἰς τὸν ἀγαπητόν της ὅσα ἔμαθε καὶ δὲν ἔμαθε, ὅπως τὰ ἀντελήφθη, ὅπως τῇς ἔρχονται προχειρότερα καὶ ἐκφραστικώτερα εἰς τὰ χείλη της. Ὁ Γιάννης ἐν τέλει ἀποκοιμᾶται ἐπὶ τῆς ποδιᾶς τῆς Μαροῦλας κρατήσας εἰς τὴν μνήμην του ἀρκετὰ συγκεχυμένας τὰς ἐντυπώσεις ἐκ τῶν τρομερῶν ἐκείνων ἀποκαλύψεων τῆς Μαρούλας. Ἀρχίζει ὅμως νὰ γλυκοχαράζῃ καὶ ὁ Γιάννης, χασμώμενος ἀρειμανίως, βλέπει ὅτι πρέπει νὰ φύγῃ πλέον.]
[Καθ’ ἣν ὥραν ὁ Γιάννης ἐξέρχεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, αἴφνης καὶ παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, κατὰ διαβολικὴν βέβαια συνεργίαν, ἀνοίγει τὸ παράθυρον τῆς ἀπέναντι ὀλίγον ἀπωτέρω οἰκίας, καὶ ἐμφανίζεται ἡ Ἀννεζώ, ἡ ὑπηρέτρια τῆς γειτονίσσης. Ἡ Ἀννεζὼ μένει ἐμβρόντητος. Ὁ Γιάννης τὰ χάνει κατὰ γράμμα.]
— Ὥρα καλή, κὺρ Γιάννη!… Τί ἤθελες ἐκεῖ μέσα πρωῒ-πρωΐ…
— Ποῦ νὰ σ’ τὰ λέω, Ἀννεζώ μου… ἱστορίαις ὁλάκερες!— Μὲ τὴ Μαροῦλα πάλι; Καὶ δὲν μούλεγες, ψεύτη, πῶς δὲ θενὰ γυρίσῃς νὰ τὴν κυττάξῃς πλειά;…
— Ἐγὼ μὲ τὴν Μαροῦλα; Ἀμὴ καλλίτερα νὰ τὴν ἰδῶ μ’ ἕνα μάτι…
— Τότενες λοιπὸν τί ἔκαμες ἐκεῖ μέσα. αἴ;
— Βλαστήμα τα, ρὲ Ἀννεζώ! Κἄτι φασαρίαις εἶχα μὲ τὰ ἀφεντικά της καὶ ἐχρειάσθηκε νὰ ξενυκτίσω… μὴν τὰ ’ρωτᾷς… κἄτι μπερμπαντοδουλειαῖς ποῦ ἔτρεξαν μ’ ἕνα λιμοκοντόρο… ποῦ ’πάγει νὰ πάρῃ τὴν κόρη ’ς τὸ λαιμό του… ὁ γάϊδαρος!… ἀμὴ ἄφησέ τον καὶ δὲν θὰ μοῦ γλυτώσῃ…
— Τί λές, βρὲ Γιάννη; Στάσου λοιπὸν νὰ κατεβῶ ’ς τὴ σκάλα νὰ μοῦ τὰ πῇς μὲ τὸ νῖ καὶ μὲ τὸ σίγμα…
— ………………………
— ………!!………!!………
— Κύτταξε ὅμως, Ἀννεζώ μου, μὴ βγάλῃ τσιμουδιά!…
— Ἔννοια σου!
— Σοῦ εἶπα· ἔδωσα ’ς τὸν Περδίκη τὸν λόγον μου πῶς δὲν θὰ τὸ μάθῃ ψυχή!… Αἴ! βλέπεις εἶνε κρῖμα καὶ γιὰ τὸ κορίτσι τὸ ἄμοιρο νὰ ξεσκεπασθοῦν ’ς τὸν κόσμον!…
— Οὔτε γρῦ! ἔννοια σου!…
[Ἡ σκηνὴ μετατοπίζεται ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς διάφορα πέριξ σημεῖα τῆς γειτονίας. Ἡ Ἀννεζὼ συναντᾶται πρὸ τῆς θύρας τοῦ γειτονικοῦ παντοπωλείου μὲ μίαν ἐξ Ἄνδρου συνάδελφόν της — τὴν Ζαμπέταν. — Τὴν σταματᾷ καὶ τῆς ζητεῖ προκαταβολικῶς τὸν λόγον τῆς τιμῆς της πῶς θὰ κρατήσῃ μυστικὸ κἄτι τι ποῦ ἔμαθε…]
— Ἀλήθεια, Ἀννεζώ;… Τὰ ξέρεις καλά;…
— Ὅπως σὲ βλέπω καὶ μὲ βλέπεις… ἀμ’ ἀφοῦ σοῦ λέω πῶς ἤμουνα παρὼν ’ς ὅλη αὐτὴ τὴ φασαρία!
— Οὔ, οὔ οὔ! ’ντροπαῖς καὶ χάλια!.. καὶ δὲν πᾶνε νὰ πνιγοῦνε ὅλοι τους!
— Γιὰ ὄνομα Θεοῦ, Ζαμπέτα! μὴ ’πῇς τίποτε σὲ κανένα… γιατὶ… ξέρει;… ἡ Θάλεια μοὔκανε χίλιους δύο ὅρκους νὰ τὸ σιωπήσω…
— Ὤχ, ἀδελφή! Δὲ με συχωρᾷς, ποῦ θὰ κάθουμαι ἐγὼ τώρα νὰ ξαναλέω τέτοιαις ἀηδίαις!…
[Εἶνε μεσημβρία. Ἡ Ζαμπέτα κομίζει τὸ φαγητὸν εἰς τὴν τράπεζαν ἐν τῷ ἑστιατορίῳ τῆς γειτονίσσης κυρίας Τυφλίδου, χαμογελῶσα ἐκφραστικώτατα. Ἡ δεσποινὶς Φιφῆ, θυγάτηρ τῆς σεβασμίας κ. Τυφλίδου, τὴν περιεργάζεται δι’ ἐρωτηματικοῦ βλέμματος.]
— Τί ἔχεις, Ζαμπέτα, καὶ ὅλο χαμογελᾷς;
— Εἶνε νὰ μὴ γελᾷ μ’ αὐτὰ τὰ παράξενα ποῦ μαθαίνει κανείς!…
— Τί τρέχει;
— Δὲν τὰ ἐμάθατε; ἡ γειτόνισσά μας ἡ Θάλεια ’παντρεύεται…
[Μία ἀναγκαία παρένθεσις. Εἰς τὸ ἀπρόοπτον ἄκουσμα, ἡ περόνη πίπτει αὐτομάτως ἀπὸ τὰς ἰσχνὰς χεῖρας τῆς demoiselle Φιφῆς, ἡ ὁποία μένει μὲ ἡμίσειαν βοῦκαν ’ς τὸ στόμα, ἐνεὰ καὶ ἐμβρόντητος, ὡς νὰ ἐκρημνίσθη ἡ ὀροφὴ τῆς τραπεζαρίας ἐπὶ τῆς παροψίδος της. Ἡ Ζαμπέτα ἐνόησε τὸ λᾶθός της καὶ ἔσπευσε νὰ πραΰνῃ τὴν ἐξαγριωθεῖσαν δεσποινίδι.]
— Τέτοιαις ’παντρειαῖς ὅμως, κυρία Φιφῆ, καλλίτερα νὰ λείπουν!…
— Καὶ ποιὸν παίρνει;
— Ἕνα κἄποιον Ἀριστοτέλη Τερτίδη… ἕνα μάγκα πρώτης τάξεως!
— Ἀριστοτέλη Τερτίδη;… πῶς εἶνε δυνατόν;.. αὐτός…
— Ἕνας ποῦ τὸν ζητάει τώρα ἡ ἀστυνομία νὰ τὸν πιάσῃ… καθὼς καὶ τὸν πεθερό του τὸν Περδίκη… γιὰ κἄτι κλεψές, μοῦ φαίνεται, ’ς τὸ τελωνεῖο…
— Ὁ Τερτίδης; Θὰ ἔχῃς λᾶθος, Ζαμπέτα. Αὐτὸς εἶνε δικηγόρος… καὶ ἔπειτα εἶνε νέος καθὼς πρέπει… πῶς εἶνε δυνατόν… τί σχέσι ἔχει αὐτὸς μὲ τὸ τελωνεῖον…
— Ἀκοῦστέ με ποῦ σᾶς λέω ἐγώ· ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς ’ξαδέλφης μου τῆς Ἀννεζῶς μοῦ τἄειπε ὅλα καταλεπτῶς… ἐπειδή της εἶνε ἀνακατωμένος καὶ αὐτὸς ’ς αὐτὴ τὴν ἱστορία… τὸν ἔμπλεξαν ἄδικα τὸν καϋμένο κι’ αὐτόν… μὴν τὰ ’ρωτᾶτε!… εἶνε νὰ χάσῃ κἀνεὶς τὸ μυαλό του!… Ἂν προφθάσουν καὶ κάμουν τὸν γάμο, πρὶν τοὺς ’πᾶνε στὸ Μενδρεσέ… ’πάει καλά… ἀλλοιῶς ἡ Θάλεια θὰ μείνῃ μονάχα μὲ τὸ ῥεζιλίκι… Ἔπειτα ποῦ θὰ σηκώσω τὸ τραπέζι, θὰ σᾶς τὰ ’πῶ ὅλα… εἶνε γιὰ νὰ φρίξετε, κυρία Φιφῆ!… Ἀλλὰ νὰ ζῆτε, μὴ κάνετε λόγο γιατὶ τἄχουν δὰ κρυφὰ ἀκόμη…
— Οὔφ! μὴ μὲ σκοτίζῃς ποῦ θὰ καταδεχθῶ νὰ κάμω λόγο γιὰ τὰ σκάνδαλα τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης!…
[Χάριν εὐσπλαγχνίας πρὸς τοὺς ἀναγνώστας τοῦ Ἡμερολογίου, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων ἄλλως τε θὰ ἔχουν λάβει ἐξάπαντος ἐνεργὸν μέρος εἰς τὴν ἱλαροτραγῳδίαν ταύτην, παραλείπονται ἄλλαι ἑκατὸν τοὐλάχιστον σκηναὶ καὶ τριακόσια πρόσωπα. Ἀφίενται δὲ εὐμενῶς εἰς τὴν εὐφυΐαν ἢ μᾶλλον εἰς… τὴν κακεντρέχειαν τοῦ ἀναγνώστου νὰ τὰς ἀναπληρώσῃ ἐπὶ τὸ δραματικώτερον…]
[Ἡ σκηνὴ ἐν τῇ ὁδῷ Σταδίου· ἐν τῇ πλατείᾳ τοῦ Θεάτρου· ἐν Κηφισσίᾳ ὑπὸ τὴν πλάτανον· ἐν Φαλήρῳ· ἐν Πειραιεῖ· ἐν τῷ ἀτμοπλοίῳ ἀπαπλέοντι εἰς Μέθανα· ἐν Μεθάνοις, ἐν Πόρῳ, Σύρῳ, Σμύρνῃ, Ῥουμανίᾳ, Αἰγύπτῳ, — ὅπου θέλετε.]
— Καὶ εἶνε ἀλήθεια ὅλ’ αὐτά, κύριε Ἀνεμόπουλε;
— Κἄτι περισσότερον, κυρία μου. Σᾶς λέγω πῶς γνωρίζω τὴν ὑπόθεσιν ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως…
— Καὶ ἔγιναν λοιπὸν οἱ γάμοι;
— Βεβαιότατα θὰ ἔγιναν… ἐπρόκειτο νὰ γίνουν τὴν περασμένη τρίτη.
— Καὶ πῶς δὲν τοὺς ἀνήγγειλαν αἱ ἐφημερίδες;
— Χάχ, ἆ, ἆ, ἆ! αὐτὸ δὰ μόνον ἔλειπε!… Τέτοιοι γάμοι!…
— Μὰ πῶς ἔτυχε νὰ μάθητε ὅλας αὐτὰς τὰς λεπτομερείας, ἀφοῦ τὰ ἔχουν κρυφά;
— Τὰ ἔμαθα ὑπὸ ἐχεμύθειαν.
— Περίεργον! καὶ εἶχα, ἄλλη ἰδέα γιὰ τὴν κυρίαν Περδίκη… Καλὲ τέτοια πράγματα!
— Ἀμ’ ἐκεῖνος ὁ παλῃάνθρωπος ὁ Ἀριστοτέλης!…
— Καὶ ἐφαίνετο τόσῳ σεμνὸς νέος…
— Ἶσα-ἶσα, ἀπὸ τὸ σιγανὸ ποτάμι νὰ φοβᾶται κἀνείς, κυρία μου…
[Δίδεται εἰς τὸ ἑξῆς πλέον πλήρης ἐλευθερία εἰς τὸ γοῦστο, εἰς τὴν φαντασιοπληξίαν καὶ εἰς τὴν μοχθηρίαν τῶν ἀναγνωστῶν νὰ τοποθετήσωσιν ὅπως θέλουν καὶ ὅπου θέλουν τὴν σκηνήν, τὰ πρόσωπα καὶ τὸ ἀκροατήριον. Ὁ Θεὸς πλέον καὶ… ἡ ψυχή των!]
—… Καὶ ἐγὼ πάλιν ἔμαθα θετικὰ πῶς ὁ γαμβρὸς ἐδραπέτευσε ’ς τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἄφησε τὴ νύφη ’ς τὰ κρύα τοῦ λουτροῦ!…
— Πιθανόν, ἀφοῦ ἡ ὑπόθεσις ἐπῆγε ’ς τὸν Εἰσαγγελέα… ἦτο ἑπόμενον.
— Κρῖμα ’ς τὸ νυφικὸ φόρεμα ποῦ τῆς κόστισε, λένε, δύο χιλιάδες φράγκα χρυσᾶ — νὰ σᾶς χαρῶ! — ’ς τὸ Παρίσι σοῦ λέει ἄλλος!…
— Ἀμ’ βέβαια μὲ κλεμμένα χρήματα τοῦ δημοσίου, τὸ ξέρει καὶ ἡ γάτα μου…
— Ὥστε ἐπαύθη τώρα ὁ κ. Περδίκης;
— Πιστεύω, ἔπειτα ἀπὸ τοιαῦτα σκάνδαλα…
— Σκάνδαλα μόνον! αὐτὰ εἶνε σειρὰ κακουργημάτων, κυρία Εὐρυδίκη!
— Καλὲ τί λόγος! Ἔλεγα κ’ ἐγὼ ποῦ ηὗρεν ἡ Περδίκη, τόσα λοῦσα καὶ τόσα μεγαλεῖα νὰ παντρεύσῃ τὴν κόρη της… Ἂν εἶνε ἔτσι, προτιμῶ καλήτερα καὶ ᾑ τέσσαρες κόραις μου νὰ μείνουν ’ς ῥάφι!
— Φαντασθῆτε γάμος! νὰ στεφανώνῃ μέσα ὁ κουμπάρος, κι’ ἀπ’ ἔξω νὰ περιμένουν οἱ χωροφύλακες νὰ συλλάβουν τὸν γαμπρόν… Τί ποίησις! αἴ, κυρία Κλεοπάτρα; πῶς σᾶς φαίνεται; δὲν εἶνε ῥωμαντικόν;
— Καὶ ’ς τὸ ἄλλο δωμάτιον νὰ περιμένῃ τὴ νύμφη… ἡ μαμή! Χἆχ, ἆ, ἆ, ἆ! Ἐδῶ δὰ εἶνε ὁ ῥωμαντισμὸς εἰς τὸν κολοφῶνά του, κυρία Χαρίκλεια!
— Ὡς τόσῳ, κυρία Ἑλένη, τί μανθάνει κἀνεὶς ’ς αὐτὸν τὸν κόσμον!…
— Αἴ, κυρία Κλεοπάτρα! θέλουν μερικαὶ καὶ τὰ παθαίνουν!
— Νὰ ἰδοῦμε τώρα τὴν κυρία Περδίκη μὲ τί μοῦτρα θὰ βγαίνῃ ἔξω…
— Ποῦ ἤθελε νὰ ’μπάζῃ νύκτα μέρα ’ς τὸ σπῆτί της τὸν νέον, γιὰ νὰ τοῦ φορτώσῃ τὴν προκομμένη τὴν κόρη της!… Ἐγὼ μὲ τὰ μάτια μου τοὺς ἔβλεπα χίλιαις φοραῖς!
— Καὶ νὰ τὸν καταντήσουν ὕστερα καὶ ’ς τὸ κακουργοδικεῖο…— Ἔννοια σου δά, κυρία Μαριώρα, καὶ ὁ Τερτίδης σοῦ εἶνε ἕνας μπαγαπόντης πρώτης τάξεως…
— ’Στὴ Κωνσταντινούπολι ἔκανε τὸ λωποδύτη, λέγουν.
— Βρὲ τοὺς κατεργαρέους!!! Ἀμ’ ἂν δὲ ’μοιάζανε δὲ συμπεθεριάζανε, καὶ μὴ χάνεσαι…
[Ἐν τῇ ὁδῷ Σταδίου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ περιπάτου: Ὁ Ἀριστοτέλης Τερτίδης νέος συμπαθής, μὲ σεμνὸν καὶ εὐγενὲς παράστημα, μὲ γλυκεῖαν καὶ κανονικὴν φυσιογνωμίαν, μὲ ὀφθαλμοὺς σπινθηρίζοντας ἐξ εὐφυΐας καὶ ἀγαθότητος, βαδίζει ἄφροντις διὰ μέσον τοῦ συνωστιζομένου ὁμίλου τῶν περιπατητῶν, γαλήνιος, εὔχαρις, ἀνύποπτος. Φαίνεται ὀλίγον καταβεβλημὲνος ἐκ τῶν μόχθων καὶ τῶν ἀγρυπνιῶν τῆς μελέτης, εἰς ἣν εἶχεν ἐπιδοθῇ ἀπὸ τριῶν ἤδη μηνῶν, κατάκλειστος ἐν τῷ δωματίῳ του εἰς τὸ ἄκρον τῆς συνοικίας Νεαπόλεως, προαλειφόμενος εἰς ἐξετάσεις διὰ τὴν θέσιν τοῦ πρωτοδίκου. Βαδίζει ἀτάραχος, καὶ οὐδὲ κἂν προσέχει εἰς τὰ ἐκφραστικώτατα βλέμματα καὶ τους ψιθυρισμούς, οὓς διεγείρει ἡ ἐμφάνισίς του ἀνὰ πᾶν βῆμα. Δεσποινίδες καὶ κυρίαι ἀντιπαρερχόμεναι ἐν συμπλέγμασι καὶ ὁμίλοις ἐκρήγνυνται εἰς ὑποκώφους ψιθυρισμοὺς καὶ σχόλια. Ἄλλαι τὸν καρφόνουσι διὰ βλεμμάτων εἰρωνείας, σαρκασμοῦ, οἴκτου, ἀποστροφῆς· ἄλλαι μένουν ἔκπληκτοι διὰ τὴν ἠλιθιότητα καὶ τὴν ἀναίδειαν, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ νέος ἐξέρχεται εἰς κεντρικὸν περίπατον ἔπειτα ἀπὸ τόσα! Μετά τινα ὥραν τὸν σταματᾷ εἷς φίλος του, ἀφικόμενος πρὸ μιᾶς ἡμέρας ἐκ Σύρου.]
— Τί μοῦ γίνεται, Τέλη; Εἶνε ἀλήθεια κἄτι ποῦ ἔμαθα;.. νά σε συγχαρῶ;..
— Ὄχι ἀκόμα, ἀγαπητέ μου· πιστεύω ὅμως αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα νὰ τελειώσουν πλέον…
— Μὰ πῶς λοιπὸν ἐμένα μοῦ τὸ εἶπαν ὡς γεγονός… καὶ τὸ ἔγραψαν μάλιστα καὶ αἱ ἐφημερίδες νομίζω…
— Λᾶθος θὰ ἔγινε! Εἶνε ἀληθὲς πῶς ἡ ἐξεταστικὴ ἐπιτροπὴ ἐπρόκειτο νὰ συνέλθῃ πρὸ 15 ἡμερῶν, ἀλλ’ ἠσθένησεν ὁ πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, καὶ αἱ ἐξετάσεις ἀνεβλήθησαν…— Αἱ ἐξετάσεις; Ὁ πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου; Καλὲ, ἐγὼ σ’ ἐρωτῶ διὰ τοὺς ἀρραβῶνάς σου. Δὲν ἀρραβωνιάστηκες;
— Ἐγώ; ποῖος σοῦ τὸ εἶπε;
— Καὶ καλὰ ὁ κόσμος ὅλος τὸ ξέρει…
— Πιθανόν, ἀλλ’ ἐγώ, φίλε μου, δὲν ἔχω εἴδησιν…
— Ἔλα, ἔλα· ἄφινέ τα· ἐσὺ νομίζεις πῶς τὸ ἔχεις κρυφό. Κρύβονται ὅμως αὐτὰ τὰ πράγματα;
— !!!
[Ὁ φίλος ἀντιπαρέρχεται σπεύδων, ὁ Ἀριστοτέλης βαδίζει σύννους. Κατωτέρω τὸν σταματᾷ ἄλλος φίλος του.]
— Βρὲ Τέλη, τί εἶνε αὐτά; ἔτσι κρυφὰ ’πᾷς καὶ κάνεις ἐσὺ τοὺς γάμους σου;…
— Ἐγώ; Τί γάμους ’ς τὸ Θεό σου; ἐτρελάθηκες;
— Μὰ τί διάβολο, ἀκόμα ἐπιμένεις νὰ τἄχῃς μυστικά;…
— …………!!!…………!!!…………!!!
[Ἡ τέῳς ἀνέφελος φυσιογνωμία τοῦ Ἀριστοτέλη συννεφοῦται. Βηματίζει περίσκεπτος, ἐν ἀφαιρέσει, πνιγόμενος ἐκ στενοχωρίας, ὅτε αἴφνης τὸν σταματᾷ ἄλλος περίεργος διαβάτης, μὲ τὸ ἀφόρητον θάρρος τοῦ φίλου.]
— Ἀριστοτέλη!… πῶς ἔξω; Σὲ ἀπέλυσαν;… Ἀμ’ τὸ ἔλεγα ἐγὼ πῶς γιὰ σένα θὰ ἐξεδίδετο ἀθωωτικὸν τὸ βούλευμα..
— Τὸ βούλευμα;
— Ὥστε οἱ ἄλλοι παρεπέμφθησαν εἰς τὸ κακουργοδικεῖον;
— Δὲν σέ…
— Τὸ ἐπερίμενα· ἀλλὰ πῶς διάβολο ’πῆγες καὶ ἔμπλεξες, ἀδελφέ…
— Ἐγώ;....;
— Καὶ τώρα ζῇς μὲ τὴ γυναῖκά σου ἢ τὴν ἐχώρισες;… καὶ τὸ παιδὶ τί τὸ ἐκάμετε; δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ στείλῃς ’ς τὸ βρεφοκομεῖο, καϋμένε Τέλη… Τί πταίει ἐκεῖνο τὸ πτωχό!… ἀφοῦ ἔκαμες ἅπαξ τὴν ἀνοησίαν, ὅ,τι ἔγινε ἔγινε… ὑπομονή!.. ὅλα διορθόνονται ’ς αὐτὸν τὸν κόσμον… τὶ νὰ γίνῃ!… Ὁ διάβολος καμμιὰ φορά…
— Βρὲ ἀδελφέ, ’ς τὸ Θεό σου, τί παλάβραις εἶνε αὐταῖς; Εἶσαι μὲ τὰ σωστά σου; τί γάμους μοῦ λὲς καὶ διαζύγια καὶ βουλεύματα καὶ παιδιὰ καὶ βρεφοκομεῖα!… Κοροϊδεύεις ἢ τὰ λὲς ἀστεῖα;…
— Βρὲ Τέλη, τίνος τὰ πουλᾷς; ὁ κόσμος τὤχει τοὔμπανο καὶ σὺ κρυφὸ καμάρι…
— !!!…
[Ἡ σκηνὴ ἐν τῷ περιπάτῳ ἐπὶ τῆς πλατείας τῆς Ὀλυμπιακῆς Ἐκθέσεως. Ἡ κ. Περδίκη μετὰ τῆς δεσποινίδος Θαλείας διασχίζουσι τὰ πλήθη τῶν περιπατητῶν φιλομειδεῖς, αὐτάρεσκοι, βρενθυόμεναι, ὑψαύχενες, μὲ εὐθυτενὲς τὸ παράστημα καὶ γαῦρον τὸ μέτωπον. Μετά τινα ὥραν ἡ Θάλεια ἐρωτᾷ ἔκπληκτος τὴν μητέρα της διατί ἆρά γε ὅλαι αἱ demoiselles καὶ αἱ κυρίαι, γνωσταὶ καὶ ἄγνωστοι, ῥίπτουν ἐπάνω της τὰ βλέμματά των καὶ χαμογελοῦν καὶ κρυφομιλοῦν. Ἡ κ. Περδίκη ἀντιλαμβάνεται καὶ αὐτὴ τοῦ ἀνεξηγήτου φαινομένου καὶ ἑτοιμάζεται νὰ καταφύγῃ εἰς συμπεράσματα, ὅτε αἴφνης συναντῶνται κατὰ μέτωπον μέ τινα κυρίαν φίλην των, ἡ ὁποία τὰς σταματᾷ καὶ τὰς πλησιάζει.]
— Σᾶς συγχαίρω, κυρία Περδίκη! νὰ τοὺς χαίρεσθε! Κυρία Θάλεια, νὰ ζήσετε εὐτυχισμένοι…
— !!....
— !!....
— Καὶ νὰ ἰδῆτε, κυρία Περδίκη, τί σύμπτωσις! Τὸ ἔμαθα χθὲς μόλις ἶσα-ἶσα ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποῦ ἑτοιμαζόμουν νὰ σᾶς φέρω μιᾷ καλὴ προξενειὰ ἀπὸ ἕνα γιατρόν, κάλλιστον νέον, καὶ οἰκογενειακόν μας φίλον…
— ....!!
— Ἀλλά, βλέπετε, κυρία Περδίκη εἶνε τυχηρὰ πράγματα!… Ἡ τύχη ὅ,τι γράφει δὲν ξεγράφει…
— Μὰ τί πρᾶγμα, σᾶς παρακαλῶ; τί συμβαίνει;
— Μπᾶ!… παράξενον!… μὰ πῶς; δὲν ἔγιναν λοιπὸν οἱ γάμοι τῆς Θάλειας μὲ τὸν… στάσου νὰ ἰδῆς πῶς μοῦ τὸν εἶπαν… τον....— Ψεύματα! μὲ κανὲνα ἀπολύτως!… θὰ σᾶς εἶπαν γιὰ καμμιὰ ἄλλη…
— Πῶς εἶνε δυνατὸν;… ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἔχει ὡς βέβαιον… λέγουν μάλιστα πῶς…
— Καλὲ τὸν κόσμο κάθεσθε καὶ ἀκοῦτε…
— Περίεργον! καὶ ἐμεῖς τὸ ἐμάθαμε θετικὰ ἀπὸ πρόσωπον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ γαμπρός… πῶς γίνεται λοιπόν;
— Ποῖος κακοήθης εἶνε αὐτὸς ποῦ τὰ διαδίδει;.. πῶς τὸν λέγουν;
— Μὰ νομίζω νὰ τὸν εἶπαν Τερτίδη…
— Τερτίδη;… ὦ!… μήπως τὸν εἶπαν Ἀριστοτέλη Τερτίδη ἴσως…
— Νομίζω… ὥστε τὸν ξεύρετε; αὐτὸς λοιπὸν εἶνε;
— Ἆ, μπᾶ!… πρώτη φορὰ ποῦ ἀκούω τὸ ὄνομά του… οὔτε ξέρομε ποῦ βαστᾷ ἡ σκούφια του…
— Ἄλλο πάλι αὐτό! Τί κόσμος!… τί κάθουνται καὶ λένε!
— Ξεύρετε τί θὰ συμβαίνῃ;… τώρα ’θυμοῦμαι… Θὰ εἶνε ἴσως ἕνας ἐλεεινός, ἕνας τιποτένιος, ποῦ τῇς προάλλαις εἶχε τὴ τόλμη, ὁ ἀχρεῖος, νὰ βρῇ τὴν ὑπηρέτριά μας ’ς τὴν ἐξώπορτα καὶ νὰ τῆς ’πῇ πῶς νοστιμεύεται τὴ Θάλεια… ἀλλά, ἐννοεῖς, ἐκείνη τοῦ ἔκλεισε τὴ πόρτα καὶ τὸν ἔπτυσε… τὸν παλῃάνθρωπο ἀλήθεια κι’ ἀπ’ ἀλήθεια!… Ἔννοια του! καὶ θὰ τὸν κάμω ἐγώ!..
— Ἄ! μὰ τώρα ἐξηγοῦνται ὅλα… λέω κ’ ἐγὼ πῶς εἶνε δυνατὸν νὰ κάμετε τέτοιους γάμους…
— Βεβαιότατα! τὰ διαδίδει διὰ νὰ μᾶς ἐκδικηθῇ!… τί ἄλλο;.. Ἆ! τὸν μασκαρᾶ!
— Καὶ νὰ ἰδῆτε τί λέει ποῦ νὰ φρίξετε σᾶς βεβαιῶ!… πῶς τάχα τὸν ’μπάζατε νύχτα-μέρα ’ς τὸ σπίτι γιὰ γαμπρόν… πῶς προχθὲς συνεννοηθήκατε νὰ τὸν μεθύσετε ’ς τὸ τραπέζι… καὶ τάχα πῶς τὸν πιάσατε ὕστερα διὰ τῆς βίας μὲ τὸ ῥεβόλβερ ’ς τὰ χέρια γιὰ νὰ τὸν στεφανώσετε… καὶ τὴν ὥρα ποῦ ὁ παπᾶς, ποὖταν κρυμμένος ’ς τὴν ἄλλη κάμαρα, ἄρχισε νὰ τοὺς εὐλογάῃ, αὐτὸς ’ξεμέθυσε… ἔμπηξε τῇς φωναῖς… καὶ μαζεύτηκαν οἱ κλητῆρες καὶ τὸν ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὰ χέρια σας μισοστεφανωμένο…
— Ἆ τὸν ἄτιμον!…
— Ἐννοεῖς, κυρία Περδίκη, πῶς ἐγὼ δὲν τὰ πίστευσα αὐτὰ… Θεὸς φυλάξοι!… τέτοια πράγματα! μάλιστα ἔστησα καυγᾶ μὲ κἄτι ἄλλαις ποῦ καλὰ καὶ σώνει, ἐπέμεναν νὰ ὑποστηρίζουν…
[Ἐν τῇ πλατείᾳ τοῦ Συντάγματος, καθ’ ἣν ὥραν ἡ μουσικὴ παιανίζει. Πυκνοὶ ὅμιλοι περιπατητῶν ἐναλλὰξ ἀντιπαρερχόμενοι. Ὁ Ἀριστοτέλης Τερτίδης περίσκεπτος καὶ σκυθρωπός, βαδίζει ἀρρύθμως ἐπὶ τῶν πεζοδρομίων τοῦ κήπου. Ὄπισθέν του σπεύδει ἀσθμαίνων ὁ νέος Τηλέμαχος Περδίκης, ἀνεψιὸς τοῦ κ. Περδίκη, μετερχόμενος τὸν λόγιον νέον καὶ τὸν τελειόφοιτον τῆς Νομικῆς πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων, ἐπίτιμος συνεργάτης πολλῶν διακοπέντων φύλλων, μέλος διαφόρων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων συλλόγων, πρὸ πολλοῦ ὀνειροπολῶν νὰ διορισθῇ γραφεὺς εἰς κἀνὲν ὑπουργεῖον, ἀλλὰ μήπω διορισθεὶς καί ἑπομένως… ὀλίγον ἀντιπολιτευόμενος ἐπὶ τοῦ παρόντος, κτλ. κτλ. Μόλις διέκρινεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς πλατείας τὸν Τερτίδην, ἔδραμεν εἰς καταδίωξίν του στρίβων τὸν μύστακα καὶ κραδαίνων τὴν ὀζώδη ῥάβδον του. Τὸν σταματᾷ ἀποτόμως, ἐνῷ ὁ Ἀριστοτέλης στρέφει βραδέως καὶ τὸν περιεργάζεται ἔκπληκτος καὶ οἱονεὶ ἐν ἀφαιρέσει]
— Τί ἀγαπᾶτε, κύριε;
— Σεῖς εἶσθε, σᾶς παρακαλῶ, ὁ δικηγόρος κ. Τερτίδης…;
— Μάλιστα… καὶ ὑμεῖς;
— Θά με μάθετε ὑστερώτερα… Δὲν μοῦ λὲς τοῦ λόγου σου, ποῖος σοῦ ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ κάθεσαι νὰ διαδίδῃς δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ χίλιαις δυὸ ἀνοησίαις διὰ τὴν ἐξαδέλφην μου…
— Διὰ τὴν ἐξαδέλφην σας; ποία εἶνε αὐτή, σᾶς παρακαλῶ;
— Ποία εἶνε; εἶνε ἐκείνη ποῦ εἶχες τὴν ἀναίδειαν νὰ στείλῃς νὰ τὴν ζητήσῃς εἰς γάμον..
— Ἐγώ;— Μάλιστα, ἐσύ· ἀμ’ ποιὸς; ἐγώ; Καὶ ἐπειδὴ ἡ θεία μου σοῦ παρήγγειλε πῶς τὴν κόρην της δὲν τὴν ἔχει διὰ τὰ μοῦτρὰάσου, …σὺ ἀνάνδρως φερόμενος καὶ ἀπὸ πνεῦμα ἐκδικήσεως κάθεσαι τώρα καὶ φλυαρεῖς ’ς τὰ καφενεῖα…
— Ἐγώ; μὲ συγχωρεῖτε… ἔχετε λᾶθος… Ποῖος εἶσθε, σᾶς παρακαλῶ;…
— Εἶμαι ἐκεῖνος ποῦ εἶμαι! καὶ δὲν ἔχω νὰ δώσω λόγον εἰς κανένα! Σοῦ λέγω μόνον πῶς αὐτή σου τὴν διαγωγὴ θὰ μοῦ τὴν πληρώσης μὲ τὸ αἷμά σου…
— Μά, φίλε μου, δὲν ἔχω εἴδησιν ἀπὸ ὅλα αὐτά… θὰ ἔχετε λᾶθος… θὰ μ’ ἐκλαμβάνετε δι’ ἄλλον…
— Λᾶθος ’μπορεῖ νὰ ἔχῃς ἐσύ!…
— Αἴ, μὰ τότε λοιπὸν θὰ συμβαίνῃ κἄποια παρεξήγησις… δὲν εἶνε δυνατόν…
— Βρέ, δὲν εἶσαι σύ, ὁ Ἀριστοτέλης Τερτίδης, ποῦ ἐπῆγες τῇς προάλλαις ’ς τὸ ὑπουργεῖο καὶ ἐφορτώθηκες τοῦ θείου μου, τοῦ Περδίκη, νά σε διευκολύνῃ νὰ κλέψῃς τὸ δημόσιον, καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς σ’ ἐκρήμνισε κάτω ἀπὸ τῇς σκάλαις..
— Ἐμένα; ποιός; ὁ κ. Περδίκης; αὐτὸς εἶνε ὁ θεῖός σας;
— Μάλιστα, τὸν ξεύρεις πολὺ καλά…
— Οὔτε τὸν γνωρίζω διόλου… ἂν καὶ ἤθελα νὰ τὸν ἔβλεπα, διότι ἶσα-ἶσα ἐγὼ ἔχω νὰ τοῦ ζητήσω ἐξηγήσεις… ἔχω μάλιστα πικρὰ παράπονα ἐναντίον του, διότι…
— Παράπονα, λέει!… σύ,… σὺ ποῦ τοὺς ἔκαμες ῥεζίλι ’ς τὸν κόσμον!
— Τὸ ἐναντίον, κύριε! αὐτὸς ’πῆγε καὶ διέδωκε πῶς τάχα θὰ μὲ ἐνοχοποιήσῃ εἰς κἄτι καταχρήσεις του ποῦ ἀνεκαλύφθησαν… ἐνῷ ἐγὼ οὔτε ἔχω εἴδησιν διόλου!
— Ἂν ἔχῃς εἴδησιν ἢ δὲν ἔχῃς θὰ τὸ δείξῃ μεθαύριον ἡ Εἰσαγγελία!…
— Μάλιστα, αὐτὸ θέλω κ’ ἐγώ! νὰ ἰδοῦμε ποῖος τοῦ ἔδωκε τὸ δικαίωμα νά…
— Ξέρεις, κύριε, πῶς ὁ θεῖός μου ἐξ αἰτίας σου ἔχασε τὴν ὑπόληψίν του!…
— Ξέρεις, κύριε, πῶς ἐξ αἰτίας τοῦ θείου σας δὲν ἔχω μοῦτρα νὰ παρουσιασθῶ πουθενά!..
— Ξέρεις, κύριε, πῶς κινδυνεύει νὰ χάσῃ τὴ θέσι του…
— Ξέρεις, κύριε, πῶς σήμερα εἶχα γράμμα τοῦ πατέρα μου ἀπ’ τὴ Σμύρνη καὶ μοῦ γράφει πῶς θὰ με ἀποκηρύξῃ μ’ αὐτὰ ποῦ ἔμαθε, ἐνῷ ἐγώ…— Βρὲ σύ!… ’μιλᾷς κι’ ὅλα; δὲν εἶσαι σὺ ποῦ ἔστειλες τὸν κ. Πονηριάδη…
— Ἐγώ; οὔτε τὸν ἠξεύρω διόλου τὸν κύριον αὐτὸν οὔτε κανένα ἀπὸ σᾶς…
— Δὲν τὸν ξεύρεις!.. Ὄρσε λοιπὸν νὰ τὸν μάθῃς!.. ἄτιμε!..
[Καὶ ὁ νέος Τηλέμαχος Περδίκης συμπληροῖ τοὺς ἰσχυρισμούς του διὰ τῆς ῥάβδου, τὴν ὁποίαν ὑψοῖ καὶ καταφέρει ἀλλεπαλλήλως κατὰ τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅστις ἀμυνόμενος τῷ ἀνταποδίδει τὰ ἶσα καὶ συμπλέκονται λυσσωδῶς καὶ κυλίονται χαμαὶ ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀνενοχλήτως, διότι εὐτυχῶς οὔτε σκιὰ ἀστυνομικοῦ κλητῆρος φαίνεταί που τῆς πλατείας. Θόρυβος, ταραχή, κίνησις τοῦ πλήθους, σχόλια, κρίσεις, συμπεράσματα. Μετὰ δύο-τρεῖς ὥρας φθάνει εἰς τὸν τόπον τῆς σκηνῆς καὶ εἷς ῥέπορτερ ἐφημερίδος, ὅστις ἰδοὺ πῶς διηγήθη αὐτὴν τὴν ἑπομένην…]
— «Βάνδαλος σκηνὴ διεδραματίσθη χθὲς ἐν τῇ πλατείᾳ τοῦ Συντάγματος ὑπὸ τὰ ὄμματα τῶν ἀστυνομικῶν ὀργάνων, τὰ ὁποῖα ἐθεῶντο αὐτὴν μετὰ στωϊκῆς ἀπαθείας. Νέος τις ὀνόματι Τερτίδης, ταρχξίας γνωστὸς καὶ ἐξ ἄλλων περιστάσεων, ἐπιπεσὼν αἰφνιδίως κατὰ τοῦ κ. Περδίκη, τέως τμηματάρχου (;) ἐκ τῶν νώτων, ἐνῷ οὗτος ἐβάδιζεν ἀμέριμνος καὶ ἀνύποπτος, ἐξεκένωσε κατ’ αὐτοῦ τὸ ῥεβόλβερ καὶ τὸν ἐτραυμάτισεν ἐπικινδύνως εἰς τὴν κεφαλήν, τὸ στῆθος, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας!! Ὡς ἀφορμαὶ τῆς ἐπιθέσεως ταύτης λέγονται πολλὰ οἰκογενειακὰ σκάνδαλα, τὰ ὁποῖα, ἅμα ἐξεικριβώσωμεν, θέλομεν ἐκτυλίξει λεπτομερῶς εἰς τὸ φύλλον τῆς αὔριον ἐν ἰδιαιτέρῳ ἄρθρῳ. Λέγεται ὅτι τὸ γεγονὸς τοῦτο σχετίζεται καὶ μὲ τὰς τελευταῖον διασπαρείσας φήμαις περὶ καταχρήσεων ἐν τῷ Ὑπουργείῳ καὶ τῆς ἐντεῦθεν ἐπελθούσης παύσεως τοῦ κ. Περδίκη. Τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι πυκνὸν μυστήριον καλύπτει τὴν σκανδαλώδη ταύτην ὑπόθεσιν, τὸ ὁποῖον πιστεύομεν ὅτι θὰ διαλευκάνῃ ἡ ἀνάκρισις, ἐπιληφθεῖσα ἤδη τῆς καταδιώξεως!»
Καὶ ὅταν τὸ πρωῒ τῆς ἑπομένης ὁ κ. Περδίκης, διεξερχόμενος, κατὰ τὸ εἰωθός, τὰ πρωϊνὰ φύλλα, καθ’ ἣν στιγμὴν ἡ Μαροῦλα τῷ ἐκόμιζε τὸν καφέν, συνήντησε καὶ τὴν ἀνωτέρω εἴδησιν, δὲν ἠξεύρω ἂν ἐπρόφθασε ν’ ἀποτελειώσῃ τὸ πρωϊνόν του ῥόφημα μέχρι πυθμένος, οὔτε ἂν ἀπελιθώθη μὲ τὸ κύπελλον εἰς χεῖρας μετέωρον, ὡς στήλη ἅλατος, ἂν καὶ ἡ Μαροῦλα ἐβεβαίου μεθ’ ὅρκου βραδύτερον, ὅτι εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν τὸν ἔβλεπε πολλὴν ὥραν καὶ ἐσταυροκοπήθη, μήτοι τῷ ἐπῆλθεν ἀποπληξία!
Ἠμπορῶ ὅμως νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι ὅταν ὁ κ. Περδίκης εἶδεν ὅτι τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο μυστικόν, τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐν παροξυσμῷ πατρικῆς στοργῆς ἐτόλμησε μόλις καὶ μετὰ δειλίας νὰ συλλάβῃ ἐν τῇ φαντασίᾳ του συγκεχυμένον ἔτι καὶ ἀκυοφόρητον, ἀμφίβολον ἔτι ὡς ἐν καταστάσει ὀνείρου καὶ σκιᾶς· ὅτι — λέγω — τὸ τρυφερὸν ἐκεῖνο ἀπόρρητον τὸ ἥρπασεν ὁ κόσμος, τὸ ἐτροποποίησε, τὸ παρεμόρφωσε, τὸ ἔσυρεν εἰς τοὺς δρόμους καὶ τὸ ἐρρύπανε καὶ τοῦ ἔδωκε κολοσσιαίας μυθιστορικὰς διαστάσεις, ἠναγκάσθη τότε νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ μόνος ἀσφαλὴς τρόπος διὰ τοῦ ὁποίου ἠμπορεῖ νὰ συμβαίνῃ τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶνε ἡ ..... ἐχεμύθεια!
- Ἐν Ἀθήναις, Ἰούνιος τοῦ 1890.
Κωνστ. Φ. Σκοκοσ