Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Παληό τραγούδι του νέου καιρού

Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας:
Παλῃὸ τραγοῦδι τοῦ νέου καιροῦ


ΠΑΛΗΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
ΥΠΟ
ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

ΜΕΣΑ εἰς τὰς Κονταμπλασιὸν τοῦ Βίκτορος Οὐγκώ, τὸ μέγα δίτομον ἔργον, τὸ τελειότερον ὕστερα ἀπὸ τὴν Παράδοσιν τῶν Αἰώνων, ὅπου ἡ φαντασία τοῦ ποιητοῦ γεμίζει μὲ λάμψεις καὶ ρυθμοὺς ὅλα τριγύρω της ἀπὸ τῶν ἁπλουστέρων τῆς γῆς μέχρι τῶν ὑψηλοτέρων τοῦ οὐρανοῦ, μέσα ἐκεῖ, εἰς τὴν σειρὰν τοῦ πρώτου τόμου, ἡ ὁποία φέρει τὸ ὄνομα Αὐγὴ καὶ περιλαμβάνει τὰς συγκινήσεις καὶ τὰς ἀναμνήσεις τῆς πρώτης ἡλικίας, εὑρίσκω τὸ «Παλῃοτραγοῦδι τοῦ νέου καιροῦ.»

Τί εἶνε αὐτὸ τὸ «Παλῃοτραγοῦδι τοῦ νέου καιροῦ;» Εἶνε, ἁπλούστατα, ποιηματάκι ἀπὸ ἐννέα μικρὰ τετράστιχα, ἁπλοῦν, χαριτωμένον, καμωμένον δι’ ὅλον τὸν κόσμον· ἀλλὰ ποιηματάκι ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα νομίζετε ὅτι δὲν τὰ ἔγραψε ποιητὴς ὡρισμένου χρόνου καὶ τόπου, τούτου ἢ ἐκείνου τοῦ εἴδους, ἀνήκων εἰς τὴν μίαν ἢ τὴν ἄλλην σχολήν, ἀρχαῖος ἡ νεώτερος, κλασικὸς ἢ ρομαντικὸς, ἀλλὰ νομίζετε ὅτι τὰ ἐχάραξεν ἐπὶ μαρμάρου ἀνεξάλειπτα αὐτὴ ἡ αἰωνία ποίησις. Ὅσοι δὲν ἔτυχε νὰ τὸ διαβάσουν, καὶ ὅσοι θέλουν νὰ τὸ ἀπολαύσουν εἰς ὅλην του τὴν χάριν ἃς τὸ ζητήσουν μέσα εἰς τὸν πρῶτον τόμον τῶν Κονταμπλασιὸν. Ὅσοι δὲν ἔχουν πρόχειρον τὸν τόμον ἢ δυσκολεύονται νὰ τὸ καταλάβουν εἰς τὸ πρωτότυπον ἂς ἀρκεσθοῦν — τί νὰ γίνῃ; — εἰς τὴν ἰδικήν μου πρόχειρον μετάφρασιν· διὰ νὰ τὴν κάμω ὅσον τὸ δυνατὸν πιστοτέραν δὲν ἐφύλαξα εἰς αὐτὴν τὰς χρυσᾶς ὁμοιοκαταληξίας τοῦ πρωτοτύπου καὶ τὴν ὁμοειδῆ αὐστηρότητα τοῦ μέτρου.

Δὲν τὴν ἐσυλλογίζομουν τὴ Ρόζα,
Κ’ ἦρθε μαζί μου αὐτή ’ς τὸ δάσος.
Θυμοῦμαι, λέγαμε γιὰ κἄτι τι,
Μὰ δὲ θυμοῦμαι πλέον γιατί.

Ἤμουνα κρύο μάρμαρο,
Κ’ ἐπερπατοῦσ’ ἀφῃρημένος,
Μιλοῦσα γιὰ τὰ δένδρα καὶ γιὰ τἄνθη,
Μ’ ἐκύτταζε σὰ νὰ μοῦ λέῃ: «Αἴ! κ’ ἔπειτα;»

Σκορποῦσεν ἡ δροσιὰ μαργαριτάρια,
Τὴ σκέπη τους ἐξάπλωναν οἱ κλῶνοι,
Καὶ προχωροῦσα κ’ ἄκουα τὰ κοτσύφια,
Κ’ ἡ Ρόζα τ’ ἀδηονάκια.

Ἤμουν ἀνόρεχτος, κ’ ἤμουν δεκάξι χρόνων
Εἴκοσι ἐκείνη, κ’ ἔλαμπαν τὰ μάτια της

Τ’ ἀηδόνια ἐτραγουδούσανε τὴ Ρόζα,
Κ’ ἐσφύριζαν ἐμένα τὰ κοτσύφια.

Ἡ Ρόζα ὁλόρθη ἀπάνου ’ς τὸ κορμί της
Ἐσήκωσε τρεμουλιαστὸ ὡραῖο χέρι,
Τὸ σήκωσε νὰ κόψῃ ἕνα μοῦρο·
Καὶ δὲν τὸ εἶδα τὸ λευκό της χέρι.

Ἕνα ρυάκι ὁλόδροσο βαθὺ
’Σ τή βελουδένια χλόη κυλοῦσε
Κ’ ἡ φύσις ἡ ἐρωτικὴ κοιμῶταν
Μέσ’ τὸ μεγάλο τὸ βαρύκοο δάσος.

Ἡ Ρόζα λύνει τὰ ὑποδήματά της
Καὶ μὲ τῆς ἀθωότητες τὸν ἀέρα
Βάζει τὸ πόδι της μέσ’ τὸ νερό·
Καὶ δὲν τὸ εἶδα τὸ γυμνὸ της πόδι.

Δὲν ἤξευρα τί νὰ τῆς ’πῶ,
Μέσα ’ς τὸ δάσος τὴν ἀκολουθοῦσα,
Πότε τὴν ἔβλεπα ν’ ἀναστενάζῃ,
Καὶ πότε νὰ χαμογελᾷ.

Δὲν εἶδα πόσον ἦταν εὔμορφη
Παρὰ ὅταν βγήκαμεν ἀπ’ τὸ βαρύκοο δάσος,
«Ἂς εἶνε· ξεχασμένα πιά…» μοῦ λέει·
Καὶ ἀπὸ τότε ὅλα τὰ συλλογίζομαι.

Τὸ ποίημα εἶνε τόσον ὡραῖον· ἀπὸ τὰ περιεχόμενα μέσα εἰς τοὺς δύο ἐκείνους τόμους δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ μοῦ ἐπροξένησεν ἄλλο γλυκυτέραν ἐντύπωσιν, καὶ ὅμως ἡ λύρα τοῦ Οὑγκὼ περιέχει τόνους πολὺ πλέον βαθεῖς καὶ πολὺ μουσικωτέρους ἐκείνου. Ἡ μαγεία τὴν ὁποίαν διαχύνει τὸ ποίημα τοῦτο προέρχεται πραγματικῶς ἐκ τῆς δυνάμεως μόνης τῶν στίχων του ἢ μήπως ἡ ἐντύπωσις τὴν ὁποίαν μοῦ προξενεῖ συνδέεται μὲ μίαν μακρυνὴν ἀνάμνησιν περασμένων ἡμερῶν; ἢ μήπως ἡ Ῥόζα, ἡ φεγγοβολοῦσα μέσα εἰς τοὺς στίχους τοῦ μεγάλου ποιητοῦ, μοῦ ἐνθυμίζει μίαν ἄλλην Ρόζαν, ἡ ὁποῖα γλυκοκοιμᾶται μέσα εἰς τὰ βάθη τῆς μνήμης μου ἀλλὰ διὰ νὰ ἐξυπνήσῃ τῆς φθάνει ἕνα κελάδημα, ὡς τὸ «Παληὸ τραγοῦδι τοῦ νέου καιροῦ;» Μήπως ἡ ἀνέκφραστος χάρις τοῦ στίχου τούτου ἔχει τὴν πηγήν της ὄχι εἰς τὴν ἔμπνευσιν τοῦ ποιητοῦ, ἀλλὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου;

Ὅ,τι καὶ ἄν εἶνε, ἔχω κ’ ἐγὼ κρυμμένον μέσα εἰς τὰ βάθη τῆς μνήμης μου ἕνα «Παληὸ τραγοῦδι τοῦ νέου καιροῦ.» Σᾶς τὸ ἀποκαλύπτω τώρα ὡς ἐξομολόγησιν, ὄχι διὰ νὰ τὸ συγκρίνετε μὲ τὸ ποίημα τοῦ Οὑγκὼ — τοιαύτη σύγκρισις θὰ τὸ ἐθανάτωνε — ἀλλ’ ἁπλῶς διὰ νὰ κρίνετε καὶ διὰ νὰ λύσετε τὴν ἀπορίαν μου.

Ἤμουν δεκαὲξ ἐτῶν, ἐζοῦσα εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἐσπούδαζα εἰς τὸ Γυμνάσιον, δηλαδὴ δὲν ἐσπούδαζα τίποτε, κ’ ἐπερνοῦσα τὰς ὥρας μου πότε τρίβων τὰ ὑποδήματά μου εἰς ἀργοὺς περιπάτους ἀνὰ τὰ καλδιρίμια τῆς πόλεως μετὰ τρελλῶν ἢ ἀνοήτων συντρόφων, καὶ πότε μέσα εἰς τὸ σπίτι μου φιλολογῶν τόμους Πανδώρας. Ἤμουν δειλὸς, ἀδέξιος, ὀνειροπόλος, ἔτρεφα βαθεῖαν στοργὴν πρὸς τὸν ξενητευμένον ἀδελφόν μου, ἀδιαφορίαν πρὸς πᾶν ὅ,τι μὲ περιεστοίχιζε, καταφρόνησιν πρὸς τοὺς διδασκάλους μου, καὶ δὲν ἠδυνάμην νὰ συγκρατήσω τὸ πεῖσμα τὸ ὁποῖον μοῦ ἐνέπνεον ἐκεῖνοι, μέσα εἰς τὸ σπίτι τῶν ὁποίων ἐζοῦσα. Οἱ καλοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι δὲν ἤξευραν βέβαια πῶς ἀνατρέφονται τὰ παιδιά· τὴν τροφὴν τὴν ὁποίαν παρεῖχον, τὴν ἀπεκάλουν μὲ αὐτάρκειαν, ὅπως συμβαίνει συνήθως, ἀνατροφὴν. Ἀλλὰ καὶ ἂν τυχὸν εἶχον τὴν ἀξίωσιν νὰ μ’ ἀναθρέψουν πράγματι, δὲν θὰ εὕρισκον εἰς ἐμὲ τὸν κατάλληλον διὰ νὰ ἐφαρμόσουν τὰς ἰδέας των καὶ τὰς ἀρχάς των, ἂν δύνανται νὰ ὀνομασθῶσιν ἰδέαι καὶ ἀρχαὶ προλήψεις καὶ πλάναι καὶ ὑποχονδρίαι ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν κληρονομικῶς ἐξελισσόμεναι. Διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι τὸ ἰδικόν μου πνεῦμα, ὡς ἐκ περιέργου τινὸς ἀταβισμοῦ ἀνεπτύσσετο ἔκτοτε καὶ παρεγέμιζε μὲ προλήψεις, πλάνας, καὶ ὑποχονδρίας, ὅλως ἀντιθέτους πρὸς τοὺς συνοίκους μου, ἀλλὰ πάντοτε, ὡς ἐλπίζω, ὀλιγώτερον τῶν ἰδικῶν των στενάς, ἀντιφυσικὰς καὶ μωράς. Τοιουτοτρόπως μέσα εἰς τὸ σπίτι τὸ μέγα ἔγκλημα εἰς τὸ ὁποῖον ἠδύναντο νὰ ὑποπέσουν οἱ νέοι τῆς ἡλικίας μου ἦτον ὃ ἔρως πρὸς τὰ ὡραῖα κοράσια τῆς ἡλικίας των. Καὶ τῆς ἰδικῆς μου ζωῆς τὸ μόνον ἄστρον, ἡ μόνη θεραπεία, ἡ μόνη ἔκστασις, ἡ ἀπόλαυσις, ἡ εὐτυχία, ἦτον ὁ ἔρως. Ἔρως, ὅπως τὸν αἰσθάνονται τὰ παιδία, ἀλλ’ ἔρως πάντοτε.

Καὶ ἤμουν δεκαὲξ ἐτῶν. Ἀπέναντι τοῦ σπιτιοῦ μας ἐκατοικοῦσε μία φιλικὴ οἰκογένεια. Εἰς τὰς ἐπαρχίας ὄχι μόνον τὰ συγγενικά, τὰ φιλικά, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς τὰ γνώριμα σπίτια διατελοῦσιν ἀπὸ πρωΐας μέχρι νυκτὸς εἰς διαρκῆ κίνησιν ἀλληλοβοηθείας. Ὅτι δὲν ἔχει τὸ ἓν σπίτι τὸ δανείζεται ἀπὸ τὸ ἄλλο· τὸν μύλον τοῦ καφέ, τὸ τηγάνι, τὸ σκαφίδι, νερόν, πιάτα, ζάχαριν, ἐπανωφόρια, καπέλλα, ὅ,τι θέλετε, ἀπὸ τῶν εὐτελεστέρων μέχρι τῶν μᾶλλον οὐσιαστικῶν. Πρὸς τοῦτο γυναῖκες, δέσποιναι καὶ δεσποινίδες, κυρίαι καὶ ὑπηρέτριαι, ἀσχολοῦνται εἰς διαρκὲς τρέξιμον καὶ ἀνεβοκαταίβασμα ἀπὸ τὸ ἓν εἰς τὸ ἄλλο σπίτι. Εἰς τὸ ἰδικόν μας πέντε καὶ ἓξ φορὰς τὴν ἡμέραν ἐνεφανίζετο διὰ κάθε λογῆς θελήματος ἡ Χρυσοῦλα.

Ἡ Χρυσοῦλα ἦτον ἡ ψυχοκόρη τῆς ἀπέναντι φιλικῆς οἰκογενείας· ἕνας βαθμὸς παραπάνω ἀπὸ ὑπηρέτριαν, ἕνας βαθμὸς παρακάτω ἀπὸ νοικοκυράν. Ἡ ψυχοκόρη κάμνει κάθε δουλείαν τοῦ σπιτιοῦ, ὅπως καὶ ἡ ὑπηρέτρια· ἀλλὰ δὲν εἶνε μισθωτή, ἐξέρχεται δὲ εἰς τὸν περίπατον ἐπιμελῶς στολισμένη καὶ πάντοτε εἰς τὸ πλευρὸν τῆς κυρᾶς ἡ ὁποία ὑποχρεοῦται ἀργὰ ἢ γρήγορα νὰ τῆς εὕρῃ ἕνα καλὸν ἄνδρα, νὰ τὴν ἀποκαταστήσῃ. Ἀλλ’ ἀδιάφορον ὅ,τι καὶ ἂν ἦτον ἡ Χρυσοῦλα· ὅ,τι μ’ ἐνδιέφερεν ἦτον ἡ ἔξοχος ἀκμὴ τῆς ὥρας αὐτῆς, τῶν δεκαπέντε τῆς ἐτῶν τὸ μεθυστικὸν ἄρωμα, τὸ πρόσωπον πορφυραυγές, οἱ ὀφθαλμοὶ ἀπαστράπτοντες, τὸ σῶμα μαρμάρινον προκλητικῶς ὀγκούμενον κατὰ τὸ στῆθος, ἡ μόλις ὑποφαινομένη λευκὴ στρογγυλότης τῶν κνημῶν, ἡ φαιδρότης ἡ πλήρης γελώτων, ἡ πλήρης κινήσεως ὑγεία, ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα τὴν ἐφανέρωνον γνησίαν κόρην τῶν βουνῶν τῆς Ρούμελης, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατήγετο καὶ τῶν ὁποίων τὸν ἀέρος εἶχε, χωρὶς νὰ ἔχῃ τίποτε κοινὸν πρὸς τὰς ἀθηναϊζούσας ἀρχοντοπούλας τοῦ τόπου, αἱ ὁποῖαι παρήγγελλον τὰ φορέματά των εἰς τὴν πρωτεύουσαν διὰ νὰ τυλιχθοῦν μέσα των ὡς μούμιαι. Ἡ ζωὴ καὶ ὁ ρυθμὸς τοῦ σώματος ἐκείνου κατώρθωνεν νὰ ἐξευγενίζουν καὶ τὰς βαναυσοτέρας ἐργασίας αἱ ὁποῖαι τὴν ἀπησχόλουν. Ἐνώπιον μου ἡ Χρυσούλα ἐνεφανίζετο ὡς ἡ ὀπτασία τῆς νεότητος ἐν μέσῳ τῆς ἀναιμικῆς, ἀσκητικῆς, ἀλλὰ καὶ ὑποκριτικῆς ἀτμοσφαίρας ἡ ὁποία μὲ περιέβαλλε. Καὶ τὴν κατέτρωγα μὲ τὰ μάτια μου παντοῦ ὅπου τὴν ἔβλεπα, καὶ ὁσάκις ἤρχετο εἰς τὸ σπίτι, ἔτρεχα νὰ εὑρεθῶ ἐμπροστά της διὰ νὰ μὲ χαιρετίσῃ, διὰ νὰ τῆς ὁμιλήσω διὰ νὰ χορτάσω μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς φωνῆς της καὶ μὲ τὸ θέαμα τῶν ἐλευθέρων ἐκείνων σαρκῶν, τῶν ὁποίων μόλις συνεῖχε τὸ σφρίγος, αὐξάνουσα τὸ γόητρον, ἡ ἀτημελήτως φερομένη ἐσθής. Καὶ εἴμεθα φίλοι, καὶ ἐφέρετο πρὸς ἐμὲ οἰκειότατα. Ἀλλὰ τόσον μόνον· ἡ ταραχὴ εἰς τὴν ὁποίαν μὲ ἐνέβαλλεν ἡ παρουσία της, ἐκράτυνε τὴν ἀπειρίαν κ’ ἐπλήθυνε τὴν δειλίαν μου.

Ἓν ἀπόγευμα, γλυκὺ δειλινὸν φθινοπώρου, ὕστερα ἀπὸ βροχὴν, ὅτε ἡ φύσις λάμπει κατάχλωρος, γεμάτη ἀπὸ εὐωδίες καὶ ἡ ψυχὴ κατέχεται ὑπὸ τῆς δίψης τοῦ ἀγνώστου, ὡς οὐδέποτε ἄλλοτε, καὶ οἱ πόθοι δελεάζουν γλυκύτατα, καὶ οἱ ἔρωτες ἀόρατοι περιΐπτανται πρὸς θήραν καρδιῶν, ἕνα τοιοῦτον ἀπόγευμα ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι ἡ Χρυσούλα. Ποτὲ δὲν τὴν εἶχα ἴδει τόσον ὡραίαν καὶ τόσον προκλητικήν· ἐκόπησαν τὰ γόνατά μου, ἴλιγγος μὲ κατέλαβεν. Ἐνῷ ἐκείνη ἀνήρχετο τὴν σκάλαν, ἐγὼ κατέβην εἰς τὴν αὐλὴν καὶ τὴν ἐπερίμενα κολλημένος εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἐξώπορτας. Μετ’ ὀλίγον κατῆλθε καὶ αὐτή· εἴμεθα μόνοι μας· μὲ εἶδεν, ὠχρίασεν, ἐστάθη, κατέπιε μὲ ἀγωνίαν, μισάνοιξε τὴν θύραν, ἐτοποθετήθη εἰς τὸ μισάνοιγμα τῆς θύρας ὡς μέσα εἰς πλαίσιον, καὶ μοῦ εἶπε σιγά:

— Κὺρ Κωστῆ, ἔχω ἕνα παράπονο ἀπὸ σένα.

— Τί παράπονο.

— Εἶπες γιὰ μένα ἕναν κακὸ λόγο.

— Τίνος;

— Τοῦ Σπύρου.

Ὁ Σπύρος ἦτο συμμαθητὴς καὶ φίλος μου.

— Ἐγώ νὰ εἰπῶ λόγο γιὰ σένα! δὲν ξέρω τί μοῦ λές· καὶ τί εἶπα;

— Ντρέπομαι νὰ ’ς τὸ πῶ· τὸ εἶπες ναί· καὶ νὰ ξέρῃς θὰ τὸ εἰπῶ τ’ ἀφεντικοῦ μου.

— Μὰ πές μου ἐπὶ τέλους τί εἶπα;

— Νά! τοῦ εἶπες… πῶς.. μ’ ἀγαπᾷς. Ἀλήθεια εἶνε;

Καὶ τὰ μάτια της ἐφωσφόριζαν καὶ ὑπέφρισσον τὰ χείλη, καὶ τὰ στήθη ἀνεκινοῦντο, καὶ προέκυπτον αἱ κνῆμαι, καὶ τὸ χέρι της ἔτρεμε στηριζόμενον ἐπὶ τοῦ μήλου τῆς θύρας. Καὶ ἡ ἰδική μου ταραχή, καὶ τὸ ἰδικόν μου θάμβος πῶς ἐξεδηλώθη, νομίζετε; Καὶ τί ἀπήντησα εἰς τὸ ἡδονικὸν ἐκεῖνο «Νά! τοῦ εἶπες πῶς μ’ ἀγαπᾷς· ἀλήθεια εἶνε;» Ἰδοὺ τί ἀπήντησα:

— Ψέμματα σοῦ εἶπεν ὁ Σπύρος· ἐγὼ δέν τοῦ εἶπα τίποτε γιὰ σένα· ψέμματα.

Καὶ τίποτε ἄλλο· ἀπέμεινα ἄλαλος ἐνώπιόν της καὶ ἠλίθιος. Ἀλλά ἡ κόρη τοῦ βουνοῦ τῆς Ρούμελης δὲν ἐννοοῦσεν ἀπὸ τοιαύτας ἀπαντήσεις καὶ τοιαῦτα ἀργολογήματα. Ἕως ὅτου συνέλθω, ἔκλεισεν ὁρμητικῶς τὴν ἐξώπορτα—δὲν εἴχαμεν καὶ καιρὸν εἰς τὴν διάθεσίν μας—καὶ ἐξηφανίσθη.

Ἔκτοτε πολλάκις ἐπανῆλθεν εἰς τὸ σπίτι, ἀλλὰ ποτὲ δὲν κατεδέχθη νὰ ῥίψῃ τὸ βλέμμα της ἐπάνω μου, νὰ δώσῃ τὴν παραμικρὰν προσοχὴν εἰς ἐμέ. Καὶ εἶχε δίκαιον.

Δὲν ἔχω δίκαιον καὶ ἐγὼ νὰ συγκινοῦμαι τόσον ἀπὸ τὸ «Παλῃὸ τραγοῦδι τοῦ νέου καιροῦ», ἐκεῖνο τὸ τραγοῦδι τὸ ὁποῖον ἐχάραξεν ἐπὶ μαρμάρου ὁ ἀθάνατος ποιητής;

Κωστησ Παλαμασ