Μνημόσυνον Β′
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891


ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ Β′.
[Ἡ 11 Νοεμβρίου]

Δανάη μου, παραφρονῶ! Ἡ ὥρα
Τοῦ φοβεροῦ μας χωρισμοῦ σημαίνει.
Οἴμοι! Τοῦ κώδωνος τὸ πλῆκτρον ψαύει
Χεὶρ ἄγνωστος, κακοῦργος εἱμαρμένη.

Ἄχ! ἄφες την, τὸ αἷμα, τὴν ψυχήν μου,
Τὴν ὕπαρξίν μου νὰ τὴν μεταγγίσω.
Εἶν’ ἔγκλημα· ἡ γῆ δὲν ἔχει ἄλλην.
Ἐγὼ, πατὴρ, νεκρὰν νὰ τὴν φιλήσω;

Σβέννυνται οἱ ἀστέρες της οἱ δύο
Καὶ μετ’ αὐτῶν τὸ σθένος μου ἐκλείπει·
Κατακλυσμὸν ὑφίσταται ὁ νοῦς μου!
Εἶνε παραφροσύνη, ὄχι λύπη…

Ἐξέπνευσεν;… Ἦτο θνητή;… Ἐσβέσθη;…
Ἦτο θυγάτηρ μου;… ἢ ὀπτασία;
Εἴκοσι φροῦδα ἔτη μὲ ἠπάτα,
Μ’ ἐχλεύαζε νοσοῦσα φαντασία;

Ἐγὼ δημιουργὸς τοιούτου ὄντος;
Ἢ μήπως ἦτο τέκνον τοῦ ἡλίου
Ἐκ νοσταλγίας πάσχον εἰς τὴν γῆν μας
Καὶ χρείαν ἔχον κόσμου αἰθερίου;

Καὶ ὅμως τόσον τὴν ζωὴν ἠγάπα,
Τὴν γῆν καὶ τῶν Μαΐων της τὰ κάλλη·
Δὲν ἤθελε νὰ φύγῃ, καὶ θρηνοῦσα
Θρηνοῦντα πρὸς βοήθειαν μ’ ἐκάλει.

Ἔμελπε την «Ἰσχὺν τῆς Εἱμαρμένης»
Ὁ κύκνος πρὶν τὰς πτέρυγας ἁπλώσῃ,
Καὶ ἤκουον τὸ ἔσχατόν της ᾆσμα
Δεσμώτης Προμηθεὺς ἐν ἀπογνώσει.


Καὶ τόρα;… Τῆς ζωῆς μου ὀφειλέτης
Ἀνάγκη, καθειργμένος ν’ ἀναπνέω
Ἀνάγκη, ναυαγὸς συντετριμμένος
Ἀδυνατῶν νὰ βυθισθῶ, νὰ πλέω.

Ἔκλεψα φῶς ὡραῖον οὐρανόθεν·
Ὑπῆρξα Προμηθεὺς ἐγκληματίας.
Γὺψ τόρα τοῦ Καυκάσου μὲ σπαράττει
Μάρτυρα τῆς νεμέσεως τῆς θείας.

....................................................................................................................................................................................................................................................


Πόσον βραδὺς τῶν δυστυχῶν ὁ βίος!
Ὦ Χρόνε! σπεῦδε, σπεῦδε τὴν πορείαν,
Φέρε νεκρὸν τὸν μάρτυρα πατέρα
Εἰς τὴν σεπτὴν ἐκείνην παραλίαν,

Ὅπου ἐν μέσῳ ἰτεῶν καὶ μύρτων
Ἡ κόρη μου ὡς Ἥβη κοιμωμένη
Μοὶ τείνει φιλοστόργως τὴν ἀγκάλην
Ἔρημος, μόνη, μόνη ἐν γῇ ξένῃ
Ἐν Ἑρμουπόλει, τῇ 15 Δεκεμβρίου 1889.

Ὁ δυστυχὴς πατὴρ
Μυρων