Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Η περούκα της θείας και το πείσμα του ανεψιού

Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας:
Ἡ περούκα τῆς θείας καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ ἀνεψιοῦ


Η ΠΕΡΟΥΚΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΨΙΟΥ

δραμα κωμικωσπαρακτικον
είς ἓξ σκηνὰς…… γελοιογραφικὰς

ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο Παπποσ : Η Θεια : Ο Ανεψιοσ

ΝA τὸν δείρῃς σὲ παρακαλῶ, θεῖε· ἆ! κατήντησε πλειὰ ἀνυπόφορος! ἐβρυχήθη ἡ δεσποσύνη Χρυσάνθη Μπερουκίδου. — Μπᾶ τὸ τρελλόπαιδο! ἀνοησίαις ἔχομε πάλι; αἴ;

— Νὰ τὸν δείρῃς, θεῖε μου! εἶνε ἀδιόρθωτος! αὐτὸ μόνον σοῦ λέγω!

Καὶ πράγματι ὁ Τάκης ἦτο πολύ, πολὺ ταραξίας καὶ ἀθυρόστομος. Εἶχε καταντήσει ὁ κακὸς δαίμων τοῦ κομμωτηρίου τῆς δεσποσύνης θείας του. Ὁ μικροσκοπικὸς Σατανᾶς ἐννόει νὰ χώνεται παντοῦ καὶ νὰ μετακινῇ τὰ πάντα ἐκ τῆς θέσεώς των. Ἀπό τινων ἡμερῶν τὰ εἶχε βάλει συστηματικῶς κατὰ τῆς πλουσίας καὶ ξανθοχρύσου κόμης τῆς Χρυσάνθης, τὴν ὁποίαν ὅλοι ἐθαύμαζον καὶ ἐζήλευον καὶ μὲ τὴν ὁποίαν μάλιστα τελευταῖον ὁ γραμματεὺς τοῦ Εἰρηνοδικείου κ. Παραβλόπουλος, ἀρκετὰ ρωμαντικὸς καὶ ἀρκετὰ μύωψ, εἶχεν ἐρωτευθῇ τρομερά.

Ἀλλ’ ὁ Τάκης μὄλα ταῦτα ἦτο πολὺ ἀδιόρθωτος καὶ ταραξίας. Τὴν ἡμέραν δ’ ἐκείνην ἐνώπιον τοῦ κυρίου αὐτοῦ εἶχε ῥίψει σκληρούς τινας ὑπαινιγμοὺς καὶ φρικαλέας ἀθυροστομίας περὶ τῆς ἀπαραμίλλου κόμης τῆς θείας του, τῆς ὁποίας, παρειςδύσας φαίνεται τὸ πρωῒ εἰς τὸ καλλυντήριόν της, ἀνεκάλυψε τὸ καλλιτεχνικὸν μυστήριον.

— Μπρέ, παληόπαιδο! τί ἀνακατεύεσαι ἐσὺ μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς θείας σου, αἴ;

— Μά, παπποῦ, ἐγὼ τὴν εἶδα πῶς τὰ βάζει…

— Τί εἶδες, ψεύτη; αἴ! ποιὸς σοῦ εἶπε νὰ ἰδῇς, αἴ; διέκοψεν ἡ Χρυσάνθη φρυάττουσα.

— Στάσου νὰ σοῦ δείξω ἐγώ! ἠπείλησε βλοσυρῶς ὁ πάππος, ὅςτις μ’ ὅλην τὴν κλασικὴν δυσκαμψίαν τοῦ σώματος κατέφυγεν εἰς τὴν διὰ τοῦ ξύλου συνοπτικὴν διαδικασίαν, τὸ ὁποῖον κατέφερεν ἐπανειλημμένως ἐπὶ τῶν ἁβρῶν νώτων τοῦ μικροῦ ἀθυροστόμου, ἑνῶ ἡ Χρυσάνθη ἐν τῷ μεταξὺ εἰςελθοῦσα εἰς τὸ ἄλλο δωμάτιον, προέκυψε τὴν κεφαλὴν διαθρυπτομένη ἐκ τοῦ εὐφροσύνου ἐκείνου θεάματος, τὸ ὁποῖον ἐνδομύχως θὰ ηὔχετο βέβαια νὰ διαρκέσῃ ἀτελεύτητον, ἢ ἐφ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἤθελε διαρκεῖ ὁ πρὸς τοὺς ξανθοὺς πλοκάμους της θαυμασμὸς τοῦ κ. Παραβλοπούλου.

Καὶ ὁ μὲν πάππος μετὰ τὴν κοπιώδη ἐργασίαν ἐκείνην ἀπῆλθεν εἰς τὴν λέσχην, ὅπου συνήθως ἀνέπαυε τὰ σφαιρικὰ μέλη του ἐπὶ τῶν παχέων ἀνακλίντρων.

Ὁ δὲ μικρὸς ταραξίας τρέμων ἐκ τοῦ φόβου καὶ τοῦ ξυλοφορτώματος, μόλις συνεκράτει τὰ δάκρυα καὶ τὰ ὀπίσθια, πληρῶν τὸν θάλαμον γόων καὶ θυμηδίας, διὰ τήν δεσποινίδα Χρυσάνθην τοὐλάχιστον, ἡ ὁποία χαιρεκάκως γελῶσα:

— Αἴ! Τάκη! σοῦ ἄρεσαν; Ἦταν καλαῖς; Νὰ σὲ ἰδῶ τώρα θὰ τὸ ξανακάμῃς!

— Ἔννοια σου θεῖτσα· κ’ ἐγὼ ξέρω τί θὰ σοῦ κάμω. Ἔννοια σου! ἐγρύλλισε μορφάζων ὁ μικρὸς πολλὰ μορμηρίζων κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν.

— Καϋμένε! ἂν ξανατολμήσῃς ἄλλη φορὰ νὰ τἄχῃς μὲ τὰ μαλλιά μου θά σε δέσω χειροπόδαρα ’ς τὴ πολυθρόνα καὶ θά σε δέρνω ὅλη τὴν ἡμέρα! ἀκοῦς; ἄκουέ το!

Καὶ πράγματι ὁ Τάκης τὸ ἤκουσε τελειότερον παρ’ ὅ,τι ἡ δεσποινὶς Χρυσάνθη προςεδκα. Ἡ ἀπειλὴ; θὰ σὲ δέσω! ὅσον καὶ ἂν ἦτο φοβερά, ἐν τούτοις ἴσχυσε νὰ ἐμπνεύσῃ εἰς τὸν ἀδιόρθωτον ταραξίαν ἓν μεγαλοφυὲς καὶ πρωτότυπον σχέδιον ἐκδικήσεως τὸ ὁποῖον μάλιστα ἐμελέτα, νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴν τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὁ μικρὸς Σατανᾶς.

Ἦτο ἡ συνήθης ὥρα πρὸς τὸ ἑσπέρας, καθ’ ἣν ἡ Χρυσάνθη, ἐξερχομένη ἀειθαλὴς πάντοτε καὶ αἰωνίως νεαρωτέρα ἐκ τοῦ καλλωπιστηρίου της εἰςήρχετο εἰς τὴν αἴθουσαν καὶ ἀνέμενε τὴν ἔλευσιν τοῦ κυρίου Παραβλοπούλου, ὅστις περατῶν τὰς ἀντιγραφάς του ἐν τῷ Εἰρηνοδικείῳ καὶ ἐφοδιαζόμενος διὰ διόπτρων καὶ ὑψηλοῦ πίλου μετέβαινε παρ’ αὐτῇ ὅπως θαυμάσῃ, διὰ χιλιοστὴν φοράν, τὸν σπάνιον καὶ ἀνεκτίμητον ἐκείνου θησαυρὸν τῆς κόμης της.

Ἡ Χρυσάνθη βεβαίως θὰ ἔκαμνε πολὺ φρόνιμα, ἐὰν πρὸ τούτου εἶχε τὴν πρόνοιαν νὰ δέσῃ πράγματι τὸν μικρὸν ταραξίαν, κατὰ τὴν ἀπειλήν της, καθόσον ὁ Τάκης καθ’ ἦν στιγμὴν αὕτη βυθισμὲνη ἐπὶ τῆς ἕδρας προςεπάθει νὰ συνδέσῃ τὰ νήματα τῶν ρεμβασμῶν της πρὸς τὰς ὀνειροπολήσεις τοῦ μέλλοντος, οὗτος ἐξεναντίας προςεπάθει νὰ συνδέσῃ δι’ ἄλλου πραγματικοῦ νήματος τὸν κεκρύφαλον τῆς θείας του μὲ τὸ ἄκρον τῆς ἕδρας. Καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι ἡ ἔνεδρα εἶχε στηθῇ ἀσφαλῶς ὁ μικρὸς κακοῦργος ἐτράπη ἀψοφητεὶ εἰς φυγὴν καὶ ἀνέμενε τὴν ἔκρηξιν εἰς τὸ παρακείμενον δωμάτιον.

Αἴφνης μετά τινας στιγμὰς ἀνοίγεται ἡ θύρα καὶ ἐμφανίζεται ὁ μύωψ θαυμαστὴς τῆς δεσποσύνης, προςκλίνων καὶ ἑτοιμαζόμενος εἰς διαχύσεις.

Ὁποῖαι στιγμαὶ σιγκινήσεων, γοητείας, μέθης εὐδαιμονίας!

Καὶ εἶχε φιλοτεχνήσει ἡ δεσποινὶς Μπερουκίδου μετὰ τοιαύτης αἰσθητικῆς χάριτος καὶ λεπτολογίας τὴν θαυμασίαν κόμην της, τὸ ἀντικείμενον δηλαδὴ τῆς λατρείας τοῦ κυρίου γραμματέως, ὥςτε τὴν φορὰν αὐτὴν ὁ θρίαμβός της καὶ πάλιν θὰ ἦτο βέβαιος καὶ ἐξησφαλισμένος!

Ὅταν εἶδεν εἰςελθόντα τὸν ἀξιέραστον θαυμαστὴν ἐζήτησε νὰ ἐγερθῇ καὶ τὸν δεξιωθῇ μετὰ τῆς συνήθους γλυκύτητος καὶ φιλοφροσύνης.

Ἀλλὰ ἐνῷ ἀνεκινήθη τείνουσα πρὸς αὐτὸν φιλομειδῶς τὴν χεῖρα, αἴφνης ᾐσθάνθη ὅτι δύναμίς τις μυστηριώδης τὴν εἵλκυε πρὸς τὰ ὄπισθεν, καὶ ὅτι συμπαρέσυρε παραδόξως πρὸς ἑαυτὴν καὶ τὴν ἕδραν ὁλόκληρον.

Καὶ πρὶν ἢ προφθάσῃ καὶ ἐννοήσῃ τί συνέβαινεν οἴμοι! αἴφνης ἡ ὡραία ἐκείνη καλλιτεχνικὴ κόμη ἀπέπτη μετέωρος εἰς τὸ κενόν, ἐνῶ ὁ κύριος ἔρρηξε σπαρακτικὴν κραυγὴν καταπλήξεως καὶ ὑπεχώρησεν ἔντρομος, καθ’ ἣν ἀκριβῶς στιγμὴν ἔσωθεν ἐκ τοῦ ἄλλου δωματίου ἠκούοντο οἱ ὀξεῖς καγχασμοὶ καὶ τὰ ποδοκροτήματα τοῦ ἀνηλεοῦς Τάκη....

(Ἀθήνησι, μηνὶ Αὐγούστῳ, 1890)

Σατανασ