Ἡ ἀληθινὴ ἀρετή
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891


Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΡΕΤΗ
ΔΙΗΓΗΜΑ

— …Δὲν βαρειέσαι, μπάρπα-Κοσμᾶ! διέκοψεν ὁ Χαρίλαος, ζωηρὸς δεκαεπταέτης νεανίας, πρωτοετὴς φοιτητὴς τοῦ πανεπιστημίου, σοβαρευόμενος καὶ λαμβάνων ὕφος δογματικὸν. Ὅλα γίνονται σήμερον πρὸς τὸ θεαθῆναι· ἐγὼ τί νὰ σοῦ ’πῶ, δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἀληθινὴ ἀρετὴ ’ς αὐτὸν τὸν κόσμον!

Καὶ ἔσυρε τὸ κάθισμά του ἐγγύτερον πρὸς τὴν θερμάστραν, πέριξ τῆς ὁποίοις συνεσπειροῦτο συνήθως κατὰ τὰς παγερὰς ἑσπέρας τοῦ Δεκεμβρίου ἡ οἰκογένεια πᾶσα, ἀκροωμένη τῶν ἀφελῶν καὶ περιέργων διηγήσεων τοῦ ἁπλοϊκοῦ πρεσβύτου, ἀπὸ ἐτῶν πολλῶν διατελοῦντος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ πατρός των, τοῦ καπετὰν Μαρκῆ. Ἡ συνομιλία διήρκει ζωηρὰ πάντοτε καὶ ἐνδιαφέρουσα, πλήρης ἀνεκδότων καὶ παροιμιῶν, μέχρι τῆς ἐπανόδου τοῦ πατρός, ὅτε ἐκάθηντο ἔπειτα εὔθυμοι ὅλοι εἰς τὸ δεῖπνον. Καὶ ἦτο δριμὺ τὸ ψῦχος τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ὁ δὲ βορρᾶς ἔτριζεν ἄγριος εἰς τὰ ἀπεκρυσταλλωμένα ὑελώματα τῶν παραθύρων. Ἐκ τοῦ ὁμίλου τῶν μικρῶν συζητητῶν ἔλειπε κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας καὶ ἡ μήτηρ, τύπος ἀγαθῆς καὶ φιλέργου οἰκοδεσποίνης καταγινομένη εἰς τὸ ἐνδότερον τοῦ οἴκου περὶ τὴν προετοιμασίαν τοῦ δείπνου.

— Ἆ! νά με συμπαθᾷς, παιδί μου δὲν εἶνε διόλου σωστὸ αὐτὸ ποῦ λές! ἀπεκρίθη ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς δίδων αὐστηρὸν καί πως ἐπιπληκτικὸν τόνον εἰς τὴν βαρεῖαν καὶ ἠχηρὰν φωνήν του.

— Οὔφ! καϋμένε Χαρίλαε καὶ σύ! πάντοτε εἶσαι τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιλογίας! τῷ παρετήρησε καὶ ἡ μικρὰ Νίτσα, ξανθὴ δεκατετραέτις παιδίσκη μὲ τοὺς γαλανοὺς σπινθηροβόλους ὀφθαλμούς της καὶ τὴν λεπτὴν μεταλλικήν της φωνήν.

— Ἄ! μὰ βλέπεις, ἡ εὐγενεία του ἀπ’ ἐδῶ, ἐπῆγε τώρα ’ς τὸ πανεπιστήμιον καὶ τὰ ’ξεύρει πλέον όλα· ἔγινε δὲ σωστὸς φιλόσόφος! προςέθηκαν ἡ μεγαλειτέρα ἀδελφὴ Χαρίκλεια ὑπομειδιῶσα πονήρως χωρὶς ν’ ἀνεγείρῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ τοῦ κεντήματος, εἰς ὃ ἐνησχολεῖτο.

— Ἄκουσε, Χαρίλαε — ἔσπευσε νὰ ἐξακολουθήσῃ ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς συνδιαλλάσσων τὰ ἐξεγειρόμενα πνεύματα τῶν νεαρῶν συνομιλητῶν. Ἐσὺ δηλαδὴ θὲς νὰ ’πῇς πῶς πρέπει κανένας νὰ κάμῃ τὸ καλὸν ὄχι γιὰ νὰ τὸ μαθαίνῃ καὶ τὸν παινεύῃ ὁ κόσμος, ἀλλὰ νὰ τὸ ξεύρῃ κρυφὰ μέσα ἡ ψυχή του καὶ νὰ χαίρεται....

— Μάλιστα, αὐτὸ ἐννοῶ, Κυρία, σὺ ποῦ χαμογελᾷς, ὑπέλαβεν ὁ Χαρίλαος ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν Χαρίκλειαν. Ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀρετὴ ἔχει ἀξίαν μόνον ὅταν βγαίνῃ μέσ’ ἀπὸ τὴν συνείδησιν κανενός, καὶ ὄχι ὅταν γίνεται πρὸς ἐπίδειξιν. Δὲν λέγω, βέβαια, πῶς δὲν ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ἐνάρετοι, ἀλλὰ τοὺς ἀρέσει περισσότερον νὰ ἐπιδεικνύουν τὸ καλὸν ποῦ κάμνουν παρὰ νὰ τὸ κρατοῦν κρυφὸ ’ς τὴν ψυχήν των.

— Μάθε λοιπόν, παιδί μου, ἐξηκολούθησεν ὁ γηραιὸς ναυτικός, πῶς εἷδα ἐγὼ ἀνθρώπους νἆνε τίμιοι καὶ καλοί, ὄχι γιὰ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, ἀπὸ φόβο ἢ ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ζήσουν δίχως τιμὴ καὶ αἴσθημα, ὅπως δὲν ’μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσῃ χωρὶς φῶς καὶ ἀγέρα.

— Ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω αὐτὸ! Οἱ ἄνθρωποι εἶνε τίμιοι καὶ καλοί, ἐπειδὴ αὐτὸ τοὺς συμφέρει περισσότερον παρὰ νὰ ἦσαν κακοί. Αὐτὸ παραδέχομαι ἐγώ.

— Ἄκουσε λοιπόν, νὰ σοῦ διηγηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, καὶ θὰ ’δῇς πῶς εἶσαι ἀπατημενος, παιδί μου....

Καὶ ὁ ἀγαθὸς γέρων, συνδαυλίζων τὸ πῦρ τῆς ἑστίας ἤρξατο ὡς ἑξῆς:

— «Θἆνε τώρα πολλὰ χρόνια περασμένα. Ἐταξειδεύαμε τότε τὴ Μεσόγειο καὶ τὴ Μαύρη Θάλασσα καὶ κἄπου-κἄπου ξανοίγαμε καὶ τὸν Ὠκεανὸ πέρ’ ἀπ’ τὸ Γιβραλτάρι. Θυμάμαι, ἤμουνα λουστρόμος ’ς ἕνα καράβι, ποῦ τὸ φορτώσαμε ξυλεία ἀπὸ τὸ Βατοὺμ γιὰ τὸ Τριέστι. Ἦταν βαρυχειμωνιά, καλὴ ὥρα ’σὰν καὶ σήμερα, Δεκέμβρης μῆνας. Τὰ νερὰ ἐπάνω ’ς τὸν Ποταμὸ ἦσαν παγωμένα. Ὁ καπετάνιος μας - ξεχνῶ αὐτὴ τὴ στιγμὴ τ’ ὄνομά του - τριάντα ὡς τριανταδυὸ χρόνων ἄνδρας, ἔμμορφος, ψηλός, ἀνδρειωμένος, μὲ κἄτι πλάταις ἀτσαλένιες καὶ μὲ κἄτι μάτια ὅλο φωτιά, ἦταν ἀπὸ τοὺς ’ξακουσμένους ναυτικοὺς τοῦ νησιοῦ μας. Σωστὸ παλληκάρι, μὰ γνωστικὸ καὶ φρόνιμο ’ςὰν κοπέλλα. Ὅλοι οἱ ναῦτες τὸν ἐτρέμαμε, μὰ καὶ τὸν ἀγαπούσαμε κι’ ὅλα, γιατὶ μ’ ὅλαις τῇς παραξενιαῖς του εἶχε μιὰ καρδιὰ μάλαμμα. Ἐμένα μὲ συμπαθοῦσε πολὺ καὶ ἤμουνα ἐμπιστεμένος του. Μὰ κ’ ἐγὼ δὰ τὸν ἀγαποῦσα καλλίτερ’ ἀπὸ παιδί μου, γιατὶ βέβαια θὰ εἶχα δέκα-δεκαπέντε χρόνια ’ς τὴ ῥάχι μου πάρα ’πάνω. Τὸ καράβι, ἕνα ἀπ’ τὰ ζηλεμμένα βρίκια τοῦ νησιοῦ μας, καινούργιο, δὲν ἦταν ’λίγος καιρὸς ποὖχε βγῇ ἀπ’ τὰ ’σχαριά, τό ’χε ὀνοματισμένο ’ς τὴ γυναῖκα του, μιὰ πανώρῃα μελαγχροινή, ποῦ τὴν εἶχε στεφανωθῇ ’κείνη τὴ χρονιὰ ’ς τὸ νησί. Καὶ τὴν ἀγάπαε μὲ τόση λαχτάρα, ποῦ ὤμονε ’ς τὤνομά της....

— Καὶ πῶς τὴν ἔλεγαν; ἠρώτησεν ἡ Νίτσα.

— Ἄ! δὲ θυμᾶμαι, ἔτσι νἄχω καλό! ἀπήντησεν ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς ὑπεκφεύγων νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἐρώτησιν τῆς μικρᾶς περιέργου. ’Ξεκινήσαμε λοιπὸν κατὰ ποῦ λέτε μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ ἀπ’τὴ Μαύρη Θάλασσα, ’περάσαμε τὰ Δαρδανέλλια, ἀνοιχτήκαμε ’ς τὸ πέλαγο, καὶ ἀρμενίζαμε μιὰ χαρὰ γιὰ τὸ Τριέστι. »Ἐμπρὸς παιδιά! μᾶς ἔλεγε ὁ καπετάνιος - ἂν βαστάξῃ ἔτσι πρίμα ὁ καιρὸς καὶ ’πᾶμε γλήγωρα νὰ προφθάσουμε νὰ πουλήσουμε τὸ πρᾶμμα ’ςὲ καλαῖς τιμαῖς, θὰ σᾶς κάνω ἕνα καλὸ μπουναμᾶ μεθαύριο τὴ πρωτοχρονιἀ». Μὰ τί τὰ θέτε, παιδιά μου· ἡ θάλασσα εἶνε ἄπιστη. Λὲς καὶ τὸν ἄκουσε κι’ ἀπ’ τὴ ζήλεια της ἀρχίνησε ν’ ἀγριεύῃ ἀπ’ τὴν ὥρα ’κείνη. Ὁ οὐρανὸς ’ςὲ λίγο σκοτείνιασε καὶ μᾶς πιάνει ἕνας σιρόκος διαολεμένος. Πώ! πώ! τὸ θαλασσοφουρτοῦνα ἦταν ἐκείνη! Δὲν θυμᾶμαι ἄλλη ’ς τὴ ζωή μου. Τὰ κύματα ἔμβαιναν ’σὰν βουνὰ ἀπὸ τὴν πλώρη καὶ σάρωναν τὸ κάσσερο πέρα - πέρα. Τὴ νύχτα δυνάμωσε ὁ ἀγέρας ’ςὲ τέτοιο τρόπο, ποῦ μᾶς ἅρπαξε τἄρμενα καὶ κατάκυψε καὶ ’ξάρτια καὶ ἄλμπουρα· ἀπὸ τρίχα νὰ ’πᾶμε ὅλοι φοῦντο μὲ τὸ καράβι. ’Κεὶνη τὴ νυχτιὰ - τὸ συλλογιοῦμαι ἀκόμα κι’ ἀνατριχιάζω - ἔνα κῦμα θεόρατο, μὲ τὴν ὁρμὴ ποὔσκασε, ἁρπάζει ἕνα ναυτόπουλό μας ἀπ’ τὴ κουπαστὴ καὶ τὸν ἔρριξε νὰ τὸν καταπιῇ ἡ θάλασσα. Τὸ ἄμοιρο παιδί… Θεὸς συχωρέσοι το!… Ἦταν γραφτό του νὰ χαθῇ ἔτσι....

— Ἄχ, τὸ καϋμένο! ὑπέλαβε καὶ αὖθις ὑπόδακρυς ἡ Νίτσα διαθρυπτομένη ὁλονὲν ἐκ τῆς διηγήσεως.

— Λοιπὸν νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ - ἐξηκολούθησεν ὁ πολιὸς ναυτικὸς ἀπολείβων καὶ οὗτος ἓν δάκρυ ἐκ τοῦ κανθοῦ τῶν ὀφθαλμῶν - δύο μερόνυχτα ’παλεύαμε ἔτσι μὲ τὰ στοιχεῖα. Ἀπὸ στιγμὴ ’ςὲ στιγμὴ ’καρτερούσαμε κ’ ἐμεῖς τὴν ἴδια μοῖρα. Ὁ καπετάνιος-καλή του ὥρα - ἆ! ἔπρεπε νὰ τὸν βλέπατε τότε νὰ ’δῆτε παλληκάρι μιὰ φορά! δὲν ἔφυγε μινοῦτο ἀπ’ τὸ τιμόνι. Διπλωμένος μέσ’ ’ς τὸ χονδρὸ μουσαμᾶ του ’κυβέρναγε μονάχος του τὸ καράβι κ’ ἔδινε ’ς ὅλους μας κουράγιο ποῦ τἄχαμε σαστισμένα. ’Ξέχασα νὰ σᾶς ’πῶ πῶς ἀπὸ τὴ πρώτη νυχτιά, ἀφοῦ εἶδε κι’ ἀπόειδε πῶς τὴν εἴχαμε κακά, μᾶς ἐπρόσταξε νὰ κάνουμε χύσι τὸ μισὸ φορτίο ’ς τὴν φορτοῦνα ἐπάνω γιὰ νὰ γλυτώσουμε τὸ καράβι καὶ τὴ ζωή μας. Τέλος πάντων ἔδωσ’ ὁ Θεὸς καὶ μπουνατσάρισε κομμάτι, κ’ ἔτσι σώσαμε καὶ πιάσαμε ’ς τὸ Τριέστι, μισοπεθαμμένοι, μὲ τὴ ψυχὴ ’ς τὸ στόμα. Ὁ καπετάνιος μας ἤτανε πολὺ συκλετισμένος. Πρώτη φορὰ ποῦ τὸν εἶδα νὰ τὸ πάρῃ ἔτσι κατάκαρδα.. Μὰ εἶχε καὶ δίκηο. Χώρια ἀπ’ τὴ ζημία ’ς τὸ φορτίο ἔπαθε καὶ ἡ ἁρματωσιὰ τοῦ καραβιοῦ. Ὄντας ’πατήσαμε τὴ στεριά, ἔτρεξε ἀμέσως ’ς τὴ πόλι νὰ ζητήσῃ κἀνένα μικρὸ θαλασσοδάνειο, γιὰ νὰ ’ξοικονομήσῃ τὴ περίστασι. Μὰ τοῦ κάκου. Δὲν ηὗρε πουθενὰ ὅθε κι’ ἄν ’πῆγε. Ὁ καπετάνιος μας, φιλότιμος ἄνθρωπος, βλέπετε, ἦταν νὰ σκάσῃ ἀπ’ τὴ στενοχώρια του. Πρώτη φορὰ τότε τὸν εἶδα νὰ τὸ ρίξῃ ’ς τὸ κονιὰκ καὶ τὸ ροῦμι. Πέντ’ ἕξη ’μέραις ποὔμαστε ἀραγμένοι ’ς τὸ λιμάνι, οὔτε ἄχνη τοὔβγαζες ἀπ’ τὸ στόμα. Τὴ νύχτα ’γύριζε ἀργὰ ’ς τὸ καράβι, ἀμίλητος καὶ συλλογισμένος. Μιὰ νυχτιὰ θεοσκότεινη, ἐκεῖ ποῦ ’γύριζε ἀπ’ ἔξω, ’ξανοίγει ’ς τὸ μῶλο ἕνα δέμα, ποῦ ’σκόνταψε ἔξαφνα. Σκύβει ἀπὸ περιέργεια, τὸ παίρνει, τὸ βάζει ’ς τὸ κόρφο του, χωρὶς νὰ τὸν ’δῇ κανένας, γιατὶ ψυχὴ δὲν ’φαινότανε ’ς τὸ δρόμο, ’μπαίνει ’ς τὴ βάρκα μας, ποῦ τὸν περιμέναμε ἐγὼ κι’ ἕνα ἄλλος ναύτης, κι’ ἀναβαίνουμε ’ς τὸ καράβι. Οἱ ἄλλοι ναύταις ’πῆγαν νὰ πλαγιάσουν, καὶ ἐγὼ ἔμεινα ἐπάνω νὰ φυλάω σκοπὸς. ’Κατέβηκε κι’ ὁ καπετάνιος νὰ ’συχάσῃ ’ς τὴ κάμαρά του. Ξεδιπλώνει τὸ δέμα, καὶ τὶ νὰ ἰδῇ! ἕνα μάτσο χαρτονομίσματα, ἶσα μὲ δέκα χιλιάδες φιορίνια, δηλαδὴ ποῦ λέμε ἀβάντσο ἀπὸ τριάντα χιλιάδες δραχμαῖς..»

— Ἄχ! τί καλά! τί καλά! ἐκραύγασε περιχαρὴς καὶ ἔκπληκτος ἡ Νίτσα, οἱονεὶ ἀνακουφιζομένη ἐκ τῆς ψυχικῆς συντριβῆς.

— Νά, ποῦ καμμιὰ φορὰ ἡ τύχη ’ξεύρει τι κάμνει! παρετήρησεν ἡ Χαρίκλεια, ἥτις εἶχεν ἤδη καταλίπει τὸ κέντημα καὶ ἠκροᾶτο μετὰ προςοχῆς.

— Αἴ, μὰ ἦταν καὶ δίκηο νἄλθουν ἔτσι τὰ πράγματα, προςέθηκεν ὁ Χαρίλαος.

— Σταθῆτε δὰ πρῶτα. «Ὁ καπετάνιος ἅμα εἶδε ἔξαφνα ξένα χρήματα ’ς τὰ χέρια του, δὲ ’θέλησε μήτε νὰ τὰ μετρήσῃ. Ἀμέσως τύλιξε πάλι τὸ δέμα, τὤβαλε ’ς τὸ κόρφο του κι’ ἀνέβηκε ’πάνω ’ς τὴ κουβέρτα. Λὲς κ’ ἐπατοῦσε ’ς ἀναμμένα κάρβουνα ἀπ’ ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὅλη νύχτα ’σουλατσάριζε χωρὶς νὰ κλείσῃ ’μάτι. Τὴν αὐγὴ μὲ προςτάζει νὰ λύσω τὴ σκιμπαβία, καὶ μιὰ καὶ δυὸ βγαίνομε ἔξω. Ὁ καπετάνιος δὲν χάνει καιρό, τρέχει ’ς τὴν Ἀστυνομία, βρίσκει τὸν ἀστυνόμο καὶ παραδίδοντάς του τὸ δέμα: — «Νά, τοῦ λέει, ἀστυνόμε, αὐτὰ ηὗρα ’ψὲς βράδυ. Εἶνε ξένο βιός, καὶ δόστε τὸ ’ς αὐτὸν ποῦ τἄχασε…»

— Ἔτσι αἴ! μὰ νἆνε πράγματι ἀλήθεια αὐτὸ ’μπάρπα-Κοσμᾶ, ἠρώτησε μετὰ προφανοῦς ἐκπλήξεως ὁ Χαρίλαος δυςπιστῶν.

— Στάσου νὰ ’δῇς καὶ τὰ παρακάτου. «Γυρίσαμε ’ς τὸ καράβι. Ἐγὼ ἕως ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ἤξευρα τίποτε. Καὶ νὰ ’δῆτε πῶς ἔτυχε νὰ τὸ πάρω χαμπάρι. Ἔπειτα ἀπὸ ’λίγαις ὥραις, βλέπουμε καὶ κοντοζυγόνει ’ς τὸ καράβι μὲ μιὰ βάρκα ἕνας τρανὸς κύριος μὲ μιὰ ’ψηλή καπελλαδοῦρα καὶ ζητάει τὸν καπετάνιο. Ἤτανε ὁ τραπεζίτης ποὖχε χάσει τὰ χρήματα. Ἀναιβαίνει ἐπάνω, σφίγγει τὸ χέρι τοῦ καπετάνιου μας, τοῦ κάνει χίλιους δυὸ ἐπαίνους κ’ εὐχαριστήσες γιὰ τὴν τιμιότητά του, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ δεχθῇ γιὰ ριγάλο τῆς τρεῖς χιλιάδες ἀπ’ τὰ φιορίνια. Τότε κ’ ἐγώ, ποὔμουνα ’μπρὸς ’ς τὴ σκηνὴ ἐκείνη, ἐκατάλαβα τί εἶχε συμβῆ....

— Ἄχ! εὖγε του! ἐφώνησεν ἀκράτητος ἐκ τῆς συγκινήσεως ἡ Νίτσα.

— «Μὰ ὁ καπετάνιος μας, παράξενος ἄνθρωπος ’ς τὸ ζήτημα ἐπάνω τῆς τιμῆς, ἅμα εἶδε πῶς ἤθελε τάχα νὰ τὸν πληρώσῃ γι’ αὐτὸ ποὔκαμε, τὸν πιάνουν τὰ νεῦρά του, ἀγριεύει, στρώνει ’μπροστὰ τὸ καλό σου τὸ Τραπεζίτη, καὶ μόνο ποῦ δὲν τὸν φουντάρισε ’ς τὸ γυαλό. Δὲν συλλογίσθηκε οὔτε τὴ στενοχώρια του, οὔτε τὴν ἀπελπισία, ποῦ ’βρισκούτανε. « — Πάρ’ τὰ χρήματα Χριστιανέ, τοῦ λέει, ἄμε ’ς τὸ καλό, κι’ ἐμένα δὲ μοῦ χρειάζεται πληρωμὴ γιὰ νἆμαι τίμιος!»

— Ἄλλο πάλιν αὐτό! ὑπέλαβεν ὁ Χαρίλαος ὡςεὶ ἀμφιβάλλων.

— Βέβαια ἂν ἤσουν ἐσύ, τῷ παρετήρησεν ἡ Χαρίκλεια μετὰ τόνου εἰρωνικοῦ, θὰ τὰ κρατοῦσες ὅλα. Αὐτὸ λέγει ἡ ἰδική σου φιλοσοφία.

— Τί νὰ σοῦ ’πῶ, μπάρπμα-Κοσμᾶ, ’ςὰν ψέμματα μοῦ φαίνεται. Ποῖος ἦτο αὐτὸς ὁ ἀλλόκοτος καπετάνιος σου; δὲν ἔχει ὄνομα; ἢ μήπως τὴν ὠνειρεύθηκες αὐτὴ τὴν ἱστορία καὶ τὴν ’πῆρες γι’ ἀληθινή;

— Ψέμματα; ἐφώνησεν ὁ ἀγαθὸς γέρων δυσανασχετῶν καὶ περιβάλλων δι’ αὐστηροῦ βλέμματος τὸν μικρὸν ἰσχυρογνώμονα. Ψέμματα, εἶπες; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ ’πῶ τὄνομά του; Μὰ ὁρκίσου με πῶς δὲ τὸ βγάλῃς ποτὲ ἀπ’ τὸ στόμα σου, γιατὶ κ’ ἐγὼ πρώτη φορὰ εἶνε ποῦ τὸ ξεφανερόνω.

— Σοῦ ὁρκίζομαι ’ς τὴ ζωὴ τοῦ πατέρα μου!

— Καλά Σκῦψε λοιπὸν νὰ σοῦ τὸ ’πῶ.....

Τὴν στιγμὴν ἀκριβῶς ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα εἰς τὴν εἴςοδον. Ἦτο ὁ πατήρ, ὁ καπετὰν Μαρκῆς, ἐπανερχόμενος οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἡ Νίτσα καὶ ἡ Χαρίκλεια ἠγέρθησαν καὶ ἔδραμον νὰ τὸν προϋπαντήσωσι πρὸ τῆς φλιᾶς τῆς θύρας, ἣν εἶχεν ἤδη ἀνοίξει ἐκεῖνος.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ μπαρπα-Κοσμᾶς κύπτων εἰς τὸ οὖς τοῦ νεαροῦ πυρρωνιστοῦ:

— Ὁ καπετάνιος ἐκεῖνος, τῷ ψιθυρίζει, ἤτανε ὁ πατέρας σου!

Ὁ Χαρίλαος ἐρρίγησεν ἐκ συγκινήσεως. Ἠγέρθη ἀμέσως καὶ δραμὼν πρὸς τὸν εἰςελθόντα ἤδη καπετὰν Μαρκῆν, ἄνδρα εὐσταλοῦς καὶ ἀξιοπρεποῦς παραστήματος:

— Ἄχ! πατέρα μου, καλέ μου πατέρα! ἐφώνησεν, ἠσπάσθη τὴν χεῖρά του καὶ ἐρρίφθη ἔνδακρυς εἰς τὰς ἀγκάλας του.

— Αἴ! τί εἶνε; τί τρέχει; ἠρώτησεν ὁ καλοκἄγαθος ναυτικὸς διερωτῶν διὰ τοῦ βλέμματος τοὺς ἄλλους.

— Καλὲ τίποτε δὲν τρέχει, καπετάνιο μου, ἔσπευσε ν’ ἀποκριθῇ ὁ μπάρπα-Κοσμᾶς ρίπτων λαθραῖον ἐκφραστικὸν βλέμμα πρὸς τὸν Χαρίλαον. Κἄτι παραμύθια ’λέγαμε καί…

— Ἆ, μὰ λέω κ’ ἐγώ! Ἂς ἦνε· ’πᾶμε τώρα νὰ δειπνήσουμε, γιατὶ ἔχω μιὰ πεῖνα διαολεμένη, ὑπέλαβεν ὁ πατὴρ ἐφησυχάζων.

Καὶ ὁ νεαρὸς σκεπτιστὴς ἐπανεύρισκεν ὁριστικῶς πλέον τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο τὴν ἐκ τῶν ὑλιστικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς διαταραχθεῖσαν γαλήνην τῆς συνειδήσεώς του.

Ἐν Ἀθήναις τῇ 24 Δεκεμβρίου 1889.

Κ. Φ. Σκοκοσ