Είδα ένα όνειρο
Συγγραφέας:


Ἤμουνα σ' ἕνα μεγαλώτατο μπαλόνι
Καὶ βρέθηκ' ἄξαφνα ψηλὰ εἰς τὰ οὐράνια…
Μέσα σὲ κειὸ τὸ ἐναέριο βαγόνι
Ἐγύριζαν ὀμπρός μου οἱ κόσμοι σὰ ῥοδάνια,
Τόσο, ὅπου μοῦ ἦρθε μιὰ φρικτὴ σκοτοῦρα
Σὲ κείνη τὴν ἀτέλειωτη ἀνακατοσοῦρα.

Ἔβλεπα ἀπὸ κεῖθε οὗλοι τσί ἀστέρες,
Τὸν Ἥλιο τὴ Σελήνη τὸν Ἑρμῆ τὸν Ἄρη
Καὶ ἕνα ἄλλο πλῆθος στρογγυλοὶ σὰ σφαῖρες,
Σπαρμένοι εἰς τὸν οὐρανὸ μὲ τόση χάρι,
Ὥστε ποῦ πίστεψα κ' ἐγὼ εἰς τὸ θεό μου
Καὶ εἶπα: − Ἐκειὸς θἄπλασε καὶ τὸν ἑαυτό μου!…

Ἐστριφογύριζαν ἐκεῖνοι οὗλοι οἱ κόσμοι
Κ' ἐγὼ μονάχος ἐστεκόμουν στὸν ἀγέρα,
Τόσο ὁποῦ μοῦ ξέφυγε, καὶ εἶπα: − Δ ό ς μ ο ι
Π α σ τ ό, καὶ νὰ κουνήσω οὗλο τὸν αἰθέρα!…
Εἶπα τὸν ἴδιο λόγο μὲ τὸν Ἀρχιμήδη
Μὰ κειὸς τὸ εἶπε μόνο γιὰ τσὶ γῆς τ'ἀστρεῖδι.

Ὡς τόσο ἀνέβαινα ψηλὰ ψηλὰ ὅλο ἕνα
Κι' ἄρχισαν νὰ θαμπόνουνε τὰ δυό μου μάτια·
Ἤθελ' ἀκόμα μίλια ὡς τριάντα ἕνα
Γιὰ ν' ἀναιβῶ εἰς τὰ οὐράνια παλάτια.
Ἐκεῖ ἔλεγα θὰ βρῶ τὸν ὕψιστο θεό μου,
Οὗλο τὸ τάγμα τῶν ἀγγέλω, καὶ κάθε δικό μου!…

 

Al fine, ἀνέβηκα εἰς τοῦ Παράδεισου τὴ θύρα
Καὶ ἐστεκόμουνα ἀπό 'ξω νὰ μ' ἀνοίξουν…
Ξάφνου γροικάω νὰ χτυπάῃ μιὰ σφύρα
Ν' ἀνοίξῃ μία πόρτα, καὶ νὰ μὲ τραβήξουν.
− Εἶσαι, μοῦ λένε, μονάχος σου; − Ναί! τοὺς εἶπα!
− Ἔμπα λοιπὸ γιὰ θὰ σφαλήσουμε τὴν τρύπα.
Ἐμπῆκα! − Ὦ Παναγιώτατε θεέ μου!
− Γιατὶ τὸν εἶχα πειὰ ὀμπρός μου, τόν θωροῦσα −
Τέτοιονε δὲ σὲ φανταζόμουνε ποτέ μου
Ἀνδρεῖο!… ὑγιέστατο!… οὔτε μποροῦσα
Νὰ φαντασθῶ γιὰ τὴν προσωπικότητά σου,
Γιατὶ τί εἶμαι ἐγὼ ἐμπρὸς στὴν ἀφεντειά σου;

− Σκασμός, μοῦ λέει, στὸ λαιμό σου, τ σ ι λ ι β ύ θ ρ α!
Νὰ μὴ σοῦ σφίξω μιὰ γροθιὰ εἰς τὰ μουσούδια
Καὶ σὲ μεταμορφώσω στὴ στιγμὴ ὡς τὴν μιτσίθρα,
Ἐκειὰ ποῦ φιάνετε στὴ γῆ σᾶς ἀφ' τὰ βούδια,
Γκιντί! ἀγύρτες, τσαρλατάνοι, δολοφόνοι,
Ψεύταις, μοιχοί, ἐπίορκοι, ἀσυνάρτητοι, μασσόνοι.

Ἐσὺ μωρέ, μοῦ λέει, εἶσαι ἀφ' τσὶ γῆς τὰ μέρη
Καὶ μάλιστα κατάγεσαι ἀπ' τὴν Ἑλλάδα!
Μουρὲ ἐγὼ θὰ ἐξαλείψω ἐκειὸ τ' ἀστέρι
Γιατὶ ποιὸ ἐκατήντησε μιὰ σιχαμάδα!
Δὲν ἔχετε ἄλλη δουλειά… ντεμπελχανάδες
Καὶ δός του πᾶσα μέρα οὗλο καὶ καυγάδες.

Γκιντὶ κουνούπια! ἐγὼ σᾶς ἔστειλα στὴ γῆ μου
Γιατὶ δὲν ἤξερε κανεὶς ποῦ νὰ σᾶς βάλῃ,
Καὶ σεῖς ἀπὸ τὴν καλωσύνη τὴν πολλή μου
Παρασηκώσατε, κανάγιδες, κεφάλι!
Καλὰ μοῦ ἔλεγε τσὶ ἄλλαις καὶ ὁ Δάντες
Ποῦ καταντήσατε τοῦ κόσμου οἱ πειὸ μπιρμπάντες!…

Ἔτσι μοῦ εἶπε… ἀπὸ τὸ πόδι εὐθὺς μ' ἁρπάζει
Καὶ λέει στοὺς ἅγιους: − Κάμετε λίγο τόπο!…
Νὰ σφεντονιάρω εἰς 'στὸ ἄπειρο γιὰ χάζι
Ἐτοῦτο το infame εἶδος τῶν ἀθρώπω!…
Εἶπε… καὶ βρέθηκα εἰς τὸ κενὸ χαμένος…
Ξυπνῶ… ἤμουν στὸ πάτωμά μου ξαπλωμένος.