Δύο ψυχές
Συγγραφέας:


Στὸν τόπο τοῦ κοινοῦ Καθαρτηρίου
ἐμάλωναν μὲ πεῖσμα μιὰν ἡμέρα
μία ψυχὴ πτωχοῦ καὶ μιὰ πλουσίου,
κι' ὁ κόσμος ἐχαλοῦσε ἐκεῖ πέρα.

Καὶ εἶπε ἡ φτωχὴ εἰς τὴν πλουσία:
«Παράδεισο ποτέ σου μὴν ἐλπίσῃς,
κι' ἂν ἕως τὴν δευτέρα παρουσία
ἐδῶ στὸ Πουργατόριο σαπίσῃς.

»Καλὰ νὰ παστρευθῇς δὲν θὰ μπορέσῃς,
ἀπ' ὅλα τῆς ζωῆς σου τ' ἁμαρτήματα·
θὰ κολασθῇς στὰ Τάρταρα θὰ πέσῃς,
ἐδῶ δὲν ἔχουν πέρασι τὰ χρήματα.»

Καὶ εἶπε ἡ πλουσία στὴν πτωχή:
«Ἂν κι' εἶναι ἀπρεπὲς νὰ σ' ἀπαντήσω,
ἀφοῦ δὲν εἶσαι ἄρχοντος ψυχή,
ἀλλὰ μὲ ἀναγκάζεις νὰ μιλήσω.

»Καὶ πῶς ἐσὺ πιστεύεις πὼς θὰ πᾶς
στοῦ Ἀβραὰμ τοὺς κόλπους νὰ τὸ στρώσῃς,
ἀφοῦ δὲν σ' ἐμνημόνευσε παππᾶς,
γιατὶ λεπτὰ δὲν ἔχεις νὰ τοῦ δώσῃς;

»Ποῦ κόλλυβα γιὰ σένα καὶ παππάδες;
ποῦ εἶναι προσφοραῖς καὶ θυμιάματα;
πολύφωτοι λαμπτῆρες καὶ λαμπάδες;
εὐχαῖς καὶ λειτουργίαις καὶ τρεχάματα;

»Ἐμένα κάθε λίγο θὰ μὲ ψάλλῃ
ὄχι παππᾶς, ἀλλὰ Μητροπολίτης,
κι' ὅποιος φορεῖ τὴ μίτρα στὸ κεφάλι,
εἶναι τοῦ Πλάστου ἄμεσος μεσίτης.

»Ὅσο σὲ μνημονεύει πιὸ τρανὸς
τόσο καὶ ἡ ψυχή σου ἐλαφρόνει,
καὶ τόσο τῆς Ἐδὲμ ὁ οὐρανὸς
σιγὰ σιγὰ γιὰ σένα χαμηλόνει.

»Σὲ ψάλλει Πατριάρχης;... ὁλοΐσα
θὰ τρέξῃς εἰς τὰς χώρας τῶν μακάρων,
κι' ἂν προτιμᾷς ἐσὺ τὴν μαύρη πίσσα,
οἱ ἄγγελοι σὲ πέρνουν ἆρον ἆρον.

»Γι' αὐτὰ καὶ ἄλλα βέβαια ἐλπίζω
τὸ ἔλεος τοῦ Πλάστου καὶ τὴ χάρι,
ἐνῷ γιὰ σέ, πτωχέ, στοιχηματίζω
πὼς οὔτ' ὁ Σατανᾶς δὲν θὰ σὲ πάρῃ».