Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών



Δύο νέοι, 23 ἕως 24 ἐτῶν


1927


Ἀπ’ τὲς δεκάμισυ ἤτανε στὸ καφενεῖον,
καὶ τὸν περίμενε σὲ λίγο νὰ φανεῖ.
Πῆγαν μεσάνυχτα— καὶ τὸν περίμενεν ἀκόμη.
Πῆγεν ἡ ὥρα μιάμισυ ˚ εἶχε ἀδειάσει
τὸ καφενεῖον ὁλοτελῶς σχεδόν.
Βαρέθηκεν ἐφημερίδες νὰ διαβάζει
μηχανικῶς. Ἀπ’ τὰ ἔρημα, τὰ τρία σελίνια του
ἔμεινε μόνον ἕνα: τόση ὥρα ποὺ περίμενε
ξόδιασε τ’ ἄλλα σὲ καφέδες καὶ κονιάκ.
Κάπνισεν ὅλα του τὰ σιγαρέτα.
Τὸν ἐξαντλοῦσε ἡ τόση ἀναμονή. Γιατί
κιόλας μονάχος ὅπως ἦταν γιὰ ὧρες, ἄρχισαν
νὰ τὸν καταλαμβάνουν σκέψεις ὀχληρὲς
τῆς παραστρατημένης του ζωῆς.

Μὰ σὰν εἶδε τὸν φίλο του νὰ μπαίνει— εὐθὺς
ἡ κούρασις, ἡ ἀνία, ἡ σκέψεις φύγανε.

Ὁ φίλος του ἔφερε μιὰ ἀνέλπιστη εἴδησι.
Εἶχε κερδίσει στὸ χαρτοπαικτεῖον ἑξήντα λίρες.

Τὰ ἔμορφά τους πρόσωπα, τὰ ἐξαίσιά τους νειάτα,
ἡ αἰσθητικὴ ἀγάπη ποὺ εἶχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
ἀπ’ τὲς ἑξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.

Κι ὅλο χαρὰ καὶ δύναμις, αἴσθημα κι ὡραιότης
πήγαν— ὄχι στὰ σπίτια τῶν τιμίων οἰκογενειῶν τους
(ὅπου, ἄλλωστε, μήτε τοὺς θέλαν πιά):
σ’ ἕνα γνωστό τους, καὶ λίαν εἰδικό,
σπίτι τῆς διαφθορᾶς πήγανε καὶ ζητῆσαν
δωμάτιον ὕπνου, κι ἀκριβὰ πιοτά, καὶ ξαναήπιαν.

Καὶ σὰν σωθῆκαν τ’ ἀκριβὰ πιοτά,
καὶ σὰν πλησίαζε πιὰ ἡ ὥρα τέσσερες,
στὸν ἔρωτα δοθῆκαν εὐτυχεῖς.