Δυὸ ἀνοίξεις
Συγγραφέας:


Θωρῶ ἑνὸς κόσμου, ποὺ λάμπει γύρω μου
τ’ ἄπειρα κάλλη, τὴν πλούσιαν ἄνοιξη,
κι ἑνὸς μεγάλου κόσμου τὴν ὕπαρξη
γρικῶ στὰ στήθη μου.
Χρώματα, κρίνα, λάμψη καὶ πλάσματα
ἀπὸ μπροστά μου γοργὰ διαβαίνουνε,
καὶ μύριοι δρόμοι ἄγνωστοι ἀνοίγουνε
βαθιὰ στὰ σπλάχνα μου.
Μέσα στοῦ κόσμου τὴν τόση βλάστηση,
πίνει τὸ μάτι τὸ φῶς ἀχόρταγα,
μεθᾶ ἡ ψυχή μου μέσα στ’ ἀρώματα
ποὺ τ’ ἄνθη κρύβουνε.
Μὲ μύριους ἤχους ποὺ γύρω χύνονται,
τὸ πέλαο τρέχω κι ἐγὼ τῆς ὕπαρξης,
τρέχω καὶ σχίζω κι ἐγὼ κατάλευκος
τ’ ἄπειρα κύματα·
Κι ἕνα τραγούδι κινιέται, ὑψώνεται
ποῦ ἀπ’ τὴν ψυχή μου θαρρῶ πὼς πλάστηκε·
Δρόμους γυρεύει νὰ βρεῖ στ’ ἀπέραντο
στὴ σκέψη ἀγνώριστους.
Ἀγάπη, ἀγάπη, ζωὴ κι ἀνάσταση,
μέσα στοὺς κόσμους γρικιέται ἀσίγητα,
ἄγγελος ἦταν τὸ φίδι, ὁλόφτερος
ποὺ χάμου σέρνεται.
Κι αὐτῆς τῆς πλάσης ψάλλω τὴν ἄνοιξη
ποὺ στὴν ψυχή μου μέσα σταμάτησε·
πνοὴ ἑνὸς κόσμου μεγάλου φαίνεται
ποὺ ἐχάθη στ’ ἄπειρο.