Διονύσου Διθύραμβοι/Εισαγωγή
←Αρχική | Διονύσου Διθύραμβοι Συγγραφέας: Εισαγωγή |
Γιὰ τη φτώχια τοῦ ὑπερπλούτου→ |
Έκδοση: Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1917. |
ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
Τὸ ἔργον τοῦ Νίτσε, ἔχει παράδοξη καὶ πολυκύμαντη μοῖρα. Φαίνεται γονιμώτερο εἰς συμπτωματικὲς παρεξηγήσεις παρὰ εἰς ἄμεσην ἐπίδρασιν ἐπὶ τῶν εὐρωπαϊκῶν συνειδήσεων. Ὁ Νίτσε ἔχει τύχην ὅμοια μὲ τὴν τύχη τῶν μεγάλων ἱδρυτῶν θρησκειῶν. Ζεῖ, δι’ ὀλίγων φράσεων καὶ ἀξιωμάτων ποῦ ἀποσπάσθηκαν βίαια ἀπὸ τὴν πυκνὴ ψυχὴ τοῦ ἔργου του καί, ματωμένες ἀκόμη, ἐρρίχτηκαν τροφὴ τῶν περίεργων καὶ τῶν ἐρασιτεχνῶν.
Εἰς τὰ μέρη μας, ὁ νέος Ζαρατούστρας, ἐκυλίστηκε χαμηλά, πολὺ χαμηλά. Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ ἐπιμείνουμε. Καὶ οἱ γραμμὲς αὐτές, παρμένες ἀπὸ ἕνα γράμμα τοῦ Νίτσε πρὸς τὸν σύντροφον τῶν δεινῶν ἡμερῶν, Πέτερ Γκάστ, ἐξηγοῦν καὶ δικαιολογοῦν:
«Θὰ διατρέξουν τὸ βιβλίο μου. Θὰ γίνῃ θέμα συνδιαλέξεων. Αὐτὸ μὲ ἀηδιάζει. Ποιὸς εἶνε ἀρκετὰ σοβαρὸς γιὰ νὰ μ’ ἀκούση; Ἂν εἶχα τὴν ἐπιβολὴ τοῦ γηραιοῦ Βάγνερ, αἱ ὑποθέσεις μου θὰ εὑρίσκουνταν σὲ καλλίτερο σημεῖο. Ἀλλὰ τώρα, κανεὶς δὲν θὰ ἐμποδίσει ἀπὸ τοῦ νὰ γίνω βορὰ τῶν «ἀνθρώπων τῶν γραμμάτων». Κατὰ διαβόλου! Καὶ ὁ Νίτσε ἐκατήντησε, ἄθελα του ἀπολογητὴς ὅλων τῶν μικροτήτων, καὶ κάθε μικροβρωμερότητας. Ὁ ὁραματιστὴς τοῦ ὑπερανθρώπου, τοῦ μεγαλειώδους αὐτοῦ τύπου μιᾶς ἀνθρωπότητας ἰδανικῆς, μεταβλήθηκε σὲ δικηγόρον πλημμελιοδικείου…
Ἴσως, στὴν Δύσι, ἡ νιτσεϊκὴ ἀναμόρφωσι, ἔστω καὶ ἁπλοποιημένη, εἰδικευμένη, στρεβλωμένη, νὰ ἐπέβαλε τὴν κίνησι νέου ρυθμοῦ εἰς τὴν σκέψι. Εἴτε γιὰ νὰ πολεμηθεῖ ἡ σκιά της, εἴτε γιὰ νὰ ἐξαρθεῖ τὸ προσωπεῖον της, εἴτε γιὰ ν’ ἀφομοιωθεῖ, νὰ συγχωνευθεῖ ἡ οὐσία της εἰς τὸ ἀντιφατικὸ μῖγμα ποῦ εἶνε ἡ σύγχρονη ψυχὴ — ἡ νιτσεϊκὴ ἀναμόρφωσι ἐκλόνισε, ἐχάραξε κάτι βαθύτερο ἀπὸ ἕνα αὐλάκι, ἄνοιξε ρῆγμα… Ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχεν ἀκόμη — ἀκόμη; — τὴ συνολικὴν ἀπορρόφησι, διανόησις καὶ αἰσθήματος, ποῦ ἀποτελεῖ τὴν πραγματικὴν δύναμί της, καὶ ποῦ ἐξηγεῖ τὸ ἀπότομό της ἀνάβρυσμα. Ἐσκόνταψεν, ἡ νιτσεϊκὴ ψυχὴ, στὸν «διλετταντισμὸν τῆς ἀνάλυσις», στὴν κἄποιαν ἀνήσυχην ἀστάθεια, ποῦ χαρακτηρίξει τὸ νεώτερο πνεῦμα, στὴν ἄσβεστην δίψαν τῶν νεωτερισμῶν ποῦ, ἀφοῦ ὤθησε ὁρμητικὰ πρὸς τὸ φῶς τὸ ἔργον τοῦ ἀσκητοῦ αὐτοῦ τῆς σκέψης καὶ τῆς ἠθικῆς, ἐστράφηκε σὲ νέες, σὲ ἀδιάκοπα νέες πηγές, ἀλλὰ ὄχι καὶ σὲ διαυγέστερα νάματα.
Ἔτσι, ἡ νιτσεϊκὴ ἰδεολογία δὲν ἀποτέλεσεν, ἀκόμη, ἀφετηρίαν γενικευμένης μεθόδου ζωῆς. Καὶ τὸ ἀδίκημα εἶνε, τώρα, διττό: Δυσαρμονία εἰς τὶς σύγχρονες τάσεις, ποῦ χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ παραμερίσουν ἢ ν’ ἀγνοήσουν τὴν διαλυτικὴν ὁρμὴν τῶν νιτσεϊκῶν ἀρνήσεων, παραγνωρίζουν τὴν τρικυμιώδη δημιουργίαν ἀρετῶν, ἠθικῶν ἀξιωμάτων καὶ ἀξιῶν. Ἄμβλωσι τοῦ ἔργου, ποῦ μόνο ὡς σύνολο ἔχει ἔννοια.
Ἐχωρίστηκαν, σὰν δύο ἄνθρωποι ἀνεξάρτητοι καὶ ἄσχετοι, ὁ Νίτσε ὁ ἀρνητής, ποῦ κρίνει μὲ ὀξύτητα ἀμείλικτη, καὶ ὁ Νίτσε ὁ διονυσιάζων, «ὁ βεβαιὼν» ὁ δημιουργὸς «βεβαιώσεων» καὶ ἀξιῶν. Καὶ ὅμως, ὁ πρῶτος, εἶνε ἁπλῆ προπαρασκευὴ τοῦ δεύτερου. Καὶ ἡ ἄρνησι δὲν ὑπάρχει παρὰ ὡς βοήθημα, ὡς κίνητρον διὰ τὴν «βεβαίωσι». Ὁ Νίτσε κατέρχεται μὲ τόση σκληρότητα στὴν ἄβυσσο τῆς ἠθικῆς ἀθλιότητας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, χωρὶς νὰ τρομάζει ἀπὸ τὸν ἴλιγγο τῆς καταστροφῆς—διότι ἔχει τὴν ἐπίγνωσιν τῶν δημιουργικῶν δυνάμεων ποῦ κλείει μέσα του. Γνωρίζει ὅτι μὲ ὅμοιαν ὁρμὴ — καὶ μὲ ποίαν μέθη! — θ’ ἀνέβει ὁρμητικὰ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀβύσσου πρὸς τὴν ἡλιόλουστη κορυφή. Πρὸς τὴν κορυφὴ τῆς ἀποδοχῆς τῶν πραγμάτων, τῆς διονυσιακῆς, τῆς λυρικῆς, ἀναδημιουργίας τῶν πραγμάτων, ποῦ ἐπιτυχαίνεται μόνον ἀπὸ ψυχὴ παρθενικιά:
«Θέλω νὰ ἀσκοῦμαι, κάθε μέρα, νὰ βλέπω σὲ κάθε τι, μιὰν ὠμορφιά, τὸ ἀναγκαῖον—ἔτσι θὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ ὅσους καθιστοῦν ὤμορφα τα πράγματα, Amor fati: αὐτὸ ἂς εἶνε, ἀπὸ τώρα, ἡ ἀγάπη μου!»
Τὰ «Διονυσιακὰ Ποιήματα» ἐσχεδιάσθηκαν στὸ 1884. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1888, τὴν ἐποχὴ ποῦ οἱ πρόδρομοι τοῦ πνευματικοῦ θανάτου κλονίζουν μὲ νέον πυρετὸ καὶ ὀξεῖαν ἔξαρσι τὴν ἑτοιμοθάνατη σκέψι του, ὁ ποιητὴς-φιλόσοφος ἀναθεωρεῖ καὶ συμπληρώνει τὰ ὀλίγα αὐτὰ ποιήματα.
Καὶ οἱ στίχοι, ποῦ εἶνε σἂν εἶδος αὐτοβιογραφίας καὶ ποῦ ἀνιστοροῦν τὸν ἁγνώτερο ἀντίκτυπο τῆς κολοσσαίας ἠθικῆς μεταρρύθμισης, σ’ αὐτὴν τὴν ἴδιαν ὕπαρξη τοῦ φιλοσόφου, ριγοῦν ἀπὸ προαισθήσεις τῆς καταστροφῆς:
Ἑσπέρα τῆς ζωῆς μου!
Ὁ ἥλιος βασιλεύει.
Χωρισμένα τὰ ποιήματα ἀπὸ τὸ ὅλον ἔργο, ἀπὸ τὴν πλούσια ἀλλ’ εἰδικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ἔργου αὐτοῦ, χάνουν τὴν βαθύτερη ἔννοια των καὶ ὁμοιάζουν μὲ λυρικοὺς παροξυσμοῦς ἢ μὲ ἰδιόμορφες ποιητικὲς ἐξάρσεις. Φωτιζόμενα ὅμως ἀπὸ τὸ λοιπὸν ἔργο τοῦ Νίτσε, ἀνακτοῦν τὴν ὁλοκληρωτική τους ἀξία, ὡς λυρικαὶ μεταθέσεις τῶν νιτσεϊκῶν φιλοσοφικῶν συσπερασμάτων καὶ φανερώνουν τοὺς πλούσιους καρπούς, ποῦ ἡ ἰδεατὴ ἀνθρωπότητα θὰ ἔδρεπε ἀπὸ τὴν «μεταλλαγὴν τῶν ἀξιῶν».
Καὶ θὰ ἔπρεπε ὁ βαθὺς τόνος καὶ τὰ μεγαλόπνοα σύμβολα τῶν ὀλίγων αὐτῶν ποιημάτων, νὰ ἔφερναν περιπαθεῖς τοὺς προσκυνητὰς πρὸς τὸ ἔργον, ποῦ εἶνε ἡ ἀρτιώτερη προσπάθεια ἀνθρωποκεντρικῆς ἀναγέννησης τῆς διαιωνιζομένης ζωῆς.
ΣΗΜ. Ἡ πρώτη ἔκδοση τυπώθηκε τὸ 1900 μὲ πρόλογο τοῦ Γιάννη Καμπύση.