Αισώπου Μύθοι/Διογένης οδοιπορών

Αἰσώπου Μῦθοι
Διογένης ὁδοιπορῶν


Διογένης ὁ κύων ὁδοιπορῶν, ὡς ἐγένετο κατά τινα ποταμὸν πλημμυροῦντα, εἱστήκει πρὸς τῇ βαλβίδι ἀμηχανῶν. Εἷς δέ τις τῶν διαβιβάζειν εἰθισμένων θεασάμενος αὐτὸν διαποροῦντα, προσελθὼν καὶ ἀράμενος αὐτόν, σὺν φιλοφροσύνῃ διεπέρασεν αὐτόν. Ὁ δὲ εἱστήκει τὴν αὐτοῦ πενίαν μεμφόμενος, δι’ ἣν ἀμείψασθαι τὸν εὐεργέτην οὐ δύναται. Ἔτι δὲ αὐτοῦ ταῦτα διανοουμένου, ἐκεῖνος θεασάμενος ἕτερον ὁδοιπόρον διελθεῖν μὴ δυνάμενον, προσδραμὼν καὶ αὐτὸν διεπέρασε. Καὶ ὁ Διογένης προσελθὼν αὐτῷ εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι σοι χάριν ἔχω ἐπὶ τῷ γεγονότι· ὁρῶ γὰρ ὅτι οὐ κρίσει, ἀλλὰ νόσῳ αὐτὸ ποιεῖς.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ⟨οἱ⟩ μετὰ τῶν σπουδαίων καὶ τοὺς ἀνεπιτηδείους εὐεργετοῦντες οὐκ εὐεργεσίας δόξαν, ἀλογιστίας δὲ μᾶλλον ὀφλισκάνουσι.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Κάποτε ο Διογένης ταξίδευε πεζός, έφτασε σε έναν ποταμό φουσκωμένο, στάθηκε στο σημείο του περάσματος μη ξέροντας τι να κάνει. Τον είδε τότε κάποιος ότι ήταν σε δύσκολη θέση, τον σήκωσε στους ώμους και τον πέρασε στην αντίπερα όχθη. Τότε ο Διογένης στάθηκε εκεί και σκεφτόταν: «Εγώ πάντα λέω οτι η φτώχια είναι καλό πράγμα και ο πλούτος κακό. Να όμως τώρα που εξαιτίας της φτώχιας μου δεν μπορώ να ανταμείψω αυτόν τον άνθρωπο για την καλοσύνη που μου έκανε, δεν έχω τίποτε να του δώσω» Εκεί που σκεφτόταν έτσι, είδε κι άλλον έναν άνθρωπο να φτάνει στον ποταμό και να μην μπορεί να περάσει, ο ίδιος τότε που πέρασε τον Διογένη πήγε πέρασε και τον άλλο άνθρωπο, από τον οποίο ο Διογένης έμαθε: «Αυτός όλους τους περνάει από το ποτάμι, καλούς, κακούς, όποιον κι αν είναι, ούτε ρωτάει, ούτε ζητάει αμοιβή.» Τότε ο Διογένης είπε: «Τότε, δεν του χρωστάω ούτε χάρη ούτε τίποτε. Γιατι νόμιζα οτι έκανε κάτι επειδή έκρινε πως είναι καλή πράξη· αλλά αυτός δεν το κάνει από κρίση, το κάνει από αρρώστια του μυαλού του.»