Σκαραβαίοι και Τερρακότες
Συγγραφέας:
Δικαιοσύνη


ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

-ΣΤΟ αἷμα πλέει ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης·
τοῦ κακοῦ ἂν τοῦ κράζουν: ἔβγα νὰ μᾶς κρίνῃς!
Στὶς πορφύρες μέσα τῆς Αὐγῆς γεννᾶται,
τῆς κακίας ἡ κνίσσα ὁλημερὶς τὸν θρέφει
καὶ θυμοὺς χορτᾶτος μὲς στὰ σκότια γνέφη
γέρνει καὶ κοιμᾶται.

Τὸ βουβό μου πεῖσμα παίρνω προβασκάνι
κι ἀσκητής, τοῦ κόσμου φεύγοντας τὴν πλάνη,
στῆς Σιγῆς τὸν Πύργο -γράφω δὲ ξεγράφω-
μοναχός μου ἐμένα διπλομανταλώνω·
τὸ χρυσὸ κλειδί του μὲ στερνό μου πόνο
ρίχτω μὲς στὸν τράφο.

Κι ὁ καιρὸς διαβαίνει ὁ πετροκαταλύτης
καὶ βροντάει τὴν πόρτα τῆς κουφῆς μου σκήτης·
κοσμογυριστάδες, νυχτοστρατοκόποι
ἥλιοι καὶ φεγγάρια πᾶνε καὶ γυρνᾶνε
-τοῦ χαμοῦ κοπάδια τρῶνε, καὶ πεινᾶνε,
στέρφο βοσκοτόπι!

Θὰ μὲ βρῇ ἡ στερνή μου ἡ μέρα νεκροθάφτη,
τὸ δικό του μνῆμα μόνος του ποῦ σκάφτει
μὲ τὰ δέκα νύχια· μόνος μου, ἀπὸ τότε
ποῦ ἔνοιωσα στὰ σπλάχνα μέσα τὴν καρδιά μου,
σὰν χαραμοφάδες σὲ τραπέζι γάμου,
πόνοι, νὰ μοῦ τρῶτε.

Μὲ τὴ ψυχὴ στὰ δόντια μόνος μου θὰ γύρω
τὸ κορμὶ τὸ σάπιο μὲς στὸ λάκκο· γύρω
θὰ πετοῦν θὰ σκούζουν λιμασμέν’ ἀγρίμια,
κ’ ἴσως μὲς στοῦ χάρου τὰ κοπάδια νά ’βρω
τἀπονύχτερό μου τὄνειρο τὸ μαῦρο,
σὰ στερνὴ βλαστήμια,

Νὰ μοῦ κράζῃ: —Σήκω! τῶν σαλπίγγων ἦχοι
τῆς Ἱεριχῶς σου ζώνουνε τὰ τείχη,
Κάστρο, ποῦ προσμένεις σφαλιχτὸ ἀπὸ χρόνια,
Κάστρο, πὄχουν δέσῃ μὲ γητειὲς καὶ μάγια,
ἦρθα νὰ σ’ ἀνοίξω μὲ μυρτιὲς καὶ βάγια
καὶ μὲ δάφνης κλώνια!