Διγενής Ακρίτας (χειρόγραφο Εσκοριάλ)

(απόσπασμα)

καὶ ὁ γέρων ὁ Φιλοπαπποὺς
τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλει:
«Θωρεῖς αὐτὸν τὸν ἄγουρον
ποὺ στέκει εἰς τὸ λιθάριν
κ’ ἔστησεν τὸ κοντάριν του
καὶ ἀπάνου του ἀκουμπίζει;
Ἐκδέχεται νὰ ὑπάγωμεν ὅλοι ἀπάνου εἰς αὖτον,
κἂν τάχα μοναχὸς ἐστὶν ἐμᾶς οὐδὲν φοβᾶται.
Ἂν εὕρη τόπον νὰ ἐμπῆ εἰς τὸν λαόν μας μέσα,
ὥσπερ πετρίτης ἄχρωμος, ὅταν ἐμπῆ εἰς κυνήγιν,
καὶ χύση τὸ πτερούγιν του
καὶ τὰ ὄρνεα ἀποκτείνη,
οὕτως ἐμᾶς ἂν γυριστῆ, τινὰς νὰ μὴ τὸν δώση.
Ἀλλ’ ἂς προκαρτερέψωμεν
καὶ τότε ἂς τὸν ἰδοῦμε
καὶ νὰ τὸν περιφέρωμε, καὶ οὐ μὴ καβαλικεύση.
εἰ δὲ καθίση εἰς ἄλογον, ἀπιλογίαν μᾶς κάμνει».
Καὶ τότε ἡ κούρβα ἡ Μαξιμοῦ
τὸν γέροντα ἀτιμάζει:
«Ἔβγα ἀπ’ ἐδῶ, λυσσόγερε, υἱὲ τῆς ἀπωλείας.
ὡς καὶ ἀπ’ τὰ γέρα τὰ πολλὰ
ὁ κῶλος σου ἐτσιγκρίασε.
Ἐγὼ ἔλεγα φουσάτα ἔχει
καὶ ἀγούρους ἀνδρειωμένους
καὶ ἐπῆρα τὰ φουσάτα μου
καὶ ἦλθα νὰ πολεμήσω.
Ἐγὼ μόνη καὶ μοναχὴ νὰ κατέβω εἰς αὖτον,
νὰ κόψω τὸ κεφάλιν του καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω,
νὰ ἐπάρω τὸ κοράσιον καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὸ φέρω
νὰ ἐπάρω τὴν πεθύμιαν σας
καὶ ἐδῶ νὰ σᾶς τὴν φέρω καὶ ἐσεῖς μὴ κουρασθῆ- τε».
Καὶ σύντομα ἐπιλάλησεν, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ ἐγὼ δὲ τὴν ἐλάλησα φωνὴν ἀπὸ μακρόθεν:
«Αὐτόθε στέκου, Μαξιμοῦ, ὧδε μηδὲν περάσης!
Τοὺς ἄνδρας πρέπει νὰ περνοῦν,
ἀμὴ ὄχι τὰς γυναῖκας.
Περάσειν ἔχω, Μαξιμοῦ, ὡς διὰ σέναν τὸ ποτάμιν
καὶ νὰ σοῦ ἀντιμέψωμεν,
ὡς καὶ τὸ δίκαιον ἔχεις».
Τὸν γρίβαν μου ἐπιλάλησα, τὸν ποταμὸν περάση,
καὶ εἶχεν νερὸν ὁ ποταμὸς
πολὺν καὶ βουρκωμένον καὶ ἐξέπεσεν ὁ γρίβας μου
καὶ ἐχώθην ἕως τραχήλου.
καὶ δένδρον ἔπεψεν ὁ Θεὸς ἀπέσω εἰς τὸ ποτάμιν
καὶ ἂν εἶχε λείπειν τὸ δενδρόν,
ἐπνίγετον ὁ Ἀκρίτης.
Καὶ ὡς εἶδεν τοῦτο ἡ Μαξιμοῦ,
ἀπάνω μου ἐκατέβη.
κοντάριν ἐμαλάκιζεν, τὴν κονταρέαν μὲ δώση
καὶ ταῦτα τὸ κοντάριν της ἔριψα παρὰ μίαν
καὶ σύντομα ἔριψα ραβδίν,
τὴν Μαξιμοῦν ἐλάλουν:
«Ἐλεῶ τὰ κάλλη σου, κυρά,
βλέπε μὴ κινδυνεύσης.
ἀλλὰ ἂς δώσω, <Μαξιμοῦ>,
τὴν φάραν σου ραβδέαν
καὶ ἐκ τὴν ραβδέαν, Μαξιμοῦ,
νόησε μὲ τίναν ἔχεις».
Καὶ ἐγὼ ραβδέαν ἔδωσα τὴν φάραν ’ς
τὰς κουτάλας
καὶ ἀνάσκελα ἐξήπλωσεν ἡ θαυμαστὴ ἡ φάρα.
Καὶ τότε πάλι ἡ Μαξιμοῦ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεὸν
καὶ ἀπὲ συμπάθησέ μου
καὶ ἂς φέρουν πάλιν ἄλογον,
διὰ νὰ κάτσω ἀπάνω
καὶ νὰ νοήσης, ἄγουρε, καὶ τὴν ἐμὴν ἀνδρείαν».
Καὶ ἐγὼ αὐτὴν παραχωρῶ ἵνα καβαλικεύση
καὶ ἂν ἔνι ἡ γεῦσις ἔμνοστος, πάλι νὰ δευτερώση.
Τὸν Λίανδρον ἐφώνιαξεν καὶ φέρνει της ἱππάριν,
πηδᾶ κ’ ἐκαβαλίκευσε καὶ παίρνει καὶ κοντάριν
καὶ ἀπὸ μακρέα μ’ ἐφώναζε:
«Ἐδὰ σὲ βλέπω, Ἀκρίτη!»
Καὶ τὸ κοντάρι ἐμάκρυνε,
τὴν κονταρίαν μὲ δώση.
Σπαθέαν τῆς φάρας ἔδωκα ἀπάνω
εἰς τὸ κεφάλιν.
τὰ δύο μέρη ἐσχίσθησαν κ’ ἔπεσαν παρὰ μίαν
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,
ὅλη κατεζουλίστην,
καὶ ἀπέμεινεν ἡ Μαξιμοῦ, πεζή,
ἐλεεινὴ εἰς τὸν κάμπον.
Τὸ ὑπόδημά μου ἐφίλησεν
καὶ οὕτως μὲ παρεκάλει:
«Κύρκα, φοβήσου τὸν Θεόν,
πάλιν συμπάθησέ με εἰς τὴν μωρίαν τούτην,
ὅτι παρὰ σαλῶν
καὶ ἄτακτων ἀνθρώπων ἐδιδάχθην
καὶ ἐσὺ μόνος μὲ κέρδισε καὶ ἄλλος μὴ μὲ κερδίση».
Καὶ <τότε> ἐγὼ τὴν Μαξιμοῦ οὕτως ἀπιλογήθην:
«Μὰ τὸν Θεόν, ἡ Μαξιμοῦ, οὐκ ἔν’ τὸ ἐνθύμημά σου.
ἡ κόρη τὴν ἐγὼ φιλῶ τῶν εὐγενῶν ὑπάρχει.
ἔχει γὰρ πλοῦτος ἄπειρον καὶ συγγενοὺς ἐνδόξους
καὶ ἀδέλφια πολυορεκτικὰ καὶ ἀδελφοὺς πλουσίους
καὶ πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθεν
καὶ ὁ Θεὸς ὁ πάντων δυνατὸς αὐτὸς νὰ μᾶς χωρίση.
Εἰδὲ ἂν ὁρμῆς νὰ πορνευθῆς, ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ ποίσω».
Καὶ ἐπέζευσα τὸν μαῦρον μου καὶ λύω τ’ ἄρματά μου
καὶ τὸ ἐπεθύμα ἡ Μαξιμοῦ γοργὸν τῆς τὸ ἐποῖκα.
καὶ ἀπείτις τὸ ἔκαμα ἐγὼ τῆς Μαξιμοῦς
τῆς κούρβας,
εὐθὺς ἐκαβαλίκευσα καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ κοράσιον.
Καὶ τότε τῆς βεργόλικος ἄκο τὸ τί τῆς λέγω:
«Εἶδες, ὀμμάτια μου καλά, τί ἀνδραγαθίας ἐποῖκα;»
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἄκου τὸ τί μοῦ λέγει:
«Εἶδα σε, ὀμμάτια μου καλά,
τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
τὸ πῶς ἐμονομάχησες ὅλους τοὺς ἀπελάτας,
καὶ ὅταν ἐμονομάχησες τὴν Μαξιμοῦν τὴν κόρην.
καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ πέραμαν,
εἰς τὸ βαθὺν τὸ ρυάκιν,
πολλὰ πολλὰ μοῦ ἄργησες. πιστεύω νὰ τὴν εἶχες».
Καὶ τότε τὴν βεργόλικον οὕτως τὴν συντυχαίνω:
«Ὡς ἔδωσα τὸ ἱππάριν της τὴν ὕστερην ραβδέαν,
ἐξέπεσεν ἡ Μαξιμοῦ ἀπὸ τὸ ἱππάριν κάτω.
ἦτον καὶ <ἡ> σέλα πάντερπνος,
ὅλη κατεζουλίστην, καὶ πίστευσέ με, λυγερή,
ὅτι ἀληθῶς σὲ λέγω,
ὅτι πολλὰ ἐλυπήθηκα τὰ δύο της τὰ φαρία».
Καὶ τότε τὸ κοράσιον ἐγέλασε μεγάλως,
στρεφνὰ γλυκέα μ’ ἐπερίλαβε καὶ ἐμὲν ἐσυχνοφίλει.
καὶ τότε τὸ κοράσιον οὕτως τὸ συντυχαίνω:
«Μετὰ τὸ φθείρειν Μαξιμοῦν τρία κακὰ ἔποικά την:
πρῶτον μὲν ὅτι εἶχα την, δεύτερον ὅτι ἐντράπη,
τρίτον καὶ περισσότερον ἐχάσεν
τὴν ἀνδρείαν της καὶ πομπεμένη ἀπόφευγεν
ἀπὸ τὸν Μιλιμίτσην».
Καὶ ὁ Λίανδρος ὁ ταπεινός, πλήρης κατησχυμένος,
καὶ οἱ ἑκατὸν οἱ πρόλοιποι τῆς Μαξιμοῦς οἱ ἀγοῦροι
καὶ ὁ θαυμαστὸς ὁ Κίνναμος, ἀλλὰ καὶ ὁ κὺρ Γιαννάκης
καὶ ἄλλοι ἀπελάτες ἑκατὸν
καὶ ὁ Φιλοπαπποὺς ὁ γέρων
πάντες ἐξεσκορπίσθησαν
ἐκ τοῦ Ἀκρίτη τὸν φόβον,
νὰ μὴ τοὺς καταφθάση ἐκεῖ
καὶ ὅλους κακοδοικήση
...