Δια τους ξενομανείς σοφολογίους

Δια τους ξενομανείς σοφολογίους
Συγγραφέας:
Ὁ Νουμᾶς, ἀρ. 35, 4-5-1903


Διὰ τοὺς ξενομανοῦντας λογίους, εἴτε νέους εἴτε γέρους ἐσπεριοειδεῖς, τοὺς ἔχοντας ἕνα μόνον σκοπὸν καὶ ἀγωνιζομένους ἕνα μόνον ἀγῶνα ἀξιοδάκρυτον, νὰ πείσουν τὸν κόσμον... ὅτι εἶνε Εὐρωπαῖοι, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶνε, νὰ πείσουν τὸν κόσμον ὅτι εἶνε πολιτισμένοι, ἀκριβῶς διότι δὲν εἶνε καὶ ἀκριβῶς ιότι αἰσθάνονται ὅτι εἶνε Τσούσιδες, ὑπάρχει ἕνα μέσον θεραπευτικόν, ἕνα φάρμακον τὸ ὁποῖον πιθανον νὰ τοὺς θεραπεύσῃ, διὰ νὰ σωθοῦν αὐτοὶ ἀπὸ τὸ γελοῖον, πρὸ παντὸς ὅμως διὰ νὰ γλυτώσῃ ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ κακὰ τῆς μονομανίας των.

Νὰ πάρουν τὸ «Ἄστυ» καὶ νὰ μελετήσουν ὁλόκληρον τὴν σειρὰν τῶν χρονογραφηματων τοῦ Ἐπισκοποπούλου, ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἐμφανίσεώς του ἔως σήμερον εἰς τὸ «Ν. Ἄστυ».

Θὰ ἰδοῦν τὴν περιφρόνησιν τὴν ὁποίαν ἔτρεφεν πρὸς ἑαυτόν, καὶ τὴν ἀπελπισίαν του διότι ἦτο Ἕλλην. Θὰ ἰδοῦν τὴν περιφρόνησιν καὶ τὸ μῖσος κατὰ παντὸς Ἑλληνικοῦ πράγματος, τὸν σαρκασμὸν τῶν πάντων, ἀπὸ τῶν τωρινῶν ἔως τῶν ἀρχαίων Θεῶν, τὸν σαρκασμὸν πρὸς πᾶσαν ἐδῶ γενωμένην ἐλπίδα, τὴν προκατάληψιν, τὴν ὑψίστην ἐκδήλωσιν τῆς ξενομανίας, καὶ τὴν καθημερινὴν κωδωνοκρουσίαν τῆς φυσικῆς μας βαρβαρότητος, τοὺς θρήνὀυς διότι ἐγεννήθημεν εἰς αὐτὸ ἐδῶ τὸ χῶμα, τὸ τίναγμα καὶ τὸ ξάφνισμα, καὶ τὸ τέντωμα τοῦ στόματος, τὸν ἐκστατικὸν θαυμασμὸν πρὸς κάθε ξένον τενεκέν, τὸν καθημερινὸν ἐθνοκτόνον πόλεμον, κατὰ παντὸς Ἑλληνικοῦ πράγματος. Δηλαδὴ θὰ ἰδοῦν τὴν γενικὴν ψυχολογικὴν καὶ διανοητικὴν κατάστασιν ἑαυτῶν καὶ ὅλων τῶν μονομανῶν ὁμοίων των, ἀναβιβασμένην εἰς τὸν κῦβον.

Καὶ ἔπειτα θὰ ἰδοῦν, κατὰ τὰ τρία τέσσαρα τελευταῖα ἔτη, τὴν κατάστασιν αὐτὴν μεταβαλλομένην καὶ θὰ παρακολουθήσουν τὴν μεταβολὴν βῆμα βῆμα καὶ θὰ ἰδοῦν πῶς ὁ ἀρχικὸς μισέλλην ἀναπτυσσόμενος, πλησιάζων καὶ ὁλίγον Ἑλληνικὰ διὰ μέσου τῶν Εὐρωπαίων, προσπαθεῖ τέλος νὰ μεταβληθῇ εἰς Φιλέλληνα καὶ εἶμαι βέβαιος καὶ τὸ εὔχομαι ἐγκαρδίως, διότι ὁ Ἐπίσκοπος εἶνε φίλος μου ἀπὸ τὸν ὁποῖον μὲ χωρίζει μόνον τὸ μῖσος κατὰ τῶν ὀλεθρίων του ἰδεῶν διὰ τοὺς πολλούς, τὰς ὁποίας ἔσπειρεν καὶ εἶμαι βέβαιος, καὶ τὸ εὔχομαι ἐγκαρδίως, ὅτι ὅσον προχωρεῖ ἡ ἀνάπτυξίς του καὶ ἀνοίγονται τὰ μάτια του, θὰ καταλήξῃ βεβαίως νὰ γίνῃ Ἑλληνοειδὴς ὅσον δύναται νὰ γίνῃ ἄνθρωπος ξενοτραφεὺς κατὰ διάνοιαν καὶ φαντασίαν, τοὐλάχιστον κατὰ τὸν πόθον τῆς ψυχῆς του, Ἕλλην σὰν κάθε ἄνθρωπον ἁπλοῦν σὰν ἡμᾶς καὶ ἀγαπῶντα τὰ ἴδια σὰν ἄνθρωπος λογικός. Ἔστω καὶ ἂν παραλογίζεται κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην, ὁμιλῶν διὰ πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν ἠθέλησε νὰ μάθῃ.

Καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ μοιραῖον τέλος ὅλων τῶν ξενομανῶν. Δὲν εἶνε λοιπὸν καλήτερον, ὅ,τι θὰ γίνῃ μίαν ἡμέραν μοιραίως νὰ γίνεται ἀπ᾿ ἀρχῆς, καὶ ἀντὶ νὰ καταβάλλεται τόση ἀγωνιώδης προσπάθεια ξενομανίας, νὰ καταβάλλεται ἄνετος προσπάθεια Ἑλληνομανίας τοὐλάχιστον; Τί ὠφελεῖ αὐτὴ ἡ ἄσκοπος καὶ κουτοτάτη ἐπίδειξις Εὐρωπαιογνωσίας; Ἡ Ἑλληνικὴ εὐφυΐα ἀναρκώθη λοιπὸν τόσον ὥστε νὰ μὴν ἐννοεῖ, ὅτι διὰ τοὺς διαβάζοντας εἰς ξένας γλώσσας καὶ τοὺς ἔχοντας κάμει λουτρὰ εἰς τὰς Εὐρώπας -καὶ δὲν εἶνε δὰ καὶ τόσον ὀλίγοι ὅπως φαντάζονται καὶ οὔτε αὐτοὶ οἱ μὲ ἀρκετὰ ζυγίζοντα διανοητικὰ καὶ χρηματικὰ κεφάλαια διασκεδάσαντες τὰς Εὐρωπαϊκὰς ἰδέας καὶ τὰ πράγματα εἶναι ὀλίγοι- δι᾿ αὐτοὺς ὅλους εἶνε μόνον ἀπόδειξις τραγικοῦ ξιπάσματος καὶ ἀπολύτως τίποτε ἄλλο ὅλη των αὐτὴ ἡ ὀχλοβοή;

Καὶ ἐπὶ τέλους αὐτοὶ μὲν καταλήγουν εἰς τὴν φυσικὴν κατάστασιν, ἀλλὰ ὁ κόσμος, ὁ κόσμος, οἱ πολλοὶ τῶν ὁποίων τὸ κεφάλι κάμνουν κόσκινον, τῶν ὁποίων τὴν ψυχὴν μαραίνουν, ἀπελπίζουν, δηλητηριάζουν, τρέφουν μὲ περιφρόνησιν, τί τοὺς πταίει καὶ πῶς νὰ διορθωθῇ; Ἐννοοῦν τὶ φρικτὴ εὐθύνη τοὺς βαρύνει;

Κάμετε αὐτὸ τὸ πείραμα.

Διαβάσετε τὸν Ἐπισκοπόπουλον, ἀπὸ τὸ πρῶτον του ἄρθρον ἔως τὸ τελευταῖον εἰς τὸ «Ν. Ἄστυ» διὰ τοὺς Δελφούς, ὅπου οἱ ἀρχαῖοι μεταβάλλονται εἰς «πατέρας μας»· ἐκτὸς τῶν ἄλλων καθημερινῶν πηδημάτων ἀπὸ τὴν μίαν γνώμην εἰς τὴν ἄλλην, τὸ ὁποῖον εἶνε τὸ γενικὸν χαρακτηριστικὸν τῶν τωρινῶν, θὰ ἰδῆτε πόσον ὀλεθρία σπορὰ ἰδεῶν ἔγινεν ἐδῶ. Καὶ σκεφθῆτε πόσος θὰ ἦτο ὁ Ἐπίσκοπος τώρα, ἐὰν ἀντὶ ὅλων τῶν πραγμάτων ποὺ ἔβλαψαν τοὺς πολλοὺς καὶ κανένα δὲν ὠφέλησαν καὶ οὔτε αὐτὸν εἰς τίποτε, ἐὰν ἐκάθητο φρόνημα καὶ ἐμελέτα τὸν τόπον του. Καὶ σκεφθῆτε πόσον χρήσιμος θὰ ἦτο διὰ τὴν ἐδῶ δημιουργίαν. Καὶ ἐννοήσετε, ὅτι δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι διὰ νὰ γίνουν δημιουργοὶ ἔθνους, ἀλλὰ ἡ ἁπλῆ λογική.

Καὶ τὸ συμπέρασμά σας θὰ εἶνε, ὅτι μανθάνομεν γράμματα, τὰς ὥρας ποὺ μᾶς περισσεύουν ἀπὸ τὰ μαθήματα ποὺ παραδίδομεν εἰς τὴν πατρίδα μας διὰ νὰ μεγαλώσῃ, ὅτι καταστρέφωμεν τὸ κεφάλι τοῦ κόσμου, καὶ ἑπομένως τὰ πράγματα τοῦ τόπου μας διὰ νὰ δημιουργηθῶμεν ἡμεῖς, χωρὶς οὔτε αὐτὸ νὰ κατορθοῦται καὶ σταματῶμεν οὕτω καὶ καταζαλίζομεν καὶ σπρώχνομεν πρὸς τὰ ὁπίσω τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας τῆς Ἑλλάδος. Γελοιοποιοῦμεν καὶ ἐξευτελίζομεν τὸν τόπον μας καὶ ἡμᾶς τοὺς ἰδίους. Καὶ ἐνῷ δὲν θέλομεν νὰ κυττάζωμεν τὶ γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας, καὶ νὰ γίνωμεν ἰκανοὶ νὰ ἐννοοῦμεν αὐτά, θέλομεν ἔπειτα νὰ ἐννοήσωμεν τὸν κόσμον ὁλόκληρον, πιστοποιοῦντες τὸ ρητὸν μόνον: τὸν μουρλὸν καὶ τὸν χωριάτην ἡ ξένη ἔγνοια τὸν γερνᾷ.

Ἐγὼ ἐκ παιδικῆς ἀδυναμίας δὲν κατωρθώνω νὰ ἐκφράσω τὰ πράγματα ὅπως εἶνε καὶ ὅπως αἰσάνομαι, ὅτι πρέπει νὰ λεχθοῦν, διὰ νὰ τεθῇ ἕνα τέρμα εἰς τὴν ὀπισθοδρομικοτάτην αὐτὴν δύναμιν τῆς ξενομανίας.

Ἀλλὰ οἱ νεώτεροι, οἱ ἐρχόμενοι κατόπιν ἡμῶν, πρέπει νὰ φανοῦν ἀνηλεήμονες πρὸς πάντα ὅστις θελήσῃ νὰ ἐπαναλάβῃ, τὴν ἱστορίαν αὐτὴν τῶν τελευταίων δεκαετηρίδων.