Διάλυσις
Συγγραφέας:
Νοέμβριος 1886.


Κι' ἐκάθισα περίλυπος εἰς τῆς Βουλῆς τὰς θύρας
κι' ἐπάνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνύψωσα τὰς χεῖρας,
καὶ γοερῶς ἐθρήνησα ὡς τὸν Ἱερεμίαν
αὐτὴν τὴν ἀπροσδόκητον τοῦ ἔθνους τρικυμίαν,
ἐνῷ ἀγρία γύρω μου ἠχὼ ἀντιλαλεῖ,
πὼς στὰ καλὰ καθούμενα μᾶς φεύγει κι' ἡ Βουλή.

Καὶ ἤκουσα τὰ στόματα τοῦ πατριώτου κόσμου,
ἀρὰς καὶ ἀναθέματα νὰ ἐκστομοῦν ἐμπρός μου,
κι' ἐρώτησα μονάχος μου ἐν ἀπορίᾳ τόσῃ
γιατί καὶ πῶς διάλυσις ὁ βασιλεὺς νὰ δώσῃ.
Κι' οἱ μὲν κι' οἱ δὲ μ' ἀπήντησαν μὲ χέρια σταυρωμένα:
«Βασιλικὴ διαταγὴ καὶ τὰ σκυλιὰ δεμένα».

Κι' ἐκάθισα περίλυπος πρὸ τοῦ βουλευτηρίου
καὶ εἶδα βουλευτῶν μορφὰς ὡς εἶδος σουδαρίου,
καὶ εἶδα νὰ δαγκώνωνται οἱ τόσοι πατριῶται
καὶ τὰς περιφερείας των νὰ ξύνουν πότε πότε.
Καὶ τέλος πάντων ἔσκουξα «ὁ βασιλεύς μας ζήτω,
καὶ ἡ ἐπάρατος Βουλὴ εὐθὺς διαλυθήτω.»