Δημόσια θεάματα
Συγγραφέας:
Ιούνιος 1885.


Α'
ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ. – Ἰταλοὶ μακαρονάδες
μία Ντίο Τροβατόρε καὶ ἀντίο Λεωνώρα,
σκοτωμοί, δολοφονίαις, φοβεροὶ φλαροπαππάδες,
καὶ μὲ ντόμινους μπαμπίσκους, μ' ἄχ καὶ βὰχ περνᾷ ἡ ὥρα.

Τί βαρύτονοι τενόροι καὶ ἀφράταις πριμαδόναις!
Διατρέχει τοὺς πενῆντα καὶ ἡ μᾶλλον νεωτέρα,
καὶ τὸ θέατρον κουνιέται σὰν ἀρχίζουν ἡ γοργόναις
μὲ τῇς ἄγριαις φωναῖς των νὰ μᾶς κλαῖνε τὸν πατέρα.

Τί ὡραῖα!... ὅλοι κλαῖνε τὸ κεφάλι των ἐκεῖ!
Μὲ λυγμὸν ψυχῆς σκουπίζουν τῶν δακρύων τοὺς χειμάρρους,
ἀλλ' ἐνῷ σ' ἀναπτερόνει τόση θεία μουσική,
ἀκοῦς ἔξαφνα μακρόθεν καὶ τῆς Πλάκας τοὺς γαϊδάρους.

Ἐπιφαίνεται κι' ἡ φάτσα τοῦ πεινῶντος θεατρώνη,
στὴν σκηνὴ τῇς καρακάξαις τὸ κοινὸν ἀνακαλεῖ,
καὶ τὸ γλέντι τέλος πάντων εἰς τὴν μιάμιση τελειόνει,
ἐνῷ κλαῖνε τὰ λεπτὰ των ἀφιλόμουσοι πολλοί.

Β'
ΑΝΤΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ. - Ἀνάστασις καὶ χαλασμὸς Κυρίου,
καὶ φόβος καὶ κατάνυξις τοῦ ἀκροτηρίου.
Ἡ Γενοβέφα μαρτυρεῖ μὲ τὰ μαλλιὰ λυμένα·
κινεῖται, δαιμονίζεται, ἀφρίζει ὁλοένα·
ὁ Γοδεφρεῖδος μιὰ γροθιὰ κατάμουτρα τῆς δίνει,
κι' ἀμέσως πέφτει προύμυτα ἡ δυστυχὴς ἐκείνη,
ἐνῷ προσέρχετ' ἕτερος λυσσομανὴς ἐν τάχει
καὶ πέντε τῆς φιλοδωρεῖ κλωτσιαῖς εἰς τὸ στομάχι.

Ἐν τούτοις τὰ ὑφίσταται μὲ τόσην καρτερίαν...
αὐτὰ συνήθεις φαίνονται θωπεῖαι στὴν κυρίαν.
Ἀφίνει κάθε κύριον ἱππότην νὰ τὴν δέρνῃ,
τὸν ἕνα στὸ στομάχι της κλωτσιαῖς νὰ καταφέρνῃ,
τὸν ἄλλον ἀπὸ τὰ μαλλιὰ σὰν σκύλα νὰ τὴν σύρῃ,
διὰ νὰ φάγῃ αὔριον ὀλίγον ψωμοτῦρι.
Καὶ ὁ κυρίαρχος λαὸς τὴν μάρτυρα κυττάζει,
χωρὶς νὰ βήχῃ ποῦ καὶ ποῦ, χωρὶς μιλιὰ νὰ βγάζῃ.

Ἐδῶ δὲν ἐπιτρέπεται καθόλου νὰ μιλήσῃς,
οὔτε τὰς κρίσεις σου νὰ πῇς ἢ νὰ χειροκροτήσῃς,
ἀλλέως ὅλον τοῦ λαοῦ σηκώνεται τὸ κῦμα,
καὶ μὲ γιακάδες καὶ γροθιαῖς σὲ διώχνει παραχρῆμα.
Ἐδῶ στὸν πάγκο ἥσυχος ὀφείλεις νὰ καθίσῃς
καὶ ἄφωνος τῆς μάρτυρος νὰ βλέπῃς τὰς κινήσεις,
διότι λέξιν ἂν εἰπῇς κι' ἐδῶ κι' ἐκεῖ ἂν στρέφῃς,
τοῦ φρικαλέου δράματος τὸ νῆμα καταστρέφεις.

Ἀκοῦς νὰ τρίζουν κἄποτε τῶν δένδρων τὰ κλωνάρια
καὶ βλέπεις ἀπὸ πάνω σου νὰ κρέμωνται ποδάρια,
καὶ σὲ τρομάρα βρίσκεσαι κάθε στιγμὴ μεγάλη,
μήπως κανένα θεατὴν δεχθῇς εἰς τὸ κεφάλι.
Τὸ θέαμαεἰς τὰ ὀκτὼ ἀρχίζει τὸ ἑσπέρας
καὶ περὶ τὰ χαράγματα τελειόνει τῆς ἡμέρας,
πέφτουν καὶ λιανοτούφεκα μὲ μπαρλιμᾶ κομμάτια,
καὶ ὁ λαὸς ἀναχωρεῖ μὲ φουσκωμένα μάτια.

Γ'
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. – Ἐδῶ ψυχὴ δὲν φαίνεται καμμία,
ἐδῶ κανένας θόρυβος τὰ πάντα ἐρημία.

Ἡ Γερμανίδες ἡ ξανθιαῖς, ἀκίνηταις κολώναις,
μὲ τὰ γλυκὰ των ὄργανα διασκεδάζουν μόναις,
κι' ἐν μέσῳ τόσης ἡδονῆς καὶ θέας τερπνοτάτης,
προστάζει κάποτε νερὸ ρωμαντικὸς πελάτης.

ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΘΕΑΤΡΟΝ. - Μένει νεκρὸν καὶ μόνον,
χάριν πολλῶν ἐπισκευῶν πρὸς τέρψιν τῶν θαμώνων,
διότι κι' ὁ Δαμασκηνὸς μετὰ πολλῆς φροντίδος,
ζητεῖ τὴν ἀποξήρανσιν νὰ εὕρῃ τῆς σταφίδος.

Δ'
ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΜΟΝΟΙΑΣ. - Τί πρίμαις! τί τενόροι!
Τί ὤμορφα κομμάτια καὶ τί σουλατσαδόροι!
Πηγαίνει τόσος κόσμος τὸ θέαμα νὰ ἴδῃ
καὶ σπρώχνεται καὶ σπρώχνει καὶ γίνεται μουσκίδι
καὶ ὅσοι δὲν καθίζουν δι' ἔλλειψιν χρημάτων,
ὀρθοὶ ἀπολαμβάνων τῶν πέριξ θεαμάτων.

Φωνάζουν τὰ γκαρσόνια, φωνάζουν καὶ ἡ πρίμαις,
ἀκοῦς μεγάλας γνώμας καὶ τῶν Χαυτείων λίμαις,
γυρίζουν καὶ καμπόσοι λιμώττοντες δασκάλοι
μ' ἕνα ψηλὸ καπέλο καὶ μὲ χειμῶνος σάλι,
ἀλλὰ καὶ Ριζαρῖται πλανῶνται μερικοὶ
καὶ ἄλλοι φουκαράδες περιπατητικοί.

Ἀπάνω κάτω τρέχουν μὲ δίσκους τὰ γκαρσόνια
καὶ πέφτουν κάπου κάπου καὶ μερικὰ κανόνια·
τουτέστι μ' ἄλλους λόγους μὲς στὸ πολὺ ἀσκέρι,
μέσα στῶν καφενείων τὸ τόσο νταραβέρι,
μὲς στῇς φωναῖς, στὰ πιάνα, στοὺς κρότους, στὴν κουβέντα,
ξεχάνουν νὰ πληρώσουν πολλοὶ τὰ τραταμέντα.

Ε'
ΓΕΡΑΝΙΟΝ. - Σαντούρια γλυκὰ καὶ ἀμανέδες
παμπάλαια κουρκέτα, λουκούμια, κουραμπιέδες.
Ἐδῶ θὰ δῇς κυρίας πολλὰς μὲ τὰ μωρά των,
μὲ τἄσπρα των φακιόλια καὶ μὲ τὰ τσόκαρά των·
ἀφῆκαν ἡ καϋμέναις στὴ μέση τὴν μπουγάδα,
καὶ ἦλθαν ν' ἀπολαύσουν ὀλίγη πατινάδα.

Καὶ γίνεται μεγάλο κακὸ καὶ φασαρία,
καὶ τέλος πέρνουν ἕνα κουρκέτο εἰς τὰ τρία.
Ἀλλ' ἔξαφνα καμπόσοι γενναῖοι Γερανιώταις
τσακόνονται μὲ ἄλλους ἀντάμηδες Ψυριώτας,
καὶ βγαίνουν τὰ μαχαίρια καὶ βγαίνουν τὰ κουμπούρια,
καὶ φεύγουν οἱ θαμῶνες καὶ παύουν τὰ σαντούρια.

Στ'
ΦΑΛΗΡΟΝ. - Θάλασσα, δροσιά, γυμνάσματα παντοῖα,
φραντζέζικα, ἐγγλέζικα καὶ ἀριστοκρατία.
Ξαπλόνεσαι στὴν ἀμμουδιὰ ἀνέτως καὶ ἡσύχως·
κι' ὕπνον σοῦ φέρνει ἐλαφρὸν τοῦ κύματος ὁ ἦχος,
ἐνῶ μακρὰν περιπατεῖ ἀργὰ κι' ὑπερηφάνως
ὁ Φιλοποίμην ὁ μακρὺς μὲ τὸ βαρύ του κράνος.

Ἐδῶ Φραντζέζαις πετακταῖς μὲ ὠμορφιὰ καὶ νειᾶτα
καὶ κωμῳδίαις τρίπρακταις μὲ Γαλλικὴ παρλάτα.
Γελοῦν καμπόσοι ἔξαφνα, ποὺ γαλλικὰ γνωρίζουν,
κι' ἀμέσως γέλοια δυνατὰ καὶ οἱ λοιποὶ ἀρχίζουν,
χωρὶς κανένας ἀπ' αὐτοὺς νὰ νοιώθῃ τί συμβαίνει,
ἐν τούτοις φεύγουν ὅλοι των κατευχαριστημένοι.

Ζ'
ΒΟΥΛΗ. - Ἐκεῖνοι ποὔφυγαν μ' ὄψεις ὠχρὰς κι' ἀγρίας
ἀπὸ τὸ Ἄντρον τῶν Νυμφῶν μὲ τἄστρον τῆς ἡμέρας,
εἰσέρχοντι εἰς τὴν Βουλὴν μετὰ φιλοπατρίας
ν' ἀκούσουν ὡς ἐκ περισσοῦ τοῦ ἔθνους τοὺς πατέρας.

Τὸ θέαμα εἰς τὰς ὀκτὼ ἀρχίζει τῆς πρωΐας
καὶ περατοῦται μὲ βοὴν κατὰ τὸ μεσημέρι,
ἀλλ' ὅμως παύει κἄποτε καὶ πρὶν τῆς μεσημβρίας,
ἐὰν κανένας ἔνστασιν προώρου πείνας φέρῃ.