Δεν ηράσθης
Δεν ηράσθης; Συγγραφέας: |
Είσαι αναίσθητος λοιπόν; το στήθος σου δεν πάλλει;
Και δεν εξέφερες ποτέ έν σ' αγαπώ, την φράσιν
Δι' ης λαμβάνει η ζωή μυστηριώδη φάσιν,
Και εις την χείρα σου ποτέ δεν έφριξε χειρ άλλη;
Και σκεπτική δεν έμεινες εσπέρας ολοκλήρους
Είτε διότι η ελπίς τον ύπνον σού αφήρει
Είτε διότι άϋπνον η θλίψις σε ετήρει,
Και δεν απήλαυσες ποτέ του έρωτος ονείρους;
Ποτέ σου δεν ερρέμβασες, ορώσα την σελήνην,
Έν βλέμμα, ένα ασπασμόν, έν δάκρυ, ένα στόνον,
Και έχεις το μειδίαμα ως εραστήν σου μόνον;
Εις της καρδίας πείθεσαι την ύπουλον γαλήνην;
Το λέγεις συ· το βλέμμα σου σε διαψεύδει όμως·
Οπόταν μελαγχολικόν το όμμα σου ρεμβάζη,
Οπόταν την γλυκήτητα, τον έρωτα σταλάζη,
Αρνείται τας εκφράσεις σου εκείνας αποτόμως.
Ειπέ με, είναι δυνατόν το μαλακόν σου χείλος
Να μένη ξένον ασπασμού κ' ερωτικής θωπείας;
Ή πού ευρίσκεις την πηγήν της τόσης σου μαγείας,
Εάν ο έρως παρά σοι δεν σε θωπεύη φίλος;
Πλην τί σημαίνει· δεν γεννά παλμούς η αρμονία;
Τα άνθ', η δρόσος της αυγής δεν τρέφουν συγκινήσεις;
Δεν αποσπά τον στεναγμόν τερπνή ηλίου δύσις,
Χωρίς αυτά να συγκινή εντύπωσις καμμία;
Η εις ωραίον άγαλμα δεν κλείνομεν το γόνυ;
Του Πολυκλείτου έρωτα δεν εμποιεί η Ήρα,
Και είν' η καλλονή αυτής ανέφικτος και στείρα,
Και η ψυχρότης κατοικεί εντός του στήθους μόνη;
Τουλάχιστον αν τις ηχώ σ' επέστρεφε γλυκεία
Όσους παράγεις στεναγμούς· αν αντελάλεις μόνον
Την ευτυχίαν ην γεννάς, τον ον εκτρέφεις πόνον!
Αλλ' όχι, η καρδία σου είναι νεκρά καρδία.
Και όμως είσαι ευτυχής· δίδει μικράν ο έρως
Ζωήν, αλλοίαν, έκτακτον, και έπειτα ναρκούται,
Ο βίος όλος ωχριά, η όψις αλλοιούται,
Και πάλιν αναφύεται εν τη ακμή της πάση.
Και καθ' ημέραν θνήσκομεν και πάλιν αναζώμεν,
Πληρώνοντες μ' έν όνειρον τον βίον μας τον νέον,
Έως ού τέλος τ' όνειρον προβή το τελευταίον,
Και τότε ... ζώντες σάβανον νεκρού περιβληθώμεν.
Και βλέποντες την όψιν μας ωχράν μεμαραμμένην,
Το σύνοφρυ μειδίαμα ψυχρόν καθώς ο στόνος,
Τον άψυχόν μας οφθαλμόν βωβόν καθώς ο πόνος,
- Τάφος, δεικνύουσι, κρατών ψυχήν νενεκρωμένην.
Ω δίλημμ' αποτρόπαιον! εάν δεν αγαπήσεις
Ως υπό πάγους του βορρά διέρχετ' η ζωή σου·
Εάν δε πάλιν έρωτα εγκλείση η ψυχή σου,
Ως άνθος εις τον καύσωνα ταχέως θ' απανθήσης.