Γράμματα (περιοδικό)/Τεύχος 2 (1911)/Λογοτεχνική κίνηση: Για τα γλωσσικά τρόπαια

Λογοτεχνική κίνηση: Γιὰ τὰ γλωσικὰ τρόπαια
Ανώνυμος
σελ. 61–62 από το τεύχος 2 (1911) του περιοδικού «Γράμματα». Δημοσιεύτηκε με υπογραφή «γραμματα»


ΓΙΑ ΤΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΤΡΟΠΑΙΑ

Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα κατρακύλησε στοὺς δρόμους, καὶ πιὸ χαμηλὰ ἀκόμα, στὰ χρονογραφήματα τῶν ἐφημερίδων, ἡ λογοτεχνία ἔπρεπε ν’ ἀδιαφορήσει ὁλότελα ὄχι μόνο γιὰ τ’ ἀποτελέσματα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χτυπήματα ἀκόμα τῆς γλωσσικῆς πάλης. Ἔπειτα εἶναι ἀλήθεια πῶς καθαυτὸ γλωσσικὸ ζήτημα, «μέσα στοὺς κόλπους» νὰ ποῦμε τῆς λογοτεχνίας, δὲν ὑπάρχει πιὰ, γιὰ τὸν ἁπλούστατατο λόγο ὅτι δὲν ὑπάρχει σήμερα καθαρευουσιάνικη λογοτεχνία.

Ἀλλὰ ἡ γραπτὴ γλῶσσα, ἔξω ἀπὸ τὶς φιλολογικὲς ἀνάγκες, εἶναι ἁπλῆ «σημαντικὴ» δηλαδὴ μιὰ χοντροκομμένη σύμβαση ὅπως τὰ μασσωνικὰ σημάδια. Ἔτσι, οἱ νόμοι, τὰ ὑπηρεσιακὰ ἔγγραφα, οἱ δικαστικὲς ἀποφάσεις, οἱ βουλευτικὲς ρητορεῖες, οἱ ἐναρκτήριοι λόγοι, εἴτε γράφουνται σὲ μιὰ σημαντικὴ ποὺ βάση ἔχει τὴν καθαρεύουσα, εἴτε τὴ δημοτική, εἴτε τὸ volapuk, τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει σημασία καμμιά. Γι’ αὐτό, ἐφόσον τὸ κράτος δὲν δοκιμάζει — γιατὶ δὲν μπορεῖ — νὰ ἐπιβάλει καὶ στὴ λογοτεχνία μιὰ γλῶσσα, δὲν καταλαβαίνουμε τὶ ζητᾶ στὴ βάρβαρη ἀνεμοζάλη τῶν διαδηλώσεων καὶ τῶν βουλευτικῶν συζητήσεων ἓνας λογοτέχνης. Ἂν αὕριο τὸ Σύνταγμα ἐθέσπιζε τὴν δημοτική γιὰ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους, μήπως θἄλλαζαν ὄψη τὰ πράγματα, ἢ ὁ βίος θὰ γίνουνταν αἰσθητικώτερος γιὰ τὶς σβυσμένες ψυχές; Ὅλη ἢ συμβατικὴ ζωὴ τῆς κοινοτοπίας θάστρωνε σὲ ἕτοιμες — δημοτικὲς ἂν θέτε — φράσεις τὶς πρόχειρες ἀνάγκες τῶν μικροσυμφερόντων καὶ τῶν ψευτοπατριωτισμῶν, ἐνῷ παράλληλη, ἀκατανόητη καὶ περιφρονημένη ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ψηφοφόρων ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ γλῶσσα της θ’ ἀκολουθοῦσαν τὸν μοναχικὸ δρόμο τους.

Ἀλλὰ τότες σὲ τίνος κεφάλι ἐφύτρωσε ἡ σκέψη νὰ βάλει στοὺς ἐκλογεῖς ζήτημα ἐκλογῆς γλῶσσας; Κολλημένο στὸν λογοτέχνη ποὺ ἀκολουθᾶ τὶς αἰσθητικὲς ὑποχρεώσεις του, εἶναι ἕνα παράσιτο: ὁ Φανατικός. Ὁ Φανατικὸς εἶναι πνεῦμα ἁπλὸ ποὺ νομίζει πῶς λογικεύεται, καί, ὅπως ξέρουμε, ἡ χειρότερη μορφὴ τοῦ φανατισμοῦ εἶναι ἡ λογικοφάνεια. Ὁ Φανατικὸς ἀνακάλυψε τὴν ιδεα, δηλαδὴ μιὰ θρησκεία, μὲ τὴ δογματική της, μὲ τὶς ἀπαγορεύσεις, τὸν δεκὰλογο καὶ τὶς ὑποχρεώσεις της. Ὁ Φανατικὸς ἐφόρεσε τὸν τρίχινο σάκκο, καὶ πῆρε τὸ ραβδὶ τοῦ ἱεραπόστολου καὶ βγῆκε νὰ κηρύξῃ τὴν Ἰδέα, νὰ φωτίση καὶ νὰ προσηλυτίση τοὺς ἀνίδεους, ἐκείνους ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουνται γιὰ σκέψη καὶ τέχνη καὶ Καλόν. Ὁ Φανατικὸς ἀνακάλυψε πῶς ἡ δημοτικὴ γράφεται γιὰ νὰ τὴν καταλαβαίνει ὁ λαὸς καὶ ὄχι γιὰ αἰσθητικοὺς λόγους· καὶ ἔτσι ἐφεύρηκε τὴν βιομηχανικὴ γλῶσσα καὶ τοὺς γλωσσολογικοὺς νόμους τῆς ἀναλογίας, καὶ ἔπιασε δουλειά: μετάφρασε ὅπως μποροῦσε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὴ Χημεία, καὶ τὸ καρβουνικὸ ξυνό, τσαλαπάτησε μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του παντοῦ, ἵδρυσε «συντροφιὲς», ἕκαμε προπαγάνδες, ἔγινε φόρτωμα τοῦ κάθε κακομοίρη, ἀφόρισε ὅσους δὲν τὸν ἀκολουθοῦν ὐπεράσπισε ἀκάλεστος τὴν Τέχνη...... ὡς ποὺ, ἕνα καλὸ πρωῒ, στὸ γύρισμα τοῦ δρόμου, βρέθηκε κατάμουτρα μὲ τὸν Καιροσκόπο. Ὁ Καιροσκόπος, εἶναι γνωστός, εἶναι γείτονάς, μας εἶναι φίλος μας, εἶναι συγγενὴς μας. Περιττὸ νὰ τὸν συστήσουμε.

Καὶ ὅσες φορὲς ὁ Καιροσκόπος συναντηθεῖ πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Φανατικὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν προηγηθοῦν ὁμηρικὰ ὑβρεολόγια καὶ νὰ μὴν ἀκολουθήση.... ἀλλὰ ὅποιος εἶναι θωρακισμένος κατὰ τῆς ἀηδίας ποὺ προξενεῖ αὐτὴ ἡ βατραχομυομαχία, καὶ θέλει νὰ γλεντήση τὶς λεπτομέρειες, ἂς ὁρίσει, οἱ ἐφημερίδες κοίτουνται αὐτοῦ.

Τώρα, μερικὰ πράγματα βρίσκουνται ἀψηλότερα ἀπὸ τὰ γροθοκοπήματα τοῦ Φανατικοῦ, τοῦ Καιροσκόπου καὶ τῶν Ἀνίδεων. Παρ’ ὀλίγον νὰ ξεχάσουμε νὰ ποῦμε πῶς αὐτὰ τὰ μερικὰ πράγματα δὲν τὰ φτάνουν οὔτε τὰ βρωμόχερα τῶν πλειονοψηφιῶν.

ΓΡΑΜΜΑΤΑ