Γράμματα σε μια γυναίκα


Γράμματα σε μια γυναίκα
Της πικροδάφνης μου
Συγγραφέας:
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ὁ χρόνος κ' οἱ ἀναγνῶστες μου θὰ φανερώσουν τὸ πλάτος τῆς μὴ ἁπλῶς ἐρωτικῆς τους σημασίας, δημοσιεύω αὐτὲς τὶς πρόζες, ποὺ οἱ πιὸ σκόρπιες στιγμὲς τοῦ βίου μου ἐγέννησαν.


Ἡ γυναίκα: — Γιατί μὲ ρωτᾶς γιὰ τὴν ψυχή μου; Ὅταν ἀκούω τὴ λέξη «ψυχὴ» νιώθω μιὰ ἄγνοια ἀσυγχώρητη!

[4.11.1935]

I Επεξεργασία

Εἶπες, καὶ δὲν μιλοῦσες παρὰ στὸν ἑαυτό σου· ὅταν εἴμεθα δυὸ ποὺ ἀντικρύζουμε τὸν θάνατο, κλέβουμε ὁ ἕνας ἀπ' τὸν ἄλλον κάποιαν ἐλπίαδ κάποια ἰσχνὴ βεβαιότητα στὴν ὑπόσταση μιᾶν ἀκέραιας οὐσίας ποὺ δὲν καταστρέφεται ποτές. Ἀντλοῦμε θάρρος μακριὰ ἀπ' τὴν εἰκόνα μας, προσποιούμενοι πὼς θεσπίζουμε μιὰ θεσπέσια ἀνυποψίαστη στοὺς πολλοὺς ἀφάνταστα πλατιὰ ὕπαρξη· ὅπου χωρᾶμε ἐγὼ ἐσύ, καὶ ἴσως ἀκόμα ὅσοι τρέφουνε συμπάθεια πρὸς ἐμᾶς. Μᾶς φαίνεται πὼς ἐκεῖνο τὸ ἴδιο δέος, ποὺ ἄξαφνα ἀποκαλύπτεται ὅταν ἀτενίζουμε τὴ μοναξιὰ μας, τώρα μᾶς ἀγναντεύει καὶ μᾶς πολιορκεῖ ἀλλάζοντας ὄψη, παίρνοντας ἕνα πιὸ ἤπιο πρόσωπο, καὶ γίνεται σεβασμὸς σὲ μιὰ ὀντότητα πληρέστερη, ἄρα πιὸ ἥσυχη, διάφορη ἀπ' τὸν ἑαυτό μας.

Ἴσως ἡ σκέψη μου ἴδια μὲ τὴ δική σου. — Εἶναι μιὰ στιγμή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν τιμή του, καὶ δὲν τὸ νιώθει· μάλιστα πιστεύει πὼς ἡ ὑγεία του τυχαίνει περίσσια ἐφόσον ὁ ἴδιος καταλαβαίνει τὴν ὑποχρέωση κι αίσθηματοποιεῖ τὴν ἄνεση νὰ ξοδέψει τὸν ἑαυτό του νὰ χαρίσει ἀφειδῶς τὴν εὐμάρειά του· τότε, ἀλήθεια, διαστρεβλώνει τὴν εὐθύτητα ὅπου προορίζεται, μειώνοντας τὸν ἐγωισμό του.

[Δεκέμβρης 1935]

Επεξεργασία

Ἄλλοτε δὲν ἐπίστευα (ἴσως δὲν ἀντιλαμβανόμουνα διόλου) πὼς ὅταν κανεὶς μὲ προσέχει τοῦτο ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἐπιθυμήσω νὰ ἐπαναληφτεῖ ἡ συνάντησή μας. Ὄχι γιατὶ ἁπλῶς ἡ ματαιοδοξία τὸ φέρνει· μᾶλλον γιατὶ ἡ προσοχὴ τοῦ ἀντικρινοῦ μου ἐπιτρέπει σ' ἐμένα τὴν κάποια ἐκείνη αὐτοσυγκέντρωση πού, κι ὅταν πάψει ἡ μοναξιά, ἡ σοβαρὴ συνδιάλεξη ἀφήνει.

Κάποιος σὲ ἀκούει. Μπορεῖ νὰ εἶναι σὰν μιὰ ἀρχὴ τῆς ἠθικῆς μας ζωῆς ποὺ συναντᾶμε στὴ γωνιὰ μιὰς ὅποιας ἀσήμαντης ἡμέρας. Γιατὶ στὴν ὑπόσταση τοῦ αἰσθήματος ποὺ βέβαια μᾶς δίδει πνοή, ὅταν βλέπουμε τὴν πειθήνια καὶ ἀνάλαφρη προσοχὴ τοῦ ἄλλου (τοῦ αἰσθήματος, ποὺ θὰ τολμήσω νὰ ὀνομάσω «χαρά»), δὲν παρεμβάλλεται τίποτα τὸ ξένο πρὸς τὴν οὐσία πρὸς τὸ νόημα τῆς δικῆς μας κουβέντας, ὥστε νὰ διαταράσσει τὸ ἰδιοτελὲς αὐτῆς. Ἔτσι δὲν ὑφίσταται περίπτωση ἡδονῆς· καταφανὴς ἡ ἐργασία μας κι ὁ ἁγνός της σκοπός· ἂς εἶναι τὸ σύμβολο ἡ σύμπτωση τῆς πρώτης πνευματικῆς μας ζωῆς...

[Δεκέμβρης 1935]

II Επεξεργασία

Μοῦ εἶπες· — Θέλω νὰ πεθάνω, ἀλλὰ νὰ μοῦ τὸ ἐπιτρέψεις κ' ἐσύ! — Δὲν καταλαβαίνω αὐτὸν τὸν φόβο τοῦ θανάτου, αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία τῆς συγκατάβασης τοῦ ἄλλου ἀγνάντια στὸ θάνατο. Γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄ λ λ ο ς γιὰ σένα ὅταν ἐκλέγεις κάτι τὸ σοβαρό, καὶ μοναχή σου παίρνεις ἀπ' τὰ μαλλιὰ τὴν τύχη. Εἶμαι ὁ ἀνυπόφορος ἄλλος, ὁ ἀπροσκάλεστος μάρτυρας. Ἐσὺ φροντίζεις νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ πέρασμά σου, ἔτσι, ποὺ καὶ ἡ κατοπινὴ ἐξαφάνιση νὰ εἶναι ἕνα γλιστρημα στὸ κενό· γιὰ νὰ μὴ θορυβηθεῖ ὁ ὑφιστάμενος κόσμος. Ἀλλὰ τότε γιατὶ προστρέχεις σ' ἐμένα, τὸν τυχαῖο σύντροφο, καὶ ζητᾶς τὴ γνώμη μου; Ποιὰ καλοπροαίρετη συμβουλὴ μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ προσφέρω;

Ἀπὸ τοὺς δυό μας λείπει ἡ ἑνιαία πνοή, ὁ ἴδιος συλλογισμὸς γύρω ἀπ' τὰ ἐγκόσμια· μᾶς ἕνωσε μιὰ ἀμφίβολξ ὁμοιότητα στὶς ψυχές. Ἡ στέρηση ἀπὸ γόνιμο ἔδαφος, ποὺ νιώθαμε κάτω ἀπ' τὰ πόδια, ἐκαταστάλαξε στὰ βλέμματά μας ποὺ τὴ σύμπτωση πόνου ἔκριναν ἀμοιβαία συμπάθεια. Ἀλλὰ τὰ πράματα ἔχουν σαφῶς τεθεῖ ἀπὸ τὸν Πλάστη· μπορεῖ γιὰ τὰ καθέκαστα νὰ ἐπαρκεῖ ὁ κοινὸς μόχθος, μόνοι ὅμως ἀντιμετωπίζουμε τὸ πᾶν, δηλαδὴ τὸ δίχως πρόσωπο σύμπαν.

Ἐσὺ νοιάζεσαι γιὰ τὴ σκέψη μου! Ἡ ἀδυναμία σου — ὁ ἔρωτας ἡσύχασε ἀπὸ καιρό — ἔρχεται πρὸς συνάντηση τῆς ματαιοδοξίας μου· βλέπω· καὶ τῶν δυό μας δὲν δούλευσαν ἀρκετὰ τὰ πνεύματα, δὲν σήκωσαν ἀπὸ πάνω τους τὴν αἰσθηματικὴ σύγχυση, ὥστε νὰ πηγαίνει ὁ καθένας μας ἰσια στὴ μοίρα ποὺ ὁ νοῦς τοῦ ἀναθέτει· καὶ τώρα, ποὺ ὁ χρόνος βιάζει τὴν ἀπόφαση, ἡ περισυλλογή μας, ἀκόμα ὅπως ἄλλοτε, περισσεύει.

Ἔτσι, ἐσὺ ἀποθυμᾶς τὸν θάνατο, ἀλλὰ προσηλωμένη στὴ μορφή μου, θυμᾶσαι τὸν κόσμο ποὺ ἀψήφησες — καὶ δὲν τὸ ξέρεις!

III Επεξεργασία

Εἶσαι ἐλεύθερη. Δὲν σ' ἔχω στὴν κατοχή μου. Ὅταν μοῦ ὁμολόγησες πὼς πιότερο ἀπ' ὅλα λατρεύεις τὴν ἐλευθερία σου, ἔνιωσα πὼς ἄθελά μου εἶχα γυρέψει νὰ σοῦ τὴν ἀφαιρέσω· ἀλλὰ ὕπουλα, ποὺ σ' ἔβλεπα νὰ μὴν προσέχεις, βυθισμένη σὲ μιὰν ὑπέρμετρη χαρὰ ἢ σὲ μιὰ ἀπέραντη θέα, νὰ βγαίνεις ἀπὸ τὸ ἴδιο σου πνεῦμα ν' ἀφοσιώνεσαι σὲ μιὰ ζωὴ σταματημένη· ἔδιωχνες ἀπὸ τὸ εἶναι σου τὴν ἀληθινὴ εὐφυΐα του, ἀπαρατοῦσες ἐκείνη τὴ δύναμη ποὺ διαρκῶς σὲ ἀνανεώνει καὶ σὲ δείχνει ἕτοιμη καὶ παροῦσα. Σὲ ὤθησα πρὸς τὴν περιπέτεια πρὸς τὸ ὅραμα, καὶ ἴσως μέσα μου ἔτρεμε μιὰ ἐλπίδα· νὰ παραμείνεις ἐκεῖ, νὰ μὴ σοῦ εἶναι βολετὸ νὰ ἐπιστρέψεις, μάταια νὰ συσπείρεσαι ὅταν σὲ κεντρίζει ἡ νοσταλγία· καὶ ἡ ἀνάμνηση ἀκόμα νὰ σοὔφευγε.

Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν δίδεσαι! Βασανίζεσαι νὰ δοθεῖς, ἀλλὰ δὲν σ' ἀφήνει κάποιος ἄνεμος, κάποια φούρια ποὺ σηκώνεται ἀπὸ τὰ σπλάχνα σου, ὅταν πάει νὰ μεστώσει ἕνας δικός σου πόθος γιὰ ἡδονὴ γιὰ μέθη ποὺ λιγώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Δὲν χαίρεσαι μιὰ τελειωμένη ἀνθρώπινη χαρά, δὲν πάσχεις ἕνα τίμιο συμμετρικὸ πάθος· δὲν παίρνεις ἀπὸ τὰ χάδια ποὺ ἔχουν οἱ μέρες οἱ κλειστές, οὶ μέρες που μοιάζουν δωμάτια γιὰ γάμο καὶ γιορτή. Ἀκολουθεῖς μιὰ γραμμὴ ποὺ συστρέφεται γύρω ἀπ' τὸν ἑαυτό σου· καὶ λάμπεις σπέρνεις φῶς, ἀλλὰ ἡ φωνή σου εἶναι χλωμή· θέλεις τὴ βοήθεια τοῦ πλησίον, γιατὶ δὲν ξέρεις ἀπὸ ἔργα δὲν γνωρίζεις ἀπὸ θεωρία ποὺ νὰ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

IIIα Επεξεργασία

Ὅταν σὲ ἀγαπάω, καὶ γέρνω τρυφερὰ πρὸς τὴν ὕπαρξή σου· ὅταν συνηθίζω τὰ μάτια στὸ νὰ σὲ ἀγναντεύω, νὰ τηρῶ τὸ πρόσωπό σου σὰν μιὰν εἰκόνα ὅπου σμίγουν τὸ φῶς κι ὁ πόθος, ἀνακαλύπτω —ἀργὰ ἀλλὰ ὥριμα — ἕνα αἴσθημα σωτηρίας στὴν ἐπιθυμία μου νὰ ξαπλώνω τὸ χέρι μου πρὸς ἐσένα.

[Δεκέμβρης 1935]

IIIβ Επεξεργασία

Στὴν ἐπιθυμίανὰ σφίξουμε τὶς σχέσεις μας ὅσο κεῖ ποὺ δὲν παίρνει, στὸν πόθο ν' ἀπολαύσουμε τὴν ἡδονὴ ποὺ τὰ σώματά μας φανερὰ ὑποσχόντουσαν τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, τέλος τὸ λεπτὸ αἴσθημα τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσά μας, διαφορὰ δύο ὑποστάσεων, ποὺ μᾶς ἄγγιζε ὕστερα ἀπ' τὶς εἰλικρινέστερες ἐκμυστηρεύσεις ἀπ' τὴν πιὸ ἐξαντλητικὴ ἀπογύμνωση, ἀπ' τὴν ἀσυνείδητη καὶ ἀφελέστατη τάση νὰ ταιριάσουνε οἱ ἀναπνοές μας, σὰν γοητεία ποὺ τὴ σκόρπισε ὁ ἀγέρας, σ' ὅλες λοιπὸν αὐτὲς τὶς σκιὲς αἰσθημάτων ἔτρεχε ἕνα ρίγος, στὸν οὐρανό τους σὰν σύννεφο ταξίδευε ἡ ἀκαθόριστη μυρωδιὰ τῆς σάρκας, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ σάρκα γιατὶ ἔγινε λαχτάρα καὶ ψυχικὴ δόνηση.

[Δεκέμβρης 1935]

IV Επεξεργασία

(Ὁ λυρισμὸς δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ πλέρια αἰσιοδοξία μας).

Ἀπὸ τὴ φύση σου φεύγεις, τώρα ποὺ νιώθεις πὼς ὑπάρχεις. Τώρα καταλαβαίνεις τὸ φοβερὸ ἐμπόδιο τοῦ χρόνου, τὴν ἀναπότρεπτη μικροπρέπεια τοῦ θανάτου· καὶ ποθεῖς τὴν προσήλωση σὲ τούτη τὴν ἀλήθεια, σ' αὐτὸ τὸν ἑαυτό σου ποὺ βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ χάος, καὶ γέμισε μὲ τὴν πεποίθησή του σὰν ὀγκῶδες φῶς τὸ κενό, προίκησε μ' ἕνα μοναδικὸ παλμὸ μιὰ καρδιὰ ποὺ πήγαινε νὰ ξεψυχήσει.

Σὰν μιὰ σιγὴ ὑπῆρξες στὸ παρελθόν· τώρα μετουσιώθηκες, καὶ παρδαλὴ εἰκόνα τοῦ βίου σου βλέπεις τὶς χτεσινὲς ἀγάπες. Γιατὶ ὁ ἑαυτός σου δὲν πλαγιάζει ἐκεῖ· τρέχει μπροστά, καὶ αὐθόρμητα σηκώνεσαι νὰ τὸν προφτάσεις, γιὰ νὰ εἶσαι ἐσύ, νὰ εἶσαι σὺ πρὶν σκορπιστεῖ ἡ πίστη, κάθε πίστη, ἀπὸ τὸ σύμπαν.

Τώρα δὲν ἔχεις πιὰ καμώματα· δὲν κρύβεσαι, δὲν ὀπισθοχωρεῖς· γιατὶ στὸν ἀνοιχτὸν ἀγώνα ἡ τύχη σου, ὁ ἀγώνας ἡ τύχη σου εὐγενικὴ συμπεριφορὰ θ' ἀναδείξουν. Κ' ἡ μοναξιά σου, ἂν χαθεῖ ἡ εἰδή σου, σὰν ἄγαλμα θὰ παραμείνει.

V Επεξεργασία

Χωρὶς ἁγνότητα δὲν φτιάχνουμε τίποτα τὸ ἀληθινό. Κ' ἐσύ, ἡ ἄσπιλη, ἀποσύρεσαι! Μοῦ ἀφαιρεῖς τὴν ἐλπίδα νὰ πάρω τὴν ψυχή σου μὲ τὶς χούφτες, νὰ πιῶ ἀπ' τὸ νερό της! Δὲν θ' ἀνθέξω πιά· θὰ σὲ μαστιγώσω, ἴσαμε νὰ κλάψεις πικρὰ δάκρυα να χυθεῖς ἔξω ἀπ' τὸν ἑαυτό σου νὰ σκορπίσεις στὸν ἄνεμο τὴν περηφάνεια!

[Γενάρης 1936]

VI Επεξεργασία

— Σήμερα δὲν ἀγαπάω πιά — Τὸ εἶπες μὲ παράξενη σκληρότητα, προσπαθώντας νὰ μὴ μὲ κοιτάξεις, τόσο φοβόσουνα νὰ διαβάσεις στὰ μάτια μου μιὰ ἔκπληξη ποὺ θὰ εἴταν καὶ ἡ δική σου! Ἀλλά, ἂν δὲν εἶδα τὸ βλέμμα σου, μολαταῦτα σὲ πίστεψα· εἶχε τέτοιο χρῶμα ἡ μιλιά σου, τέτοιο βάρος ἡ σιωπὴ ποὺ ἀκολούθησε τὰ λόγια, ὥστε ἐγὼ δὲν μπόρεσα νὰ κρατηθῶ· ἔστρεψα ὅλη μου τὴν προσοχὴ στὴ μορφή σου θέλοντας ν' ἀγκαλιάσω τὴν ὑπόστασή σου, νὰ δῶ ἂν ὁλάκερη ἔφεγγε στὸ σημεῖο ποὺ ἔδειχαν τὰ λόγια. Τότε κατάλαβα τὴν εἰλικρίνειά σου καὶ τὸν τρόπο της· ἔνιωσα τὴν πραγματικότητα ποὺ ἔθιγε ἡ διάθεσή σου.

—Σήμερα δὲν ἀγαπάω πιὰ — Ἤθελες νὰ πεῖς πὼς ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου τὸν προορισμό σου· ἀλλὰ ἕναν ἑαυτό σου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ὁ ἑαυτός σου (κι ὄχι ἡ αὐταπάτη τῆς ἑνότητας ἐνῶ εἴμεθα δυό, ποὺ δημιουργεῖ ὁ ἔρωτας), ἕναν προορισμὸ γύρω ἀπὸ ἕνα πρόσωπο, τὸ δικό σου. Καὶ γιατὶ μ' ἐκτιμοῦσες, γιατὶ μὲ τοποθετοῦσες πάνω ἀπ' τὸν ἑαυτό σου τὶς στιγμὲς ποὺ ἔπαυες νὰ σκέπτεσαι κ' ἐπέστρεφες στὸ παλαιό σου ἦθος, γι' αὐτὸ ἐπέμενες στὴ γνώμη σου χωρὶς σχεδὸν καμμιὰ μελαγχολία γυναίκεια· — Ἐσὺ δὲν μ' ἀγαπᾶς — Σὰν νὰ ζητοῦσες νὰ φέρεις τὰ πράματα στὴ θέση τους, νὰ διευθύνεις κ' ἐμένα κ' ἐσένα ἐκεῖ ὅπου ἄλλωστε αὔριο θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε μόνος του ὁ οἶστρος μας, μακριὰ ἀπὸ ἀγάπη κ' ἔρωτα, στὸ ἔργο.

VII Επεξεργασία

Θὰ μάθουμε μαζὶ νὰ σωπαίνουμε· ὁ νας θὰ διδάξει στὸν ἄλλο τὴ διάκριση τοῦ ἀνθρώπου ἀγνάντια στὴ μυστικὴ πνευματικὴ τροφή του, ἐκεῖνο τὸ δυσκατάληπτο σεβασμὸ πρὸς τὰ μελλούμενα, ποὺ κ' οἱ δυὸ ἀγνοοῦμε. Ὁ καθένας μας ἀπὸ κάποιον καιρὸ στοχάζεται τὴν περιωπὴ τοῦ ἄλλου, κι ὅταν ἀκόμα ὁ νοῦς του πέφτει κάθετα στὸν ἑαυτό του· λογαριάζει τὸν ἄλλο, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ ἀναντικατάστατος ἄλλος, πλημμυρίζει τὴ σκιὰ ὅπου τὸ εἶναι μας περνάει θερμαίνει μὲ τὴν παρουσία του μιὰ ἀτμόσφαιρα πού, ἀλλιῶς, δὲν θὰ ἄχνιζε τέτοιαν εὐθυμία τέτοια μετρημένη ἀναπαμένη χαρά. Κ' ἐσὺ ὀφείλεις νὰ τὸ ξέρεις· μόνοι μας σκάβουμε τὴ χαρά, ἀλλὰ ἀπροκάλυπτη καὶ ἰλιγγιώδη σὰν ἄβυσσο!

VIII Επεξεργασία

Θαρρῶ, πὼς ὅλα εἶναι ψέμματα καὶ πλαστὴ ἡ ἔνδεια ποὺ νιώθω ἀπὸ σένα· δὲν σ' ἀγαπάω τυφλά, δὲν θυσιάζομαι γιὰ σένα· ἡ σιωπή μας δὲν ἐνοχλεῖ μονάχα ἐσένα. Ἡ ζωή, ὅπως γιὰ κάθε ἄνθρωπο, καὶ γιὰ μᾶς δὲν εἶναι ποιητική. Θέλω νὰ πῶ, πὼς κ' ἐμεῖς δὲν μποροῦμε αἰωνίως νὰ φτιάχνουμε αὐτεξούσια τὴ ζωή μας, κάποτε ἀφαιρούμεθα, κοιτάζουμε γεμάτοι ἔγνοια ἕνα μικρὸ ἑαυτό μας, σὰν νὰ εἴμεθα ἄρρωστοι. Τότε γινόμεθα κατώτεροι, πρόστυχοι σχεδόν... Καὶ τὸ νὰ λέμε, ἐμεῖς, πὼς ὅλα εἶναι ψέμματα, δὲν εἶναι τάχα πρόστυχο αὐτό;

IX Επεξεργασία

Ὤ, αὐτὴ ἡ κουβέντα ἀνάμεσά μας, σὲ τέτοια οἰκειότητα ψυχῆς ποὺ ὁ καθένας νομίζει πὼς μιλᾶ μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἀποτελεῖ ἀ σ έ β ε ι α πρὸς τὰ σώματά μας, ποὺ ὑποχρεώνονται νὰ ἀπουσιάζουν; Μὲ ἀκοῦς, κι ἀπὸ τὸ σῶμα σου μονάχα τὰ μαλλιὰ ζοῦν· τὰ μάτια σου ἀσπάζονται τὶς ἰδέες, γίνονται ἥσυχα κοίτη ποὺ δὲν μολύνεται ἀπὸ σπέρμα· ἀλλὰ τὰ μαλλιά σου θυμοῦνται τὰ παρήγορα χάδια, φέρνουν ἀκόμα ροὴ αἰσθήσεων ἀνέμους ἀνατριχιάσματα. Καὶ ξέρω ὅτι μπορῶ νὰ τὰ φιλήσω κ' ἂν τὰ φιλήσω, ξαναρχινάω ὁλάκερη τὴ ζωή μου ἀποκτάω ξανὰ τὴν ἀθωότητα τῆς περιπέτειας.

Τόσο εἶσαι ἁγνὴ ποὺ μοιάζεις διαφανής. Ὅταν ὁ πόθος ἀνεβαίνει στὰ χείλη μου, τὰ μάτια σου στίλβουν σὲ μιὰ παρατεταμένη ἀναμάρτητη ὑπεροψία σὲ μιὰν αἴγλη καμωμένη μὲ δάκρυα καὶ χαρὲς παιδιῶν· τὸ ἔνστιχτό σου δὲν κρύβεται πιά, ἀνθίζει στὸ μειδίαμα τοῦ προσώπου, πνίγει τὰ γέλια καὶ χαιρετάει τὸ ἄπειρο...

X Επεξεργασία

«Ὁ ἐπίσημος ξένος» σ' ἐπισκέπτομαι πάντοτε μὲ τὴν πρόθεση νὰ σοῦ ἀποσπάσω μιὰ μετάνοια, καὶ πάντοτε μοῦ ἐπαρκεῖ ἡ γλυκιὰ ἀντίληψη ἑνὸς κόσμου ποὺ ὑπόκρουσή του ἔρχεται ἡ φωνή σου· ἑνὸς κόσμου ὅπου ὅλη μας ἡ λαχτάρα γιὰ συντροφιὰ γιὰ συμβίωση, μπαίνει καὶ διαλέγει τὸν τόπο τῆς διαμονῆς. Γνωρίζω μιὰ χώρα ὅπου ὸ λεπτότερος πόθος μου ἔχει σαφήνεια· ἐσένα σὲ φυλάω κοντὰ μου, κι' ἡ ἐπιμονή σου νὰ μὲ ἀπαρνηθεῖς κ' ἡ δίψα σου νὰ πάρεις ἀπὸ μένα κάποια οὐσία, ἔγιναν ἕνα· μιὰ νωχέλεια κι ἀπὸ τοὺς ὁρίζοντες πιὸ ἀλαργινή, γιατὶ τὰ σώματα στὸ πλησίασμα δὲν κοπιάζουν, καὶ τὰ ἐρωτικὰ βάσανα ἁδρανοῦν, τώρα ποὺ ἐπίκειται ἡ μέρα ν' ἀντλήσει ἀπὸ τὰ μάτια μας τὸ χρῶμα κι ἀπὸ τὰ λόγια μας τὰ λαμπρά της ὅρια.

[Δεκέμβρης 1935 - Φλεβάρης 1936]

XI Επεξεργασία

Παντρεύτηκες. Ὁ γάμος σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση εἶναι γεγονὸς ποὺ μὲ χωρίζει πλέρια ἀναντίρρητα ἀπὸ σένα. Ἂν καὶ δὲν θέλω νὰ φανερώσω στὸν ἑαυτό μου, δὲν βαστῶ νὰ ἀνακαλύψω τὴ στεναχώρια μου καὶ ἐξαιτίας της νὰ παραδεχτῶ πώς, ἡ ἔρευνα στέκεται ὑπερβολικὰ εὔκολη. Τὸ συμπέρασμα εἶναι πὼς τώρα μοῦ εἶναι πιὰ ἀδύνατη ὁποιαδήποτε φαντασία προσέγγισης — τελειωτικὰ ἀπίθανη μοῦ γίνεται ἀπ' τὴ στιγμὴ τοῦ γάμου σου ἡ γνωριμία σου —.

Μονάχα ἐσὺ θὰ καταλάβεις γιὰ τί εἴδους γνωριμία μιλῶ. Κι ἂν στὰ παιχνίδια μας δὲν ἀλλάξαμε ποτὲ κουβέντες ἐρωτικὲς ὅμως ἔχω πεποίθηση, πὼς κατάλαβες τί ζητοῦσα ἀπὸ σένα, μιὰν ἐπαφὴ ποὺ νὰ ἔμοιαζε τὴ βιβλικὴ «γνωριμία» καὶ νὰ εἴταν καὶ κάτι ἄλλο, κάτι περισσότερο... Ξέρεις πὼς ἐκφραζόμουνα χωρὶς πονηρία, μ' ἐκεῖνο τὸ σέβας ἀπέναντί σου πράματα τῆς ἀγάπης ποὺ κολακεύομαι νὰ πιστεύω, πὼς κάπως ἐδίδαξα, ἐμύησα ἀθέλητά μου ἐσένα ποὺ περιγέλαγες ξένοιαστη ὅ,τι ὀνόμαζες ἐπιπόλαια «ρομαντισμό».

[Γενάρης 1936]