Γράμμα
Συγγραφέας:
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922)


ΜΟΝΑΧΟ ΤΑΙΣ 25. ΧΙΙ 1884:

Μὲ συγχωρεῖς, Ἀνδρέα μου, ἂν τόσο ἀργὰ σοῦ γράφω·
ἐκείνη ποῦ ἐβασίλευεν ἕνα καιρὸ ’ς τὴν Πάφο
δὲν ἔφταιξε, δὲν ἔφταιξεν ἡ Kneipe ὅπως νομίζεις,
οὔτε ἡ πολλή μου ντεμπελιά· τὰ αἰσθήματα γνωρίζεις
ποὺ ’ς τὴν καρδιὰ θρέφω γιὰ σὲ καί, πίστευσε, οὔτε ἡ Minna,
ἐκείν’ ἡ τόσο ἀγαπητὴ κ’ ἔμορφη κελνερίνα,
οὔτε τῆς μπίρας τὸ χρυσὸ καὶ ἀστέρφευτο ποτάμι
δὲν θὰ εἰμποροῦσε, ὄχι, ποτέ, πίστευ’ το, νὰ μὲ κάμῃ
νὰ λησμονήσω τὴ λαμπρὴ παντοτεινὴ φιλία,
ποὺ δὲνει τοῦ περιοδικοῦ τὴν ἄφοβη ὀχτανδρία.—
Ἀρρώστια, φίλε μου καλέ, μὲς τὴν κακὴ τὴν ὥρα,
κακὴ μ’ ἐπλάκωσε καὶ ἰδού, μὲ μιᾶς τὰ χολοφόρα
κανούλια μου ἐστουμπώθηκαν· σὰν μαραμμένο φύλλο
ἔγινα κατακίτρινος Mabillo pingui ab illo
quantum mutatus, τρομερὰ λιγνὸς καὶ μαζωμένος,
ὅλος πετσὶ καὶ κοκκαλο, σὰν μούμια ζαρωμένος.
Ἡ ἀρρώστια λέγετ’ ἴκτερος, καὶ κάτω ’ς τὴν Ἑλλάδα
κάποιοι ὀνομάζουν τὴν χρυσῆ, καὶ κάποιοι κιτρινάδα.
Ἡ δύναμές μου εἶχαν κοπῇ καὶ ἀπ’ τὴν ἀνορεξία
δὲν ἔτρωγα μήτ’ ἔπινα, φαντάσου ἀπελπισία!
Καὶ εἰς τέτοια καταστέματα κακὰ καὶ ἀσβολωμένα
νὰ πιάσω εἰς τὸ τρεμάμενο τὸ χέρι μου τὴν πέννα
ἤθελες καὶ τὰ πάθια μου ’ς ἐσὲ νὰ ἐξιστορήσω
καὶ μὲ πικρὰ παράπονα κ’ ἐσένα νὰ λυπήσω;
Ἕνας ἀπ’ τοὺς βαυαρικούς, καλοὺς Ἀσκληπιάδαις
τέλος κατάφερε, χωρὶς πάρα πολλοὺς παράδες,
νὰ μὲ γιατρεύσῃ: βέβαια, τόσο, ὄχι, δὲν ἐχάρη
ὅταν ἀνέστη ὁ Λάζαρος μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴ χάρι,
τόσο δὲν ἀναγάλλιαζες ἐσύ, φίλτατε Ἀνδρέα,
ὅταν ἐξεφορτόνοσουν ἐκεῖνον τὸν κουτέα
τὸν κόμητα, τὸν βουδδιστήν: ὅσο ἐγὼ τώρα ποὖμαι
πάλι γερὸς καὶ τὸ κακὸ τὸ πάθος συλλογιοῦμαι,
ὅπ’ ἔβγαλ’ ἀπὸ πάνου μου. Τώρα, ναί! Τώρα γράφω
εἰς ὅλους σας ὅπου πιστὸς θἆμαι ἴσια μὲ τὸν τάφο

στὴν ὑψηλὴ καὶ ὁλόλαμπρη τοῦ Γιώργη μας Ἰδέα,
πιστὸς καὶ στῆς δημοτικῆς τὴν ἄφθαρτη Σημαία.
Ἀλλ’ ἀρκετὰ σ’ ἐβούρλισα μὲ αὐτὴν τὴν κιτρινάδα.
Ἔφθασ’ ἡ ὥρα νὰ σοῦ ’πῶ ποῦ εἶδα ’ς τὴν «Ἐβδομάδα»,
καθὼς ὅλαις ᾑ πρόζαις σου καὶ αὐτὴν χαριτωμένη,
τοῦ Gessner τὴν μετάφρασιν ὄμορφα τυπωμένη,
καὶ πόσο εὐχαριστήθηκα δὲν θὰ εἰμποροῦσα, τζόγια,
καὶ ἂν εἶχα χίλια στόματα, νὰ ἐκφράσω μὲ τὰ λόγια.
Καλόμοιρος ποῦ εἰμπόρεσες τὴν ἄγρια νὰ νικήσῃς
σκληρότη τοῦ Καμπούρογλου καὶ νὰ τὸν νανουρίσῃς
μὲ λόγια μελοστάλαχτα, γλυκότατέ μου Ἀνδρέα,
ὥστε καθὼς ὁ Κύκλωπας τὸν θεῖον Ὀδυσσέα
καὶ αὐτὸς ἐσὲ θὰ σπλαγχνισθῇ καὶ δὲν θὲ νὰ σὲ χάψῃ·
ἡ φοβερή του ὅμως ὀργή, σὰν κεραυνὸς θ’ ἀστράψῃ
ἐπάνω μας ὅταν θὰ ἰδῇ μὲ φρίκη ἀνέκφραστη ὅσα
κ’ ἐμεῖς θὲ νὰ τυπώσουμε ’ς τὴν «Ἐθνικὴ τὴ Γλῶσσα».
Συμπάθησέ με ἂν σὤστειλα ἐκεῖνο τὸ σονέτο
μὲ δίχως προλεγόμενα καὶ ἀμέσως ξέσχισέ το
καὶ ρίξε το, ἂν δὲν τὤρριξες, ’ς τὸν τόπο ποὺ τοῦ ἀξίζει.
Ὅσο γιὰ τὸ περιοδικὸ καθένας σας γνωρίζει,
μὲ τί λαχτάρα καρτερῶ νὰ βγῇ, νὰ βασιλέψῃ
’ς τὸν κόσμο τῶν γραμμάτων μας, κι’ ὅλη νὰ καταστρέψῃ
τῶν ψοφιμιῶν τὴ βρώμικη, σκωλικοφαγωμένη
σαποῦρα ποῦ τὴ γλώσσα μας εἰς τ’ ἄνθος της μαραίνει.—
Χαίρομαι ποῦ τοὺς ἔδωσες καὶ τὴ μετάφρασί σου·
λοιπὸν καὶ τὴν εἰσαγωγὴ να γράψῃς ξεκουμπίσου
κι’ ἄσε γιὰ λίγο νὰ κουτρᾷ τὸν κὺρ Δεγουβερνάτη.
Τὸν ἄλλο μῆνα ἴσως κ’ ἐγὼ θὲ νὰ τοὺς στείλω κάτι·
ὥς τώρα ὄμως δὲν τέλειωσα τίποτε, κ’ ἡ Λεονώρα
’ς τὴν Παριζίνα κολλητὰ κοιμᾶται γιὰ τὴν ὥρα.
Καλαῖς γιορτάδες πέρασε καὶ μπριχοῦ νἄμπῃ ὁ Ἀπρίλης
θὰ σ’ ἀγκαλιάσῃ ἀδελφικά — Ὁ φίλος σου — μαβιλης.
Ὑψηλὸν Γάμμα. — Τίποτε κανένας ἂς μὴ μάθῃ
Κορφιάτης, γιὰ ὄνομα Θεοῦ, ποῦ ἀπ’ τὴ χρυσῆ ἔχω πάθῃ.