←Δ | Γλώσσαι Συγγραφέας: Ε |
Ζ→ |
- <<ε>>
- δασυνόμενον μὲν καὶ ἐγκλινόμενον δηλοῖ ἀντωνυμίαν τρίτου προσώπου πτώσεως αἰτιατικῆς αὐτόν (Α 236), ὀρθοτονού- μενον δὲ πάλιν τρίτον δηλοῖ ἑαυτόν
- <ἑ>
- δασέως ὀρθοτονούμενον [ἑαυτὸν .... ἢ αὐτὴν ἢ αὐτό S
- <εα>
- ψιλούμενον καὶ παροξυνόμενον· ἤμην ἢ ὑπῆρχον, δασυνό- μενον δὲ καὶ ὀξυνόμενον τὰ [ἀγαθὰ καὶ ἴδια, καὶ τὰ ἑαυτοῦ S δηλοῖ
- *<ἔα>
- ἄφες. vg ἢ ἦν s, ἢ ὑπῆρχον (Δ 321) Ss
- *[<ἐαγῇ>
- κλασθῇ κατεαγῇ, θραυσθῇ nps, συντριβῇ]
- <ἐάγη>
- κατεάγη. καὶ τὰ αὐτά (Λ 559)
- <ἔαδεν>
- ἤρεσεν S. ἔδοξεν. [ἦρεν. ἀφεῖλεν] (Hdt. 4, 201, 2 ..)
- <ἔα δή>
- ἄγε δή (Ar. Thesm. 659) Sp
- <ἑαδότα>
- ἀρέσκοντα [ἀγαθά] (Ι 173. σ 422) Sr
- <ἑαδόσιν>
- ἀρέσκουσιν, θέλουσιν S
- *<ἑαῖς>
- ἰδίαις vgnp
- <ἔακεν>
- ἀλγεῖ sr
- *<ἐακότες>
- ἀλγοῦντες S(p)
- <ἐακώς>
- κακῶς ἔχων, παρειμένος, ἀναπεπαυμένος. [ἀλγῶν r
- <ἐαλείς>
- συσταλείς. συστραφείς (Φ 571)
- *<ἐάλη>
- συνήχθη. ἐστάλη S συνεστράφη (Ν 408) Sbs r
- †<ἐαλόν>
- [λυπηρόν] λυτήριον S
- †<ἐαλός>
- τεθραυσμένος
- *<ἑάλω>
- ἐκρατήθη rSs ἠλέγχθη (Dem. 19, 215 ..) S(p)
- *<ἑαλωκότων>
- ληφθέντων (Dem. 23, 30 ..) vgS
- <ἑάλωσαν>
- *ἐλήφθησαν (Dem. 7, 38) vgS ἡττήθησαν. ἀπέπε- σαν
- <ἐᾶν>
- ἀφιέναι (Ο 347)
- <ἑανηφόρος [ἡ] ἠώς>
- παρὰ Ἀντιμάχῳ (frg. 117 Wyss) r
- *<ἑανόν>
- λαμπρὸν ἱμάτιον γυναικεῖον (Γ 419) (vg). εὐδιάχυτον (Σ 613) (AS)
- <ἑανός>
- πᾶν λαμπρὸν ἱμάτιον, καὶ ἔνδυμα γυναικεῖον, ὃ καὶ πέπλον λέγει Ὅμηρος· εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἕννυσθαι. <Ἑανοῦ> δὲ <κασσιτέροιο> (Σ 613) τοῦ εὐδιαχύτου. <Ἑανῷ> δὲ <λιτί> (Σ 352) [περιβολῇ λιτῷ ἢ] λεπτῷ ὑφάσματι, ἢ λινῷ περιβο- λαίῳ
- <ἕαται>
- κάθηνται (Γ 134)
- [<ἔαντο>
- ἦσαν]
- <ἑανῷ>
- εὐώδει, ἢ λεπτῷ ἱματίῳ (Γ 419)
- <ἑανῶν>
- [ἀγαθῶν, καλῶν S ἢ] ἱματίων λεπτῶν
- <ἔαξεν>
- ἔκλασε vgAS, συνέτριψεν (Η 270)
- <ἔαρ>
- αἷμα. r. p Κύπριοι
- <ἔαρ>
- ὁ μετὰ χειμῶνα τριμηνιαῖος καιρός r
- <ἐαρδάλη>
- ἐπλησίασεν
- <ἐαρίδας>
- τὰς κανθαρίδας
- <ἐάριον>
- τὸ ῥόδον r
- <ἑαρόν>
- λουτῆρα, ἢ πρόχουν
- *<ἐάρτερα>
- ἐαρινά. λεπτά. ἁπαλά Avg. πυκνά. [χρόνια A
- <ἐάρτερος>
- τοῦ ἔαρος, ἢ ἐαρινοῦ ..
- <ἐάσαντες>
- καταλείψαντες (Thuc. 1, 67, 5 ..) b
- <ἔασι>
- πέλουσιν, εἰσί, τυγχάνουσιν (Γ 168 ..)
- †<ἐᾶσαι>
- κοιμηθῆναι
- †<ἔασαν>
- ηὐλίσθησαν
- <ἔασθεν>
- ἐχάρησαν
- *<ἔασεν>
- ἤφιεν (Δ 226) ASvg
- †<ἐασφόρος>
- ἑωσφόρος r
- *<ἕαται>
- καθέζονται ASvg ἧνται (Γ 134)
- [<<ε>αυτή>
- ἐκλάσθη]
- *<ἑαυτούς>
- ἀλλήλους (p) Σ
- <ἐάφθη>
- ἐκάμφθη. *ἐβλάβη (Ξ 419) AS
- *<ἐάων>
- ἀγαθῶν. (Ω 528) gn [τῶν ἑαυτῶν]
- <ἔβα>
- ἐπῆλθε (Eur. Rhes. 710), καὶ ἦλθεν (Rhes. 555 ..)
- †<ἐβαδίαστον>
- μελανόβροχον
- <ἔβαζεν>
- ἔλεγε (S) καὶ ἐκακολόγει (Eur. Rhes. 719)
- <ἐβάθη>
- ἐγεννήθη
- <ἐβάζομεν>
- ἐλέγομεν (γ 127)
- *<ἐβάμβαινεν>
- ἔτρεμεν. ἐδίσταζεν AS
- <ἐβάμωσεν>
- ἡττήθη
- <ἔβαλλεν>
- ἔῤῥαινεν
- <ἔβαν>
- ἐπορεύθησαν, ἐβάδισαν (Α 391)
- <ἔβαξας>
- ἐλοιδόρησας
- *<ἐβαρυθύμησεν>
- ἐλυπήθη (Num. 16,15) Ab (vgSN)
- *<ἐβαρυώπησαν>
- ἐβαρήθησαν, ἀσθενεῖς ἐγένοντο οἱ ὀφθαλμοί (Gen. 48,10) AS
- <ἔβας>
- ἐπορεύθης (Eur. Phoen. 295 ..) ASn
- <ἔβασκεν>
- ἐπορεύετο
- <ἔβασον>
- ἔασον. Συρακούσιοι <καὶ Λάκωνες>
- *<ἐβεβήλωσεν>
- ἐμίανεν (g), ἐμόλυνεν, [ἀκάθαρτον ἐποίησεν (Malach. 2,11) b
- *<ἑβδομάτῃ>
- ἑβδόμῃ (Η 248) r. ASvg
- *<ἐβδελύχθην>
- ἐμίσησα. προσέκοψα
- *<ἐβεβήκει>
- ἐπεπόρευτο (Ζ 495) Sb
- <ἐβεβρύχει>
- ἐπήχει πως (μ 242)
- †<ἐβέβλις>
- θήκη ἀργυρίου. καὶ κίστη
- <ἐβδηλάμην>
- ἀπήμελξα. <Βδάλλειν> γὰρ τὸ ἀμέλγειν· ὅθεν ἡ <βδέλλα> τὸ ζῶον, διὰ τὸ ἀμέλγειν τὸ αἷμα
- <ἑβδομευόμενα>
- <δεκάτην> ἢ ἑβδόμην ἡμέραν ἀπὸ γενέσεως παιδίου ἑορτάζουσιν (Lys. frg. 46 Sauppe)
- <ἕβδομον ἡμιτάλαντον>
- τὰ ἓξ ἥμισυ τάλαντα (Hdt. 1,50,3)
- <ἕβδομος βοῦς>
- εἶδος <πέμματος κέρατα ἔχοντος>
- <ἔβη>
- ἦλθεν, ἀπῆλθεν, [ἐπορεύθη (Β 47) r. ASP
- <ἐβῆνοι>
- ἀλωπεκίδες
- <ἔβησεν>
- ἐπέβη
- <ἐβήτην>
- ἔβησαν. δυϊκῶς (Ζ 40)
- *<ἐβιήσατο>
- ἐβιάσατο (Λ 558) S
- <ἐβιάσατο>
- ἀπεστέρησεν
- <ἐβιώσαο>
- ἔσωσας. τὸ ζῆν περιεποίησας, ἢ ἔδωκας (θ 468 v. l.)
- <ἐβίωσα>
- ἔζησα. διῆξα
- <ἐβλάστησεν>
- ἐξέφυ (Num. 17,23)
- <ἐβλιμάσθη>
- ἐμαλάχθη (Hippocr. epid. 5,1, V 204,4 L.)
- <ἔβλιττεν>
- ἀπεπίαζεν
- <ἔβλυεν>
- ἀνεφύσα, ἀνέζει μετὰ ποιοῦ ψόφου
- †<ἐβλόν>
- ἀπόπληκτον
- *<ἔβλω>
- [ἔδακε. διέσπασεν p]. ἐφάνη. ᾤχετο, ἔστη A
- <ἐβόα>
- ἐκάλει
- <ἐβόλοντο>
- ἐβούλοντο, ἐβουλεύσαντο (α 234 v. l.)
- <ἐβόρισεν>
- ἐσίτισεν
- *[<ἐβραμένον>
- εἱμαρμένον] AS
- <ἔβραπτεν>
- ἔκρυπτεν. ἐλάφυξεν
- <ἔβρασεν>
- ἀπέπτυσεν. ἐξέχεεν (c. 1, 1, 14, 4)
- †<ἐβρατάγησεν>
- ἐψόφησεν
- <ἔβραψεν>
- ἔκρυψεν. ἔπιεν. κατέφαγεν
- *<ἔβραχεν>
- ἤχησεν. ἐβόησεν. [ἐβόησεν] ἐψόφησεν (Ε 859) AS
- <ἔβρεμον>
- ἐφώνουν
- <ἔβρισεν>
- ἐβάρησεν r
- *<ἔβριξαν>
- ἐκοιμήθησαν AS vgp
- <Ἕβερ>
- Ἑβραῖος. καὶ ὁ [Ἑβραῖος] περάτης (Gen. 10,24)
- <ἔβρισαν>
- ὥρμησαν S. ἐβάρυναν. [ἐπορεύθησαν] [ἐπέθεντο (Μ 346) S
- <ἔβρος>
- τράγος βάτης. καὶ *[ποταμὸς Θρᾴκης Sp
- <ἐβρύαζεν>
- ηὐωχεῖτο
- *<ἐβρυάζοντο>
- εὐφραίνοντο AS v
- <ἔβρυεν>
- ἐπλήθυεν. ἤνθει.
- †<ἐβρύσθη>
- ἔπεσεν
- <ἔβρυχεν>
- ἐψόφησεν, ἤχησεν n. r
- <ἐβρωμήσατο>
- βρώσεως ἐδεήθη· <βρωμήσασθαι> γὰρ τὸ βρώ- σεως καὶ βρώμης δεηθῆναι
- *<ἔβρω>
- ἔφαγεν. ἔδακεν. διέσπασεν A
- <ἐβύλλων>
- ἔβρυον. ἐπλήθυον
- <ἐβύνουν>
- τὰ αὐτά (Ar. Pac. 645)
- *<ἔβωσεν>
- ἐκάλεσεν. ἔκραξεν (Hippon. frg. 1 Bgk?) AS p
- <Ἐβώθ>
- πόλις Μωαβιτῶν, ἣ καὶ Ὠβώθ (Num. 33,43)
- †<>εγάν>
- ἐγένετο
- <ἐγάνυσαν>
- ἐκόσμησαν. χαρῆναι ἐποίησαν
- *<ἐγαργάλιζον>
- ἐκίνουν. ὑπεσήμαινον. προετρέποντο AS vgp
- <ἔγγαλον>
- πρόβατον γάλα ἔχον
- <ἐγγαμῶν>
- ὁ τὴν οἰκίαν κεκτημένος ἐνγυητήν
- <ἐγγανᾶται>
- διέφθαρται
- <ἐγγαστριμάχαιραν>
- τὴν ἐν τῇ γαστρὶ κατατέμνουσαν (Hip- pon. frg. 85 Bgk)
- <ἐγγαστρίμυθος>
- τοῦτόν τινες ἐγγαστρίμαντιν, οἱ δὲ στερνό- μαντιν (Soph. frg. 56) λέγουσι. Φησὶ δὲ περὶ τοῦ τρόπου τῆς μαντείας καὶ Πλάτων ἐν τῷ Σοφιστῇ (252 c). τοῦτον ἡμεῖς Πύθωνα νῦν καλοῦμεν
- *†<ἔγγαυρον>
- *νοτερόν. ὑγρόν. ἄωρον. πρόσφατον. ἐκλελυμένον. AS. ἔνικμον
- <ἔγγαυσον>
- ἔνσκαμβον
- <ἐγγέακλος>
- νεωκόρος
- <ἐγγεγάασιν>
- εἰσί. γεγάασιν (Ζ 493)
- <ἐγγεγαῶτα>
- γεγεννημένα
- <ἐγγεγωνώς>
- βοήσας
- <ἐγγελῶσα>
- καταγελῶσα (Soph. El. 807)
- *<ἐγγενής>
- ἐντὸς τοῦ γένους (Eur. Rhes. 404) AS
- *<ἔγγεον>
- ἰοῦγον AS
- <ἐγγείνωνται>
- ἐγγεννήσωσιν (Τ 26)
- †<ἐγγήναλοι>
- ὑπογράμματοι
- †<Ἐγγῆρυς>
- ἡ γῆ, παρὰ Ἀττικοῖς
- <ἐγγλαυκῶσαι>
- ἐμβλέψαι
- <ἐγγλύσσει>
- ἐγγλυκάζει (Hdt. 2, 92, 3)
- <ἐγχλοιούμενα>
- ἔνωχρα. ἄχροα (Hippocr. Prorrhet. 1,131, V 556,7 L.)
- <ἐγκονεῖν>
- ἐνεργεῖν. σπεύδειν
- <ἔγγεια>
- τὰ ἐν τῇ γῇ r
- *<ἔγγιον>
- ἐγγύτερον AS vgn. r
- [<ἐγγυῶνται>
- γεννῶσιν]
- <ἔγγονα>
- τὰ τέκνα r τῶν τέκνων
- *<ἔγγονος>
- υἱὸς υἱοῦ ASps
- <ἐγγοργῶν>
- φοβερῶς βλέψας
- <ἐγοργώψατο>
- γοργὸν καὶ φοβερὸν ἔβλεψεν
- <ἐγγρισμός>
- παροξυσμός r
- <ἐγγριμᾶσθαι>
- ἐναγίσαι τοῖς τετελευτηκόσιν
- <ἐγγυάζων>
- ἀντιφωνῶν
- <ἐγγύαι>
- αἱ ἀναδοχαί
- <ἐγγυαλίξαι>
- ἐγχειρίσαι (Α 353), [δοῦναι εἰς χεῖρας· ἐπειδὴ τὰ κοῖλα γύαλα λέγεται. ὁ δὲ λαμβάνων τὴν κύλικα, τῇ χειρὶ <κοίλῃ> ταύτην λαμβάνει. καλοῦνται δὲ <γυῖα> αἱ χεῖρες S
- *<ἐγγυαλίζω>
- παρέχω. (AS) χαρίζομαι AS
- <ἐγγύαν>
- ὀψωνίαν. Λάκωνες
- <ἐγγύδιον>
- ἔγγιον, πλησίον. προσῆκον
- <ἐγγύη>
- γάμου ἀπογραφή. καὶ σημεῖον ἐν θυτικῇ
- *<ἐγγύθεν>
- ἐγγύς (Ε 72) AS
- <ἐγγυιώσεται>
- συμπλακήσεται. ἐναγκαλισθήσεται
- *<ἔγγυος>
- ἀνάδοχος (Hebr. 7,22) ASn
- <ἔγγυον>
- ἐγγυητήν. ἢ *[ἀσφαλές ASn
- [<ἐγγύτητα>
- "ἀκούσας δὲ ὡς ὁμοῦ εἶεν οἱ πολέμιοι"]
- *<ἐγγυῶ>
- ἐκδίδωμι AS vgb
- *<ἐγεγήθει>
- ἔχαιρεν AS vg
- *<ἐγεγώνεεν>
- ἐσήμαινεν S
- *<ἐγείνατο>
- ἐγέννησεν (Ο 526) AS. r
- <ἐγερεῖ>
- ἀναστήσει
- *†<ἔγγαλαι>
- χαλινοί Ah
- <ἐγέλωτοι>
- ἀστέρες
- <ἔγεντο>
- ἔλαβεν. (Σ 476) ἐγένετο
- *<ἐγείρεο>
- ἐγέρθητι. ἀνάστηθι
- <ἐγερτί>
- γρηγόρως (Eur. Rhes. 524)
- <ἐγείλησαν>
- συνήλασαν
- <ἐγέλλιζε>
- τὰ ἑτέρων ἑτέροις ἐδίδου
- <>έγηρε γάρ>
- ἐφθόνησεν (Ψ 865)
- <ἐγήρα>
- ἐγήρασεν (Η 148)
- <ἐγείναο>
- ἐγέννησας (Ε 880)
- *[ἐγήγαρτος]. <ἐπίχαρτος>
- ἐπιχαρής (Prov. 11,3) ASp
- <ἐγκαθελεῖν>
- καταβαλεῖν
- <ἐγκαθειργμένος>
- ἐγκατακεκλεισμένος r
- *<ἐγκάθετος>
- δόλιος <κατάσκοπος> (Plat. Axioch. 368e) AS vg p. r
- *<ἐγκαθειργνύντες>
- ἀποκλείοντες AS n
- <ἐγκακοῦμεν>
- ἀψυχοῦμεν
- <ἐγκαλεῖν>
- αἰτιᾶσθαι. προκαλεῖσθαι (Dem. 18,76 ..)
- *<ἐγκαλινδούμενος>
- ἐγκυλιόμενος AS. r
- <ἐγκαλινδεῖται>
- ἐναναστρέφεται. ἐνδιατρίβει
- <ἐγκαλοσκελής>
- οἱ μὴ ἀποδιδόντες τὰ χρέα ἐν κάλοις ἐδες- μεύοντο τοὺς πόδας
- <ἐγκαλύπτεσθαι>
- διατρέπεσθαι, αἰσχύνεσθαι
- *<ἐγκαλύπτεται>
- συγκρύπτεται ASw
- <ἐγκάναξον>
- ἔγχεε. ἔκπιε (Ar. Eq. 105)
- <ἐγκανθίς>
- σὰρξ ἐν ὀφθαλμῷ αὐξηθεῖσα τὸ πάθος ποιεῖ
- <ἐγκαρπῆ>
- ἐπικαρπία
- <ἐγκαπύει>
- ἐμπνεῖ
- <ἐγ καρὸς αἴσῃ>
- ἐγ κηρὸς μοίρᾳ, ἐν θανασίμῳ μοίρᾳ (Ι 378) S
- †<ἐγκαρπασθέντας>
- ἐγκριθέντας. ἐντυχόντας
- *<ἐγκάρσιον>
- πλάγιον AS vg(n)
- <ἔγκαρτα>
- τοὺς κεκουρευμένους πυρούς· ἀλλὰ καὶ <ἔγκαρπα> Φρύνιχος Δαναΐσιν (frg. 4 N.)
- *<ἔγκασιν>
- ἐντέροις AS, σπλάγχνοις (Λ 438)
- <ἐγκαταθεμένω>
- ἐγκαταθέμενοι. δυϊκῶς
- *<ἐγκαταλέξει>
- ἐναριθμήσει
- †<ἐγκατάνα>
- κατὰ γνώμην, κατὰ νοῦν
- *<ἐγκατειλεγμένος>
- ἐγκαταλεγόμενος (AS)
- *<ἐγκατειλημμένη>
- ληφθεῖσα, κεκρατημένη (AS)
- *<ἐγκατέσκηψαν>
- ἐφώρμησαν (Philo vit. cont. 2) AS vg
- <ἐγκατέχεεν>
- ἐνέχεεν
- <ἐγκατιλλῶψαι>
- ἐγκαταμυκτηρίσαι (Aesch. Eum. 113)
- <ἔγκαφος>
- <ὅσον> ἐγκάψαι, [ἐλάχιστον (Eupol. frg. 330 K.) p
- <ἐγκεραύλης>
- ὁ τοῖς Φρυγίοις αὐλῶν. ἔχει γὰρ ὁ ἀριστερὸς προσκείμενον κέρας
- <ἐγκεραυλῆσαι>
- τὸ αὐτό· προσκειμένου γὰρ κέρατος τῷ αὐλῷ ᾖδον. ὅθεν καὶ ὁ <ἐγκεραύλης>
- *<ἔγκειται>. ἐπίκειται (Dem. 18, 199) AS vg
- <ἐγκείσθω>
- τεθείσθω
- <ἐγκεκλάρωται>
- ἐγκαταλέγει
- <ἐγκέκλιται>
- ἐπήρεισται (Ζ 78)
- <ἐγκέκλιται>
- ἔγκειται, ἐπήρεισται (Ζ 78)
- <ἐγκεκοισυρωμένη>
- διὰ Κοισύραν, τὴν Μεγακλέους μητέρα τοῦ Ἀλκμαιονίδου [ἔστι δὲ ἐνειλημένη καὶ <κεκορδυλημένη> καὶ ἐγκεκαλυμμένη (Ar. Nub. 10) καὶ] σεμνυνομένην τῷ γένει (Ar. Nub. 48)
- <ἐγκεκόμβωται>
- ἐνείληται (Epich. frg. 7 K.) AS
- <Ἐγκέλαδος>
- ἡ Ἀθηνᾶ. *ἢ ὄρος AS [ἢ εὔηχος]
- <ἐγκέντροις>
- κέντροις [ὅμοιον καὶ μύωπες. ἐγκεντρίοις] <οἷς> οἱ ἵπποι κεντρίζονται· <ὅμοιον καὶ μύωπες>
- *<ἐγκεντρωθέντες>
- ἀσφαλισθέντες AS (vg)
- <ἐγκέφαλος φθειρίασις>
- νόσος προβάτων
- <ἐγκέφαλος δὲ παρ' αὐλὸν ἀνέδραμε>
- ἐξεφύσησε τῷ ποτισμῷ τοῦ αἵματος (Ρ 297)
- <ἐγκεχοιριλωμένην>
- λεπράν (Com. adesp.)
- <ἐγκεχρημένοι>
- σπονδὰς ἔχοντες (Hdt. 7, 145,1 cod.)
- <ἐγκέχρικεν>
- ἐγκεκέντρικεν
- <ἔγκηροι>
- θνητοί r
- <ἐγκίκρα>
- ἐγκίρνα (Sophr. frg. 48 K.)
- <ἐγκιλικίζεται>
- κακοηθεύεται. κακοποιεῖ. p διεβέβληντο γὰρ ἐπὶ πονηρίᾳ οἱ Κίλικες. <Λέγεται καὶ ὁ <Κιλίκιος ὄλεθρος>>
- <ἐγκιλικίστρια>
- περιαγνίστρια
- <ἐγκίλλαφον>
- οὐρά
- <ἔγκιλλον>
- οὐράν [λέγεται καὶ ὁ Κιλίκιος ὄλεθρος]
- [<ἐγκίς>
- εἰς χρῶτα κεκάρθαι]
- <ἐγκισσεύεται>
- ἐμφύεται. πλέκεται (Hippocr. nat. oss. 14, IX 186,21 L.)
- *<ἐγκισσήσωσιν>
- ἐπιθυμήσωσιν (Gen. 30, 39) AS vg
- <ἐγκλεφές>
- ἐπιθυμητικόν
- <ἐγκλεπίς>
- ἐπιθυμία
- <ἐγκλησίφωνος>
- ἐρεθιστής. διεφθαρμένος
- <ἔγκλημα>
- πταῖσμα. r μέμψις. (Eur. Or. 766)
- <ἔγκληρον>
- *ἐπίκληρον AS. πλούσιον, A ἐνούσιον
- *<ἔγκλητον>
- τὴν <ἐπὶ> σύνοδον παραίτησιν AS vg
- <ἐγκοακίσαι>
- ἐγχέαι λάθρα
- [<ἔγκυος>
- ἐγγαστρωμένη γυνή]
- <ἐγκολεήσατο>
- εἰς τὸν κολεὸν κατέθετο τὸ ξίφος
- *<ἐγκομβωθείς>
- δεθείς AS
- *<ἔγκομμα>
- πρόσκομμα AS
- *<ἐγκονέοντες>
- σπεύδοντες (vgn). ἐνεργοῦντες. ἐπειγόμενοι (Greg. Naz. c. 2, 1, 13, 192)
- <ἐγκόνως>
- ταχέως, ἐσπευσμένως
- *<ἐγκοπήν>
- ἔνεδρον. ἐμπόδιον (1. Cor. 9,12) AS
- *<ἔγκοποι>
- δυσχερεῖς (Eccles. 1,8) AS
- <ἔγκοπρος>
- ἡ μὴ δεομένη κόπρου χώρα
- *<ἐγκόπτει>
- ἀνακόπτει (Act. ap. 24,4) AS
- <ἐγκορδυλῆσαι>
- ἐνειλῆσαι (Ar. Nub. 10)
- <ἐγκοσμεῖτε>
- ἐν τάξει τίθετε (ο 218)
- (*)<ἐγκοσμογενεῖς>
- τοὺς ἅμα τῷ κόσμῳ ἐγκριθέντας (Synes. h. 2, 224?)
- *<ἐγκότημα>
- ὀργή. Sn s. r μανία (Ier. 31, 39)
- *<ἐγκότως>
- ὀργίλως (Phil. Flacc. 15) AS (vgn) r
- <ἐγκουράδες>
- τὰ ἐν τῷ προσώπῳ στίγματα, καὶ οἱ ἐν ταῖς ὀροφαῖς γραφικοὶ προνωπίων πίνακες. ἔστι γὰρ <κουρὰς> ἡ ὀροφή, καὶ ὁ γραπτὸς πίναξ, †ἐγκούρας δὲ ὁ †γεγραμμένος. Αἰσχύλος Μυρμιδόσιν (frg. 142) εἰ μὴ ἄρα ἰσοδυναμεῖ, ὡς <κοτῶ> καὶ <ἐνεκότουν> παρὰ Σοφοκλεῖ (frg. 940).
- <ἐγκράτεια>
- ἄσκησις r
- <ἐγκραγγάνειν>
- ἐμβοᾶν p
- <ἐγκρασίχολοι>
- εἶδος ἰχθύων
- <ἐγκρατῆσαι>
- καρτερῆσαι
- *<ἐγκρατῶς>
- καρτερικῶς. AS vgn ὑποτακτικῶς
- †<ἐγκρί>
- κοίλῳ καὶ κενῷ
- <ἐγκρίδες>
- πέμμα ἐλαίῳ ἑψόμενον καὶ μελιτούμενον. ἔνιοι δὲ <ταγηνίας> (Epich. fr. 52 K. Stesich. frg. 2 Bgk).
- <ἐγκρικαδία>
- συναφὴ χειρῶν εἰς τοὐπίσω
- <ἐγκρίκια>
- ξύλα κεκαμμένα
- *<ἐγκρίς>
- γλύκασμα ἐξ ἐλαίου ὑδαρές (Exod. 16,31) AS nvg
- *<ἔγκριτος>
- ἐκλελεγμένος. AS vg ἐξειλεγμένος
- <ἔγκριτοι>
- τὸ αὐτό
- <ἐγκρυφίας>
- ἄρτου εἶδος, *ὁ ἐν σποδῷ γενόμενος, AS vg τῷ μὴ εἶναι κλίβανον (Gen. 18,6. Hos. 7,8) S
- <ἔγκρυπτος>
- πέμματος εἶδος
- <ἐγκρυψαμένω>
- ἐγκρυψάμενοι. δυϊκῶς
- *<ἐγκυτί>
- εἰς χρῶτα κεκάρθαι (Callim. frg. 281 Pf.) AS
- [<ἔγκυα>
- ἔγκυον]
- <ἔγκυος>
- γυνὴ <ἐγγαστρωμένη> r
- <ἐγκυδές>
- ἔνδοξον
- <ἔγκυκλα>
- τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ, καὶ συνήθη
- *<ἐγκυκλήσω>
- ἐγκαλύψω AS
- <ἐγκύκλια μαθήματα>
- τὰ ἔξω
- *<ἐγκύκλιον>
- τὸ πανταχοῦ κυκλοῦν S ἢ Ζεὺς παρ' Ἀθηναίοις
- <ἐγκύμονα>
- ἔγκυα
- <ἐγκυσίχωλος>
- ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ κυσοῦ χωλός (Com. ad. frg. 6 Dem.)
- <ἔγκυτον>
- ἔγκατον. Λάκωνες
- *<ἐγκωμιάζει>
- ἐπαινεῖ, καλῶς ἐξαίρει τῷ λόγῳ AS (vg)
- *<ἐγκώμιον>
- ἔνδημον· κῶμαι γὰρ τὰ τοῦ δήμου συστήματα (Hes. op. 344) AS n
- [<ἐγκωπή>
- ἐμπόδιον]
- [<ἔγλασας>
- ὑπέμεινας]
- <ἔγλαψεν>
- ἐσκάλευσεν
- <ἐγλιξάμην>
- ἐπεθύμησα, ἀπὸ τοῦ γλίχεσθαι (Pl. Com. frg. 241)
- <ἐγγλωττογάστορες>
- οἱ ἀπὸ τοῦ λέγειν βιοτεύοντες n (p)
- <ἔγμα>
- ὀχύρωμα. στῦλος
- <ἐκμαγεῖον>
- ἐκτύπωμα
- <ἐκμάγματα>
- τύποι
- [<ἔγμεν>
- ἔχειν]
- <ἐγνάμφθη>
- ἐκάμφθη. ἐκλάσθη (Γ 348)
- <ἔγναψεν>
- ἔπεισεν. ἔκαμψεν (Β 14 ..) r
- <ἐγνυπτωμένον>
- ταλαίπωρον. κατηφές
- <ἐγνυπτώθη>
- τρυφᾷ. καὶ τὸ ἐναντίον
- *....
- ἔγνω δ' ὡς σὺν θεῷ ... (Π 119)
- <ἔγνω>
- ὡμίλησεν ἀνὴρ πρὸς γυναῖκα (Men. frg. 382 Koerte)
- <ἐγνωσιμάχησεν>
- ἑαυτοῦ κατέγνω, μὴ δυναμένου μάχεσθαι πρὸς τοὺς ἀντιπάλους
- <ἐγοργωπίασκεν>
- ἀτενὲς ἔβλεπεν
- <ἐγρεμάχας>
- ἐγερσιμάχας
- <ἔγρεο>
- ἀνίστασο (Κ 159)
- *<ἔγρετο>
- ἐγείρετο (Β 41 ..) AS
- <ἐγρήγορεν>
- ἀγρυπνεῖ
- <ἐγρήγορθε>
- γρηγορεῖτε (Η 371)
- <ἐγρήγορος>
- εὐγρήγορος
- *<ἔγρηνται>
- ᾕρηνται A
- †<ἐγρήσασα>
- μαθοῦσα
- <ἐγρήσσοντες>
- ἐγρηγορότες (Λ 551) S p
- <ἐγρήσσων>
- ἐγρηγορώς. φυσῶν. ἀγρυπνῶν
- †<ἐγρῆτα>
- παρακαταβολὴν ἢ δίκης, ἢ κρίσεως
- <ἐγροάς>
- στόμα ἢ πόρου ...
- [<ἐγρόμενοι>
- συλλεγόμενοι]
- [<ἐγρυπνεῖ>
- ἀγρυπνεῖ]
- <>εγύμνασμαι>
- ἐγυμνήτευσα
- <ἐγύρωσε>
- περιετείχισε πάντοθεν (Sirac. 43, 12)
- <ἔγχαλις>
- νέον ἄκρατον
- [<ἐγχίδιον>
- ἔγγιον]
- <ἔγχελυς>
- διὰ τοῦ <υ>, εἶδος ἰχθύος
- <ἐγχανεῖν>
- καταχασμᾶσθαι [Λάκωνες]
- <ἐγχαλίδες>
- διαπεπαρμένοι ἥλοις. <Λάκωνες>
- <ἐγχάσκειν>
- καταγελᾶν (Ar. Vesp. 721?)
- <ἔγχεα>
- δόρατα (Γ 135)
- <ἔγχεϊ>
- δόρατι (Β 389)
- <ἐγχείας>
- δόρατα, λόγχας (Γ 345)
- †<ἐγχεῖδαι>
- τηρηταὶ δανείων
- <ἐγχείῃ>
- δόρατι (Β 530)
- <ἐγχείῃσι>
- δόρασιν (Β 818)
- *<ἐγχειρίας>
- [ἀδείας. ἢ] ἐπιχειρήματα AS (r)
- *<ἐγχειρίδιον>
- ξιφίδιον μικρόν s ἢ τμητικὸν ὄργανον (Exod. 20,25) AS vg
- <ἐγχειρίδια>
- σκεύη, καὶ ὄργανα σκευῶν. ἤγουν δόρατα. καὶ τὰ ἐν χειρί .....
- <ἐγχειρίζω>
- <εἰς χεῖρας δίδωμι> r
- <ἐγχείρισις>
- <ἡ εἰς χεῖρας παράδοσις> r
- <ἐγχείρημα>
- τόλμημα. ἐπιτήδευμα r
- <ἐγχειροῦντας>
- τολμῶντας
- <ἐγχειρογάστορες>
- οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες· λέγονται δὲ καὶ <γαστρόχειρες>
- <Ἔγχειος>
- Ἀφροδίτη. Κύπριοι
- <ἔγχεον>
- ἄπαρξαι θεοῖς (Ar. Equ. 118?)
- <ἐγχεσίμαργος>
- ἔγχει μαινόμενος
- <ἐγχεσίμωροι>
- περὶ τὰ δόρατα μεμορημένοι, τουτέστιν πεπονη- μένοι (Η 134)
- *<ἐγχεσίμωρος>
- πολεμικός AS vg r
- <ἐγχέσπαλοι>
- οἱ τὰ δόρατα πάλλοντες ... *πολεμισταί (Β 131) A
- [<ἐγχεσίπαλος>
- πάλλοντος]
- <ἔγχεσιν ἀμφιγύοις>
- γύον, ποῦς· ἐξ ἑκατέρου δὲ μέρους κατε- πήσσετο τὰ δόρατα (Ν 147)
- <ἐγχέσπαλος>
- πολεμικός. δορύπαλος (Ο 605)
- <ἔγχηλος>
- ἐπίδεσμος ἰατρικός
- <ἐγχημώμενοι>
- ἐγχάσκοντες
- <ἐγχήροντι δύη>
- ἐπιχαίρουσιν <λύπῃ> (Corinna)
- <ἐγχλίαμα>
- μύρου ὄνομα
- <ἐγχλίει>
- ἐντρυφᾷ
- <ἐγχλοᾶσθαι>
- ἐμφῦναι
- †<ἐγχόδια>
- ἀθρόα
- <ἔγχος>
- ἐγχειρίδιον. *[δόρυ (Ζ 319) Σ
- <ἔγχουσα>
- ῥίζα τις, <ᾗ τὰς> παρειὰς ἐρυθραίνουσιν αἱ γυναῖκες (Ar. Lys. 48)
- <ἔγχουτον>
- στεάτινον. Λάκωνες
- <ἔγχος>
- λόγχη. ἀπὸ τοῦ ἐν τῇ χειρὶ εἶναι
- <ἔγχος ἔχ' ἑνδεκάπηχυ>
- τὸ πλῆρες <ἑνδεκάπηχυ>· (Θ 494) ὅθεν ἐκ δύο συμβεβλημένον δυοκαιεικοσίπηχυ (Ο 678)
- <ἐγχρίει>
- τύπτει. ἐγκεντρίζει (Plat. Phaedr. 251 d)
- *<ἐγχρίπτων>
- προσπελάζων AS vg
- *<ἐγχριπτᾶται>
- ἐγγίζει, ἐμπίπτει AS r
- *<ἐγχριμφθείς>
- ἐμπελασθείς, <ἐγγὺς> γενόμενος (Η 272) AS
- <ἐγχριμφθῆναι>
- ἐνερεισθῆναι. προσπελασθῆναι
- <ἐγχριμφθήτω>
- ἐμπελασθήτω (Ψ 338) (S)
- *<ἐγχρίμψαι>
- πλησιάσαι. ψαῦσαι AS ἐγγίσαι
- *<ἐγ χρῶ>
- εἰς χρῶτα hw
- <ἔγχρονος>
- πρόσκαιρος r
- <ἐγχρώσας>
- χρίσας
- <ἐγχύματα>
- πλακούντων εἶδος
- <ἐγχυτριεῖς>
- ἀποκτενεῖς· μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς χύτραις ἐκτιθεμένων παίδων (Ar. Vesp. 289)
- <ἐγχυτρίζειν>
- ἐκτιθέναι βρέφος ἐν χύτρᾳ
- <ἐγχώριον>
- †τόκος. δάνειον
- <Ἐγχώ>
- ἡ Σεμέλη r οὕτως ἐκαλεῖτο (Com. adesp.)
- <ἐγὼ δέ κε>
- ἐγὼ δὲ ἄν (Α 137)
- <ἐγὼ δὲ μέν>
- ἐγὼ δὲ ναί
- *†<ἐγώγυον>
- ἀρχαῖον np <καὶ <ὠγύγιον>> p
- *<ἐγῷμαι>
- ἐγὼ οἶμαι, νομίζω AS vg
- <ἐγών>
- αὐτὸς [ἐγώ (Α 76 ..) b
- <ἐγώνη>
- ἐγώ. Λάκωνες
- <ἐγώ σου ὀναίμην>
- ἐγώ σου ἀπολαύσω (ep. Philem. 20)
- <ἔδαες>
- ἔδειξας. ἔμαθες
- [<ἐδάην>
- ἔμαθεν]
- <ἐδάην>
- *ἔμαθον. ASn ἔγνων, συνῆκα, ἐνόησα (Γ 208)
- <ἐδάης>
- ἔμαθες (Greg. Naz. ep. 10,1)
- <ἔδαιε>
- ἔκαιε (Ι 211) S
- <ἐδαΐζετο>
- κατεκόπτετο. [ἐμερίζετο (Ι 8) S
- <ἐδαίνυντο>
- ἤσθιον rS εὐωχοῦντο
- *†<ἐδάαια>
- ἐρημία, <σπάνις> Ap
- <ἐδάϊζε>
- κατέκοψεν (Φ 147)
- *<ἔδαισεν>
- εὐώχησεν (Eur. Or. 15) AS vg n
- <ἐδακτύλιζον>
- ἐδακτυλοδείκτουν
- †<ἐδαλάχθη>
- ἐδήχθη. [ἀπώλετο]
- *<ἐδάμη>
- ἐδαμάσθη (Β 860) AS
- <ἐδάμνα>
- ἐδάμαζεν. AS ὤλλυεν (Ε 391)
- <ἐδάμη>
- ἐδαμάσθη (Υ 94)
- <ἔδαμνον>
- ἐδάμαζον
- <ἐδανά>
- ἐδώδιμα, βρώσιμα <Αἰσχύλος> (Ag. 1408)
- <ἐδανοῖς>
- βρωσίμοις [Αἰσχύλος]
- <ἐδάνη>
- εἶδος ἀμπέλου
- <ἐδανόν>
- εὐῶδες. ἡδύ. λιτόν (Ξ 172)
- *<ἔδαπτον>
- ἤσθιον AS
- <ἔδαπτεν>
- ὁμοίως
- <ἔδαρ>
- βρῶμα
- <ἔδαρθεν>
- ἐκοιμήθη
- <ἐδάσθη>
- ἐμερίσθη. ἀπεκρίθη
- *<ἐδάσαντο>
- ἐμερίσαντο (Ε 208) AS
- <ἔδαυσεν>
- ἐκοιμήθη
- *<ἐδάφισαν>
- κατέβαλαν (Ezech. 31,12 ..) AS
- *<ἐδαφιοῦσι>
- προσκρούσουσι τῇ γῇ (Nah. 3,10) ASg
- <ἐδαφίσθησαν>
- εἰς ἔδαφος ἀνῃρέθησαν
- *<ἔδαφος>
- γῆ. [ἢ ἔλαφος] AS vg. r
- <ἔδαψεν>
- διέκοψεν. r διῆλθεν (Ε 858)
- <ἐδέγμην>
- ἐδεξάμην, b προσεδεχόμην (ι 513)
- *<ἐδεδίειν>
- ἐφοβούμην (Hyperid. 2,6) AS (bp)
- <ἐδέατρος>
- προγεύστης βασιλέως. ἐπιμελητὴς δείπνου (p)
- <ἐδεδίει>
- ἐδεδοίκει. ἢ ἐξεκέκαυτο
- †<ἐδέτμα>
- ἐδείκνυον
- *<ἐδέδμητο>
- ᾠκοδομήθη (Ν 683) AS vg p
- <ἐδεδίσκετο>
- ἐξεφοβήθη (Ar. Lys. 564)
- <ἔδεαι>
- ἐσθίεις (Ω 129)
- <ἐδαΐζετο>
- ἐπολεμεῖτο n
- <ἐδέησέ μου>
- χρείαν μου ἔσχεν
- <ἔδει>
- ἐχρῆν, ἔπρεπεν r
- *<ἔδει>
- ἤσθιεν, [ἢ ἐσθίει (Ο 636) Sb
- *<ἐδειγμάτισεν>
- ἐδημοσίευσεν (ep. Col. 2,15) AS
- <ἐδείδιμεν>
- ἐφοβούμεθα (Ζ 99)
- <ἐδεικανόωντο>
- ἠσπάζοντο (Ο 86)
- <ἐδηλόμαν>
- ἐβουλόμην
- *<ἔδειμαν>
- ᾠκοδόμησαν, ASb ἔκτισαν (Η 436)
- <ἔδειμεν>
- ὁμοίως
- <ἔδειν>
- ἐσθίειν· παρὰ τοὺς ὀδόντας
- *<ἐδείναζον>
- δεινῶς ἔφερον (2. Maccab. 4,35) AS vg
- <ἐδεινολογέετο>
- δεινοὺς λόγους ἔλεγεν (Hdt. 1,44,1 ..)
- <ἔδεισεν>
- ἐφοβήθη (Α 33) s
- *<ἔδειραν>
- ἐξέδειραν bΣ ἐξεδερμάτισαν (Α 459)
- *<ἐδεῖτο>
- ἔχρῃζε, χρείαν εἶχεν, AS ἐδέετο
- <ἐδελώνη>
- ἄνθος
- <ἐδέμ>
- τρυφὴ <ἑρμηνεύεται> p
- *<ἐδέννασεν>
- ἐχλεύασεν, ὕβρισεν (Eur. Rhes. 925) AS(b)
- <ἐδεξιοῦτο>
- ἐξεναγώγησεν
- <ἕδος>
- Θεσσαλικὸς θρόνος (Hippocr. art. 7 IV 92,10 L)
- *[<ἐδεοῖν>
- ἱερεῖς] Av
- <ἔδεσθον>
- ἔφαγον
- *<ἕδεσιν>
- ἱεροῖς ASvg
- <ἔδεσμα>
- βρῶμα r
- *<ἐδέσματα>
- φάγια. ASvg βρώματα
- <ἐδεσμευσάσθην>
- ἐδέσμευσαν. δυϊκῶς
- <Ἐδεσσαῖος Ἡρακλῆς>
- ὁ ἐν Ἐδέσσῃ r
- *<ἐδεστήν>
- βρωτήν ASb
- <ἐδεστός>
- βρώσει ὑποπίπτων καὶ τροφῇ
- *<ἔδεται>
- ἐσθίει gn
- <ἐδεύεο>
- ἔλιπες (Ρ 142)
- <ἐδεύησεν>
- ἐνδεὴς ἐγένετο. ἐνέλιπεν. †ἤγγισεν
- *<ἐδεύετο>
- ἐκορέννυτο. ἐπαύετο. ηὐφραίνετο. ἐβρέχετο. ASvg ἐνδεὴς ἦν b, ἔχρησεν (Α 468) S
- *<ἑδέων>
- οἰκιῶν. καθεδρῶν (Α 534) AS
- *<ἕδη>
- καθέδραι. τὰ ἱερά. ἢ τὰ ἐδάφη AS
- *<ἐδηδών>
- φαγέδαινα AS
- <ἐδηδώς>
- καταβεβρωκώς r
- <ἔδηεν>
- εὗρεν
- *<ἐδηλήσατο>
- ἔβλαψεν, [διέφθειρεν (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 69?) ASvg
- *†<ἐδηλώσαντο>
- ἠκολούθησαν AS
- <ἐδημηγόρησεν>
- τῷ πλήθει εἶπεν, ἐλάλησεν (Dem. 19,18 ..)
- <ἐδηλήσω>
- ἐκακοποίησας, ἔβλαψας
- <ἔδησεν>
- ἐνέδησεν (Ξ 73)
- <ἐδήτυεν>
- διεῖλεν, διῄρει
- <ἐδητύος>
- βρώσεως AS, τροφῆς. ἀπὸ τοῦ ἔδειν (Α 469) r
- *<ἐδητύς>
- τροφή, βρῶσις (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 345) ps. r
- <ἐδῄωσαν>
- ἐπολέμησαν (Thuc. 1, 114,2) ps
- <ἐδίηνεν>
- ἔβρεχεν S ἐμόλυνεν (Χ 495)
- *†<ἐδίδον>
- κατέμαθον A
- <ἐδίζησα ἐμεωυτόν>
- ἐζήτησα ἐμαυτόν (Heraclit. frg. 101) AS
- [<ἐδεήδιεν>
- ἔβρεξεν]
- <ἐδίηνεν>
- ἔβρεχεν (Χ 495)
- <ἐδικραιώθη>
- ἴσως ἐμερίσθη (Hippocr.)
- *<ἐδικανόωντο>
- ἐδεξιοῦντο (Ο 86) AS
- <ἔδικεν>
- ἔβαλεν, ἔῤῥιψεν
- †<ἐδίκοντο>
- ἐπορεύοντο
- *<ἐδίνευον>
- ὠρχοῦντο (δ 19) ASvg
- <ἐδινοῦντο>
- περιεστρέφοντο
- <ἐδινήθη>
- περιηνέχθη
- [<ἔδινον>
- ὠρχοῦντο]
- *<ἐδίωσεν>
- ἐξέωσεν AS. r
- <ἔδμεναι>
- ἐσθίειν (Ε 203)
- <ἕδνα>
- φερνή, τὰ ὑπὸ τῶν μνηστήρων ταῖς μνηστευομέναις διδό- μενα. (Χ 472) Sr <Μείλια> δὲ τὰ ὑπὸ τῶν γονέων ταῖς γαμου- μέναις (Ι 147)
- <ἑδνὰς ἐδητύς>
- ἡ ἀπὸ τῶν ἕδνων r
- <ἑδνεύειν>
- ἐνεχυράζειν
- *<ἕδνιος χιτών>
- ὃν πρῶτον ἡ νύμφη τῷ νυμφίῳ δίδωσιν AS. (r)
- <ἐδνοπάλιζεν>
- ἀνῄρει. (Δ 472) ἀνέτρεπεν. ἐφόνευεν. ἐσκύλευεν. ἐκακοποίει. ἐτίνασσεν. εἷλκεν
- <ἑδνωτήν>
- ἐγγαμιστὴν νυμφίῳ
- <ἐδόκαζεν>
- ἀπεδέχετο
- <ἐδομήθησαν>
- ᾠκοδομήθησαν
- <ἔδον>
- ἔδοσαν (Hes. Theog. 30)
- *<ἔδονται>
- φάγωσιν (Δ 237) vgb
- *<ἔδονται τὰς σάρκας>
- τὰ μέλη φάγονται (Ierem. 19,9) AS
- <ἔδοξεν>
- ἐνομίσθη
- <ἑδοξοεῖ>
- ἀγαλματοποιεῖ
- <ἐδοξώθη>
- ἐδοξάσθη (Hdt. 8, 124, 1)
- †<ἐδοργύπευσεν>
- ἔσφαξεν. ἢ ἐπέρανεν
- <ἐδόρπησαν>
- ἐδείπνησαν· <δόρπον γὰρ> τὸ δεῖπνον
- <ἕδος>
- *ἔδαφος (Δ 406) S. γῆ. [ἱερόν vg. ἄγαλμα. θρόνος. [λόγος. φρόντισμα, ὤρα.] ἢ βάσις. βρέτας. βάθρον. τέμενος. ἀσφάλισμα. *[ἕδρασμα (Ε 360). καθέδρα (Ι 194) AS
- *<ἐδούπησαν>
- ἐψόφησαν (Xen. Anab. 1, 8, 18) ASvgn
- <ἔδουσιν>
- ἐσθίουσιν (Ζ 142) Σ b
- <ἕδρα>
- *βάσις. καθέδρα Σa ἢ συνέδρα. καὶ κατοχή
- <ἔδραθεν>
- κατεκοιμήθη (υ 143)
- [ἕδραι] <ἕδραι βουλῆς>, αἳ ἐγίνοντο κατὰ πενταήμερον
- *<ἑδραῖοι>
- σταθηροί, ἀσάλευτοι (1. Cor. 15,58) ASvg
- <ἑδραῖον>
- βάσιμον. στερεόν (Plat. Tim. 64b?)
- *<ἔδρακεν>
- εἶδεν AS
- [<ἐδράκις>
- ὀλιγάκις]
- <ἔδρακον>
- εἶδον (Eur. Or. 1456 ..)
- *<ἐδραματουργήθη>
- ἐπράχθη ASvg
- <ἕδρανον>
- δίφρον, καθέδραν
- *<ἕδρασεν>
- ἐκάθισεν. Σa ἐκόσμησεν
- †<ἐδράσσατο>
- †βοιήσσωνας ἦγεν
- <ἐδρασάτην>
- ἔδρασαν. δυϊκῶς
- *<ἑδρασθῆναι>
- παγῆναι. AS καὶ τὰ ὅμοια (Prov. 8,25)
- *<ἑδρασμένη>
- βεβαιωθεῖσα (Sirac. 22,17) AS
- *<ἐδρέψατο>
- ἐθέρισεν AS
- <ἕδρῃ> [προσεδρείᾳ καὶ] προεδρίᾳ (Θ 162) b
- †<ἐδρίσο>
- κάθησο
- <ἑδριᾶσθαι>
- καθέζεσθαι (Λ 645)
- [<ἑδριᾶσθαι>
- καθῆσθαι]
- <ἑδρίας>
- ἀεὶ πνέων
- <ἕδρια>
- συνέδρια
- <ἑδρήεσσα>
- βεβαία (Greg. Naz. c. 2,1, 13, 150) r (T)
- *<ἑδριόωντο>
- ἐκαθέζοντο (Κ 198) ASnps
- <ἕδρις>
- ἑδραῖος
- *<ἔδρων>
- ἔπραττον. ἐπετέλουν ASvg
- <ἐδρύμαξεν>
- ἔθραυσεν. ἔσφαξεν
- <ἐδρύπτοντο>
- κατεσπαράσσοντο (Xen. Cyr. inst. 3,1, 13)
- <ἐδρύψατο>
- κατημύξατο
- *<ἔδυ>
- ὑπεισῆλθε S, κατῆλθε, [κατέδυ (Γ 36) g (AS)
- *<ἐδεύετο>
- ἐνδεὴς ἦν (Δ 48) AS
- <ἔδυν>
- ἔδυσαν, κατῆλθον (Λ 263)
- <ἔδυσεν>
- ἐνεδύσατο
- <ἐδεύησεν>
- ἤγγισεν. ἐνδεὴς ἐγένετο (ι 540)
- <ἔδυνεν>
- ἐδύσατο, ἐνεδύσατο (Θ 43)
- <ἐδύσετο>
- ἐνεδύετο (Β 578) ASvgn
- <ἐδύσοιξα>
- ὑπενόησα
- <ἐδύτην>
- κατῆλθον. ἢ ἀπέθανον (Ζ 19)
- <>ε δύων>
- ὀψὲ δύνουσα (Υ 232)
- [<ἐδωγαθή>
- ἡ τροφή]
- <ἐδωδή>
- τροφή (Θ 504)
- <ἐδωδή>
- βρῶσις, βρῶμα
- <ἐδώδιμος>
- τρωκτός. [βρώσιμος S
- *<ἐδωδίμων>
- τροφῶν, [βρωσίμων <ἐδωδὴ γὰρ ἡ τροφή> AS (vg)
- <ἔδωκα πολλά>
- παρ' Ὁμήρῳ οὐδεὶς εὐεργετήσας μέμνηται, πλὴν τῆς Ναυσικάας (θ 462) καὶ αὐτὴ δὲ ὡς ἄκακος παρθένος αὐτὸ ποιεῖ
- <ἔδωκεν>
- περιεποίησεν (Α 96 ..)
- <ἑδώλια>
- τὰ τῆς νεὼς <ζυγά>, ἐφ' ὧν οἱ ἐρέσσοντες καθέζονται. μεταφορικῶς καὶ τὰ τῆς οἰκίας ἕδρια
- <ἐδωλιός>
- ὀρνέου εἶδος (Callim. frg. 425 Pf.)
- <ἐδωλός>
- λόχος Λακεδαιμονίων οὕτως ἐκαλεῖτο
- *<ἔδων>
- ἐσθίων sΣ
- [<ἐδωνά>
- <ζυγά>. καταζῶμα νεώς] S
- <ἑέ>
- αὐτόν. [ἑαυτόν. αὐτό S
- <ἑὲ δέ>
- ἑαυτὸν δέ (Ω 134) S
- <ἐείδεσθαι>
- δοξάζειν
- *<ἐεδνωταί>
- πενθεροί. κηδεσταί (Ν 382) S
- *<ἐειδόμενος>
- ὁμοιούμενος (Greg. Naz. c. 1, 2, 9, 44) A
- <ἐεικοσόροιο>
- φορτηγοῦ τελείας, εἰκοσακώπου (ι 322)
- <ἔειπεν>
- εἶπεν (Β 59)
- <ἔεικται>
- ὡμοίωται
- <ἐεικοσάβοιον>
- εἴκοσι βοῶν ἄξιον. ἢ εἰκοσαπλοῦν (χ 57)
- <ἐεισάμενος>
- ὁμοιωθείς (Β 22)
- *<ἐεισάσθην>
- ὥρμησαν, ἐπῆλθον (Ο 544) S
- <ἐείσατο>
- ὡμοιώθη (Callim. h. 6, 43)
- <ἐΐσκεις>
- εἰκάζεις, ἀφωμοίωσαι (δ 148)
- <ἐείσω>
- ὡμοιώθης
- <ἐέλδεσθαι>
- ἐπιθυμεῖν
- <ἐελδέσθω>
- ἐν ἐπιθυμίᾳ ἔστω (Π 494)
- *<ἐέλδεται>
- ἐπιθυμεῖ (Ν 638) S
- <ἐελδομένοισιν>
- ἐπιθυμοῦσιν (Η 4)
- *<ἐέλδωρ>
- ἐπιθύμημα. AS εὐτυχὲς δῶρον. [ἢ βούλημα (Α 41)
- <ἐελμένοι>
- συγκεκλεισμένοι (S), ἐληλαμένοι (Μ 38)
- <ἐέλπετο>
- ἤλπιζεν S. ᾤετο (Μ 407)
- <ἐελποίμην>
- ἐλπίσαιμι <ἂν> (Θ 196) (S)
- <ἔνδυνε>
- ἐνεδύσατο (Β 42)
- <ἐέργει>
- κωλύει S. κατέχει (Β 617)
- <ἐέργαθεν>
- ἐχώρισεν. (Ε 147) [ἢ φανῆναι. ἢ ὁμοιωθῆναι. δόξαι] ἐκώλυσε. [γνῶναι]
- *<ἐέργετο>
- συνείχετο S
- <ἔεργεν>
- εἶργεν. ἐκώλυσεν (Δ 130)
- *<ἐεργόμενοι>
- κωλυόμενοι (Ν 525) S
- <ἐέργων>
- κωλύων. χωρίζων. [<ἐεργιεῖς>· κάλλος. <ἐριῶν>·] ἀφο- ρίζων (Μ 201)
- <ἐεργμένα>
- ἐγκεκλεισμένα
- <ἐεργμέναι>
- πεφραγμέναι, ἠσφαλισμέναι (Ε 89)
- <ἔερσαι>
- δρόσοι. ψεκάδες (Ξ 351) S(r)
- <ἐερσήεις>
- καλός. δροσώδης. ἡ λέξις ἀπὸ τῶν δεδροσισμένων ἀνθῶν· ταῦτα γὰρ καλλίονα φαίνεται (Ω 419)
- <ἐέρσης>
- δρόσου
- *<ἔερτο>
- ἐκρέμνα (ο 460) (S)
- <ἐέσσατο>
- ἐνεδύσατο Sr. περιεβάλλετο (Κ 23)
- †<ἐέσθην>
- ἐμαράνθη
- <ἕεστο>
- ἠμφίεστο. ἐνεδέδυτο (Μ 464)
- *<ἐετῶς>
- εὐχερῶς. εὐκινήτως S
- †<ἐεχμένη>
- συνεχομένη
- <ἐώργει>
- εἰργάσατο, πεποιήκει (δ 693)
- *†<ἐζάνθη>
- ἐξηράνθη Svg
- <ἐζάλωσεν>
- ἐμακάρισεν
- <ἐζατωσάμην>
- διενοήθην
- <ἐζατώθη>
- ᾔσθετο
- <ἔζελεν>
- ἔβαλεν. [ἔλαβεν]
- <ἕζεο>
- καθέζου (Ζ 354)
- *<ἕζεσθαι>
- καθέζεσθαι AS
- *<Ἐζεκίας>
- κράτησις θεοῦ
- <ἑζέσθην>
- ἐκαθέσθησαν. δυϊκῶς (Η 59)
- *<ἕζεται>
- καθέζεται ps
- *<ἕζετο>
- ἐκαθέζετο (Α 246) ASvg
- *<ἐζήλωσεν>
- ἐφθόνησεν S
- *[<ἐζήων>
- νέων καὶ ἀκμαίων] S
- <ἐζείνα>
- ἐπεσβέννυεν
- *<ἑζόμενοι>
- καθεζόμενοι (Avg)
- <ἕζου>
- καθέζου, κάθησο
- a) <ἐζώγρουν>
- ζῶντας συνελάμβανον b) <ἐζωμένοι>· παρόντες. ἕτοιμοι
- <ἐζωμένον>
- [τῇ ἰδίᾳ] ἐζωσμένον ζώνῃ
- <εῃ>
- ὑπάρχῃ. (Κ 225 ..) <τῇ ἰδίᾳ>
- *<ἑῆς>
- ἰδίας AS vg
- <ἕηκεν>
- ἐπαφῆκεν, προήκατο (Α 48)
- *<ἑήλακεν>
- ἐλήφθη Sp
- <εην>
- ὑπῆρχεν (Β 217). ἢ ἰδίαν (Ι 420)
- <ἑῆος>
- ἑαυτοῦ. ἀγαθοῦ. νεανίου προσηνοῦς (Α 393) S
- <ἑῇσιν>
- ταῖς ἑαυτοῦ S
- <ἔησον>
- ἔασον
- <ἐυτής>
- ἀγαθότης
- <ἔθα>
- πάλιν
- [<ἔθαγεν>
- ἠπάτα]
- *<ἐθάδας>
- ἐθίμους, [συνήθεις (Clem. Alex. qu. div. salv. 42) Avg
- <ἐθάδων>
- ἐθίμων
- *<ἐθαγενής>
- ἐγχώριος, ASvg ἐντόπιος S
- <ἔθαλπον>
- ἐθέρμαινον
- *<ἐθαμβήθη>
- ἐξεπλάγη, [ἐθαμβήθη] ASvg
- <ἐθάμβησεν>
- ἐθαύμασεν, ἐξεπλάγη
- <ἐθάμιζεν>
- ἐπύκναζεν (θ 451)
- <ἐθάς>
- εἰθισμένος r
- <ἐθάσσατο>
- ᾠκήσατο. ἐκάθισεν
- *<ἔθεεν>
- ἔτρεχεν ASvg. [ὤθει] (Α 483) S
- <ἔθει>
- φθείρει. ἐρεθίζει. τρέχει (μ 407)
- <ἔθειρα>
- κόμη τημελουμένη
- <ἐθείρῃ>
- ἐπιμελείας ἀξιώσῃ (Φ 347) n
- <ἐθείρῃσιν>
- θριξὶ τῆς ἐπιμελείας ἀξιουμέναις (Θ 42)
- <ἔθειν>
- ἐξ ἔθους ἔρχεσθαι (Ι 540)
- <ἐθειρόμενον>
- κοσμούμενον r. ἀγαλλόμενον
- *<ἐθέλει>
- βούλεται n. ἐπιθυμεῖ
- *<ἔθελγεν>
- ἠπάτα. vg κατεπόνει (Φ 276)
- <ἔθελεν>
- ἐδύνατο (Φ 366)
- <ἐθελημοί>
- πρόθυμοι (Hes. op. 118) (r)
- <ἐθελήμως>
- προθύμως
- *<ἔθελξεν>
- εἰς μεταβολὴν ἤγαγεν (κ 318) AS
- *<ἐθελοθρησκείαν>
- ἐθελοσέβειαν (Col. 2,23) (g)S
- <ἐθελοκάκων>
- τῶν κακὰ θελόντων
- <ἐθελοκωφῶν>
- ἐθελόντως κωφεύων (Siracid. 19,27 v. l.)
- *<ἐθελοντάς>
- τοὺς βουλομένους (AS) (Σ) (Dem. 18,68) ἢ χορη- γούς
- <ἐθελοντῆρας>
- ἐθελουσίους, θέλοντας (β 292)
- *<ἐθελοντής>
- ἑκουσίως, S αὐτοβουλήτως ASvg
- <ἐθελοπρόξενος>
- ἑκὼν πρόξενος (Thuc. 3,70,3)
- *<ἐθελουργός>
- ἕτοιμος, Σ ὁ κατὰ θέλησιν ἐργαζόμενος S
- *<ἐθελουσίως>
- ἑκουσίως, παρὰ τὸ <θέλειν> (Xen. Hier. 11,12) ASvg
- <ἐθέλω>
- βούλομαι (Α 116) Ab
- *<ἕθεν>
- [ἐκάν] αὐτοῦ, αὐτῆς. (Α 114 ..) [ἄνωθεν] S
- <ἐθέμωσεν>
- ἠνάγκασεν. ἐποίησεν (ι 486)
- <ἕθεν>
- ἐγκλινόμενον μὲν αὐτοῦ, αὐτῆς, ὀρθοτονούμενον δὲ ἑαυτοῦ καὶ ἑαυτῆς r
- <ἔθεντο>
- ἐποίησαν (Β 750)
- <ἔθεον>
- ἔτρεχον
- <ἐθερμάνθη>
- †ἐβαπτίσθη
- <ἐθερόμην>
- ἐθερμαινόμην
- *<ἐθέσπισεν>
- προεῖπεν S
- *<ἔθεσαν>
- ἐποίησαν (Α 290) ASpb
- <ἔθεται>
- [καίεται. σκοτοῖ.] πειρᾶται
- *<ἔθετο>
- ἐποίησεν (Eur. Or. 842 ..) Sp
- †<ἔθη>
- ἀγαθά
- <ἐθηεύμεθα>
- ἐθεωροῦμεν (ι 218) (S)
- [<ἔθησαν>
- ἐποίησαν]
- <ἐθήσατο>
- ἐθήλασεν (Ω 58)
- <ἐθηήσαντο>
- ἐθεάσαντο (θ 17)
- *<ἔθηκεν>
- ἐποίησεν (Α 2) b(S)
- <ἐθήμων>
- ἐθῶν. ἢ ἔμπειρος. πρόθυμος. συνήθης
- *<ἐθημοσύνη>
- συνήθεια Σ p. r
- <ἔθησεν>
- ἔψισεν. ἐθήλασεν
- <ἔθειραι>
- τρίχες κεκοσμημέναι (Τ 382)
- <ἐθίζει>
- ἔθος ποιεῖ [<ἐθίζοντας>·] ...
- <ἔθλασεν>
- συνέτριψεν, ἔκλασεν (σ 97)
- <ἐθλιβόμην>
- ἐστενοχωρούμην
- <ἐθμή>
- ἀτμός, καπνὸς λεπτός, ἀτμή
- <ἐθμοί>
- πολλοί. ἑσμοί. πλόκαμοι
- *<ἐθνῖται>
- οἱ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους Σ
- <ἔθνεα>
- ἔθνη (Β 87 ..)
- <ἐθόαζεν>
- ἐκαθέζετο
- *<ἔθοντες>
- ἐθιζόμενοι (Π 260) (ASvgn)
- <ἐθοινᾶτο>
- ἤσθιεν. εὐωχεῖτο. [ἐτρύφα r
- <ἐθόρνυτο>
- ὠχεύετο (Clem. Alex. Strom. 5 p. 716 P.?)
- *<ἔθορεν>
- ἐπήδησεν. ASvg [ἔβη] (Δ 79 ..)
- <ἔθος>
- συνήθεια
- <ἐθόωσα>
- ὤξυνα (ι 327) (p)
- <ἔθραξεν>
- ἐτάραξεν. ἔνυξεν. [συνέτριψεν (Pl. Parm. 130 d ..) sb
- *<ἔθραυσεν>
- ἔπαισεν (Exod. 15,6) ASPb
- <ἔθρεξεν>
- ἐπῆλθεν. ἔδραμεν
- *<ἐθρήσκευον>
- ἑτοίμως ἐσέβοντο (Sap. 11,15) (ASvg)
- [<ἔθρια>
- εὐδία] b
- [<ἔθρισεν>
- ἔφριξεν] r
- <ἐθρίγκωσεν>
- ἐπεγείσωσε· γεῖσος δέ ἐστι τῶν οἰκοδομημάτων ἡ ἀνωτάτω στεφανίς (Ε 10)
- <ἐθρίς>
- τομίας. κριός
- <ἐθρυλίχθη>
- περιεδρύφθη. ἀπεσύρη (Ψ 396)
- <ἐθρύπτοντο>
- ἐφλυάρουν
- <ἔθρωσκεν>
- ἥλλετο, [ἐπήδα r
- <ἔθρωσσεν>
- ἐκινεῖτο
- †<ἐθύειν>
- ἄγειν
- †<ἔθυζεν>
- ἔκρουεν
- <ἔθυιεν>
- ἐνεμαίνετο. ἔτρεχεν
- †<ἔθυνεν>
- ἐδίωκεν
- <ἐθώκατι>
- εἰώθασιν
- <ἐθώκισε>
- κατήρτισεν
- <ἐθώμιξεν>
- ἐπέδησεν
- <ἔθων>
- πορθῶν. φθείρων. [ἐθισμός·] εἰθισμένος. τῷ ἤθει ἀγόμενος, *[ἢ ἐξ ἔθους παραγινόμενος (Ι 540) Ab
- <ἐθώπευσεν>
- ἐκολάκευσεν
- <εἶ>
- πορεύου
- <εἶ>
- ὑπάρχεις r
- <εἰάζων>
- εἶα ἐπικελεύων. Εὐριπίδης Χρυσίππῳ (fr. 844)
- <εἰαί>
- ἄλετοι καὶ ἀλέσματα. τῶν ὀσπρίων τὰ ἀποκαθάρματα (ε 368)
- †<εἰακέν>
- ἀσθενεῖν s
- <εἱαμεναί>
- τόποι κάθυδροι <βοτανώδεις> (Δ 483)
- <εἱαμενόν>
- νήνεμον. κοῖλον. [βοτανώδη]
- <εἱαμενή>
- τόπος, ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον. ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα
- <εἶαρ>
- αἷμα. r. Avgp ἢ ψυχή r
- <εἰαροπότης>
- αἱμοπότης r ψυχοπότης
- <ἐΐα>
- λέγεται δὲ καὶ δισυλλάβως εἶα. Ἐπισκεπτέον δέ, εἰ ταυτόν ἐστιν <ἤϊα> καὶ <ἐΐα>· ὅταν γὰρ τὸ <η>, γίνεται βρῶμα, ὅταν δὲ τὸ <ε>, οὐ βρώματα, ἀλλ' ἢ χόρτος, καὶ ἡ παράθεσις
- <εἱανοῦ>
- εὐδιαχύτου <πέπλου> r (Σ 612)
- <εἴατο>
- ἦσαν (υ 106)
- *<εἰαρινῆισιν>
- ἐαριναῖς (Θ 307 ..) S
- *<εἴασεν>
- ἔασεν (Θ 125) S
- *<εἴασκεν>
- συνεχώρει (Υ 408) Avg. r
- <εἵαται>
- κάθηνται (Κ 422 ..) (r)
- <εἵατο>
- ἐκαθέζοντο (Γ 149) (r)
- †<εἰαγχοῦν>
- βοῶσαν
- <εἴβει>
- δακρύει. *στάζει Avg. κλαίει. τήκεται (Τ 323)
- <εἶβε>
- ἔσταζε. καὶ τὰ ὅμοια (δ 153)
- *<εἰ γάρ>
- εἴθε γάρ (α 255 ..) Avg
- <εἴγε>
- εἴπερ (ε 206)
- *<εἰ δ' ἄγε>
- ἄγε δή (Ζ 376) A. [εἰ δ' ἄγε δή]
- *<εἰ δ' ἄγε δή>
- ἄγε δή (μ 112) Avg
- *<εἰ δ' ἄγε νῦν>
- ἄγε δὴ ἄρτι (Π 667) vgb
- <εἰδαλίς>
- ὄρνις ποιός
- <εἰδαλίμας>
- καλάς, †εὐώψεις. ἐπὶ τοῦ εἴδους εὐμόρφους, εὐπρεπεῖς (ω 279)
- [*<εἰδάλλεται>
- φαίνεται s]
- [<εἰδαλίζεται>, ἐναλίζεται]
- *<εἶδαρ>
- βρῶμα, rApsb σιτίον (Ε 379 ..). ὄφελος
- [<εἶδας>
- εἰς αὔριον]
- <εἴδατι>
- βρώματι
- *<εἰδύλος>
- λόγιος Aphb(s)
- <εἰ δὲ ἄγε>
- ἄγε δή
- <εἰδεῖ>
- ἐλαύνει. κυλίει. κλείει. κατέχει. ἢ *κάλλει A, ἢ μορφῇ
- <>είδειεν>
- ἐφοβεῖτο. ἠνιᾶτο
- <εἰδήμων>
- γνωστικός
- <εἰδέναι>
- γνῶναι
- *<εἰ δέον>
- εἰ πρέπον Avp
- <εἴδεος>
- θάλπους, καύματος
- <εἴδεος ἐνδίοιο>
- καύματος μεσημβρινοῦ (Callim. frg. 304 Pf.)
- <εἴδεος ἧκε σέλας>
- μορφῆς ἀφῆκε φῶς (Greg. Naz. c. 1, 1, 22,12)
- *<εἴδεται>
- φαίνεται vgb, δοκεῖ (Α 228)
- *<εἰ δ' ἐτεόν>
- εἰ δ' ἀληθές vg
- *<εἰ δέ τῳ>
- εἰ δέ τινι Σa
- <εἰδεχθές>
- ἀειδές, αἰσχρὸν τῷ ἰδεῖν, ἤτοι *ἄμορφον (A) b
- *<εἰδεχθέστατος>
- μυσαρώτατος A, δυσειδέστατος
- <εἴδη>
- εἶδος. [καῦμα.] χρῶμα. σῶμα. ὄψις, πρόσωπον
- <εἰδηθμός>
- συστροφή. φυγή
- †<εἰδηλήγε>
- ἀναμάρτητον
- <εἰ δὴ ὁμοῦ>
- εἰ δὴ ἅμα (Α 61)
- <εἰδημόνως>
- ἐπιστημόνως
- <εἴδη παντοία>
- ἀντὶ τοῦ ὕλη. Αἰολεῖς <καὶ> Ἴωνες <εἴδας> τὰς ὕλας λέγουσι
- <εἴδησις>
- γνῶσις (Sir. 42,18) r
- <εἰ δή τοι>
- εἰ δή σοι. ἐάν σοι (Α 294?)
- †<εἴδιον>
- νενοτισμένον, ὑγρόν
- *<εἰδίω>
- ἱδρῶ. ἀγωνιῶ A
- <εἴδωλον>
- σκιάν (δ 796)
- <εἰδομένη>
- ἐοικυῖα, ὡμοιωμένη (Β 280) r
- *<εἰδομένην>
- ὁμοιωθεῖσαν A
- <εἰδόμενος>
- ἐοικώς, [ὁμοιωθείς (Ε 462) r. vg
- <εἰδοποιός>
- ἀναμορφωτής
- <εἶδος>
- καῦμα r σῶμα. χρῶμα
- <εἰ δ' οὖν>
- εἰ δὲ οὖν
- [<εἰδύει>
- καθεύδει]
- <εἰδυίῃ>
- εἰδυίᾳ, ἐπισταμένῃ (Α 365)
- <εἰδυίῃσιν>
- ἐμπείροις, ἐπιστήμοσι, συνεταῖς, ἐπισταμέναις (Α 608)
- <εἰδώ>
- φρόνησιν. ὄψιν
- <εἴδωλον>
- *ὁμοίωμα r. ASvgn, εἰκών, σημεῖον χαρακτηριστικὸν *σκιοειδές (Ε 449) ASvgn
- *<ειδωμεν>
- μάθωμεν. vgb θεασώμεθα
- <εἰδώς>
- ἔμπειρος, *ἐπιστάμενος Avg γνούς (Α 385, Γ 202) (vg)
- <εἴελος>
- εἴλιγγος
- <εἶεν>
- ὑπάρχοιεν (Β 372) *ἦσαν A ἢ ἄγε δή. vg καὶ ταῦτα μὲν οὕτως rp [ἢ ἐσμέν.] ἢ ἀναφώνησις
- [<εἴεσθαι>
- ἀκολουθῆσαι. ὁμοιῶσθαι]
- *<εἰ ἐτεόν>
- <εἰ> ἀληθές (Β 300) AnT
- <εἵετο>
- ἐπεθύμει. ὥρμα (Θ 301)
- *†<εἴεο>
- ἐκπολεμιστοῦ νεανίσκου †ἀναφώνησις A
- *<εἵζει>
- καθέζεται (Ν 281 ..) Ab
- <εἵζεο>
- καθέζου (Γ 162)
- *<εἴη>
- γένοιτο, ASvg ἔστω (2. Regn. 14,17)
- <εἴη>
- ἔστιν ἄφεσις. *καὶ ἔξεστιν Ah
- <εἶθαρ δέ>
- ταχέως b δέ, *εὐθέως ASvg ἤδη κατ' εὐθύ, ὀξέως (Ε 337). καὶ χθές
- <εἰθεῖν>
- μαθεῖν
- <εἴθε>
- ὄφελον. μακάρι. αἴθε. εὐκτικὸν ἐπίῤῥημα r
- †<>ειθέσθων>
- ἐπείθοντο
- <εἰθεῖα>
- δικαιοσύνη (Ψ 580)
- <εἶθ' οὕτως>
- μετὰ ταῦτα (2. Macc. 4,22 ..)
- <εἰθύ>
- ἐπ' εὐθείας (Υ 99 ..)
- <εἰθύοντα>
- ὁρμῶντα (Hdt. 7,8 β 2)
- <εἰθυνόμενον>
- ἐπίτονον
- <εἰθυπτίωνα>
- ἐπ' εὐθείας φερόμενον (Φ 169)
- <εἰθύφαλλον>
- τὸ ἐντεταμένον αἰδοῖον (Cratin. fr. 14). Δημο- σθένης (54,14) δὲ νεανίσκους τινὰς ἀσελγεῖς τοὺς <εἰθυφάλ- λους> εἴρηκεν. Λέγεται δὲ καὶ ποιήματά τινα ἐπὶ τῷ ἱσταμένῳ φαλλῷ ᾀδόμενα
- <εἶεν>
- ἐπορεύετο
- <εἴημι>
- πορεύομαι
- <εἰκαδάρχαι>
- προστάται τινὸς συστήματος
- <εἰκάδες>
- μέρη τινὰ φυλῆς
- <εἰκάζειν>
- σκώπτειν q ἐοικάζειν. τὸ λέγειν· ὅμοιος εἶ τῷδε
- <εἰκάζομεν>
- ὁμοιοῦμεν
- <εἰκαθέοιμεν>
- παραχωρήσωμεν (Greg. Naz. c. 2, 2, 5, 32)
- *<εἰκαιοβουλία>
- ματαιότης An (vg)
- *<εἰκαιολογία>
- ματαιολογία (Avg) s
- *<εἰκαιομυθεῖ>
- ματαιολογεῖ p φλυαρεῖ A (vg)
- *<εἰκαῖον>
- ἀνωφελές, μάταιον, ἀργόν A μωρόν (vg)
- *<εἰ καί τις ἄλλος>
- ὡς οὐδεὶς ἄλλος (Greg. Naz. or. 12 p. 190 D) Avgp
- <εἰκασία>
- ὁμοιότης r
- <εἴ κε>
- ἐάν πως (Α 66)
- *<εἶκε>
- ὑποχώρει n, δίδου χώραν (Ε 348)
- [<εἰκεῆς>
- τυχούσης]
- [<εἴκει>
- παρεγένετο]
- *<εἴκειν>
- ὑποχωρεῖν Avgp
- <[ε]ἷκεν>
- ἦλθεν. [ἢ ἐάν πως] (Α 317)
- *<εἴκελον>
- ὅμοιον (Ν 330) n (Avg)
- <[ε]ἱκέσθαι>
- παραγενέσθαι (Α 19)
- <[ε]ἵκετο>
- ἦλθε, παρεγένετο (Α 362)
- <εἴκετε>
- ὑποχωρεῖτε, δότε χώραν (Δ 509)
- *<εἰκῆ>
- μάτην, ὅθεν καὶ <εἰκαῖος> ὁ μάταιος Avg ἢ ἀκαίρως, ἢ [ὡς ἔτυχεν (Eur. Bacch. 686?) Avg
- <εἴ κα λῇς>
- ἐὰν τολμήσῃς
- †<εἰκλεῖ>
- δειπνεῖ
- †<εἰκλόν>
- δεῖπνον
- †<εἰκνεῖται>
- ἄλλος αὐτὸν εἰσφέρει
- *<εἴκοι>
- ὑποχωρήσοι (σ 374) A
- *<εἴκομεν>
- ὑποχωροῦμεν, ἀναχωροῦμεν AS
- <εἰκόνα>
- χαρακτῆρα, τύπον
- *<εἰκός>
- τάχα. ἴσως. εὔλογον. ἀκόλουθον n. ἐνίοτε καὶ σημαίνει τὸ μὴ πάντως ὄν ASn
- <εἰκοσάβοιον>
- εἴκοσι βοῶν ἄξιον. εἰκοσαπλοῦν (χ 57)
- *<εἰκὸς ἦν>
- ἐνεχώρει AS
- *<εἰκόσι>
- χαρακτῆρσιν ASvg
- <εἰκοσινήριτ' ἄποινα>
- [εἰκοσαπλᾶ rS, πρὸς εἴκοσιν ἐξισούμενα. <Ἐρίζειν> γὰρ τὸ ἐξισοῦσθαι (Χ 349)
- <εἰκοσόροιο>
- εἰκοσακώπου (ι 322)
- *<εἰκότα>
- ὅμοια. πρέποντα ASvg ἁρμόζοντα Svg [ἢ ἐλθόντα]
- *<εἰκοτολογῆσαι>
- ἐστοχασμένως εἰπεῖν ASh
- *<εἰκότως>
- πρεπόντως ASvg εὐλόγως AS δικαίως N
- <ἐΐκτην>
- ὡμοιωμένοι ἦσαν (Α 104)
- <εἰκούς>
- εἰκόνας· "εἰκοὺς τῶν ἐγχέλεων" (Ar. Nubb. 559). Ἀρι- στοφάνης τοῦτό φησι, δυσχεραίνων ἐπὶ τῷ ἄλλοις ποιηταῖς ἀφορμὰς παρασχεῖν. ἐν γὰρ Ἱππεῦσί φησιν· "ὅπερ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας" (864)
- <εἰκυῖα>
- ἐοικυῖα r *ὁμοία (Δ 78) Sn
- *<εἰκώ, εἰκών>
- χαρακτήρ. ὄψις AS
- *<εἴκων>
- ὑποχωρῶν n (S)
- *<εἰκώς>
- ἐοικώς (Φ 254) ASn
- <εἴλα>
- ὀσπρίων καλάμη
- <εἰλαδόν>
- ἀθρόως. *[κατὰ συστροφήν (Β 93) p
- *<εἰλαπινάζων>
- εὐωχούμενος (Ξ 241) r. ASgp
- *<εἰλαπίναι>
- εὐωχίαι (Σ 491) (ASvg)
- *<εἰλαπιναστής>
- συμπότης, συνευωχητής, ὁμοτράπεζος (Ρ 577) ASn
- <εἰλαπίνη>
- θυσία. ἑορτή. [ἀπὸ τοῦ συνειλεῖσθαι εἰς αὐτὴν πλείονας r *εὐωχία (ASvn) r
- *<εἰλαπίνηισιν>
- εὐωχίαις μεγάλαις (Κ 217) AS
- <εἶλαρ>
- ἀλέξημα. *βοήθημα vg. φυλακή. ἀσφάλεια. *<ἕρκος> (Η 338 ..) Sb
- *<εἴλας>
- ἀγέλας. (2. Macc. 5,3 v. l.) ASgn ἢ πυκνή. ἀγαθή. σκοτεινή [ἕρκος]
- <εἰλάτινον>
- τὸ ἐπὶ τῆς τρόπεως τοῦ ἱστοῦ ἐλάτινον ξύλον (β 424)
- *<εἵλατο>
- ἔλαβεν AS. ἠγάπησεν. ἠθέλησεν ASvg
- *<εἷλεν>
- κατέλαβεν (Δ 421) r. Sg ἐχειρώσατο n
- *<εἴλεα>
- †ἄθλια. χαλινοί. δεσμοί. φιμοί. δέραια AS
- <Εἰλειθυίας>
- ἐνίοτε μὲν τὰς θεάς (Λ 270) ἐνίοτε δὲ τὰς ὠδῖνας· (Τ 119) ὁ ποιητὴς δὲ ἑνικῶς (Π 187) ... Ἥρα ἐν Ἄργει
- [<εἰλεῖται>
- κρύπτεται. κακουργεῖ]
- <εἰλέοντες>
- στρέφοντες
- <εἰλεός>
- ἡ τοῦ θηρίου κατάδυσις n καὶ στρόφος
- <εἰλέουσι>
- συγκλείουσι συνέχουσιν
- <εἰλεῦνται>
- συγκλείονται
- <εἰλεσίας>
- εἶδος καλάμου
- <εἰλέτις>
- βλάσφημος
- *<εἵλετε>
- ἐπορθήσατε AS
- *<εἵλετο>
- ἠνέσχετο ἔλαβεν (Β 46) AS, ἀφεῖλεν
- *<εἰλέωσι>
- συγκλείωσι rn συνέχωσιν (Β 294) b
- *<εἰληθερῶν>
- ἡλιαζόμενος AS
- <εἰληθερήσαντες>
- ἐν ἡλίῳ θαλφθέντες
- <εἴλη>
- ἡ τοῦ ἡλίου αὐγή, ἡ θερμασία. (Ar. fr. 627) r ἢ καὶ τὰ ἄχυρα, καὶ τῶν ὀσπρίων ἡ καλάμη. [καὶ θερμασία]
- <εἰληθερεῖν>
- ἐν ἡλίῳ θερμαίνεσθαι· <εἴλην> γάρ φασι τὴν τοῦ ἡλίου αὐγήν
- <εἰλήθη>
- ἐστράφη
- <εἰληθερούμενος>
- ἐν ἡλίῳ θερμαινόμενος p
- <εἰλήλουθα>
- ἦλθον (Ε 204)
- *<εἰλήλουθεν>
- ἐλήλυθεν (Ο 131) (S)
- <εἰλήϊον>
- ἐν ἡλίῳ θερμανθέν
- <εἵληθι>
- ἵλεως γίνου (γ 380)
- *<εἰλημμένον>
- συλληφθέντα AS
- *<εἴλην>
- συστροφήν, AS πλῆθος A
- <εἵληος εἶ>
- ἵλεως εἶ
- <εἴληφεν>
- ἔλαβεν, ἐδέξατο
- *<Εἰλήθυιαι>
- αἱ ἐπὶ τῶν τικτουσῶν θεαί g
- †<Εἱλήτι>
- Ζεὺς ἐν Κύπρῳ
- <εἴληχα>
- λέλογχα, ἔλαχον, εἴληφα
- *<εἰλιγγιᾶν>
- σκοτοῦσθαι AS συστρέφεσθαι
- <εἰλιγγιῶν>
- σκοτοδινιῶν
- *<εἴλιγγον>
- σκότωσιν ASgn
- <εἰλίγγους>
- σκοτοδινιάσεις
- [<εἰλιθιότης>
- παντελῶς ἀπόγνωσις]
- *<εἰλικρινές>
- καθαρόν vgp (ASP) ἄδολον, [ἀληθές. ASP φανερόν
- <εἶλιγξ>
- σκότωσις. στρόφος
- <εἱλίξουσι>
- στρέψουσιν
- <>είλιον>
- παράφερνον
- <εἰλίποδας βοῦς>
- ἐπιθετικῶς τὰς βοῦς (Φ 448), [διὰ τὸ ἑλίσσειν τοὺς πόδας κατὰ τὴν πορείαν rp .. τὰς αὐτὰς καὶ <εἰλίποδας ἕλικας> διὰ τὸ οὕτως βαδίζειν λέγουσι (Ι 466)
- <εἰλιπόδεσι>
- ταῖς βουσί (Ζ 424)
- *<εἰλιπόδης>
- ἐν τῇ ἑλιγῇ τοὺς πόδας ἔχων AS
- <εἱλίχθη>
- ἐστράφη
- <εἵλκετο>
- ἐτείνετο
- <εἱλκτής>
- αἴτιος
- [<εἰλτῆρες>
- ἐνώτια]
- <εἴλλῃ>
- εἴργῃ, κωλύῃ
- <εἰλλόμενον>
- εἰργόμενον. Αἰσχύλος Βασσάραις (fr. 25)
- <εἰλόμενοι>
- περιειλούμενοι, συνεστραμμένοι. ἢ συγκεκλεισμένοι. ἢ συνηθροισμένοι (Ε 782)
- <εἰλομένων>
- συστρεφομένων ἐν πολέμῳ (Ε 203)
- [<εἰλός>
- πᾶν τὸ ἐπιπῖπτον βάρος. καὶ τὸ ἐν ταῖς πάγαις ἐπιπῖπ- τον ξύλον]
- <εἰλούμενος>
- συστρεφόμενος
- <εἰλύ>
- μέλαν
- †<εἰλύει>
- κοιμᾶται
- <εἴλυεν>
- ἐκρύπτετο
- <εἰλύεται>
- εἰλεῖται, συστρέφεται r. κρύπτεται. κακουργεῖ. τε- τραποδίζει
- <Εἰλήθυια>
- ἐπιτεταγμένη τοκετῷ
- <εἴλυμα>
- ἐνείλυμα. [περίβλημα. σκέπασμα (ζ 179) r
- *<εἰλύος>
- τέλματος (Φ 318) S
- *<εἰλύς>
- [εἰλύω]. τὸ πηλῶδες τοῦ ποταμοῦ S
- <εἰλυόμην>
- ἐκρυπτόμην
- <εἰλυθμός>
- ὅλκος. συρμός
- <εἰλυθέντες>
- καλυψάμενοι r
- <εἰλύσθαι>
- ἕλκειν
- <εἰλυσπᾶσθαι>
- τὸ παραπλησίως τοῖς ὄφεσι καὶ τοῖς σκώληξιν ἰέναι rb
- <εἰλυσπᾶτο>
- συνεσπᾶτο
- *<εἰλυσπώμενος>
- εἰλούμενος r. SPn
- <εἰλυσπῶνται>
- περὶ <τὸν> αὐτὸν τόπον στρέφονται μετὰ καμάτου
- <εἰλύσσεται>
- εἰλεῖται
- <εἰλύσω>
- ἐν ἰλύϊ κρύψω (Φ 319)
- [<εἰλύϊος>
- θηρίον ἀπὸ φρυγάνων σκωληκοειδές, ᾧ χρῶνται πρὸς δέλεαρ]
- <εἰλυφᾶι>
- στρέφει. ζητεῖ. τινάσσει τὴν φλόγα
- <εἴλυται>
- καλύπτεται
- *<εἴλυτο>
- κατεσκεύαστο. κατεκεκάλυπτο (Π 640) ASn
- <εἰλυφάζει>
- εἰλεῖ S. παραγώγως (Υ 492)
- *<εἰλυφάζετο>
- ἑλίσσετο, συνεστρέφετο AS
- <εἰλυφόων>
- εἰς εἴλυσιν ἄγων, ἢ συνειλῶν τὸ φῶς μετὰ συστρο- φῆς (Λ 156)
- *<εἰλυφόων> <<ἄνεμος>>
- συστρέφων ἄνεμος (Λ 156) AS
- *<εἰλυφάζει>
- συνάγει. ἰχνεύει. [συστρέφει p
- <εἰλυφῶνται>
- συστρέφονται. περιέρχονται
- *<εἰλύω>
- περιβάλλω ASn
- [<εἰλῶ>]
- *<εἱλόμην>
- ἐδεξάμην (Eur. Med. 396)
- *<εἰλῶν>
- συστρέφων ASn
- *<Εἵλωτες>
- οἱ Λακεδαιμόνιοι δοῦλοι ns, οἱ παρὰ Λάκωσι δου- λεύοντες
- <εἰμάδες>
- ποιμένων οἰκίαι ps
- <εἱμαρμένη>
- τὸ πῦρ. ἢ βία, καὶ ἀνάγκη μεμοιραμένη
- *<εἵμασιν>
- ἱματίοις (Γ 392) nT
- <εἰ μέμονας>
- εἰ προθυμῇ (Ι 247)
- *<εἰ μέν>
- ἐὰν μέν (Α 135) AvN
- <εἰμέν>
- ὑπάρχομεν. [ἐσμέν (Ε 873) Sb
- <εἱμένοι>
- περικείμενοι. [περιβεβλημένοι (Δ 432) n (AS)
- <εἰ μή>
- ἐὰν μή (Β 156)
- <εἰ μή σφας>
- εἰ μὴ αὐτούς
- <εἰ μὴ †καὶ λαγόνεσι>
- μή τι δ' ἂν κατ' ἀκριβολογίαν
- <εἴμην>
- ὄντως Avgn ὑπῆρχον ἐγώ
- *<εἶμι>
- πορεύσομαι (Α 169) r. gn
- *<εἰμί>
- ὑπάρχω (Α 186) rS
- <εἴ μιν>
- εἰ αὐτόν
- <[ε]ἱμείρεται>
- ἐπιθυμεῖ (α 59)
- [<εἴμορος>
- πεπρωμένος]
- <ἑίν>
- ἀντωνυμία. ἐκεῖνον (Antim. fr. 92 W.) AS
- *<εἶναι>
- πεφυκέναι r ὑπάρχειν (Α 91) r. gb
- <εἰν ἀγορῇ σθένος ἕξομεν>
- βουλευσόμεθα δυνατῶς (Σ 274)
- *<εἰνάνυχες>
- ἐπὶ ἐννέα νύκτας (Ι 466) pb
- †<εἴναξ>
- κάλλος†
- <[ε]ἶνας>
- νεῦρα
- <εἰνάετες>
- ἐπ' ἐννέα ἔτη (Σ 400)
- <εἰν Ἀρίμοις>
- <Ἄριμά> τινες τὴν κατακεκαυμένην τῆς Φρυγίας χώραν (Β 783)
- <εἰνάτιον>
- λοξόν
- *<εἰνάτερες>
- αἱ τῶν ἀδελφῶν γυναῖκες S αἱ σύννυμφοι (Χ 473) ASn
- <Εἴνατον>
- τόπος Λυκίας, καὶ Κρήτης
- *<εἴνατος>
- ἔνατος (Β 295) r (A)
- *<εἵνεκεν>
- ἕνεκεν r AS χάριν Svg
- *<εἰν ἐλεοῖσιν>
- ἐν τοῖς μαγειρικοῖς τραπεζίοις (Ι 215) AS
- <[ε]ἶνες>
- νεῦρα (λ 219)
- <εἰνεσίαι>
- ἐπιστολαί
- *<εἰνὶ θρόνῳ>
- ἐν τῷ θρόνῳ (Θ 199) S
- *<εἰνοδίοις>
- τοῖς πρὸς τῇ ὁδῷ τὰ οἰκία ἔχουσιν (Π 260) SN(g)
- <εἴνοσις>
- κίνησις r
- <εἰνοσίφυλλον>
- σύνδενδρον. κινησίφυλλον· <ἔνοσις> γὰρ ἡ κίνη- σις· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος σύνδενδρος (Β 632)
- *<εἴξαντα>
- ὑποχωρήσαντα ASvg ὑποστρέψαντα
- <εἶξε δέ>
- ὑπεχώρησε δέ (Ω 100)
- *<εἷο>
- ἑαυτοῦ. n [εἰπεῖν λέγειν] (Δ 400)
- [<εἶοι>
- ὀσπρίων τὰ καθάρσια]
- <εἰ οἷά τε>
- εἰ δυνατά
- †<εἰπάδεον>
- ἐπικόπτον
- *<εἰπέ>
- εὑρέ. ἐλθέ AS
- <εἰπέμεν>
- εἰπεῖν (Η 373)
- <εἴπερ τινές>
- ὡς ἄλλοι τινές
- *<εἴπερ γάρ>
- ἐὰν γάρ (Α 81) S
- *<εἴπεσκεν>
- εἶπεν (Β 271) AS
- *<εἵπετο>
- ἠκολούθει (Β 675) r ASn
- <εἱπόμην>
- ἠκολούθουν (Eur. Phoen. 1164) r
- <εἵποντα>
- ἀκολουθοῦντα
- *<εἵποντο>
- ἠκολούθουν (Ε 591) ASvgn
- <εἶπος>
- παγίς. [πάγι] καὶ πᾶν βάρος
- *<εἴ ποτέ τοι>
- εἴ ποτέ σοι (Α 39) n
- *<εἴρ>
- λαῖλαψ ASvg
- *<εἶραι>
- συνάψαι. συῤῥάψαι n
- <Εἰραφιώτης>
- ὁ Διόνυσος r παρὰ τὸ <ἐῤῥάφθαι> ἐν τῷ μηρῷ τοῦ Διός. καὶ <Ἐρίφιος> παρὰ Λάκωσιν
- *<εἰράων>
- ἐκκλησιῶν, παρὰ τὸ <εἴρειν> ἐν αὐταῖς καὶ λέγειν (Σ 531) AS
- <εἴργαθεν>
- διεῖργεν, ἐκώλυεν, ἔφρασσε. διεῖλε, διέκοψεν (φ 221)
- <εἰργάσατο>
- ἐποίησεν, ἐπράξατο (Ps. 73,12)
- *<εἶργε>
- κώλυε ASn κάτεχε (Eur. Hec. 874)
- *<εἴργεσθαι>
- κωλύεσθαι ASvgn συνέχεσθαι
- *<εἶργμαι>
- ἠρξάμην AS
- <εἱργμός>
- κώλυσις. δεσμός. σύνσχεσις
- [<εἶρε>
- αἶρε]
- *<εἴρεαι>
- ἐρωτᾷς (Κ 416) AS
- [<εἴρεαι>
- ἔρωτες] *<<εἴρει>>· λέγει. σύρει. ASb ἐρεῖ
- <εἰρέβαδε>
- εἰς ἔρεβος
- <εἰρεθύρη>
- ὀρσοθύρα. ὁ στροφεύς
- *†<εἰρεῖς>
- πνίγεις S(s)
- [<εἴρεον>
- δουλείαν. αἰχμαλωσίαν]
- <εἴρερον>
- δουλείαν (θ 529)
- *<εἰρεσιώνη>
- κλάδος ἐλαίας rASn
- *<εἰρεσίας>
- κωπηλασίας ASvgn
- <εἰρεσίη>
- κωπηλασίη (λ 640)
- <εἴρεται>
- ἐρωτᾷ, πυνθάνεται
- *<εἴρετο>
- ἔλεγεν. ἠρώτα Σ ἐπυνθάνετο (Α 513)
- <εἰρεῦντα>
- ἐρωτῶντα
- <εἰρεῦσαι>
- λέγουσαι. <Εἴρω> γὰρ λέγω, οὗ ὁ μέλλων <ἐρῶ>. Ἡσίοδος ἐν τῇ Θεογονίᾳ (38)
- *<εἰ μή τῳ>
- εἰ μή τινι
- <εἴρηκεν>
- εἶπεν, ἔλεγεν (Eur. Hec. 1178)
- *[<εἴρημαι>
- ἐρωτῶ AS]
- <εἰρημένος>
- λελεγμένος (Θ 524) r
- <εἴρη>
- ἐρώτησις. φήμη, κληδών
- †<εἰρήδεται>
- ἐρίζεται
- <εἰρηναῖον>
- εἰρηνικόν
- <εἰρήνη>
- κόρος †τέλος
- <εἰρηνάζει>
- κρατεῖ ...
- <εἰρηνεύσομεν>
- εἰρηνικῶς διάξομεν
- *[<εἰρήσαντο>
- ηὔξαντο] AS
- *<εἰρήσεται>
- λεχθήσεται (Ψ 795) r. AS
- *<εἰρήσθω>
- λεγέσθω ASvg
- <εἰρήσομαι>
- ἐρωτήσω (η 237) r
- [<εἰρητής>
- αἴτιος]
- <εἴρητο>
- *ἔλεγε AS λέλεκτο (Κ 540)
- *<εἴρει>
- λέγει ASn ῥητορεύει
- †<εἴρη>
- ἡ ἐκ τοῦ ἡλίου γινομένη ταῖς νεφέλαις χρόα, τὸ καλού- μενον τόξον
- <εἷρκται>
- ἑάλωκε, κωλύεται
- <εἱρκτή>
- φυλακή, ἀσφάλεια. [ἢ κωλύει]
- <εἱρμός>
- <ἀκολουθία> rw
- *<εἷρξαι>
- κωλῦσαι. κατακλεῖσαι n συγκλεῖσαι (ASvgn)
- *<εἰροκόμῳ>
- ἐριουργῷ (Γ 387) Σ
- *<εἰροπόκοις>
- ἔρια κειρόμενα ἔχουσι· <πέκειν> γὰρ τὸ ξαίνειν, κείρειν (Ε 137) Σ
- *<εἴρομαι>
- ἐρωτῶ (Α 553) ASn
- <εἰρόμεναι>
- ἐρωτῶσαι (Ζ 239)
- [<εἰροκοπῶ>
- εἰρουργῶ]
- <εἴροντες>
- λέγοντες. συνείροντες
- *<εἶρος>
- ἔριον (δ 135) S πτωχός (σ 6 ..) ASvg
- *<εἷρπον>
- ἐπορεύοντο. μετὰ σχολῆς ἐβάδιζον (μ 395) Σ
- [<εἰρτή>
- ἀσφάλεια]
- †<εἴρηται>
- ἡτοίμασται
- *<εἰρύαται>
- ἀνελκυσμέναι S ἢ πεφυλαγμέναι [εἰσίν (Δ 248) S
- *<εἰρύατο>
- εἱλκυσμέναι ἦσαν (Ξ 30) S
- <εἰρυμέναι>
- εἱλκυσμέναι (Ν 682)
- *<εἴρυντο>
- ἐφύλασσον (Μ 454) n
- <εἰρυόμεθα>
- φυλάττομεν (Φ 588)
- <εἰρυσαίμεθα>
- εἱλκύσαιμεν
- *<εἰρύσαο>
- ἐφύλαξας (Φ 230) (As)S
- *<εἰρύσασθαι>
- φυλάξαι (Α 216) r. AS(s)
- *<εἴρυσαν>
- εἵλκυσαν (Λ 9) r, AS
- <εἰρύσαιτο>
- γνοίη (Θ 143) καὶ <ἐρύσασθαι>· γνῶναι
- <εἴρυσεν>
- εἵλκυσεν (Γ 373)
- <εἰρύσατο>
- ἐκώλυσεν. *ἐφύλαξεν (Δ 186) r. A
- <εἰρύσαι>
- ἑλκύσαι
- <εἴρυσθαι>
- εἰδέναι· "χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων δήνεα εἴ- ρυσθαι" (ψ 81) καὶ φυλάξαι (γ 268)
- <εἰρύσθη>
- εἱλκύσθη
- *<εἴρων>
- ὁ ἄλλα μὲν φρονῶν, ἄλλα δὲ λέγων vg
- †<εἰρωθέντα>
- κινδυνεύσαντα. σαλεύσαντα
- *<εἴρων>
- προσποιητός· μὴ ἀληθεύων. ἀργός. SP ἀλαζών
- *<εἰρωνεία>
- κολακεία sp ψευδολογία. [ὑπόκρισις. nsp ἀπάτη. [χλεύη (2. Macc. 13,3) ns
- <εἰρωνεία>
- ἔστι λόγος ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον δηλῶν, μετά τινος ὑποκρίσεως
- <εἰς>
- ἀντὶ μὲν τοῦ πρός· "εἰς Ἀγαμέμνονα" (Η 312) ...
- <εἰσαγαγόντε>
- εἰσαγαγόντες. δυϊκῶς (Μ 18 v. l.)
- *<εἰσαγγελία>
- κατηγορία AS ἐμφανισμός. [μήνυσις s
- *<εἰσαγείρατο>
- ἀνεκτήσατο (Ο 240) n
- *<εἰσαγηόχασιν>
- εἰσήνεγκαν AS
- *<εἰσαγηοχώς>
- εἰσενεγκών ASvg
- <εἰσαγωγῆς>
- ἀρχὴ r Ἀθήνησι τῶν τὰ ἐγκλήματα εἰσαγόντων
- <εἰς ἀγρὸν Μάνης>
- παροιμία, ἐπὶ τῶν εὐχρήστων. ἐμφαίνει γάρ, ὡς [ἐναγρῶς] ἐν ἀγρῷ χρησίμου μᾶλλον ὄντος τοῦ οἰκέτου
- <εἰσαγωγικούς>
- νεαρούς. [ἀρχαρίους (r)
- *<εἴσαιτο>
- δόξειεν (Β 215) AS ὁμοιοῖτο
- [<εἴσατο>
- ὡμοιώθη]
- *<εἴσατο>
- ὡμοιώθη n "εἴσατο δὲ φθογγὴν υἷϊ Πριάμοιο" (Β 791)
- *<εἰς ἅλα>
- εἰς τὴν θάλασσαν (Α 141) ASnsp
- *<εἰσάμενος>
- ὁμοιωθείς (Ν 45) S (An)
- *<εἶσαν>
- [ὑπῆχον] [συνῆκαν, ἢ ἤδεισαν, ἢ ἐπεγίνωσκον AS
- <εἴσαντο>
- ἔδοξαν. [ἐφάνησαν (Μ 103) r
- *<ἐΐσης>
- ἐξ ἴσου πᾶσι μεριζομένης (Ι 225) AS
- *<εἴσατο>
- ἠμφιάσατο AS εἰσῆλθεν (Δ 138) S
- <ἐΐσας φρένας>
- εὐκράτους, ἀγαθάς (λ 337) ἰσοτοίχους
- <εἰσαφάσματα>
- εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ <εἰσαφιέναι>. ἢ σπα- ράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ λυομένῳ (fr. 204)
- *<εἰσβάλλει>
- εἰσέρχεται ASvg
- <εἰς βοός>
- Ἀθήνησιν ἡμέρα οὕτως καλεῖται τοῦ Βοηδρομιῶνος
- *<εἷς βροτός>
- εἷς ἄνθρωπος AS
- <εἰς δέον>
- οὕτω Περικλῆς τὰ εἰς προδοσίαν χρήματα ἀπεγρά- φετο (Ar. Nubb. 859)
- <εἰσδύεται>
- εἰσέρχεται
- *<εἰς Διονύσου>
- πρὸς Διόνυσον AS
- *<εἰσδυόμενα>
- εἰσερχόμενα (r) AS
- *<εἴσεαι>
- γνώσῃ (Η 226). γνῶθι AS [προσήκει, πρέπει] A
- <εἰσδύσῃ>
- εἰσελεύσει
- *<εἰς ἕ>
- πρὸς ἑαυτόν (Ψ 203) S
- *<εἰσέθει>
- εἰσέτρεχεν· <θέειν> γὰρ τὸ τρέχειν ASvg
- *<εἰσίτω>
- εἰσερχέσθω ASn
- <εἰσέδρακεν>
- ἐθεάσατο (ι 146)
- *<εἰσεκώμασεν>
- εἰσῆλθεν ASgnP
- *<εἰσελάσων>
- εἰστρέχειν μέλλων AS
- *<εἰσελαύνοντα>
- εἰσερχόμενα (A) S
- <εἰσεμπορεύεσθαι>
- τὸ εἰς πολεμίους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι
- <εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν>
- ἣν ἡμεῖς καλοῦμεν ἐμφανείας ἐγ- γύην
- <εἰς ἔρερον>
- εἰς δουλείαν
- <εἷσεν>
- ἐκάθισεν (Γ 382) r. S ἵδρυσεν (ζ 8)
- *<εἰς ἐπίδοσιν>
- εἰς αὔξησιν ASvg
- <εἰς ἔνην>
- εἰς τρίτην (Ar. Ach. 172)
- *[<εἴσετο>
- δόξειεν AS]
- *<εἰς εὐνήν>
- εἰς κοίτην (Λ 115) ASvgN
- *<εἰσέφρησεν>
- εἰσήγαγεν r (ASvg)
- <εἰσέφρηκεν>
- εἰσεπήδησεν. εἰσαφῆκεν
- <ἐΐσης>
- εἰς ἴσον ἑκάστῳ μεμερισμένης [δε] "δαιτὸς ἐΐσης" (Α 468 ..)
- <εἰσηγαγέτην>
- εἰσήγαγον. δυϊκῶς
- *<εἰσηγεῖται>
- συμβουλεύει. νουθετεῖ AS
- <εἰσηγήσασθαι>
- τὰ αὐτά
- *<εἰσηγήσεως>
- διδασκαλίας, παραινέσεως AS
- *<εἰσήγησις>
- τὰ αὐτά r. ASvg Pn
- <εἰσηγητήρια>
- ὅταν ἄρχηται βουλεύειν, ἢ θύειν
- <εἰσηγητής>
- *διδάσκαλος. Avgn παραινέτης. εἰσάκτης. σύμ- βουλος
- <εἰσηγοῦμαι>
- συμβουλεύω, παραινῶ διδάσκω, νουθετῶ
- *<εἰσήλασεν>
- εἰσῆλθεν ASvg
- *<εἰσήλατο>
- εἰσεπήδησεν r. ASvg
- <εἰσηλεῖν>
- εἰσάγειν. εἰσελαύνειν
- *<εἰσηλύσιον>
- τίμημα εἰσόδου, ἢ τέλος AS
- <εἰσήῤῥησεν>
- εἰσεφθάρη (Ar. Equ. 4) (r)
- <ἐΐσης>
- ἰσομοίρου. [ἴσης (Α 468) S
- †<εἴσηται>
- παύσηται
- <εἶσθα>
- πορεύσῃ, ἢ πορεύου (Κ 450)
- *<εἰσθμός>
- εἴσοδος ὕδατος S στενή
- *<εἶσι>
- πορεύεται n ἢ ἔρχεται (Γ 61) S
- <εἰσί>
- τυγχάνουσιν, *[ὑπάρχουσιν (Α 153) rAS
- *<εἰσίασιν>
- εἰσέρχονται (Hebr. 9,6) r. ASvg
- *<εἰσείεις>
- εἰσήρχου A
- *<εἰσίοις>
- εἰσέλθοις AS
- *<εἴσιθι>
- εἴσελθε (Eur. Andr. 876) r. ASvg
- <εἰσίθμη>
- εἴσοδος r στενή (ζ 264)
- *<εἴσιμεν>
- εἰσερχόμεθα (Eur. Or. 1119) AS
- <εἰσίοντο>
- εἰσήρχοντο r
- *<εἰσίουσιν>
- εἰσέρχονται AS
- *<εἰσίτω>
- εἰσελθέτω r. ASn Ps
- <εἰς κάλλος <γράφειν>>
- τὸ καλλιγραφεῖν. ὅταν δὲ ἁμιλλᾶσθαι
- <εἰσκεκριμένον>
- ἐπεισαγόμενον, ἢ *[ἐπείσακτον np
- <ἐΐσκομεν>
- εἰκάζομεν S
- <ἐϊσκόμενον>
- εἰκαζόμενον
- <ἐΐσκειν>
- εἰκάζειν, ὁμοιοῦν, δοκεῖν
- †<Εἰσκονιανοί>
- οἱ Ἐφέσιοι. ὡς Ἀντίμαχος (fr. 104 W.)
- *<εἰς κόρακας>
- εἰς τὸ σκότος ASvg
- *<εἰσκρίνει>
- εἰσχωρίζει. μερίζει (ASn)
- <εἰσκρίνοιτο>
- εἰσφέροιτο. κρίνοιτο S
- <εἰσκυκλεῖσθαι>
- περιφέρεσθαι
- *<εἰσκυκλήσας>
- περιελθών AS
- *<ἐΐσκω>
- εἰκάζω, ὁμοιῶ (Γ 197) ASn
- *<εἰς κόνιν>
- εἰς γῆν (Ps. 21,30 ς#) AS
- *<εἰς λῆξιν>
- εἰς τελειότητα ASvgn
- <εἰς μελίττας ἐκώμασας>
- παροιμία, ἐπὶ τῶν παρὰ δόξαν ἀθρόως κακουμένων
- <εἰς νέωτα>
- εἰς τὸ ἐπιόν
- <εἰσόδια>
- πρόσοδοι. ἀναλώματα
- <εἰς ὁδὸν ὁρμηθείς>
- ἀντὶ τοῦ μετέωρος πρὸς ἀπόπλουν
- *<εἰσοικίζεται>
- εἰσφέρει. ἢ εἰσφέρεται. ἢ ἰδιοποιεῖται (Men. fr. 765 Koe.) AS
- *<εἰσοίσει>
- εἰσενέγκῃ (Eur. Bacch. 367) r. ASvgn
- <εἰσοιχνεῦσιν>
- εἰσπορεύονται. καὶ ἐνεδρεύουσιν (ι 120)
- *<εἰς ὅ κεν>
- ἕως ἄν (Β 332) S
- <εἴσομαι>
- *γνώσομαι (Θ 532) ASvg ὄψομαι. χάσομαι. ἱδρύσο- μαι. εἰσελεύσομαι
- <εἰσομένας>
- γνωσομένας. ὁμοιωθείσας
- <>εισόμενον>
- ὁδοιποροῦντα
- <ἔισον>
- ἀγαθόν
- <εἴσονται>
- γνώσονται, r ASvg μαθήσονται (Eur. Andr. 258)
- *<εἰσορόων>
- βλέπων (Ε 183) g
- *<εἰς ὅ τε>
- ἕως ἄν ASv
- *<εἰς παραβολήν>
- εἰς γέλωτα (Ps. 43,14 ..) ASvg
- *<εἰσπεπαικότες>
- εἰσπεπηδηκότες Sn (AS)
- *<εἰσπεποιημένη>
- ἔξωθεν γεγενημένη (AS)
- *<εἰσποιητόν>
- θετόν ASvgn νόθον
- <εἰσπράκτωρ>
- ἐπαίτης
- <εἰσπραξάμενος>
- μεθοδεύσας, ἀπαιτήσας
- *<εἰσπράττει>
- ἀπαιτεῖ q SPn
- *<εἷς ῥα>
- εἷς δή. περὶ ἑνός ASn
- *†<εἰσέω>
- ἱκετεύω (A) S
- <εἰς τέλος>
- ἕως γήμῃς
- *<εἷστο>
- ἐνεδέδυτο r. AS
- *<εἰς τὸ ἀπηχές>
- εἰς χεῖρον ASvg ἢ κακόν AShp
- *<εἰσφορά>
- τέλεσμα q ASvg
- <εἰσφρῆναι>
- εἰσάξαι, ἐνεγκεῖν
- <εἰσφρήσασθαι>
- †καυχάσασθαι. μετὰ σπουδῆς *εἰσενεγκεῖν (Dem. 8,15?) (AS Pn)
- <εἰσφρήσῃ>
- εἰσαγάγῃ, εἰσάξῃ
- *<εἰς χάος>
- εἰς ἀέρα. ἀντὶ τοῦ εἰς ἐρήμωσιν (Mich. 1,6) AS
- <εἰ σφῶϊν>
- εἰ ὑμῶν (Α 257)
- *<εἴσω>
- ἔσω, ἔνδον (Γ 322 Δ 460) r. ASn
- *<εἰς ὦπα>
- ἄντικρυς, ἢ [τὸ] πρὸς ὄψιν (Γ 158) Sg n
- <εἰσωμίλει>
- ἐκολάκευεν
- <εἰσωποί>
- ἐναντίοι, ἢ ἔσωθεν βλεπόμενοι, ἢ ἔνδον τῆς ἐπιφανείας ὄντες· "εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν" (Ο 653) κατὰ πρόσωπον εἶχον τὰς ναῦς
- *<εἶτα>
- ἔπειτα, r. g μετὰ ταῦτα
- <[ε]ἰτάκειν> ἐληλυθέναι
- <εἴ τις καὶ πηγή>
- ἐπὶ τῆς Κλείτης (Greg. Naz. AP 8, 97,2)
- *<εἰ τό γε>
- εἰ τοῦτό <γε> (Α 116) n
- <εἴ τοι θυμός>
- ἐάν σου ἡ ψυχή (Α 173)
- *<εἴτω>
- ἐλθέτω (Η 75) AS v
- <εἰφθῇ>
- εἴβηται
- [<εἰχέαι>
- ἐοικέναι]
- <εἶχε>
- κατεῖχε S
- <εἰχέσθην>
- ἐνείχοντο. ἐθαύμαζον
- [<εἴχεται>
- οἴχεται]
- *<εἰχόμενος>
- κατεχόμενος A
- <εἴω>
- πορεύωμαι (Sophr. fr. 48) r
- *<εἴωθεν>
- ἔθος ἔχει (Sir. 37,14) r. n.
- <εἰωθότες>
- εἰθισμένοι, ἔθος ἔχοντες (Ε 203)
- *<εἰωθώς>
- σύνηθες ASpn ἔθος ἔχων (Ζ 508) Sn
- *<εἵως>
- ἕως, μέχρι τινός nS
- <εἴωσεν>
- ἀπεώσατο
- *<εἰῶσιν>
- ἐῶσιν (Λ 549) n
- *<εἵως>
- ὅπως, ἵνα, ἐφ' ὃν χρόνον
- <ἐκ>
- καὶ ἀντὶ τοῦ πρό
- <ἐκάδευον>
- ἐπένθουν
- <ἑκάεργον>
- μακροβόλον, τοξότην (Α 147)
- *<ἑκάεργος>
- ὁ μακρόθεν εἴργων ASvg τοῖς βέλεσιν (Α 479)
- <ἕκαθεν>
- μακρόθεν, πόῤῥωθεν (Β 456)
- <ἐκάκιζον>
- ᾐτιῶντο, ἐμέμφοντο
- <ἐκαθίσατο>
- Ἀττικοί. ὅταν τις ὠνούμενός τι τῶν ὑπὸ κήρυκι πιπρασκομένων, παραχρῆμα αὐτὸ μὴ ἀπάγῃ, ἵνα δὴ κυρία αὐτῷ μένῃ ἡ ὠνή. καὶ ἱδρύσατο
- <ἐκαίνυτο>
- ἐνίκα (γ 282)
- *<ἐκάκωσα>
- <κακῶς διέθηκα> (Num. 16,15) (nw)
- *<ἐκαλαμήσαντο>
- ἀπεθέρισαν, ἐκ τῆς τοῦ σπόρου καλάμης (Iud. 20,45) AS
- <Ἑκάλειος Ζεύς>
- ὃν <ἐφ'> Ἑκάλῃ ἱδρύσατο
- <ἑκαλία>
- πόῤῥωθεν
- <ἑκάλιμος>
- ἱερός, ἀφειμένος
- <ἐκαλιάξαντο>
- ἐσκήνωσαν
- <ἐκάμαξεν>
- ἔσεισεν
- <ἐκαμάτευσε>
- μετὰ κακοπαθείας εἰργάσατο. καὶ ἔφυγεν
- <ἔκαμεν>
- ἐπετέλεσεν, ἐποίησεν. ἠῤῥώστησεν. ἀπέθανεν. ἐκοπίασεν
- <ἐκάμοντο>
- κατειργάσαντο (ι 730)
- *<ἔκανεν>
- ἐφόνευσεν ASvg
- <ἑκανόμος>
- ἀγελαῖος φιμός
- *<ἐκάπυσσεν>
- ἐξέπνευσεν AS <κάπυς> γὰρ τὸ πνεῦμα. καὶ συνέσχεν (Χ 467)
- *<ἐκαραδόκουν>
- ἐκαρτέρουν. ἐπετήρουν ASn
- <ἐκαρβάνιζεν>
- ἐβαρβάριζεν· <καρβὰν> γὰρ ὁ βάρβαρος. τὸ δ' αὐτὸ καὶ †ἐκαρβάνιζεν
- †<ἐκάρδικεν>
- οὐκ ἂν ἐπάη τὴν καρδίαν†
- <ἐκαρίωσας>
- ἀπέκτεινας
- <ἐκάρκαιρεν>
- ἐπλήθυεν
- <ἐκάρκαιρον>
- ψόφον τινὰ ἀπετέλουν
- *<ἐκαρποῦτο>
- παρεκέρδαινεν ASvg
- <ἐκαρτύνοντο>
- ὠχυροῦντο (Λ 215)
- <<ἐκαρφύνοντο>> ἐξηραίνοντο
- <ἐκαρώσαντο>
- ἐλιποθύμουν
- <ἑκὰς πόλιος>
- *μακράν ASvg, χωρίς, *[πόῤῥω r ASvg μακρὰν [τῆς πόλεως r
- <ἑκαστάτω>
- ποῤῥωτάτω, μακροτάτω (Κ 113)
- *<ἑκάστοις>
- ἐνίοις, θατέροις AS
- *<ἑκάστοτε>
- ἀεί. παρ' ἕκαστα ASnh
- <ἑκαστέρω>
- ποῤῥωτέρω, κεχωρισμένως (Theocr. 15,7)
- <ἐκασώρευον>
- περιεφοίτων, ἐπόρνευον
- <ἑκάταια>
- τὰ πρὸ τῶν θυρῶν Ἑκάτης ἀγάλματα. τινὲς δὲ τὰ ἐν τριόδοις
- <ἑκατεράκις>
- δίς
- <ἑκατερεῖν>
- τὸ πρὸς τὰ ἰσχία πηδᾶν ἑκατέραις ταῖς πτέρναις
- *<ἑκάτερθεν>
- ἑκατέρωθεν Sn τῶν δύο μερῶν (Γ 343)
- *<ἑκάτερον>
- ἐπὶ δύο μεμερισμένον AS
- *<ἑκατέρωθεν>
- ἐξ †ὅλων τῶν μερῶν (4. Macc. 6,3) AS
- <ἑκάτη>
- ξύλον ἐν τοῖς φυλακίοις r ᾧ τοὺς κακούργους προσδες- μεύοντες ἐμαστίγουν
- *<ἑκατηβελέταο>
- τοῦ μακροβόλου (Α 75) (Ap)
- <ἑκατηβόλος> καὶ <ἑκηβόλος>
- ὁ ἕκαθεν βάλλων καὶ ἐπιτυγχάνων. τινὲς δὲ (Simonid. fr. 26 A) ἐπεὶ ἑκατὸν βέλεσι τὸν ἐν Πυθοῖ δράκοντα ἀνεῖλεν Ἀπόλλων
- <Ἑκάτης ἄγαλμα>
- τὰς κύνας οὕτω φασί, διὰ τὸ ἐκφέρεσθαι Ἑκάτῃ κύνας. ἔνιοι δὲ καὶ αὐτὴν κυνοκέφαλον πλάττουσιν (Eur. fr. 968. Ar. fr. 594a)
- <ἑκάτοιο>
- μακροβόλου (Α 385)
- <Ἑκατόμβαια>
- ἑορτὴ ἐν Ἄργει, καὶ ἀγὼν τελούμενος
- <Ἑκατόμβαιος>
- ὁ Ἀπόλλων παρὰ Ἀθηναίοις· καὶ Ζεὺς ἐν Γορτύνῃ καὶ παρ' Ἀρκάσι καὶ Κρησίν
- <ἑκατόμβας>
- θυσίας (Β 321)
- <Ἑκατομβεύς>
- μὴν παρὰ Λακεδαιμονίοις, ἐν ᾧ τὰ Ὑακίνθια
- <ἑκατόμβη>
- θυσία ποτὲ μὲν ἑκατὸν βοῶν, ποτὲ δὲ βοὸς καὶ προβάτου καὶ αἰγός. οἱ δὲ τὴν ἀπὸ παντὸς γένους θυσίαν. S ἢ θυσία †σύσκιος ἑκατὸν †βοῶν, vgA διὰ τὸ ἑκατὸν πόδας ἔχειν (Α 65)
- <ἑκατόμβοιον>
- ἑκατὸν βοῶν, ἢ πολλοῦ ἄξιον (Φ 79) (gS)
- [<ἑκατομβοίδιον>
- ἑκατὸν βοῶν τιμή]
- <ἑκατόμπεδον>
- τὸ θέατρον. ἢ *ἑκατὸν ποδῶν (Ψ 164) S
- *<ἑκατόνζυγος>
- ἑκατὸν καθέδρας ἔχουσα (Υ 247) S
- <Ἑκατοννήσους>
- αἱ περὶ Λέσβον
- <ἑκατονκάρανοι>
- ἑκατὸν αἱ ἐπιζήμιον πρασσόμεναι
- <ἑκατόνπεδος>
- νεὼς ἐν τῇ Ἀκροπόλει <τῇ> Παρθένῳ κατα- σκευασθεὶς ὑπὸ Ἀθηναίων, μείζων τοῦ ἐμπρησθέντος ὑπὸ τῶν Περσῶν ποσὶ πεντήκοντα
- <ἑκατόνπολιν>
- ἑκατὸν πόλεις ἔχουσαν (Β 649)
- <ἑκατὸν πόλεων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν>
- ἤτοι ἑκατὸν πόλεων ἔχουσαν ἄνδρας ἀριστέας ἐντετορνευμένους· ἢ ἑκατὸν πόλεων ὁπλίταις πεζοῖς ἱκανὴν ἐφαρμόσαι (Ε 744)
- <ἑκατόνσεμνον>
- πολύ. μέγα
- <ἑκατόνχειρον>
- κυρίως κατὰ τὸ μυθικόν· ἢ ἑκατόμπηχυν, διὰ τὸ μέγεθος· [ἢ ν# πόδας] ἢ ἑκατὸν χεῖρας ἔχοντα (Α 402)
- <ἑκατοστύς>
- ὡς χιλιοστύς. συγγένεια
- *†<ἔκαχεν>
- ὑπήντησεν AS
- <ἐκβαβάξαι>
- ἐκσαλεῦσαι. Σοφοκλῆς Ἀντηνορίδαις (fr. 135)
- <Ἐκβατηρία>
- Ἄρτεμις ἐν Σίφνῳ
- [<Ἐκβατάνων>
- Περσικῶν]
- <Ἐκβατάνων>
- πόλις (Aesch. Pers. 16)
- <ἐκβακχεύει>
- ἐκταράσσει. ἢ ἀσέμνως ἑορτάζει
- <ἔκβασις>
- πέρας r τινὸς ὑποθέσεως. ἢ ἐκβλάστησις
- <ἐκβεβόλβισται>
- ἐξώρυκται p ἠφάνισται, ἀπὸ τῶν βόλβων (Com. ad. 992)
- *<ἐκ βελέων>
- ἐκ τῶν βελῶν (Ξ 130) b
- <ἐκβῆναι ὄρος> καὶ <ποταμὸν διαβῆναι>
- ἐκβήσεται>
- προβήσεται. [ἐκβαίνει]
- *<ἐκβιβάζει>
- ἀνύει. δοκιμάζει Sn
- <ἐκβιούζει>
- θρηνεῖ μετὰ κραυγῆς
- <ἐκβλίσαι>
- ἐκθλῖψαι, ἐκπιέσαι· <βλίζειν> γὰρ τὰ κηρία ἐκθλίβειν
- <ἐκβλιστέος>
- ἐκθλιπτέος
- <ἐκβολάς>
- γῆ χωστή
- <ἐκβολβίσαι>
- ἐκ ῥιζῶν ἀνασπάσαι
- <ἐκβολὴ σίτου>
- ὁ σπόρος
- <ἐκβολὴ λόγου>
- παράβασις, μετάβασις
- <ἐκβασιλίζεται>
- εἰς βασιλέως ἔθη τρέπεται
- <ἐκβόσκεται>
- διεσθίει, ἐκβιβρώσκει
- *<ἐκβρασθείη>
- ἐκβληθείη, ἀποῤῥιφείη (ASvgn)
- *<ἐκβρασμός>
- ἔκζεσις AS ταραχή, θόρυβος gn ταραγμός (Nah. 2,10 v. l.)
- *<ἐκγεγάμεν>
- ἐκγεγεννῆσθαι (Ε 248) (S)
- <ἐκγελοιώσαιμι>
- ἐκχλευάσαιμι
- *<ἔκγονα>
- τέκνα τέκνων r (ASg)
- <ἐκγρυτεύσῃ>
- ἐξερευνήσῃ
- <ἐκδαβῇ>
- ἐκκαυθῇ. Λάκωνες
- <ἐκ δ' ἄγαγε>
- ἐξήγαγε δέ (Α 346)
- <ἐκ δ' ἄγαγε πρὸ φόωσδε>
- προεξήγαγε δὲ εἰς τὸ φῶς τὸν ἀλιτόμηνον (Τ 118)
- *<ἐκ δ' αἴνυτο>
- ἀφῃρεῖτο δέ (Δ 531) n
- *<ἐκ δ' ἔβαν>
- ἐξέβησαν (Γ 113) ASvg
- <ἐκδεδασύνθαι>
- <τὸ> σῶμα δασὺ γεγονέναι
- *<ἐκδειματοῦντες>
- ἐκφοβοῦντες ASn
- <ἐκδείρεται>
- ἐκδερματοῦται
- <ἐκ δ' ἕλον>
- ἐξέδωκαν (Α 369)
- *<ἐκ δεμνίων>
- ἐκ τῶν στρωμάτων (Eur. Or. 312) ASvgn
- <ἔκδεξαι>
- ἀνάμεινον r
- *<ἐκδέχεται>
- προσδοκᾷ, περιμένει (ep. Iac. 5,7) (AS)
- <ἐκ δὲ Χρυσηῒς νηός>
- ἐξέβη δὲ τῆς νηὸς καὶ ἡ Χρυσηΐς (Α 439)
- <ἐκδέψηται>
- ἐκμαστιγώσηται
- <ἐκ δὲ Καρδίης>
- Καρδία πόλις ἐν Χεῤῥονήσῳ. ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ τοῦ ἁρπάσαι κόρακα καρδίαν ἀπὸ θυσίας καὶ κομίσαι εἰς τὸν τόπον, ἔνθα ἡ πόλις ἐκτίσθη (Hdt. 6, 36, 2 ..?)
- <ἐκ δ' ἦλθεν>
- ἐξῆλθεν (Κ 140)
- *<ἔκδηλος>
- φανερός (Ε 2) ASPn ἢ ὑπερέχων ASP
- *<ἐκδημεῖ>
- ἀποδημεῖ AS ἀναχωρεῖ
- *<ἐκδιαιτηθῆναι>
- διαστραφῆναι (4. Macc. 18,5) AS [ἢ δια- πραχθῆναι] g (n)
- †<ἐκδιᾶν>
- σπᾶν. καὶ κέραμον συντετριμμένον ...
- <ἐκδιάστρα>
- κλῶσμα. ὁ στήμων
- <ἔκδικεν>
- ἐξέβαλεν
- <ἐκδίκησις>
- ἀνταπόδοσις (Sir. 27,28) r
- <ἐκδίδως>
- προδίδως
- <ἐκ Διὸς ὕδατα>
- τὰ ὄμβρια
- <ἐκδόται>
- προδόται, ἀποδόται
- *<ἔκδοτος>
- προδεδομένος ASn (vg) ἀποδεδομένος
- <ἐκδούπησαν>
- ἐβρόντησαν (Λ 451)
- *<ἐκδοχή>
- προσδοκία (Hebr. 10,27) Avgn
- <ἕκδραχμον>
- ἑξάδραχμον
- <ἐκδύειν>
- ἐξελθεῖν
- <ἐκδύετον>
- ἐξέδυσαν. δυϊκῶς
- *<ἐκδύνει>
- ἐξέρχεται (Prov. 11,8) AS
- *<ἐκ δυοῖν>
- ἐκ δύο ASp
- †<ἐκδύον>
- καλόν. κομψόν
- <ἐκ δυοῖν τρία βλέπεις>
- τοῦτο ἐλέγετο ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἢ ἄλλο τι πάθος οὐκ ὀξυδορκούντων οὐδὲ εἰλικρινεῖς ἐχόντων τὰς αἰσθήσεις
- <ἐκδύς>
- ἐξελθών (χ 334) ἐκδυσάμενος (ξ 460) r
- <ἐκ δ' ὦσε>
- ἐξέωσε δέ (Ξ 494)
- <ἐκέασεν>
- ἔσχισεν (ε 132)
- <ἐκέδασεν>
- διεσκόρπισεν (Ε 88) [ἐκλαθέσθαι ἐποίησεν]
- <ἐκεῖ>
- μακράν, πόῤῥω
- [<ἐκεῖεν>
- ἐκέντησεν]
- <ἐκείνω>
- ἐκεῖνοι. δυϊκῶς
- <ἔκειρον>
- ἤσθιον, ἀνήλισκον (λ 578)
- <ἐκέκαστο>
- ἐνίκα. ἐδοξάζετο. *ἐκεκόσμητο (Β 530) ASg
- <ἐκεκεύθει>
- εἶχεν. ἀπέκρυπτεν (ι 348)
- [<ἐκεκήδει>
- ὑπεχωρήκει]
- [<ἐκέλαθον>
- ἐπελάθοντο. <ἐκλαθέσθαι ἐποίησαν>]
- †<Ἐκελαοί>
- οἱ Ἀττικοί
- <ἐκέλευσεν>
- ἠνάγκαζεν. ἔλεγεν (Θ 318)
- <ἐκέκλετο>
- τὸ αὐτό (Ζ 66. Θ 184)
- [<ἔκελσεν>
- ἔσχισεν, διέλυσε. κατέβλαψεν]
- <ἐκέλησεν>
- ἐκέλευσεν
- <ἐκέλσαμεν>
- ὡρμίσαμεν (ι 546)
- <ἔκελσε>
- κατέλαβεν
- *<ἐκενώθησαν>
- ἐρημώθησαν (Ierem. 14,2) ASvg μετεβλήθησαν S
- <ἐκένωσεν>
- ἐρήμωσεν (ep. Phil. 2,7)
- <ἐκεράϊζον>
- ἀπώλλυον
- <ἔκερσεν>
- ἔκειρεν. ἔτεμεν, *ἔκοψεν (Ν 546) ASgPs
- <ἐκερτόμεον>
- ἠρέθιζον (β 323)
- *<ἐκεύθανον>
- ἔκρυπτον (Γ 453) ASg
- *<ἐκεχειρία>
- ἀργία ASvg ἀνάπαυσις, [ἀνοχή Svg φιλία <τῶν ποτε ἐχθρῶν> bT
- <ἐκεχάνδει>
- ἐκεχωρήκει (Ω 192)
- <ἐκέχειρον>
- τὸ ἀργύριον
- *<ἔκηα>
- [διεσκέδασα.] κατέκαυσα (Α 40) Ag (S)
- <ἑκηβολίαι>
- προέσεις τῶν βελῶν, μακροβολίαι. εὐστοχίαι (Ε 54)
- *<ἑκηβόλος>
- τοξότης, μακροβόλος, (Avg) εὔστοχος (Α 96)
- <ἔκηδεν>
- ἀπώλλυεν
- <ἐκήθεον>
- ἐβοήθουν
- <ἑκηλία>
- φιλοτησία, εἰρήνη
- *<ἕκηλος>
- ἥσυχος (AS)p πρᾷος (Ε 805) ASvg
- <ἐκηριώθη>
- ἐσκοτώθη. ἐπτοήθη. ἐθανατώθη. ἄμεινον δὲ ὠχρία- σεν
- <ἕκητι>
- ἕνεκα. r ἢ χωρίς
- <ἔκθαμβος>
- ἔκπληκτος (1. Regn. 4,13 ς#)
- *<ἐκθειάσαι>
- ἐπαινέσαι. S [ἢ ἔκθεμα]
- <ἐκθέβεν>
- ἐκτρέχειν
- *<ἔκθεσις>
- ὀφειλὴ παλαιά AS νομοθεσία r πρόσταξις, δόγμα
- <ἔκθεσμοι>
- *παράνομοι (Σ) ἄδικοι, *ἄνομοι (APn)
- *<ἔκθετα>
- ἐκριπτόμενα (Act. ap. 7,19) ASvgn
- *<ἐκθηριοῖ>
- μισεῖν ποιεῖ. διεγείρει AS
- [ἔκθορ] <ἔκθορεν>
- ἐξεπήδησεν (Π 427)
- [<ἔκθιβος>
- τὸ λῶμα τοῦ χιτῶνος, οἱ δὲ <ἔκθροιβος>]
- <ἐκθορνύμενος>
- ἐκπηδῶν
- <ἐκθοράψει>
- ἐκδιώξει. ἀπὸ τοῦ ἐκθορεῖν
- *<ἐκθορεῖν>
- ἐκπηδῆσαι, ἐκδραμεῖν gp
- *<ἐκθορών>
- ἐκπηδῶν vg ἐκπηδήσας AS
- *†<ἐκθόοντας>
- ἐξερχομένους AS
- *<ἐκθρώσκει>
- ἐκπηδᾷ (Κ 59) gn
- <ἐκθύει>
- ἐκζεῖ. ἐξεμεῖ (Hippocr. liqu. 6, VI 130 L.)
- <ἐκθύεσθαι>
- ἐξιλάσκεσθαι
- <ἐκθύματα>
- ἐξανθήματα (Hippocr. epid. 2, 2, 16, V 90,5 L) r
- <ἐκθύμενος>
- [λῶμα. κόμβος.] ταχύς
- <ἐκ θυμοῦ πεσέειν>
- μισηθήσεσθαι, μὴ εἶναι ἀρεστόν. ἐκπεσεῖν τῆς ψυχῆς (Ψ 595)
- *<ἐκθύμως>
- προθύμως ASps κατὰ ψυχήν (v)
- <ἐκθύωσιν>
- ἐκζέωσιν. ἐκπίπτωσιν
- <ἐκίαθεν>
- ἐπορεύετο
- <ἐκίγχανεν>
- ἐτύγχανεν, κατελάμβανεν, εὗρεν
- *<ἐκίδνατο>
- διεσκορπίζετο, ἐσκεδάννυτο (Θ 1) ASg
- <ἐκίνδαψεν>
- ἔψηλεν
- <ἐκινδάψασεν>
- ὑπέψηλεν, ἀπὸ <κινδαψοῦ>, ὅπερ ἐστὶν ὄργανον κιθαριστήριον ποιόν, <κινδαψός>
- *<ἔκιον>
- ἐπορεύοντο (μ 138) ASgn
- *<ἐκίσσησεν>
- ἐγέννησεν (Ps. 50,5) ASvgn
- *<ἐκίχανεν>
- ἔλαβεν, εὗρεν (Γ 383) ASgn
- *<ἐκιχήσατο>
- κατέλαβεν (Δ 385) gn
- <ἑκκαιδεκάδωρα>
- ἑκκαίδεκα παλαιστῶν· <δῶρον> γὰρ παλαι- στή (Δ 109)
- *<ἐκκακοῦμεν>
- ἀμελοῦμεν AS(vg) ἀκηδιῶμεν (2. Cor. 4,1 v. l.) S (vg)
- †<ἐκκακή>
- ὧδε
- <ἐκκαλάξαι>
- κλῖναι τὸ ἱστίον
- *<ἐκκαλεῖται>
- προκαλεῖται ASgn
- <ἐκκαλύπτων>
- φανεροποιῶν
- <ἐκκανάξειν>
- ἐκκενώσειν, ἀπὸ τοῦ <κανοῦ>. θορυβήσειν (Eup. fr. 272)
- *<ἐκκαπηλεύειν>
- δολοῦν ASg
- <ἐκκαυλῆσαι>
- ἐπιδοῦναι
- <ἐκκαχρύσω>
- ἐκκοκκίσω. ἐκτινάξω, ἢ συντρίψω. οἱ δὲ κρῖμνα
- <ἐκκέας>
- ἐκκαύσας (Ar. Pac. 1133)
- †<ἐκκεκελλήρικεν>
- ἐκκέκληκεν
- <ἐκκεκηριωμένη>
- ἐκπεπληγμένη, ἔξω τῆς ψυχῆς γεγονυῖα
- *<ἐκκεκολαμμένα>
- γεγλυμμένα (3. Regn. 6,35) AS
- <ἐκκεκομμένος>
- ὁ διὰ τοῦ κυβεύειν τὰ αὑτοῦ ἀπολέσας, ὅπερ νῦν <ἐκκεκοττισμένος> φαμέν. ἢ ὁ ἀποκεχωρισμένος
- <ἐκκεκονίσθαι>
- τὸ εἰς κονίαν ἀναλελύσθαι
- *<ἐκκεκρικώς>
- ἐκκεχωρικώς ASgn
- <ἐκκεκώπηται>
- ἐξήρτηται. Σοφοκλῆς Συλλόγῳ (Soph. fr. 148)
- <ἐκ κευθμῶν>
- τῶν κοίλων τόπων (Ν 138) S
- *<ἐκεχειρία>
- ἄνεσις. ἀργία. συνθήκη. ἀνοχὴ πολέμου ASvg εἰρήνη (A) S
- *<ἐκκέκυφεν>
- ἀνωρθώθη (Ierem. 6,1) AS
- <ἐκκεχιλωμένη>
- ἐψυγμένη. ἐκκεχερσευμένη (p)
- <ἐκκεχοιριλωμένη>
- οὐ Χοιρίλου οὖσα. Ἐκφαντίδῃ γὰρ τῷ κωμικῷ Χοιρίλος θεράπων ἦν, ὃς συνεποιεῖτο κωμῳδίας
- *<ἐκκήρυκτον>
- ἀπόβλητον (Ierem. 22,30) r. ASvg
- <ἐκκλέπτει>
- ἐκπορεύεται
- <ἐκκλησία>
- σύνοδος, *συναγωγή ASg πανήγυρις
- <ἔκκλητοι δίκαι>
- αἱ ἐπὶ ξένης λεγόμεναι, καὶ οὐκ ἐν τῇ πόλει [τρίβοιεν]
- <ἐκ κλίμακος>
- τοῖς πύκταις, ὁπότε χρονοτριβοῖεν, κλῖμαξ ἐτίθετο, ὑπὲρ τοῦ [μὴ] μένειν ἐπὶ τῆς αὐτῆς χώρας
- †<ἐκκολλαβήσαντα>
- ἐκλακέντα. ἐκφρονήσαντα†
- <ἐκ κολεοῖο>
- ἐκ τῆς ξιφοθήκης (Α 194)
- *<ἐκκομιδή>
- ἐκφορά (2. Macc. 3,7) (ASvg)
- <ἐκκομίσαι>
- ἐξελάσαι
- <ἐκκομίζονται>
- ἐκτρέφονται
- †<ἐκκομοδεύειν>
- τὸ ἐν ἰπνῷ φρύγειν. καὶ καθόλου τὸ φρύγειν
- *<ἐκ κόπων>
- ἐκ τῶν ἀδικιῶν (Malach. 2,5) ASg
- <ἐκ κόρυθος>
- ἐκ τῆς περικεφαλαίας (Ε 4)
- <ἐκκοροῦσι>
- φθείρουσιν, ἐκκαλλύνουσιν
- <ἐκκοχύζειν>
- ἐκκοιτίζειν
- *<ἐκκόψαι>
- πορθῆσαι (Ierem. 26,13 v. l.) AS
- <ἐκκύλιστοι>
- στέφανοι μεγάλοι, ἁδροί (Archipp. com. fr. 40)
- <ἐκκραγεῖν>
- ἐκβοῆσαι
- <ἐκκρινεῖ>
- χωριεῖ
- *<ἐκκρίνεται>
- ἐκρίπτεται. ἐκρέει ASvg
- *<ἔκκρισις>
- ἔκρευσις ASvg ἱδρώς. οὖρον. κόπρον S ἢ τὸ φέρεσθαί τινα διὰ τῶν ἄνω καὶ κάτω AS
- *<ἔκκριτον>
- ἐπίλεκτον ASvg προκεκριμένον (Eur. Hec. 267) Σ
- *<ἐκκρούει>
- ἐκβάλλει A
- *<ἔκκριτος>
- ὁ ἐκλελεγμένος SP
- †<ἐκκύεις>
- ἐρεθίζεις. ἐπισείεις
- *<ἐκκυκλεῖ>
- ἐκκαλύπτει ASg
- [<ἐκκύματα>
- ἐξανθήματα] r
- <ἔκκυνοι>
- νόσημά τι κυνῶν (Xen. Cyn. 7,10)
- †<ἐκκονεῖ>
- ἐγχωρεῖ
- <ἔκλαγξαν>
- ἄναρθρον ἐβόησαν, *ἤχησαν ghp ποιὸν ἦχον ἀπε- τέλεσαν (Α 46) AS ἀετοῦ τρόπον ἐβόησαν
- <ἐκλακτισμός>
- σχῆμα χορικὸν ὀρχήσεως σύντονον
- <ἐκλαμβανέτην>
- ἐλάμβανον. δυϊκῶς
- <ἐκ λάρνακος>
- νόθος (trag. ad.)
- *<ἐκλαχών>
- διαλαχών AS
- <ἐκλεανθείης>
- ἐκτριβείης
- *<ἐκλείποντα>
- δύνοντα (Iob 31,26) AS
- <ἐκλέλαθον>
- ἐξελάθοντο
- *<ἐκλείψει>
- ὑστερήσει AS ἀπολεῖται (AS)
- <ἐκλέλαθον>
- ἐπιλαθέσθαι ἐποίησαν (Β 600) [ἀπέδειξαν, ἐξήλα- σαν]
- [<ἐκλελαμμένον>
- ἐξεστραμμένον]
- †<ἐκλελαπτημένον>
- ἐκπεπονημένον
- <ἐκλελυγισμένος>
- ἐξεστραμμένος
- <ἔκλεο>
- κλέος εἶχες (Ω 202)
- [<ἐκλεπεῖ>
- ἐκπορεύεται]
- *<ἐκ λεχέων>
- ἐκ τῆς κοίτης (Λ i) vg
- <ἐκλέψαι>
- ἐκλεπίσαι
- *<ἔκλεψε>
- παρελογίσατο ASn ἠπάτησεν (Ξ 217) n
- *<ἐκληδονίζετο>
- ἐμαντεύετο [ὁ] ἀπὸ ἀκοῆς <τὰς> μαντείας δεχό- μενος (4. Regn. 21,6) ASvg
- <ἐκ Λημνίης>
- ἐκ τῆς Λήμνου
- <ἐκληροδότει>
- ...
- *<ἐκλήτευσεν>
- ἐκάλεσεν ASs
- <ἐκλειᾶναι>
- λεπτῦναι
- <ἐκλίθης>
- ἐτράπης
- <ἔκλιναν>
- εἰς φυγὴν ἐτράπησαν (Ε 37)
- <ἐκλίνθη>
- κατεκλίνθη
- *<ἐκλιπαρεῖ>
- λίαν παρακαλεῖ Avgn
- [<ἔκλογον ὄν>
- μεταξὺ λόγων]
- <ἔκλιπεν>
- ἐξέλιπεν. ἐμειώθη
- <ἐκλιχάζει>
- ἐξορμᾶν ποιεῖ. ἐκσοβεῖ
- <ἐκλογῆ>
- κάλαθον. Λάκωνες
- *<ἐκλογιστίαν>
- ἀρίθμησιν (Tob. 1,21) ASvg
- <ἔκλογον>
- <μεταξὺ λόγων> διήγησιν. Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (fr. 219)
- <ἐκλόνεον>
- ἔφθειρον
- <ἐκλονεῖτο>
- ἐταράσσετο· <κλόνος> γὰρ ἡ ταραχή
- <ἐκλούηται>
- ἐκνίπτηται
- *<ἔκλυε>
- ἐπήκουε. (Α 43 ..) S καὶ <ἔκλυες> AS, <ἔκλυον> ASvg ὁμοίως
- †<ἔκλυρον>
- χλωρόν. δίυγρον, ἢ νοτερόν, ἔνικμον, ὑγρόν
- <>ε κλυτός>
- ἔνδοξος, τίμιος (Θ 440)
- <ἐλύτρωσον>
- [ἐκλύρισον] κάλυψον
- <ἐκλωπίζει>
- λωποδυτεῖ
- <ἐκλωτίζεται>
- ἐξανθίζεται. Ἀχαιὸς Οἰδίποδι (fr. 31)
- *<ἐκμαγεῖον>
- ἐκτύπωμα. ὑπογραμμός. σφραγίς (Plat. Tim. 72 c) ASvg
- *<ἐκμαγεῖσαι>
- ἐκτυπωθεῖσαι ASn
- *<ἐκμαγειωθείς>
- ἐξομοιωθείς ASvgn
- <ἐκμάσσει>
- <ἀποσπογγίζει> (r)
- *<ἐκ μελάθρων>
- ἐξ οἴκων (Soph. Phil. 147) AS
- *<ἐκμελής>
- ἀνάρμοστος, ἄτακτος n ἄρυθμος (Greg. Naz. c. 1,2, 33,66)
- <ἐκ Μελίτης μαστιγίας>
- Ἀριστοφάνης ἐν Βατράχοις (501) ὑπήλλαξεν ἀντὶ τοῦ φάναι ἐκ <Μελίτης Ἡρακλῆς>· μετημ- φίεσται γὰρ τὴν Ἡράκλειον στολήν. Καλεῖται δὲ ὁ ἐν Μελίτῃ Ἡρακλῆς <Ἀλεξίκακος>
- <ἔκμελος>
- ἀδύναμος r
- <ἐκμεταιωροῦνται>
- μετεωρίζονται
- <ἐκμαρτυρία>
- ἡ τοῦ ἀπόντος μαρτυρία
- <ἔκμισθοι>
- οἱ μισθὸν μὴ λαμβάνοντες
- <ἐκμήνιεν>
- ὠργίζετο n
- *<ἐκμηχανῶμαι>
- κατασκευάζομαι ASn
- *<ἐκμηχανώμενος>
- κατασκευάζων g
- *<ἐκμειλίσσεσθαι>
- καταπραΰνειν ASvgn
- *<ἐκμειλιχθείς>
- ἐξημερωθείς r. ASn
- <ἐκμιμούμενος>
- ὁμοιούμενος
- *<ἔκμολε>
- ἐξῆλθεν (Λ 604) ASvgn
- <ἐκμυζᾶι>
- ἐκπιέζει. [ἐκπιαίνει]
- <<ἐκμυζηθ>είς>
- ἐκπιεσθείς r ἐκθηλασθείς
- *<ἐκμυκτηρισμός>
- χλευασμός ASvg
- [<ἐκνεύμυκτεν>
- κατέβαλλεν]
- <ἐκ νέας>
- ἐξ ἀρχῆς
- †<ἐκνῆναι>
- ἐξαπατῆσαι
- <ἐκνεύσας>
- ἐκκολυμβήσας
- *<ἐκνενεμήκασι>
- παραδεδώκασιν n
- *<ἐκνενέμηται>
- ἐξῆλθεν ASg ἐξῆκται
- *<ἐκνεφίας>
- <ἀπὸ> νεφελῶν τις ἄνεμος, Avg <ἢ> ὄμβρων vg βροχὴ ASn ἀπὸ νεφῶν S
- <ἐκνημοῦντο>
- ἐφθείροντο (Hippon. P. Ox. 22, 2323)
- <ἔκνιψις>
- ἀπόσμηξις. κάθαρσις
- <ἐκνόμιον>
- διακριτόν
- <ἐκνομίως>
- †καλῶς μεγάλως (Ar. Plut. 981)
- <ἔκνοον>
- ἔκνουν, ἀνόητον (Greg. Naz. c. 2,1,45,48) (n)
- <ἐκνοσηλεῦσαι>
- ἀναῤῥῶσαι ἐκ νόσου, †ἀναληψόμεθα
- <ἐκνοσφίσαι>
- ἐκβαλεῖν
- <ἐκοάθη>
- ἐπενοήθη. ἐφωράθη
- <ἐκοᾶμεν>
- ἠκούσαμεν, ἐπυθόμεθα
- <ἐκοδομεύετο>
- ἐφρύγετο. ἰπνεύετο
- [<ἐκόησεν>
- ἀνέλαβεν]
- <ἐκοινοβουλεῖτο>
- ἐκοινοῦτο
- *<ἐκολῴα>
- ἐθορύβει ASg ἠτάκτει (Β 212) S
- <ἐκολλόπωσε>
- συνήρμοσε κόλλῃ. καὶ γὰρ ἡ κόλλα ἀπὸ τῶν κολλόπων. ἔστι δὲ τὰ νωτιαῖα μέρη τῶν βοῶν, ἐξ ὧν γίνονται οἱ κόλλοπες. καὶ ᾧ ἐπιτείνουσιν τὰς χορδάς, <κόλλοπα> ἔλε- γον, διὰ τὸ δερματίνοις τὸ παλαιὸν χρῆσθαι. Ἀχαιὸς Ἴριδι (fr. 22)
- <ἐκοοῦμεν>
- εἴδομεν. εὕρομεν. ᾐσθόμεθα
- <ἐκόμισεν>
- ἔλαβεν. [ἐποίησεν, εἰργάσατο] ἐπιμελῶς ἔθρεψεν
- *<ἐκοπίσθη>
- ἠπατήθη. εἰς ὅρκον διεψεύσθη Avg
- *<ἐκονδύλιζον>
- ἔτυπτον Agn κονδύλοις A ἤγουν δακτύλοις (Am. 2,7) gn
- *<ἐκονίετο>
- ἐπεσπάσατο κόνιν, ἢ ἐν κόνι ἔκαμνεν A
- <ἐκόνιον>
- ἤνυον. [ἢ ἴδιον]
- <ἑκόντε>
- δυϊκῶς. βουλόμενοι
- <ἑκοντήν>
- θελήσει. ἑκουσίως
- *<ἑκοντί>
- ἐθελοντί r. gPn
- *<ἐκόπασεν>
- ἐπαύσατο (Ios. 14,15) r Avgn
- <ἐκορέσσατο>
- ἐκορέσθη. ἐπληρώθη (υ 59)
- *<ἐκορθύετο>
- ὑψοῦτο. ἐκορυφοῦτο ASvg
- <ἐκορίζετο>
- ὑπεκορίζετο. παρὰ τὸν παῖδα, ὃν <κοῦρόν> φασιν
- <ἐκορυβάντιζεν>
- τοῖς Κορύβασιν ἐτελεῖτο
- <ἐκορυπτίας>
- ἐγαυρίας
- *<ἑκουσιάζεται>
- προαιρεῖται A προσφέρει (Ag)
- *<ἑκούσιον>
- θελούσῃ διανοίᾳ (Lev. 7,6 ..) An
- <ἐκπάγλως>
- ἐκπληκτικῶς. [ἐξόχως s μεγάλως, [θαυμαστῶς s ἔξοχα (Α 268)
- <ἔκπαγλον ἐπεύξατο>
- ἐκπληκτικὸν ἐκαυχήσατο (Ν 413 ..)
- <ἔκπαγλον>
- θαυμαστόν r
- <ἐκπαγλεῖσθαι>
- θαυμάζειν r
- <ἐκπαγλότατε>
- θαυμαστότατε. ἐκπληκτικώτατε (Α 146)
- <ἔκπαγλα>
- θαυμαστά. μεγάλα, ἔξοχα, περιττά (Γ 415)
- <ἐκπαθές>
- ἀπόπληκτον
- <ἐκπάλαιστος>
- ἄνανδρος r
- †<ἔκπαλαι>
- δεινά. ὑπερήφανα
- <ἐκ παλαχῆς>
- ἐξ ἀρχῆς (Nic. Ther. 449?)
- <ἐκπαλές>
- ἔξαρθρον (Hippocr. art. 53, IV 238 L.)
- <ἐκπάλη>
- ἐχωρίσθη. ἀπέστη. ἐξέπεσεν
- <ἐκπαλήσαντες>
- ἐκπεσόντες
- <ἐκπαλλακίδιοι>
- οἱ νόθοι
- <ἔκπαμον>
- ἀκλήρωτον
- <ἔκπαλιν κοτεῖν>
- ἐναντιολογεῖν
- †<ἐκπλαγότητα>
- ἐξαισιότητα
- [<ἐκπάλτιον>
- ἔξαλλον, οὐχ ὅμοιον]
- <ἐκ παραβολῆς>
- ἐκ παρακινδυνεύματος
- *<ἐκ παραλλήλου>
- ἐξ ἰσότητος. <ἐξ ὁμοίου> Avg n
- <ἐκ παραλίας>
- ἐκ παραθαλασσίας
- [<ἐκ παράλλου>
- ἐξ ὁμοίου]
- <ἐκ πασέων>
- ἐκ πασῶν (Ι 330)
- <ἐκπάτιον>
- τὸ ἔξω πάτου (Aesch. Ag. 49)
- <ἐκ πάτου>
- ἐκποδών
- <ἐκπάτιον>
- ἀνόμοιον (r)
- <ἔκπαυμα>
- ἀνάπαυμα
- <ἐκπεκτουμένη>
- κτενιζομένη. καὶ τίλλουσα (Plat. com.)
- <ἐκ πεδίου>
- ἐκ τοῦ ἡπλωμένου χωρίου καταστρέψαντας (Am. 1,5)
- <ἐκπέλει>
- ἔξεστιν
- *<ἐκπελλεύει>
- ἐξωθεῖ A
- <ἐκπεπαταγμένος>
- ἐκπεπληγμένος. ἔκφρων (σ 327)
- *<ἐκπεπολέμωται>
- ἐχθραίνει A
- <ἐκπεπότημαι>
- ἐκπέπληγμαι (Eur. El. 177)
- <ἐκπερδικίσαι>
- τὸ διολισθῆσαι καὶ διαδρᾶναι, ἀπὸ τῶν περ- δίκων μεταφορικῶς· πανοῦργον γὰρ τὸ ζῷον, καὶ διαδιδρᾶς- κον τοὺς θηρῶντας (Ar. Av. 768)
- [<ἔκπερι>
- ἔξεστιν]
- *<ἐκ περινοίας>
- ἐξ ἐπινοίας Avg
- *<ἐκ περιουσίας>
- ἐκ πλήθους A ἐκ τοῦ ὑπερέχοντος (Dem. 18,3) Avgn
- *<ἐκ περιτροπῆς>
- ἐξ ἀποστροφῆς. ἐκ νίκης Avg
- *<ἐκπέρσαι>
- ἐκπορθῆσαι Agn ἑλεῖν, λαβεῖν (Α 19)
- <ἐκπέρσαντα>
- ἐκπορθήσαντα (Β 113)
- <ἐκπέρσωσιν>
- ἐκπορθήσωσιν (Α 164)
- <ἔκπεσον>
- ἐξέπεσον (Λ 179)
- <ἐκπετρίδδην>
- παχύνειν ἱμάτιον. Λάκωνες
- <ἐκπεφανωμένος>
- ἀπόπληκτος
- <ἐκπεφάνωται>
- ἀπο...
- <ἐκπεφύκασι>
- βεβλαστήκασι, γεγένηνται
- [<ἐκπέμψας>
- ἐκγυμνώσας. ἢ περιβαλλόμενος]
- <ἐκπηνιεῖται>
- ἐκμηρύσεται (Ar. Ran. 578)
- *<ἐκ πῖαρ>
- λιπαρόν (Λ 550) r. A
- <ἐκπιμπλάναι>
- ἀποπληροῦν
- <ἐκπίνειν>
- προπίνειν
- <ἐκπαιφάσσειν>
- ἐνθουσιᾶν. ἐξορμᾶν (Ε 803)
- <ἐκπλαγείς>
- θαυμάσας r
- [<ἐκπιπαταγμένος>
- ἐκπεπληγμένος]
- <ἐκπλαγούμεναι>
- ἐκπληττόμεναι. μαινόμεναι (Eur. Hec. 1157)
- [<ἐκπλαγῶς>
- ἐξόχως. θαυμαστῶς]
- <ἔκπλαστο>
- ἐξεπήδησεν (Υ 483)
- †<ἐκπλήωρον>
- ἐκπεπληρωκυῖαν ἑαυτήν
- <ἐκπλήγνυσθαι>
- ἐκπλήττεσθαι φόβῳ
- <ἔκπληξις>
- ἐκφόβησις (Eur. Phoen. 729 ..) r
- <ἐκπλήξειν>
- ἐκπλαγῆναι ποιήσειν, ἐκφοβήσειν
- <ἐκπλήσσει>
- ἐκφοβεῖ, ἐκπλήττει (Eur. Or. 549)
- <ἐκπλίσσοιτο>
- διάγοιτο
- <ἔκπλυτον>
- τὸ παρά τισιν ἐξίτηλον καὶ ἀμαυρὸν βάμμα
- *<ἐκποδών>
- ἐκ μέσου (Eur. Hec. 1282) APvg ... ἐξαλείφεσθαι g (n)
- <ἐκποίητος>
- ὁ ἐκδοθεὶς ἑτέρῳ εἰσποιήσασθαι q υἱός
- <ἐκποκιῶ>
- ἐκτιλῶ
- *<ἐκπολιορκεῖ>
- ἐκπορθεῖ, <κατα>πολεμεῖ πόλιν Avg
- <ἐκ πολίων>
- ἐκ τῶν πόλεων (Β 131)
- *<ἔκπομα>
- φιάλη, ποτήριον A (g) n
- <ἐκπομπή>
- ἀποστολή
- <ἐκπολεμῶσαι>
- πολεμοποιῆσαι (Dem. 1,7 v. l.)
- <ἐκπορθεῖ>
- αἰχμαλωτεύει ps
- *<ἐκπορποῦσθαι>
- φιβλοῦσθαι Sgn
- *<ἐκπορίσαι>
- ἐκλαβεῖν. ἐξανύσαι A
- <ἐκπρεπέα>
- ἐκπρεπῆ, ὡραῖον, περικαλλῆ (Β 483)
- *<ἐκπρεπές>
- ὡραῖον. παρὰ τὸ λίαν πρέπον AS (vg)
- <ἐκπρεπῶς>
- ἐκδήλως
- <ἔκπρησιν>
- ἐκπύρωσιν
- *<ἐκπρίου>
- ἀγόρασον. ἐλευθέρωσον (Prov. 24,11) Avgn
- †<ἔκπροθον>
- ἐκ παλαιοῦ
- <ἐκπροθορών>
- ὁρμήσας (g)
- *<ἐκπτήσονται>
- ἐκπετασθήσονται AvgN
- *<ἐκπύστων>
- φανερῶν. ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν vg
- <ἐκπωλεύεσθαι>
- προγυμνάζεσθαι
- <ἐκπώματα>
- ἀγγεῖά τινα, ἢ *ποτήρια q ASg
- *<ἐκραίαινεν>
- ἐπλήρου, ἐτελείου (Ε 508) n
- *<ἐκραταίωσεν>
- ἐδυνάμωσεν (Ps. 104,24 ..) Avg
- <ἐκρατύναντο>
- ἐκραταίωσαν (Μ 415 ..) bs
- <ἐκρατυνάσθην>
- ἐκράτυναν. δυϊκῶς.
- †<ἔκραινων>
- ἐτίμων
- <ἐκρᾳστωνῆσαι>
- εὐχερῆ ἀποφῆναι
- <ἐκρατηρίχθημεν>
- ἐμεθύσθημεν (Sophr. fr. 106)
- <ἐκ ῥεθέων>
- ἐκ τῶν μελῶν (Π 856)
- <ἐκρήμνισαν>
- ἐκρέμασαν, κατεπόντισαν
- <ἐκρήξω>
- ἀνοίξω
- <ἐκρήσσων>
- ἐγρηγορῶν. φυσῶν
- *<ἐκρίθη>
- ὡρίσθη (1. Esdr. 8,90) Avg
- <ἐκρίνατο>
- ἐπελέξατο. ἠρίθμησεν (δ 778)
- *<ἔκρινεν>
- ἐξελέξατο. (Α 309) nps ἐδίκασεν
- <ἐκρόαινον>
- ἐπεθύμουν
- <ἐκροιήν>
- ἔκρυσιν
- †<ἔκρουεν>
- ἤσθιεν
- <ἐκρούσω>
- ἐπεκρούσω
- <ἐκρυῆναι>
- παύσασθαι. παρὰ τὸ ὕδωρ τὸ ἐκρέον
- *<ἐκσεσοβημένοι>
- ἐκτεταραγμένοι (Sap. 17,10 v. l.) Avgn
- *<ἐκσιφωνισθείη>
- διασκορπισθείη (Iob 5,5) Avg
- <ἔκσκευα>
- τὰ †παρεπόμενα πρόσωπα ἐπὶ σκηνῆς
- *<ἐκ σπείρης>
- ἐκ τάγματος. ἐκ νουμέρου (Act. Ap. 10,1) Avgn
- *<ἔκστασιν>
- ὕπνον. (Gen. 2,21) vg φόβον (2. Chron. 29,8)
- <ἐκστέψας>
- ὅλον γυμνώσας, ἐκκενώσας
- †<ἐκστύψῃς>
- ἐκκαύσῃς
- <ἐκ σῶν>
- ἐκ τῶν σῶν
- <ἐκταθῆναι>
- ἁπλωθῆναι r
- <ἐκταδίην>
- μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι (Κ 134)
- <ἑκταῖον>
- αἱ δέκα κοτύλαι
- <ἑκταίους>
- τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ
- <ἐκτάμνῃσιν>
- ἐκτέμνει (Γ 62) (b)
- <ἐκτονθορύζω>
- τρέμω
- *<ἔκταν>
- ἔκτειναν (Κ 526)
- <ἔκταλος>
- ἀκάνθης εἶδος
- <ἐκταρβούμενον>
- ἐπτοημένον
- <ἐκτάσσοντα>
- χαράσσοντα, γράφοντα (4. Regn. 25,19)
- <ἐκτεθηλυσμένον>
- ἐκτετηκός
- *<ἐκτεθηλυσμένοι>
- μαλακισθέντες. κεκοπιακότες. ἢ ὡς θήλειαι γενόμενοι Avg
- <ἐκτεθυμμένα>
- ἐκτετυφωμένα
- <ἐκτεθύμμεθα>
- ἐκτετυφώμεθα
- <ἐκτείνας>
- ἁπλώσας, τανύσας
- *<ἐκτελέουσιν>
- ἐπιτελοῦσιν (Β 286) s
- *<ἐκτείνεται>
- ἁπλοῦται S
- <ἐκτείνου>
- ἁπλώθητι
- <ἔκ τε κονίης>
- ἐκ τῆς κόνεως (Λ 163)
- <ἐκτενεῖ>
- ἐπιμελεῖ
- <ἐκτενές>
- διατεταμένον r. ASPn
- <ἐκτένεια>
- ἅπλωσις
- <ἐκτενίᾳ>
- συνεχῶς ποιεῖν τὸ αὐτό (Act. ap. 26,7 ..)
- *<ἐκτενῶς>
- προθύμως. ἢ διατεταμένως (Iud. 4,12 ..) S
- <ἑκτέον>
- ληπτέον
- †<ἔκτεμπροι>
- προσμένοντες
- <ἐκτεταμένως>
- ἁπλωμένως
- *<ἐκτετάφρευτο>
- ἐξώρυκτο ASvg
- *<ἐκτετεικότας>
- ἀποπληρώσαντας. καταβαλόντας ASvg
- <ἐκτετραμμένος>
- ἀπεστραμμένος
- *<ἐκτετρυχωμένους>
- καταπεπονημένους. ἐκνενευρισμένους (ASvg)
- <ἐκ τεφρωδέων>
- ἐκ τεφροειδῶν (Hippocr. Prorrh. 1, 156 v. l.)
- <ἑκτήμοροι>
- οἱ ἕκτῳ μέρει τὴν γῆν γεωργοῦντες
- *<ἐκ τῆς ὀσφύος>
- ἐκ τοῦ σπέρματος (Hebr. 7,5) ASvgn
- <ἕκτη, τρίτη, τετάρτη>
- νομίσματα ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ
- *<ἑκτικῶς>
- σχετικῶς. ἢ κατὰ ἕξιν· <ἕξις> δέ ἐστι δυσμετακίνητος τρόπος, ἤτοι διάθεσις ASg
- <ἐκτῖλαι>
- ἐκτινάξαι (Eccl. 3,2) r
- <ἐκτιλωμένοι>
- συνηθισμένοι, συνήθεις. †ὁμοίως
- <ἔκτιμα>
- τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ
- <ἐκ τιμημάτων>
- τίμημα διανέμησις τῆς πολιτείας. Διῄρητο γὰρ ἡ πολιτεία κατὰ Σόλωνα εἰς τέσσαρα· Πεντακοσιομεδίμνων ...
- *<ἐκτινάξαι>
- ἀποκινήσαι (2. Esdr. 15,13) S
- *<ἐκτινύς>
- ἀποδιδοὺς (ASvg) τιμωρίας
- <ἔκτισαν>
- ᾤκισαν. κατεσκεύασαν (λ 363)
- *<ἐκτίσει>
- ἀποδώσει (Iob 2,4) S
- <ἐκτίσων>
- ἀποδώσων. *ἀποδώσας S
- <ἐκτιστής>
- ἀποδότης r
- *<ἐκ τοῖο>
- ἐκ τούτου (Α 493) Svgn
- <ἔκτοθι>
- ἐκτός, *ἔξωθεν (Ο 391) Sg
- *<ἐκ τόκων>
- ἐκ τοκετῶν (Hos. 9,11) S
- *<ἐκτολυπεύσας>
- τελειώσας (Hes. scut. 44) Sn
- <ἐκτομαδία>
- εἶδος δόρατος
- <ἐκτομάς>
- περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν
- <ἐκτομεύς>
- τομεύς, τμητής
- *<ἐκτομίας>
- εὐνοῦχος ASvgn σπάδων
- <ἔκτομον>
- ἐλλέβορος. καὶ ἄτμητος λιβανωτός
- <ἔκ τ' ὀνόμαζε>
- καὶ ἔλεγεν. ἐπείθετο (Α 361 ..)
- *<ἔκτοπα>
- ξένα SPnps
- <ἐκτροπάν>
- ἔξοδον
- <ἔκτοπον>
- χαλεπόν. [ξένον r
- *<ἐκτοπώτατον>
- ἐξεστραμμένον (A) Sgn
- *<ἐκτόπως>
- ὑπερβολικῶς, rS μεγάλως Sn ἀπρεπῶς Sgn
- <Ἑκτόρειοι κόμαι>
- ὡς Δαύνιοι καὶ Πευκέτιοι, ἔχοντες †τὸν ἀπ' Ἰλίου τοῖς ὤμοις περικεχυμένην τρίχα
- <Ἑκτόρεον δέ>
- τὸν δὲ τοῦ Ἕκτορος (Β 416)
- <ἐκ τορμῶν>
- ἀπὸ τοῦ καμπτῆρος, ἢ τοῦ σύμπαντος δρόμου
- <ἐκτορμεῖν>
- ἐκτετράφθαι τοῦ δρόμου
- <ἐκ τόρμης>
- ἐκ †μύθου. ἐκ τοῦ καθήκοντος <δρόμου>
- <ἕκτορες>
- πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ. Σαπφὼ δὲ τὸν Δία (fr. 180 L. -- P.). Λεωνίδης τὸν κροκύφαντον
- <ἐκτός>
- δίχα, πάρεξ, ἢ ἔξω
- <ἔκτοσθεν>
- ἔξωθεν (Ι 552)
- *<ἐκ τοῦ δή>
- ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου Sn
- *<ἐκ τοὔμπαλιν>
- ἐκ τοῦ ἐναντίου (Thuc. 3,22, 5) ASvgn
- *<ἐκ τοῦ παραχρῆμα>
- ἐκ τοῦ αὐτομάτου (Plat. conv. 185 c) n
- <ἐκτραγῳδεῖ>
- ἀποιμώζει, ἀποθρηνεῖ
- [<ἕκτρας>
- ἐν ῥυμῷ πάσσαλος]
- <ἐκτραχηλισθῆναι>
- ἐκπεσεῖν <τῶν ἵππων>
- <ἐκτρέπειν>
- ἀποστρέφειν ὕδωρ
- <ἐκτριβῆναι>
- ἀφανισθῆναι p φθαρῆναι (Exod. 12,13)
- <ἐκτριβαί>
- τριβαί. χωρισμοί. προφάσεις
- <ἐκ τρίτης>
- λόγος ...
- <ἐκ τριτημόρου>
- ἐκ τεσσάρων ἡμιεκτέων
- <ἐκτροπαί>
- τρίβοι. προφάσεις. χωρισμοί. καὶ ὀφθαλμῶν τι πάθος
- <ἐκ τροφωλέων>
- σποδοειδῶν
- <ἐκτρόχαλον>
- ἔκτροχον
- <ἐκτρυπῆσαι>
- ἐξελθεῖν λεληθότως· <τρυπῆσαι> δὲ τὸ παρελθεῖν
- <ἐκτρύχωσον>
- ἔκτριψον
- <ἐκτρυχωθείς>
- φθαρείς
- <ἔκτρωμα>
- παιδίον νεκρὸν ἄωρον r *ἐκβολὴ γυναικός (Num. 12,12 ..) nsp
- <ἐκτυφῆναι>
- ἐκτυφωθῆναι
- <ἐκ τύμβοιο θορών>
- ἐκπηδήσας †μεγάλως ἐκ τοῦ τάφου, καὶ τῆς γαστρός (Greg. Naz. c. 1, 2, 15, 133)
- <ἔκτυπε>
- ἐβρόντα (Θ 75)
- <ἐκτύπωμα>
- [ἀλλοίωμα.] ὁμοίωμα (Exod. 28,32 ..) r. sp
- *<ἐκτυπώτερον>
- κυριώτερον. [φανερώτερον r. A (n)
- <ἐκυΐσκετο>
- ἐν γαστρὶ ἐλάμβανεν
- *<ἐκυκᾶτο>
- ἐταράσσετο g
- <ἐκύκων>
- ἐτάραττον
- <ἐκύπταζον>
- †ἐκπλήρωτον. ἔκυπτον. †ἠλογήθην
- *<ἑκυρέ>
- πενθερέ (Γ 172) n
- <ἑκυρός>
- ἀνδρὸς πατήρ. *πενθερός (Γ 172) Avgn
- <ἑκυρά>
- ἡ μήτηρ τοῦ ἀνδρός. [πενθερά (Ω 770) r
- <ἐκύρησα>
- εὗρον. ἔτυχον, ἐπέτυχον
- <ἔκυρσαν>
- τὸ αὐτό
- <ἐκύρωσαν>
- ἐβεβαίωσαν
- <ἔκυσεν>
- ἐφίλησεν (Θ 371) r
- <ἔκυψεν>
- ἀπήγξατο
- [<ἐκφάδην>
- φανερῶς]
- <ἐκφᾶναι>
- φανερῶσαι (Sir. 19,25) r
- *<ἐκφαίνει>
- δηλοῖ, [φανεροποιεῖ (Sir. 27,6) ASvg
- *<ἐκφάνδην>
- φανερῶς AS ἢ ἐξειπεῖν <φανερῶς> np
- <ἔκφαντον>
- φανερόν r
- <ἐκφανίζεται>
- μηνύεται
- <ἔκφαντα>
- πρόδηλα
- <ἐκφατνίσματα>
- τὰ ἐκβαλλόμενα, ὅτε καθαίρωσι τὰς φάτνας
- <ἔκφανσις>
- ἀπόδειξις
- *<ἔκφερεν>
- ἐξέφερεν (Ψ 259) n
- *<ἐκφαντορίας>
- <θεολογίας, θεοφανείας> Avg
- <ἐκφοινίξαι>
- ἀναχρῶσαι
- <ἐκφοράν>
- ἔξοδον. *ταφήν. ἐκ τοῦ ἐπὶ μνῆμα ἐκφέρεσθαι (Eur. Alc. 422) Avgn
- <ἔκφρητε>
- ἄφετε <ἔξω>
- <ἐκφροντίζων>
- βουλευόμενος
- *<ἐκφόρια>
- καρπούς (Lev. 25,19 ..) Ag
- *<ἐκφορεῖ>
- σπανίζει ὑπάρχοντα A
- *<ἔκφρασις>
- ἐπιμυθία. λόγος ἐναργής APs
- *<ἐκ φρυαγμοῦ>
- ἐξ ἐπαρμοῦ Avg (n)
- *<ἔκφρων>
- ἐκτὸς φρενῶν. μωρός ASvgn
- <ἐκφυλάσαι>
- ἐκσπάσαι
- *<ἔκφυλον>
- τὸ μὴ συγγενές. ἀλλόφυλον Agn
- <ἐκφῦναι>
- ἐκβλαστῆσαι r *γεννηθῆναι (Eur. Phoen. 419 ..) Agn
- <ἐκ φυράματος>
- ἐκ σπέρματος
- <ἔκφυσις>
- *βλάστησις r(g). ἔντερον <ὃ> ἔνιοι <πυλωρός>
- <ἐκφυσήματα>
- πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς
- <ἐκφοιτᾷ>
- ἐξέρχεται (Eur. El. 320)
- <ἐκχαρεών>
- μαγειρεῖον
- <ἐκχαυνῶν>
- μεταίρων (Eur. Suppl. 412)
- *[<ἐκχείρημα>
- τόλμη] (A)
- *<ἔκχεον>
- ἔκχυσον (Ps. 68,24) Avg
- *<ἐκχέων>
- περιχέων (Am. 5,8) (g)
- †<ἐκχοίρηξες>
- ἐκχοιρηλωμένοι. Λάκωνες
- <ἐκχυθήσεται>
- ἁπλωθήσεται (Hos. 12,14)
- <ἐκχυμωθῆναι>
- ἐκπυῆσαι (Hippocr.)
- <ἐκχύτριζε>
- ἔκβαλλε
- <ἐκχυμώματα>
- αἱ πυώδεις συλλογαί (Hippocr. fract. 11)
- †<ἔκχωνε>
- ἔκκλινε. Λάκωνες
- *<ἐκ χώρης>
- ἐκ τῆς χώρας, [ἐκ τοῦ τόπου (Ζ 516) g
- <ἐκψύχουσι>
- λιποθυμοῦσιν (Hippocr. morb. 1,5)
- *<ἐκωδωνίζοντο>
- περιβόητοι ἐγένοντο gn
- <ἐκωδώνισεν>
- ἐδοκίμασεν
- *<ἐκωθωνίζοντο>
- εἰς τὰ μεγάλα ἔπινον vg, ἐμεθύσκοντο Avg, ἐχόρευον (1. Esdr. 4, 63) A
- *<ἐκωμῴδησεν>
- διέπαιζεν. διεθρύλησεν Avg
- *<ἑκών>
- θέλων, βουλόμενος (Δ 43) np
- <ἐκώνη>
- ἔστρεφεν r
- [<ἐκώπασεν>
- ἐπαύσατο]
- <ἔλα>
- [ἐκρίναμεν. καὶ] ἥλιος, αὐγή, καῦμα. Λάκωνες. βάδιζε. λέγε
- [<Ἔλα>
- τὸ τοῦ Διὸς ἱερόν, ἡ Δωδώνη. καὶ οἱ ἱερεῖς <Ἐλοί>]
- <ἐλάαν>
- ἐλαύνειν (Ε 366) p
- <ἐλάεως>
- ἀμπέλου εἶδος
- †<ἐλάζετο>
- ἐκαλινδεῖτο
- <ἐλαθερές>
- ἡλιοθαλπές
- †<ἐλαθρά>
- ἐλαφρά. ἢ ἐν ἐλαίῳ ἑφθά
- <Ἐλαιοῦς>
- Διὸς ἱερὸν ἐν Κύπρῳ
- <ἐλαία>
- δίφρου Κυρηναϊκοῦ μέρος
- <ἐλαίανεν>
- ἐλέπτυνεν
- <ἐλαιάεσσα νηδύς>
- Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι (fr. 419)· ἤτοι <λαιάεσσα> ἀντὶ τοῦ σκαιά, ἀγρία, ἢ ἀπὸ τοῦ <ληΐζεσθαι> πάντα ληϊζομένη καὶ κατεσθίουσα, ἢ ἀπὸ τοῦ <ἐλαίου> λιπαρά
- *<ἐλαΐζων>
- ἐλαιόχρους A
- <ἐλαιοῦται θρίξ>
- Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ (fr. 567). Ἀρίσταρχος ῥυπαίνεται, βέλτιον δὲ λαμπρύνεται
- <ἐλαιωτῷ>
- ἐλαιοβαφεῖ
- <ἐλαιότρυγον>
- ἀμόργη
- <Ἐλαιοῦς>
- ἐν Κύπρῳ ὁ Ζεύς
- <ἐλαιοχύτας>
- περιραινόμενος
- <ἐλαιός>
- φαρμακεύς, παρὰ Ῥοδίοις
- <ἐλαΐς>
- αἰγίλωψ
- *<ἔλακεν>
- ἐφθέγξατο (Eur. Or. 163) APvn
- <ἔλακεν>
- ἐψόφησεν
- *<ἐλάμαν>
- ὑπέρθυρον (Ezech. 40,6)
- [<Ἐλαμῆται>
- Πάρθοι]
- *<ἐλάμ>
- ὀδός (Ezech. 40,6, σ#)
- <ἔλανος>
- ἰκτῖνος
- †<ἐλαναψεῖν>
- ἐλαύνειν
- <ἐλαπάχθη>
- συνεστάλη
- <>ελάπεδον>
- τέμενος (Eur. Andr. 117)
- *<εἰλαπίνῃσιν>
- ἑορταῖς (Κ 217)
- <ἔλαρ>
- βοήθεια (r)
- <ἐλάραι>
- τὰ ἐν τῷ αὐλῷ τῶν δοράτων ἁρμοζόμενα
- <ἐλάργει>
- ἔλαβεν, ἐπόρησεν. καθεῖλεν
- <ἐλάσαι>
- *φθάσαι A πατάξαι. διῶξαι. ὀρύξαι. ποιῆσαι. ἀγαγεῖν
- *<ἐλάσασκεν>
- ἐνέπληττεν (Β 199) Avg
- <ἔλασε>
- ἐκ χειρὸς ἔτρωσεν (Χ 326) ἔσκαψεν (Ι 349) ἔπληξεν (Λ 109)
- <ἐλασθαίνομεν>
- ἠκολασταίνομεν
- <ἐλασία>
- δίωξις r
- <ἐλασίβροντα>
- ἐλαυνόμενα ὡς αἱ βρονταί· ἐπεὶ δοκεῖ ὄχημα τοῦ Διὸς ἡ βροντὴ εἶναι (Ar. Equ. 626)
- <ἔλασκεν>
- [ἤλασεν.] ἐκάλεσεν
- <ἔλασμα>
- ὑπέρπυρον
- <Ἐλαμῖται>
- Πάρθοι (Act. ap. 2,9)
- <ἐλασμίη>
- συρμαία
- <ἔλα πόδ' ὧ>
- ἔνρυθμον ...
- <ἔλασεν>
- διέτεμεν
- <ἔλασεν>
- ἤλασεν. ἐπέρασεν
- *<ἐλάσσω>
- μικρόν, ἥττονα Avg
- <ἐλάσωσιν>
- διώξωσι (Π 388) διάγωσιν
- <ἐλάστρει>
- [ἐκακοπάθει. ἐσκόπει.] ἐδίωκεν. ἐκυνήγει. ἤλαυνεν
- *†<ἐλαστριῶν>
- διαγινώσκων †g
- *<ἐλάστρεον>
- ἤλαυνον (Σ 543) A (g)
- *<ἐλαστροῦται>
- ἐλαύνεται A διώκεται
- <ἐλᾶται>
- ἡλιοῦται
- <ἐλάτη>
- λαχάνου εἶδος (Epich. fr. 160?) καὶ κώπη "ξεστῇς ἐλάτῃσιν" (Η 5) καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον, ἀφ' οὗ ἡ κώπη. καὶ πόλις τῆς Φωκίδος μεγίστη. καὶ τοῦ φοίνικος ἡ πρώτη ἔκφυσις
- <ἐλατήρ>
- τὸ πλατὺ πόπανον, ἀπὸ τοῦ ἐληλάσθαι εἰς μέγεθος, ἢ πέμμα. καὶ *ἡνίοχος (Δ 145) Avgn
- <ἐλατήριον>
- φάρμακον καθαρτικόν (Hippocr. epid. 5,7 V 208,1 L)
- <Ἐλάτης>
- ὁ Ποσειδῶν, ἐν Ἀθήναις
- *<ἐλάτῃσι>
- κώπαις, ὅτι ἐξ ἐλατίνων ξύλων (Η 5) A
- <ἐλάτη>
- εἶδος δένδρου (Ε 560)
- <ἐλατικαὶ κύνες>
- θηρατικαί r
- <ἐλατόν>
- ἔλασιν. ἢ ἐληλασμένον (3. Regn. 10,16 ..)
- <ἔλατρα>
- πέμματα πρὸς θυσίαν [καὶ] πλασσόμενα
- <ἐλατράβιζον>
- τὸ βωμολοχεύειν καὶ πανουργεῖν <λατραβίζειν> ἔλεγον.
- *[<ἐλάτρευον> καὶ] <ἐλάστρευον>
- ἐδίωκον A
- <ἐλατρεύς>
- ὁ τρίτην πύρωσιν ἔχων τοῦ σιδήρου, παρὰ τοῖς μεταλλεῦσιν
- <ἔλατρον>
- Εὐκράτης ἐν Ῥοδιακοῖς (Fr. Gr. Hist. 514,1 J.) ἔν- δυμα, κατάζωσμα
- <ἔλαττον>
- μικρόν, ἧσσον, ἧττον (Exod. 16,18)
- <ἐλαττούμενον>
- λειπόμενον (Sir. 25,2)
- <ἐλάττωσις>
- σμικρότης (Sir. 20,11) r
- <ἐλαύνει>
- ποιεῖ. παραβάλλει
- <ἐλαύνετον>
- μακρὸν ποιεῖτε. [ἐλαύνητον]. ἐμποιεῖτε. κινεῖτε (Α 575)
- <ἐλαύνοντες>
- διώκοντες. τύπτοντες (Η 6)
- <εἰρεσίαν>
- κωπηλασίαν
- [<ἐλαύτατον>
- δεινότατον]
- <ἐλαύνωσιν>
- θερίζωσιν "ὄγμον ἐλαύνωσιν" (Λ 68), ἐλάσαι γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς πλῆξαι
- <ἐλαφίαι>
- οἱ τῶν ἐλάφων ἀστράγαλοι (Eupol.)
- <ἐλαφίνης>
- νεβρός
- <ἐλάφιον>
- κώνειον
- *<ἐλαφηβόλος>
- κυνηγός. APvgn ἀπὸ εἴδους ἑνὸς τῶν κυνηγου- μένων (Σ 319)
- <ἐλαφοβοσκός>
- εἶδος βοτάνης
- <ἐλαφογενές>
- τῆς ἐλάφου ὁ μυελός
- <ἔλαφον κεραόν>
- ἄῤῥενα. ὁ γὰρ ἄῤῥην ἔχει κέρατα (Γ 24)
- <ἔλαφος>
- νεβρός
- <ἐλάφου πηρίς>
- οὗτος δοκεῖ βρωθεὶς πρὸς συνουσίαν ἁρμόζειν (Nic. Ther. 586?)
- <ἐλαφρά>
- τὰ μὴ βαρέα. ἢ κοῦφα (Ε 122)
- *<ἐλαφρία>
- μωρία r A
- *<ἐλαφρία>
- κουφότης (2. Cor. 1,17) npb
- <ἐλαφρίζων>
- παρασκευαζόμενος ῥᾳδίως (Archil. fr. 87 Bgk)
- <Ἐλαφρός>
- *εὐβάστακτος A κοῦφος Avgn ἢ Ζεὺς ἐν Κρήτῃ
- <ἐλάχαινεν>
- ἔσκαπτεν. ὡμάλιζεν· ἀφ' οὗ καὶ τὸ <λάχανον>. ἢ τὸ μεγάλως χαῖνον [ἢ χαῦνον] (ω 242)
- <ἐλάχεια>
- μικρά. ἢ βαθύγειος, καὶ εὔγειος (ι 116 v. l.)
- <ἐλαχία>
- ἐδάρη. Κρῆτες
- [<ἐλαχίζει>
- πλανᾶται]
- <ἐλάχιστος>
- μικρὸς πάνυ, ὕστερος, ἔσχατος
- <ἔλαχον>
- ἐκληρωσάμην (Ι 367) ἐκληρώσαντο (Κ 430)
- <ἐλαχύν>
- εὐτελῆ. ἢ μικρόν (Callim. fr. 525 Pf.)
- <ἔλαψα>
- διέφθειρα. Κύπριοι
- *[<ἐλγόωνται>
- ἐλπίζουσιν] A
- *<ἔλδεται>
- ἐπιθυμεῖ (Ε 481) vg
- *<ἔλδομαι>
- [ἐλδῶ.] ἐπιθυμῶ. vn θέλω (ε 219)
- *<ἔλδωρ>
- ἐπιθυμία r (A) vgn
- <ἕλε>
- λάβε. κατάσχες. ἢ ἔλαβεν (Α 197)
- <ἐλεά>
- κάνεα, πλέγματα. [κατάκλισις. κρύψις]
- <ἐλέαγνος>
- φυτὸν θαμνῶδες
- <ἐλεαίρει>
- οἰκτείρει, ἐλεεῖ (Β 27)
- <ἐλεαίρεις>
- ἐλεεῖς, οἰκτείρεις (Ζ 407)
- <ἐλεᾶς>
- ὀρνέου εἶδος (Ar. Av. 302)
- [<ἐλέατοι>
- οἱ δειπνοκλήτορες]
- <Ἐλεαλή>
- Θεοῦ ἀνάβασις, ἐν ὑπερηφανείᾳ (Isai. 15,4)
- <Ἐλεάτης>
- κατὰ μὲν Ἀπολλώνιον Ἐλεατικός, ἀπὸ πόλεως Ἐλέας, διὰ τὸ Φωκαέων εἶναι τοὺς Ἐλεάτας ἀποίκους
- <ἐλλέβορον>
- δηλητήριον φάρμακον r ἤτοι βρῶμα
- *<ἐλεγεινή>
- χαλεπή (gp)
- <ἐλεγεῖα>
- τὰ ἐπιτάφια ποιήματα
- <ἐλεγεῖαι>
- εὐμέλειαι
- <ἐλέγξει>
- βασανίσει. ἐτάσει (Ps. 140,5 ..)
- <ἐλεγκτά>
- ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκτα
- <ἐλέγξεις>
- ὀνείδει περιβαλεῖς ἢ ἐλέγχῳ (Ι 522?)
- *<ἔλεγξις>
- ὀνείδισις ASgn ἀτιμία, ὕβρις (Iob 21,4)
- *<ἐλεγχέες>
- ἐπονείδιστοι (Δ 242) ASn
- <ἐλεγχέμεν>
- ἐλέγχειν (Greg. Naz. c. 2, 2, 1, 137)
- <ἐλεγχές>
- αἰσχρόν r
- [<ἐλεγχθεεῖς>
- ἐπονείδιστοι]
- <ἐλεγχθεῖσαι>
- αἰσχυνθεῖσαι
- <ἐλεγχείη>
- ὄνειδος, μέμψις, αἰσχύνη (Χ 100) (S)
- *<ἐλέγχιστος>
- ἐπονείδιστος, ASvg αἴσχιστος (Δ 171)
- *<ἔλεγοι>
- μῦθοι. ᾠδαί, θρῆνοι (g) ἔνθεν καὶ <ἐλεγεῖα> τὰ ἐπιτάφια ποιήματα r
- *<ἐλεεῖ>
- οἰκτείρει (Ps. 114,5) ASvgb
- <ἐλεεινά>
- οἰκτρά. *[οἰκτρῶς, ἐλεεινῶς (Β 314) Sn
- <ἐλεεινοί>
- ταλαίπωροι
- <ἐλεδώνη>
- ὁ πολύπους r
- *<ἑλεῖν>
- λαβεῖν AS ἀνελεῖν (Ε 118) N
- <>ε λεϊστή>
- ληπτή (Ι 408)
- <Ἐλεήμων>
- ἐν Κύπρῳ καὶ Καρχηδονίᾳ Ἀφροδίτη
- *<ἐλέηρεν>
- ἠλέησεν gn
- †<ἐλεθαινομένη>
- ἀκολασταίνουσα
- <ἐλεία ἢ ἔλα>
- ἡ τοῦ ἡλίου αὐγή. ἢ πόμα. ἢ ὕδωρ ἅλας ἔχον καὶ εἶδός τι μέλους. καὶ Ἥρα ἐν Κύπρῳ. καὶ Ἄρτεμις ἐν Μες- σήνῃ
- <ἐλείη>
- ἀγρία νόσος r
- [<ἐλεήσατο>
- ἐξεχμαλώτευσεν]
- <ἑλειθερεῖ>
- εὐδίᾳ
- <ἑλειθερεῖς>
- ἐν ἡλίῳ τιθέμενοι, ἢ θερμοί
- <ἑλειογενές>
- ὄρυζα S
- <ἑλειόριζον>
- κύπειρος S
- <ἐλειός>
- εἶδος ἱέρακος
- <ἐλειούς>
- Ἀρίσταρχός φησι γίνεσθαι ἐν τοῖς φρυγάνοις ὡς σαύρας. ὁ δὲ Καλλίστρατος σκωληκοειδές τι, ᾧ χρήσασθαι εἰς δέλεαρ τοὺς ἁλιεῖς· εἶναι δὲ ἐν ταῖς δρυσίν. οὐκ <εὖ> .. ἔστι γὰρ ζῷον τετράπουν ὁ <ἐλειὸς> καλούμενος μῦς, ὁ σκίουρος
- [<ἐλεινύειν>
- στρατεύεσθαι]
- <ἐλελεῦ>
- ἐπιφώνημα πολεμικόν. οἱ δὲ προαναφώνησις παιανισμοῦ. τίθησι δὲ αὐτὸ Αἰσχύλος ἐπὶ σχετλιασμοῦ ἐν Προμηθεῖ δεσμώτῃ (877)
- <ἐλελιζομένη>
- σειομένη (Ar. fr. 500)
- <ἐλέλικτο>
- συνέστραπτο (Ν 558)
- <ἐλελιξάμενος>
- σείσας. *ἐπιστραφείς g συστρέψας (Β 316) S
- <ἐλέλιξεν>
- *διέσεισεν AS ἐκίνησεν (Α 530) ἐκράδανεν. συστρα- φῆναι ἐποίησεν
- <ἐλελίστροφε>
- εὔστροφε. ὁλόστροφε
- <ἐλελίσφακος>
- πόα τις ὁμοία δικτάμῳ
- *<ἐλελιχθέντες>
- συστραφέντες. συναχθέντες (Λ 587) AS
- <ἐλελίχθημα>
- σεισμόν
- <ἐλελιχθῆναι>
- συστραφῆναι, μεταβάλλεσθαι
- *<ἐλελίχθησαν>
- μεταβαλλόμενοι συνεστράφησαν (Ε 497) AS
- [<ἐλεμοσπέρμα>
- ὅπερ ἑψῶντες Λάκωνες ἐσθίουσιν]
- <ἕλεν>
- ἔλαβεν. (Ε 136) ἀφεῖλεν. ἐνίκησεν (Δ 457)
- <Ἑλένεια>
- ἑορτὴ ἀγομένη ὑπὸ Λακώνων
- <ἑλένιον>
- βοτάνη τις, ἥν φασιν Ἑλένην σπεῖραι πρὸς τοὺς ὄφεις, ὅπως βοσκόμενοι ἀναιρεθῶσιν
- [<ἐλέννας>
- ἐχλεύαζεν, ὕβριζεν]
- <ἑλένη>
- λαμπάς, δετή
- <ἑλένιος>
- ἀγγεῖον, χωροῦν τέταρτον
- [<ἐλείπαναν>
- πλουσίαν ἐποίησαν]
- <ἑλινοί>
- κλήματα [τὰ] τῶν ἀμπέλων
- <ἐλεητύν>
- ἔλειον (Ξ 82)
- <ἐλεξάτην>
- ἐκοιμήθησαν. δυϊκῶς
- <ἐλέξατο>
- ἐκοιμήθη (Ι 666)
- <ἔλεξεν>
- εἶπεν. ἠρίθμησεν. κατέκλινεν. ἐπέλεξεν
- <ἐλέξω>
- διελογίσω
- *<ἐλεόθρεπτον>
- τὸ ἐν ἕλει τραφέν n, ἢ ἑλοτρεφές (Β 776)
- <ἐλεοῖσι>
- μαγειρικοῖς τραπεζίοις. καὶ οἱ μὲν δασύνουσιν, ἵνα ᾖ τοῖς ἐκ λύγων πεπλεγμένοις τῶν ἐξ ἕλους ληφθέντων· οἱ δὲ ψιλοῦσιν, ἐξ ἐλαΐνων εἶναι ξύλων τὰς τραπέζας λέγοντες (Ι 215)
- <ἐλεόν>
- μαγειρικὴ τράπεζα rp ἴκριον, κανοῦν
- <ελεος>
- *οἶκτος ASPps ἢ ἕλους, συνδένδρου τόπου, ἢ [καθύδρου (Δ 483) S
- <ἐλέποκες>
- ἰχθὺς ὅμοιος φυκίδι
- <ἑλεπόδιον>
- εἶδός τι †βάναυσος
- <ἑλεπόλεις>
- *μηχανήματα, οἱ κριοί ASn ἢ οἱαδήποτε S δι' ὧν αἱ πόλεις καθαιροῦνται (1. Macc. 13,43) Svg παρὰ δὲ Κρησὶ τὰ τῶν πλοίων ὄργανα
- <ἐλέπουν>
- οἷον ἐλέπιζον τύπτων καὶ μαστιγῶν
- *<ἑλέσθαι>
- θέλειν. λαβεῖν (Ν 268) AS
- <ἕλεσθε>
- λάβεσθε S παρασκευάσασθε (Ε 529)
- †<ἐλέταιον>
- ἔπαιον, ἐπάτασσον
- <ἑλετή>
- ληπτή (g) αἱρετή (Ι 409)
- <ἑλέτην>
- εἷλον, ἔλαβον. ἀπέκτειναν. δυϊκῶς (Η 8)
- <ἕλετο>
- ἔλαβεν (Μ 102) ἀφείλετο (Ι 368)
- <ἐλεύθεραι αἶγες ἀρότρων>
- τοῦτο παροιμιωδῶς ἐλέγετο ἐπί τινος ἀπολελυμένου
- <ἐλεύθερον ἦμαρ>
- τὴν ἐλευθερίαν. περιφραστικῶς (Ζ 455)
- <Ἐλευθέριος Ζεύς>
- τὸν Μῆδον ἐκφυγόντες ἱδρύσαντο τὸν Ἐλευθέριον Δία. τοῦτον δὲ ἔνιοι καὶ Σωτῆρά φασι. τιμᾶται δὲ καὶ ἐν Συρακούσαις καὶ παρὰ Ταραντίνοις καὶ ἐν Πλαταιαῖς καὶ ἐν Καρίᾳ ὁ Ἐλευθέριος Ζεύς
- <ἐλευθέριον ὕδωρ>
- ἐν Ἄργει ἀπὸ τῆς Κυνάδρας πίνουσι κρήνης <οἱ> ἐλευθερούμενοι τῶν οἰκετῶν, διὰ τὸ καὶ τὸν Κέρβερον κύνα ταύτῃ διαδρᾶναι καὶ ἐλευθερωθῆναι
- <Ἐλευθερεύς>
- Διόνυσος ἐν Ἀθήναις, καὶ ἐν Ἐλευθεραῖς
- *<ἐλευθεροστομῶ>
- παῤῥησιάζομαι (Eur. Andr. 153) r. ASgn
- *<ἐλεύσεως>
- ἀφίξεως (Act. ap. 7,52) AS
- <ἐλεύθω>
- ἔρχομαι. Εἰλείθυια
- <Ἐλευσίνια>
- ἀγὼν θυμελικὸς ἀγόμενος Δήμητρι παρὰ Λάκωσιν. καὶ ἐν Σικελίᾳ τιμᾶται Ἄρτεμις, καὶ Ζεὺς Ἐλευσίνιος παρ' Ἴωσιν
- <ἐλευσίω>
- οἴσω
- <ἐλεύσομαι>
- ἔρχομαι, ἐπανέλθω (Ζ 365)
- <ἐλεφαίρειν>
- ἀπατᾶν
- <ἐλεφαίροντα>
- ἐξαπατῶντα. βλάπτοντα. ἀδικοῦντα (τ 565?)
- <ἐλεφαίρεται>
- βλάπτει. ἀδικεῖ
- <ἐλεφαντίασις>
- εἶδος λέπρας
- <ἐλεφάντινα>
- τὸ ἐλεφάντινον ὀστοῦν· "ὡς δ' ὅτε τις ἐλέφαντα γυνή" (Δ 141). οἱ δὲ λευκὰ ἔρια. καὶ ῥυτὸν τρεῖς χόας χωροῦν. ἔνιοι δὲ καὶ τοὺς ὀδόντας. καὶ τὸ σωματικὸν [ἢ] πάθος
- <ἐλεφάντινα>
- λευκά r
- *<ἐλεφῆραι>
- ἀπατῆσαι AS
- †<ἐλεφηρέα>
- ἢ βάψαν. ἢ βλέφαρα†
- <ἐλεφηράμενος>
- βλάψας S διαψευσάμενος (Ψ 388)
- <ἐλέγχει>
- ψηλαφᾷ
- <ἐλέχθη>
- ἠριθμήθη
- <ἐλεγχόμην>
- ἐξηλεγχόμην
- <ἐλευσέαν>
- τὴν βρυωνίαν
- *<ἔλεψεν>
- ἐλέπισεν (Α 236) rpΣ
- <Ἐλεών>
- πόλις τῆς Βοιωτίας (Κ 266) καὶ θάμνος. καὶ ὄφις, ὃν ἔνιοι σκυτάλην καλοῦσιν
- <ἐλεώτερον>
- ἐλεεινότερον
- *<ἕλη>
- σύνδενδροι τόποι (Ies. 33,9 ..) ASnvg
- *<ἐληΐζοντο>
- διηρπάζοντο AS(gn)
- *<ἐλήισατο>
- ᾐχμαλώτευσεν. διήρπασεν, ἀφείλατο ASvg ἐλῄστευ- σεν (Eur. Tro. 866)
- <ἐληΐσθη>
- ἐλῃστεύθη
- <ἐληλακότες>
- διαπεράσαντες, ὁδεύσαντες (Ev. Io. 6,19)
- <ἐληλαμένον>
- ἠλασμένον
- *<ἐλήλατο>
- [ἐλήλασεν.] ἢ ἥρμοστο. ἢ πεπερόνητο (Δ 135) AS
- <ἐλήλαται>
- συνέχεται p πεπερόνηται (Π 518)
- *<ἔληξαν>
- ἐπαύσαντο (Ζ 107?) Sn (Avg)
- <ἕληται>
- πορθήσεται
- <ἐλθέμεν>
- ἐλθεῖν (Ο 146 ..)
- <ἐλθέτως>
- ἀντὶ τοῦ ἐλθέ. Σαλαμίνιοι
- <ἔλθητον>
- ἔλθητε. δυϊκῶς (Κ 444)
- <ἐλθοῦσα>
- ἀπελθοῦσα (Α 394) (S)
- <ἐλιάνθη>
- ἐχλιάνθη
- <ἐλίασεν>
- ἐτίναξεν
- <ἐλιάσθη>
- *ἐκλίθη, AS ἐστράφη, ἔφυγεν. ὤλετο. ἔπεσεν. ἀπε- χωρίσθη (Ο 543)
- <ἑλίβοτρυς>
- ἄμπελός τις μέλαινα
- †<ἔλιγεν>
- ὤλισθεν
- <ἐλίγαινον>
- ὀξὺ ἀνεβόων (Λ 685)
- <Ἐλυφεύς>
- Διόνυσος ἐν Σάμῳ
- <ἑλίγματα>
- ψέλλια
- †<ἐλιγρόν>
- ὑγρόν
- <Ἐλιεύς>
- Ζεὺς ἐν Θήβαις
- *<ἕλικα>
- κύκλον AS ἐνώτια. ἢ δακτύλιοι. ἢ τὰ περὶ τοὺς καρποὺς ψέλλια ASvgn
- <ἕλικας>
- ἑλικοκεράτους S ἐπικαμπῆ τὰ κέρατα ἔχοντας (Ι 466)
- *<ἕλικες>
- τῆς ἀμπέλου τὰ κληματώδη. ἢ ἐνώτια. ἢ ψέλλια (Σ 401) AS ἢ δακτύλιοι S ἢ <ἑλίγματα>
- <Ἑλίκη>
- πόλις Βοιωτίας ἐν ᾗ Ποσειδῶν τιμᾶται (Θ 203) καὶ ἡ ἰτέα. τινὲς καὶ σπέρμα τοῦ ὑοσκυάμου
- <ἑλικηδόν>
- κυκλοειδὴς στροφή
- *<ἕλικι>
- κλήματι ἀμπέλου (Gen. 49,11) ASvgb
- <ἑλικοβλέφαρος>
- καλλιβλέφαρος (Hes. Theog. 16) s
- *<ἑλικοειδῶς>
- κυκλοειδῶς ASvg
- <ἕλικας βοῦς>
- ἤτοι ἀπὸ τῶν κεράτων, ἢ ἀπὸ τῶν ποδῶν ἑλικοειδεῖς. <ἑλικὸν> γὰρ τὸ συνεστραμμένον (Φ 448)
- <ἑλικοί>
- οἱ ἀσφοδελοί
- <ἑλικόν>
- ὀρθόν. καὶ [μέλαν r περιφερές
- <ἕλικος βοὸς ἀμφὶ φονῆισι>
- περὶ βοὸς φόνοις ἐκκειμένης (Ο 633)
- <ἑλικτά>
- στρεβλά, σκαμβά
- <Ἑλικώνιον ἀμφὶ ἄνακτα>
- ... (Υ 404)
- *<ἑλίκωπας>
- εὐοφθάλμους A
- <ἑλίκωπες>
- οὐλότριχες
- *<ἑλικώπιδα>
- εὐόφθαλμον ASvg εὐειδῆ (Α 98)
- <ἑλικτῆρες>
- ἐνώτια r
- <ἑλικτοτέρας>
- πολυπλόκους
- <ἑλίκων ἀπὸ χειρός>
- νημάτων φερομένων ἐν τῷ ἀτράκτῳ
- <Ἑλικώνια μουσεῖα>
- ὡς †ἐπὶ τὴν γῆν
- <ἑλίκωπας πλοκάμους>
- ἀντὶ τοῦ ἑλικούς
- <ἑλίκωπες>
- μελανόφθαλμοι. ἢ ἑλικοὶ κατὰ πρόσοψιν, ἀνακεκλας- μένα ἔχοντες τὰ βλέφαρα. ἢ περιφερεῖς τὰ πρόσωπα (Α 389)
- <ἑλικῶπι>
- εὐοφθάλμῳ
- [<ἐλιλίχθησαν>
- συνεστράφησαν]
- <ἐλίμαρ>
- κέγχρῳ ὅμοιον [ἐλινή] ἢ μελίνῃ ὑπὸ Λακώνων
- <ἐλινύειν>
- σχολάζειν (n), λήγειν, [ὀκνεῖν (Λ), ἀναπαύεσθαι, *στραγγεύεσθαι, ἢ διατρίβειν AS(g)
- <Ἐλινύμενος>
- Ζεὺς ἐν Κυρήνῃ
- *<ἐλινύων>
- ἀναπαυόμενος ASn
- <ἕλιξ>
- νέος κλάδος ps μέλας. καὶ ὁ αἰγίλωψ. καὶ ἡ κατάγραφος καὶ ἡ ἀναγλυφὴ παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι. [καὶ ὁ καρπός]. καὶ ψέλιον. καὶ τοῦ ὠτὸς ἡ περιοχή. καὶ δεσμός τις. ἢ τύλιγμα. ἢ †παράκλησις
- *<ἑλιξάμενος>
- ἐπιστραφείς (Μ 408) An
- <ἑλίξας>
- πλέξας. [κάμψας S, στρέψας (Ψ 466)
- <ἑλιξόκερως>
- στρεβλόκερως
- *<ἐλίπανας>
- ἤλειψας. ἐφαίδρυνας r. (AS) vg πλουσίαν ἐποίησας (Ps. 23,5) g(AS)
- *<ἐλιπάρει>
- ἠξίου, ἐκολάκευε, παρεκάλει Sgn
- *<ἐλιπάρησεν>
- ὁμοίως ASgb
- <Ἐλιπεύς>
- ὁ Ἐνιπεὺς ποταμός
- [<ἔλιπεν>
- ἐπιθυμητικῶς ἤσθιεν]
- †<ἕλις>
- μόνος. καὶ ὅλος
- [<ἐλισμός>
- ἥσυχος]
- *<ἑλυσθείς>
- ἑλίξας ἑαυτόν (Ω 510)
- <ἑλίσσει>
- πλέκει
- [<ἐλίσθη>
- ἔπεσεν]
- *<ἐλίσσετο>
- παρεκάλει, ἐδέετο (Α 15) ASvgn
- <ἑλίσσεσθαι>
- στρέφεσθαι
- *<ἑλισσομένη>
- εἱλουμένη (Α 317) n
- <ἑλισσομένου>
- εἱλουμένου
- <ἑλίσσων>
- πλέκων. ψευδόμενος, οὐκ ἐπὶ εὐθείας λέγων. ἢ κινῶν. Εὐριπίδης Σισύφῳ (fr. 674)
- <ἐλίστρευον>
- ἐτάφρευον
- <ἐλιφαίμησεν>
- ἔξαιμος ἐγένετο
- <ἐλιχάζει>
- πλανᾶται
- *<ἑλιχθέντων>
- συστραφέντων (Μ 74) g
- <ἐλιχνῶντο>
- τοῦτο πέπαικται ἐπὶ τοῦ λιχνεύειν παρὰ Ἀριστο- φάνει ἐν Εἰρήνῃ (756)
- <ἑλίχρυσος>
- οἱ μὲν τὸ ἀῤῥενικὸν ... οἱ δὲ τὸ ἄνθος τῆς ἑλιχρύ- σου βοτάνης
- <ἑλιττόμενος>
- στρεφόμενος
- <ἕλκανα>
- τραύματα
- <ἑλκανῶσα>
- ἡλκωμένη, ἢ ἡλκοποιημένη ὑπὸ πυρός
- *<ἕλκεα>
- τραύματα (Θ 405) S
- *<ἕλκει>
- ἀνάγει, σύρει (Ω 52) gp
- *<ἑλκέμεν>
- καθέλκειν (Β 152) n
- <ἕλκεο>
- ἕλκε (Α 210)
- <ἕλκεος>
- τραύματος (Λ 811)
- *<ἑλκεσιπέπλους>
- ἐφελκομένας τὸν πέπλον (Ζ 442) S(g)
- *<ἕλκετο>
- ἥλκυσεν (Α 194) n
- *<ἑλκεχίτωνες>
- ποδήρεις χιτῶνας ἔχοντες S ἄζωστοι. (Ν 685)
- <ἕλκη>
- λῦπαι. Σοφοκλῆς Τριπτολέμῳ (fr. 557)
- <ἑλκηΐς>
- ἡ λιθάργυρος
- *<ἑλκηθμοῖο>
- ἑλκύσεως (Ζ 465) AS
- *<ἕλκος>
- πᾶν τραῦμα (Δ 190) ASbps
- <ἑλκοποιόν>
- κανθαρίς
- <ἕλκυσον>
- σῦρον (Iob 28,18) r
- <ἑλκυστάζων>
- ἕλκων, παρασύρων (Ψ 187)
- <ἑλκυστῆρα>
- φορβεά, ἤτοι καπίστριον
- <ἑλκυστῷ>
- λείῳ
- <ἕλλα>
- καθέδρα. Λάκωνες. καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ
- *<ἐλλάμψεως>
- φωτισμοῦ ASvg
- <Ἑλλάς>
- πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ. καὶ τὸ ἔθνος. ἡ Ἀχαΐα. (Β 683) καὶ ἡ αὐτόθεν γυνή
- <ἐλλάσαι>
- συγκλεῖσαι. κωλῦσαι
- <ἐλλέβορος>
- *βοτάνη, ἣν ἐσθίουσιν οἱ †ὄρτυγες AS ἢ κόσμος γυναικεῖος χρυσοῦς (Ar. fr. 320,6)
- <Ἐλλεσίη>
- ἡ Ἀθηνᾶ
- <ἔλλειν>
- ἴλλειν. κατέχειν
- <ἐλλεδανοί>
- δεσμοί, σχοῖνοι
- *<ἐλλεδανοῖσι>
- τοῖς δεσμοῖς (Σ 553) AS
- <ἔλλερα>
- ἐχθρά, πολέμια. ἄδικα (Callim. fr. 283)
- <ἐλλείχοντα τῶν Ἀθηνῶν>
- ... οἱ δὲ ἀττικίζοντα, ὃ καὶ ποιοῦ- σιν οἱ πρόσγραφοι, ἵνα φαίνωνται ἀστοί. <Ἐλλείχοντα> δὲ ἐμφορούμενον, ἀπὸ τῶν τὸ μέλι λειχόντων (Com. ad. 769)
- <Ἕλληνες>
- οἱ ἀπὸ τοῦ Διός, τοῦ Ἕλληνος. *ἢ φρόνιμοι (ASg) ἤτοι σοφοί
- *<Ἑλληνοδίκαι>
- οἱ κριταί, οἱ καθήμενοι εἰς τοὺς ἀγῶνας AS
- <Ἑλληνοταμίαι>
- οἱ τοῦ κομιζομένου φόρου παρὰ Ἀθηναίοις ταμίαι
- [<ἑλληνύει>
- ἑορτάζει. παύεται. ἀργεῖ]
- <Ἑλλήσποντος>
- *ποταμὸς ἐπὶ τῆς παραλίας ASn ἡ μεταξὺ Τροίας καὶ Χεῤῥονήσου θάλασσα r
- <ἐλλίζων>
- τίλλων
- †<ἑλλήθεις>
- οὐχ αἱ ἄγριαι μέλισσαι, ἀλλὰ φυτόν, ὁ αἰγίλωψ
- *<ἐλλόβια>
- ἐνώτια r. ASvg
- *<ἐλλόγει>
- καταλόγισαι (Ep. Philem. 18 v. l.) ASgn
- *<ἐλλόγιμος>
- γεγραμματισμένος ASvg
- [<ἐλλοδάνοισι>
- δεσμοῖς]
- <Ἑλλοί>
- Ἕλληνες οἱ ἐν Δωδώνῃ S καὶ οἱ ἱερεῖς (Π 234 v. l.)
- <ἐλλόμενα>
- περικλειόμενα
- <ἐλλόν>
- ἀγαθόν. γλαυκόν. χαροπόν. ἐνθαλάττιον. ταχύ. ἄφωνον. ὑγρόν. ἔλαφον νεογνόν (τ 228)
- <ἔλλοπες>
- ἐλλείποντες τῆς ὀπός, τουτέστιν ἄφθογγοι, ἄφωνοι <καὶ οἱ λεπιδωτοί.> καὶ δασεῖς. καὶ τραχεῖς. καὶ ποικίλοι
- <ἐλλόπιδας>
- ἡ λέξις παρὰ Κρατίνῳ (fr. 408). γέγονε δὲ παρὰ τοὺς <ἐλλούς>, καὶ λέγει κοινῶς τοὺς νεβροὺς καὶ τοὺς στρου- θούς· ἢ νεοττοὺς ὄφεως ἀπὸ τοῦ ἅλλεσθαι
- <Ἐλλοπιεῖς>
- [ἄφωνοι. καὶ οἱ λεπιδωτοί]
- [<ἐλλοπίς>
- εὐόφθαλμος. χαροπή]
- <Ἐλλοπιῆες>
- οἱ νῦν Ὠρεῖται, παρὰ Χαλκιδεῦσιν
- †<ἐλλοπῶ>
- ἀγαθήν
- <ἐλόωσιν>
- ἐλάσωσιν (Ν 315)
- <ἐλλός>
- τὸ ἔκγονον τῆς ἐλάφου νεογνόν, ὁ νεβρός (τ 228), καὶ Δωδωναῖος. καὶ ὁ ἐνθαλάττιος
- †<ἔλλυες>
- ζῷα ἐν τῷ †Σμαράγδῳ ποταμῷ
- <ἔλλυσιν>
- ἔκλυσιν. Κρῆτες
- <ἐλλύτατον>
- οἰκτρότατον
- <ἐλλύτης>
- πλακοῦς τις
- <ἐλλυχᾶται>
- πλανᾶται. διατρίβει
- <Ἑλλώτια>
- ἑορτὴ Εὐρώπης ἐν Κρήτῃ
- <ἑλλωτίς>
- Εὐρώπης στέφανος πλεκόμενος, πηχῶν εἴκοσι
- <έλματα>
- ὁμιλήματα. ἐνειλήματα. σανιδώματα
- <ἐλμακίνη λειμῶνος>
- ἡ λεπτὴ [καὶ λευκὴ] σχοῖνος
- *<ἕλξεις>
- ἑλκύσεις ASPvgn
- <ἑλξίνη>
- ἡ περδίκιος βοτάνη
- <ἕλξω>
- ἑλκύσω, ἀνάξω
- <ἐλογίζετο>
- ἐνοεῖτο (Thuc. 3,83,7)
- *<ἑλοίμεθα>
- ἐπιλεξοίμεθα n λάβοιμεν (Β 127)
- *<ἕλοιο>
- ἀνάσχοιο. βουληθείης (υ 62) AS
- *<ἕλοιτο>
- θέλοι (Eur. Alc. 464) ASn
- <ἑλόμην>
- ἀφειλόμην (Θ 108) (S)
- <ἕλον>
- εἷλον, ἀφεῖλον. ἐπόρθησαν
- *<ἑλόντας>
- ἀφελόντας, λαβόντας. νικήσαντας gn
- [ἑλόντες] <ἑλόμενοι>
- ἀφελόμενοι, λαβόμενοι
- *<ἑλόντες>
- λαβόντες AgN ἀνελόντες (Eur. Or. 1213) πορθήσαν- τες. χειρωσάμενοι APg
- [<ἑλόντων>
- ἐλαυνόντων. καὶ τὰ ὅμοια]
- *<ἕλος>
- σύμφυτος τόπος. (Ο 631) AS ἢ χεῖλος ποταμοῦ n. καὶ ὁ τελματώδης τόπος. καὶ πόλις ἐν Λακεδαιμονίᾳ (Β 584)
- <ἑλοῦ>
- λάβε. [ἐπίλεξαι (Eur. Phoen 951) p
- [<ἐλούπησεν>
- ἐψόφησεν. ἐσχίσθη]
- <ἑλοῦσαι>
- ἀρξάμεναι. [λαβοῦσαι (θ 436) (gn)
- <Ἐλουσία>
- Δημήτηρ παρὰ †Αλφουσίοις
- *<>ε λόφον>
- τὸ ἄκρον τῆς περικεφαλαίας (Κ 573) AS
- <ἐλόχα>
- ἐνήδρευεν
- *<ἐλοχεύθη>
- ἐγεννήθη. [ἐγαμήθη] vg (ASPn)
- <ἐλόχησεν>
- εἰς λόχους ἤγαγεν (Hdt 1,103,1 v. l.)
- *<ἔλπεο>
- ἔλπιζε (Υ 201) AS
- <ἔλπεον>
- ἤλπιζον
- <ἔλπεται>
- δοκεῖ, *[ἐλπίζει vg προσδοκᾷ (Κ 105)
- <ἔλπει>
- ἐλπιδοποιεῖ (β 91)
- *<ἐλπίς>
- προσδοκία g
- *<ἔλπομαι>
- ἐλπίζω (Η 199) r. vgn
- <ἔλπομαι εὐχόμενος>
- καυχῶμαι ἐλπιδοποιούμενος (Θ 526 v. l.)
- *<ἔλπονται>
- ἐλπίζουσιν ASvg
- *<ἔλποντο>
- ἤλπιζον (Μ 261) AS
- <ἕλπος>
- ἔλαιον, στέαρ. εὐθηνία
- *<ἐλπωρή>
- ἐλπίς. r S δόκησις (β 280)
- *<ἐλπωρῇσιν>
- ἐλπίσιν (Greg. Naz. c. 1, 2, 2, 211) g
- *[<ἐλπτέοντες>
- ἐλπίζοντες] S
- <ἔλσαι>
- συσχεῖν. *συνελάσαι. συγκλεῖσαι (Α 409) Sn
- <ἔλσαν>
- συνήλασαν (Λ 413)
- <ἐλύμην>
- ἐλυτρωσάμην. ἐλυτρώθην (Φ 80)
- [<ἐλσούς>
- τὰς μυῖας]
- *<ἐλυμήνατο ὗς ἐκ δρυμοῦ>
- κατέφαγε χοῖρος ἐξ ὕλης (Ps. 79,14) AS
- <ἔλυμα>
- τὸ τοῦ ἀρότρου †πέριον. (Hes. op. 430) νύσσα. καὶ τὸ ἱμάτιον. καὶ ἡ ἀιών
- <Ἐλύμνιος>
- Ποσειδῶν ἐν Λέσβῳ. καὶ νῆσος τῆς Εὐβοίας (Soph. fr. 404. 802)
- <ἐλύμνιαι>
- δοκοὶ ὀρόφιναι
- <ἔλυμοι>
- τὰ πρῶτα τῶν αὐλῶν, ἀφ' ὧν ἡ γλωσσίς. οἱ δὲ ἁπλῶς αὐλούς (Soph. fr. 412). καὶ σιτῶδες σπέρμα. καὶ ἡ τῆς κιθάρας καὶ τοῦ τόξου θήκη
- <ἔλυμος>
- σπέρμα, ὃ ἕψοντες οἱ Λάκωνες ἐσθίουσιν (Ar. fr. 398) n
- *<ἐλυσάμην>
- ἀπέδωκα g
- <ἔλυσεν>
- ἀπελύτρωσεν (Λ 106)
- <ἐλυσθείς>
- κουφισθείς. ἑλισθείς (Ω 510)
- *<ἐλύσατο>
- ἐλυτρώσατο (Φ 42) r. ASvg
- <ἐλύσσει>
- εἱλεῖται
- <ἐλύσθη>
- παρελύθη. συνειλήθη. *ἔπεσεν (Ψ 393) vg, ἐνεποδίσθη
- †<ἔλυται>
- ἔρχεται
- *<ἐλύτροις>
- καλύμμασι, σκεπάσμασιν Av
- <ἔλυστα>
- ἄμπελος μέλαινα
- [<Ἐλύτιος>
- Ποσειδῶν ἐν Λέσβῳ]
- <ἔλυτρα>
- κυρίως τὰ ἐνειλήματα. ἢ τὰ καλύμματα (Soph. fr. 941) καὶ σκέπαι. καὶ σωλῆνες (Hdt. 4, 173) δέρματα
- <ἔλυτρον>
- *δέρμα ASvg θήκη. (Ar. Ach. 1120) λέπυρον. S ἐνείλημα. κάλυμμα, [σκέπασμα Sh
- <ἔλφος>
- βούτυρον. Κύπριοι
- <ελω>
- κατέχω, πιάζω. ἐλάσω
- *<ἐλωβήσαντο>
- ἔβλαψαν AS(vg)
- <ἕλωμαι>
- πορθήσω. *ἀφέλω. λάβω (Α 324) vg (A)
- <ελων>
- ἤλαυνον. ἐπορεύοντο (Ω 696) *ἢ λαβών ἢ ἀρξάμενος (θ 500) ἢ ἀφελόμενος (Α 139) AS
- <ἐλώγη>
- ἔλεγεν
- <Ἐλωός>
- ὁ Ἥφαιστος παρὰ Δωριεῦσιν r
- <ἕλωρ>
- *ἕλκυσμα v λύμη. ἄγρα. θοίνη· "μὴ δή με ἕλωρ" (Ε 684) *εἴλημμα. θοίναν. ἄγρευμα. AS
- <ἕλωρα>
- ... (Σ 93)
- <ἑλώρια>
- ἑλκύσματα. καταστρέφει δὲ εἰς σπαράγματα. βρώματα (Α 4) ASvg
- <ἐλώρη>
- πελώρη
- <Ἐλώριος ἀγών>
- τελούμενος ἐπὶ Ἐλώρου ποταμοῦ
- <ἐλώσθη>
- ἐφοβεῖτο. ἐμαλακίσθη
- <ελωσι>
- λάβωσιν (Δ 416) g ἐλαύνωσιν
- *<Ἕλωτες>
- μισθωτοί, ἐν τῷ ἕλει ἐργαζόμενοι g
- <ἐλώφησεν>
- ἔληξεν ... κυρίως ἐπὶ τῶν <λόφων> (r)
- <ἐμὰ δάκρυα>
- τῶν ἐμῶν δακρύων (Α 42)
- <ἐμαίμασσε>
- [προεωθεῖτο, ἢ] προεθυμεῖτο. *[ἐκυματοῦτο. ἐκλο- νεῖτο. ἐταράττετο (Iob 38,8) AS
- <ἐμετός>
- ἐξέραμα
- <ἐμαλάχθη>
- ἐνέδωκεν
- *<ἔμαρψα>
- κατέλαβον (Eur. Rhes. 681) ASvg
- *<ἔμαρψας>
- ἐκράτησας vgn
- <ἐμασάμην>
- εὗρον
- <ἔμασσε>
- ἠνώχλει
- <ἐμάσταζεν>
- ἐμασήσατο
- <ἐμάτησεν>
- *ἐματαιώθη ASvgn ἐλήρησεν. ὑστέρησεν. ἥμαρτεν (Π 474)
- <ἐμαραίνετο>
- ἐσβέννυτο (Ψ 228)
- <ἐμαργήναντο>
- ἐξεμήναντο
- <ἐμαρνάσθην>
- ἐμάχοντο (Η 301)
- <ἐμαρυκᾶτο>
- ἐμασᾶτο
- <ἐμαυτῷ βαλανεύσω>
- ἐμαυτῷ διακονήσω p Λέγεται δέ, ὅταν ὁ βαλανεὺς νωθρεύηται, καὶ ἑαυτῷ <τις> λαμβάνων τὴν ἀρύ- ταιναν διακονῇ. ἢ ἀπὸ τῶν τὰς βαλάνους ἐγκρυβόντων εἰς πῦρ (Ar. Pac. 1104)
- <ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι>
- ἐν ἑαυτῷ ἐπίσταμαι
- *<ἐμβαδόν>
- πεζῇ διὰ θαλάσσης (Ο 505) ASvg
- <ἐμβαθύνους>
- σεσοφισμένους, σοφούς
- [<ἐμβάδιον>
- παίζει ἐπὶ τούτου]
- <ἐμβάδια>
- τὰ ὑποδήματα
- *<ἐμβαίη>
- ἐμποδὼν γένηται. ἐναντιωθῇ AS
- <ἐμβακανίτης>
- τὸ μετὰ τοῦ ταρίχους καὶ στέατος σκευαζόμενον βρῶμα
- <ἔμβαλε κύλλῃ>
- οἱ αἰτοῦντες κατὰ παιδιὰν τὴν χεῖρά πως περιάγοντες καὶ κοιλοῦντες παρακαλοῦσιν ἐμβάλλειν (Ar. Equ. 1083)
- <ἐμβαλεῖν>
- κατακλῖναι. Λάκωνες
- <ἐμβάλλεο θυμῷ>
- ἐνθυμοῦ κατὰ ψυχήν (Κ 447)
- †<ἐμβάλλοντος>
- βλαισόπους
- <ἔμβαρος>
- ἠλίθιος, μωρός r ἢ νουνεχής. p Μένανδρος Φάσματι (fr. 2 Koe.)
- <ἐμβάς>
- εἶδος ὑποδήματος. r καὶ μέρος τι τῆς χελώνης
- *<ἐμβατεῦσαι>
- τὸ κατέχειν καὶ καρποῦσθαι χωρίον ἢ οἰκίαν ἢ ὅλον τὸν κλῆρον (Ios. 19,49 ..) AS ἢ ζητῆσαι
- *<ἐμβατεύσας>
- ζητήσας S ἐπιβαίνων APn (vg)
- <ἐμβατήρ>
- παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι οὐδός
- <ἐμβατήριον>
- εἶδος αὐλήματος
- <ἐμβαφίας>
- λοπάδες βαθεῖαι. ἀπὸ τοῦ βάπτειν ἐν βάθει
- <ἐμβάφιον>
- ὀξύβαφον, παρὰ Ἱππώνακτι (fr. 112 Bgk)
- *<ἐμβεβροντημένος>
- ἀναίσθητος ASPn
- †<ἐμβεβίωθεν>
- τέθνηκεν
- [<ἐμβεβρυττομένος>
- ἀναίσθητος. ἐμβρόντητος]
- <ἐμβεκανεῖται>
- ἐμπέπλεκται
- *<ἐμβεβώς>
- ἐπιβεβηκώς (Eur. Phoen. 2) AS
- <ἐμβείη>
- ἐμβῇ, ἐμποδίσῃ, χωρήσῃ
- <ἐμβήῃ>
- ἐμποδοστατῇ. ἐμποδὼν γένηται (Π 94)
- †<Ἐμβίανος>
- Ἄρης
- <Ἐμβλώ>
- πέπλασται παρὰ τὸ ἐμβλέπειν· ὡς ἡ Δωρὼ καὶ Δεξώ
- †<ἐμβλωκυῖαν>
- ἐν τῷ ἀνδρὶ ἡδοιοῦσαν†
- *<ἔμβολα>
- μοχλοί. ἀσφάλειαι (Eur. Phoen. 114 ..) Agn
- <ἐμβολήν>
- *πληθύν. ὁρμήν Avg ἐνθήκην. ἀπόθετον χρῆμα
- <ἐμβολίδες>
- αἱ περιθεταί ...
- <ἐμβόλιμα ἔπη>
- τὰ ὑπὸ τῶν γραμματικῶν ὡς ἀλλότρια καὶ νόθα ἀθετούμενα
- <ἐμβόλιμον>
- τὸν μῆνα, καὶ τὴν ἡμέραν. [καὶ †ἀνδραποδισμόν]
- <ἔμβολα>
- Εὐριπίδης Παλαμήδῃ (fr. 590) καὶ Σκίρωνι ( fr. 681) ἔμβολα. τὸ δὲ πολὺ ἀῤῥενικῶς λέγουσι τοὺς ἐμβόλους
- <ἔμβολον>
- Ἀριστοφάνης ἐν Θεσμοφοριαζούσαις (fr. 317) τὸ αἰδοῖον. [ἀῤῥενικῶς δέ φασι τὸν τῆς νεὼς ἔμβολον, τὸ χάλ- κωμα, τὸ περιτιθέμενον κατὰ τὴν πρῷραν. καὶ ἔμβολον τοῦ θυρίου]
- <ἔμβολος>
- εἶδος θηρίου ἐν λαχάνοις
- <ἐμβραμένα>
- εἱμαρμένη (Sophr. fr. 119) (AS)
- <ἔμβραχυ>
- μικρόν. ἢ καθόλου, [ὅλως p [συντόμως. ἁπλῶς qs
- †<ἔμβριον>
- θεῖον
- <ἔμβραται>
- εἵμαρται
- <ἐμβρέμεται>
- ἐμπίπτει. ἐμφυσᾷ (Ο 621)
- <ἔμβρεος>
- ἐνεός. μωρός
- *<ἐμβριθές>
- βαρύ A στιβαρόν Ag στερεόν gh πλατύ A
- *<ἐμβριμήματι>
- κινήματι (Thren. 2,6) AS
- <ἐμβριμῆσαι>
- ἐπιτιμῆσαι. κελεῦσαι, προστάξαι μετ' ἐξουσίας
- *<ἐμβριμώμενος>
- μετὰ ἀπειλῆς ἐντελλόμενος (Ev. Io. 11,38) ASn
- <ἐμβροντηθέντες>
- ἐνεοὶ γενόμενοι. μωρανθέντες
- *<ἐμβροντησίας>
- μανίας, φρενοβλαβείας A θάμβους
- *<ἐμβρόντητος>
- παραπεπληγμένος τὴν διάνοιαν r. AS μαινόμε- νος v (A)
- <ἔμβρυλλαι>
- ἁγναὶ ἡμέραι. καὶ γῆς ἔντερα
- *<ἔμβρυον>
- νεογνὸν βρέφος rg τὸ ἐν γαστρὶ γυναικὸς n ἔτι διάπλασμα. Avg ἢ ὀλίγον
- †<ἔμβαχον>
- ἔμβρυον
- <ἐμβρόνιον>
- μικρὸν καὶ ἀπόρφυρον ἱμάτιόν τι Ἰβηρικόν
- <ἐμβύσας>
- ἐμπλήσας
- <ἐμέγηρε>
- ἐφθόνησεν (Ψ 865)
- <ἐμέθεν>
- ἐμοῦ (Α 525)
- *<ἐμεῖο>
- ἐμοῦ (Α 174) ASvgn
- <ἐμεῖο>
- ἐμοῦ ἔστι δὲ ἀσύναρθρον
- <ἐμείρετο>
- ἐπεθύμει
- <ἐμειδία>
- ἐγέλα r
- *<ἔμελλεν>
- ἐῴκει (Β 39) g
- <ἐμέλλετε>
- ἐῴκειτε. ἐφαίνεσθε. οὐδαμοῦ γὰρ ἐπὶ χρόνου κέχρη- ται τῇ λέξει (Λ 817)
- *<ἐμέλησεν>
- [ἐφρόνησεν.] ἐφρόντισεν r. gn
- *<ἔμενον>
- παρέμενον (Ε 522) AS
- *<ἐμέμυξαν>
- ἐπέξεσαν AS
- *<ἐμεῦ>
- ἐμοῦ (Α 88) S
- <ἐμίνη>
- ἐμοί (Rhinth. fr. 13)
- <ἐμήσατο>
- ἐτεκτήνατο. ἠπάτησεν. ἐμηχανήσατο. (ἐβουλεύ- σατο g ἐποίησεν (Ζ 157)
- <ἐμηχανησάσθην>
- ἐμηχανήσαντο. δυϊκῶς
- <ἐμίαινεν>
- ἐκ μίξεως διέφθειρεν (Ezech. 22,11 v. l.)
- <ἐμεσίας>
- †διαχρήματα, ἐμετούς (Hippocr. morb. 2,43)
- <ἐμίγνυτο>
- ὡμίλει
- <ἐμίν>
- ἐμοί
- †<ἐμήνυθεν>
- [ἔπραθεν], ἔπρασεν†
- <ἐμιμήσατο>
- ὡμοιώσατο
- <ἐμίως> ἐμοῦ (Rhinth. fr. 13)
- <ἐμίσγομεν>
- ἐμιγνύομεν
- <ἐμίστυλλεν>
- εἰς ὀλίγον διῄρει
- <ἐμῇ πεντόζῳ>
- χειρὶ ἐμῇ
- <ἔμιχθεν>
- ἐμίχθησαν. πληθυντικῶς (Γ 209)
- <ἐμείωσεν>
- ἔφθειρεν
- <ἔμμα>
- ἱμάτιον. [ἢ καθαπτόμενον. καὶ ἀπομασσόμενον]
- <ἐμμακεδονίξαι>
- χρήσασθαι ...
- <ἐμμαλάξαι>
- †ἐμμεῖναι, τῇ χειρὶ ἐπιλαβέσθαι
- *<ἐμμαπέως>
- ἐσπουδασμένως (AS) ταχέως r ἅμα τῷ εἰπεῖν n προθύμως (Ε 836) r
- <ἐμμανῶς>
- ὀργίλως r ἐκθύμως
- <ἐμμάσαι>
- ἐνερεῖσαι
- *<ἐμματαιάζων>
- ματαιολογῶν ASvgn
- <ἐμματεῖται>
- ἐνερείδει. ἐνλαμβάνεται. ζητεῖ κατὰ μέρος
- <ἐμματέων>
- ψηλαφῶν. φιλονεικῶν. ὁρμῶν
- *<ἐμμελές>
- ἐπιμελές. ἔμμετρον ASPp
- <ἐμμελέεσσι>
- τοῖς φροντίζουσιν
- <ἐμμελέστατος>
- κηδεμών
- <ἐμμέλεια>
- εἶδος ὀρχήσεως. καὶ Πλάτων (Legg. 7,816b) ἐπαινεῖ τὴν ὄρχησιν, καί φησιν ἢ ἀπὸ τοῦ μέλους ὠνομάσθαι, ἢ ἀπὸ τοῦ πρὸς τὰ μέλη γίνεσθαι. Τραγικὴ δὲ ἡ ὄρχησις. ἀκύρως δὲ Αἰσχύλος (fr. 10?) ἀντὶ τοῦ σατυρική, ἥ ἐστι <σίκιννις>
- <ἐμμελής>
- καθήκων. [προσηνής r
- <ἐμμελῶς>
- προθύμως. ἐῤῥωμένως. *συνετῶς ASvgn
- *<ἐμμεμαώς>
- ὁμοίως (Ε 142) AS
- <ἐμμεμηνότα>
- μαινόμενον
- <ἐμμέμυκεν>
- καταμέμυκε. ἢ ἐπικέκλιται. παρὰ τὸ μεμυκέναι. τινὲς δὲ <ἐμνήμυκεν> (Χ 491)
- <ἐμμένει>
- προθυμεῖται
- *<ἐμμεναι>
- καθέζεσθαι A εἶναι (Α 117) †ἕως αὐτοῦ AS ἢ ἐπί- μενε S
- *<ἐμμενές>
- ἀδιαλείπτως A πρόθυμον (Κ 361) (r) A
- <ἐμμενέως>
- προθύμως. βιαίως (Hes. Theog. 712)
- <ἐμμενέως>
- προθυμούμενος. ἐῤῥωμένως
- <ἐμμεσότροπος>
- μέτριος
- †<ἔμμεται>
- ὀρχεῖται
- <ἐμμηλάδας αἶγας>
- τὰς μετὰ τῶν προβάτων νεμομένας (Call. h. Ap. 51 v. l.)
- <ἔμμηνοι>
- αἱ κατὰ μῆνα τελούμεναι θυσίαι
- <ἐμμήρους>
- †ἐνομηρείεον ὄντας. παρὰ τοὺς <ὁμήρους> τοὺς ἐπὶ συμβάσει διδομένους
- <ἐμμόνιαι>
- συνθῆκαι
- *<ἔμμονος>
- ἐπιμένουσα AS ἀεί, ἤτοι ἀδιαλείπτως (Lev. 13,51 ..)
- <ἐμμόρατι>
- τετεύχασιν
- *<ἔμμορεν>
- ἔτυχεν ASn ἔλαχεν n ἐκλήρωσεν (Α 278)
- <ἔμμορον>
- εἱμαρμένον
- <ἔμμορος>
- τετευχώς r
- <ἐμόρμησεν>
- ἐπενόησεν
- <ἔμμοτος>
- τραυματίας. νοσώδης (Hippocr.)
- <ἐμνήμυκεν>
- εἰς ὑπόμνησιν ἤνεγκεν (Χ 491)
- *<ἐμνώοντο>
- μνήμην ἐποιοῦντο (Β 686) ASg
- *<ἐμόγησα>
- ἔκαμον, ἐκακοπάθησα (Α 162) ASvg
- <ἐμογήσατο>
- ἐκακοπάθησεν
- [<ἐμοί>
- ἐμοῦ. ἔστι δὲ σύναρθρον]
- <ἐμοῖο>
- ἐμοῦ (Α 259)
- *<ἔμολεν>
- ἦλθεν (Eur. Hec. 642 ..) gn
- [<ἐμορίδαι>
- μέτοικοι]
- <ἔμορτεν>
- ἀπέθανεν
- <ἐμορμολύττετε>
- ἐδεδίττεσθε
- *<ἔμπα γε μήν>
- ὅμως μέντοι (Greg. Naz. c. 2, 2, 1, 344) S
- <ἔμπα δέ>
- ὅμως δέ, ἀλλ' οὖν (Greg. Naz. ep. 18, 2 ..)
- <ἐμπάζεο>
- φρόντιζε (α 271)
- <ἐμπάζεσθαι>
- ἐπιστροφὴν ποιεῖσθαι. καὶ σέβεσθαι. *ἐντρέπε- σθαι. (Σ) φροντίζειν (Sp)
- <ἐμπάζεται>
- σέβεται
- <ἔμπαιον>
- ἔμπειρον. μέτοχον. ἢ ἐπίσιτον (υ 379)
- <ἔμπαις>
- ἐγκύμων (Cratin. fr. 287) An
- *<ἔμπα>
- ὅμως S
- <ἐμπαίττονται>
- ἐμπαίζουσιν
- *<ἔμπαλιν>
- εἰς τὰ ὀπίσω g ἐξ ἐναντίας (A) p ἢ ἐπὶ τὰ ἕτερα A
- <ἐμπαλάξαι>
- ἐμπλέξαι
- <ἐμπαλάγματα>
- αἱ ἐμπλοκαί (Aesch. Suppl. 295)
- <ἐμπάμονι>
- πατρῳούχῳ
- <ἔμπαν>
- πάντως. ὅμως (Pind. Pyth. 5,74?)
- *†<ἔμπα πόλιος>
- στήριγμα τῆς πόλεως (Π 549) A
- *†<ἐμπάρει>
- παρεκάλει As
- *<ἐμπαροινοῦντας>
- ὑβρίζοντας r. A (n)
- <ἔμπαρος>
- ἔμπληκτος
- <ἐμπάσεις>
- ἐγκτήσεις
- †<ἐμπασέντας>
- ἀρχεῖόν τι ἐν Λακεδαίμονι
- <ἐμπιστῆρας μύθων>
- πιστωτάς, μάρτυρας
- <ἐμπαστήρια>
- μελίπηκτα
- <ἔμπαστον>
- κατανθιζόμενον
- <ἔμπεδα>
- ἐπιτελῆ. ἀληθῆ. βέβαια, ἰσχυρά. ἀμετάλλακτα. ἀσφαλῆ (Ι 335)
- <ἐμπεδὴς γαμόρος μάρψεν Ἅιδης
- ἔμπεδον> ἔλεγεν τὸν Ἄιδην, ὡς Ἱππῶναξ ἀντὶ τοῦ †οὖνεμπέδου †χθόνιος. Οἱ δὲ οὕτως· ὁ Ἅιδης ἐπιμελής ἐστι γάμορος καὶ ἀσφαλής, οὐκ ἀμε- λῶν οὐδενός, ἀλλ' †εἰς τὴν γῆν λαμβάνων †τὴν μερίδα, οἷον τὴν γῆν μεριζόμενος (trag. ad. 208)
- <ἐμπεδορκεῖν>
- εὐορκεῖν. παίζει δὲ Ἀριστοφάνης (fr. 772) παρὰ τὰς πέδας
- *<ἐμπεδοῖ>
- διδάσκει p βεβαιοῖ, np πιστοῦται, [ἀσφαλίζεται An
- *<ἔμπεδον>
- βέβαιον, ἀσφαλές (Ε 254) r T
- <ἔμπεδος>
- *βέβαιος, ἀσφαλής (Δ 314) A ἀραρώς. ἀκίνητος
- <ἐμπέλανα>
- πόπανα
- <ἐμπέλα>
- ἐμπέλαζε. πρόσαγε. ἔγγιζε.
- *<ἐμπελάσαι>
- προσεγγίσαι A
- *<ἐμπέπαιχα>
- ἐνέπαιξα, ἐχλεύασα (Exod. 10,2) ASvgn
- <ἐμπολωρός>
- ἀγορανόμος. Λάκωνες
- <ἐμπεπαρμένον>
- ἐμπεπερονημένον. ἐνηλωμένον
- <ἐμπεπᾶσθαι>
- ἐνυπάρχειν. κεκτῆσθαι
- †<ἐμπεπειρακται>
- ἐμπεπόδισται
- <ἔμπεπτα>
- πλακούντια πύρινα, εἰς ἃ ἐντίθεται τὰ διὰ τυροῦ <σκευαζόμενα>. Ῥόδιοι
- <ἔμπειρος>
- ὑπομονητικός
- <ἐμπεσεῖν>
- ἐμπίπτειν
- <ἐμπέραμον>
- ἔμπειρον
- <ἐμπερής>
- ἔμπειρος. Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ μαινομένῳ (fr. 426)
- <ἐμπερκάζουσαν>
- ὑποθάλλουσαν. μελανίζουσαν
- <ἐμπερκαίνονται>
- ἐμποικίλλονται
- <ἐμπερονατρίς>
- ἱμάτιον διπλοῦν
- *<ἐμπερονῆσαι>
- διατρῆσαι ASvgn
- <ἐμπεσεῖν>
- εἰς δεσμωτήριον ἀχθῆναι (Isai. 10,4)
- <ἐμπεταλίς>
- ἔδεσμα διὰ τυροῦ σκευαζόμενον
- <ἐμπεφυυῖα>
- περιπλεκομένη (Α 513)
- <ἐμπηγός>
- ἧλος
- <ἐμπήκτης>
- ὁ τὰ δικαστικὰ γραμματίδια παρὰ τοῦ θεσμοθέτου λαμβάνων ὑπηρέτης, καὶ πήσσων εἰς τὴν κανονίδα
- *<ἔμπηρα>
- ἀνέξοχα An
- <ἐμπήρους>
- Δημήτριος ἐν Σικελίᾳ (fr. 2)· "Λακεδαιμόνιοί θ' ἡμῶν τὰ τείχη κατέβαλον, καὶ τὰς τριήρεις ἔλαβον ἐμμήρους· ὅπως μηκέτι θαλαττοκρατοῖντο Πελοποννήσιοι." Ἔμμηροι οὖν οἱ ἐνομήρεις ὄντες· τοὺς γὰρ ἐπὶ συμβάσει διδομέ- νους, ὥσπερ ἐνέχυρα τῶν ὡμολογημένων, ἔνθεν <ὁμήρους> λέγεσθαι
- *<ἔμπης>
- ὅμως (ε 205) πάντως. ὁμοίως (Ξ 174) ASvgn
- *<ἐμπίδες>
- εἶδος κωνώπων A (n)
- <ἐμπίνειν>
- πίνειν
- *<ἐμπίπλαται>
- πληροῦται. χορτάζεται (Eccles. 4,8) Avg
- *<ἐμπίπραται>
- καίεται, ἐμπυρίζεται n
- <ἐμπίπτων>
- ἀπορῶν
- <ἐμπίς>
- κώνωψ. ἢ εἶδος ζῴου παρὰ τοῖς ὕδασι γενόμενον, ὅμοιον κώνωπι, μεῖζον δέ
- <ἐμπίσειον>
- καὶ τὸ βραχὺ καὶ τὸ δαψιλῶς πιεῖν
- <ἔμπισον>
- πότισον
- <ἔμπλαστ' ἐρεῖς>
- ψεύσῃ ἀκρίτως
- <ἐμπλακείς>
- περικρατήσας, περιλαβών (Eur. Hipp. 1236)
- *<ἔμπλεοι>
- πλήρεις (A)
- *<ἔμπλεῳ>
- [ἐμπλεῖς] πλήρεις (Agp)
- <ἐμπλευροῦ>
- ἐνάλλου εἰς τὰς πλευράς. Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (fr. 50)
- <ἐμπλήγδην>
- ἐμπληκτική. ἀκρίτως. εὐμεταβόλως (υ 132)
- <ἐμπλήκτους>
- μαινομένους, μεμηνότας. εὐμεταθέτους. καταπληκ- τικούς
- <ἔμπληκτον>
- εὐμετάβολον. μανιῶδες. καὶ τὰ ὅμοια
- *<ἔμπλην>
- χωρίς. ἐγγύς, πλησίον (Β 526) An
- <ἐμπλῆξαι>
- ἐμπεσεῖν. ἐγγίσαι
- <ἐμπλησμένην>
- πεπλησμένην
- <ἐμπλόκια>
- ἑορτὴ παρὰ Ἀθηναίοις. καὶ τὸ σὺν ταῖς θριξὶ πλε- κόμενον γυναιξίν (Isai. 3,18)
- <ἐμπνεῖ μου>
- ἐρᾶι μου, ποθεῖ με
- †<ἐμπνεῖ>
- πεπληρωμένος
- *<ἔμπνευσεν>
- ἐνέπνευσεν S
- <ἔμπνευστος>
- ἄφρων. [ἢ ἀφανής]
- <ἐμπνύθη>
- ἐν αὑτῷ ἐγίνετο, καὶ [ἐφρόνησεν] <ἀνεβίωσεν> (Ε 697 v. l.)
- <ἔμπνυτο>
- [ἀνεβίωσεν] <ἐφρόνησεν> (Χ 475 v. l.)
- <ἔμπνοια>
- ἀναπνοή
- <ἐμποδίζειν>
- μασᾶσθαι. οἱ δὲ ἰσχάδας μασᾶσθαι ταῖς μελίσσαις, ἢ θλίβειν τοῖς ποσὶ τὰς ἰσχάδας
- <ἐμποδίζων ἰσχάδας>
- μασώμενος. τοῦτο δέ φασιν εἰρῆσθαι ἐπὶ τῶν μισθῷ ταῖς μελίσσαις ἰσχάδας μασωμένων. τοῦτο δέ φασί τινες εἶδος εἶναι παιδιᾶς (Ar. Equ. 755)
- <ἐμποιεῖ>
- κτᾶται
- <ἐμποίνιμον>
- τὸ ἐμ ποινῇ
- *<ἔμπυον>
- τὸ γαλακτῶδες ὑγρόν r. A
- <ἐμπεδοῦσθαι>
- βεβαιοῦσθαι, ἀσφαλίζεσθαι
- *<ἐμπολᾷ>
- περιέρχεται. A πραγματεύεται An(g)
- <Ἐμπολαῖος>
- ὁ κερδῷος Ἑρμῆς
- <ἐμπολέμια>
- τὰ εἰς πόλεμον εὔθετα (Plat. legg. 12,943 a)
- <ἐμπολή>
- *κέρδος AS οἱ δὲ τὰ φορτία. ἢ τὴν ἀργυρέην ἀλλαγήν
- *<ἐμπολήσαντες>
- πριάμενοι, ὠνησάμενοι ASvgn
- <ἔμπολις>
- ὁ πατρίδα ἔχων (Eupol. fr. 137)
- <ἐμπολόωντο>
- ἐνεπόλων. περιεποίουν (ο 456)
- *<ἐμπολῶντο>
- ἐνεβάλλοντο A
- *<ἐμπομπεύων>
- θριαμβεύων vg †καταστοχάζων
- <ἐμπόρευμα>
- πραγματεία, ἐμπορία r
- <ἐμπορίδαι>
- μέτοικοι. [ἐπιβάται]
- <ἐμποριοδονήτας>
- ἐνοικίου πρακτῆρας
- <ἐμπόριος>
- μέτοικος
- <ἔμπορος>
- *πραγματευτής Ag καὶ ὁ ἐπ' ἀλλοτρίας νεὼς πλέων g μισθοῦ, ὁ ἐπιβάτης· "ἢ ἔμπορος εἰλήλουθας νηὸς ἐπ' ἀλλο- τρίης;" (ω 300)
- *<ἐμπορποῦσθαι>
- φιβλοῦσθαι (1. Macc. 14,44) ASvg
- <ἐμπόρπημα>
- ὑφάσματος εἶδος
- <ἐμπόρω>
- ἔμποροι. δυϊκῶς
- <Ἔμπουσα>
- φάσμα δαιμονιῶδες ὑπὸ Ἑκάτης ἐπιπεμπόμενον καί, ὥς τινες, ἑνὶ ποδὶ χρώμενον (Ar. Ran. 293) Ἀριστοφάνης (fr. 501) δὲ τὴν Ἑκάτην ἔφη <Ἔμπουσαν>
- [<ἔμπρεον>
- ἔμπειρον]
- <ἐμπρέπον>
- ἐπιπρέπον, πρέπον. ὅμοιον
- *<ἐμπρέποντα>
- διαπρέποντα ASvgn
- *<ἐμπρῆσαι>
- καῦσαι (Iud. 9,52) Agn
- <ἐμπριόεντα>
- τραχύν
- <ἐμπύλαιαι>
- νυμφαῖα
- *<ἐμ πυμάτοισιν>
- ἐν ἐσχάτοις (Λ 65) A
- <ἔμπυος>
- ὁ ἐμπυϊκὸς παρὰ Μενάνδρῳ (fr. 843 Koe.)
- <ἔμπυρα>
- τὰ καιόμενα ἱερά
- *<ἐμπύρευμα>
- λείψανον (Greg. Naz. or. 4,42 ..) r. Anps
- <ἐμπυρία>
- ὅρκος ὁ δημόσιος. καὶ μαντεία, παρὰ Βοιωτοῖς
- <ἐμπυριβήτην>
- τὸν ἐπιτιθέμενον τῷ πυρὶ (Ψ 702)
- <ἐμπυριβήτης>
- οὕτως Εὖκλος <ὁ> χρησμολόγος ἐκαλεῖτο. λέγε- ται δὲ καὶ τρίπους ὁ ἐν πυρὶ τιθέμενος
- <ἐμύλλανεν>
- ἐμυκτήρισεν
- <ἐμύδαινεν>
- ἔβρεχεν
- <ἐμύξατο>
- ἔπιεν
- <ἔμυζεν>
- ἔστενεν (Hippocr. epid. 5,6) ἀπεθήλαζεν (Archil. fr. 32 Bgk)
- <ἐμυήθην>
- ἐμυσταγωγήθην r
- <ἐμύθευεν>
- ἔλεγεν
- <ἐμυθεόμην>
- ἔλεγον (β 172)
- <ἔμυκεν>
- ἐψόφησεν. ἔχανεν
- *<ἐμυκᾶτο>
- ἐφώνει (Plat. rep. 10,615 e?) A
- *<ἐμύξατο>
- ἀηδίσθη ASvg
- <ἐμύς>
- ζῷον ἐν λίμνῃ καὶ ἐν πηγῇ γινόμενον. οἱ δὲ χελώνην τὴν ἔχουσαν οὐράν
- [<ἐμυσάκτετο>
- ἐβδελύσσετο. <ἐμυσάττετο>]
- <ἐμύσαττον>
- ἐσίκχαινον
- <ἐμυσάττετο>
- ἀηδίζετο. ἐβδελύσσετο
- <ἔμυσεν>
- συνῆλθεν
- *<ἐμφαίνειν>
- ἐνδείκνυσθαι gn σημαίνειν (g)
- *<ἐμφαίνων>
- δεικνύων ASvg σημαίνων
- *<ἐμφανές>
- φανερόν (Exod. 2,14 ..) ASvg
- <ἐμφανέστατα>
- ἄγαν φανερώτατα
- <ἐμφανίζων>
- φανεροποιῶν
- <ἐμφανισθήσονται>
- φανήσονται
- *<ἐμφαντικῶς>
- ἐννοητικῶς ASvg
- <ἐμφανῶν>
- δηλαυγῶν ἐμφάσει τεκμηρίων
- *<ἐμφανῶς ἥξει>
- φανερῶς ἔλθῃ (Ps. 49,3) Anps
- <ἐμφαρυξάμενος>
- ἐμφαγών
- *<ἐμφάσεως>
- [ἐννοητικῶς] ἐννοήσεως Ag
- *<ἔμφασις>
- δήλωσις r (AS) μέγεθος Sgn (A) νόησις v (AS)
- [<ἐμφαντικῶς>
- ἐννοητικῶς. ἐμφανῶς]
- *<ἐμφαντικός>
- ἐμφανής AS
- *<ἐμφαντικώτερον>
- δηλωτικώτερον ASvgps
- <ἔμφατον>
- αἰνιγματοειδῶς εἰρημένον
- †<ἐμφάατον>
- πλακοῦντα τετυρωμένον
- *<ἐμφερές>
- ὅμοιον ASvgn
- a) <ἐμφέρεται>
- ἐφίεται. *[φέρεται ASvg περιφέρεται. b) *<<ἐμ- φερεῖς>·> ὅμοιοι ASvg
- *<ἐμφερής>
- ὅμοιος r. Sn
- *<ἐμφέρεια>
- ὁμοιότης r. ASv(gnP)
- *<ἐμ φερέτρῳ>
- ἐν τῷ φορείῳ (Σ 236) A
- *<ἐμφῆναι>
- δεῖξαι r. AS
- <ἐμφιλοχωρεῖ>
- σχολάζει ἢ *τὴν χώραν φιλῶν (Agn)
- *<ἐμφιλοχωροῦντες>
- ἐνοικοῦντες n ἐν παραμοναῖς
- <ἔμφορα>
- προσβεβλημένα ἀγέλῃ προβάτων
- <ἐμφόρβιον>
- τελώνημα
- *<ἐμφορηθέντες>
- κορεσθέντες (n) χορτασθέντες, πληρωθέντες (ps)
- *<ἐμφοροῦμαι>
- χορτάζομαι, πληροῦμαι Svgn καὶ τὰ ὅμοια
- <ἔμφραξις>
- πόνος ὤτων
- <ἔμφρονι>
- ἐχέφρονι, συνετῷ, φρονίμῳ
- *<ἔμφρων>
- συνετός ASvn φρόνιμος v
- *<ἐμφύλιον>
- συγγενικόν g ἢ τῆς αὐτῆς φυλῆς vgS (An)
- <ἔμφυλον>
- τὸν ἐκ τῆς αὐτῆς <φυλῆς>· rn οὐ πολέμιον, ἀλλ' ἐμ- φύλιον (ο 273)
- <ἐμφύσημα>
- πάθος περὶ τοὺς ὀφθαλμούς
- *<ἔμφυτον>
- ἐν τῇ φύσει ASvg
- <ἐμψηφίσαι>
- ὅταν δανειστὴς ἀποδιδόντος χρεώστου μὴ εὐθέως ἀναλαμβάνῃ εἰς ὄφλημα
- <ἐμψίουσα>
- ἐρέγματα διδοῦσα (Aesch. fr. 51)
- <ἐμφωλεύει>
- κρύπτεται
- *<ἔμψυχον>
- ζῷον AS
- <ἐμωλύνθη>
- ἐπαύσατο. ἠμβλύνθη. [μενέων ἐμῶν ἐπιθυμιῶν ἢ προθυμῶν]
- <ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς>
- τῶν ἐμῶν προθυμιῶν ὁ κωλυτής (Θ 361)
- <ἐμώσατο>
- εὗρεν. ἐτεχνάσατο. ἐζήτησεν
- <ἐν>
- ἀντὶ τοῦ εἰς. καὶ ἀγανακτοῦντος ἐπιφώνημα. καὶ πρόθεσις
- <ἐναβρύνεσθαι>
- ὡραΐζεσθαι ἢ ἐντρυφᾶν· <ἁβρὸς> γὰρ ὁ τρυ- φερός
- <ἐναβρύνεται>
- *μεγαλοφρονεῖ ASn ἐντρυφᾷ vgn σεμνύνεται. λαμπρύνεται
- *<ἐναγές>
- μυσαρόν, ἀκάθαρτον (n)
- <ἐναγής>
- πονηρός
- *<ἐναγῆ>
- μεμισημένον AS
- *<ἐναγές>
- μεμιασμένον (ASn)
- <ἐναγίζειν>
- τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις (Hdt. 1,167,2) ἢ διὰ πυρὸς <δαπανᾶν> ἢ φονεύειν. <Ἄγος> γὰρ τὸ μίασμα
- <ἐναγίσματα>
- ὁλοκαυτώματα r
- *<ἐναγισμοί>
- τὸ αὐτό ASvgn
- *<ἐν ἀγκοίνηισιν>
- ἐν ταῖς ἀγκάλαις (Ξ 213) AS
- <ἐναγκωνιεῖς>
- ἀποκλινεῖς
- <ἐναγοράζειν>
- ἐναθροίζεσθαι
- *<ἐναγοῦς>
- ἀκαθάρτου ASvgn
- <Ἔναγρος>
- ἔπαγρος. καὶ Ἀπόλλων ἐν Σίφνῳ
- *<ἔναγχος>
- πρώην. προσφάτως, A πρὸ μικροῦ, ἀρτίως ASvgn νῦν, ἐγγύς, πρὸ βραχέος ASn
- <ἐναγῶν>
- ῥυπαρῶν
- *<ἐν ἀγωνίᾳ>
- ἐν μερίμνῃ (ev. Luc. 22,44) AS
- <Ἐναγώνιος>
- ὁ Ἑρμῆς
- <ἑνάδες>
- σύστημα
- [*<ἐνάδοντες>
- ἐμπεσόντες g Σ]
- <ἐναερίζει>
- μετεωρίζει
- <ἐνναΐζω>
- λιτανεύω πρὸς τοῖς ναοῖς r
- *<ἐν ἀέθλωι>
- ἄθλωι (Π 590) ASn
- <ἐναθρεῖν>
- ἀτενίζειν
- *<ἐναθύροντες>
- παίζοντες AS
- <ἐναθύρσας>
- ἐμπαίξας
- *<ἔναιεν>
- ἔμενεν. ᾤκει (Ε 543) S (gb)
- <ἐν Ἅιδῃ>
- ἐν τῷ σκότῳ
- *<ἐν αἰθρίᾳ>
- ἐν [τῷ] φανερῷ ASgn
- <ἐν αἰνῇ>
- ἐν τῇ δεινῇ (Γ 20)
- *<ἐν αἰνίγματι>
- ἐν παρεικασίᾳ AS ἐν παραβολῇ (1. Cor. 13,12)
- [<ἐννεός>
- ἔκπληκτος]
- <ἐναίρει>
- ἀναιρεῖ, φθείρει
- <ἔναιρε>
- ἄνελε, *φόνευε (n), σκύλευε (Κ 481)
- *<ἐναίρειν>
- τὰ αὐτά (Φ 485) S
- *†<ἐναιρέσει>
- ἐνθλίψει AS
- [<ἐναίσασθαι>
- φθαρῆναι. γηρᾶσαι]
- *<ἐναίσιμα>
- ἀγαθά, καὶ καθήκοντα (Β 353) ASn
- <ἐναίσιμοι>
- μαντευτικοί. καθήκουσαι (Ω 40)
- <ἐναίσιμον>
- καθῆκον (Ζ 519) r (g) T πρᾷον. ἡδύ. [αἴσιον r καλόν [ἀγαθόν r ἀληθές
- <ἐναισιμία>
- διοσημία
- <ἐναίσιμος>
- τὰ καθήκοντα, προσήκοντα εἰδώς. ἢ Ζεὺς ἐν Κο- ρωνείᾳ. καὶ καθήκων
- <ἐναισίου>
- ἀριστεροῦ. [οἱ δὲ ἐνάσαρι]
- <ἐναιχμάσαι>
- ἐνμαχέσασθαι
- *<ἐν ἀκαρεῖ>
- ἐν ῥιπῇ ASvgn Ἀκαρῆ, ἀκαρί, ἐν ἀκαρεῖ· <η>, <ι>, δίφ- θογγον
- *<ἐν ἀκμῇ>
- ἐν δυνάμει (Esth. 5,1 d) ASvg
- *<ἐν ἀλαλαγμῷ>
- ἐν εὐφήμῳ βοῇ (Ps. 32,3 ..) ASvg
- *<ἐνάλια>
- τὰ θαλάττια ASvg (n)
- <ἐνάλιαι κορῶναι>
- αἴθυιαι (ε 66)
- *<ἐναλίγκιος>
- ὅμοιος r. S (Avb) ἐοικώς (Ν 242)
- <ἐναλίσαι>
- ἐγκυλῖσαι
- <ἔναιμος>
- ἀνὴρ ζωός. συγγενής. καὶ ὁ Ζεύς
- <ἐναλλάξαι>
- δοῦναι, ἀμεῖψαι
- *<ἐνάλλονται>
- ἐπιπηδῶσιν AS
- <ἐνάλλοντας>
- ἐμπηδῶντας. ἢ *ἐμπεσόντας. AS
- *<ἐναλόντα>
- συλληφθέντα, κρατηθέντα Avg
- <ἐν ἅμματι>
- ἐν φλογί
- <ἐναμμένος>
- ἐγκεκομβωμένος
- <>ένανδρον>
- κενὸν ἀνδρῶν
- <ἐναμπυκίσαι>
- ἐγχαλινῶσαι
- <ἔναντα>
- φανερῶς
- *<ἔναντι>
- ἐξ ἐναντίας r. Sn
- <ἐναντίβιος>
- ἐναντίαν δύναμιν ἔχων
- <ἐναντίοι ἀλλήλοισιν>
- ἐρίζοντες πρὸς ἀλλήλους (Λ 67)
- *<ἐναντίον>
- ἐνώπιον. ἐμπρός ASP
- <ἐναντιότης>
- ἔρις. [καὶ <ἐναντίοι ἀλλήλοις>· ἐρίζοντες]
- <ἔναξεν>
- ἔσαξεν. ἐπίλωσεν. συνεπλήρωσεν. ἐπιμελῶς ἐμέστωσεν (φ 122)
- <ἐναπείληπτο>
- ἐγκατείχετο
- *<ἐναπερείσασθαι>
- ἐμπῆξαι AS στῆσαι (2. Macc. 9,4)
- <ἐναπέψυξε>
- τέθνηκεν
- *<ἐναπειλημένους>
- διακρατηθέντας A
- <ἐναποθέρομαι>
- †ἐνδέχομαι
- <ἐναπομάξασθαι>
- τὸν τύπον ἀναλαβεῖν
- *<ἐναπομάξεται>
- ἐναποτυπώσει AS
- *<ἐναπομάττεσθαι>
- ἀναλαμβάνειν. μανθάνειν AS
- *<ἐναποματτόμενοι>
- ἐντυποῦντες ASvgn
- <ἔναρ>
- εἰς τρίτην. Λάκωνες
- <ἔναρα>
- ὅπλα. σκῦλα, λάφυρα (Ζ 480)
- <ἐνάραι>
- ὑγιᾶναι
- †<ἐναράνει>
- ἐντρυφᾷ
- *<ἔναρα βροτόεντα>
- τὰ σκῦλα τὰ ἀνθρωπίνῳ αἵματι μεμιασμένα (Ζ 480 ..) A
- <ἐναργῆ>
- δῆλα, φανερά. βέβαια, ἀσφαλῆ
- <ἐναρεῖν>
- κυΐσκεσθαι. διαλέγεσθαι
- <ἐνάρης>
- ἐνηρμοσμένος
- <ἔναρθρον>
- εὐάρμοστον. ἡ ὑπὸ γράμμασι δηλουμένη φωνή
- <ἐναρίζει>
- συκοφαντεῖ
- <ἐναρίζειν>
- [συκοφαντεῖν] σκυλεύειν· <ἔναρα> γὰρ τὰ σκῦλα· "οὐδέ μιν ἐξενάριξε" (Ζ 417) καταχρηστικῶς δὲ ἀναιρεῖν (Χ 376) ... ["Ἤτοι βέλτερόν ἐστι κατ' οὔρεα θῆρας ἀναιρεῖν" (Φ 485)]
- *<ἐνάριζεν>
- ἀνεῖλεν, ἐφόνευεν A ἐσκύλευεν (Π 731)
- *<ἐναρίζοι>
- φονεύοι An καὶ τὰ ὅμοια (Α 191)
- *<ἐνάριζον>
- ἐσκύλευον A ἀνεῖλον (Ο 343)
- <ἐναρίθμια>
- φίλα, συνήθη
- <ἐναρίθμιος>
- συμψηφισθείς, καταριθμηθείς (Β 202)
- †<ἐνάρεσθαι>
- ἀπολλύειν. φθονεῖν. ἐρείδειν. [ἀπολαύειν]
- <ἐναρίσασθαι>
- ἐξοπλίσασθαι
- <ἐναρκεῖ>
- ἐνδέχεται
- <ἐναρκτεύει>
- φωλεύει, κρύπτεται
- *<ἐν ἄρκυσι>
- <ἐν> δικτύοις (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 155) Avgn
- *<ἐναράξει>
- ἐνορμήσει A
- *<ἐναρσφόρος>
- σκυλοφόρος (Hes. scut. 192 v. l.) Agn
- "<ἐναροκτάντας> δὲ φθογγ.. σκότος ὑψοῦ τέλος ἀθανάτων ἀπολείψει" Αἰσχύλος ἐν Νηρηΐσιν (fr. 151). οἱ ὑπομνηματι- σταὶ παρὰ τὸ "οὐχ ὁσίη φθιμένοισιν ἐπ' ἀνδράσιν εὐχετάα- σθαι (χ 412)" ἵνα ᾖ ὁ νοῦς· ὁ δὲ <ἐναροκτάντας> θάνατός μοι ἐπικαυχώμενος τὸ ἐκ τῶν θεῶν τέλος ὑψοῦ ἀπολείψει, τὰ τῶν ἀθανάτων ὕψη, καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς ἥξει
- <ἔναρος>
- ἔνοχος. [ἐπικατάρατος r
- *<ἐνάρων>
- σκύλων An
- †<ἐναρῶν>
- ἐπαύσατο σκύλων†
- <ἔνας>
- εἰς τρίτην
- *<ἐνασελγαίνων>
- πορνεύων A
- <ἐνᾶσθαι>
- φθαρῆναι. γηρᾶσαι
- <ἐνάσθη>
- ᾠκίσθη (Callim. fr. 680) r
- <ἐνάσσατο>
- ᾠκίσατο r
- <ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο>
- ἐνεπλάκη τῇ ἀσπίδι (Ο 645)
- <ἔναστρος ὥστε μαινάς>
- Ἀχαιὸς Ἀλφεσιβοίᾳ (fr. 16) ἀντὶ τοῦ Ὑάς· τὰς γὰρ Βάκχας Ὑάδας ἔλεγον
- *<ἐν ἄστεσιν>
- ἐν πόλεσιν (Avgn)
- <ἐναστεϊζόμενον>
- ἐνοικοῦντα
- *<ἐν ἀτόμῳ>
- ἐν ῥιπήματι. An ἐν τάχει (1. Cor. 15,52) A
- <ἔναυδος>
- ἔμπνους. φωνήεις
- *<ἐναυάγησαν>
- ἐκινδύνευσαν (1. Tim. 1,19) A (vg)
- *†<ἐναυάζει>
- ἀμφιβάλλει As
- *<ἐναυλίζεσθαι>
- ἐνδιατρίβειν A (g)
- *<ἐναυλισθήσεσθαι>
- ἐνοικισθήσεσθαι A (gs)
- *<ἐναύλισμα>
- νεωστὶ γενόμενόν τι AN οἴκημα ASvgb
- <ἔναυλοι>
- αἱ ἐπὶ τῶν χειμάῤῥων ποταμῶν καταβάσεις. τινὲς δὲ ποταμοὺς χειμάῤῥους (Π 71). ἢ διατριβαί
- *<ἔναυλον>
- νέαν ἔχον τὴν εὐεργεσίαν Avgn, οὐ πρὸ πολλοῦ· ἢ διατρίβοντα A
- *<ἔναυλος>
- ὁ ἀκουόμενος, παρὰ τὸν αὐλόν A
- <ἐναύλους>
- ποταμούς, χειμάῤῥους Agn. διόρυγας (Π 71) An
- <ἐναυλόχουν>
- κατὰ πλοῦν ἐλόχων
- <ἔναυὁν>
- ἔνθες. Κύπριοι
- *<ἐναύοντες>
- ἀνάπτοντες πυρί. τὰ γὰρ σμήνη τῶν μελισσῶν διώκουσι διὰ πυρὸς καὶ καπνοῦ A (n)
- <Ἔναυρος>
- ὁ Ἀπόλλων
- <ἐναύρω>
- πρωΐ. Κρῆτες
- <ἐναῦσαι>
- ἐνάψαι. ἢ μεταλαβεῖν
- *<ἐναύσασθαι>
- ἐξάψαι Anp
- *<ἔναυσμα>
- λείψανον. μετάληψις AS
- *<ἐναύσματα>
- ἀρχάς. ἐμπυρεύματα ASvgn φαντάσματα AS
- <ἐναυχῆσαι>
- ἐνλαμπρύνασθαι
- <ἐναυχοῦσα>
- ἐλλαμπρυνομένη. σεμνυνομένη. καυχωμένη [ἐνα- φρένει θυμόν]
- <ἐνάχθη>
- ἐσάχθη. ἐπληρώθη. ἐπιλώθη
- <ἐνναύων>
- πρὸς τῷ ναῷ διάγων, ἱκετεύων
- *<ἐν βένθεσιν>
- ἐν βάθεσιν (Α 358) AS
- *<ἔνβεννος>
- ὑελοειδής Avgp
- *<ἐν βουλῇ>
- ἐν φροντίδι (2. Esdr. 10,3 v. l.) ἐν συναγωγῇ. ἐν ὁδῷ (Ps. 1,1) AS
- <ἐμβρῆσαι>
- ἐν φόβῳ
- *<ἔν γε δή>
- ἐν πρόθεσις, <γε, δὴ> σύνδεσμοι ASv(g)
- <ἐνγείνωνται>
- ἐνγεννήσωσιν (Τ 26)
- <ἐνγηράσασθαι>
- [ἐν] γήρᾳ χρήσασθαι
- *<ἐν γήρᾳ πίονι>
- γῆρας λιπαρόν (Ps. 91,15) Avgp
- †<ἔνγλαυσιν>
- ἐνγλαύκεσιν
- <ἐν γούνασι>
- ταῖς φρεσί (Ρ 514 ..) καὶ μέλεσι
- *<ἐνγράφει>
- ἐγχαράττει ASn
- <ἐνδακοῦσα>
- κατεσθίουσα
- <ἐνδαμεῖ>
- ἐμμένει
- <ἐνδαναία>
- ἐρημία
- <ἐνδανδαίνει>
- ἀτενίζει. κατατολμᾷ
- †<ἐνδαές>
- ἐν διανοίᾳ ἑκάστου
- <ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν>
- ἐνέπρησε δὲ ὁ ἄνεμος. ἐνεφύσησεν, ἐγέ- μισεν, ἐκόλπωσεν (Α 481)
- <ἐν δαπέδῳ>
- ἐν τῷ ἐδάφει (λ 577)
- <ἐνδάπιον>
- ἐγχώριον
- <ἐν> δ' ἄρ' <ἔβη>
- ἀνέβη δέ (Γ 761)
- <ἔνδασαι>
- μέρισον
- <ἐν δ' Αἴθυια>
- οὕτως Ἀθηνᾶ τιμᾶται παρὰ Μεγαρεῦσιν· ἐπειδὴ εἰς αἴθυιαν ἀπεικασθεῖσα ὑπὸ τὰ πτερὰ ἔκρυψε τὸν Κέκροπα, καὶ διεκόμισεν εἰς τὰ Μέγαρα
- <ἐνδατεῖται>
- ἀπομερίζει (Aesch. fr. 350)
- <ἐνδατουμένη>
- ἐπιλαμβανομένη. μερίζουσα
- <ἐνδατούμενος>
- μεριζόμενος. καὶ οἱονεὶ κακῶς λέγων σφοδρῶς. ἀπὸ τῆς <δαιτός> (Eur. Herc. 218)
- <ἔνδαυλον>
- λοχμῶδες. δασύ
- [<ἐνδέναι>
- γνῶναι]
- <ἐν δέ>
- πρὸς τούτοις δέ. ἐν αὐτῇ δέ (Σ 483 ..)
- *<ἐνδεεῖ>
- χρείαν ἔχοντι AS πτωχῷ (ASn)
- <ἐνδέειν>
- ἐλλείπειν
- [<ἐνδεῖ>
- ἐντέλλεται]
- <ἔνδεια>
- πενία, πτωχεία. πεῖνα (Prov. 6, 11)
- [<ἔνδεικτο>
- ἐσήμηνεν]
- *<ἐνδείξει>
- ἐπιδείξει A ἐντελεῖ
- <ἔνδειξις>
- ἀπόδειξις
- *<ἐνδείξομαι>
- ἀπολογήσομαι (Τ 83) ASvg
- †<ἐνδείξω>
- ἐντινάξω
- <ἐνδεῖν>
- *χρῄζειν, ASgN <ἐν> ἐνδείᾳ εἶναι, καὶ ἐλλείπειν
- <ἕνδεκα>
- ἄρχοντες, οἷς παρεδίδοντο οἱ θανάτῳ καταδικασθέντες
- <ἑνδεκαδικόρ>
- εἶδός τι φασκωλίου. <Λάκωνες> S
- <ἐδεκάτευσα>
- τὴν δεκάτην ἐπραξάμην
- *<ἐνδελεχεῖ>
- πυκνάζει [Λάκωνες] (Sir. 41,6 v. l.) A
- *<ἐνδελεχισθήσεται>
- ἐνβραδυνεῖ (Sir. 20,19 ..) A
- *<ἐνδελεχισμός>
- ἐπιμονή (Sir. 7,13) (Ag)
- *<ἐνδελεχῶς>
- ἀδιαλείπτως, συνεχῶς, ἐπιμόνως (Exod. 29,38 ..) Avgn
- <ἐνδελιτές>
- παντελές (Epich. fr. 183)
- <ἐνδενδίλλειν>
- ἐμβλέπειν
- <Ἔνδενδρος>
- παρὰ Ῥοδίοις Ζεύς· καὶ Διόνυσος ἐν Βοιωτίᾳ
- <ἐν δεξιᾷ>
- ἐκ δεξιῶν, <οὐκ> <ἐνδέξια>· εἰ μὲν προπαροξυτόνως, οὐκ ἂν ἐπενέγκαιμεν τὸ ἀντικείμενον "<ἔστι δὲ πόλις ἐν δεξιᾷ εἰσπλέοντι τὸν Ἰόνιον κόλπον>" (Thuc. 1, 24, 1)
- <ἐν δέοντι>
- ἐν μέρει
- <ἐνδέοντες>
- δανειζόμενοι
- <ἐν δέ οἱ ἦτορ>
- ἐν δὲ τοῖς στήθεσιν αὐτοῦ ἡ ψυχή (Α 188)
- *<ἐν δ' ἔπεσεν>
- ἔπεσεν <δέ> (Δ 134) A
- *<ἐν δὲ ῥυτῆρσι>
- τοῖς λώροις (Π 475) A
- <ἐν δὲ σθένος ὦρσεν>
- ἕκαστον ἐῤῥώννυσεν (Β 451)
- †<ἐνδεές>
- συνεχές
- <ἐνδευκέα>
- ἐμφερῆ, ὅμοια
- <ἐνδευκές>
- ὅμοιον
- <ἐνδεῶς>
- ἐλλιπῶς r
- <Ἐνδηΐδες>
- αἱ νύμφαι ἐν Κύπρῳ
- <ἔνδηλοι>
- φανεροί
- <ἐνδημία>
- παρουσία r
- <ἐνδήμου>
- συγγενικοῦ
- <ἐνδημησάντων>
- ἐλθόντων
- <ἔνδια>
- ὀδύνη. λεῖψις πράγματος. ἢ μεσημβρία. διατριβή
- <Ἐνδίαγρος>
- Ἄρτεμις
- <ἐνδιάθετος λόγος>
- πᾶς λόγος ἐν νῷ λαμβανόμενος
- <ἐνδιαθέτως>
- ὁλοψύχως r ἢ διηνεκῶς
- <ἐνδιάθηκος λόγος>
- πᾶς ἔγγραπτος
- <ἐνδιαιτᾶται>
- σύνεστι. διατρίβει
- <ἐνδιαιτᾷ>
- †ἀρκέσει
- <ἐνδιαίτημα>
- *διατριβή Pgn οἰκητήριον r οἴκημα
- *<ἐνδιατρίβων>
- ἐπιμένων (Thuc. 7, 81, 4) (A)
- <ἔνδειγμα>
- ἀπόδειξις (2. Thess. 1,5)
- <ἐνδιάζω>
- μεσημβρίας ὥρᾳ ...
- <ἐνδιάασκεν>
- διετέλεσε διάγων ἐν <ὑπαίθρῳ> (Theocr. 22, 44)
- <ἐνδίεσαν>
- ἐπεδίωξαν, ἐπώτρυναν, ἐσπούδασαν (Σ 584)
- <ἐνδιές>
- ἔνυδρον
- <ἐν δίκῃ>
- δικαίως
- [<ἐνδίες ἵπποι>
- ἐν τῷ Ἀδρίᾳ ἵπποι· καὶ λυκοπαδεῖς καὶ λυκο- φόροι]
- *<ἔνδικον>
- ἀληθές n δίκαιον Avgn ἄξιον (Ep. Rom. 3,8) n
- *<ἔνδιος>
- μεσημβρινός (δ 450) n
- *<ἐνδίκως>
- δικαίως Avg ἀξίως (vgn) ἀληθῶς (Eur. Or. 505 ..) Avg
- <ἐνδίνων>
- τῶν μελῶν. ἀπὸ τοῦ <ἐνδύσασθαι> τῷ θώρακι καὶ τοῖς ἄλλοις ὅπλοις (Ψ 806)
- *<ἐνδίοις>
- ὀρθρινοῖς An
- [<ἐνδίσματα>
- ἐναλίσματα]
- <ἐνδιῶνται>
- μεσημβριάζουσιν
- *<ἐνδοιαστόν>
- ἀμφίβολον Ngp ἀμφιδοξούμενον
- ...
- ἐν δισταγμῷ, ἐν φροντίδι
- <ἐν δοιῇ δέ>
- ἐν δισταγμῷ δέ (Ι 230)
- <ἐνδοιϊτίναι>
- οἱ ἀπὸ ἑπτὰ πατέρων καὶ μητέρων ἀστῶν κατά- γοντες τὸ γένος
- <ἐν δοκῇ>
- ἐν ἐπιβουλῇ
- <Ἐνδοκία>
- Δημήτηρ παρὰ Ἀθηναίοις
- <ἔνδοκος>
- ἐνέδρα
- [<ἐνδομαρία>
- ἡ κτίσις· ἢ παροιμία]
- <ἐνδομενία>
- κτῆσις. ἢ ἀποσκευή
- †<ἐνδόθρας>
- τὰς ἀποκοπὰς τῶν νεοδόρων δερμάτων
- [<ἐνδοιέμεναι>
- ὅσοι ἀπὸ ἑτέρων πατέρων καὶ μητέρων]
- *<ἐνδομυχί>
- ἐν ἀποκρύφῳ τόπῳ vg
- *<ἐνδόμυχοι>
- κάτοικοι AP
- *<ἔνδον>
- ἔσωθεν r. AP
- *<ἐνδόσθια>
- ἔγκατα (Exod. 29,17 ..) r. A
- <ἐνδόσιμον>
- τὸ πρὸ τῆς ᾠδῆς κιθάρισμα r
- <ἔνδοσις>
- ὁμοίως r
- *<ἐνδούμενοι>
- ἐνδεσμεύοντες A ἢ δεσμούμενοι Agp
- <ἐνδούπησα>
- ἐνέπεσα (μ 443)
- <ἔνδρατα>
- τὰ ἐνδερόμενα σὺν τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ποσί
- <ἐν Δριώνας>
- δρόμος παρθένων ἐν Λακεδαίμονι
- [<ἔνδροια>
- καρδία δένδρου καὶ τὸ μέσον]
- *<ἐνδρομίδες>
- ὑποδήματα ps
- <Ἐνδρομώ>
- Δημήτηρ ἐν Ἁλικαρνασῷ
- *<ἔνδρυον>
- καρδία δένδρου. καὶ τὸ μέσον A
- <ἐνδοιάζει>
- ἀπορεῖ. διστάζει (r) n
- *<ἐνδοιασμός>
- ἀμφιβολία r δισταγμός rg καὶ ἀπορία
- †<ἔνδυδαν>
- ἕωθεν†
- <ἐνδυκέως>
- φιλοφρόνως. *[ἐπιμελῶς (Ψ 90) A
- <ἐνδύκιον>
- πιστόν. φίλον. ἐμφερές. βέβαιον. ἀπόκρυφον
- <ἐνδυκές>
- συνεχές. συνετόν. ἀφελές. ἀσφαλές. γλυκύ. πρόθυμον. εὔνουν. πιστόν. ἐπιμελές
- <ἐνδῦναι>
- εἰσδῦναι. εἰσελθεῖν
- <ἐνδύλω>
- ἔνδοθεν
- <ἐνεβάτευσεν>
- κατέσχεν
- *<ἔνδυνεν>
- ἐνεδύσατο (Β 42) N
- <Ἐνδυμίωνα Κᾶρα>
- Ἀριστοφάνης (fr. 915) τὸν Ἐνδυμίωνα Κᾶρά φησι διὰ τὸ περὶ τὸν Λάτμον δοκεῖν αὐτὸν τεθάφθαι
- <ἔνδυσις>
- κατάδυσις
- <ἐνδύτας>
- αὐλωτὸς στάμνος
- <ἐνδωρότερον>
- ὠμότερον. ἀκρατέστερον
- <ἐνδώσω>
- ὑποσημανῶ. παρέξω. δηλώσω
- †<ἐνεασμός>
- ἐμπαιγμός. πανουργία, δόλος
- *<ἐνεβριμήσατο>
- ὠργίσθη r. APgn ἐτάραξεν (En. Io. 11,33) r. v
- <ἐνέβριθον>
- ἐνεκύουν
- *<ἐνέγκασθαι>
- ἐνέγκαι g φέρειν
- <ἔνεγκον>
- ἔνεγκε (Gen. 27,4 ..)
- *<ἐνεγκοῦσαν>
- τὴν μητέρα. ἢ πατρίδα Avg ἢ πόλιν
- <ἐνεγλαυκώς>
- φοβερὸς ἰδεῖν
- †<ἐνέδεκτο>
- ἐνεσήμηνεν. ἐνετείλατο
- <ἐνεδιάσθη>
- [εἰσ] ἐνεπλάκη
- *<ἐνεδίδου>
- ἐχαυνοῦτο (Gen. 8,3) A
- *<ἐνέδρα>
- ἔγκρυμμα AN δολερὸν ὑποκάθισμα Avg
- *<ἐνεδρεύει>
- δόλον μηχανᾶται Avg ἐνκαθέζεται AN κατατηρεῖ (Ps. 9,30)
- <ἐνέδρη>
- ἐνηδρεύθη
- *<ἔνεγκεν>
- ἤνεγκεν AS
- [<ἔνιεν>
- ᾤκει]
- <ἐνέεικαν>
- ἤνεγκαν
- <ἐνεείκω>
- ἐνέγκω
- <ἐνέηκεν>
- ἐνέβαλεν (Κ 89)
- *<ἐνεθουσία>
- ἐμαίνετο ASvg
- *<ἐνέθορεν>
- ἐνεπήδησεν AS
- <ἐνειπή>
- ἀπειλή
- *<ἐν εἴδεσιν>
- ἐν διαφοραῖς ASvg
- <ἐνέθρεξεν>
- προσωρμίσθη
- <ἐνεθρίωσαν>
- θρῖον ἐποίησαν, ὅπερ ἐστὶ βρῶμα
- <ἐνεθυμίαζον>
- ἐνεθυμούμην
- <ἔνει>
- Ἀττικοί. ἔνηθεν
- <ἐνείληται>
- ἐζημίωται
- <ἐνειλημμένους>
- πολιορκηθέντας
- <ἐνειμάμην>
- ἐμερισάμην
- <ἐνεῖκαι>
- ἐνέγκαι (Σ 334)
- *<ἔνειμεν>
- ἔδωκεν (ξ 449) N
- <ἐνειματιών>
- ὁ τὰ †ἐνπάσματα τοῖς ἀνδριᾶσιν ἐκτιθείς
- <ἔνειρα>
- ἐνέβαλον. ἐνεπερόνησα
- *<ἔνειρας>
- ἐνέῤῥαψας. S ἐνέβαλας AS ἥρμοσας. συνῆψας (Iob 10,11)
- <ἐνείρων>
- ἐναρμόζων. συνάπτων
- <ἐνείς>
- ἐνθέμενος (Eur. Bacch. 851)
- <ἐνείσποι>
- εἴποι (Ξ 107)
- *<ἐνεῖχον>
- ἐχόλουν AS ὠργίζοντο (Gen. 49,23) s (gn)
- <ἕνεκα>
- τοὔνεκα, τούτου [χάριν (Α 110) Sn
- [<ἐνεκές>
- εἰς τρίτην]
- *<ἐνσκήψαντα>
- ἐφορμήσαντα ASvg
- <ἐνεκολάβισε>
- κατέπιεν. ἀπὸ τῶν ἀκόλων. ἢ καὶ ἐπέρανεν, ὥς τινες. οἱ δὲ <ἐνεκολήβασεν>
- *<ἐνεκοπτόμην>
- ἐνεποδιζόμην (Rom. 15,22) AS
- *<ἐνεκότουν μοι>
- ἐμηνίαζον. ἐμνησικάκουν (Ps. 54,3) ASvg
- <ἐνέκρουσεν>
- προσέβαλεν. ἐπέσχεν
- <ἐνεκρίκωσεν>
- ἐνέδησεν (Hippocr. oss. nat. 18, IX 194,8 L.)
- <ἐνέκυρσεν>
- ἐνέτυχεν S ἐπλησίασεν (Ν 145)
- *<ἐν ἐλλεδανοῖσι δέοντο>
- ἐν τοῖς δεσμοῖς ἐδέσμουν (Σ 553) AS
- *<ἐνέλειπεν>
- εἴασεν AS
- *<ἐνέλειψε>
- παρέλειψε AS(vg)
- <ἐνελήκησα>
- ἔπλησα. ἐψόφησα (Cratin.?)
- †<ἐνελήκισεν>
- ἐνεκύλισεν
- <ἐνελίπανεν>
- ἔπλησεν. [ἔπληξεν]
- <Ἐνελυσκίς>
- Δημήτηρ ἐν Σάμῳ
- <ἔνελος>
- νεβρός
- *<ἔνεμεν>
- ἔβοσκεν AS εἶχεν
- *<ἐνεμέσσα>
- ἐμέμφετο (Ν 16) ἢ ἐμεμψάμην AS
- <ἐνένωτο>
- ἐνενόητο (Hdt. 1, 77, 3)
- <ἐνένιπεν>
- *ἐπέπληξεν AS ἐλοιδόρησεν, ὠνείδισεν. ἠπείλησεν (Π 626)
- *<ἐνέμοντο>
- ᾤκουν (Β 496) gn
- *<ἐνέντος>
- ἐμβαλόντος ASN
- <ἐνέξεται>
- ἐνσχεθήσεται
- <ἐνεοί>
- ἄφωνοι (Act. ap. 9,7)
- [<ἐνεόλκον>
- ἰσόῤῥοπον] r
- *<ἐνεόν>
- κωφόν. καὶ μωρόν ASn ὅθεν καὶ <ὁ> ἀμνήμων (Prov. 17,28)
- *<ἐνεός>
- νωχελής. μετέωρος ASg κωφός vg μάταιος μωρός g ὃς οὔτε ἀκούει οὔτε λαλεῖ
- *<ἐνεόχμωσεν>
- ἐκίνησεν AS ἠλλοίωσεν Σ [ἐκαινοποίησεν (Avg) Σ
- *<ἐνεπάγησαν>
- ἐνηλώθησαν (Ps. 37,2) ASvg
- <ἐνεπαρῴνησαν>
- ἐνύβρισαν
- <ἐνεπάρησαν>
- συνεπλάκησαν
- <ἐνέπασσεν>
- ἐνεποίκιλεν g ὅθεν καὶ <παστός> (Γ 126) [ἢ ἐνέτα- σεν. ἢ ἐπόκιλεν]
- *<ἐνέποντες>
- λέγοντες (Λ 642) Avgn
- <ἐνέπουσι>
- λέγουσιν (Eur. Or. 1461)
- <ἐνέπει>
- λέγει. κελεύει. ἱστορεῖ
- <ἐνεπιδημεῖν>
- ἔνδημον εἶναι
- <ἐνέπνεον>
- ἐβίουν
- <ἐνεπνύνθη>
- ἀνεβίωσεν. ἠγέρθη (Ε 697 v. l.)
- <ἐνέπρηθον>
- ἔκαιον (Ι 585)
- *<ἐνεργεῖ>
- πράττει ASNs
- <ἐνέργησις>
- ἡ εἰς γλουτοὺς κάθεσις τῶν χειρῶν
- *<ἐνεργεῖται>
- κατασκευάζεται (1. Esdr. 2,20) AS
- *<ἐνεργεῖν>
- ἑτοίμως πράττειν (Ep. Phil. 2,13) ASvg
- *<ἐνεργής>
- δυνατός ASvg ἰσχυρός (Ep. Hebr. 4,12)
- <Ἐνεργίδα>
- Δημήτηρ
- <ἐνεργμός>
- κροῦσμα μουσικόν· τὸ δ' αὐτὸ καὶ <ἔνερξις> (Phryn. com. fr. 6)
- *<ἐνεργοί>
- ἕτοιμοι πρὸς ἐργασίαν AS ἢ αἱ μὴ ἀργαί
- *<ἐνεργουμένη>
- εἰσακουομένη. τελουμένη (S)
- *<ἔνερθεν>
- κατωτάτω, ὑποκάτωθεν (Θ 16) ASvgn
- <ἐνερείσας>
- *ἐμπήξας ASvgn στηρίξας. ἢ ἐμβαλών
- <ἐνερείσομεν>
- ἐμβλέψομεν
- *<ἐνερείδοντες>
- ἐμπηγνύντες ASn
- *<ἐν ἕρκεσι>
- περιφράγμασι N τείχεσιν (φ 238)
- *<ἔνεροι>
- νεκροί. ὑποχθόνιοι n ἀσθενεῖς
- *<ἐνέροις>
- τοῖς ὑπὸ τὴν γῆν τόποις (Ο 188) n
- <ἔνερθεν>
- κάτω
- <ἐνέρτατον>
- κατώτατον r
- <ἐνέρτεροι>
- οὕτω λέγονται [οἱ Τιτᾶνες r διὰ τὸ κατατεταρτα- ρῶσθαι.
- *<ἐνέρτερος>
- κατώτερος vgn ἐν <τῷ> κατωτέρῳ <διάγων τόπῳ> (Ε 898) n
- *<ἔνεσαν>
- ἦσαν S ἐνῆσαν (Ζ 244)
- <ἐνεσιάλευεν>
- ἔπτυεν, ἐνέπτυεν
- <ἐνεσίῃσιν>
- ἐννοίαις, καὶ βουλῇ (Ε 894)
- <ἐνεσκίμβηκεν>
- ἐνεστήρικται. ἐνεσκίρωται
- *<ἐνεσκίμφθη>
- κατεπάγη (Π 612) Sgn
- *<ἐνέσκιμψεν>
- ἐνέπεσεν g
- *<ἐνεσκιρωμένη>
- ἐῤῥυπωμένη (AS) b
- <ἐνεσκιρωμένον>
- τὸ †ἄγαν ἔχον (Isai. 27,1 Hex.?)
- <ἐνεσκευάσατο>
- καθωπλίσατο
- <ἐνέστακται>
- ἔνεστιν κατά τι μέρος (β 271)
- *<ἔνεστιν>
- ἔξεστιν. ἐξόν AS
- <ἐνεστῶτα>
- παρόντα. προκείμενον (1. Esdr. 9,6)
- *†<ἐνέτας>
- τοὺς ἐνοικοῦντας AS
- <Ἐνετᾶν>
- ἐκκεῖτ..
- *<ἐνετείλατο>
- παρήγγειλεν r. AS διετάξατο. ἐσαφηνίσατο (Gen. 2,16 ..)
- *<ἐνέτῃσι>
- περόναις Sg ἀπὸ τοῦ <ἐνίεσθαι>, ἢ [πόρπαις (Ξ 180) S
- [<ἐνέτησεν>
- ἐπερόνησεν]
- <Ἐνετίδας πώλους στεφανηφόρους>
- ἀπὸ τῆς περὶ τὸν Ἀδρίαν Ἐνετίδος· διαφέρει γὰρ ἐκεῖ ...
- <ἐνετός>
- ἐγκάθετος (Menand.)
- <ἐνετύλιξεν>
- ἐνείλησεν (Matth. 27,59 ..) r
- <ἐνετύρευσεν>
- ἐνετάραξεν. ἐνεσκεύασεν (Com. ad. 998?)
- <Ἐνετῶν>
- τελείων. ἢ ἐπὶ γένους τῶν ἡμιόνων (Β 852)
- <ἐνευναίου>
- ἐγκοιτίου
- <ἐνεύναιον μέγα καὶ πολύ>
- ἐγκοίτιον (ξ 51)
- †<ἐνεύνακτοι>
- οἱ παρθενίαι
- <ἔνευνοι>
- ἐπιτήδειοι τόποι εἰς κύπριν
- *<ἐν εὐσήμῳ>
- ἐν καλῇ καὶ ἀγαθῇ (Ps. 80,4) ASp
- <ἐν εὐφήμῳ>
- ἐν εὐβοήτῳ
- <ἐνεύχεσθαι>
- τὸ δεόμενόν τινος τυχεῖν ἐξορκίσαι τὸν ἀξιούμενον
- †<ἐνέφει>
- ἐρείδει
- *<ἐνέφηνεν>
- ἐνέδειξεν (2. Macc. 3,16 v. l.) ASvg
- <ἐνεφλεβοτόμει>
- πολλάκις διεῖλε τὰς φλέβας (Hippocr. nat. oss. 18,9. 194,8 L)
- *<ἐνεφόρησεν>
- ἐνεπλήρωσεν ASs
- *<ἐνεφορεῖτο>
- ἐχορτάζετο (AS)
- <ἐνέφραξε>
- συνέκλεισε. περιετείχισεν (Iud. 16,4 ..)
- †<ἐνέφενεν>
- ἐλάβετο
- *<ἐνέχεεν>
- ἐνέβαλεν ASvg
- *<ἐνέχει>
- μνησικακεῖ. ἔγκειται AS
- *<ἐνεχείρησεν>
- προέθηκεν (AS)
- <ἐν ἐχεγγύῳ>
- ἐν βεβαίῳ
- <ἐν Ἐχελιδῶν>
- Ἔχελος ἥρως, ὡς δὲ ἔνιοι ἐπίθετον ἥρωος, ἀπὸ τοῦ ἕλος παρακεῖσθαι τῷ ἡρῴῳ. ἔστιν δὲ ὁ Ἀθηναίων ἱππό- δρομος ἐν Ἐχελιδῶν ἐν ᾧ ἱππικοὶ ἤγοντο ἀγῶνες καὶ ναὸς Ἐχέλου
- *<ἐνέχεσθαι>
- ἐγκαλεῖσθαι. κρατεῖσθαι AS συνέχεσθαι
- <ἐνέχεται>
- συνέχεται (Ezech. 14,4)
- <ἐν ἐχθέσει>
- ἐν ἐκρίψει (Sap. 11,14 v. l.)
- *<ἐνεχόμενοι>
- κρατούμενοι AS
- <ἐνεχρίμφθη>
- ἐνέπεσεν. ἐνεβλήθη
- <ἐνέχρισεν>
- ἐνεκέντρισεν
- <ἐνέχυρα>
- ἀῤῥαβῶνες r
- *<ἕνη>
- τριακάς. Ἀττικῶς AS
- *<Ἐνηάτεκ>
- ὄνομα κύριον AS
- <ἐνήδοιτο>
- ὠφελοῖτο. χαίροιτο. φαιδροῖτο
- *<ἐνηέας>
- προσηνεῖς (ASvg) ἀγαθούς. συνετούς. [ἐπιεικεῖς (AS)
- <ἐνήει>
- ἐσώρευεν
- <ἔννεον>
- ἐκολύμβων (Φ 11)
- <ἐνηής>
- σώφρων s ἀγαθός Ss προσηνής. πρᾷος r
- <ἔνη> καὶ <ἔνης>
- τὸ μετὰ τὴν αὔριον
- <ἐνηείη>
- ὁμιλία. [ἀγαθότης r
- *<ἐν ἠϊόσιν>
- ἐν τοῖς αἰγιαλοῖς A
- <ἕνη καὶ νέα>
- ἡ τριακάς
- <ἐνήκαμεν>
- ἐνεβάλομεν (μ 401)
- *<ἐνῆκας>
- ἐνέβαλας. ἐναπέθου (Ι 700) (AS)
- <ἐνήνεικα>
- ἐντέθεικα
- <ἐνήλατον>
- μέρος νεώς
- †<ἐνηλεγείς>
- ἐν ἐπιθυμίᾳ ὤν
- <ἐνηχῆσαι>
- δογματίσαι
- [<ἐνηλίαζ>
- ἑορτὴ τοῦ Ἐνυαλίου]
- <ἐνηλινδήθημεν>
- ἐνεκυλίσθημεν
- *<ἐνηλινδοῦντο>
- ἐνεκυλίοντο AS
- <ἐνηλύσιος>
- ἐμβρόντητος. κεραυνόβλητος
- <ἐνηλύσια>
- τὰ κατασκηφθέντα χωρία <ἐνηλύσια> λέγονται· ἔνιοι δὲ εὐκίνητα, παρὰ τὴν <ἔλευσιν>· ἄλλοι δὲ τὰς ἐν τοῖς ἀβάτοις χωρίοις ἀφιδρυμένας †νύμφας
- <ἐν ἡμετέρου>
- παρ' ἡμῖν, ἐν ἡμῖν
- *<ἐνῆν>
- χρῆν ASvg ἢ δυνατὸν ἦν g (A)
- [<ἐνείους>
- πρᾴους, ἢ πρᾴας]
- *<ἐνήρατο>
- ἀπέκτεινεν (Ε 43) gS
- <ἐνηρείας>
- συναλλαγάς
- *<ἐνηρείψαντο>
- ἀνήρπασαν ἐκ τῆς γῆς (Υ 234) ASvg
- *<ἐνῆρκται>
- ἀρχὴν ἐποίησεν. ἐνήρξατο (Num. 16,47 v. l.) ASvg
- †<ἐνηρκτήν>
- γενναῖον
- *<ἐνῆρσεν>
- ἐνήρμοσεν r gn
- <ἕνης>
- τριακάδος
- <ἐνήσει>
- ἐμβαλεῖ (ο 198)
- <ἐνήσομεν>
- καθήσομεν. καθελκύσομεν (β 295) *ἐμβαλοῦμεν (Ξ 131) ASP
- *[<ἐνηυλισμένον>
- κεκαθαρισμένον AS]
- *<ἐνῆφθαι>
- ἐνηρτῆσθαι AS
- *<ἔνηφι>
- εἰς τρίτην (Hes. op. 410) ASgn
- <ἐνηχούμενος>
- κατεχόμενος
- *<ἐνηχούμενος>
- ὁ ἑτέρωθεν ἦχον ἐκδεχόμενος AS
- *<ἐνηχοῦντος>
- ἐπιφωνοῦντος. ἐμβάλλοντος ASP
- <ἔνθα>
- τότε, χρονικόν (Α 22) καὶ ἐν τόπῳ (γ 109)
- <ἔνθα>
- *ὅτε. ἢ ποῦ Sg ἢ ἐνταῦθα (Β 311) n ἢ ἐπὶ τόπῳ. ἢ ἐκεῖ
- *<ἐνθάδε>
- ἐνταῦθα (Α 171) ASn ὧδε AS εἰς τοῦτον τὸν τόπον
- <ἐνθάδιος>
- ἐντόπιος r
- *<ἔνθα καὶ ἔνθα>
- τῇδε κἀκεῖσε (Β 462) ASvgn
- <ἐνθαλάμια>
- πλάσματα ἐκ μήκωνος καὶ σησάμης
- *<ἐν θαλάμοις>
- ἐν οἴκοις (Eur. Andr. 788) AS
- †<ἐνθαλλῶς>
- οὐκ ὀρθῶς
- <ἔνθ' ἄν>
- τότε (Δ 223)
- <ἐνθαλύξας>
- σφοδρῶς πυρακτώσας
- <ἐνθεμένω>
- ἐνθέμενοι. δυϊκῶς
- <ἔνθεν>
- αὐτόθεν (Δ 58) ἔσωθεν. ἐκεῖθεν. ἢ τότε. ἢ ὧδε. ἢ ἐκ τούτου
- <ἐνθεναρίζει>
- ἐνχειρεῖ
- *<ἔνθεο>
- ἔνθου (Δ 410) n
- <ἔνθεος>
- ἔνδοξος. ἔντιμος. θεῖος
- <ἐνθεσίδουλος>
- ψωμόδουλος <Ἀριστοφάνης>
- <ἔνθεσις>
- ὁ ψωμός
- *<ἔνθεσμον>
- νόμιμον ASgn ἔννομον r
- <ἐνθορεῖν>
- ἐνορμῆσαι
- †<ἔνθολκον>
- ἰσόῤῥοπον r
- <ἐνθορίσκει>
- ἐνθρύπτει
- †<ἐνθοργάζει>
- πονεῖ
- *<ἔνθους>
- ἐνθουσιαστής AS μαινόμενος n πνευματοφόρος r (AS)
- <ἐνθουσία>
- ἔκπληξις r (b)
- *<ἐνθουσιάζουσι>
- θαυμάζουσιν AS
- *<ἐνθουσιασμός> ἐστιν, ὅτε ἡ ψυχὴ ὅλη ἐλλάμπηται ὑπὸ τοῦ θεοῦ ASPvgn
- *<ἐνθουσιῶν>
- μαινόμενος AS ὁρμῶν. ἢ [μανίαν ἔχων n
- †<ἐνθραδές>
- ἐμμανές
- †<ἐνθρεῖν>
- φυλάσσειν
- †<ἔνθρια>
- ζῴδια
- <ἐνθριάζειν>
- παραπαίειν. ἀπὸ τῶν μαντικῶν <θριῶν>
- <ἐνθρίακτος>
- ἐνθουσιῶν καὶ ἔνθεος. Σοφοκλῆς Σίνωνι (fr. 501)
- <ἐνθρίζειν>
- ἐνατενίζειν. νύσσειν
- <ἐνθριμματίς>
- οἱ μὲν πλείους διὰ τοῦ <ι>, ἔνιοι δὲ διὰ τοῦ <υ>· ἤτοι ἀπὸ τοῦ <θρύου>, ἢ ἀπὸ τοῦ θρύβεσθαι
- <ἔνθρυπτα>
- τὰ ἐκ πεμμάτων, ἢ τὰ ἐνθρυβόμενα βρώματα. εἴδη πεμμάτων. ἔνιοι δὲ ταῖς τελεταῖς αὐτὰ προσοικειοῦσι. καὶ Ἀπόλλων δὲ παρὰ Ἀθηναίοις <Ἔνθρυπτος> (Dem. 18,260)
- <ἔνθρυσκον>
- λάχανον, †καρίῳ ὅμοιον. φέρει δὲ καὶ ἄνθος, ὥστε εἶναι καὶ βρωτὸν καὶ στεφανωτόν
- *<ἔνθυιον>
- ἐρωτικόν AS
- <ἐνθύμημα>
- ...
- <ἐνθυιάζω>
- ἐμπίπτω. καὶ ἐνορμῶ
- *[<ἐνθυμήσιον>
- ἄπειρον. ἔννομον Σ]
- <ἐνθύμιζε>
- ἐνθυμοῦ
- *<ἐνθυμιζόμενοι>
- ἐνθυμούμενοι (Thuc. 5, 32, 1 v. l.) Anp
- *<ἐνθύμιον>
- ἄπυρον (Ps. 75,10) [σεμνόν] Σ
- <ἐνθυμῶ>
- ἐνθυμοῦ
- <ἐν θυμῶι>
- κατὰ θυμόν (Ζ 524)
- <ἓν θυμῷ μεμαῶτες>
- ἓν καὶ τὸ αὐτὸ φρονοῦντες (Γ 9)
- <ἐνθύριον>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <ἐνθύσκει>
- ἐντυγχάνει
- <ἐνθυσκός>
- ὁ ἀσφαλός, τὸ ὄρνεον
- <ἐνθωκεῦσαι>
- ἐμφωλεῦσαι, ἐνκρύπτεσθαι
- *<ἔνι>
- ἔνεστιν ἐν τῷ A ἐν τῇ. [ἔνεισιν S
- *<ἔνια>
- [προσηνῆ.] ἄττα [ἅτινα] τινά ASvgn
- <ἐνιᾶσιν>
- ἐμβάλλουσιν r
- *<ἐνιαχοῦ>
- εἴς τινας τόπους ASvgn
- <ἐνὶ βένθεσιν>
- ἐν τοῖς βάθεσιν (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 569)
- *<ενὶ δαιτός>
- τῆς εὐωχίας ASn
- *<ἐνιδρύσασθαι>
- ἀσφαλῶς καθίσαι AS(n)
- *<ἐνίδρυται>
- ἐνκαθέζεται ASvg στερεοῦται
- *<ἐνιείς>
- ἐπαφίων ASn
- *<ἐνιεῖσα>
- ἐμβάλλουσα ASvn
- [<ἐνιεμένους>
- δέροντας]
- *<ἐνιέναι>
- ἐμβάλλειν ASn ἐναποθέσθαι AS
- *<ἐνιέντα>
- ἐμβάλλοντα AS(g) ἐγκελευόμενον
- *<ἐνίεται>
- ἐμβάλλεται gnp
- <ἐνιέντες>
- ἐγκελευόμενοι
- *<ἐνιζῆσαι>
- ἐγκαθίσαι ASvg
- *<ἐνιζήσαντα>
- ἐγκαθίσαντα A ἐγκαθήμενον S
- [<ἐνιῆλαι>
- κωλῦσαι]
- *<ἐνίημι>
- ἐμβάλλω. ἐναποτίθημι r. AS
- †<ἐνιηλίζειν>
- τὴν Ἐνυάλιον ἑορτὴν ἄγειν
- [<ενίηλος>
- ἀνόητος]
- <ἐνὶ ἤνοπι>
- ἐν κατόπτρῳ ἐνήχῳ λαμπρῷ (κ 360)
- *<ἐνίησιν>
- ἐμβάλλει ASvn ἐπιπέμπει (μ 65)
- <ἐνικλᾶν>
- *ἐμποδίζειν AS ἐγκόπτειν. ἀπὸ τῶν κατασσομένων, μεταφορικῶς (Θ 408)
- *<ἐνείκασθαι>
- ἐνέγκαι ASg
- <ἔνικεν>
- ἤνεγκεν, ἔφερεν (Ο 705)
- *<ἐνείκεον>
- ἐφιλονίκουν (Σ 498) AS
- *<ἐνὶ καυλῷ>
- ἐν τῷ δόρατι (Ν 608) ASn
- *<ἐνὶ Κνωσῷ>
- πόλει τῆς Κρήτης (Σ 591) AS
- <ἐνιλλώπτειν>
- κεκλασμένῳ τῷ ὄμματι ἐμβλέπειν. καταμωκᾶσθαι
- <ἐνιλλώψας>
- καταμωκησάμενος· <ἴλλους> γάρ φασι τοὺς ὀφθαλ- μούς
- <ἐνὶ μεγάροις>
- ἐν τοῖς οἴκοις (Β 137)
- *<ἐνὶ νηΐ>
- ἐν πλοίῳ (ξ 345) ASs
- *<ἔνιοι>
- τινές ASvgn ἢ φανεροί g
- <ἐνὶ οἴκῳ>
- ἐν τῷ οἴκῳ. ἐν τῷ Ἄργει (Α 30)
- *<ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ>
- ἐν τῇ μελαίνῃ θαλάσσῃ (ε 221 ..) AS
- <ἐνιπάζων>
- τύπτων
- *<Ἐνιπεύς>
- ποταμὸς n Θεσσαλίας (λ 238)
- *<ἐνιπή>
- ἐπίπληξις. λοιδορία. ὀργή n ψόφος. πληγή
- *<ἐνιπῇ>
- τῇ διὰ λόγων ἐπιπλήξει AS ἢ ἀπειλῇ (Ξ 104) A
- <ἐνιπῆσαι>
- ἀπειλῆσαι. βοῆσαι
- *<ἐνιπλήξαντες>
- ἐμπελάσαντες S πλησιάσαντες (Ο 344) ἢ <ἐπι- πλήξαντες>
- <ἐνὶ προδόμῳ>
- ἐν τῇ πρὸ τοῦ οἴκου στοᾷ (Ι 473)
- <ἐνὶ προμάχοισιν>
- ἐν τοῖς ἔμπροσθεν μαχομένοις (Δ 458)
- <ἔνιπτε>
- ἐπέπλησσεν. ἐλοιδόρει (Γ 438)
- <ἐνίπτειν>
- κακοῦν. ψέγειν. λοιδορεῖν
- <ἐνισκίμψαντες>
- ἐνερείσαντες (Ρ 437)
- <ἐνισκίμφθη>
- προσεπελάσθη, προσηγγίσθη. ἐνεπάγη (Π 612)
- <ἔνισπεν>
- ἐξεῖπεν, *εἶπεν (Β 80) r. n
- <ἐνισπεῖν>
- εἰπεῖν, ἀγγεῖλαι (γ 93)
- <ἐνισπέσθαι>
- ὃ νῦν †μὴ καταπίνειν
- <ἐνὶ σπλάγχνοισιν>
- ἐν τοῖς ἐντέροις (Greg. Naz. c. 2, 1,1, 7)
- *<ἐνισσέμεν>
- ἐπιπλήττειν (Ο 198) ASn
- <ἐνίσσων>
- *ἐπιπλήσσων ASn λοιδορῶν (Χ 497)
- *<ἐνὶ σταδίῃ>
- ἐν τῇ συστάδην μάχῃ. (Η 241) S
- <ἐνιστάμενον>
- ...
- *<ἐν ἴσῳ>
- ὁμοίως AS
- <ἐνίστασθαι>
- ἀμύνασθαι
- *<ἐνὶ στρατῷ>
- ἐν τῷ στρατοπέδῳ (Α 91) S
- <ἐνισχημένων>
- κεκρατημένων
- <ἐνὶ φρεσὶ θῆκε>
- κατὰ νοῦν ἔσχεν (Α 55)
- *<ἐνὶ χηλῷ>
- ἐν τῇ κιβωτῷ. ἐν †τῷ πλοίῳ (Π 254) ASn
- <ἐνὶ χώρῳ>
- ἐν τῷ χώρῳ (κ 271)
- <ἐνίψει>
- λέξει AS ἐπιπλήξει. καὶ ἐρεῖ (Η 447)
- *<ἐνίων>
- τινῶν AS
- <ἐν καθέξει>
- ἐν κατοχῇ
- <ἐνκάθετοι>
- ἐνεδρεύοντες (Iob 19,12)
- *<ἐνκάθετος>
- ἐνεδρεύων, ἐπιτηρῶν AP(vg) ἐντόπιος (Iob 31,9) (A)
- <ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον>
- παροιμία ἐπὶ τῶν <ἐν> εὐτελέσι τὰς πείρας ποιουμένων
- <ἐν καρὸς αἴσῃ>
- ἐν θανατηφόρῳ μοίρᾳ· b <Κῆρες> γὰρ αἱ θανα- τηφόροι μοῖραι (Ι 378)
- <ἐνκαταμίξαι>
- ἐντίμους ποιῆσαι
- <ἐνκατακλώσαντες>
- ἐνείραντες
- <ἐνκατασυρφάζειν>
- ἐνυβρίζειν
- <ἐνκατασκήψασαν>
- ἐμπεσοῦσαν
- <ἐνκατελέγησαν>
- ἐνῳκοδομήθησαν (Thuc. 1, 93, 2)
- *†<ἐνκέσι>
- ἐν τύποις. ἐν γλυφαῖς ASgn
- <ἐν κεφαλαίῳ>
- ἐν συντόμῳ (Xen. Cyr. 6, 3, 18) p
- <ἐν Κέῳ τίς ἡμέρα>; παροιμία ἐπὶ τῶν οὐκ εὐγνώστων
- "οὐδεὶς γὰρ οἶδεν ἐν Κέῳ τίς ἡμέρα" (Eupol.) ὅτι οὐχ ἑστᾶσιν αἱ ἡμέραι, ἀλλ' ὡς ἕκαστοι θέλουσιν ἄγουσιν. ὅθεν λέγεται· σεαυτῷ νουμηνίαν κηρύσσεις
- *<ἐν κημῷ>
- ἐν κουρκούμῳ (Ezech. 19,4 ..) AS
- [<ἐν κηρὸς αἴσῃ>
- ἐν καρὸς μοίρᾳ]
- *<ἐν κλήρῳ>
- ἐν μερίδι (Exod. 6,8 ..) AS
- <ἐν κονίῃ>
- ἐν μάχῃ. ἢ ἐπὶ γῆς (Ε 75)
- *<ἐνκολάψας>
- ἐγχαράξας A
- *<ἐνκομβωθείς>
- δεθείς A
- <ἐνκομβώσασθαι>
- ἐπισωρεύσασθαι. An στολίσασθαι (i Petr. 5,5) Avg
- *†<ἔνκομον>
- ἐν τομαρίῳ, ἴσον θείας κελεύσεως AS
- *<ἐνκόπτων>
- ἐμποδίζων, διακωλύων A
- <ἐν κόσμῳ>
- ἐν σεμνότητι (Sir. 26,16)
- <ἐν κοτύλῃ φέρειν>
- παιδιᾶς εἶδος. ὁ γὰρ φέρων τινὰ ἐν κοτύλῃ, ἐποίει ὀπίσω τὰς χεῖρας, καὶ ὁ αἰρόμενος ἐνετίθει τὰ γόνατα, καὶ οὕτως ἐβαστάζετο
- *<ἔνκτητον>
- κτώμενον (Lev. 22,11) A
- <ἐν λαμπτῆρι>
- ἐν τῇ λυχνίᾳ
- <ἐνλαπιθάζεσθαι>
- μαχέσασθαι Λαπίθαις. ἢ ἐνθυμηθῆναι
- <ἐν λέκτροις>
- ἐν στρώμασιν (Χ 503)
- <ἐν λιμένι>
- τῷ ἐν τῷ γυμνικῷ θεάτρῳ
- <ἐνλιμενίζειν>
- τελωνίζειν τὰ ἀπὸ λιμένων καὶ θαλάσσης (Ar. fr. 455)
- *<ἐνλείπει>
- διαφωνεῖ A
- <ἐν λευκώμασιν>
- ἔθος ἦν τὰ πιπρασκόμενα χωρία ἢ σώματα δημοσίᾳ ἀπογράφεσθαι ἐν σανίσι λευκαῖς, οἱ δὲ πυξίοις κεχρις- μένοις λευκῇ γῇ, τὰ ὀνόματα καὶ τῶν κτημάτων καὶ τῶν ἀνδραπόδων καὶ τῶν πριαμένων αὐτά, ἵν' εἴ τις βουληθῇ αἰτιάσασθαι ἐπ' ἀδείας ἔχοι ἐντυχὼν τῷ λευκώματι
- <ἐνλόβια>
- ἐνώτια
- *<ἐν μακρύμασιν>
- ἐν ἀποστασίαις (2. Esdr. 9,1) AS
- <ἐνμαγαρεύειν>
- ἐγκεκλεῖσθαι παρὰ γειτόνων
- *<ἐν μεγάροισι>
- <ἐν> τοῖς οἴκοις (Α 418) n
- <ἐν μύρτου κλάδῳ>
- ἐν μυρσίνης κλάδοις (Ar. Lys. 632?)
- [<ἐννεοί>
- ἄφωνοι]
- <ἐννέα ἄρχοντες>
- ἀρχὴ διὰ ἐννέα ἀρχόντων
- <ἐννεάβοιον>
- ἐννέα βοῶν ἄξιον· ἢ ἐννάβυρσον. ὁ δὲ <βοῦς> νόμισμα (Ζ 236)
- <ἐννεάκροσσον>
- πολλοὺς κροσσοὺς ἔχον
- <Ἐννεάκρουνος>
- κρήνη Ἀθήνησι ἣν πρότερον <Καλλιρόην> ἔλεγον· τῶν δὲ τυράννων οὕτως αὐτὴν κατασκευασάντων ἐκλήθη <Ἐννεάκρουνος>, ὥς φησι καὶ Θουκυδίδης (1,15,5)
- †<ἐννεάπον>
- λοξόν
- <Ἐννέα ὁδοί>
- ἡ νῦν <Ἀμφίπολις> (Aeschin. 2, 31 ..)
- <ἐννεάμυκλος>
- ἰσχυρός. ἐνναέτης (Callim. fr. 650)
- *<ἐννεάχιλοι>
- ἐννακισχίλιοι (Ε 860) Sn
- <ἐννεάψυχος>
- ὁ κύων. παροιμιωδῶς
- <ἔννεεν>
- ἐξέτεινεν
- *<ἐν νέμει>
- ἐν συμφύτῳ (Λ 480) AS
- *<ἔννεπεν>
- ἔλεγεν (Θ 412) ns (AS)
- <ἐννεσίῃσι>
- βουλήσεσιν. ἐννοήσεσιν (Ε 894)
- <ἐνένιπεν>
- ὠνείδισεν. ἠπείλησεν. ἐπέπληξεν (Ο 546)
- <ἐννέωροι>
- ἐνναετεῖς· <ὦρος> γὰρ ἐνιαυτός (λ 310)
- *<ἐννέωρος>
- ἐνναετής (τ 179) ASn (vg)
- <εννεω>
- ἐν ναῷ. ἢ εἰς ναῦν. ἢ εἰς νεοττούς
- <ἐννῆ>
- θ# Κυρηναῖοι
- <ἐνηής>
- σώφρων. ἀληθής. ἀγαθός. [πρᾷος p
- <ἐννῆμαρ>
- ἐπὶ ἐννέα ἡμέρας (Α 53) r. An
- <ἐν νηπιέηι>
- ἐν νηπιότητι (Ι 491)
- <ἐννηπήχεες ἦσαν>
- ἐπαινοῦσί τινες τὴν ἀκρίβειαν. τὰ γὰρ σύμμετρα τῶν σωμάτων τοῦ πλάτους τὸ μῆκος <καὶ> τετρα- πλάσιον ἔχει (λ 311)
- <Ἐννησιάδες>
- Νύμφαι παρὰ Λεσβίοις
- †<ἐννήσει>
- φθείρει. ὁμοιοῖ†
- <ἐννήυσκλοι>
- ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων
- <Ἐννήιος>
- ἐν Χίῳ ὁ Ἑρμῆς
- <ἐννήιον>
- κώπης μέρος, τὸ ἐπὶ τοῦ σκαλμοῦ ἔνδον ἐν τῇ νηΐ
- <ἐννοδίῳ>
- ἀγκυροβολίῳ (δ 785 v. l.)
- *<ἔννομον>
- ἔνθεσμον (Eur. Phoen. 1651) ASvg
- <ἐνναετείρας>
- ἐνοικούσας
- [<ἐννόσεμεν>
- ἐπιπλήττειν]
- †<ἐννοσία>
- ἀλογία. ἀργία
- *<ἐννοσίγαιε>
- σείων καὶ S κινῶν τὴν γῆν (Η 455) S (Ag) s
- <ἐννοσίγαιος>
- κινησίγαιος. ἐπίθετον Ποσειδῶνος (Ξ 135)
- <ἔννοσις>
- κίνησις
- *<ἐννοσίχθων>
- ὁ τὴν γῆν σείων (Η 445) (Sg)
- <ἐννοσίφυλλον>
- κινησίφυλλον (Β 632 v. l.)
- <ἔννοια>
- βουλή (Prov. 2,11 ..)
- <ἐννοαί>
- πηγαί
- <ἑννύειν>
- ἐνδύειν r
- <ἔννυθεν>
- ἐκέχυντο
- *<ἐννουστάταις>
- φρονίμοις
- <ἐν νύσσῃ>
- τῷ καμπτῆρι (Ψ 338)
- <ἐννύχιον>
- διὰ τῆς νυκτός
- <ἐννύχιον κρύπτεις>
- σκοτεινῶς καὶ δολίως· τινὲς δὲ <ἐμμύχιον> ἐν τῷ μυχῷ
- *<ἐννύχιος>
- νυκτερινός (Φ 37) r. S
- <ἔννυχος>
- νυκτερινός rsp(g), αὐτονύχιος (Λ 716)
- <ἕννυτο>
- ἐνεδύετο (ε 229) r
- <ἐν ξυνοχῇσιν>
- ἐν ταῖς συμβολαῖς (Ψ 330)
- <Ἐνοδία>
- Ἄρτεμις. καὶ κυνηγετικά. ὡς Ἀνδρομενίδης
- <Ἐνόδιος>
- Ἑρμῆς <ἐν> Πάρῳ
- *<ἐν ὁδῷ>
- ἐν ἔργοις. ἐν πίστει. ἐν βίῳ (Ps. 24,12) g
- <ἑνοειδεῖς>
- ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι
- *<ἐνόησεν>
- εἶδεν S κατὰ νοῦν (1. Regn. 4,20 ..)
- <ἕνοι>
- οἱ περυσινοὶ ἄρχοντες
- [<ἔνοιστρον>
- τὸ ἔσωθεν τῆς κοιλίας r ἐν ᾧ ἡ κόπρος]
- *<ἑνοῖ>
- συνάπτει, ἐκ δύο ἀποτελεῖ ἕν A
- <ἐνοιάδες>
- αἶγες, αἳ μὴ κορύπτουσιν
- <ἐν ὅλμῳ εὐνάσω>
- οἱ μὲν Ὅλμον μάντιν φασί· οἱ δὲ τοὺς ἐν ὅλμῳ κοιμηθέντας μαντικοὺς γίνεσθαι
- <ἐν ὁμίλῳ>
- ἐν ἀθροίσματι. ἐν μάχῃ (Θ 94)
- <ἐνομόρξατο>
- κατέμαξεν. ἐνέβαλεν (Greg. Naz. c. 1, 2, 14, 57 v. l.)
- *<ἐνόν>
- ἐνυπάρχον r ASvgn ἢ δυνατόν gpT ἐστι
- <ἐν ὀνείρῳ>
- ἐν ὕπνῳ (Χ 199)
- *<ἐνοπῇ>
- φωνῇ, βοῇ (Γ 2) (ASn)
- <ἐνοπτιλίζειν>
- ἐμβλέπειν
- <ἐνόπλιον>
- ἔνοπλον
- *<ἔνοπτρα>
- κάτοπτρα ASvgn. ἔσοπτρον (Eur. Tro. 1107) (sp) [ἔνηχον]
- [<ἐνόπτητος>
- ἐνωπίοις]
- <ἐνορταλίας>
- τὰς νεοσσείας. Κρῆτες
- *<ἐνορμισθήσομαι>
- προσορμήσω AS
- <ἔνορμος>
- ἡ ἀγορὰ παρὰ Θετταλοῖς
- *<ἔνορχα>
- ὄρχεις ἔχοντα S (Avgn) ἔφηβα (Ψ 147)
- <ἐνόρχην λαόν>
- τὸν ἐπὶ ἥβης· ἀφ' οὗ καὶ τὸ <ὀρχηδόν> (Com. ad. 90?)
- <Ἐνόρχης>
- Διόνυσος ἐν Σάμῳ
- *<ἐνόρσας>
- ἐμβαλών (Ο 62) AS
- *<ἔνος>
- ἐνιαυτός [ἐπέτιος], ἐπέτειος καρπός gT
- <ἐνοσηλεύετο>
- νοσῶν διῃτᾶτο
- <ἔνοσις>
- κίνησις r
- <ἐνοσιφύλλων>
- τῆς τῶν φύλλων κινήσεως
- *<ἐνοσίχθων>
- ὁ τὴν γῆν σείων (Η 445)
- *<ἐνόστησας>
- ἐπανῆλθες. ASvgn προσέπιπτες AS
- *<ἐνοσφίσατο>
- ἔκλεψε. ASvgn μετέσχεν (Act. ap. 5,2) AS
- <ἐνοσφίσθησαν>
- ἀπεστράφησαν. ἀπεχωρίσθησαν
- <ἐνοσφίσω>
- ἀπηλλοτρίωσας
- <ἐνούσιος>
- συμφυής. πολυκτήμων
- <ἐν οὐχ ἑνί>
- ἐπὶ τοῦ πολλοῦ λέγεται
- <ἐν ὀφθαλμοῖσιν>
- ἐν τοῖς ὄμμασιν (Α 587 ..) ἢ *θεαμάτων ASg
- <ἐνοχλεῖ>
- διοχλεῖ
- *<ἔνοχος>
- χρεώστης. ASvgn ὑπεύθυνος (1. Cor. 11,27) ASvg. ὑποκείμενος
- *<ἐν παλάμαισιν>
- ἐν ταῖς χερσίν (Ε 558) n
- *<ἔνπαλιν>
- ἐναντίον As
- *<ἐν παραβύστῳ>
- ἐν μυστηρίῳ gn, ἐν κρυπτῷ, λεληθότως vgp, λάθρα (Hyperid. fr. 57 Tur.)
- <ἐν περάτῃ>
- ἐν τῇ δύσει τῆς γῆς (Ψ 243)
- <ἐν πείσῃ>
- ἐν ἡσυχίᾳ. ἐν χώρᾳ. ἐν πεισμονῇ (υ 23)
- <ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνω>
- παροιμία, ἐπὶ <τῶν> τὰς πρώτας μαθήσεις ὑπερβαινόντων, ἁπτομένων <δὲ> εὐθέως τῶν μεγάλων καὶ τελείων· ὡς εἴ τις μανθάνων κεραμεύειν, πρὶν μαθεῖν πίνακας ἢ ἄλλο τι τῶν μικρῶν πλάττειν, πίθῳ ἐγχει- ροίη. Δικαίαρχος (fr. 100 W) δέ φησι, ἕτερόν τι δηλοῦν τὴν παροιμίαν, οἱονεὶ τὴν μελέτην ἐν τοῖς οἰκείοις ποιεῖσθαι· ὡς κυβερνήτης ἐπὶ τῆς νεώς, καὶ ἡνίοχος ἐπὶ τοῦ ἵππου
- <ἐν πέντε κριτῶν>
- ἐν ἀλλοτρίᾳ ἐξουσίᾳ ἐστίν· πέντε δὲ κριταὶ τοὺς κωμικοὺς ἔκρινον (Epich. fr. 229)
- *<ἐνίσπῃ>
- εἴπῃ A
- <ἐν πλάδῳ>
- ἐν χαλάσματι. καὶ ἐν ἀνέσει
- <ἐνπλατειάσασα>
- ἐν πλατείαις τύπτουσα ταῖς χερσίν. ἢ τρυφε- ρευομένη
- <ἔνπλην>
- πλησίον (Β 526)
- *<ἐν προβλήματι>
- ἐν ὑποκρίσει ASvgn
- *<ἐν προσχήματι>
- ἐν προφάσει. AS
- <ἐν Πυθίῳ χέσαι>
- Πεισίστρατος ᾠκοδόμει τὸν ἐν Πυθίῳ ναόν· τῶν δὲ Ἀθηναίων παριόντων <καὶ> μισούντων αὐτὸν ..., οὐδὲν ἐχόντων ποιεῖν, ἐνίους προσουρεῖν τῷ περιφράγματι καὶ πλησίον ἀφοδεύειν τῆς οἰκοδομῆς, ὥστε διοχλεῖσθαι τοὺς ἐργαζομένους
- <ἐνραβδώσας>
- ἐγγράψας
- <ἐνριγισκάνειν>
- ἐνριγοῦν <Φερεκράτης Μυρμηκανθρώποις> (Com. ad. 10 Dem.)
- <ἐν ῥύπῳ>
- οἱ ῥυπῶντες
- <ἐν Σάμῳ κομήτας>
- ἔνιοι Πυθαγόραν τὸν σοφόν φασι τὴν πυκτικὴν ἀσκῆσαι καὶ ἀπ' αὐτοῦ τὴν παροιμίαν λέγεσθαι, ἁμαρτάνοντες ...
- <ἐνς ἀῶ>
- αὔριον.
- <ἐνδεῦσαι>
- βάψαι
- *<ἐνσείσεις>
- διασείσεις (4. Regn. 8,12)
- <ἐνσημαίνεται>
- ἐπιδείκνυται
- *<ἐν σηκοῖς>
- ἐν ναοῖς ASvgn
- *<ἐνσείεις>
- ἐπιβάλλεις AS
- *<ἐν σικυηράτῳ>
- τόπος σικυδίων (Isai. 1,8) A (S)
- *<ἐνσκιρωθείσης>
- ἐμπαγείσης· <σκίρωμα> γὰρ λέγεται τὸ ἀνία- τον πάθος r. AS
- <ἐνσκῆψαι>
- ἐνερεῖσαι
- *<ἐνσκήψαντες>
- ἐφορμήσαντες n
- <ἐνσκευάσασθαι>
- καθοπλίσασθαι
- [<ἐνσκίφθη>
- ἐνεπάγη]
- *<ἐνσκυθίζειν>
- σπαράττειν A
- <ἔνσπονδοι>
- οἱ μετέχοντες σπονδῶν (Thuc. 1, 40, 4 ..)
- <ἔνστασις>
- ἀνταγώνισμα r
- <ἐνστάτης>
- ἐχθρός r *ἐνιστάμενος, καὶ μὴ ἀναχωρῶν ASn
- *<ἐν στέρνοις>
- ἐν στήθεσιν (Eur. Phoen. 134) ASvgb
- *<ἐνστερνισάμενος>
- περιπτυξάμενος r. ASvg
- <ἐν στερνομάντισιν>
- ἐνγαστρίμυθοις. Σοφοκλῆς Αἰχμαλωτίσιν (fr. 56)
- <ἐν στήθεσιν>
- ἐν ταῖς διανοίαις (Α 83)
- <ἐνστηνές>
- ἰσχυρόν. ἢ σαφές
- <ἐνστροβιλίσας>
- συστρέψας s
- <ἐνστρωφᾶσθαι>
- ἐνστρέφεσθαι
- <ἐν σφανίῳ>
- ἐν κλιναρίῳ
- <ἐνσών>
- ἐλθών
- *<ἐντακείς>
- ἐμφυείς ASgn
- *<ἐν ταλάροισι>
- τοῖς κοφίνοις, τοῖς καλαθίσκοις ASvg τοῦ τυροῦ (ι 247) S
- *<ἐνταλθέντα>
- ἐπιτραπέντα ASvg
- <ἐνταμιευόμενον>
- ἐνθησαυριζόμενον
- <ἔν τ' ἄρα οἱ>
- τότε δὲ αὐτόν
- <*ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί>
- ἐν τῇ χειρὶ κατέσχεν AS, ἢ ἐλάβετο τῆς χειρὸς αὐτοῦ (Ζ 253)
- *<ἐν Τάραντι>
- [ἐν τόπῳ] ἐν πόλει τῆς Σικελίας. [καὶ] εἰσέρχονται AS
- <ἐνταῦθα>
- καὶ τὸ χρονικόν. καὶ τὸ ἐπὶ τόπου. καὶ ἔνθα δή, ἢ ὧδε
- <ἐνταυθοῖ>
- ἐνταῦθα (Φ 122) r
- [<ἐνταχείς>
- ἐμφυείς]
- *<ἔντεα>
- τεύχεα. ὅπλα (Κ 75) AS
- <ἔντεα δαιτός>
- σκεύη· τὰ μὲν γὰρ <ἔντεα> ὅπλα, τὰ δὲ <ὅπλα> σκεύη (η 232)
- *<ἐν τεγέεσιν>
- ἐν οἴκοις ASn
- *<ἐντεθηλότως>
- θαλλόντως AS(gn)
- <ἐντεθρίωκεν>
- ἐνείληκεν ἢ ἐσκεύακεν, ἀπὸ τῶν θρίων. (Men. Sam. 241) Δηλοῖ δὲ καὶ τὸ βακχεύειν, ἴσως ἀπὸ τοῦ Διονύσου· <Θρίαμβος> γὰρ ἐλέγετο διὰ τὴν τῆς συκῆς καὶ τῶν θρίων εὕρεσιν
- *<ἐντείλασθαι>
- προστάξαι r. AS
- *<ἐν τελαμῶνι>
- ἐν τῷ ἀναφορεῖ, ἐπιδέσμῳ AS
- <ἐν τελέεσιν>
- ἐν τοῖς τῶν στρατιωτῶν τάγμασιν (Σ 298)
- <ἐντεθετταλίσθαι>
- ἐνκεχλαμυδῶσθαι. σύνηθες γὰρ Θετταλοῖς χλαμυδοφορεῖν (Eupol. fr. 201)
- <ἐντέλεια>
- τάξις ἀρχοντική r
- *<ἐν τέλει>
- ἄρχοντας ASvgn
- †<ἐντεθόρυξον>
- ἔνσαξον
- <ἐν τέλει θέσιν>
- ἐν οὐρᾷ θέσιν ἐν τάγματι
- *<ἐντελεστέρῳ>
- τελειοτέρῳ (ASvgn)
- *<ἐντέλλεται>
- παραγγέλλει (Am. 6, 12) ASb
- *<ἐντελέχεια>
- ἐνέργεια r. n
- <ἐν τέλμασιν>
- ἐν βορβόροις· <τέλμα> γὰρ ἰλυώδης καὶ κάθυγρος τόπος
- <ἐντεῖναι>
- πληγὰς δοῦναι
- <ἐντελῆ>
- τετελεσμένα
- <ἐντελέστατοι>
- ἐντιμότατοι
- <ἐντελομίσθους>
- τέλειον μισθὸν λαμβάνοντας
- <ἐντελῶς>
- τελείως r
- <ἐντέμνουσι>
- τοῖς ἥρωσιν ἐναγίζουσιν
- <ἐντεομήστωρ>
- ὅπλων ἔμπειρος r
- *<ἐντεριώνη>
- τὸ ἐντὸς ASvgn τοῦ ἀγρίου σικυοῦ S ἢ τὰ ἔνδον
- <ἐντερόνεια>
- ἐντεριώνη, τὸ μεσαίτατον τῆς νεώς (Ar. Equ. 1185)· ἤτοι τὸ μέσον τοῦ ξύλου, καρδία, [καὶ] οἱ δὲ μυελός
- <ἔντερον οἰός>
- αἱ χορδαί (φ 408)
- <ἔντεσα>
- ἔσωθεν
- <ἐντεσιεργούς>
- τοὺς μὴ ψιλῶς νωτοφόρους, ἀλλ' ἅμαξαν ἕλκον- τας (Ω 277)
- *<ἐντεσιμήστωρ>
- ἔμπειρος ὅπλων r
- *<ἔντεσιν>
- ὅπλοις S σκεύεσιν (Ε 220) [ὅπλοις]
- *<ἐντεσιουργούς>
- σκεύεσιν ἐργαζομένους, οὐ νωτοφόρους S
- †<ἐντεσμένας>
- κεκοσμημένας
- <ἐντέταται>
- τὸ παῖσαι <ἐντεῖναί> φασι
- *<ἐντέτηκεν>
- ἐνκεκόλληται (4. Macc. 8,26) ASvg
- *<ἐντετηκότος>
- ἐμπεπηγότος An (S)
- <ἐντετηκώς>
- ἐμπεπηγώς
- <ἐντετύλικται>
- ἐμπέπλεκται. ἐνείληται
- *<ἔντυε>
- παρασκεύαζε g
- *<ἐντεῦθεν>
- ἔνθεν, παραυτά ASgn, ἐκ τούτου Agn
- *<ἔντευξις>
- ἀπάντησις κατὰ τῶν πλημμελησάντων. δέησις εἰς ἐκδίκησιν SP
- <ἐντύχῃ>
- ἐντυγχάνῃ [ὥπλισται]
- *<ἐν τῇ ἀδολεσχίᾳ>
- ἐν λύπῃ (Ps. 54,2) AS
- <ἐν τῇ ἑτέρᾳ>
- ἐν τῇ ἀριστερᾷ
- *<ἐν τῇ σαρκί>
- ἐν τοῖς πάθεσι τῆς σαρκός (Ep. Rom. 7,5) AS(n)
- <ἐντετεύχηται>
- ὥπλισται
- <ἐντί>
- εἰσίν
- <ἐντίθεσο>
- ψωμίζου
- [<ἐντίν>
- ἡμῖν]
- *<ἐν τίσιν>
- ἐν ποίοις ASvg
- <ἐντιτόν>
- ἔνδικον
- <ἔντομα>
- ὅρκια. καὶ καθάρματα
- *<ἐντομίαι>
- <εὐνοῦχοι> g
- *<ἐντομίας>
- εὐνοῦχος ASgh
- *<ἐντομίδας>
- σμιλάρια, ψαλίδια (Lev. 19,28 ..) ASg(n)
- *<ἐντομίδες>
- ξυσμαὶ ὀξέως γινόμεναι AS καὶ τοῖς [λοιποῖς] σώ- μασιν ἐντεμνόμεναι. τοιαῦτα δὲ εἰώθασι ποιεῖν ἐπὶ τοῖς νεκροῖς αὑτῶν οἱ ἄπιστοι ASvg
- <ἔντομοι>
- ἔνορκοι
- <ἔντονον>
- ἰσχυρόν. ὀξύ (Eur. Hipp. 118 v. l.)
- <ἐντός>
- ἔνδον, [ἔσω (Β 845 ..) n
- <ἐντὸς ἑβδόμης>
- ἀπείρητο Ἀθήνησι στρατείαν ἐξάγειν πρὸ τῆς τοῦ μηνὸς ἑβδόμης (Callim.)
- <ἐντὸς σαρκός>
- ἐντὸς τοῦ σώματος
- *<ἔντοσθεν>
- ἔσωθεν (Δ 454) ASn
- <ἔντος>
- ὅπλον (Archil. fr. 6,2)
- <ἐντοσθίδια>
- τὰ σπλάγχνα r
- *<ἐντραγεῖ>
- ἐντρυφᾷ AS
- <ἐντραγεῖν>
- ψωμίσαι. ψωμίσασθαι
- [<ἐντραγήτονον>
- ἰσχυρόν]
- *<ἐντραγούμενοι>
- μασώμενοι AS
- *<ἐντραγών>
- φαγών AS
- <ἐντρέπεται>
- μετατροπὴν λαμβάνει. ἐπιστρέφεται. (Ο 554) κάμπτεται. (α 60) λόγον ἔχει
- *<ἐντρέπονται>
- αἰδημονοῦσιν AS
- *<ἐντρεπτικῶς>
- ἐλεγκτικῶς AS
- <ἐντρέχειν>
- ἐναρμόζειν
- *<ἐντρεχέστερον>
- γοργότερον r. ASvgn
- <ἐντρέψασθαι>
- τὸ εἴσω τρέψαι τὸ ἱμάτιον
- <ἐντριβάσαι>
- ἐναντίαν τύψαι
- *<ἐντριβής>
- τετριμμένος. ἀκριβής r. ASvg
- <ἐν τριόδοισιν>
- ἐπὶ τῶν ἀδήλων πραγμάτων ἔλεγον, ἐπειδὴ ὁ ἐν τριόδῳ γενόμενος οὐκ οἶδεν, ποίᾳ χρήσεται ὁδῷ
- †<ἔντριτον>
- τὸ διονίου ἔμβρωμα, ὃ Γαλάται ἔμβρεκτόν φασιν†
- <ἔντριχον>
- ἀσθενές
- <ἐντριχώσεις>
- αἱ βλεφαρίδες τῶν ὀφθαλμῶν
- [*<ἐντρομίδες>
- ὑποδήματα AS]
- <ἐντροπάδην>
- ἐναλλάξ, μεταβολῇ χειρῶν
- *<ἐντροπαλιζομένη>
- κατ' ὀλίγον AS ἢ συνεχῶς S ἐπιστρεφο- μένη (Ζ 496) A (Svg)
- <ἐντροπή>
- ἐπιστροφή
- <ἐντροπίας>
- εὐμετάβολος. ὀξίνης
- <ἐντροπῶσαι>
- ἐνδῆσαι
- <ἐντρυγηφάνιον>
- ὁ δευτερίας οἶνος
- *<ἐντυγχάνει>
- προσέρχεται AS
- <ἔντυεν>
- ὥπλιζεν (Ε 720)
- <ἐντύεσθαι>
- ὡπλίσθαι. κεκοσμῆσθαι
- *<ἐντύνασαν>
- κοσμήσασαν (Ξ 162) ASn
- <ἐντύνει>
- κελεύει. ἑτοιμάζει. σπεύδει
- <ἐντύνειν>
- κατασκευάζειν
- *<ἔντυνον>
- ἑτοίμασον, εὐτρέπισον (Ι 203) AS
- *<ἐντύνοντο>
- ηὐτρέπιζον (Ω 124) AS
- <ἔντυος>
- κόσμος r
- †<ἐντυπαδία>
- ὅταν τῷ ἱματίῳ τὴν χεῖρα πρὸς πρόσωπα κα- τειλημμένος στήσῃ
- *<ἐντυπάς>
- πενθικῶς, ὥστε τὸν τύπον τοῦ σώματος φαίνεσθαι (Ω 163) A
- <ἐντυπές>
- πύγδην. ἔμπληκτον
- <ἐντυπάς>
- ἐντετυπωμένος. ἐγκεκαλυμμένος τὸ πρόσωπον τῷ ἱματίῳ. τὴν χεῖρα ἔχων πρὸ τοῦ προσώπου. ἢ κεκυφώς (Ω 163)
- <ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ>
- ἐντετυπωμένος τῷ ἱματίῳ (Ω 163)
- *<ἐντυπούμενον>
- ἐγγραφόμενον (2. Cor. 3,7) AS
- <ἐντυχαλός>
- ἐντευκτική
- <ἐντυψίω>
- ἐντινάξω
- *<ἐν τωὐτῷ>
- ἐν τῷ αὐτῷ, ὁμοῦ ASvg
- <ἐν τῷ ῥά σφι>
- ἐν τούτῳ δὴ αὐτοῖς (Λ 637)
- <Ἐνυάλιος>
- ὁ Ἄρης, ἢ ὁ τούτου υἱός· διὰ τὴν Ἐνυώ. ἢ *πολε- μικός ASp, ἢ ὁ πολεμιστής (Ρ 211) vgn
- *<Ἐνυαλίῳ>
- τῷ Ἄρηϊ (Β 651) Avg
- <ἐνυανεῖν>
- τρυφᾶν
- <ἐνυβρίζων>
- ἐκπλήττων
- <ἐνυγροθηρευτής>
- ἁλιεύς
- <ἐνυδρίς>
- ζῷον ποτάμιον ἀμφίβιον, ὅμοιον κάστορι (Hdt. 4, 109,2)
- <ἐνυδρώθη>
- ὑδρωπικὸς r ἐγένετο
- <ἐνύει>
- ἔνδον. Λάκωνες
- <ἐνύλαις>
- [ὑλικὸν] ὑλικαῖς
- *<ἐνυλισμένον>
- κεκαθαρμένον Svgn
- <ἐνύπνιον>
- ὄναρ
- *†<ἔνυον>
- ἔφερον AS
- <ἔνυρεν>
- ἔτρισεν
- <ἐνυρήσεις>
- θρηνήσεις
- *<ἔνυστρον>
- τὸ μέγα ἔντερον τῶν ζῴων. ἡ κοιλία (Malach. 2,3 v. l.) ASPs
- *<ἐν ὑφέσει>
- ἐν ἐλαττώσει ASn (vg)
- <Ἐνυώ>
- πολεμικὴ θεά. ἢ μάχη. ἔστι δὲ πλαστὸν πρόσωπον, ὡς Φόβος, καὶ Ἔρις, καὶ Κυδοιμός (Ε 592)
- *<ἐν φιλότητι>
- εἰς συνουσίαν (Β 232) N
- <ἐν φρέατι κυνομαχεῖν>
- παροιμία ἐπὶ τῶν δυσφεύκτων
- <ἐν Φρεάτου>
- ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἐν ᾧ ἐδικάζοντο ἐπὶ ἀκουσίῳ φόνῳ
- *<ἐν φρεσίν>
- ἐν τῇ διανοίᾳ (Ρ 111) ASvg
- <ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες>
- ὁμονοοῦντες (Ν 487)
- *<ἐν χορείᾳ>
- ἐν χορῷ (Iudith 15,13) AS
- <ἐνχριμφθεῖσαν>
- ἐμπελασθεῖσαν (Ε 662)
- <ἐνχρίμψας>
- ἐμπελάσας (Ψ 334)
- <ἐν χρῷ κουρά>
- ἡ ψιλή, καὶ πρὸς αὐτῷ τῷ χρωτί
- *<ἐνχώριοι>
- ἐκ τοῦ αὐτοῦ τόπου ὄντες AS
- *<ἐν ᾧ>
- ἐν ᾧτινι ASvg ἢ ὅταν
- <ἐνώλας>
- ἐν ᾧ ὁ ἴουλος ἐπιγίνεται
- <ἑνωθείς>
- ἓν καὶ τὸ αὐτὸ γενόμενος
- *<ἐνώμα>
- ἔστρεφεν A ἐκίνει (Γ 218) ASn
- <ἐν ὠμοῖς μάντεις>
- ὅταν ἀπ' αὐτῶν τῶν σφαγίων μαντεύωνται· οἷον οἱ ἡπατοσκοπούμενοι ἐν ὠμοῖς λέγονται μαντεύεσθαι. καὶ <ἐνωμοτεῖν> ...
- <ἐνώμοτον>
- ὡρκισμένον, *ἢ τοῖς ὅρκοις ἔνοχον (ASvg)
- <ἐνωμοτία>
- τάξις τις διὰ σφαγίων ἐνώμοτος
- <ἐν ὠμῷ γήραϊ>
- ἐν χαλεπῷ γήρᾳ· <ὠμὸς> γὰρ ὁ χαλεπός (ο 357)
- *<ἔνωπα>
- ἐν ὄψει (Ο 320) n
- <ἐνωπῇ>
- ἐς ὄψιν, *προσόψει, φανερῶς. (Ε 374) ASvg ἐν μάχῃ AS
- [<ενώπηται>
- τεταπείνωται]
- <ἐνώπια>
- *εὐθεῖα AS οἱ καταφωτιζόμενοι τοῖχοι. *ἐμπρός AS
- <ἐνώπια>
- τὰ κατ' ἀντικρὺ τοῦ πυλῶνος φαινόμενα S μέρη, ἃ καὶ διεκόσμουν <ἕνεκα> τῶν παριόντων. ὁ δὲ Κράτης τὰς φλιὰς ἀπέδωκεν †ἐνίνοχος (Θ 435 ..)
- <ἐνώπιον>
- ἐν ὀφθαλμοῖς, ἐν τῇ προσόψει (ep. Rom. 12,17 ..)
- †<ἐνωπάλιζεν>
- ἐνέτεινεν, ἐνεδίδου
- <ἐνωπῶς>
- ἐμφανῶς
- <ἔνωρος>
- ἔναιμος. ζῶν
- <ἐνῶρσεν>
- διήγειρεν (Ζ 499)
- <ἐνῶρτο>
- *ἐνώρμησε AS διεγήγερτο (Α 599)
- *<ἑνώσας>
- συνάψας S
- <ἐνώσατο>
- διενοήθη
- <ἕνωσις>
- μῖξις. σύζευξις
- <ἐνώταις>
- ἐνωτίοις. τῇ προσῳδίᾳ ὡς φιλόπαις. Σοφοκλῆς Αἰχμα- λωτίσιν (fr. 51)
- †<ἐνωτία>
- ἀμέλεια
- <ἐνωτίζου>
- ἐν τοῖς ὠτίοις δέχου (Iob 33,1 ..)
- <ἐνώτισε>
- τὰ νῶτα περιεσκέπασεν (Eur. Phoen. 654) Agn (S)
- *<ἐνωχλήθην>
- ἠῤῥώστησα (1. Regn. 30,13) ASvg
- <ἐξ>
- ἡ πρόθεσις "ἐξ ἀκαλαρείταο βαθυῤῥόου" (Η 422) ...
- <ἐξάγαστον>
- ἄξιον θαύματος r. (Snp)
- *<ἐξάγειν>
- παροξύνειν A
- <ἐξάγγελος>
- ἄγγελος, ὁ τὰ ἔσω γεγονότα τοῖς ἔξω ἀγγέλλων
- <ἔξαγε κούρην>
- ἔξαγε τὴν κόρην (Α 337)
- <ἐξάγιστον>
- τὸ οὐ δεόντως εἰσενεχθὲν εἰς ἱερόν· ἢ τὸ ἀκάθαρτον
- <ἐξαγέτης>
- καλαμίνθη
- <ἐξάγιστα>
- πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσθαι τῶν ἱερῶν. ἔνιοι δὲ ἁγνὰ ἀπέδοσαν
- *<ἐξάγιστος>
- ἀκάθαρτος. πονηρός gn
- <ἐξαγκυρῶσαι θύραν>
- ἐκστροφῶσαι
- *<ἐξαγορεύει>
- φανεροῖ AS
- *<ἐξαγορεύων>
- πᾶσι δηλῶν. λέγων ASn
- <ἐξαγρεῖν>
- ἐξάγειν. ἐξαιρεῖν
- <ἐξάγων>
- ἐκβάλλων. προφέρων
- <ἐξαγκωνίζεσθαι>
- ...
- *<ἐξαγωνίοις>
- ἐξ ἀγώνων πόνον ἔχουσιν S
- *<ἐξαγώνιος>
- [τοῖς ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἢ] ἔξω τοῦ ἀγῶνος r Avg ὤν
- <ἐξάγω χωλὸν τραγίσκον>
- παιδιᾶς εἶδος παρὰ Ταραντίνοις
- <ἐξ ἀελπτίης>
- ἐξ ἀνελπίστου (Archil. fr. 54,4)
- *<ἐξ ἀήταο>
- ἐξ ἀνέμου AS
- <ἐξᾳρημένον>
- ἐξῃρημένον
- <ἐξαθελγόμεναι>
- ἐκθλιβόμεναι
- [<ἐξαινεῖτο>
- ἀφηρεῖτο]
- <ἐξαίνυται>
- ἐξαιρεῖται
- *<ἐξαίνυτο>
- ἐξῃρεῖτο (Υ 459) S
- *<ἐξαΐξαντες>
- ἐξορμήσαντες ASvg
- *<ἐξαιρεῖται>
- ἐξυφαιρεῖται AS
- <ἐξαιρειν>
- λαμβάνειν. [ὑψοῦν (Σ)
- <ἐξαίρετα>
- ἐπίλεκτα (vn)
- <ἐξαιρέταρ>
- ἁρπάγη, ἢ ἅρπαξ ὁ πρὸς τὰ ἀντλήματα
- *<ἐξαίρετον>
- ἐπίλεκτον vn προηγούμενον (Gen. 48,22)
- <ἐξαιρεύμην>
- ἐξαίρετα ἐλάμβανον (Ε 232)
- *<ἐξαιρήσοντες>
- πορθήσοντες AS (vg)
- *<ἐξαιρούμενος>
- ἀποκομιζόμενος. ῥυόμενος (1. Regn. 30,8 ..) ASvg
- <ἐξαίσια>
- ὑπέρμετρα. οὐκ ἐπιτήδεια. ἢ *παντὸς ἐπέκεινα <θαύ- ματος>. ὑπερβάλλοντα (Iob. 9,10 ..) ASvgn
- <ἐξαίσιοι>
- κωλυτικοί. ἢ πολλοί, μεγάλοι. ἀνυπέρβλητοι. *ἐπέ- κεινα παράδοξοι (A)
- <ἐξαίσιος οἰωνός>
- ὁ ἀσύμφορος· ἀπέστησε γὰρ ὅλως. ἀλλότριος
- <ἔξαιτον>
- ἐξαίρετον (Μ 320) r. n μέγα. καλόν. ἀγαθόν
- <ἐξαίφνης>
- ἐξαπίνης r
- <ἐξακέσαιο>
- ἐξιάσαιο. θεραπεύσειας (Δ 36)
- <Ἐξακεστήριος>
- ὁ Ζεύς. καὶ ἡ Ἥρα
- *<ἐξάκουστον>
- περιβόητον A
- *<ἐξακριβάζει>
- ἐξιχνιάζει (Iob 28,3?) AS
- <ἐξάκτωρ>
- ὁ ἀπαιτῶν τὰ δημόσια r
- †<ἐξακολουθοῦσθαι>
- ἐκθρούζεσθαι†
- *<ἐξαλαπάξαι>
- ἐκπορθῆσαι (Α 129) AS (nP)
- <ἐξαλδαίνει>
- ἐκβλαστάνει
- *<ἐξαλέασθαι>
- ἐκκλίνειν (Hes. op. 105) AS
- <ἐξαλέεινεν>
- ἐξέκλινεν
- *<ἐξαλείφθησαν>
- ἀπώλοντο (Gen. 7,23) AS
- *<ἐξαληλιμμένος>
- ἀπαλειφθείς AS ἢ κεχρισμένος S
- <ἐξαλίζεται>
- συναθροίζεται s
- <ἐξαλῖσαι>
- κυλῖσαι. ἐκκομίσαι (Ar. Nubb. 32)
- <ἐξ ἀκαλαῤῥείταο>
- ἐκ τοῦ πρᾴως ῥέοντος (Η 422)
- *<ἔξαλλα>
- διάφορα (Sap. 14,23) λαμπρά. ἀλλόφυλα (2. Regn. 6,14) AS ἢ ἐξόχως (Dan. 11,36)
- <ἐξάλματα>
- πηδήματα r (p)
- *<ἐξαλοῦνται>
- ἐκπηδήσουσιν (Mich. 2, 12 ..) ASvg
- <ἐξάλειπτρον>
- σκεῦος ἀργυροῦν, φιάλῃ παραπλήσιον, ἐξ οὗ ἐν τοῖς συμποσίοις ἠλείφοντο μύρῳ (Ar. Ach. 1063)
- <ἐξάλμενος>
- ἐξαλόμενος (Ο 571)
- <ἐξ ἁλός>
- ἐκ τῆς θαλάσσης S ἢ ἔξω τῆς θαλάσσης (λ 134)
- <ἐξάλφεις>
- εὑρίσκεις
- <ἐξαλύξωμαι>
- φυλάξωμαι. Σοφοκλῆς Αἴαντι Μαστιγοφόρῳ (656 v. l.)
- <ἐξαλφήσεις>
- ἐκτιμηθήσῃ μεγάλως. ἀπὸ τοῦ <ἀλφαίνειν>. καὶ γὰρ <ἀλφηστὴς> ὁ ἔντιμος· τινὲς δὲ ἐκλάμψεις
- <ἐξάπινα>
- ἐξαίφνης (Lev. 21,4 ..)
- <ἐξαμβλίσκει>
- διαφθείρει ἐγκυμονούμενον
- <ἐξαμβλωθείς>
- ἐκτρωθείς
- <ἐξαμβρακοῦται>
- ἐκλύεται. ἀπὸ τοῦ <ἀμβρακεύειν>, ὅ ἐστι καρτερεῖν
- *<ἐξαμαρτάνει>
- πλημμελεῖ AS
- <ἐξαμβλίσκοντα>
- διαφθείροντα
- <ἐξαμείψει>
- ἐκτελέσει. πορεύσεται. ἐναλλάξει
- <ἐξαμοιβάς>
- ἑτέροις καὶ ἑτέροις
- <ἐξαμοῦν>
- ἐκθερίζειν
- <ἐξ ἀμφοῖν>
- ἐξ ἀμφοτέρων
- <ἐξαμφοτερίσας>
- τὸ ἀμφίβολον ποιῆσαι. καὶ τὸ δύο πραγμά- των ἐκπεσεῖν
- *<ἐξαμβλοῦμεν>
- ἐκτιτρώσκομεν (Eur. Andr. 356) AS
- <ἐξανάξει>
- ἀνάξει πρὸς τὸν ἥλιον
- <ἐξανδήρισον>
- ἐκπέρασον
- <ἐξανδραποδίζεται>
- αἰχμαλωτίζεται
- <ἐξανεμοῦσθαι>
- ἐπαίρεσθαι. ἢ ξηραίνεσθαι. ἢ μετεωρίζεσθαι
- †<ἐξανέσασα>
- ἐπιστρέψασα
- <ἐξανεχώρει>
- λεληθότως ὑπέφευγεν
- <ἐξανθῆσαι>
- ἐκζέσαι
- <ἐξανθήσει>
- ἀνθήσει (Ps. 102,15)
- <ἐξανέψιοι>
- ὧν οἱ πατέρες ἀλλήλων ἀνεψιοί, ἢ αἱ μητέρες
- [<ἐξανήσας>
- ἐξαντήσας]
- <ἐξανίησιν>
- ἀναπέμπει r
- [<ἐξανόμεναι>
- ἐκκενούμεναι]
- <ἐξάντες>
- ἐξεναντίας. ὁτὲ δὲ τὸ ὑγιές
- <ἐξάντης>
- ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν
- <ἐξαντῶν>
- ἀντιάζων. ... τῆς κόῤῥης καὶ τοῦ πώγωνος οἷον ὑπογενειάζων. ἢ οὕτως· <ἐξαντῶν> κατὰ τῆς ὑγείας αὐτοῦ ἐξορκῶν>· τὸν ὑγιαίνοντα γὰρ <ἐξάντη> ἔλεγον
- *<ἐξ ἀντύγων>
- ἐκ τῶν περιφερειῶν τοῦ ἅρματος (Eur. Rhes. 567) A (gn)
- <ἐξανύω>
- ἐξανύσω. ἐκτελέσω. *[κατεργάσομαι (Λ 365) p (g)
- a) <ἐξάνω>
- ἄνωθεν b) <ἐξάγῃ>· ἐξενέγκῃ
- <ἐξαπαλλαγῇ>
- ὑποχωρήσῃ (Thuc. 4,28,4)
- <ἐξαπαλλάξει>
- ἐκπορθήσει, ἐκκενώσει (Υ 30)
- <ἐξαπατᾷ>
- χλευάζει. *[δελεάζει. φενακίζει As
- <ἐξαπάτερθεν>
- ἐκ τοῦ ἑτέρου
- <ἐξαπάφω>
- ἐξαπατήσω (ψ 79)
- <ἐξαπαφών>
- ἐξαπατήσας
- *<ἐξαπίνης>
- αἰφνιδίως. ἐξαίφνης (Ε 71) APvg
- <ἐξαποπειρῆσθαι>
- πειρᾶσθαι
- <ἐξ ἀπίης γαίης>
- ἀλλοτρίας, ἢ ξένης. ἢ μακρὰν οὔσης (Α 270)
- *<ἐξάπινα>
- <αἰφνιδίως> r. g.
- <ἐξαποινᾶσθαι>
- παραλογίζεσθαι
- *<ἐξ ἀπόπτου>
- ἐπὶ τοῦ ὑψηλοῦ τόπου Ag, ὅθεν ἔστιν περισκο- πεῖν τὰ ὑποκείμενα (Greg. Naz. or. 3 p. 49) A
- <ἐξαπορηθῆναι>
- ἐξαφανισθῆναι. [ἐν ἀπορίᾳ γενέσθαι (2. Cor. 1,8) Avg
- <ἐξ ἀποτρόχου>
- ἐκ περιδρόμου (Ar. fr. 637)
- *<ἐξ ἀπροσεξίας>
- ἐξ ἀμελείας A
- *<ἐξάπτεσθαι>
- κρατεῖσθαι τοῦ ἅρματος (A)
- <ἐξᾶραι>
- οὕτως λέγεται, ὅταν τι τῶν ὀρνέων εἰς μετέωρον ὕψος αἴρηται
- *<ἐξαράξαντες>
- ψοφήσαντες, κρούσαντες Avgn
- <ἐξαράξασθαι>
- διῶξαι
- <ἐξᾶρεν>
- ἐκτός ἐστιν
- *<ἔξαρθρος>
- ἐκμελής (4. Macc. 9,13) Avgn
- <ἐξαρῆξαι>
- ἐκφορῆσαι
- *<ἐξαρκεῖ>
- ἐπαρκεῖ (Eur. Hipp. 278) Avg
- <ἐξαρκέσει>
- ἐκποιήσει
- <ἐξαρκῆ>
- ἀρκοῦσαν
- <ἐξ ἀρακίων>
- ἐκ φιαλῶν
- *<ἔξαρνος>
- ἀρνούμενος APvgn
- *<ἐξάρξατε>
- προκατάρξατε. καταλέξατε (Ps. 146,7) APvg
- <ἔξαρον>
- ἆρον. ἐξάλειψον (Sir. 36,6)
- <ἐξαρτηδόν>
- μετὰ τοῦ ἐκκρέμασθαι
- *<ἐξαρτίζει>
- πληροῖ. τελειοῖ gn
- <ἐξαρτῆσαι>
- ἐκκρεμάσαι. τελειῶσαι
- <ἐξαρτύειν>
- παιδεραστεῖν
- <ἐξαρύσαι>
- ἐξαντλῆσαι
- <ἐξαρώμεναι>
- ἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι
- <ἑξᾶς>
- εἶδος <νομίσματος> παρὰ Συρακουσίοις
- <ἐξασελγαίνωμεν>
- ἀναπληρώσωμεν ...
- <ἐξαυαίνεται>
- ἀποθνήσκει (Ar. fr. 612)
- <ἐξαύδα>
- *ἔξειπον Av (gn), λέγε. (Α 363) r φώνησον. βόησον
- <ἐξαῦσαι>
- ἐξελεῖν <Εὔπολις> (s)
- <ἐξαυστήρ>
- κρεάγρα (Aesch. fr. 2?)
- *<ἐξαυτῆς>
- παραυτίκα Avgn
- <ἐξαῦτις>
- μετὰ ταῦτα r ἐκ δευτέρου (Α 223) n
- <ἐξαφάζων>
- ἔξω ἑαυτοῦ γιγνόμενος. καὶ περιβλέπων
- †<ἑξαφολέκτης>
- <ἑξαφορήσωσιν>
- εὐπορίσωσιν
- <ἐξαφύουσιν>
- ἐξαντλήσουσιν
- <ἐξέβλω>
- ἐξέτρωσεν
- <ἐξεγένετο>
- ἐξεποίησε
- <ἐξέγρετο>
- ἐξηγέρθη
- <ἐξέγρης>
- ἐξηγέρθης
- <ἐξεγρύτευσας>
- ἐξηρεύνησας
- <ἐξεδεδιῄτητο>
- ἔξω τῆς νομίμου διαίτης ἐγεγόνει (Thuc. 1,132,2)
- *<ἐξεδιῄτησεν>
- κακῶς διῴκησεν Avgp (b)
- <ἐξεδίφησεν>
- ἐξεζήτησεν
- †<ἐξεδίωσεν>
- ἐπόρθησε. κατέκοψεν
- *<ἐξ ἑδέων>
- ἐκ τῶν καθεδρῶν (Α 533) An
- <ἐξ ἕδρης>
- ἐκ καθέδρας. ἢ ἐκπρεπής (Τ 77)
- <ἔξεδρον>
- τὸν οὐκ αἴσιον οἰωνόν, οὐκ εὔθετον ὄρνιν. οὐκ ἐν δέοντι τὴν ἕδραν ἔχοντα
- <ἐξεδύοντο>
- ἀπεδίδυσκον (Γ 114) r
- <ἐξέθανεν>
- ἐλιποθύμησεν. <ἐξέπνευσεν>
- *<ἐξέθει>
- ἐξέτρεχεν Agn
- <ἐξεθίαζε>
- χορείας ἐπετέλει
- *<ἐξέθυσεν>
- ἀνεῖλεν (Eur. Or. 191) Avgn
- *<ἐξέθορεν>
- ἐξεπήδησεν (Φ 539) Avgn [ἐξέπνευσεν]
- *<ἐξαιθριασθέν>
- λαμπρυνθέν A (g)
- <ἐξέθρωσκεν>
- ἐξεπήδα r
- <ἐξέθωψεν>
- ἐξεθώπευσεν (Soph. fr. 773?)
- <ἐξεῖ>
- ἔξω. Λάκωνες
- <ἕξεια>
- τὰ ἑξῆς
- <ἐξειδεῖς>
- περισσοί. ἐκπρεπεῖς
- <ἐξείη>
- ἔξοδος. κέρδος
- *<ἑξείης>
- ἐφεξῆς (Α 448) n
- <ἐξεικάδιοι>
- οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς εἰκάδος καὶ τάγματος τοῦ αὐτοῦ
- *<ἐξείκοιτο>
- παραγένοιτο A
- <ἐξ †εἴκλω>
- ἀπὸ δείπνου
- *<ἐξεικονισμένον>
- μεμορφωμένον (Exod. 21,22) Avg
- <ἐξείλατο>
- ἐῤῥύσατο (Sap. 10,1 ..)
- <ἐξειλεγμένων>
- ἐκλεκτῶν Avg (n)
- <ἐξειλλεῖν>
- ἐκβάλλειν
- †<ἔξειον>
- ἐπιζήμιόν τι καταδικάζειν τοῖς ἑκουσίως ... οἱ δὲ ἀπό- λυσιν ἐγκλήματος
- <ἐξείπω>
- φανεροποιήσω (Ι 61)
- *<ἐξείνισσα>
- ἐξένισα (Γ 207) np
- <ἔξειρα>
- σκορπίος, ὁ ἰχθῦς
- *<ἐξείρετο>
- ἠρώτα (Ε 756) r. n
- <ἐξερεείνων>
- ἐξερευνῶν (μ 259)
- <ἐξειρύσας>
- ἑλκύσας
- *<ἔξεισιν>
- ἐξέρχεται (Eur. Alc. 215) r. Avg
- *<ἐξειλώτισεν>
- ὡς ἐπὶ †τοῦ λωτοῦ †ἐξεπόρθησεν A
- <ἐξείς>
- ἀφιείς
- <ἔξειτι>
- ἐξελεύσεται
- <ἐξεκαρυκεύθη>
- ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη· <καρύκη> γὰρ ἔδεσμα ἐκ πολλῶν συγκείμενον
- *<ἐξεκαλέσω>
- <παρῃτήσω> [ἐκ τῶν προμαχόνων] A
- <ἐξεκέδασεν>
- ἐξεπέτασεν
- <ἐξεκήλησεν>
- ἐξηύλησεν. ἔθελξεν
- <ἐξεκηρίωσας>
- ἐξέστησας
- <ἐξεκήρανεν>
- ἐξέφθειρεν
- <ἐξεκνημώθη>
- ἐξεφθάρη
- <ἐξεκοδόαξεν>
- ἐξέχεεν
- [<ἐξεκδούαζεν>
- ἐξήνεγκεν]
- <ἐξεκόμπασεν>
- ἐξέπληξεν
- †<ἐξεκ.νόθη>
- κατηντλήθη
- <ἐξεκορήθη>
- ἐξεκαλλύνθη
- <ἐξεκκλησίασεν>
- συνήθροισεν (Lev. 8,4 ..)
- <ἐξεκυλίσθη>
- ἔπεσεν. ἀπεῤῥίφη (Ζ 42) r
- *<ἐξεκώμασεν>
- ἐξεπόρνευσεν Avgn
- <ἐξελάαν>
- ἐξελάσαι. ἀποδιῶξαι (Θ 527)
- *<ἐξελαθῆναι>
- ἐκδιωχθῆναι A
- <ἐξελατέους>
- ἐκδιωκτέους
- <ἐξελάσωμεν>
- ἐκβάλωμεν
- <ἐξέχεα>
- ἐξήρασα
- <ἐξέλειπεν>
- ἐπαύσατο (Gen. 18,11 ..)
- *<ἐξελέσθαι>
- σῶσαι (Isai. 44,20 ..) As
- <ἐξέλιπον>
- ἐξώλισθον (Ps. 77,33 ..)
- *<ἐξελεύθεροι>
- οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί A
- †<ἐξελθεῖν>
- ἐξωθεῖν
- <ἐξέλεψεν>
- ἐξέγλυψεν. ἐξελέπισεν
- <ἐξελιγμός>
- κίνησίς τις παρὰ τοῖς τακτικοῖς, ἡ ἐνόπλιος ...
- *<ἐξελίσσουσι>
- κινοῦσιν (Eur. Troad. 3) An
- <ἐξελκόμενος>
- περιαγόμενος. περισυρόμενος (Ep. Iac. 1,11)
- <ἔξελον>
- ἐξαίρετον ἔδωκαν (Λ 626)
- <ἐξελύθη>
- ἐπαύσατο τῆς ὁρμῆς (Ε 293)
- <ἐξελύτρωσας>
- [ἐγύμνωσας] ...
- <ἐξελώπισεν>
- †ἀπήνθησεν. ἐξεσκύλευσεν, ἐξέδυσεν (Soph. Trach. 925)
- *<ἐξ ἐμέθεν>
- ἐξ ἐμοῦ (Α 525) Agn
- <ἐξέμεν>
- ἐξαφεῖναι (Λ 141)
- <ἐξεμέτρει>
- ἐπὶ ἅλωνος ἐμέτρει
- <ἐξεμήμεκεν>
- ἀπήρασεν. ἐξέχεεν
- <ἐξέμμορεν>
- ἔλαχεν (ε 335)
- <ἐξέμολεν>
- ἐξῆλθεν (Λ 603) r
- <ἐξεμοῦντες>
- ἀποβάλλοντες
- *<ἐξεμούσωσεν>
- ἐξεπαίδευσεν (Eur. Bacch. 825) As
- <ἐξέμπαλιν>
- ἐπαριστέρως
- <ἐξ ἐναντίων>
- ἐξ ἀντικειμένων (Greg. Naz. c. 2, 2, 8, 202)
- <ἐξενάριξας>
- ἐσκύλευσας (Π 692)
- <ἐξενάριξεν>
- ἐσκύλευσεν. ἀπέκτεινεν (Ε 151)
- <ἐξ ἐνάρων>
- ἐκ τῶν σκύλων (Ι 188)
- <ἐξ Ἐνετῶν>
- πόλις Παφλαγονίας (Β 852)
- *<ἐξ ἐνοπῆς>
- ἐκ τῆς μάχης vg, ἢ βοῆς (Ρ 714) An
- †<ἐξεντισμέναι>
- κεκοσμημέναι (Ar. Lys. 43)
- *<ἐξ ἐπάλξεων>
- ἐκ τῶν προμαχώνων (Eur. Phoen. 1009) Avgn
- *<ἐξέπαλτο>
- ἐξεπήδησεν (Α)
- <ἐξεπατάγησαν>
- ἐξεφώνησαν
- <ἐξεπατάχθη>
- ἐξεπλάγη
- *<ἐξ ἐπαφῆς>
- ἐκ ψηλαφήσεως An
- <ἐξέπερσεν>
- ἐξεῖλεν. ἐπόρθησεν
- *<ἐξεπέτασεν>
- ἥπλωσεν A ἀνέῳξεν (Prov. 13,16)
- <ἐξέπελεν>
- ἐξεγένετο
- <ἐξ ἐπιδρομῆς>
- ἐξαίφνης
- <ἐξέπινεν>
- προέπινεν
- *<ἐξ ἐπιπολῆς>
- ἄνωθεν g, ἄριζος
- <ἐξεπιτάξ>
- ἐξεπίτηδες
- <ἐξ ἐπιδιφριάδος πυμάτης>
- ἐξ ἄκρας τῆς ἄντυγος τοῦ δίφρου. ἐκ τῆς ἐπιβάσεως τοῦ παραβάτου γάρ. τοῦ δίφρου καὶ τοῦτο τὸ μέρος (Κ 475)
- <ἐξεπλάγη>
- ἐθαύμασεν. ἐξέστη
- *<ἐξέπλει>
- ἐξέπλεεν Avgp
- *<ἐξεπολεμοῦντο>
- τὰ πολεμίων καὶ ἐχθρῶν ἔπραττον A
- *<ἐξεπολέμωσε>
- πολεμίους εἰργάσατο Avgp
- <ἐξεπράθομεν>
- ἐξεπορθήσαμεν (Α 125) r
- *<ἐξεπράξατο>
- ἐφόνευσεν (Eur. Bacch. 1161 v. l.) A
- <ἐξεπύρωσεν>
- ἐξέφλεξεν
- <ἐξ ἐράνου
- ἔρανος> εὐωχία
- <ἐξεργάσῃ>
- διαφθείρῃ
- <ἐξερέεινεν>
- ἠρώτησεν (Ι 672)
- <ἐξερεείνων>
- ἐξερευνῶν (μ 259) r
- <ἐξερέῃς>
- ἐξηγῇ
- <ἐξερεύειν>
- ἐξευρεῖν
- <ἐξέρευκα>
- ἐξηρεύνηκα
- <ἐξερεύμην>
- ἐξαίρετα ἐλάμβανον (ξ 232)
- *<ἐξερέω>
- λέξω (Α 212) n. [ἢ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσαν]
- <ἐξ ἐρέβευς>
- ἐκ τοῦ σκότους (Θ 368)
- <ἐξ ἐρέβευσφιν>
- ἐκ τοῦ <ἐρέβους>, ὅ ἐστιν σκότους (Ι 572)
- <ἐξέραμα>
- <ὁ ἔμετος> (2. Petr. 2, 22)
- *<ἐξερεύξεται>
- ἐξενέγκῃ (Exod. 7,28) A
- †<ἐξέρεκτα>
- ἐκπέση
- †<ἐξερίπῃ>
- ἐκπέσῃ (Ξ 414) n
- <ἐξ ἔρον ἕντο>
- ἐξήνεγκαν τὸν ἔρωτα, τουτέστιν τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσαν (Β 432)
- *<ἐξερπετεῖν>
- ἐξιέναι Avgn
- <ἐξερύσαι>
- ἐξαγαγεῖν. ἑλκύσαι (Ε 666)
- <ἐξέροιτο>
- ζητοίη. καὶ διηρώτα
- *<ἐξερπύσαι>
- ἐξολισθῆσαι A
- <ἐξέῤῥον>
- ἐξεπορεύοντο
- <ἐξέῤῥωσας>
- ἐπ' ἐμὲ ἀφῖξαι. ἤτοι ἐπὶ τῶν νεύρων
- *<ἐξερύησαν>
- ἔφυγον (1. Macc. 9,6) (vg)
- <ἐξερύοι>
- ἐξέλκοι (Κ 505)
- <ἐξερύσασκεν>
- ἐξεῖλκεν (Κ 490)
- †<ἐξέῤῥω>
- ἐκφῦναι
- *<ἐξερῶ>
- ἐξάξω (Eur. Or. 560) (nv)
- <ἔξεσα>
- ἔξωθεν. Λάκωνες
- <ἐξεσίη>
- ἡ κατὰ πρεσβείαν ἔξοδος (Ω 235)
- <ἐξεσίας>
- πρεσβείας
- <ἔξεσκον>
- ὑπῆρχον
- <ἐξεσίην>
- δημοσίαν ἐκπομπήν. χρείαν. ἀγοράν. λῆμα. πρεσβείαν. δημηγορίαν. ἀπαίτησιν. χρήματα (φ 20)
- <ἐξέσμων>
- ἔσμηχον. καὶ <ἔσμων> δὲ τὸ αὐτό
- <ἐξεστηκότα>
- εἰς δίκην κεκληκότα ...
- <ἐξεστηκὼς οἶνος>
- ὁ ὀξίνης
- *<ἐξέσσυτο>
- ἐξώρμησεν, ἐξήρχετο (Η 1)
- <ἐξέσται>
- ἐπ' ἐξουσίας ἔσται
- *<ἐξέστην>
- ἐθαύμασα. ἐξεπλάγην (Habac. 3,2) Ag
- *<ἔξεστιν>
- δυνατόν <ἐστιν> (Eur. Hec. 435 ..) Avgn
- *<ἐξέστησεν>
- εἰς ἔκστασιν ἤγαγεν Avg
- <ἐξέστρεψεν>
- μετέβαλεν
- <ἐξ ἑστίας ἄρχεσθαι>
- παροιμία
- <ἐξετάζεται>
- ἀριθμεῖται [οὐ δεόντως]
- <ἐξέταμον>
- ἐξέκοψαν (Α 460) r
- *<ἐξετανύσθη>
- ἡπλώθη (Η 271) r Ap
- <ἐξέτασις>
- βασανισμός (Sap. 1,9 ..)
- *<ἐξετασμός>
- κρίσις. Agbps ἐρώτησις (Prov. 1,32)
- <ἐξετέλειον>
- ἐπλήρωσαν (Ι 492)
- <ἐξέτειον>
- ἐκ τούτου τοῦ ἔτους, οἷον <ἐπέτειον>
- *<ἐξέτηξας>
- ἀνήλωσας (Ps. 38,11) Av
- *<ἐξέτηξεν>
- ἐλέπτυνεν (Ps. 118, 139) r (g)
- *<ἐξ ἔτι τοῦ>
- ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου (Ι 106) vgn
- <ἐξετμήθη>
- διεκόπη
- *<ἐξετόξευσεν>
- ἐξέπεσεν (Eur. Andr. 365) A
- <ἐξετράπησαν>
- ἐξέκλιναν
- <ἐξετρίβετο>
- σφόδρα ἐκοσμεῖτο
- <ἐξευασμένου>
- τεθνεῶτος, γενομένου ...
- <ἐξευγενίσω>
- ἐλευθεροποιήσω
- <ἐξευδίασεν>
- εὐδίαν ἐποίησεν
- <ἐξέτρωσεν>
- ἐξήμβλωσεν, ἔῤῥιψε τὸ βρέφος
- <ἐξ εὐετηρίας>
- ἐξ εὐδαιμονίας
- <ἐξ εὐηγεσίης>
- ἐξ εὐδαιμονίας (τ 114)
- <ἐξευμαρίσθη>
- παρεσκευάσθη
- <ἐξευμενίσασθαι>
- ἐξιλεώσασθαι, ἐξιλάσκεσθαι
- *<ἐξευμενίσονται>
- ἐξιλεώσονται (4. Macc. 4,11) Agn
- <ἐξ εὐνῆς>
- ἐκ κοίτης (Χ 190)
- *<ἐξ εὐπατριδῶν>
- ἐξ εὐγενῶν Avg
- †<ἐξεύχομαι>
- ἀφίξομαι
- *<ἐξ εὐωνύμων>
- ἐξ ἀριστερῶν (Exod. 14,22) Ag
- *<ἐξεφαάνθη>
- ἐφάνη (Δ 468) As
- <ἐξεφάνη>
- φανερὸς ἐγένετο
- <ἐξέφαινον>
- ὑπέφαινον
- [<ἐξέφατο>
- δεδαπάνητο]
- <ἐξεφαύλιζον>
- ἐξευτέλιζον
- *<ἐξ ἐφημερίας>
- ἐκ τοῦ συνεχοῦς (ev. Luc. 1,5) ASvg
- <ἐξέφθιτο>
- ἐξέφθαρτο. δεδαπάνητο (ι 163)
- *<ἐξεφόρουν>
- ἐξέφερον ASgp
- <ἐξέφρηκεν>
- ἀφῆκεν
- *<ἐξέφυ>
- ἐβλάστησεν r. ASvgn
- *<ἐξεφύρθης>
- ἐμιάνθης (Ierem. 3,2) AS(vg)
- *<ἐξεφύσησα>
- διεσκόρπισα. [ἐξεφυσίασα]. ἐβδελυξάμην (Mal. 1,13 ..) AS(vg)
- †<ἐξεχαρυβδαάνθη>
- ἀνεπόθη†
- <ἐξέχεαν ὅρκια>
- οἷον παρέβησαν
- <ἐξέχειν>
- ἀνατέλλειν ἥλιον
- <ἔξελ' ἐμένα>
- χωρὶς ἐμοῦ. Λάκωνες
- *<ἐξέχεσθαι>
- ἐξέχειν AS
- <ἐξεχύθησαν>
- ἠφανίσθησαν (Lam. 4,1)
- *<ἐξαψάμενος>
- κατασχών. περιπλακείς ASgn
- <ἐξέωσαν>
- ἐξώρισαν, κατέβαλον, ἢ *ἐξέβαλον ASvgnP
- *<ἔξηβος>
- ἔξω τῆς ἥβης. τριάκοντα πέντε ἐτῶν AS
- <ἐξηγεῖσθαι>
- ἡγεῖσθαι
- *<ἐξηγήσατο>
- ἡρμήνευσε (en. Ioan. 1,18) AS
- <ἐξηγητής>
- ὁ περὶ ἱερείων καὶ διοσημειῶν ἐξηγούμενος
- <ἐξηγοῦ>
- καθηγοῦ (Eur. Bacch. 185)
- *<ἐξηγορίαν>
- ἐπαγγελίαν (Iob 22,22) ASvgn
- <ἐξηγορηκώς>
- ἐξειρηκώς
- *<ἐξῆπται>
- ἤρτηται. κρέμαται gΣ
- <ἐξέθυψεν>
- ἐξέκαυσεν
- <ἐξήϊα>
- θυμιάματα
- *<ἐξῃκασμένοι>
- ὁμοιωθέντες (Eur. Phoen. 162?) ASg
- <Ἐξηκεστίδης>
- μοχθηρὸς συκοφάντης
- <Ἐξήκεστος>
- ἡταιρηκώς. ὅθεν καὶ τοὺς εὐρυπρώκτους ὁμωνύ- μως <Ἐξηκέστους> ἔλεγον
- <Ἐξηκεστιδαλκίδαι>
- παρὰ τὸν Ἐξηκεστίδην καὶ Ἀλκίδην
- *<ἐξήμβλωσεν>
- ἐξέτρωσεν gn ἐξέφθειρεν r οὐ διέ
- <ἐξήλατον>
- εὐποίητον. ἢ [ἓξ πτυχὰς ἔχον (Μ 295) (b)
- <ἐξήλατος>
- συντετριμμένος
- *<ἐξήλεγκτα>
- φανερῶς γενόμενα AS
- <ἐξηλευθέρωται> ὁ δοῦλος, ὁ δὲ πράγματος ἀπολυθεὶς <ἠλευθέ- ρωται>
- <ἐξήλατον>
- ψιλῶς μὲν ἐξ ἐλασμάτων καὶ πτυχῶν συγκείμενον· δασέως δὲ ἑξάπτυχον (Μ 295)
- *<ἐξηλιασμένον>
- κεκαυμένον (Ag) v ὑπὸ τοῦ ἡλίου (2. Regn. 21,13)
- *<ἐξ ἠλιθιότητος>
- ἐξ ἀναισθησίας ASvgn
- †<ἐξηλήμβωρ>
- ἔβλεπε. Λάκωνες
- <ἐξηλοιῶμεν>
- ἐξεκαθάραμεν
- <ἐξήλυξεν>
- ἐξέφυγεν (Eur. Hec. 1194)
- *<ἐξημεροῖ>
- πραΰνει (4. Macc. 1,29) ASvgn
- *<ἐξήμβλωσεν>
- ἐξέτρωσεν gn ἐξέφθειρεν r οὐ διέσωσεν
- *<ἐξήμευσε>
- ἀπεκίνησε AS
- *<ἐξημμένοι>
- ἐκδεδεμένοι. ASg ἢ ἐνδεδυμένοι S(n)
- <ἐξημερῶσαι>
- ἡμεροποιῆσαι (Eur. Herc. 20)
- <ἐξημοιβά>
- ἀλλακτὰ διὰ τὸ πλῆθος (θ 249)
- <ἐξημοιβαί>
- ἕτεραι
- *<ἐξῆν>
- ἐξεγένετο. ἢ δυνατὸν ἦν Avg
- <ἐξημάρευσε>
- ἐπέρασεν
- <ἐξηνδρωμένον>
- ὀρθιάζοντα
- <ἐξινήσαμεν>
- ἐξεβάλομεν
- [<ἐξηνηθησάμην>
- διῆλθον. ἀνέγνων. ἐξεφόρησα]
- [<ἐξηνέριξας>
- ἐσκύλευσας. ἀνεῖλες]
- *<ἐξήνιοι>
- ἀλλότριοι, παρὰ τὸ ἔξω ἡνίων γενέσθαι· <ἡνία> δὲ τὰ λῶρα· AS(vg) ἀνυπότακτοι Svg (A)
- *<ἐξήνιον>
- ἔξω τοῦ ζυγοῦ AP
- <ἐξηντληκέναι>
- ἐξαπαντλῆσαι (Eur. Med. 79)
- *<ἐξηπάτησεν>
- ἐξεπλάνησεν (Sus. 56) ASn
- *<ἐξήπαφεν>
- ἠπάτησεν (ξ 379) r. AS
- <ἐξεπέδου>
- ἔλυε τὰ πέδα
- <ἐξηπειρῶσθαι>
- ἤπειρον γενέσθαι
- <ἐξηπέτριπται>
- δεδαπάνηται. Λάκωνες
- [<ἐξήπιλεν>
- ἐξεγένετο]
- <ἐξηρεύξατο>
- προεβάλετο (Ps. 44,1) r
- *a) <ἐξηρμένην>
- ὑψουμένην Sg b) <<ἐξῃρημένην>>· περιῃρη- μένην AS
- <ἐξήριπεν>
- ἐξέπεσεν (Hippocr. med. off. 12, III 314,6 L.)
- *<ἐξῄρηνται>
- ἐξηρήμωνται ASn
- *<ἐξηρτημένοι>
- κρεμάμενοι ASg ἢ κεκοσμημένοι (Exod. 28,7?)
- *<ἐξηρώησαν>
- ἐξώρμησαν (Ψ 468) r. (S)
- <ἑξῆς>
- ἐφεξῆς
- *<ἐξησκημένον>
- δυσνόητον n
- *<ἐξησκληκότες>
- ξηρανθέντες AS (vg)
- <ἐξητασμένος>
- δεδοκιμασμένος
- *<ἐξῄτησαν>
- ᾔτησαν. ἐδυσώπησαν. παρεκάλεσαν AS
- <ἐξηυλημένον>
- ἄχρηστον. αἱ γὰρ παλαιαὶ γλωσσίδες τῶν αὐλῶν ἐξαυλίδες ἐλέγοντο, καὶ αἱ κατατετριμμέναι
- †<ἐξήχμησαν>
- ἠρήμωνται· διὰ τὸ τὰ ξόανα ἀπολελοιπέναι αὐτούς· ἢ ὅτι οὐκ ἐπέθυον αὐτόθι οἱ βάρβαροι τῷ θεῷ
- *<ἐξηχεῖτο>
- ἐξηκούετο (3. Macc. 3,2) ASvgn
- *<ἐξήχηται>
- ἐξῆλθεν. ἐκηρύχθη (1. Thess. 1,8) AS
- <ἐξίατρος>
- ἐκθυτικός
- <ἐξιεροῦν>
- χρήματα θεοῖς ἐπαγγέλλεσθαι
- <ἐξιθυίω>
- †ἔξω καθίσω
- <ἐξιθύνει>
- ὀρθοῖ (Ο 410) (S)
- <ἐξικνεῖσθαι>
- χωρεῖν
- <ἐξικμάζεται>
- ἐξόλλυται
- <ἐξικνεῖται>
- ...
- <ἐξικνούμενον>
- ἐξαρκοῦν. εἰσδυόμενον
- <ἑξικόρ>
- ἑκτικός
- *<ἐξίκοιτο>
- παραγένοιτο N (p)
- *<ἐξιλάσεται>
- προσεύξεται. πραϋνεῖ (Lev. 4,20 ..) AS
- *<ἐξιλάσκεσθαι>
- ἐξευμενίσασθαι (Lev. 17,11 ..) ASPb
- *<ἐξίλασμα>
- ἀντίλυτρον. ἀνακτητικὸν δῶρον (Ps. 48,7 ..) ASvgn
- <ἐξίλλειν>
- ἀπείργειν, κωλύειν. κτείνειν. ἐκβάλλειν ASn
- <ἐξίμεναι>
- ἐξαφεῖναι. ἐξελθεῖν (λ 531 v. l.)
- [<ἐξίνε>
- ἐπεσβέννυεν]
- <ἐξινώμενον>
- ἐκκενούμενον. ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων (com. ad. 1004 K.)
- <ἐξιποῦται>
- ἐκπιέζεται
- [<ἐξιπόμενος>
- καθαιρόμενος χολήν, ἢ ἐξεμῶν, ἢ ἐκρέων]
- <ἐξιονθίζω>
- "ἐξιονθίζω τρίχα" (Soph. fr. 661) ἐκδίδωμι. ἔστι γὰρ ἴονθος ῥίζα τριχῶν, ἢ <τὸ> ὑπερέχον
- <ἕξις>
- ἦθος, ἢ ἐκ τοῦ ἔχειν. φρόνησις. συνήθεια (Hebr. 5,14)
- <ἐξίθμη>
- ἔξοδος
- *<ἐξιστορήσαντες>
- ἀναζητήσαντες ASvn
- *<ἐξ ἰσοστασίου>
- ἐξ ἴσου· ἐκ τοῦ ὁμοίου AS
- *<ἐξιστακέναι>
- θαυμάσαι (Act. 8,11) ASvg
- *<ἐξίσταντο>
- ἐθαύμαζον (Act. 2,7) ASs
- <ἐξίστασθαι>
- διαφθείρεσθαι
- <ἐξίσταται>
- ἐκπλήττεται (Iob 36,28)
- <ἐξίστη>
- ἐξέπληττε
- <ἔξιστον>
- ἔχθιστον
- <ἐξίστιον>
- ἱερεῖον
- <ἐξίταλα>
- ἀναλώματα
- <ἐξίτηλα>
- ἀσθενῆ. *ἀνόητα n ἄχρηστα. *ἀδόκιμα. S ἐγγὺς ἀφανισμοῦ ASvgn
- *<ἐξιτηλία>
- μωρία (A) S
- <ἐξίτηλον>
- ἐξολλύμενον. ἀμαυρόν. *ἢ τὸ ἀπολλύμενον· παρὰ τὸ <ἐξιέναι>, ὅ ἐστι ἐξελθεῖν AS ἢ ἀνόητον S
- *<ἐξίτηλος>
- ὑπερήφανος. βλάξ (ASPn) διεφθαρμένος S(n)
- <ἐξιτήρια>
- ἡμέρα, ἐν ᾗ τὰς ἀρχὰς ἀπετίθεντο Ἀθήνησιν
- *<ἐξιτήριον>
- ἀποτακτικόν ASvg
- <ἐξιτητός>
- ἐκπορευόμενος r
- *<ἐξιχνεύει>
- ἐξερευνᾷ. ἀναζητεῖ (Sir. 18,4) A
- *<ἐξιχνιασάμην>
- ἐξηρεύνησα, AS ἀνεζήτησα (Iob 5,27?)
- <ἓξ μέτρα>
- ἑξάμετρα
- <ἐξώβλητον>
- ἐξόριστον. ἀπόβλητον
- *<ἐξ οὗ δή>
- ἀφ' οὗ δὴ χρόνου (Α 6) n
- <ἐξοδῆσαι>
- ἐξοδεῦσαι
- <ἐξοδίαν>
- ἐκστρατείαν (1. Esdr. 4,23)
- <ἐξόδιοι νόμοι>
- δι' ὧν πάντες ἐξελεύσονται (Cratin. fr. 276)
- *<ἔξομπλον>
- ἴσον <ὑπόδειγμα> AS
- *<ἐξονομακλήδην>
- ἐξ ὀνόματος καλῶν (Χ 415) S
- <ἐξονομάσεις>
- ὀνομάσεις
- *<ἐξονομήνῃς>
- ἐξ ὀνόματος [εἰπών. ἢ] ἐξείπῃς (Γ 166) ASn
- *<ἕξοντες>
- ἔχοντες AS
- <ἐξ ὄνυχος>
- παροιμία
- <ἐξοπλίσας>
- ὁπλίσασθαι κελεύσας
- *<ἐξ ὀπός>
- ἐκ τῆς φωνῆς (Greg. Naz. c. 2, 1, 34, 80) nT
- <ἐξορίζειν>
- ὀρὸν ἐκπιέζειν τυροῦ
- [<ἐξ ὀρίου>
- ἐπιτηδείου ἀνέμου]
- <ἐξορίζομαι> ...
- <ἐξόριστος>
- τῶν ὅρων ἐκτός (Dem. 21, 105)
- *<ἐξορμᾷ>
- ἐκπηδᾷ. ἔξεισιν AS ἐκτρέχει Sb
- *<ἐξοθύνει>
- παρορμᾷ AS
- <ἐξορμενίζεις>
- ἐκκεκαύληκας. ἐκκέχυσαι
- <ἐξορύξαι>
- ἐκφθεῖραι (1. Regn. 11,2)
- <ἐξορχήσομαι>
- χλευάσω, ὑβρίσω
- *<ἐξοσιοῦν>
- δικαιοῦν AS
- *<ἐξοσιούσθω>
- ὅσιος γινέσθω (Eur. Bacch. 70) AS
- *<ἐξωστρακίσθη>
- ἐξωρίσθη· ἐπειδὴ εἰς ὄστρακον ἔγραφον AP (S) g τὰς ἐξορίας g
- [<ἐξότολον>
- φανερόν]
- *<ἐξ οὗ>
- ἀφ' οὗ (Α 6) ASv
- <ἐξουδένωσας>
- ἀπεδοκίμασας (Iud. 9,38 ..)
- *<ἐξουδενώκασι>
- κατευτέλισαν (1. Regn. 8,7) AS
- <ἔξουθα>
- ἐκτός
- *<ἐξουθενεῖ>
- παρακρίνει ASn
- <ἐξουθενούμενοι>
- κατευτελιζόμενοι
- <ἐξουλάς>
- ἐκβολάς
- <ἐξουλῆς δίκη>
- ἐξουλῆς δικάζεταί τις, ὅταν φάσκῃ κατέχεσθαι αὐτοῦ κτῆμά τι ἐπιβάλλον αὐτῷ· ὅπερ <ἐξίλλειν> λέγεται, τουτέστιν ἐκβάλλειν
- *<ἐξ οὐρίου>
- ἐξ ἐπιτηδείου ἀνέμου ASvgn
- *<ἕξουσιν>
- ἐφέξουσιν (Ν 51) n(S)
- *<ἐξοφρυωμένοι>
- ἐπηρμένοι. ὑπερήφανοι ASn (v)
- *<ἐξ ὀχέων>
- ἐκ τῶν ἁρμάτων (Γ 29) AS
- *<ἐξοχετευόμενα>
- ἐκρέοντα, ἢ ἐκτὸς ἔχοντα τοὺς ὑδρηγούς AS
- <ἔξοχος>
- ἔνδοξος r ἢ ἄριστος (Β 480 ..)
- <ἐξοχώτατος>
- ὑπέρτατος
- *<ἐξόχως>
- ὑπερβαλλόντως ASg καλλίστως. [πάνυ (3. Macc. 5,31?) ASgn
- <ἔξοχον>
- ἐκπρεπές (Ζ 194 ..)
- <ἐξπέδιτον>
- ...
- <ἐχυδαροῦται>
- ἐξυδατοῦται
- <ἐξυδατισθέν>
- ὡς ὕδωρ
- <ἐξ ὑμάλων>
- ἐξ ὁμοίων
- *<ἐξ ὑπαρχῆς>
- ἐξ ἀρχῆς ASvg
- <ἐξ ὑπερκρεμῶν>
- ἐξ ὑπεροχῆς, ἐκ κορυφῆς
- <ἐξύπισθα>
- ἐκ τοῦ ὀπίσω (Lyr. ad. fr. 67 Bgk)
- *<ἐξ ὑπογύου>
- ἐκ τοῦ σύνεγγυς r. ASvg
- <ἔξυσ' ἀσκήσασα>
- ὑφάνασα (Ξ 179)
- *<ἔξυσεν>
- ἐδημιούργησεν AS
- *<ἐξυφήνας>
- κατασκευάσας g
- <ἔξω ἀμέλγεται>
- ἐκθλίβεται
- <ἐξωβάδια>
- ἐνώτια. Λάκωνες
- *<ἐξώγκουν>
- ἔθαπτον (Eur. Or. 402) Sgn ἐμεγάλυνον
- *<ἐξώγκωσεν>
- ὕψωσεν ASvg
- †<ἐξωγύρου>
- εὐκαταπρήστου AS
- <ἔξω Γλαῦκε>
- τοὺς χειμαζομένους ἐν θαλάσσῃ φασὶ λέγειν. παροιμιῶδες δέ· ἐπεὶ δοκεῖ ὁ Γλαῦκος φανεὶς χειμῶνα σημαίνειν
- [<ἐξώδια>
- ἔξοδος. ἐξώδια]
- <ἐξώκοιτος>
- εἶδος ἰχθύος. <ὁ> καὶ <ἄδωνις>
- *<ἐξώκειλεν>
- ἐξέπεσεν. r. Sn ἐκ μεταφορᾶς τῶν πλοίων AS
- *<ἐξώκειλον>
- ἐξῆλθον S (APn)
- *<ἐξώκοιτος>
- ἔξω κοιταζόμενος r. AS
- <ἐξωλίμας>
- οὐκ αἰσίους
- *<ἐξώλης>
- κίναιδος r. ASv(g)
- <ἐξώλιγξε>
- ὤλισθεν [ἐξώλλυται ἀπόλλυται]
- *<ἐξώμβρησεν>
- ἐπήγαγεν ὀξέως AS ἢ ἐπήνεγκεν (Sir. 1,19) (g)
- <ἐξωμίς>
- χιτὼν ὁμοῦ καὶ ἱμάτιον. τὴν γὰρ ἑκατέρου χρείαν παρεῖχεν· καὶ χιτῶνος μὲν διὰ τὸ ζώννυσθαι, ἱματίου δὲ ὅτι τὸ ἕτερον μέρος ἀνεβάλλετο. παρ' ὃ καὶ οἱ κωμικοὶ ὁτὲ μὲν <ἔνδυθι> ὁτὲ δὲ <περιβαλοῦ> ...
- *<ἔξωμος>
- χιτὼν δουλικός ASvg
- *<ἐξωμόσατο>
- ἀπηγόρευσεν r. ASgn
- <ἐξωμοσία>
- ἄρνησις μεθ' ὅρκου
- *<ἐξ ὠνίων>
- ἔξω τῶν πρασίμων AS πραγμάτων S
- <ἐξώπαζεν>
- ἐξέπεμπεν
- <ἐξώπιον>
- ἔκτοπον. ἔξω
- *<ἐξωραϊσμένον>
- κεκοσμημένον ASn, κεκαλλωπισμένον g
- <ἐξώργισα>
- ἐξεθύμωσα [ἐξώροις]
- *<ἐξώροις>
- γραίαις AS ἢ γέρουσιν
- *<ἔξωρον>
- τὸν παρηκμακότα, ἄκαιρον AS, ἢ παλαιόν
- *<ἐξώσθη>
- ἐξεβλήθη r. AS
- *<ἐξώσθησαν>
- κατεβλήθησαν. κατέπεσαν g
- *<ἔξωσον>
- ἄπωσαι, ἔκβαλε (Ps. 5,10 ..) ASvgn
- <ἐξώσω>
- ἀπώσω, [ἐκβαλῶ (Ioel 2,10) r
- <ἐξώστρα>
- ἐπὶ τῆς σκηνῆς τὸ ἐκκύκλημα· <Φρύνιχος>
- [<ἐξωστρακίσθη>
- ...]
- *<ἔξωθε πάγης>
- ἔξω παγίδος AS
- <ἔξω τριακάδος>
- οἱ μὴ μεταλαμβάνοντες παῖδες ἢ ἀγχιστεῖς κλήρου τελευτήσαντός τινος Ἀθήνησιν ἐκαλοῦντο
- <ἐξωτικὰς δίκας>
- τὰς ξενικάς
- *<ἐξ ὠτειλῆς>
- ἐκ τοῦ τραύματος (Δ 140) ASn
- <ἐξώτρυνεν>
- ἐξέπεισεν
- <ἐξώφελλεν>
- ἐπιπολὺ ηὔξησεν (ο 18)
- <ἐξωχέτευται>
- [ἐπιπολὺ ηὐξήθη]
- *<ἐξῴχοντο>
- ἐξεπορεύοντο r. ASPn
- <ἕο, ἑοῖο, ἕθεν>
- ταῦτα ἰσοδυναμεῖ· καὶ ὀρθοτονούμενα δηλοῖ ἑαυτοῦ ἢ ἑαυτῆς, ἐγκλινόμενα δὲ αὐτοῦ, αὐτῆς S
- *<ἔοι>
- ἔσται. εἴη Sn, γένοιτο g, ὑπάρχοι (Ξ 333) ASvgn [αὐτοῦ, αὐτῆς]
- *<ἔοικεν>
- ὡμοίωται SPg πρέπον ἐστί n δοκεῖ. ἁρμόζει. φαίνεται (Α 119 ..) SPn
- <ἔοικέ τοι>
- πρέπει σοι (Ι 70)
- *<ἐοικός>
- πρέπον. ὅμοιον ASvg
- *<ἐοικότα>
- καθήκοντα. *πρόσφορα Σp ὡμοιωμένα
- *<ἐοικώς>
- ὡμοιωμένος (Β 20) ASn
- *<ἕοιμι>
- ἐμβάλλοιμι vgn
- *<ἑοῖο>
- τοῦ αὑτοῦ. ἢ ἑαυτοῦ (Β 662) AS
- *<ἑοῖσι>
- τοῖς ἑαυτοῦ (Α 83) ASvgn
- <ἑοῖσιν>
- ἰδίοις. οἰκείοις (Μ 222)
- <ἐόληται>
- τετάρακται. ἐπτόηται. ὠδύνηται
- †<ἔολον>
- πρόσφορον. χρηματιστόν
- <ἐολότων>
- εἰλημένων S
- *<ἔολπεν>
- ἐλπίζει. προσδοκᾷ. οἴεται (φ 317) (AS)
- *<ἑόν>
- ἴδιον gn τὸν ἑαυτοῦ. Sn ἑαυτόν "ἑὸν γένος"
- *<ἐόντα>
- ὑπάρχοντα, [ὄντα (Α 352) n
- *[<ἐόντες>
- ἐξ ἔθους ἐπιφοιτῶντες] A
- *<ἔοργας>
- εἰργάσω (Γ 57) n
- *<ἔοργεν>
- ἔπραξεν ASvg εἴργασται A διέθηκεν (Β 272)
- <ἐοργίζεται>
- τορυνᾶται. <ἐόργη> γὰρ ἡ τορύνη
- †<ἔορτα>
- ἔδοξε. κρεμνᾶται†
- <ἐορτάς>
- ἀρεσκούσας. καλάς
- [<Ἔορτος>
- ἢ] <Ἐορδός>· Μακεδών, ἀπὸ ἔθνους
- <ἔορ>
- θυγάτηρ. [ἀνεψιός r
- <ἔορες>
- προσήκοντες, [συγγενεῖς r
- <ἐοσσητήρ>
- ἐπίκουρος. τιμωρός. ἀντὶ τοῦ <ἀοσσητήρ>
- *<ἑοῦ>
- τοῦ ἑαυτοῦ (Α 496) AS
- <ἐοχμόν>
- <καθ' ἃ συνδέδεται ὁ τράχηλος> p
- <ἐπάβολος>
- ἐπιτυχών
- *<ἐπαγαλλιάζων>
- ἐπιχαίρων AS
- *<ἐπαγγείλωσιν>
- κελεύσωσιν
- <ἐπαγγεῖλαι>
- ἐκκαλέσαι. ἐντυχεῖν
- *<ἐπαγγελία>
- ὑπόσχεσις (Rom. 4,13 ..) AS καὶ <ἐπάγγελμα> (2. Petr. 3,13)
- <ἐπαγγέλλῃ>
- κελεύεις
- <ἐπάγει>
- ἐπιφέρει. ἐνποιεῖ. θηρεύει
- <ἐπαγείρειν>
- ἐπισυναθροίζειν (Α 126) r. b
- <ἐπάγη>
- ἐστερεώθη. ἐπήχθη (Κ 374) *ἐνεφυτεύθη g συνεπλάσθη. ἐγένετο. ὡς καὶ <ἁρματοπηγὸς> λέγεται
- <ἐπαγίνησεν>
- ἐπῆγεν
- <ἐπαγκομίζεσθαι>
- ἐπανάγεσθαι
- †<ἔπαγλος>
- κατόθριξ†
- <ἐπαγορίαν ἔχει>
- ἐπίμωμός ἐστιν
- <ἔπαγρον>
- ἀγρευτικόν, ἄγριον. ἐν τῷ ἀγρεύειν εὐτυχῆ
- <ἐπαγλάϊξον>
- ἄκρατον ἐπίχεον (Lyr. ad.)
- <ἐπαγχάσασθε>
- ἐπαναχωρήσατε
- <ἐπαγασσαμένη>
- ἐκπληγεῖσα
- <ἐπάγω>
- ἐπιφέρω (Gen. 6,17 ..)
- <<ἐπαγωγά>·> ἐπαγόμενα. τὰ ἐπαχθέντα. *[ἐφολκά g ἢ ἀπατη- τικά (4. Macc. 8,15) ASvg
- *<ἐπαγωγάς>
- αἰχμαλωσίας (Sir. 10,13?) AS
- *<ἐπαγωγή>
- συμφορά. πειρασμός. ἤτοι τὸ ὁπωσοῦν κακῶς ἐπαγόμενον (Sir. 3,28) ASvg
- <ἐπαγώγιον>
- ἀνηρτισμένον
- <ἐπαγωγή>
- αἰφνίδιος ... Κασάνδρᾳ (trag. ad.?)
- *<ἐπαγωνιεῖται>
- φιλονικήσει r ASvgn
- *<ἐπᾴδοντος>
- φαρμακοῦ (Ps. 57,6) r. ASvg
- *<ἐπαείρει>
- ἐπαίρει AS αἴρει A
- *<ἐπαΐεις>
- ἐπακούεις ASP
- *<ἐπαειράμενον>
- ἀφαιρούμενον AS
- *<ἐπαείρας>
- ἐπεγείρας (Κ 80?) AS
- †<ἐπαεσσούριον>
- κατήγορον
- *<ἐπ' αἶαν>
- ἐπὶ γῆν (Θ 1) AS
- [<ἐπαΐχδην>
- ὅσον ἐπιψαῦσαι]
- <ἐπαιγίζοντα>
- σφοδρότερον πνέοντα ἄνεμον· <καταιγίδες> γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί (ο 293)
- <ἐπαιγίζων>
- ἐπικαταιγίζων, τουτέστι ἐπιπίπτων (Β 148)
- <ἐπαιδεύσατο>
- τὸν υἱὸν ὁ πατήρ, <ἐπαίδευσε> δὲ ὁ διδάσκαλος
- <ἐπαινέσαντος>
- εὐφημίσαντος
- <ἐπαινή>
- ἐπαινετή. ἢ δεινή, καὶ φοβερά (Ι 457)
- <ἐπαΐειν>
- αἰσθάνεσθαι
- [<ἐπαίας>
- μετεωρήσας]
- [<ἐπαίμονες>
- ἀπόγονοι]
- <ἐπαΐξας>
- ἐπιδραμών, *[ἐφορμήσας (Β 146) (S)
- <ἐπαίνους>
- τὰς κρίσεις. καὶ τὰς συμβουλίας. καὶ τὰς μαρτυρίας Σοφοκλῆς Θυέστῃ Σικυωνίῳ (fr. 231)· καὶ †ἀλκέοι ταῖς ἐπαινέ- ταισιν
- <ἐπ' Αἰνύρων ὁδόν>
- Αἴνυρα χωρίον τῆς Θρᾴκης ἀπὸ Αἰνύρου ὀνομασθέν (Archil. p. 439 Bgk.)
- *<ἐπαΐοι>
- αἰσθάνοιτο. ἐπακούοι AS
- *<ἐπαΐοντα>
- ἐπακούοντα ASvg
- <ἐπαῗραι>
- προτρέψασθαι
- [<ἐπαίσαι>
- λαβεῖν]
- *<ἐπαίρων>
- κουφίζων. ὑψῶν AS(g)
- <ἐπαΐσαι>
- αἰσθέσθαι. ἐπακοῦσαι. πεισθῆναι
- <ἐπᾶισας>
- *ἔτυψας, ἐπάταξας, ἔπληξας (Iob 4,19) (ASvg) ἔδειρας. ᾖσας, ἔψαλας
- <ἐπαίσιοι>
- καθήκοντες. ἐπιβάλλοντες
- <ἐπαΐσσων>
- ὁρμῶν. ἐπερχόμενος (Κ 369)
- <ἐπάϊστος>
- φανερός. κατάφωρος (Hdt. 2, 119,3 ..)
- <ἐπαϊών>
- ἐπακούσας
- *<ἔπαιτοι>
- αἴτιοι (Α 335) n
- *<ἐπ' ἀκινήτοισιν>
- ἢ τάφοις. ἢ λίθοις (Hes. op. 750) AS
- <Ἐπακμόνιος>
- Ποσειδῶν ἐν Βοιωτίᾳ
- <ἐπακοντισμός>
- βόλου ὄνομα
- <ἐπάκοοι>
- οἱ μάρτυρες. καὶ οἱ ἐπισκοποῦντες τὰς δικαστικὰς ψήφους
- <Ἐπάκριος>
- Ζεύς. ὁ ἐπὶ τῶν ἄκρων τῶν ὀρῶν ἱδρυμένος. ἐπὶ γὰρ τῶν ὀρῶν τοὺς βωμοὺς αὐτῷ ἵδρυον ὡς ἐπιπολύ
- <ἐπ' ἀκροτάτῳ>
- ἐπ' ἄκρῳ (Β 793)
- <ἐπάκρισεν>
- ἐπέδραμεν
- <Ἐπακταῖος>
- Ποσειδῶν ἐν Σάμῳ
- *<ἐπακτήρ>
- κυνηγός r. ASvgbp
- [<ἐπακτήρεσιν>
- ἀλλεπαλλήλοις, συνεχέσιν]
- *<ἐπακτῆρες>
- κυνηγοί, οἱ τοὺς κύνας ἐπάγοντες g καὶ δίκτυα καὶ δόλους (Ρ 135)
- *<ἐπακτόν>
- ἔξωθεν (Eur. Phoen. 343) ASvgn
- <Ἐπάκτιος>
- ὁ Ἑρμῆς ἐν Σικυῶνι
- <ἐπακτὸς ὅρκος>
- <οὐκ> ἐγχώριος, ἀλλ' ἀπὸ ξένης ἐπηγμένος· ἢ ἐφ' ὃν ἕτερος ἄγει, οὐκ αὐθαίρετος
- <ἐπακτούς>
- ἐπηγμένους
- <ἐπακτρίδας>
- τὰς ἁλιάδας· <ἐπακτρεῖς> γὰρ οἱ ἁλιεῖς καὶ καθόλου οἱ κυνηγοί. καὶ <ἐπακτροκέλης> δὲ εἶδος πλοίου
- <ἐπακτρεῖς>
- παροιμία· δοῦναι μὲν εἰς ἐπακτρέων, λαβεῖν δὲ μή. [καὶ οἱ κυνηγοὶ <ἐπακτρεῖς>]
- *<ἐπακτῶν>
- ἔξωθεν προσγινομένων. ἢ ἐπὶ τῶν αἰγιαλῶν ἢ τῆς πέτρας· <ἀκτὴ> γὰρ ἡ πέτρα καὶ ὁ αἰγιαλός AS
- <ἐπάκτωσαν>
- ἔκλεισαν, [ἐφράξαντο (Archil. fr. 187) r
- <ἐπαλαζονευόμενον>
- καταθρασυνόμενον
- <ἐπαλείφων>
- γυμνάζων (vg)
- <ἐπαλείφοντας>
- γυμνάζοντας
- <ἐπαλάσσετο>
- κατεπίμπλατο (Λ 169)
- <ἐπαλλάξαντες>
- *ἐφαμματίσαντες. ἐπιπλέξαντες. (Ν 359) Sgp ἐναλλάξαντες AS ἐξ ἀντεμβολῆς ἐπεκτείναντες
- <ἐπαλλαχθεῖσα>
- ἐπαλλάξασα. Σοφοκλῆς Κολχίσιν (fr. 322)
- *<ἐπαλλήλων>
- ὁμοίων Avgb (S)
- *<ἔπαλλεν>
- ἔσειεν n
- <ἐπάλθημεν>
- ...
- *<ἐπαληθείς>
- πλανηθείς (δ 81) AS
- *<ἐπ' ἀλλοδαπῆς>
- ἐπὶ ξένης AS
- <ἐπάμων>
- δοῦλος, λάτρις
- <ἐπαλαστήσασα>
- σχετλιάσασα, δεινοπαθήσασα, ἐπιχαλεπή- νασα (α 252)
- <ἐπαλῖναι>
- ἐπαλεῖψαι
- <ἐπαλλακεύετο>
- παλλακῇ ἐχρῆτο
- <ἐπάλλησεν>
- ἐφθάρη
- <ἐπάλμενος>
- πηδήσας AS, ἐφορμήσας r, ἐφαλόμενος (Η 260) s
- *<ἐπάλξεις>
- οἱ προμαχῶνες τῶν τειχῶν (Μ 258) q. vgnp
- *<ἔπαλξις>
- πύργος ASvg. οἱ τῶν τειχῶν προμαχῶνες
- †<ἐπαλογῆς>
- σπουδῆς. ἀνταποδόσεως (Sir. 2,2)
- <Ἐπαλουσία>
- ἡ Ἀθηνᾶ
- <ἐπάλταξε>
- παλτῷ ἔβαλεν
- <ἐπάλυνεν>
- ἐλεύκανεν. ὕγρανεν, ἀνέδευσεν. ἢ ἐπεπάσθη. ἢ ἀπὸ τῆς <πάλης>, ἐλεύκανε χιόνι (Κ 7)
- <ἐπᾶλτο>
- ἐφήλατο. ἐπέδραμεν (Φ 140) [ἐκραδάνθη. ἐσείσθη.]
- <ἐπαμβλήδην>
- ἀναβαλλόμενος. ἀνακρουόμενος
- <ἐπαμειβόμενον>
- ἐπαλλαττόμενον
- *<ἐπαμείψομεν>
- ἀνταλλάξωμεν, ἀντιδῶμεν (Ζ 230) ASn
- <ἐπαμέτραιον>
- μέτρον τι παρὰ Κνιδίοις
- <ἐπ' ἁμεροφάντῳ>
- ἐπὶ ἡμέραι φανέντι
- <ἐπαμήσατο>
- ἐπεβάλετο (ε 482)
- <ἐπαμησόμεθα>
- ἐπιφορήσομεν
- <ἐπ' ἀμνηστείᾳ>
- ἐπ' ἀμνησικακίᾳ
- <ἐπαμοιβαδίς>
- ἐναλλάξ (ε 481)
- <ἐπάμονες>
- [ἀπόγονοι.] ἀκόλουθοι (r)
- *<ἐπαμῦναι>
- βοηθῆσαι (3. Macc. 1,27) r. ASvg
- †<ἐπαμφάδησεν>
- ἐθαύμασεν. περιεβλέψατο
- *<ἐπαμφιάζοντες>
- ἐπενδύοντες AS
- <ἐπαμφιέσας>
- ἐγκρύψας
- *<ἐπαμφίσκοντες>
- ἐνδύνοντες A (g)
- *<ἐπ' ἄμφω>
- ἐπὶ τοῖς δυσίν vgn
- *<ἐπάναγε>
- ἐπάνελθε AS. ἐπίστρεφε (Sir. 17,26)
- *<ἐπάναγκες ἔχω>
- ἀνάγκην ἔχω AS
- <ἐπαναγνῶναι>
- ἐξαναγνωρίσαι
- <ἐπαναζεῦξαι>
- ἐπανελθεῖν
- <ἐπαναθεῖναι>
- μεταθέσθαι
- <ἐπανακροῦσαι>
- εἰς τοὐπίσω χωρῆσαι. ἐπὶ τῶν κωπηλατούν- των, ὅταν στρέψαντες τὴν πρύμναν ἀνακρούωνται, ἵνα εἰς τοὐπίσω χωρήσῃ τὸ πλοῖον (Ar. Av. 648)
- *<ἐπαναλήψομαι>
- ἐπαναλαμβάνω ἄνωθεν ASvgp
- <ἐπαναλύων>
- ἐπαναστρέφων
- <ἐπαναπτήσιμον>
- ἐπαναπτῆναι θέλοντα, καὶ πορευθῆναι
- <ἐπαναρύεται>
- μετὰ κρίσιν θύει, κρέα δίδωσιν
- <ἐπανάστασις>
- ἐπανέγερσις
- <ἐπανατείνει>
- ἐπανατείνεται. ἐφήπλωται
- *<ἐπ' ἀναφορέων>
- ἐπ' ὤμων (Num. 4,10) AS
- *<ἐπαναχθέντα>
- ἐπανακομισθέντα (2. Macc. 12,4) AS(n)
- *<ἐπανεῖτο>
- ἐνεργεῖτο AS
- <ἐπανεῖπαν>
- ἐπεκήρυξαν
- *<ἐπανελέσθαι>
- ἐπαναλαβεῖν AS
- <ἐπανελθεῖν>
- ἀναβῆναι
- *<ἐπανελθών>
- ὑποστρέψας. δεύτερον ἐλθών (Prov. 3,28) AS
- <ἐπανερέσθαι>
- ἐπερωτᾶν (Hippocr. prognost. 2, II 114,8 L.)
- <ἐπ' ἀνέρι>
- ἐπ' ἀνθρώπῳ (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 236)
- <ἐπάνεισιν>
- ἐπαναστρέφει r, ἀνακάμπτει
- <ἐπανέρχεται>
- ἐπαναστρέφει. ἐκ δευτέρου ἔρχεται
- <ἐπανέστησαν>
- μετ' αὐτοὺς ἀνέστησαν (Β 85)
- *<ἐπανέχειν>
- ὑψοῦν ASgpb
- *<ἐπάνηκε>
- ὑπόστρεψον (Prov. 3,28) r. ASvg
- *<ἐπανήραντο>
- ἐπανέλαβον. παρὰ τὸ ἆραι AS
- <ἐπ' ἄνθεσιν>
- ἐπὶ τὰ ἄνθη (Β 89)
- <ἐπανθρακίδες>
- τὰ ἐπ' ἀνθράκων ὀπτώμενα ἰχθύδια
- *<ἐπανιτέον>
- ἐπανοδευτέον ASvgPn
- <ἐπανιών>
- ἐπαναστρέφων r
- *<ἐπαντέλλων>
- ἀναφέρων AS ἀνατέλλων (Eur. Phoen. 105)
- *<ἐπ' ἀντολαῖς>
- ἐπ' ἀνατολαῖς (Eur. fr. 482) AS
- *[<ἐπάξιοι>
- ἀκούοι AS]
- *<ἐπάξονται>
- ἐπιφέρουσι, βαστάζουσιν (Exod. 28,39) AS
- <ἐπαοιδία>
- φαρμακεία, γοητεία
- *<ἐπαοιδοί>
- φαρμακοί AS, γόητες (Exod. 7,11 ..) S(g)
- <ἐπ' ἄπειρα>
- δυσνόητα. [πολλά (b)
- *<ἐπ' ἀπήνην>
- τὴν ἅμαξαν (Ω 590) AS
- <ἐπαποδρόμιον>
- [ἡ] ἱερεία, παρὰ Κρησίν
- *<ἐπαπόρησις>
- ἀπορία ASg
- <ἐπάρας>
- κουφίσας. ὑψώσας
- <ἐπαράς>
- κατάρας (Ι 456)
- *<ἐπαράσαι>
- κουφίσαι AS
- <ἐπαράσασθαι>
- ...
- *<ἐπαραμένοι>
- οἱ παρὰ μοῖραν ἀπολλύμενοι ASP
- [<ἐπάρασας>
- ἀπέδυ, ἐπώλησας]
- *<ἐπάρατος>
- ἐπικατάρατος r SPn (A)
- <ἐπάργεμος>
- ἀποκεκρυμμένος. ἢ νόσος ὀφθαλμῶν. Ἐπάργεμα γὰρ λέγεται τὰ ὄμματα, ὅταν ᾖ τετυφλωμένα ὑπὸ λευκωμάτων· καὶ πάντα δὲ τὰ τυφλὰ καὶ ἀφώτιστα οὕτως λέγονται (Aesch. Ag. 1113)
- <ἐπάργεμα>
- ὄμματα τετυφλωμένα r
- <ἐπάργυρον>
- μισθωτήν r
- <ἐπάρη>
- ἐκεντήθη
- *<ἐπαρήγουσαν>
- βοηθοῦσαν (2. Macc. 13,17) ASgn
- <ἐπαρήξει>
- βοηθήσει
- <ἐπαρήρει>
- ἐφήρμοστο (Μ 456)
- *<ἐπαρίστερα>
- κακά. ἀηδῆ AS
- *<ἐπαρκεῖ>
- ὑπουργεῖ. χορηγεῖ. βοηθεῖ AS
- <ἐπαρκές>
- αὔταρκες
- <ἐπάρκιοι>
- ἔμπειροι. βοηθοί
- †<ἐπάρισμα>
- ἀφανῆ. ἄσημα
- [<ἐπαρμένοι>
- οἱ παρὰ μοῖραν ἀπολλύμενοι]
- <ἐπαρμόν>
- χῶμα κάθυγρον
- <ἐπαρξάμενοι>
- σπείσαντες (Α 471) Svgn ἐπιστάντες AS
- <ἐπαρξόμενος>
- ἐπαρχὰς ληψόμενος
- <ἐπάριτοι>
- τάγμα Ἀρκαδικὸν μαχιμώτατον. καὶ οἱ παρὰ Ἀρ- κάσι δημόσιοι φύλακες
- *<ἔπαρσις>
- ὑπερηφανία (Zach. 12,7 v. l.) (AS)
- <ἐπαρτέας>
- ἑτοίμους. ἀπηρτισμένους (τ 289)
- *<ἐπαρτᾷ>
- ἐπικρεμάζει AS
- <ἐπαρτέϊ νηί>
- εὐτρεπεῖ νηί (Greg. Naz. c. 1, 2, 2, 224)
- <ἐπάρουρος>
- ἐπίγειος. ἢ κηπουρὸς ἐπιμίσθιος (λ 488)
- <ἐπαρτηΐαν>
- παρασκευήν
- *<ἐπαρτήσας>
- κρεμάσας ASgn
- *<ἐπαρυστρίδες>
- ἐλαιοχύται (Zach. 4,2) vgn ἢ ἀντλητῆρες Agn
- <ἐπαρχία>
- φυλή. ἢ πατρίς
- <ἐπαρώμενοι>
- καταρώμενοι
- *<ἐπᾷσαι>
- ᾆσμα εἰπεῖν γοητικόν. ἐπιλαλῆσαι (Ierem. 8,17 v. l.) AS
- *<ἐπάσαντο>
- ἐγεύσαντο (Α 464) ASg ἐκτήσαντο
- *<ἐπασθμαίνων>
- πνευστιῶν (4. Macc. 6,11) AS
- [<ἐπάσιοι>
- καθήκοντες]
- <ἐπασκεῖν>
- σέβεσθαι. ἁγνεύειν.
- <ἐπασκηταί>
- ἀθληταί
- <ἐπάσκιον>
- ἡ χώνη. Σικελοί
- *<ἔπᾳσμα>
- <ᾆσμα γοητικόν> n
- <ἐπ' ἀσπίδα>
- εἰς εὐώνυμα
- <ἔπασσεν>
- ἐποίκιλλεν S. ὕφαινεν (Χ 441)
- *<ἐπασσύτεροι>
- ἄλλοι ἐπ' ἄλλοις (Α 383) As
- *<ἐπασσύτερον>
- ἀλλεπάλληλον (Δ 423) r. AS
- <ἐπ' ἀσφαλοῦς>
- ἀσφαλεῖς
- <ἐπάσω>
- ἐκτήσω. Αἰσχύλος Πρωτεῖ Σατυρικῷ (fr. 215)
- <ἐπάταξαν>
- *ἔτυψαν AS ἐτροπώσαντο. ἐνίκησαν (Iud. 3,29 ..)
- <ἐπάτερθεν>
- ἐπέκεινα
- <ἐπαίτια>
- ἐπιτίμια (Sol. legg.)
- <ἐπαύλια>
- ἡ [δὲ] δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα οὕτως καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ. ἴσως ἀπὸ τοῦ <ἐπαυλίζεσθαι> τὴν νύμφην
- <ἔπαυλις>
- *μάνδρα βοῶν AS. ἢ οἴκημα. ἢ *αὐλή AS. ἢ στρα- τοπεδεία. καὶ ἡ ποιμενικὴ αὐλή
- <ἔπαυλος>
- ἐπίσκηνος. ἔνοικος. [χαράδρα]
- <ἐπαύλους>
- ἐπαύλεις. μάνδρας (ψ 358)
- <ἐπαύρασθαι>
- ἀπολαῦσαι p ἐπιτυχεῖν. [ἐπιτελεῖν]. ἐπιψαῦσαι
- <ἐπαυρεθέντα>
- ἐπιβάλλοντα
- <ἐπαύρῃ>
- ἐπιτύχῃ. ἐπιψαύσῃ (Λ 391)
- *<ἐπαυρεῖν>
- ἀπολαῦσαι A
- *<ἐπαυρίσκονται>
- ἐπιτυγχάνουσιν (Ν 733) AS
- *<ἐπαύροι>
- ἀπολάβοι g. μεταλαμβάνοι
- <ἐπαύρους>
- τοὺς χειμάῤῥους ποταμούς
- <ἐπ' αὐτατῶν>
- παρ' αὑταῖς
- <ἐπαύρωνται>
- ἐπαίσθωνται (Α 410)
- <ἐπ' αὐτοφώρῳ>
- ἐπ' αὐτόπτῳ. ἐπ' ὄψει
- <ἐπ' αὐτοφανέσι>
- ἐπ' αὐτοφώρῳ. *Ἐπ' αὐτοφώρῳ δὲ ὁ φανε- ρῶς καταληφθείς, ὑπεύθυνος γενόμενος, ἢ ἐπ' αὐτῷ τῷ κλέμ- ματι εὑρεθείς, ἔτι κατέχων αὐτό AS
- <ἐπαυχεῖ>
- ἐπεύχεται
- *<ἐπαφᾶται>
- ψηλαφᾷ ASvgPn ἐπιψαύει ASP
- <ἐπαφῆκεν>
- ἐπαπέλυσεν Avg. ἐπέδωκεν. ἐξέβλυσεν
- <ἐπαφησαμένη>
- ἁψαμένη
- <ἐπάφησεν>
- ἐπαφήσατο
- *<ἐπαφίησιν>
- ἐπαπολύει A
- *<ἐπαφώμενος>
- ψηλαφῶν r. ASPg
- <ἐπαχθεῖς>
- ἐπίπονοι. ἀηδεῖς
- *<ἐπαχνώθη>
- ἠνιάθη, ἐλυπήθη AS
- [<ἐπαχνώθη>
- τὰ αὐτά]
- *<ἐπάχνωσεν>
- ἐλύπησεν ASP ἠνίασεν
- *<ἔπεα>
- λόγοι n, ῥήματα
- <ἔπεα πτερόεντα>
- τὰ ἔπη πτηνὰ εἶπε, διὰ τὸ ταχέως προ- φέρεσθαι τοὺς λόγους. τὰ ἁρμοστά· πτερῶν γὰρ οὐδὲν εὐαρ- μοστότερον (Α 201 ..)
- *<ἔπεα ηὔδα>
- λόγους AS
- †<ἐπεβάρος>
- ἐπανέκαμψεν
- *†<ἐπέβεις>
- ἐπιβάται A
- *<ἐπέβησαν>
- ἐπήρχοντο (χ 424) AS
- <ἐπεβήσατο>
- ἐπέβη (Κ 513)
- <ἐπέβησεν>
- ἐπιβῆναι ἐποίησεν (Θ 129)
- <ἐπέβρισεν>
- ἐπεβάρησεν (Μ 414) b
- <ἐπεγκανάξαι>
- ἐπεμπιεῖν. ἢ ἐπιχέαι
- <ἐπεγκλάσας>
- τοῖς ὄμμασί πως διανεύσας
- <ἐπέγναψαν>
- ἐπεκατέκλασαν. ἐπέγναμψαν
- *<ἐπέγνω>
- μετενόησεν AS
- <ἐπέγραψεν>
- ἐπεχάραξεν. *ἐπέγλυψεν AS. ἐπέξυσεν (Δ 139)
- *<ἐπέγρετο>
- ἐπεγείρετο (Κ 124) AS
- <ἐπ' ἐδάφους>
- ἐπὶ γῆς (Iob 9,8)
- <ἐπεδέετο>
- ἐδέετο, ἔχρῃζεν
- <ἐπέδησεν>
- κατέσχεν. ἐδέσμευσεν (Δ 517)
- <ἐπεζάρηκεν>
- ἐπεβάρυνεν
- *<ἐπεζάρει>
- ἐπεβάρει. ἐπέκειτο AS. ἐπεκράτει (Eur. Rhes. 441)
- <ἐπεζήτει>
- ἠνώχλει. ἐπεχείρει. ἐπετήρει
- <ἐπεζήτουν>
- τὰ αὐτά (1. Macc. 7,13)
- <ἐπεζύγωσε>
- προσέκλεισεν
- <ἐπέθελγον>
- κατεδαπάνων
- *<ἐπεθείαζεν>
- ἐχόρευεν. ἐθαύμαζεν ὡς θεόν ASvgn
- *<ἐπέθρωσκον>
- ἐπεπήδων ASvg
- <ἐπέθεντο>
- ἐπέκειντο. ἀντέκειντο (Ps. 58,3)
- <ἐπει>
- *λέγει SP. ὅτι. ἢ ἐπειδή (Β 115) Ag ἢ ἐπειδάν. ἢ ἐπεί τι. ἢ εἰ δὲ μή
- <ἐπεί>
- ἀφ' οὗ χρόνου "ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν" (α 2)
- <ἐπεὶ ἄρ τινα>
- ἐπὰν τινά (Θ 269)
- *<ἐπεὶ ἂρ τμάγεν>
- ἐπεὶ διεχωρίσθησαν (Π 374) S
- <ἐπιβουλεύων>
- λοιδορῶν, ἐφυβρίζων
- <ἔπειγε>
- πορεύου. σπεῦδε (Eur. Or. 799 ..)
- <ἐπείγει>
- κατάγει. καθέλκει (Μ 452 ..)
- <ἐπείγεται>
- σπεύδει, σπουδάζει
- <ἐπειγωλὴ καὶ ἔπειξις>
- ἡ σπουδή r
- <ἐπείγω>
- σπουδάζω r
- *<ἐπὶ δὲ ᾔνεον>
- ἐπῄνουν, καὶ συγκατετίθεντο (Γ 461) AS
- <ἐπειδήπερ>
- ἐπειδή
- <ἐπειδή>
- ἐξ ὅτου
- <ἐπειδὴ πρῶτα θεῶν ἰότητι δαμάσθη>
- εὐθέως ἀπὸ τῆς γενέσεως ὑπὸ τῶν μοιρῶν κατεκρίθη (Τ 9)
- <ἐπιείξω>
- ὑπείξομεν
- *<ἐπειή>
- ἐπειδή ASp
- <ἐπείθετο>
- ἐπείσθη (Α 33)
- <ἐπειδὴ πρῶτα>
- ἐπειδὴ ἅπαξ (Α 235)
- <ἐπειὴ πολὺ φέρτερος>
- ἐπειδὴ πολὺ κρείττων (Δ 56)
- *<ἐπεί κε>
- ἐπειδάν (Α 168) Sn
- <ἐπεί κ' ἕωμεν πολέμοιο>
- ἐπειδὰν πληρωθῶμεν τοῦ πολέμου (Τ 402)
- *<ἐπειλημμένη>
- κρατοῦσα (Gen. 25,26) ASvg
- <ἐπεὶ μάθον>
- ἐπεὶ ἔμαθον (Ζ 444)
- <ἐπεικτάς>
- ὑπόσχεσις. σπουδή
- <ἐπεί μ' ἔτεκες>
- ἐπειδή μ' ἐγέννησας (Α 352)
- <ἐπεκέκλετο>
- ἐπεκαλεῖτο (Ι 454)
- *<Ἐπειοί>
- οἱ Ἠλεῖοι (Β 619) A. καὶ οἱ πλησιόχωροι
- *<Ἐπειός>
- ὁ Ἠλεῖος. ἀπὸ πόλεως AS
- <ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικεν>
- ἐπεὶ οὐδὲ πρέπει (Α 119)
- <ἐπεὶ οὐ ἕθεν>
- ἐπεὶ οὐκ αὐτῆς (Α 114)
- <ἐπεὶ οὔ ποτε>
- ἐπειδὴ οὔποτε (Ε 441)
- <ἐπεὶ οὔτι μοι αἴτιοί εἰσιν>
- ἐπεὶ οὔκ εἰσί μοι αἴτιοι (Α 153)
- <ἐπεὶ οὔ τοι>
- ἐπεὶ οὐδαμῶς σοι (Α 515)
- <ἐπείπασθαι>
- ἐξειπεῖν
- <Ἐπειός>
- οὕτως ἐκαλεῖτο Κρατῖνος ὁ Κωμικός· ἴσως διὰ τὸ ταξιαρχῆσαι τῆς Οἰνηίδος φυλῆς καὶ δειλότερος φανῆναι. καὶ γὰρ ὁ Ἐπειὸς δειλὸς ἦν. [σημαίνει] (Com. ad. 31)
- <ἐπεί ῥα>
- ἐπειδή (Α 458)
- <ἔπειραν>
- ἔπηξαν (Α 465)
- <ἐπειράτιζες>
- ἐπείραζες
- <ἐπειρᾶτο>
- ἐπείραζεν. ἐδοκίμαζεν (Δ 5)
- <ἔπειρεν>
- ἐπέρα (Υ 479). ἐνεῖρεν. ἐκέντησεν (Ι 210)
- <ἐπείρη>
- ἐπειρᾶτο
- <ἐπειπών>
- ἐπιβοήσας
- *<ἐπειρῶντο>
- ἐσπούδαζον. ἐβούλοντο (φ 184) AS
- *<ἐπεισάκτου>
- ἀλλοτρίου r. AS(gn)
- <ἐπεί σε λέοντα γυναιξίν>
- ... (Φ 483)
- *<ἔπεισιν>
- ἐπελεύσεται S. ἐπέρχεται (Α 29) ASPn
- <ἐπέρχονται>
- ἐπικαταλαμβάνουσιν (Iob 37,9)
- *<ἐπεισκρινόμενον>
- ἐπεισερχόμενον (A) S
- *<ἐπισπεῖν>
- ἐπακολουθοῦντας ἔχειν S
- *<ἐπεισρεύσαντα>
- ἐπεισελθόντα S(A)
- *<ἐπεισφρήσαντες>
- ἐπεισενέγκαντες An
- *<ἔπειτα>
- μετὰ ταῦτα (Α 121) Avgn. τάχιστα (λ 598) A. ἀντὶ τοῦ δή Avg
- <ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ>
- ἐπεὶ ᾐσθόμην τῆς ψυχῆς ἀλγησάσης (Ο 252)
- *<ἐπεῖχεν>
- προσεδόκα. προσεῖχεν (Act. ap. 3,5) AS
- <ἐπεί χ' ἕωμεν πολέμοιο>
- ἐπειδὰν πληρωθῶμεν τοῦ πολέμου (Τ 402). παρὰ τὸ "<ἐξ ἔρον ἕντο>" (Α 469 ..)
- *<ἐπειχθῶμεν>
- σπουδάσωμεν AS
- *<ἐπεῖχεν>
- ἐπέκειτο AgP(S)
- <ἐπέκελσεν>
- ἐπώκειλεν (ν 114)
- *<ἐπέκεινα>
- παρεκεῖ. ἀνωτέρω. ἐξωτέρω (Iesai. 18,1 ..) ASvg
- <ἐπέκερσαν>
- ἐπέκειραν (Π 394?)
- <ἐπεκεκήκαστο>
- ἐπωνείδιστο
- *<ἐπέκλυεν>
- ἐπήκουεν (ε 150) r. A
- <ἐπέκλωσαν>
- ἐπήγαγον
- *<ἐπεκλώσαντο>
- ἐπικατέκλωσαν. ἐπεμοιράσαντο. ἐκύρωσαν. ἐπε- κλήρωσαν (Ag). ἐπεμοίραναν (α 17 ..) (ASn)
- <ἐπεκονίθη>
- κατωρύχθη
- <ἐπεκραίαινεν>
- ἐπετέλει (Β 419)
- <ἐπεκρήηνεν>
- ἐπετέλεσεν. ἐπεκύρωσεν, ἐβεβαίωσεν (Callim. h. Dian. 40)
- <ἐπεκύλλωσεν>
- ἐπηύξησεν. ἐπὶ τῶν διαρτιζόντων, <οἳ> κατα- λείπουσιν ...σταῖς, ἵνα τῷ δοκοῦντι μικρὸν προστίθηται. καὶ τοῦτό ἐστιν <ἐπικυλλῶσαι>
- *<ἐπεκώμασεν>
- ἐπεδήμησεν, ἐπῆλθεν, ἐκ μεταφορᾶς τοῦ <κώμου>, ὅ ἐστι ἐνθουσιῶντος πλήθους AS
- <ἐπελάνθανεν>
- εἰς λήθην ἦγεν
- <ἐπελαύνειν>
- ἐπιπέμπειν
- <ἐπέκτασις>
- ἡ ἐπιπολὺ τάσις
- <ἐπέλαχεν>
- ἐκληρώσατο
- <ἐπελέξατο>
- τὰ γεγραμμένα ἀνέγνωσεν
- *<ἐπέλετο>
- ἐγένετο. ἐφάνη AS
- <ἐπελήκεον>
- ἐκρότουν τοῖς ποσί (θ 379)
- *<ἐπελήσθην>
- ἐληθαργήθην (Ps. 30,12) ASvg
- <ἐπέλιξεν>
- ἐπέδραμεν
- <ἐπέλυσας>
- ἐξείλου
- <ἐπελώβευον>
- ἐπετίμων. διέπαιζον τοῖς λόγοις. ἐπέσκωπτον. ὕβριζον (β 323)
- <ἐπεμαίετο>
- ἐφήπτετο n, ἐπέψαυεν. ἐπεθύμει (Ε 748)
- <ἐπέμαρψε>
- κατέλαβεν
- <ἐπεμάσσατο>
- συνετάραξεν (Υ 425 v. l.?). ἐφήψατο, ἐψηλάφη- σεν (π 172)
- *<ἐπεμβάλλεται>
- τρώγει AS
- <ἐπεμβεβαώς>
- ἐπιβεβηκώς (Ι 578)
- <ἐπεμβαίνει>
- ἀναβαίνει
- <ἐπέμεινεν>
- ἐπεκάθισεν
- *<ἐπεμήνατο>
- ἐμάνη (Ζ 160) gn
- <ἐπεμάνην>
- ἠράσθην
- <ἐπεμήνιεν>
- ἐπωργίζετο (Ν 460)
- *<ἐπέμυξαν>
- ἐπεμυκτήρισαν (g) n, ἐπεμύχθισαν AS. ἐξεφαύλισαν (Δ 20 ..)
- <ἐπεμύξατο>
- ἐπεστέναξεν, ἐπεγόγγυσεν
- <ἐπ' ἔναρ>
- εἰς τετάρτην. Λάκωνες
- *<ἐπενάσθην>
- ἐπῳκίσθην AS
- *[<ἐπ' ἐναύων>
- ἐπὶ τῶν ἀγκυρῶν] AS
- <ἐπενδίεσαν>
- ἐπηφίεσαν
- <ἐπενδόμενοι>
- ἐπερειδόμενοι
- <ἐπενείματο>
- ἐπῆλθεν
- <ἐπενεγκεῖν>
- ἔτι ἐνεγκεῖν
- *<ἐπένειμεν>
- ἐπέβαλλεν Ab(S)
- *<ἐπενήνεον>
- ἐπεσώρευον AS [ἐπεσωρεύθησαν] (Η 428)
- <ἐπενήνοθεν>
- *ἐπήνθει (Β 219) AS. ἔπεστιν. ἐπῆν (θ 365)
- *<ἐπενήχετο>
- ἐπεκολύμβα. ἐπεφέρετο ASvg
- *<ἐπένοντο>
- ἐνήργουν (Ω 124) AS
- *<ἐπέντυεν>
- εὐτρέπιζεν (Θ 374) AS
- <ἐπενώτισεν>
- ἐφώρμησεν. Ἀμφιτρύωνι δευτέρῳ (Archipp. fr. 5)
- <ἐπεξέλευσις>
- ἐκδίκησις
- *<ἐπεξέρχεται>
- ἐκδικεῖ (Sap. 14,31) AS
- *<ἐπέοικεν>
- πρέπον ἐστίν (Α 126) (n)
- *<ἐπεπαιώνιστο>
- ἐπεφήμιστο AS
- <ἐπέπαστο>
- ἐπεπλήρωτο. *ἐκτήσατο (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 172) gS
- <ἐπέπηλεν>
- ἐκλήρωσεν
- *<ἐπέπιθμεν>
- ἐπεπιστεύκειμεν (Β 341) AS
- <ἐπέπληγον>
- πλήσσοντες ἐν τῷ τρέχειν (Ε 504)
- <ἐπεπλήξατο>
- ἔπαισεν
- <ἐπεπολέμωτο>
- πολεμίως διέκειτο
- *<ἐπεπωλεῖτο>
- ἐπεπορεύετο (Δ 231) vgn
- *<ἐπέρασα>
- ἐπώλησα (Φ 78) AS
- *<ἐπέραστος>
- ἐπιθυμητός A, ἐράσμιος ASvg
- *<ἐπερειδόμενος>
- ἐπιστηριζόμενος (Prov. 3,18?) APvgn
- [<ἐπέρεισαν>
- ἐπεβάρησαν]
- <ἐπέρεψα>
- ἐπεσκεύασα. ἐπεκόσμησα. ἐπεστέγασα (Α 39)
- *<ἐπερηρεισμένα>
- ἐποικοδομηθέντα ASg
- *<ἐπερείσασθαι>
- ἐπιστηριχθῆναι ASPb
- *<ἐπερείδεται>
- ἐμπήγνυται. εἰσβαίνει AS
- *†<ἐπεῤῥίσσαι>
- φιλοποιῆσαι (Ω 335) AS
- <ἐπέρχομαι>
- τολμῶ. ἐγχειρῶ
- [<ἐπέῤῥοον>
- ἔθαπτον. ἐκήδευον]
- [<ἐπέῤῥισεν>
- ἐφεστιάσατο]
- <ἐπεῤῥόθησε>
- [ἔσεισεν]. ἔκραξεν (Eur. Hec. 553 ..). [ὑγίασεν ἐποίησεν]
- <ἐπεῤῥώοντο>
- ἤλουν· καὶ ἔστιν οἷον μετὰ ῥώμης ἐκινοῦντο καὶ ἤλουν. καὶ ἐπηκολούθουν (υ 107)
- <ἐπεῤῥώσαντο>
- ἐῤῥωμένως *ἐπεσείσθησαν (Α 529) gn. ἢ ῥώ- μην καὶ ἰσχὺν ἐπέβαλον. ἢ ἐῤῥωμένως ὠρχήσαντο (Hes. Theog. 8)
- †<ἐπεῤῥώπτην>
- ὑπηρέτην
- *<ἔπερσεν>
- εἷλεν. ἐπόρθησεν (α 2) n [ἔθαπτεν. ἐκήδευεν]
- <ἐπέρτερα>
- μείζω. καὶ ὑψηλότερα
- *<ἐπερόνησεν>
- διέτρησεν ASb
- [<ἔπεσαν>
- ἐγεύσαντο]
- *<ἐπέσαξεν>
- ἔστρωσεν (Gen. 22,3) ASvg
- <ἐπεσβολίαι>
- λοιδορίαι. ἐπιτιμήσεις. πολυλογίαι. κακολογίαι (δ 159)
- <ἐπεσβόλος>
- λοίδορος. πρόγλωσσος. τοῖς ἔπεσι βάλλων (Β 275)
- <ἕπεσθαι>
- ἀκολουθεῖν (Eur. Troad. 422) b
- *<ἔπεσι>
- λόγοις Pvgn, λέξεσιν (Α 77)
- *<ἐπέσκαζεν>
- ἐχώλευεν (Gen. 32,31) AS
- <ἐπεσκεμμένως>
- συνετῶς (Greg. Naz. or. 6,1 p. 190 d)
- *<ἐπέσκεψαν>
- ἐπέβλεψαν, ἐπεῖδον n
- <ἐπέσπεν>
- ἠκολούθησεν
- <ἐπέσπερξα>
- ἐφώρμησα
- <ἐπεσσεύοντο>
- ἐπῄεσαν. ἐφώρμων. ἐπηκολούθουν r μετὰ σπου- δῆς (Β 86)
- *†<ἐπέσσηθον>
- ἐπελέκων. ἐπελέπτυνον AS
- <ἐπέσσευον>
- ἐτάβλιζον n. ἐδαπάνιζον
- <ἐπεσσύμενος>
- ἐπελθών. ἐπορούσας, ἐφορμήσας (Ξ 147)
- <ἐπεσσύμενον>
- πορευόμενον. [προθυμούμενον (Μ 388) (A)
- *<ἐπέσσυται>
- ἐφορμᾶται (Α 173) An
- <ἐπέσσυτο>
- ὥρμα. ἐπῆλθεν (Ε 438)
- *<ἐπεστενάχοντο>
- ἐπέστενον (Δ 154). καὶ ἤχουν A
- <ἐπεστέψαντο>
- ἐπεστεφάνωσαν. πλήρεις ἐποίησαν, *ἐπλήρω- σαν (Α 470) ASn
- <ἔπεστιν>
- ἐπέτυχεν (4. Macc. 1,10)
- *<ἐπεστιασόμεθα>
- εὐωχούμεθα AS
- *<ἐπέστιον>
- ἔποικον AS. κατάλυμα S
- *<ἐπεστράτευσαν>
- ἐπολέμησαν (Iesai. 29,7 ..) ASvg
- <ἐπ' ἐσχαρόφιν>
- ἐπὶ ἐσχάρᾳ (ε 59)
- <ἕπ<εται>>
- ἀκολουθεῖ ASvg. συνεπάγεται. πρέπει
- <ἑπέται>
- ἀκόλουθοι, θεράποντες. <ἐφέται>· οἱ τὰς φονικὰς δίκας δικάζοντες
- <ἐπετέτακτο>
- ἐν τάξει ἢ ὄπισθεν ἠκολούθει (Xen. Hell. 1, 6, 30)
- *<ἐπέτειον>
- ἐπὶ τοῦ νῦν ἔτους (Deut. 15,18) ASvgn
- <ἐπέταξεν>
- ἐνετείλατο (Ps. 106,29)
- *<ἐπέτελλεν>
- ἐνετέλλετο (Δ 229) n
- *<ἐπετέλλετο>
- παρήγγειλε ASn. παρετίθετο (Δ 301) An
- [*<ἐπετέμετο>
- παρήγγειλεν A ἐπετίμησεν]
- *<ἐπετήδευσεν>
- ἐμηχανήσατο. [ἐσπούδασεν (Esth. 8,12 m) AS
- <ἐπετιμήσατο>
- τιμωρίαν ἐπέθηκεν
- <ἐπετοξάζοντο>
- *ἐτόξευον, ἐστοχάζοντο AS. ἐφώρμων τόξοις καὶ δόρασι βάλλειν ἢ τιτρώσκειν (Γ 79)
- <ἐπέτρεψεν>
- ἐπέτρεπεν. ὑπεχώρει (Κ 116)
- <ἐπέτριψαν>
- ἦραν
- *†<ἔπεττον>
- ἐπίτινων† AS
- [<ἐπέβεις>
- ἐπιβάται. ἐπίβησαν
- <ἐπεβήσαντο>
- ἐπήρχοντο
- <ἐπεβήσατο>
- ἐπέβη
- <ἐπεβῆσαι>
- ἐπεβῆναι ἐποίησεν
- <ἐπέβρυσεν>
- ἐπεβάρυσεν]
- *<ἐπετώθαζεν>
- ἐπενέβη. ἐπέπληττεν. ἐπέχαιρεν ASPvg
- *<ἕπευ>
- ἕπου, ἀκολούθει (Κ 146) S
- <ἐπευθόμεθα>
- ἠκούομεν (S)
- *<ἐπευκτή>
- ἐπιθυμητή (Ierem. 20,14) r. ASvg
- <ἐπευνακτοί>
- οἱ συγκοιμηταί
- <ἐπ' εὐνάων>
- ἐπὶ τῶν ἀγκυρῶν (Ξ 77)
- *<ἐπεύξατο>
- ἐκαυχήσατο (Υ 388) n
- <ἐπ' εὐρέα>
- ἐπὶ τὰ πλατέα (Β 159)
- <ἐπ' Εὐρυγύῃ ἀγών>
- Μελησαγόρας (fr. 330,2 J.) τὸν Ἀν- δρόγεων Εὐρυγύην εἰρῆσθαί φησι τὸν Μίνωος, ἐφ' ᾧ τὸν ἀγῶνα τίθεσθαι ἐπιτάφιον Ἀθήνησιν ἐν τῷ Κεραμεικῷ. καὶ Ἡσίοδος· Εὐρυγύης δ' ἔτι κοῦρος Ἀθηνάων ἱεράων (fr. 104 Rz.)
- <ἐπ' εὐσεβίῃ>
- ἐπ' εὐσεβείᾳ (Greg. Naz. c. 2, 1, 10, 3 ..)
- <ἐπεύχεο>
- καυχῶ (ψ 59)
- <ἐπεύχεται>
- καυχᾶται (Ε 119)
- <ἐπεφάνη>
- ἐπ' αὐτοφώρῳ ὤφθη (ep. Tit. 2,11)
- *<ἐπευφήμησεν>
- ἐν εὐφήμῳ βοῇ εἶπεν (Α 22) (gn)
- <ἐπάφεσαν>
- ἐφῆκαν
- <ἐπέφλυσεν>
- βλαστῆσαι ἐποίησεν
- *<ἔπεφνεν>
- ἐφόνευσεν ASn, ἀνεῖλεν, ἀπέκτεινεν (Δ 397) ASvg
- *<ἐπέφραδεν>
- διεσάφησεν gn εἶπεν (Λ 795) g
- *<ἐπέφραδον>
- εἶπον ASn. ἐπέγνωσαν (Κ 127)
- *<ἐπέφρασαν>
- διεσήμαναν AS. εἶπον A
- *<ἐπεφύοντο>
- ἐπήρχοντο ASvgn
- *<ἔπεχε>
- ἐπίκεισο ASPgn. πρόσεχε. κάτεχε. [ἐπίμενε (Sir. 5,1 ..) vg
- †<ἐπεχερ>
- ἀκόλουθον
- *<ἐπέχει>
- ἐπιμένει (Iob 27,8) ASvg
- <ἐπέχεται>
- κωλύεται
- <ἐπεχείρεον>
- ἐπετίθεσαν. ἐπεχείρουν (ω 386)
- <ἐπεχθισμένου>
- βάρος βαστάζοντος b
- *<ἐπέχοντες>
- κρατοῦντες (ep. Phil. 2,16) AS
- *<ἐπεχωρίαζεν>
- ἐπεδήμει AS
- *<ἐπέχραον>
- ἐπεβάρησαν ASg ἐπῆλθον (β 50)
- <ἐπέχραον>
- ἐπέθεντο. ὥρμησαν. ἄθροι ἐπέστησαν (Π 352)
- <ἔπεψεν>
- ἐπραΰνθη n
- <ἐπέων>
- λέξεων, λόγων (Λ 702 ..)
- †<ἐπεβαλλομένη>
- ἐνθεαζομένη
- <ἐπηβολή>
- μέρος. ἢ <ἐπιβολή>
- <ἐπήβολος>
- *ἔμπειρος AS ἐπιστάτης. δεσπότης A. μέτοχος. ἐπι- βολὴν ἔχων. δεσπόζων (β 319)
- *<ἐπηβόλους>
- ἐπιτευκτικούς (gn), ἐπιτηδείους n, ἢ ἐπιτυχεῖν μέλλοντας· <βάλλειν> γὰρ τὸ ἐπιτυγχάνειν AS
- *<ἐπήγαγεν> <<λίβα>·> ἐπήνεγκεν <ἄνεμον> (Ps. 77,26) AS
- <ἐπήγαγον>
- ἐπηγαγόμην εἰς τὸ πεῖσαι (ξ 392)
- <ἐπηγανίδες>
- †ἐπινύγματα
- <ἐπηγγελλόμην>
- παρεκάλουν. ἐπέστελλον. Σοφοκλῆς Ἠλέκτραι (1018)
- *<ἐπήγετο>
- ἐπεφέρετο ASvg
- <ἐπηγκενίδες>
- τὰ διηνεκῆ τῆς σχεδίας ξύλα. αἱ εἰς μῆκος καθηλού- μεναι σανίδες. οἱ δὲ τὰ παραθέματα, ἢ πλάγια (ε 253)
- <ἐπηγμένως>
- κατασπουδαζόντως
- <ἐπηγορίαν>
- ὀνομασίαν r
- *<ἐπῄει>
- ἐπήρχετο (Eur. Phoen. 1164) r. ASv
- *<ἐπῄεσαν>
- ἐπήρχοντο (λ 233) r. Agn
- <ἐπηετανόν>
- συνεχές. ἀδιάλειπτον. παρατεταμένον διὰ παντὸς τοῦ χρόνου. δαψιλές (δ 89 ..)
- *<ἐπηετανῶν>
- ἀδιαλείπτων AS
- †<ἐπιεθανις>
- λεπτὸν πρόβατον
- <ἐπ' ἤϊα>
- ἐπὶ σιτία
- <ἐπήκοοι>
- κριταί. καὶ οἱ μάρτυρες. καὶ οἱ δικάζοντες
- <Ἐπήκοος>
- Ἀφροδίτη ἐν Καρχηδόνι
- [<ἐπηκουρία>
- βοήθεια. συμμαχία]
- <ἐπήκρισεν>
- ἐπ' ἄκρον ἤγαγεν. τέλος ἐπέθηκεν (Aesch. Choe. 932)
- *<ἐπήλεγεν>
- ἐπῇρεν. ἐκίνησεν AS
- <ἐπηλήθισεν>
- ἠλήθευσεν
- <ἐπῆλθε>
- κατέλαβεν
- <ἐπῆλθέ μοι>
- ἦλθέ μοι
- <ἐπηλύγαιον>
- ἐπινεφές. σκοτεινόν
- <ἐπηλυγασάμενος>
- ἐπίπροσθεν <ποιησάμενος>
- <ἐπήλπιζον>
- ἠλπιδοποίουν
- *<ἐπηλυγίζονται>
- ἐπισκιάζονται ASn. ἐπικρύπτονται
- <ἐπήλυδας>
- νεωστὶ ἐλθόντας ἐξ ἑτέρας γῆς. ἐπιλεκτούς. ἢ οὐκ ἰθαγενεῖς
- *<ἔπηλυς>
- ξένος APgn, νεωστὶ ἐλθών ASn, ἄλλοθεν ἐλθών g
- <ἐπηλυσία>
- ἐπῳδὴ φαρμάκων. ἢ ἔφοδός τινος
- <ἐπήλυσις>
- ἔφοδος. ἐπαγωγή
- *<ἐπήλυθεν>
- ἐπῆλθεν g
- *<ἐπήλυτος>
- ἔποικος An. προσήλυτος r
- <ἔπηλις>
- τὸ πῶμα τῆς λάρνακος (Soph. fr. 944)
- <ἐπ' ἤματος>
- τὸ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ποιῆσαί τι
- *<ἐπημοιβοί>
- ἐνηλλαγμένοι (Μ 456) g
- <ἐπ' ἤματι>
- ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ (Τ 229)
- <ἐπημοιβοί>
- διπλοῖ. παράλληλοι. ἀλλασσόμενοι
- <ἐπημύει>
- ἐπικατακλίνει (Β 148). [ἐπιστενάζει. ἐπιγογγύζει.] ἐμπίπτει
- *<ἐπήμυνον>
- ἐβοήθουν r. ASPn
- *<ἐπήν>
- ἐπειδάν (Α 168) r. Sn
- *<ἐπῄνεον>
- ἐπῄνουν (Γ 461) AS
- <ἐπήνθησεν>
- ἐβλάστησεν
- [<ἐπήνιον>
- προσορμηστήριον. τόπος παραθαλάσσιος]
- <ἐπήν κεν>
- ἐπάν, ὅταν (Greg. Naz. c. 1, 2, 15, 17)
- <ἐπήνυσεν>
- ἐπετέλεσεν r
- <ἔπηξεν>
- ἔστησεν (Ν 570) r
- *<ἐπήπυον>
- ἐπεβόων (Σ 502) ASg
- *<ἐπήρατε>
- καλέ AS
- *<ἐπηρᾶτο>
- ἐκρέμασεν AS
- <ἐπήρατον>
- ἐπέραστον (Σ 512)
- *<ἐπηράτου>
- ἐπεράστου (Ι 228) ASvgn
- <ἐπηρεάζει>
- βιάζει
- <ἐπήρεια>
- βία
- <ἐπῆρεν>
- ἀνέπεισεν (4. Regn. 14,10)
- *<ἐπήρετο>
- ἐπηρώτα r. AS
- <ἐπήρετμοι>
- ἐπίκωποι (β 403)
- [<ἐπηρέσιον>
- τὸ προσκεφάλαιον]
- <ἐπηρέσσατο>
- εὐαρέστους ἐποίησεν
- <ἐπηρεφέας>
- ἐπεστεγασμένας
- [<ἐπηρεφέος>
- ἐπεστεγασμένους]
- *<ἐπήρθη>
- ὑψώθη (2. Regn. 5,12 ..) AS
- *<ἐπήρκεσεν>
- ἐβοήθησεν (Β 873) g
- <ἐπῆρξε>
- κατῆρξεν
- *<ἐπῆρσεν>
- ἐφήρμοσεν. ἐπέρασεν (Ξ 167) AS
- *<ἐπηρτημένην>
- ἐπικειμένην ASPg. ἐπικρεμαμένην SP (Av)
- <ἐπήρτυεν>
- ἐφήρμοζεν (θ 447)
- *<ἐπήρωσεν>
- ἐκάκωσεν (4. Macc. 18,21) AS
- <ἐπησθεῖεν>
- ἐπιχαρεῖεν
- *<ἐπησθέντες>
- χαρέντες ASn
- *<ἐπῄσθετο>
- <ἔγνω> AS
- <ἐπήσκηται>
- ἐπικεκαλλώπισται. κεκόσμηται (ρ 266)
- [<ἐπιστάν>
- ἐπὶ πολὺ ἀνατεταμένον]
- <ἐπῇσται>
- ἐπιδέδεται ἐπῳδῇ
- <ἐπητέος>
- εὐλογίστου. εὐγνώμονος, συνετοῦ. πρᾴου (φ 306 v. l.)
- <ἐπητές>
- αἴσιον
- <ἐπητής>
- σώφρων. λόγιος. ἀληθής. δίκαιος. φρόνιμος. παρὰ τὰ ἔπη. πρᾷος. χρηστός (ν 332)
- *<ἐπήτριμα>
- ἄλλα ἐπ' ἄλλοις, πυκνά (Σ 552) g
- <ἐπίτριπτος>
- λόγιος. πανοῦργος
- *<ἐπηύδων>
- ἐπεφώνουν ASPn
- <ἐπηύρουν>
- ἐπέτυχον r παρὰ τὸ <ἐπαυρεῖν>
- <ἐπήορα>
- κρεμάμενα. μετέωρα
- *†<ἐπήωρσαν>
- ἐφόρμησαν n
- <ἔπι>
- ἔπεστιν (Α 515) S, ἔνεστι. καὶ ἐπὶ τόπῳ ἡ πρόθεσις ἐπί· "αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει" (ι 140)
- <ἐπιαλές>
- τερπνόν
- <ἐπιάλης>
- ὁ <ἐφιάλτης>· ὃν Αἰολεῖς †<ἐφέλην>, ἄλλοι <ἐπιάλ- λην>, καὶ <ἐπωφέλην> καλοῦσιν
- *<ἐπιαλμένον>
- ἐφαλλομένον (Η 15) S
- <ἐπιανδάνει>
- συναρέσκει (Η 407)
- †<ἐπιανέω>
- ἐπιτρέπω
- [<ἐπὶ ἂρ τμάγεν>
- ἐπειδὴ ἐχαρίσθησαν]
- <Ἐπίασσα>
- Δήμητρος ἐπώνυμον
- <ἐπίασσεν>
- ἐβόησεν
- <ἐπίαχον>
- ἐπεβόησαν (Ξ 148)
- *<ἐπιβάθρα>
- ἐπίβασις (AS) g
- <ἐπίβαθρον>
- μισθὸς τῆς βάσεως τῆς εἰς τὴν ναῦν, τουτέστιν ναῦλον (ο 449)
- <ἐπίβδαι>
- αἱ μεθέορτοι ἡμέραι· ἀπὸ τοῦ ἐπιβιβάζεσθαι ταῖς ἑορταῖς οὐκ οὔσας ἐξ αὐτῶν. ἢ <ἐπίδαι> κατὰ πρόσθεσιν τοῦ
- <β>, διὰ τὸ ἐπὶ τῇ δαιτὶ καὶ ἑορτῇ ἄγεσθαι αὐτάς
- *<ἐπιβαλεῖ>
- ἐπιῤῥίψει (Prov. 20,26 ..) AS
- <ἐπίβαλοι>
- πτέρναι
- <ἐπιβαλλόμενος>
- ἐπιβολὴν κατὰ πρόθεσιν ἔχων. ἐπιθυμῶν (Ζ 68)
- <ἐπίβαμα>
- ὑποπόδιον
- <ἐπίβασιν>
- ἀνάβασιν. *βάδισιν (Ps. 103,3) AS
- <ἐπιβασκέμεν>
- [φθονεῖν]. ἐπιβιβάζειν (Β 234)
- <ἐπιβατεύουσιν>
- ἀμφισβητοῦσι q. ζητοῦσι
- <ἐπιβάτην>
- τὴν πτέρναν τοῦ ποδός
- <ἐπιβάτης>
- *ἐπὶ νῶτον βαίνων AS. ἢ ὁ μὴ κωπηλάτης, ἀλλὰ πλέων μαχητής (Ezech. 27,29)
- <ἐπιβατόν>
- ὁδευομένην
- <ἐπιβήματα>
- εἴδη χορικῆς ὀρχήσεως
- <Ἐπιβήμιος>
- Ζεὺς ἐν Σίφνῳ
- [<ἐπιβήσει>
- ἐπιβαρήσει Sn. ἐπισχύσει] S
- <ἐπιβήσομαι>
- καταφύγω
- <ἐπίβησον>
- μετασχεῖν ποίησον (Θ 285)
- *<ἐπιβιβῶ>
- ἀναφέρω (Ose. 10,11) AS
- <ἐπιβατικά>
- ἃς ἡμεῖς λέγομεν <παρενθήκας>, ἐπὶ τῶν ἐμπορι- κῶς πλεόντων
- [<ἐπιβλάς>
- συννεφὲς νιφετῷ]
- <ἐπίβλημα>
- πῶμα. ἢ [ῥάκος (Matth. 9,16) r
- <ἐπιβλής>
- μοχλός (Ω 453) Sp
- <ἐπιβλήτης>
- δοκός. μοχλός
- <ἐπιβλύξ>
- συνεχής (Pherecr. fr. 130,4)
- <ἐπιβοᾷ τὸν Μύσιον>
- ὅταν θρηνῶσιν αἱ Μυσαί, τὸν Μύσιον [τὸν] Ὕλαν ἀνακαλοῦνται
- <ἐπιβλαί>
- περόναι
- *<ἐπιβόλαια>
- ἐπιβλήματα (Ezech. 13,18 ..) AS
- <Ἐπιβολεύς>
- ὁ Ἡρακλῆς παρὰ Θουρίοις
- <ἐπιβολή>
- *ὁρμή (AS). ἐγγραφή. *[ζημία A
- <ἐπιβουλεύει>
- ὁρμᾷ. ζημιοῖ
- <ἐπίβουλος>
- ἐχθρός (ASgn). ἐπηρεάζων (A). λοίδορος (3. Regn. 5,18)
- <ἐπιβόλως>
- φρονίμως
- <ἐπιβότορι>
- ποιμένι S, βοσκήτορι. ἐνόρχει, μὴ ἐκτετμημένῳ, ἐπιβαίνοντι
- <ἐπιβοῶνται>
- ἐπικαλοῦνται
- <ἐπιβρέμοντες>
- ἐπηχοῦντες
- <ἐπιβρέξαι>
- ἐπαρύτειν. βρέξαι
- [<ἐπὶ βρεχμόν>]
- ἐπὶ βρέγμα. ἐπὶ στόμα καὶ κεφαλήν (Ε 586)
- *<ἐπιβρίσει>
- ἐπισχύσει. ἐπιβαρήσει (Ε 91) Ag
- *<ἐπιβρίθων>
- ἐπιβαρῶν (Iob 29,4) ASvg
- <ἐπιβρέμει>
- ἐπιφωνεῖ (Eur. Bacch. 151)
- <ἐπιβρῖσαι>
- ἐπαγαγεῖν. ἐπελθεῖν. ἐπιστηρίξαι. ἐπιβαρεῖν. ἐφορ- μῆσαι. βιάσασθαι
- *<ἐπιβυσάτωσαν>
- φραξάτωσαν ASn. φιμωσάτωσαν AS
- <ἐπιβωμίζοντι>
- θύοντι
- <ἐπιβώσομαι>
- ἐπικαλέσομαι (n), ἐπιβοήσομαι (α 378)
- <ἐπίβωτος>
- λεῖος, ὁμαλός
- <ἐπιβώτορι μήλων>
- βοσκήτορι τῶν ποιμνίων. ἐπιστάτῃ. ἢ ἐφιππαστῆρι. οἱ γὰρ τῶν βασιλέων υἱοὶ πρῶτον ἐπὶ τῶν κριῶν ἱππεύειν ἐμάνθανον (ν 222)
- <ἐπιγαμία>
- *συγγένεια ASb. ἢ τὸ παρ' ἀλλήλων ἄγεσθαι
- <ἐπίγαμος>
- πατρωὸς <ἐπιγήμας>
- *<ἐπιγάνυσθαι>
- χαίρειν AS (ng)
- <ἐπίγαυρον>
- ἰσχυρόν (s)
- <ἐπιγαυρωθείς>
- ἐπαρθείς
- <ἐπιγεινομένοις>
- ἐπιγενομένοις (Κ 71)
- <ἐπιγελαστάς>
- ὁ καταγελῶν. Λάκωνες
- <ἐπιγλωσσώμεναι>
- ἐπιλαλοῦσαι
- <ἐπιγλωσσῶ>
- ἐποιωνίζου διὰ γλώττης. Αἰσχύλος Ἡρακλείδαις (fr. 77)
- <ἐπιγνάμψασα>
- ἐπικατακλάσασα. συμπείσασα. στυγνάσασα (Α 569)
- <ἐπιγνάμψω>
- ἐπικλάσω
- <ἐπίγνωθι>
- μάθε, γνώρισον (Gen. 31,32 ..)
- <ἐπιγνώμη>
- συγγνώμη. διάγνωσις
- *<ἐπιγνώμονος>
- συνετοῦ. γνῶσιν ἤτοι γνώμην ἔχοντος AS
- <ἐπιγνώμων>
- ἐπόπτης
- <ἐπειγομένων>
- ἐπὶ πάντων σπευδόντων
- <ἐπιγονή>
- γέννημα (Am. 7,1)
- <ἐπὶ γούνασι>
- παρὰ γόνασιν (Ζ 92)
- <ἐπιγουνίδα>
- τὸ ἐπάνω τοῦ γόνατος g. Λέγει δὲ τὸν μηρόν, ἀφ' οὗ ἐκδεκτέον τὴν τοῦ σώματος εὐεξίαν (ρ 225)
- *<ἐπιγράβδην>
- ἐπ' ἄκρων ξύσαι, ἐπιξεστικῶς (Φ 166) r. ASn
- <ἐπιγράμματα>
- αἱ ἐπιγραφαί
- <ἐπιγραφεύς>
- ζωγράφος
- <ἐπιγράψαι>
- ἐπιτελεῖν. ἐπιξύσαι (Ν 553)
- <ἐπιγράφεται>
- ξύεται, χαράσσεται. *ὀνομάζεται AS
- <ἐπιγύων>
- τῶν πρυμνησίων κάλων, ἅ τινες πείσματα καλοῦσιν
- <ἐπίδαιτρον>
- ὄψον
- <ἐπιδαιτήσομαι>
- ἐπιστελῶ. εὐωχηθήσομαι
- †<ἐπιδακρυνθέντα>
- ἐπιγραφέντα
- <ἐπίδαλον>
- λοιμικόν
- <Ἐπιδαύριον>
- τὸ Τροιζηνικόν
- *<Ἐπιδαύριοι>
- ἔθνος Πελοποννήσου AS
- <Ἐπίδαυρος>
- πόλις ἐν Ἄργει (Β 561)
- <ἐπιδαψιλεύσει>
- μεγαλοψυχήσει
- <ἐπιδαψιλευόμενος>
- μεγαλοψυχούμενος. ἐπιχορηγὼν πλου- σίως
- *<ἐπιδεᾶ>
- ἐνδεῆ. ἐλλιπῆ ASvgn
- *<ἐπιδείκνυται>
- φανεροποιεῖ AS
- *<ἐπιδεικτιῶντα>
- ἐπιδείκνυσθαι θέλοντα AS, [ἢ θέλων]
- <ἐπίδειξις>
- ἐπιδεικτικός
- <ἐπιδινήσας>
- συστρέψας. συσσείσας
- <ἐπὶ δὲ κληῖδ' ἐτάνυσσεν ἱμάντι>
- τὴν δὲ κληῖδα παρήγαγε τῷ ἱμάντι (α 442)
- <ἐπιδεκτικός>
- ἐπίδεκτος
- <ἐπιδέξιος>
- καλός, ἀγαθός. εὔμορφος
- *†<ἐπιδεξιπολίης>
- ἐκ τῶν δεξιῶν μερῶν περιστρέψας A
- <ἐπίδεσον>
- ἐπίστρεψον
- <ἐπιδευεῖς>
- ἐνδεεῖς S, χρῄζοντες (Ν 622)
- <ἐπιδεύετο>
- ἐπιδεής, ἢ ἐλλιπὴς ἦν (Ω 385)
- [<ἐπιδεύσω>
- ἐπικρύψω]
- *<ἐπὶ δ' ἕψονται>
- ἐπακολουθήσουσιν (Δ 63) ASn
- †<ἐπιδεῦσαι>
- ἐπιστρέψαι
- <ἐπίλεκτον>
- ἐπίσημον. μέγα
- <ἐπιχειλέα σκύφον>
- τὸν μὴ κενόν
- <ἐπὶ Δελφινίῳ>
- τοῦτο δικαστήριον, ἐφ' οὗ οἱ ὁμολογοῦντες πεποιηκέναι φόνους ἐκρίνοντο
- <ἐπιδεχόμεθα>
- προσδοκῶμεν
- <ἐπιδειπνίς>
- Μακεδονικὸς κώθων, ἥδυσμα. †ἐθισμός
- <ἐπιδημεύεις>
- ἐν τῷ δήμῳ ἀναστρέφεις (π 28)
- <ἐπιδημία>
- παρουσία
- *<ἐπιδήμιον>
- κοινόν, δημόσιον Σ ἢ ἐμφύλιον ASg
- <ἐπιδημίου>
- ἐνδήμου. ἐμφυλίου. καὶ μὴ πρὸς πολεμίους γινο- μένου (Ι 64)
- <ἐπίδημον>
- ὡς ἐπὶ πολὺ [ἢ] τὸν ὑπὸ δήμου τεταγμένον. ἢ *ἐν τῷ δήμῳ ὄν (n)
- <ἐπὶ Δηλίῳ μάχη>
- Δήλιον, τὸ ἐν Βοιωτίᾳ τοῦ Ἀπόλλωνος ἱερόν, ὃ ἐτείχισαν Ἀθηναῖοι. καὶ περὶ αὐτοῦ Βοιωτοῖς μαχεσθέν- τες ἡττήθησαν Ἱπποκράτους στρατηγοῦντος
- *<ἐπιδικάζεται>
- ἀντιποιεῖται ASvg
- <ἐπίδικος>
- †ἥτις οὐκ ἔστιν ἄνευ δικασίας. παῖς, εἰς πλείους συγ- γενεῖς καὶ οὐσίας ἐστὶ δικάζοντες†
- [<ἐπὶ δή>
- ἐπὶ πολύ]
- *<ἐπιδίφρια>
- τὰ ἐπὶ τῷ ἁρματείῳ δίφρῳ (ο 51) (r) g
- <ἐπιδιφριάδος>
- ἐκ τῆς περιφερείας τοῦ ἅρματος (Κ 475)
- †<ἐπίδναι>
- πέλειαι ἢ πίλαι†
- <ἐπίδοκα>
- προσδόκιμα
- <ἐπιδοκίδες>
- προσδοκίαι
- <ἐπίδοξα>
- προσδοκώμενα
- *<ἐπίδοξος>
- προσδόκιμος Σ
- *<ἐπιδορατίς>
- ὁ σίδηρος τοῦ ἀκοντίου, τὸ ἄνω ASvg <μέρος> vg
- <ἐπιδορπίσασθαι>
- ἐπιδειπνῆσαι
- <ἐπιδορπίσματα>
- τραγήματα, ἐπίδειπνα
- <ἐπίδοσις>
- ἡ προῖξ. καὶ *αὔξησις vS (Ag)
- <ἐπιδούριτον>
- ἐπιπαραστροφίδα
- <ἐπιδραμέτην>
- ἐπεδίωκον. ἐπήρχοντο (Ψ 418)
- <ἐπιδράμωμεν>
- ἐπιδιώξωμεν
- <ἐπιδράττονται>
- κρατοῦνται
- *<ἐπιδρομάδην>
- παρέργως. κατὰ σπουδήν (Greg. Naz. c. 2, 2, 7,304) ASPvg
- <ἐπιδρομή>
- ἔφοδος. ἁρπαγή. *ἐπίβασις (AS)
- <ἐπίδρομον>
- κατωφερές, καθ' ὅ ἐστιν ἐπιδραμεῖν κατερχόμενον ἀπὸ τοῦ τείχους. ὡς· "καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος" (Ζ 434). καὶ τὸ ἱστίον τὸ ἐν τῇ πρύμνῃ κρεμάμενον, ὃ καλοῦσι σίφαρον καὶ ἔλασσον
- <ἐπιδυοχεῖν>
- ἐπιπωμάζειν
- <ἐπιδώμεθα>
- ἐπιδῶμεν θεούς, ἴδωμεν (Χ 254)
- <Ἐπιδώτας>
- Ζεὺς ἐν Λακεδαίμονι
- *<ἐπίεζεν>
- ἐξεπίασεν (Π 510) S
- <ἐπιεικέα>
- τὸν ἀστεῖον. ἢ τὸν ἀψευδῆ. ἄλλοι τὸν ἐγχωροῦντα καὶ πρέποντα (Ψ 246)
- <ἐπιεικές>
- *καθῆκον, πρέπον, προσῆκον (Α 547) ASvg, ἱκανόν. ἐπεοικός. προσηνές. εὔγνωμον. μέτριον. εὐφυές. σπουδαῖον. πρᾷον. ἀγαθόν
- *<ἐπιεικτά>
- φορητά, ὑποχωρητά (θ 307) g
- *<ἐπιεικεύσατο>
- ἠγάθυνεν (2. Esdr. 9,8) AS
- <ἐπιεικῶς>
- πάνυ, λίαν πρᾴως (1. Regn. 12,22 v. l.)
- <ἐπιειμένε>
- ἠμφιεσμένε, ἐνδεδυμένε (Α 149)
- <ἐπιείξας>
- ἐπιδεικτικῶν. κενοδοξῶν
- <ἐπιεισαμένη>
- ἐφορμήσασα (Φ 424) S, ὁμοιωθεῖσα
- <ἐπιείσεται>
- ἐπελεύσεται
- <ἐπιείστορε>
- ἐπιμάρτυρας. δυϊκῶς ἡ λέξις
- *<ἐπιέναι>
- ἐπελθεῖν r. ASPvg
- †<ἐπὶ ἐπιτοῦτο>
- ὑπέρθεσις. Λάκωνες†
- <ἐπίεσσαν>
- ἐπήρχοντο
- <ἐπιέπεται>
- ἀκολουθεῖ
- <ἐπιέσασθαι γῆν>
- ταφῆναι (Alcae. fr. 129,17 L. -- P.?)
- <ἐπιεσάμενος>
- λαβόμενος
- <ἐπιέψω>
- ἐπιτελέσω
- †<ἔπιξα>
- ὄρνεα. Κύπριοι
- <ἐπιζάξ>
- ἐπὶ τὰ ἀριστερά. καὶ ἐπ' εὐθείας. καὶ ἐπὶ τὴν σύντομον. καὶ ἐπίτηδες. ἐκ πλαγίου. ἢ συντόμως. Ἀθηναῖοι
- <ἐπιζαφελές>
- θυμῶδες, ὀργίλον S. χαλεπόν. ἰσχυρόν. ἐπίκοτον
- *<ἐπιζαφελῶς>
- ηὐξημένως ἄγαν (Ι 512) AS
- <ἐπιζευκτήρ>
- σπεῖρα. καὶ σειρά
- <ἐπιζύγιον>
- μέρος τῆς νεώς
- †<ἐπιζυγκεῖν>
- ἐπισκαρδαμύττειν. ἐπιστέγειν. ἐπικατακλείειν
- <ἐπιζυγοῦσα>
- ἐπικλείουσα. μύουσα
- <ἐπιζυγῶν>
- ἀπολαμβάνων. συνέχων
- <ἐπηγορέων>
- κατηγορῶν
- <ἐπίηλεν>
- ἐπεξέτεινεν. ἔπεμψεν. ἐπήγαγεν. ἐπηύξησεν (χ 49)
- <ἐπίηρα>
- τὴν μετ' ἐπικουρίας χάριν r μεγάλην (Α 572), ἢ ἐκ τῆς περιουσίας ὡς Ἀντίμαχος (fr. 143 Wyss)
- <ἐπιήρανα>
- ἐπικουρητικὰ τῆς ψυχῆς· "ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ ποδάνιπτρα" (τ 343)
- <ἐπιήρανος>
- ἐπίκουρος. ἐπιθυμητός
- <ἐπίηρος>
- βοηθός. χάριν ἀποδιδούς
- <ἐπιήρανα>
- ἐπιχάριτα
- [<ἐπιθαγγάνει>
- ἐφάπτεται]
- <Ἐπιθαλαμίτης>
- Ἑρμῆς ἐν Εὐβοίᾳ
- <ἐπιθάλπωντι>
- ἐπιφλεγμαίνωσιν
- <ἐπιθαλπές>
- τερπνόν s
- *<ἐπὶ θάτερα>
- ἐπὶ τὰ ἕτερα ASvg
- *<ἐπιθαρσύνων>
- προτρεπόμενος (Δ 183) (n)
- *<ἐπιθάνατος>
- προσδοκώμενος ἀποθανεῖν Σ
- <ἐπιθεάζει>
- θεοὺς ἐπικαλεῖται
- <ἐπίθετα>
- τὰ <μὴ> πάτρια ἱερὰ παρὰ Ἀθηναίοις
- <ἐπιθειάσας>
- κατευξάμενος (Thuc. 2, 75, 1)
- <ἐπίθεος>
- σημεῖον ἐν θυτικῇ
- <ἐπίθεσις>
- ὁ τῶν δύο ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς
- <ἐπίθετον>
- ἡ στοιβή
- *<ἐπίθεμα>
- τὸ ἐπιτιθέμενον S
- *<ἐπιθεῖναι>
- κλεῖσαι (Ε 751) g
- *<ἐπιθέτωσαν>
- ἀντικείσθωσαν AS
- <ἐπιθήκη>
- φερνή ... "μείζων δ' ἐπιθήκη" (Hes. op. 38o)
- *<ἐπίθημα>
- πῶμα (Ω 228) (ASn)
- *<ἐπιθήσει>
- ἐπιβαλεῖ (Δ 190) AS
- *<ἐπιθήσοντας>
- ἐποξύνοντας. ἐπιφέροντας AS
- *<ἐπιθειάσας>
- τὸ θεῖον δεξάμενος ASvgn θεοφορηθείς n
- *<ἐπιθιγγάνει>
- ἐφάπτεται ASPvgn
- †<ἐπιθλάσας>
- συντόμως εἰπών
- *<ἐπιθολοῦσιν>
- ἐπισκοτοῦσιν. ταράττουσιν AS (vg)
- <ἐπιθράνιον>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <ἐπιθρέξαντος>
- *ἐπιδραμόντος An, ἐπιξύσαντος (Ν 409)
- <ἐπιθορνύμεναι>
- σπερμαίνουσαι καὶ ζωογονοῦσαι· <θόρος> γὰρ τὸ σπέρμα
- <ἐπιθρᾶξαι>
- †ἐπιθρύξαι. ἐπινύξαι
- <Ἐπιθριδάκια>
- ἑορτὴ Ἀπόλλωνος
- <ἐπιθρώσκει>
- ἐφάλλεται, ἐπιπηδᾷ
- *<ἐπιθρώσκουσιν>
- ἐπιπηδῶσιν (Ε 772) (gn)
- <ἐπὶ θρωσμῷ πεδίοιο>
- ὁδῷ πεδίου μὴ ἐπιδρόμῳ (Κ 160)
- <ἐπιθυμελίαν ἀγῶνα>
- τὴν τῶν διαφραγμάτων στάσιν
- <ἐπιθυμίδες>
- τὰ παντοδαπὰ στεφανώματα
- *<ἐπιθυμῶν>
- ὀρεγόμενος (Luc. 16,21) An
- <ἐπιθύω>
- ὥρμημαι
- *<ἐπίθωνται>
- σπουδάζουσιν. ἐπιτίθενται (Gen. 11,6 ..) AS
- [<ἐπιθωτάζοντες>
- ἐπιχλευάζοντες]
- <ἐπιθωΰσσειν>
- ἐπικελεύεσθαι
- [<ἐπιισθέντες>
- ἐπιχαρέντες]
- <ἐπιείκελον>
- ὅμοιον (Α 265 ..)
- *<ἐπιΐστορα>
- ἔμπειρον (φ 26) vgn
- *<ἐπικαγχάζων>
- ἐπιγελῶν ASvg
- <ἐπὶ κάρ>
- ἐπὶ κεφαλήν· δι' οὗ δηλοῖ τὸ καταφερὲς τοῦ ῥεύματος. *ἐπὶ κάρα (Π 392) vgn
- <ἐπικαρπία>
- καρποφορία
- <Ἐπικάρπιος>
- Ζεὺς ἐν Εὐβοίᾳ
- *<ἐπίκαιρος>
- εὔκαιρος A (vg)
- <ἐπικάρπιον>
- καρπόν
- <ἐπικάρσια>
- "ἐπικάρσια δὴ προπεσοῦμαι" (Com. ad. 640) πλά- για, οὐ κατ' εὐθεῖαν φερόμενα
- <ἐπικαρυκεύεται>
- ἀρτύει
- <ἐπικαχλάζεται>
- διακινεῖται
- *<ἐπεί κε λάβῃσιν>
- ἐπὰν λάβῃ (Ι 324) AS
- †<ἐπικέλια>
- ἔπερα ἱμάτια
- <ἐπικαταδαρθεῖν>
- ἀφυπνῶσαι
- <ἐπικεῖραι>
- διακόψαι. διαφθεῖραι
- <ἐπικεκλιμένας>
- ἐπικειμένας. ἐπικεκλεισμένας (Μ 121)
- <ἐπικεκόνημαι>
- ἐξέφθαρμαι, ἀπόλωλα
- <ἐπικέλσαντες>
- ὁρμήσαντες, ἢ ἐπὶ τὸ ξηρὸν ἀγαγόντες τὴν ναῦν (ι 138)
- *<ἐπικερτομέων>
- ἐπισκώπτων (Π 744) ASvgn
- *<ἐπικεύσω>
- κρύψω (Κ 115) ASgn
- *<ἐπὶ κεφαλήν>
- ταχέως g
- <ἐπικέφαλον>
- τὸ ἐπικεφάλιον
- *<ἐπικεχήνασι>
- προσέχουσιν AS
- *<ἐπικήδειον>
- ἐπιθανάτιον (Eur. Troad. 514) r. ASvgn
- *<ἐπίκηρα>
- ἐπίνοσα. μοῖρα. ἢ ἐπιθανάτια Avgn
- <ἐπικηραίνειν>
- ἐπιδυσμεναίνεσθαι
- *<ἐπικήραν>
- ἐπιμοίραν. ἐπιθανατίαν A σαθράν (AS)
- <ἐπικηρότατοι>
- ἐπισαθρότατοι
- <ἐπικηρυκεύεται>
- προκηρύσσεται ns
- *<ἐπικίδναται>
- σκορπίζεται g ἐφορμᾶται. [ἐφαπλοῦται (Β 850) An
- *<ἐπικίδνανται>
- ἐφαπλοῦνται S
- <Ἐπικιχράδας>
- ὁ Ζεὺς ἐν Κῷ
- <ἐπικλασθῆναι>
- συμπαθῆσαι, ἐλεῆσαι
- <Ἐπικλείδια>
- ἑορτὴ Δήμητρος Ἀθήνησι
- †<ἐπικλενύσας>
- ἀπελθὼν λάθρα
- <ἐπικλέπτοιτο>
- ἐπιθυμοίη
- <ἐπικλεηδόνα>
- ἐπικληδόνα
- <ἐπίκλην>
- ἡ ἐπίκλησις παρὰ Ἀττικοῖς
- *<ἐπίκλην>
- ἐπωνυμίαν ASg
- *<ἐπίκλημα>
- μέμψις ἢ ἔγκλημα (Eur. Or. 569) ASgn
- *<ἐπίκληρος>
- ἐνούσιος γυνὴ. [δέσποινα Sb, εἰς ἣν κατήντησαν πολλοὶ κλῆροι ASn
- <ἐπίκλητος>
- *ἐπίξενος ASn. ἔξωθεν ἐπεισερχόμενος (Am. 1,5) ASgn. δαιτυμών. καὶ οἱ σύμμαχοι
- *<ἐπικλινής>
- ἐπιπίπτων A. προσρέπων An
- <Ἐπικλόπειος>
- Ζεὺς οὕτως καλεῖται
- <ἐπίκλοπος>
- δόλιος, πανοῦργος. ἢ ἐπιθυμῶν τοῦ κλέπτειν (φ 397)
- *<ἐπίκλυσις>
- ἐπιῤῥοή r. AS (vg)
- <ἐπικλυτόν>
- ἐπονείδιστον. ἐπίδοξον
- <ἐπὶ κοινῆς>
- ἀντὶ τοῦ κοινῇ
- <ἐπὶ κνάφου ἕλκων>
- διαφθείρων. τὸ γὰρ πρότερον οἱ γναφεῖς ἀκανθῶν σωρὸν συστρέψαντες, τὰ ἱμάτια ἐπὶ τοῦ σωροῦ ἔκναπτον· ὁ δὲ σωρὸς ἐλέγετο <γνάφος>. ὁ οὖν Κροῖσος τὸν ἐχθρὸν περιέξαινε ταῖς ἀκάνθαις καὶ οὕτως ἔφθειρεν (Hdt. 1,92,4)
- <ἐπικοιμητηριάσασθαι>
- ὑπηρετικὸν ὄνομα
- <Ἐπικοίνιος>
- Ζεὺς ἐν Σαλαμῖνι
- <ἐπικομπῶν>
- ἐπικαυχώμενος (Thuc. 8, 81, 3)
- †<ἐπικόκκουρος>
- ὁ παρατηρητὴς ἐν σταδίῳ παρὰ Λάκωσιν
- <ἐπίκοπος>
- χάραγμα ἐκ δευτέρου πληγέν
- <ἐπίκορον>
- ἐπίκοπον. Πάφιοι
- *<ἐπὶ κόῤῥης>
- ἐπὶ κεφαλῆς, ἢ γνάθου ASvg
- †<ἐπίκοῤῥι>
- ἐπὶ κονδυλίῳ†
- <ἐπικόῤῥιστον>
- κατακονδύλιστον
- <ἐπίκοτα>
- ἐπίμομφα, ἃ πᾶς ἄν τις μέμψαιτο. Σοφοκλῆς Ναυ- πλίῳ καταπλέοντι (fr. 395)
- <ἐπικότως>
- ἐπιστρεφῶς
- *<ἐπίκουρος>
- βοηθός (Eur. Andr. 509 ..) r. Avg
- *<ἐπικουρίας>
- βοηθείας S, συμμαχίας (Sap. 13,18) ASb
- *<ἐπικουρήσοντας>
- βοηθήσοντας (Ε 614) A
- *<ἐπίκουροι>
- βοηθοί b, σύμμαχοι (Β 130) Sn. [ἐπίσκοποι. [καὶ ἧλοι ξύλινοι S]
- <ἐπικράδιον>
- ἐπικάρδιον
- <ἐπίκρανα>
- περικεφάλαια, καλύμματα. ἐπιστύλια
- *<ἐπικρανεῖς>
- ἐπιτελέσεις. ἐπιμεληθήσῃ ASn
- <ἐπικρανής>
- ἐπιμελητής
- <ἐπικρᾶναι>
- τῇ κεφαλῇ ἐπινεῦσαι. τελέσαι
- [<ἐπίκρανος>
- ἐπιμελητής. ἐπίχαρις]
- <ἐπικρατεῖ>
- ἐξουσιάζει (1. Macc. 14,17)
- <ἐπικρατίδιον>
- στημονικὸν κάλυμμα ἄχρι τῆς κεφαλῆς
- <ἐπικρατύνειν>
- ἐπισχύειν, ὀχυροῦν
- <Ἐπικρήναια>
- ἑορτὴ Δήμητρος παρὰ Λάκωσιν
- <ἐπίκρηνον>
- κεφαλόδεσμον r
- <ἐπικρήνωμεν>
- ἐπιτελέσωμεν
- <ἐπικριδόν>
- ἐπίλεκτον
- <ἐπικρίνασθαι>
- ἀριθμῆσαι καθ' ἕνα ἕκαστον
- <ἐπίκροκον>
- σπαθητόν s
- <ἐπίκρουμα>
- ἐπίπληγμα, ἢ ἐπιχάραγμα· διὰ τὸ παρωνομάσθαι τῷ Ἄργει· "Ἐπίκρουμα χθονὸς Ἀργείας." Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 265)
- <ἐπικτένια>
- τὰς ἠλακάτας. καὶ τοῦ ποδὸς τὸ πρὸς τοῖς δακτύ- λοις μέρος
- <ἐπὶ κτέρεα>
- ἐντάφια (Ω 38) r
- <ἐπίκτητον>
- ἔξωθεν r ἐπανελθόν
- <ἐπικύλλωμα>
- ἐπικορύφωμα
- <ἐπικύθριον>
- τὸ πῶμα τῆς χύτρας
- *<ἐπικυδέστερος>
- ἐπικρατέστερος. ἐνδοξότερος ASvg
- <Ἐπικυκλίδιος>
- Ζεύς
- *<ἐπικύψ>
- ἐπικύψας AS
- <ἐπίκωλος>
- τὸν πόδα σκάζων
- <ἐπικωμάζω>
- χλευάζω r μυκτηρίζω
- †<ἐπικωμάσας>
- κρατήσας ταῖς θριξίν
- *<ἐπίκωμος>
- ὁ ἐπᾴδων τῇ φίλῃ. ἢ ἀπὸ οἴνου ᾄδων AS. ὑβριστής Svgn. συγχαίρων gn
- [<ἐπίκωπα>
- ἐπίμεμπτα]
- <ἐπικωπητήρ>
- τροπωτήρ
- *<ἐπιλαμφθέντες>
- φωτισθέντες AS
- <ἐπὶ λείαν>
- ἐπὶ λῃστείαν (Sol. legg.)
- <ἐπιλεγόμενος>
- ἐπιλογιζόμενος
- *<ἐπιλειψάσης>
- καταλιπούσης. παρελθούσης A
- *<ἐπιλείψει>
- καταλείψει (Hebr. 11,32) AS
- <ἐπιλεξαμένη>
- ἐπικαλεσαμένη (Aesch. Suppl. 49?)
- <ἐπιλεξάμενος>
- διαλεγείς. ἐνθυμηθείς
- *<ἐπιλελησμένη>
- ἐπιλανθανομένη (Prov. 2,17 ..) AS
- <ἐπιληΐδες>
- οὕτω τῶν ἑσπερίων ... τινὲς ἐκαλοῦντο
- <ἐπιλήμητος>
- ὁ τετυφλωμένος
- *<ἐπιλημένος>
- κατέχων. τετυχηκώς A
- <ἐπιληπτικός>
- πασχικός. κατεχόμενος
- <ἐπίληπτος>
- καταφανής. καὶ ὁ τῇ ἱερᾷ νόσῳ συνεχόμενος
- *<ἐπιλήπτῳ>
- ὑπαιτίῳ AS. δαιμονιζομένῳ A (S)
- <ἐπὶ Ληναίῳ ἀγών>
- ἔστιν ἐν τῷ ἄστει Λήναιον περίβολον ἔχον μέγαν καὶ ἐν αὐτῷ Ληναίου Διονύσου ἱερόν, ἐν ᾧ ἐπετε- λοῦντο οἱ ἀγῶνες <τῶν> Ληναίων, πρὶν τὸ θέατρον οἰκοδομη- θῆναι
- †<ἐπιλησμονείη>
- ἐπιλαθείη†
- <ἐπιλήσονται>
- ἐπιλανθάνονται (Η 452)
- <ἐπιλλίζουσα>
- καταμωκωμένη
- <ἐπιλλίζουσι>
- διανεύουσιν. ἐγκελεύονται (σ 11)
- <ἐπιλίγδην>
- *ἐπιράγδην <ἐξ> ἐπιδρομῆς AS <ὅσον> ἐπιψαῦσαι, ἐπιξύσαι, ἐφάψασθαι [ὅσον] ἐξ ἐπιπολῆς. ἐπιγράβδην, ἐξ ἐπι- γραφῆς (Ρ 599)
- <Ἐπιλίμνιος>
- Ποσειδῶν
- <ἐπιλίημι>
- ἐπιτρέπω
- <ἐπιλινᾶν>
- ἐπιπορεύεσθαι τὰ ἑστῶτα λινὰ καὶ ἐπιβλέπειν
- <ἐπιλιπές>
- ἐλλιπές
- <ἐπιλιτρίς>
- τὸ μέσον τοῦ ζυγοῦ
- <ἐπιλοβίς>
- μέρος τοῦ ἥπατος
- <ἔπιλλοι>
- ὕπουλοι
- <ἔπιλλος>
- παράστραβος, ἡσυχῆ διάστροφος· παρὰ τοὺς <ἰλλούς>, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί· δενδίλλων εἰς ἕκαστον (Ι 180)
- <Ἐπιλύκειον>
- ἀρχεῖον τοῦ πολεμάρχου Ἀθήνησιν
- [<ἐπιλύγεον>
- ἐπινέφελον, σκοτεινόν]
- *[<ἐπιλύς>
- ξένος] AS
- <Ἐπιλυσαμένη>
- ἐλευθερία. καὶ μία τῶν Εἰλειθυιῶν. καὶ ἐπώνυ- μον Δήμητρος, παρὰ Ταραντίνοις καὶ Συρακουσίοις
- <ἐπὶ Λειψυδρίῳ μάχη>
- οἱ φυγάδες Ἀθήνηθεν, <ὧν> οἱ Ἀλκ- μαιωνίδαι ἡγοῦντο, κατιέναι θέλοντες, πολλάκις ἔπταιον, καὶ Λειψύδριον τειχίσαντες ...
- <ἐπιλώγεον>
- τὸ μέγα ἄχυρον
- <ἐπιμαίεσθαι>
- ἐπιζητεῖν. ἐπιλαμβάνεσθαι. ἐπιψαύειν
- <ἐπίμαλθα>
- ἀγαθά. προσηνῆ. ἢ μαλακά. ἢ ἀσθενῆ λίαν
- <ἐπὶ μάστακα>
- τὸ στόμα. ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ (δ 287)
- <ἐπίμαστον>
- ἐπαίτην, ἐπιζητοῦντα τροφήν. [ἐπὶ τοῦ <μα- σάσθαι>] ἐνδεᾶ τῶν ἀναγκαίων. [ἐνδεής] (υ 377)
- <ἐπίμαστον κακόν>
- ἐπισπαστόν, ἐφειλκυσμένον. δεινόν
- <ἐπίμαστος>
- ἐπίληπτος. ὀχληρός. δραπέτης. πεινητικός, τρο- φὴν ἐπιζητῶν, ἐνδεής (υ 377)
- <ἐπὶ μακρὸν ἄϋσεν>
- μεγάλως ἐφώνησεν (Ε 101)
- <ἐπιμάρτυρος>
- μάρτυς ἐπὶ τοῖς γινομένοις (Η 76)
- <ἐπιμασσάμενος>
- ἐφαψάμενος, ψηλαφήσας (ι 446)
- <ἐπιμάσσεται>
- ἐπαύξεται ἐπὶ πλέον, ἀπὸ τοῦ <μάσσονος>, ὅ ἐστι μακροτέρου· οἱ δὲ ἐφάψεται, ψηλαφήσει (Δ 190). ἢ οἷον οὐ λιμώσσει, ἀλλὰ καὶ προσεπιμάσσεται πλείω. Σοφοκλῆς Αἰχμαλώτισιν (fr. 52)
- <ἐπιμαχία>
- ἡ τοῖς ἀμυνομένοις [βοήθεια (Thuc. 1, 44,1) r
- <ἐπίμαχοι>
- ἐπίκουροι, βοηθοί
- <ἐπίμαχον>
- χωρίον, ᾧ οὐ δύναταί τις προσιέναι μαχόμενος (Thuc. 4, 31,2)
- *<ἐπιμέλεια>
- σπουδή (Prov. 3,22) AS
- <ἐπιμειλίξαι>
- δοῦναι
- <ἐπιμελείας οἶκος>
- ἔνθα τὰ δημόσια ἔγγραφα ἔκειτο
- <ἐπιμελῶς>
- συνεχῶς. [σπουδαίως AS
- <ἐπιμέμφεται>
- ἐγκαλεῖ. ἐπιδεῖται. ἐπαιτιᾶται (Α 65)
- <ἐπιμερής>
- ἀριθμὸς οὕτως λέγεται, ὅταν ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινί
- [<ἐπίμερος>
- μοιχεύεται]
- <ἐπίμεστα>
- πλήρη, τουτέστιν ἐπὶ κεφαλῆς, καὶ μὴ ἀπεψημένα. Φερεκράτης· "βριθομένης ἀγαθῶν ἐπίμεστα τραπέζης" (fr. 190)
- <ἐπιμάξας>
- ἐπισπάσας
- <ἐπιμετρίδα>
- τὸ ἐπίμετρον, ὃ προσάπτεται τῷ χιτῶνι
- <ἐπὶ μήδεα κείρει>
- τὰ βουλεύματα ἐπικόπτει. ἢ *τὰ ἔργα ἐπιτέμνει χειρί (Ο 467) AS
- <ἐπιμηλίς>
- πόρπη. καὶ ἀπίου γένος
- <ἐπιμήνιοι>
- οἱ ἱεροποιοί. Ἐκαλεῖτο δὲ καὶ θυσία τις <ἐπιμή- νια>, ἡ κατὰ μῆνα τῇ νουμηνίᾳ συντελουμένη
- <ἐπὶ μηρῶν>
- ... (Gen. 50,23)
- *<ἐπιμίλεια καὶ δώσω>
- τὰ ἀπόθετα χρήματα (Ι 147) n
- *<ἐπιμίξ>
- ἀναμεμιγμένως (Ψ 242) ASvgn
- <ἐπίμονοι>
- κάτοχοι
- <ἐπὶ μοῖραν>
- ἐπὶ θάνατον s
- <ἐπιμόριος>
- ἀριθμὸς ὑπερέχων ἑτέρου μέρει
- <ἐπίμορτος>
- σπόριμος γῆ. ἢ ἐπιμεριστή. λέγεται οὕτω καὶ ὁ <ἐπὶ> μέρει ἐργαζόμενος (Sol. legg.). <Μορτὴ> γὰρ τὸ μέρος ἐκαλεῖτο καὶ <ἑκτήμοροι> οἱ τὸ ἕκτον τελοῦντες
- *<ἐπιμορφάζουσι>
- σχηματίζονται (r) AS
- <ἐπίμοχθον>
- ἐπίπονον (Sap. 15,7)
- <ἐπιμοχθῆσαι>
- σὺν μόχθῳ ἐπιπονῆσαι
- <ἐπιμυλίδας>
- ἐπιγονατίδας (Hippocr. Mochl. 1, IV 340,11 L.)
- <ἐπίμυξις>
- στεναγμός r
- *<ἐπιμύσας>
- καμμύσας. κλείσας AS
- †<ἐπιμωρέων>
- ἀδικουμένοις ἐβοήθουν
- <ἐπινάξαι>
- ἐπιπακτῶσαι
- <ἐπινάκτιον>
- τὸν ἐπιδιδόμενον ἔξω ναύτην
- <ἐπινειμάτω>
- ἐπαναγνώτω
- <ἐπινείσεται>
- ἐπελεύσεται
- *<ἐπινέμησις>
- ἐπιμερισμός r. AS
- <ἐπινένακται>
- τέτρωται, συντέτριπται τὰς φρένας
- <ἐπινενύχθαι>
- παραφρονεῖν
- <ἐπινενυγμένον>
- τὸ ἐπίτριπτον
- *<ἐπινεφρίδιον>
- τὸ ἐπὶ τῶν νεφρῶν λίπος (Φ 204) Sg
- *<ἐπὶ νῆας>
- ἐπὶ τὰς ναῦς (Α 12) n
- *<ἐπὶ νηόν>
- ἐπὶ τὸν ναόν n
- <ἐπὶ νέωτα>
- εἰς ἕτερον ἔτος
- †<ἐπινήαται>
- ἐφέλκεται
- <ἐπίνητρον>
- ἐφ' ᾧ τὴν κρόκην τρίβουσιν
- *<ἐπινίκιον>
- νικητήριον AS. βασιλέως σύμβολον ASPp
- *<ἐπίνειον>
- μικρὸς λιμὴν AS. [λίμναι] καὶ αἱ περὶ αὐτὸν στοαί AS
- <ἐπίνοια>
- ἐπιτήδευμα (Sap. 14,12)
- <ἐπινομίς>
- ἐν τοῖς ναυτικοῖς λέγεται
- <ἐπίνομοι>
- κληρονόμοι
- *<ἐπινυκτίς>
- φυλακὴ δοκοῦντι ἀδικεῖν AS
- [<ἐπινύσκειν>
- διδάσκειν]
- †<ἐπίνυσεν>
- ἐσωφρόνισεν (Ξ 249) AS
- †<ἐπιξενοδοκεῦμαι>
- ἐπιμαρτυροῦμαι
- <ἐπίξενος>
- ἐπιχθόνιος
- <ἐπιξενοῦσθαι>
- μαρτύρεσθαι. πορεύεσθαι. Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν Συλλόγῳ (fr. 149) καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις (fr. 120)
- <ἐπίξηνον>
- ξύλον, ἐφ' οὗ τὰ κρέα τιθέντες ἔκοπτον, οἷον τὸ κρεωκόπον ξύλον <καὶ τὸ παρ' ἐνίοις ἐπίκοπον>
- <ἐπιξήνου δίκη>
- ἣν συνηγορεῖ <ἐπὶ ἐπιξήνῳ>, καὶ ἡττηθεὶς ἀπόλλυται
- <ἐπίξομεν>
- ἐφήξομεν
- <ἐπίξυλον>
- [τὸ] ἐπιπαραστροφίδα τοῦ ὑφαινομένου ἱματίου. [καὶ τὸ παρ' ἐνίοις ἐπίκοπον]
- <ἐπιξύνῳ>
- ἐπικοίνῳ (Μ 422) [γάρ ἐστιν τὸ ξανθόν]
- <ἐπὶ ξυροῦ>
- *ἐπὶ κινδύνου ASvgn. ἢ ἐπὶ τοῦ ὀξυτάτου, ἢ ἀκροτάτου (Κ 173)
- [<Ἔπιοι>
- οἱ Ἴλιοι A]
- <ἐπίορα>
- χωρίου μέρος ἐν Σικελίᾳ
- †<ἐπιοραντές>
- τερπνόν. ἁρπαλέον
- <ἐπιορκία>
- ψεῦσμα (Sap. 14,16) r
- <ἐπίορκον>
- ὅρκου μὴ φροντίζοντα
- <ἐπιορεξάμενος>
- ἐπιδούς
- <ἐπιόσσομαι>
- ἐφορῶ. προαγορεύω. ἐπισημαίνομαι
- <ἐπίουρα>
- ὅρια (Κ 351)
- <ἐπίουροι>
- ἐπίσκοποι. καὶ ἧλοι ξύλινοι
- <ἐπίουρος>
- εἰ μὲν προπερισπωμένως περισσὴ ἡ πρόθεσις· <οὖρος> γὰρ ὁ φύλαξ. εἰ δὲ προπαροξυτόνως πάλιν ὁ φύλαξ, ἀπὸ ξυλίνου ἐπιούρου (Ν 450)
- *<ἐπιοῦσα>
- ἐπερχομένη (Prov. 3,28 ..) r. Ag
- <ἐπιοψάμενος>
- ἐπιδών. ἐπιλέξας
- <ἐπιόψονται>
- προχειρίσονται. προΐδωσιν. ἐπιλέξονται
- <ἐπίπαγος>
- τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ γραῦς
- <ἐπιπαιδειάζειν>
- τὸ μὴ <ἐν καιρῷ> θύειν φρατρίαν. Λάκωνες
- <ἐπίπταιμα>
- ἐπίπταισμα, πρόσκομμα
- <ἐπιπαιωνίζουσα>
- ἀλαλάζουσα
- <ἐπὶ Παλλαδίῳ>
- δικαστήριον, ἔνθα ἐδίκαζον οἱ ἐφέται τοῖς ἀκουσίων φόνων δικαζομένοις
- <ἐπιπαματίδα>
- τὴν ἐπίκληρον
- <ἐπιπάξ>
- συντόμως. ἐπίτομος ὁδός, καὶ ἡ ἐπ' εὐθείας. καὶ εἰκῇ. ἢ ἐπὶ τὰ ἀριστερά
- <ἐπίπαππος>
- ὁ τοῦ πάππου πατήρ
- <ἐπὶ παρατάξεως>
- ἐν πολέμῳ
- <ἐπιπαστάς>
- ἑταίρας ἐπώνυμον
- <ἐπίπαστα>
- τὰ ἐπιπασσόμενα τῷ ἔτνει ἄλφιτα. οὕτως γὰρ ἤσθιον αὐτά (Ar. Equ. 103)
- [<ἐπίπαστον>
- τὸν βρόχον· ὅταν γὰρ ἐπισπασθῇ σχοινίον, συν- άγεται καὶ ἀποπνίγει]
- *<ἐπίπεδον>
- ἐπὶ τὴν γῆν. χαμόγαιον ASvg. ἰσόπεδον
- <ἐπιπείθηται>
- πεισθῇ (Α 218)
- <ἐπιπεῖν>
- καταλαβεῖν
- <ἐπὶ πείραι>
- ἐπὶ διαπείραι ἢ ἐπὶ λῃστείαι καὶ πειρατικῇ βλάβῃ (Ar. Av. 583)
- <ἐπιπείρει>
- μοιχεύεται, ἢ μοιχεύει
- <ἐπιπελάνιαι>
- ὀλαί. καὶ πόπανα
- *<ἐπὶ παιπαλοέσσῃ>
- ἐπὶ τραχείᾳ (Μ 168) AS
- †<ἐπίπεται>
- φθίνει καὶ συμπίπτει
- <ἐπίπετρον>
- εἶδος βοτάνης παρὰ Θεοφράστῳ (h. pl. 7, 7,4)
- <ἐπιπήχη>
- τῶν πηχῶν τὰ ἄνω
- <ἐπιπίσσειν>
- ἐπιπάσσειν
- <ἐπιλίσσασα>
- σείσασα. διατινάξασα
- <ἐπιπειθείη>
- ἀναπεισμονή· †σα (Semon. fr. 1,6?)
- *<ἔπιπλα>
- ἱμάτια γυναικεῖα A. ἢ χρήματα AS, ἢ σκεύη, τὰ S μὴ ἔγγεια, ἀλλ' [ἐπιπόλαια S
- *†<ἐπίπλαδον>
- φέρεσθαι †AS
- *<ἐπὶ πλακός>
- ἐπὶ μνήμης πάσης (Prov. 3,3 v. l.) ASg
- <ἐπίπλατορ>
- πλακοῦντος εἶδος
- <ἐπιγλέποι>
- ἐπόψεται
- *<ἐπιπλεῖ>
- ἐπιπλέει A
- <ἐπίπλευρα>
- τὰ παρὰ τοῖς μαστοῖς ὑπὸ τὰς μασχάλας
- <ἐπιπλήξειν>
- ἐπελθεῖν. ἐπιτιμῆσαι (Ψ 580). ὑβρίσαι
- <ἐπίπλοον, ἐπίπλοιον>
- ὁ πιμελώδης ὑμὴν ἐπὶ τῆς κοιλίας καὶ τῶν ἐντέρων, ἐπίπλους λεγόμενος (Philet. com. fr. 17)
- <ἐπιπλομένων>
- κυκλουμένων. πληρουμένων. *ἐπερχομένων (Hes. scut. 87) (Sg)
- *<ἐπιπλώσας>
- πλεύσας (Γ 47) r. Avgn
- <ἐπιπνείηται>
- ἐπιθυμῇ
- <ἐπιπνείουσι>
- ζῶσι. πνέουσιν (Hes. Theog. 872) n
- <ἐπιπνεῦσαι>
- ἐφορᾶν, ἐπισκοπεῖν
- <ἐπιπνεύων>
- ἐπιβλέπων. Αἰολικῶς. καὶ Ἀλκαῖος. ἤπου σύναγ' ἄνδρων †δὰσμενον στρατὸν νομισμένοι† πνέοισα (Alcae. fr. 382 L. -- P.)
- *<ἐπιπνοίας>
- ἐπιπνεούσης AS
- <ἐπίπνοι>
- οἱ ὑπὸ θεοῦ κατεχόμενοι
- <ἐπιποθῶ>
- ἐπιθυμῶ (ep. Rom. 1,11)
- <Ἐπιπολαία>
- οὕτως ἐν Λακεδαίμονι ἡ Δημήτηρ ἱδρυμένη τιμᾶ- ται
- *<ἐπιπολάζει>
- ἐπιπλέει APvgn
- *<ἐπιπολαιοτέρων>
- τῶν μὴ βαθέων AS
- *<ἐπιπολάσαντες>
- ἐπάνω τοῦ ὕδατος περιφερόμενοι AS
- <ἐπιπόλαιον>
- τὸν ἐπίπλουν ὑμένα (Eubul. fr. 95)
- <ἐπιπολῆς>
- ἀνωτάτω. *<τὸ> ἐπάνω ἐπιπλέον vg
- <Ἐπιπολίαιος>
- Ἑρμῆς ἐν Ῥόδῳ, ὡς Γόργων ἱστορεῖ (515 fr. 21 J.)
- <ἐπιποληΐδες>
- αἱ περόναι, αἷς αἱ γυναῖκες περονῶνται
- <ἐπιπόλισον>
- ἐποικοδόμησον
- *<ἐπίπονον>
- καματηρόν (Sir. 7,15) ASvg. [ἢ Ζεὺς ἐν Μιλήτῳ]
- <Ἐπιποντία>
- ἡ Ἀφροδίτη
- <ἐπιπόρπαμα>
- τὸ ἐπάνω τῆς πόρπης. καὶ τῶν ἱππέων ἡ τὰς χλαμύδας συνέχουσα πόρπη. [ἐπειδὴ τῆς πόλεως ἐπίσκοπον ..]
- <ἐπὶ πότμῳ>
- ἐπὶ θανάτῳ
- *<ἐπιπρηνές>
- ἐπικάτω κατεστραμμένον (A)
- <ἐπιπρηνής>
- ἐπὶ στόμα. λοξός. ἐπικλινὴς *ἐπ' ὄψιν n
- <ἐπιπρητήν>
- αἰγὸς ἡλικία
- <ἐπιπρίων>
- τοὺς ὀδόντας τρίζων
- <ἐπιπροίηλεν>
- ἐξέτεινε. παρέθηκεν (Λ 627)
- <ἐπίπροικος>
- ἐπὶ προικὶ ἐκδοθεῖσα
- <ἐπίπροικα>
- τὸ δεύτερον ἐπὶ προικὶ δῶρον
- †<ἐπακούη>
- ἐπικαλοῦ
- <ἐπιπροσθεῖ>
- ἀντιπίπτει
- <ἐπὶ πρύμνῃσιν>
- ἐπὶ ἄκραις (Ν 762)
- <ἐπιπρῴρους>
- τὰς μὴ κατὰ πρύμναν προσεσχηκυίας
- <ἐπιπτάρνυμαι>
- μετακαλῶ. κατέχω· ἐπισχετικὸν γὰρ ὁ πταρ- μὸς πολλάκις
- <ἐπιπτέσθαι>
- ἐπιπτῆναι (Δ 126)
- <ἐπιπτύξαι>
- ἐπερεῖσαι
- <Ἐπιπυργῖτις>
- ἡ Ἀθηνᾶ οὕτως ἐν Ἀβδήροις ἐκαλεῖτο
- *<ἐπιπωλεῖται>
- ἐπιπορεύεται (Γ 196) n
- <ἐπίρεγμα>
- ἐπίθυμα
- <ἐπιρέκων>
- ἐπισπεύδων
- <ἐπιρέζεσκον>
- ἐπετίθεσαν. ἔθυον (ρ 211)
- <Ἐπιρνύτιος>
- Ζεὺς ἐν Κρήτῃ
- <ἐπιρέξαι>
- ἐπιθῦσαι. ἐπαγαγεῖν
- <ἐπιῤῥέπῃ>
- *ἐπιβαρῇ (S) b. ἐπικρατῇ. ἐπιστήκῃ. ἐπικρέμηται (Ξ 99)
- <ἐπιῤῥεπής>
- ἐμβριθεστέρα
- <ἐπίῤῥημα>
- ποιημάτιον τετράμετρον
- <ἐπιῤῥήματα>
- οὕτω προσαγορεύεται τὰ μετὰ τὴν παράβασιν τασσόμενα τετράμετρα, ὑπὸ τοῦ χοροῦ λεγόμενα μηδέπω τοῦ ἑξῆς μέλους ἐπεληλυθότος. ἄλλοι δὲ ἐπῴδια μεταξὺ τῶν χορι- κῶν μελῶν ἰαμβεῖα βραχέως ἐπιλεγόμενα καὶ ἐφύμνια
- <ἐπιῤῥήξας>
- ἐπαγαγών
- <ἐπὶ ῥηγμῖνι>
- ἐπὶ τῷ αἰγιαλῷ (Α 437)
- <ἐπιῤῥήσσει>
- ἐπικλείει
- <ἐπιῤῥήσεσκον>
- ἐπεσπῶντο. ἐπεβάλλοντο. ἐπέκλειον μεθ' ὁρ- μῆς (Ω 454)
- <ἐπίῤῥησις>
- ψόγος (Archil. fr. 8 Bgk.)
- *<ἐπιῤῥησσέσκοντο>
- ἔπραττον A. ἐπέκλειον
- †<ἐπίῤῥηται>
- ἐπικάτακται
- *<ἐπίῤῥητον>
- ἐπίψογον. αἰσχρόν (ASvgn)
- *<ἐπίῤῥητος>
- ἐπὶ κακῷ λεγόμενος, ἐπ' αἰσχρότητι ASn
- [<ἐπιῤῥιείσκοντο>
- ἔπραττον]
- *<ἐπιῤῥοήν>
- ἐπίῤῥοιαν ὑδάτων ASvg
- <ἐπιῤῥοιζεῖν>
- ἐπισίζειν. ἐπισεύειν. ἐπεγκελεύειν
- *<ἐπιῤῥόθησαν>
- ἐπήχησαν An, ἐπεβόησαν (Eur. Hec. 553 v. l.?) A
- <ἐπιῤῥόθητα>
- ἐπίψογα
- *<ἐπίῤῥοθος>
- ἰσχυρός AS. ἐπίκουρος A. βοηθός (Δ 390) ASn
- <ἐπιῤῥόγανον>
- ἀπόμακτρον
- <ἐπὶ ῥοπῆς>
- ἐπὶ μικροῦ
- <ἐπιῤῥύσασα>
- ἐπιθεμένη. ἐπιστάξασα
- *<ἐπιῤῥωγολογοῦσι>
- καλαμωμένοις ἀμπελῶνα AS
- *<ἐπιῤῥωννύς>
- ἐνισχύων r Avg, ἐκ τῆς ῥώσεως ἢ ῥώμης A
- *<ἐπιῤῥώννυσιν>
- ἰσχυροποιεῖ r. ASvg
- <ἐπίῤῥωσις>
- *βεβαίωσις. διόρθωσις AS. ὑγεία r
- *<ἐπιῤῥυθμίζει>
- διατυποῖ. ἐπανορθοῦται AS
- <ἐπιρύσμιον>
- ἐπιρέον
- <ἐπιρύζειν κύνας>
- ἐπαφιέναι. καὶ παρορμᾶν
- <ἐπιῤῥώπια>
- εὐτελῆ
- <ἐπιῤῥωσθῆναι>
- ἐπιθέσθαι. ἐπισωθῆναι. ἐπείγεσθαι
- [<ἐπίσακτον>
- ἀλλότριον]
- <ἐπίσαλον>
- ἡ ἐξ ... ἐπικινουμένη
- <ἐπίσαμον>
- λευκόν
- †<ἐπισαχθής>
- χρεωφειλέτης
- <ἐπισείειν>
- ἐκφοβεῖν. ἀνατείνεσθαι
- <ἐπισειούσης>
- ἐπικελευομένης. ἀπὸ τῶν τὰς ἡνίας ἐπιχαλών- των. Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν Συλλόγῳ (fr. 150)
- <ἐπίσειον>
- ἐφήβαιον. καὶ τὸ αἰδοῖον ἀνδρός τε καὶ γυναικός
- <ἐπίσειστος>
- εἶδος κουρᾶς
- †<ἐπισέπτυλον>
- ἐπίταξον
- <ἐπισέληνα>
- πόπανα μηνοειδῆ (Plat. com. fr. 174,10)
- <ἐπίσημα>
- τὰ ἐπὶ προσώπῳ σημεῖα. *ἢ εὔφωνα. ἢ εὔμορφα AS
- *<ἐπίσημος>
- ἐπιφανής. ἔνδοξος ASvg. προφανέστερος (Eur. Hip- pol. 103 ..)
- [<ἐπισθέντες>
- ἐπιχαρέντες]
- <ἐπίσθμιον>
- σκέπασμα περὶ τὸν τράχηλον
- <ἐπίσιγμα>
- ἐπεγκέλευμα κυσίν
- [<ἐπισίδιον>
- ἐπισιτιζόμενον]
- [<ἔπισιν>
- ἐπέρχεται. ἐπιτρέχει. ἐπινικᾷ]
- <ἐπισινές>
- βλαβερόν
- <ἐπισινής>
- ἀσθενής r
- <ἐπισίνιος>
- ἐπίβουλος r
- <ἐπισίξαι>
- ἐφορμῆσαι
- *<ἐπισίξας>
- ἐπαφεὶς ἐπὶ ὁρμήν S. ἢ ἐπιτάξας AS
- <ἐπισίτιος>
- ὁ τροφῆς χάριν ἐργαζόμενος (Plat. rep. 4,420 α)
- *<ἐπισιτισμόν>
- ἐφοδιασμόν (Gen. 42,25 ..) AS
- <ἐπισίττειν>
- κυνηγετικῶς παρορμᾶν
- <ἐπισίφλιον>
- αἰσχρόν. μωμητόν
- <ἐπισκαλμίς>
- τὸ ὑπὸ τῷ σκαλμῷ σανίδιον
- <ἐπισκαφεύς>
- ὁ μετὰ τὸν ἀροτῆρα ἐπισκάπτων
- <Ἐπισκάφια>
- ἑορτὴ παρὰ Ῥοδίοις
- *<ἐπὶ σκέλος>
- εἰς τὰ ὀπίσω AS
- *<ἐπισκέπτει>
- ἐπιβλέπει, ἐφορᾷ n
- *<ἐπισκευασάμενοι>
- εὐτρεπισθέντες (Act. Ap. 21,15) AS
- <Ἐπίσκηνα>
- ἑορτὴ ἐν Λακεδαίμονι
- *<ἐπισκήνιον>
- τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς καταγώγιον AS
- *<ἐπισκήπτει>
- σημειοῦται. μέμφεται ASPg. προνοεῖται. ἐντέλ- λεται S. ἐπιτιμᾷ gn
- *<ἐπισκηπτέτω>
- ἐπιμεμφέσθω An
- <ἐπισκήπτω>
- ἐπαρῶμαι. καὶ ἐνερείδω τὴν γνώμην, ἐπισκη- ρίπτω (Eur. Phoen. 774?)
- <ἐπισκήψασθαι>
- ἐπιβαρῆσαι
- *<ἐπισκηψάμενον>
- ἐπισημειωσάμενον (ASvg)
- <ἐπισκιασμόν>
- κάλυμμα
- <ἐπίσκοιος>
- ἐπίσκοτος
- <ἐπίσκοπα>
- τυγχάνοντα τοῦ σκοποῦ
- *<ἐπισκοπή>
- ἐκδίκησις (Lev. 19,20 ..) (A) S
- *<ἐπίσκοπος>
- βασιλεύς. ἐπήκοος. φύλαξ. ἐπόπτης ASn(g). κατά- σκοπος (Κ 342 Ω 729) An (g)
- *<ἐπισκύζονται>
- ὀργίζονται (Ι 370) gnp
- *<ἐπισκυκλεῖν>
- εἰσφέρειν AS. συνάπτειν S (vg)
- *<ἐπισκυκλήσας>
- συνάψας AS
- <ἐπισκύνιον>
- *τὸ ἐπάνω τῶν ὀφθαλμῶν ὀφρύδιον AS, ἢ τὸ μεσόφρυον (Ρ 136)
- <ἐπίσκυρος>
- ὁ μετὰ πολλῶν σφαιρισμός. [καὶ ἄρχων, βραβευ- τής. βοηθός. ἐπίσκοπος, ἔφορος, ἐπήκοος]
- †<ἐπισμηγεῖν>
- ἐπικόπτειν. ἐπικωλύειν
- <ἐπισμῇ>
- ἐπιτρίβει, ἀπὸ τοῦ <σμήχειν> ἢ τρίβειν ἢ πλύνειν· λοιδορεῖ, πλήττει. <σμῶξαι> γὰρ τὸ πατάξαι (Ar. Thesm. 389). ἔνθεν <σμῶδιξ αἱματόεσσα> (Β 267)
- <ἐπισμυγερῶς>
- ἐπιπόνως (δ 672)
- <ἐπισμυκτόν>
- ἐπιμυκτηρισμόν
- <ἐπίσπαστον>
- αὐθαίρετον, ὅπερ ἑαυτῷ τις ἐπισπᾶται κακόν (σ 73)
- *<ἐπίσομαι>
- ἐπελεύσομαι (Λ 367) AS
- <ἐπὶ σοί>
- κατὰ σοῦ (Ε 244)
- <ἐπισπάσει>
- ἐπιτεύξεται. Σοφοκλῆς Ἀτρεῖ ἢ Μυκήναις (fr. 137), ἀπὸ τῶν ταῖς λίνοις λαμβανόντων
- *<ἐπισπάσθω>
- ἑλκυέτω τὸ δέρμα (1. Cor. 7,18) ASvgnp
- *<ἐπισπᾶται>
- <ἐφέλκει> A
- [<ἔπισπε>
- εἰπέ]
- <ἐπίσπαστρον>
- βρόχον r
- <ἐπὶ σπείρας σχοινίον>
- τὸ ἀναγκαιότατον. ἐν γὰρ χειμῶσι τοῖς σχοινίοις πιστεύουσι. δηλοῖ οὖν τοὺς ἀναγκαίους φίλους
- *<ἐπισπέρχειν>
- ἐπισπεύδειν AS. ἐπείγειν (S)
- <ἐπισπέρχουσαι>
- ἐπισπεύδουσαι. ἐπειγόμεναι
- <ἐπισπερχῶς>
- μετὰ σπουδῆς
- <ἐπισπέσθαι>
- ἐπακολουθῆσαι (Ξ 521)
- *<ἐπισπομένη>
- ἐπακολουθοῦσα (Sn)
- <ἐπίσπῃ>
- ἐπισπάσηται. πληρώσῃ. *καταλάβῃ (Β 359) ASn
- <ἐπίσπορα>
- τὰ λάχανα
- <ἔπισσα>
- ὕστερον γενομένη. νεωτέρα (Hecatae. 1, 363 J. Cal- lim. fr. 735)
- <ἐπισσεύας>
- ἐφορμήσας (ξ 399)
- <ἐπισσεύουσα>
- παρακελεύουσα
- <ἔπισσον>
- τὸ ὕστερον γενόμενον
- <ἐπισσοῦ>
- ἐφώρμησας
- <ἐπίσσοχον>
- ἀκόλουθον
- †<ἐπισσυτέρη>
- ὁρμητικωτέρα. ταχεῖα. †τομωτέρα
- <ἐπίσσωτρα>
- τὰ ἐπικείμενα τοῖς τροχοῖς σιδήρια, ἐπὶ τὴν γῆν σοούμενα (Ε 725)
- <ἐπισταδόν>
- ἐφεστῶτες (μ 392). ἢ ἐφιστάμενοι ἐμπείρως. ἢ κατὰ τάξιν ἑστῶτες
- <ἐπισταδόν>
- *ἐφεστηκώς. ἢ προστασία AS ἢ κατὰ τὸ ἑξῆς (ν 54)
- <ἐπισταθμία>
- ὑποδοχὴ ξένων
- <ἐπίσταμαι>
- δύναμαι. οἴομαι
- *<ἐπιστάμεθα>
- δυνάμεθα (Ν 223) S
- <ἐπισταμένως>
- ἐμπείρως (Η 317). δυνατῶς. ἐπιστημόνως, συν- ετῶς
- *<ἐπιστασίαν>
- προστασίαν AS. παραμονήν S (An)
- <ἐπίστασις>
- *γνῶσις ASg. ἢ μέρος τι τῆς νεώς
- <ἐπιστατέον>
- ἐπανοδευτέον. γνωστέον
- <ἐπιστάτῃ>
- μεταίτῃ. ἀπὸ τοῦ <ἐφίστασθαι> τῇ τραπέζῃ (ρ 455)
- <ἐπιστατήρ>
- τὸ στόμα τῆς νεώς
- <ἐπιστατῆρες>
- ἀγορανόμοι. καὶ οἱ τῶν ποιμνίων νομεῖς
- <Ἐπιστατήριος>
- Ζεὺς ἐν Κρήτῃ
- <ἐπιστάτης>
- ἐφέτης ἢ ἐπαίτης, ἀπὸ τοῦ <ἐφίστασθαι>. ἢ ἐπί- τροπος. ἢ διδάσκαλος. καὶ ὁ τακτικός. καὶ ὁ βραβευτής. καὶ ἄρχων τις Ἀθήνησι. καὶ ὁ ἐφεστηκώς
- <ἐπιστῇ>
- ἐφιστῇ
- *<ἐπιστείβοντες>
- πατοῦντες n
- *<ἐπιστελεῖ>
- [μέμψει ἢ] πέμψει AS
- <ἐπιστέφει>
- κεραννύει. οἰκοδομεῖ
- <ἐπιστεφέας οἴνοιο>
- ἐπεστεφανωμένους (Θ 232)
- <ἐπιστεφές>
- πλῆρες. κεκραμένον
- *<ἐπίστῃ>
- εἰδῇς (Gen. 47,5 ..) ASvg
- *<ἐπίστηθι>
- γνῶθι ASPn
- <ἐπίστημα>
- στήλη (Isae. fr. 159 Tur.)
- *<ἐπιστήμης>
- γνώσεως (Exod. 31,3 ..) AS (g)
- *<ἐπιστημονικώτατος>
- ἀκριβής. εἰσηγητής. ὑφηγητής ASvg
- *<ἐπιστήμων>
- σοφός (Sir. 10,25 ..) r. AS (vg)
- <ἐπιστῆναι>
- φανῆναι. ἐπικηδεύειν
- *<ἐπίστηται>
- γινώσκηται (Π 243?) ASn
- <ἐπισίγματα>
- ἐπικελεύσματα. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι (fr. 8). ἐπι- στάλματα
- <ἐπισίξαι>
- ἐφορμῆσαι
- <ἐπὶ στίχας>
- κατὰ τάξεις. ἢ κατὰ τὸ ἑξῆς (Γ 113)
- <ἐπίστιον>
- οἴκημα. κατάλυμα (Hdt. 5, 72,1)
- <ἐπίστιον>
- ἐποίκιον (ζ 265)
- <ἐπιστολαί>
- ἐντολαί, ἐπιταγαί. Αἰσχύλος Προμηθεῖ(3). δια- γράμματα. καὶ ἐπιστάλσεις
- <ἐπιστομίζων>
- φιμῶν. ἐλέγχων
- <ἐπιστιχθεῖσαν>
- παρασημειωθεῖσαν στιγμῇ
- <ἐπίστρατα>
- ἀποπίπτοντα τῶν πεμμάτων. καὶ ἕρματα
- *<ἐπιστραβὴς ὄχημ' ἀκινδύνως φέρων> AS
- <ἐπὶ στρατόν>
- ἐπὶ στρατιάν
- <ἐπιστροφάδην>
- *ἐπιστρεφόμενος AS. ἰσχυρῶς. ἢ [μετὰ ἐπι- στροφῆς g τοῦ σώματος, οἷον ἐπεστραμμένως. καὶ ἐνεργῶς (Κ 483)
- <ἐπιστρέφομαι>
- πλανῶμαι. *φροντίδα ποιοῦμαι (g)
- <ἐπίστροφος>
- ἐπιστροφὴν ποιούμενος, καὶ φροντίζων. ἢ εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέφων τοὺς ἀνθρώπους. ἢ ἐπιμελητής
- <ἐπιστροφαί>
- διατριβαί. δίαιται. Αἰσχύλος Φρυξίν (fr. 271)
- <ἐπιστροφίς>
- τρίχες συνεστραμμέναι. ἢ ὅταν ἡ ὀσφὺς ᾖ στρεβλή
- †<ἐπιστύξῃ>
- ἐπαφῇ
- †<ἐπιστυνιής, ἐπισυνιής>
- ἢ ἐπιμελητής†
- <ἐπισυρόμενοι>
- προκυλινδούμενοι
- *<ἐπισύστητε>
- συνάχθητε (Ierem. 20,10) ASvg
- <ἐπιστώθη>
- ἐπείσθη. ἐπληροφορήθη (Ps. 77,8)
- *<ἐπισφαλής>
- βλαβερός (Ag) s(p). ἐπικίνδυνος r. Anps
- <ἐπίσφατον>
- ἐπιμωμητόν. ἢ †συνομιλητόν. ἢ ἐπὶ κακῷ ὠνο- μασμένον
- <ἐπισφελίτης>
- ὁ θρανίτης· <σφέλας> γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον. τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾶνος. ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν
- *<ἐπισφοραῖς>
- δῶρα, ξένια. *καταδίκαις ASn
- <ἐπισφύρια>
- τὰ καλύπτοντα τὰ σφυρά (Γ 331)
- <ἐπισφραγίζω>
- σφραγίζω
- *<ἐπεισφρήσας>
- ἐπεισενεγκών n
- <ἐπίσχειν>
- κρατεῖν. ἢ κωλύειν (Ρ 465)
- <ἐπίσχεο>
- ἐπέχου
- <ἐπίσχες>
- ἀπέχου (Eur. Phoen. 92 ..)
- <ἐπισχεδόν>
- σύνεγγυς.
- <ἐπισχερώ>
- ἐφεξῆς Sgn, κατὰ τὸ ἑξῆς (Λ 668)
- <ἐπισχεσίη>
- πρόφασις (φ 71)
- *<ἐπισχοίης>
- ἐπιβάλοις (Ξ 241) S
- <ἐπισχόμενον>
- καταστοχαζόμενον (χ 15)
- <ἐπισχύρους>
- ἐπικούρους
- <ἐπισχών>
- προσάγων (Ι 489)
- <ἐπίσωτρα>
- ἡ ἔξω τοῦ τροχοῦ ἐπιφάνεια (Ε 725)
- *<ἔπειτα>
- εἶθ' οὕτως. ἢ μετὰ ταῦτα
- †<ἐπιτάδιος>
- ὁ ἐραστής r
- <ἐπὶ τὰ κανᾶ>
- τοῖς ἐπιτηδείοις
- <ἐπιταδόν>
- πολυχρόνιον
- <ἐπιταλαιπωρεῖν>
- ἐπικάμνειν. ἢ ἐπιπονεῖν (Thuc. 1, 123, 1)
- <ἐπὶ τὰ Μανδροβούλου>
- παροιμία ἐπὶ τῶν ἀεὶ ἐπὶ τὸ χεῖρον τρεπομένων, ἀπὸ Μανδροβούλου τινός (Plat. com. fr. 54)
- †<ἐπιταξίδις>
- σιδηραῖ τινες, ὡς ἄγκυραι
- <ἐπιτάῤῥοθος>
- ἰσχυρός. *βοηθός ASvg σύμμαχος (Ε 808)
- *<ἐπὶ τὰ πρόσω>
- ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν Av
- <ἐπίταρχον>
- ἐπιτάφιον, ἐντάφιον
- [<ἐπίταυρον>
- ἰσχυρόν]
- <ἐπεὶ τὰ χερείονα>
- ἐπεὶ τὰ κακά (Α 576)
- <ἐπιτελής>
- ὡραία γαμεῖσθαι
- <ἐπιτεῖλαι>
- ἐντείλασθαι (Δ 64)
- <ἐπίτειλον>
- ἔντειλον, ἐπίταξον, πρόσταξον (Ω 112) r
- <ἐπιτεθυμμένων>
- ἐκκεκαυμένων
- <ἐπιτειμήτωρ>
- ἔκδικος r, τιμωρός (ι 270)
- <ἐπιτεῖναι>
- μεγαλῦναι, μακρῦναι
- *<ἐπιτείνεται>
- ἐπὶ τῷ ὄντι πλεονάζει, ἢ αὔξει AS, ἢ εἰς ἐπίδοσιν ἄγεται (Sap. 16,24) S
- *<ἐπιτειχίζουσιν>
- ἐποικοδομοῦσιν A (vg)
- <ἐπιτεκταντῆρες>
- οἱ παρασκευασταί
- <ἐπιτέλλει>
- ἐντέλλεται. ἐπέρχεται
- <ἐπιτέλλειν>
- ἐντέλλεσθαι
- <ἐπιτέλλεο>
- ἐντέλλου (Α 295)
- <ἐπιτελέωμα>
- τὸ ἐπὶ θυσίᾳ γινόμενον
- <ἐπιτελεῶσαι>
- ὅπερ νῦν ἀφιερῶσαι λέγομεν
- <ἐπιτελείωσις>
- αὔξησις
- <ἐπιτερῆ>
- ἐκπιάσματα ἐλαιῶν r
- <ἐπιτέρεναι>
- εἶδος ἄρτων
- <ἐπιτέρμιον>
- ἐπὶ τοῦ τέρματος, οἷον ἐπὶ τοῦ τέλους (Aesch. Niob. PSI 1208, 5)
- <Ἐπιτέρμιος>
- Ἑρμῆς
- *<ἐπιτετανύσθαι>
- ἡπλῶσθαι AS
- <ἐπιτέτραπται>
- ἐπ' ἐξουσίας ἐστίν (Ε 750)
- *<ἐπιτετράφαται>
- ἐπιτετραμμένοι εἰσίν (Β 25) r g
- *<ἐπιτέταται>
- αὔξει S
- *<ἐπιτέτατο>
- ηὔξανεν. ἤκμαζεν (Ο 413) S
- <ἐπιτέτροφεν>
- ἐπιπέπηγεν
- *<ἐπιτετυφωμένον>
- ἐπικεκαυμένον ASgn
- *<ἐπίτευγμα>
- ἐπιτυχία r. ASgn
- *<ἐπίτευκται>
- ἐν ἐπιτυχίᾳ ἐστί AS
- *<ἐπιτευξόμενος>
- ἐπιτυχών AS
- <ἐπιτεχνήσεως>
- μηχανῆς (Thuc. 1, 71,3)
- <ἐπίτηδες>
- ἑκούσιον. ἐπιμελές. ὀξυτόνως δὲ καὶ ἐπιτηδείους (Α 142)
- <ἐπιτήδειον>
- ἕτοιμον. ὠφέλιμον
- <ἐπιτήδειος>
- ὁ φίλος g <ἀνεπιτήδειος> ὁ ἐχθρός
- *<ἐπιτηδείως>
- ἐπιμελῶς. ἁρμοδίως AS
- <ἐπιτήδευμα>
- ἐπίνοια. ἔργον, ποίημα
- <ἐπὶ τῇ ἐμῇ αἰτίᾳ>
- ὃ νῦν τῷ ἐμῷ κινδύνῳ
- <ἐπιτιμᾷ>
- τιμωρεῖται. ἢ τὴν τιμὴν αὔξει
- <ἐπιτιμήτορα>
- βοηθόν. τιμωρόν
- *<ἐπίτειλον>
- παράγγειλον (Ω 112)
- <ἐπιτίμιον>
- πρόστιμον. τιμωρία (Antiph. 3 α 4)
- <ἐπίτιμον>
- *πλούσιον Σ. τιμωρόν. τιμητόν
- <ἐπιτμήγειν>
- ἐπιτέμνεσθαι. σπεύδειν
- <ἐπίτονος>
- δεσμός, ᾧ κατησφάλισται ... τὸν ἱστὸν τῆς νεώς (μ 423)
- <ἐπὶ τὸ αὐτό>
- ὁμοῦ, εἰς τὸν αὐτὸν τόπον
- *<ἐπιτοθάζει>
- κολακεύει. χλευάζει, ἐπιγελᾷ n
- <ἐπιτολή>
- ἀνατολὴ ἄστρου, ἢ *φανερώσεως Σ
- <ἐπὶ τοῦ ἐνεστῶτος>
- ἐπὶ τοῦ παρόντος, ἢ τοῦ ἐνισταμένου
- <ἐπὶ τούτοις>
- πρὸς τούτοις
- <ἐπιτραπεζώματα>
- τὰ ἐπιτιθέμενα ταῖς τραπέζαις βρώματα (Plat. com. fr. 74)
- <ἐπιτραπεζίδιος>
- ὁ παράσιτος
- <ἐπὶ τραφερήν>
- ἐπὶ τὴν ξηρὰν γῆν (Ξ 308)
- <ἐπιτρέχων>
- συντόμως
- <ἐπιτρέψαι>
- ἐπιτροπὴν δοῦναι. (φ 279). [ἢ ἀπολέσαι]
- <ἐπιτρίβεται>
- ἐπιφέρεται
- *<ἐπιτριβόμενοι>
- ἐπαιρόμενοι (An) g
- *<ἐπιτρίμματα>
- ποικίλματα A
- *<ἐπιτριμμοί>
- ἀλλεπάλληλοι (Σ 211) AS
- *<ἐπιτρίψεις>
- συντρίψεις. συντελέσεις (Ps. 92,3 v. l.) ASg
- <ἐπιτροπάδην>
- ἐπιθέτως. οὐκ ἐκ ψυχῆς. [ἐπεσπευσμένος]
- <ἐπιτροπή>
- ἔφοδος
- <ἐπίτροπος>
- ὁ προστατῶν χωρίων καὶ ὅλης τῆς οὐσίας καὶ ὀρφανῶν
- *<ἐπιτροχάδην>
- ταχέως (Γ 213) ASvg
- <ἐπιτρόχαλον>
- πυκνῶς. καὶ ταχέως
- <ἐπίτροχον>
- ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν
- <ἐπιτρύζουσιν>
- ἐπιγογγύζουσιν. ἐπιλέγουσιν (Callim. fr. 1,1)
- <ἐπιτρύσσειν>
- ἐπίμεινον. Λάκωνες
- <ἐπιτυφῇ>
- ἐπικαῇ. ἐπιπυρωθῇ (Ar. Lys. 221)
- <ἐπιτυφῶ>
- ἐπαπολύω. Συρακούσιοι
- <ἐπιτυφῶσα>
- ἐπιπυριάσασα
- <ἐπιτυχόντων>
- εὐτελῶν
- <ἐπὶ τῷ δήμῳ>
- ἐπὶ τῇ τοῦ δήμου καταλύσει (Sol. legg.?)
- <ἐπιτωθάζοντες>
- *χλευάζοντες AS, ἐπιγελῶντες. [ἢ ἡμεροῦν- τες]
- <ἐπὶ Φαληνίου>
- τὸν Ἀλκιβιάδην φησὶ ὁ Ἀριστοφάνης (fr. 554) ἐπὶ Φαληνίου γεγενῆσθαι, σκώπτων παρὰ τὸν φάλητα· ἐπασχητία γάρ [ὁ φαλής]
- <ἐπιφάμεναι>
- συγκαταθέσθαι
- *<ἐπίφατος>
- ὁ πρὸς εὐμορφίαν φαινόμενος. ἐπιθέτης AS
- <ἐπιφάτνιος>. ὁ ἑωσφόρος ἀστήρ
- *<ἐπιφαύσκοντα>
- ἀνατέλλοντα AS, φαίνοντα (Iob 31,26)
- <ἐπιφημισμοῖς>
- ὀδυρμοῖς (s)
- <ἐπιφερομένους>
- ὡρμηκότας
- <ἐπιφέρει>
- προσήκει
- <ἐπιφέρεται>
- ἀλαζονεύει
- <ἐπιφημητῆρες>
- οἱ εὐφημοῦντες. ἢ ἐπιφωνοῦντες. ἢ συγκατα- τιθέμενοι
- <ἐπιφημίζουσα>
- εὐφημουμένη. ἐπιφημιζομένη
- <ἐπιφημίσμασιν>
- οἰωνίσμασιν (Thuc. 7,75,7)
- <ἐπ' ἰφθίμῳ>
- ἐπὶ τῇ ἰσχυρᾷ (Γ 336)
- <ἐπιφλέγει>
- ἐπικαίει (Β 455)
- *<ἐπιφοιτᾷ>
- παραγίνεται ASgps
- *<ἐπιφοιτήσεως>
- ἐπελεύσεως ASvgn. παρουσίας
- *<ἐπιφοράς>
- καταδίκας (g)
- <ἐπιφορήματα>
- τραγήματα μετὰ τὸ δεῖπνον (Ar. fr. 774)
- <ἐπιφόριμα>
- ἐπίδρομα
- <ἐπίφορον>
- τὴν φέρουσαν σῦν, ἔγκυον. Λάκωνες. καὶ ἀμπέλου ὄνομα
- <ἐπίφορος>
- τοῦ τεκεῖν ἐγγὺς οὖσα
- <ἐπιφράγματα>
- τὰ ὑπὸ τὸ στόμα
- <ἐπιφραδέστερον>
- [συντομώτερον]. συνετώτερον r
- *<ἐπιφρασαίμεθα>
- σκεψαίμεθα (Ν 741) AS
- <ἐπιφράσασθαι>
- ὑπονοῆσαι. ἢ ἐπινοῆσαι
- <ἐπιφράδμων>
- ψευδολόγος
- <ἐπίφρενα>
- ὑποχόνδρια
- <ἐπὶ φρεσί>
- ἐν ταῖς διανοίαις (Α 55 ..)
- <ἐπίφρονα>
- φρόνιμον, [συνετόν (π 242) n
- <ἐπιφρονέουσιν>
- ἐπακούουσιν (α 351 v. l.?)
- <ἐπιφροσύνη>
- σωφροσύνη r ἐπιλογισμός (ε 437)
- *<ἐπίφρων>
- φρόνιμος (g)
- <ἐπιφυέσθω>
- βλαστησάτω
- *<ἐπιφυλλίς>
- βοτρύδιον μικρόν r. vg, ἐπὶ τέλει βλαστάνον (Iud. 8,2)
- *<ἐπιφύοιντο>
- ἐπιγίνοιντο AS
- <ἐπιφωνεῖ>
- βοᾷ, κράζει
- <ἐπιχαλκίδα>
- τὴν τὸ κανοῦν φέρουσαν εἰς τὰς θυσίας θερά- παιναν
- <ἐπιχαλκῖται>
- ὁπλῖται
- <ἐπίχαλκον στόμα>
- τὸ τῶν αὐλητῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα (Alcae. com. fr. 20)
- <ἐπίχαλκος>
- ἀσπίς· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν· ἔνιαι δὲ βόειαί εἰσιν (Amips. fr. 17)
- <ἐπὶ Χαριξένης>
- ἐπὶ μωρίαις ἡ Χαριξένη διεβεβόητο, ἀρχαία οὖσα· ἔνιοι δὲ καὶ ποιήτριαν αὐτὴν ἐρωτικῶν λέγουσιν. Ἔστι δὲ καὶ παροιμία <οἷα τὰ ἐπὶ Χαριξένης> (Ar. Eccl. 943)
- <ἐπίχαρις>
- ἡ παρὰ Ἀττικοῖς ἅβρα
- <ἐπίχαρμα>
- *χάρμα, ᾧ τινι χαίρει τις (Iud. 4,12 ..) AS. καὶ ὁ ἐπίχαρτος
- <ἐπιχαίρειν>
- συγχαίρειν
- [<ἐπιχαταί>
- ἐνδεεῖς]
- <ἐπίχειρα>
- τὰ ὑπὲρ τὸν μισθὸν διδόμενα τοῖς χειροτέχναις
- *<ἐπεχείρεον>
- ἐπετίθεσαν
- <ἐπιχειρεῖ>
- τολμᾷ
- <ἐπίχειρον>
- ἀνταπόδοσις
- *<ἐπιχειρονομοῦντες>
- ταῖς χερσὶν ὡς νόμοις χρώμενοι (Phil. leg. spec. 4,215) AS
- †<ἐπιχερία>
- χάριν ἐπιφέρουσα
- <ἐπιχητίας>
- ἐνδεής
- †<ἐπιχιλάδιον>
- τὸ χιλιοστόν
- <ἐπιχειλές>
- τὸ ἐλλιπές
- <ἐπιχειλοῦντες>
- πληροῦντες
- <ἐπίχνουν>
- ἐπεσκοτισμένον
- *†<ἐπιχθεῖσθαι>
- βεβαιοῦσθαι AS
- *<ἐπὶ χθονί>
- ἐπὶ γῇ (Α 88) Avgn
- <ἐπιχοά>
- κατάχυσις
- <ἐπίχρονος>
- ἐπίχαρτος
- <ἐπιχρίσας>
- περιχέας
- <ἐπιχρισταί>
- ἐπιχρωννύμεναι
- <ἐπιχρώζω>
- χρίω
- *<ἐπίχυσις>
- κονίασις AS
- <ἐπίχυτον>
- εἶδος πέμματος, καὶ νομίσματος ἐξ ἀργύρου καὶ μολύβδου κεχυμένον
- <ἐπιχώνια>
- κάρυα
- <ἐπιχώρησον>
- ὕπαγε. μείωσον
- <ἐπιχώρια>
- συκοφαντικά. εἰς τοῦτο γὰρ Ἀθηναῖοι κωμῳδοῦν- ται (Ar. Ach. 523)
- *<ἐπὶ χώρας>
- ἐπὶ τόπου (Exod. 14,27) ASvg
- *<ἐπιχωρεῖ>
- ἐπιγειτνιᾷ AS
- <ἐπὶ ψαμάθοις>
- ἐπὶ ταῖς παραθαλασσίαις ψάμμοις (Α 486)
- *<ἐπιψαῦσαι>
- ἐφάψασθαι ASPn
- <ἐπιψαύσῃ>
- ἐπιθίγῃ, ἅψηται (θ 547)
- *<ἐπιψίσει>
- ἐπιψιεῖ. ἐπιψωμιεῖ ASn
- *<ἐπιψηφιεῖται>
- ψῆφον παρέχει καὶ νίκην <τοῖς ἡμετέροις> AS
- *<ἐπιψηφιζόμενος>
- ἐπικρίνων ASgn
- <ἐπιωγαί>
- οἱ ἀνειμένοι τόποι καὶ ἀλίμενοι, ὑπαγωγὰς δὲ ἔχον- τες καὶ ὑποσκέπην καὶ καταγωγάς (ε 404)
- <ἐπιωγάς>
- ἀνειμένοι τόποι, ἐφ' οὓς δύναται ἡ ναῦς ἐπέρχεσθαι (ε 404)
- *<ἐπιών>
- ἐπιπορευόμενος (Σ 546) r. An
- *<ἐπλάγχθην>
- ἐπλανήθην AS
- <ἐπλαζόμην>
- ἐπλανώμην
- <ἐπλάδα>
- κατέδευεν
- <ἐπλακίζετο>
- τὰς κοιλίας ἐξεῖλεν
- <ἐπλατάγησεν>
- ἐψόφησεν, ἔνθεν τὸ <πλαταγώνιον> παίγνιον ξύλινον, ᾧ ψοφοῦσιν
- <ἔπλει>
- ἐπορεύετο (Eur. Or. 63) s (vg)
- *<ἔπλεο>
- ἐγένου (Α 418) ASgn
- <ἔπλετο>
- *ἐγένετο Agnps. ἠνύετο. [ὑπῆρχεν (Α 506) r
- *<ἔπλευ>
- ἐγένου (Ι 54) n
- *<ἐπλήγην>
- ἐμάνην (Ps. 101,5 v. l.) ASvg
- *<ἔπληντο>
- ἐπλησίαζον r. ASn ἤγγιζον (Δ 449)
- *<ἐπλήσθη>
- ἐγεμίσθη (Υ 156) ASvg
- <ἐπλίνθευσαν>
- οἱ αἰχμάλωτοι πλίνθους ἐβάσταζον, ἕως τοῦ λύτρα εἰσενεγκεῖν
- [<ἐπνύθη>
- ἠγέρθη. ἀνεβίωσεν]
- [<ἔπνυτο>
- ἐφρόνησεν]
- *<ἐποβελία>
- τόκος AS
- <ἐπόγδοον>
- τόνος μουσικός r
- <ἐπογκίαι>
- αἱ τοῦ πλοίου παρενθῆκαι
- *<ἔποι>
- λέγοι A Pn
- [<ἐποίθετο>
- ἠρώτα]
- [<ἐποιθόμην>
- ἠρώτουν. ἐμάνθανον]
- <Ἐποικιδίη>
- Δημήτηρ ἐν Κορίνθῳ
- <ἐποικτίσας>
- οἰκτείρας r
- <ἐποίπνυον>
- διηκόνουν. ἐπορεύοντο. ἐθεράπευον. [ἐνήργουν (Σ 421) r
- <ἐποίνασεν>
- λύτρον ἀπέδοτο. ποινὴν ἔλαβεν τοῦ νεκροῦ
- *<ἐποίσει>
- ἐπενέγκοι (Α 89) r. ASgn
- *<ἐποισθήσεται>
- ἐπενεχθήσεται ASvg (n)
- <ε ποιπνύοντα>
- ἐνεργοῦντα (Ξ 155)
- *<ἐποίχεται>
- ἐπιπορεύεται ASvg ἐργάζεται A
- *<ἕποιτο>
- ἀκολουθοίη (Δ 314) ASvg bs
- <ἐποιχόμεναι>
- διακονοῦσαι. ἐπιπορευόμεναι. ἐργαζόμεναι. ὑφαί- νουσαι. αἱ γὰρ ἡρωΐδες ὀρθαὶ ὕφαινον (ε 62)
- <ἐποιχνεῖ>
- ἐπιφοιτᾷ
- <ἐποκεῖλαι>
- ἐπὶ τὸ ξηρὸν ἐλθεῖν
- <ἔπολμις>
- εἶδος μάντεως
- *<ἐπολυώρησας>
- πολὺ ἐφύλαξας (Ps. 11,9) ASvg
- *<ἐπολολύζει>
- θρηνεῖ S
- *[<ἐπόλια>
- αἰγίδια] AS
- *<ἑπόμενοι>
- ἀκολουθοῦντες APvgn
- <ἐποπίζεο>
- ἐντρέπου. ἐπιστρέφου. κατασκεύαζε. φυλάσσου (ε 146)
- *<ἔποπος>
- ὄρνεον (Zacch. 5,9) Agn
- *<ἐπόπται>
- θεαταί AS
- [<ἐποπτεύοι>
- ὑπολάβοι. νομίζοι]
- <Ἐπόπτης>
- Ζεύς. ἢ θεατής
- *<ἐποπτεύσαντες>
- θεωρήσαντες (1. Petr. 3,2) AS
- †<ἐπορβεῖται>
- φθονεῖ
- <ἐπ' ὄρει>
- ἐπὶ τῷ ὄρει
- *<ἔπορεν>
- ἔδωκεν vgnps ἐχαρίσατο (Ζ 168)
- <ἐπ' ὀργῇ>
- ἐπὶ τρόπῳ
- <ἐπορεξάμενος>
- ἐφορμήσας. ἐπελθών. ἐπιλαβόμενος (Ε 335)
- *<ἐπόρησεν>
- διεπέρασεν A
- <ἐπόρθμευεν>
- ἔπλεεν
- *<ἐπόρθουν>
- κατέσκαπτον ASvg. ἐδίωκον (Gal. 1,13)
- <ἐπορθρεῦσαι>
- ἐπαγρυπνῆσαι
- <ἐπόρκιον, ἐπορκίσει>
- ἐπιορκίσει
- *<ἔπορσον>
- ἐφορμῆσαι ποίησον (Ε 765) ASps
- <ἐπορσύνετο>
- ἡτοιμάζετο r
- *<ἔπος>
- ῥῆμα, λόγος (Β 361). φωνή Ag
- *<ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε>
- τόν τε λόγον εἶπε καὶ τὰ μέρη αὐτοῦ διεξῄει (Α 361) S
- †<ἐπισσόμενος>
- προσορώμενος
- <ἐποστρακίζειν>
- ὀστράκοις παίζειν
- <ἐποτούδιζε>
- κατέβαλλεν ἐπὶ γῆν (Sophr. fr. 141)
- <ἐπ' ὅτευ>
- διατί. ἢ ἐπὶ τίνος
- <ἐποτρύνει>
- παροξύνει ASvgn. παρορμᾷ (Ζ 439)
- <ἕπου>
- ἀκολούθει (Eur. Phoen. 1274 ..)
- <ἐπ' οὖδας>
- ἐπὶ τὸ ἔδαφος (Eur. Med. 1195 v. l.)
- <ἐπουδαῖοι>
- ἐπιχθόνιοι
- *<ἐπ' οὔρεϊ>
- ἐπὶ τῷ ὄρει (Greg. Naz. c. 2, 1, 1, 2) ASg
- <ἐπούρισας>
- ἐφώρμησας (Eur. Andr. 610)
- <ἐπούρισεν>
- ὥρμησεν. ἀπέπεμψεν
- <ἔπουρος>
- εἶδος ἰχθύος
- <ἕπουσαν>
- *ἐπ' εὐθείας ἤγαγεν APn ἢ συνεργοῦσαν (Κ 516)
- <ἑπούσῃ>
- πονουμένῃ. φοιτώσῃ. [ποιουμένῃ]
- <ἕπουσιν>
- *<ἐνεργοῦσιν> (Ο 555) ASvg. ἀκολουθοῦσιν
- †<ἐπουτίς>
- θυσία παρὰ Ῥοδίοις
- <ἐποφρύδιον>
- μέτωπον
- <ἔποχοι>
- οἱ ἐπὶ τῶν ὀχημάτων διαβαίνοντες
- <ἐποχωτέρα>
- ἐπιμονωτέρα
- [<ἐπόχεται>
- ἐπιπορεύεται]
- <ἔποχος>
- ὁ ἐπὶ τοῦ ὀχήματος
- *<ἐποχούμενος>
- βασταζόμενος r. ASPvgnp
- <ἔποψ>
- ἐπόπτης. δυνάστης. καὶ εἶδος ὀρνέου
- <Ἐπόψιος>
- Ζεύς. καὶ Ἀπόλλων
- *<ἐπόψομαι>
- θεωρήσω An
- *<ἐπὶ τὸ σίνεσθαι>
- ἐπὶ τὸ βλάπτειν AS
- *<ἔπραθον>
- ἐπόρθησαν (Σ 454) S
- <ἐπράνιξε>
- κατέβαλεν
- <ἔπρασσεν>
- ἐπραγματεύετο (Dan. 6,4)
- <ἐπρέσβευε>
- πρεσβύτατος ἦν
- [<ἔπρηξεν>
- ἔπεσεν. ἐκρύβη]
- <ἔπρηξας>
- *ἐτέλεσας (Σ 357) AS, ἐπλήρωσας, ἐφύσησας. ἐκύρ- τωσας
- *<ἐπρίατο>
- ἠγόραζεν (Prov. 31,16) r ASvgbp
- *<ἔπρησεν>
- ἔκαυσεν (Θ 217) ASvg
- *<ἐπρυτάνευεν>
- ἐδιοίκει nΣ
- *<ἔπρωσεν>
- ἐμοίρασεν Σ
- *<ἑπταβόειον>
- ἑπτάβυρσον (Η 220) rg
- <ἑπτὰ γράμματα>
- τὸ ὀργίλον. ἢ σκληρόν. καὶ Σάραπιν
- <ἐπτάγρυτο>
- ἐπτάρνυτο
- <ἑπτάενον>
- ἑπταετῆ
- <ἐπταικότα>
- πεσόντα
- <ἐπταικώς>
- σφαλείς ASvgn. ἢ πεπτωκώς (2. Macc. 14,17)
- <ἐπτακέναι>
- κεκρυφέναι
- <ἑπταπόδην>
- τηλικοῦτον τῷ μεγέθει, ἑπτὰ ποδῶν <μέγεθος> ἔχοντα (Ο 729)
- <Ἑπτάπορος>
- ποταμὸς ἐν Τροίᾳ (Μ 20)
- <ἑπτάπους σκιά>
- τοῖς ποσὶ κατεμέτρουν τὰς σκιάς, ἐξ ὧν τὰς ὥρας ἐγίνωσκον (Ar. fr. 675)
- *<ἑπτάστομον>
- ἑπτάπυλον (Eur. Phoen. 287 ..) AS
- <ἔπτατο>
- διεφορήθη. ἠφανίσθη (Ν 592)
- *<ἑπτάτονος>
- ἑπτάχορδος (Eur. Alc. 446) AS
- <ἕπταχα>
- εἰς ἑπτὰ μέρη (ξ 434)
- <ἑπτάχορδα>
- παλαιὰ μέλη δι' ἑπταχόρδου ᾀδόμενα (Ar. fr. 659)
- <ἑπτάπεκτος>
- ἡ βαθείας τρίχας ἔχουσα
- *<ἐπτέρνισεν>
- ἐσκέλισεν (Ose. 12,4) ASvgp
- <ἐπτερύγη>
- ἀνέπτη
- <ἐπτερύξατο>
- προσετρίψατο
- <ἔπτηξαν>
- ἐκρύβησαν. ἔπεσαν. [ἐφοβήθησαν (Iob 38,17) r(p)
- <ἔπτη>
- [ἔπτηξαν] <ἐπετάσθη> (Iob 20,8)
- [<ἐπίστην>
- ἐξεπλάγην]
- <ἐπτόημαι>
- πεφόβημαι r (vg)
- <ἐπτοιῆσθαι>
- τὸ ὀργᾶν πρὸς συνουσίαν
- [<ἐπτόκασεν>
- ἐκάλυψεν]
- <ἕπτυσχλοι>
- ἀνδρεῖον ὑπόδημα (Hermipp. fr. 67)
- <ἐπτύσσοντο>
- ἐκραδαίνοντο (Ν 134)
- <ἐπύθετο>
- *ἤκουεν. ἠρώτα. ἐμάνθανε ASvg τὸ αὐτὸ καὶ †τὸ ἐπιθμός†
- <ἐπύκασεν>
- ἐνεκάλυψεν (Sapph. fr. 100 L. -- P.)
- *<ἐπυλλίοις>
- στίχοις AS
- <ἐπυστιᾶτο>
- ἐπυνθάνετο
- *<ἐπῳάζουσι>
- νεοττεύουσιν S ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς βοῶσιν ASg
- <ἐπωβελία>
- παραβόλιον τῆς δίκης. ἔστι δὲ τὸ ἀκόλουθον τῷ τῆς καταδίκης τιμήματι ὄφλημα, ὡς Δίδυμος, τὸ ἕκτον μέρος τοῦ τιμήματος· οἱ δὲ τὸ †ιτ#
- <ἐπῴζειν>
- ἐπικαθῆσθαι τοῖς ᾠοῖς. Αἰσχύλος Νιόβῃ μεταφορι- κῶς· ἐφημένη τάφον τέκνοις ἐπῴζει ... τοῖς τεθνηκόσιν (fr. 157, PSI 1208)
- *<ἐπῳδός>
- ἡ ἐπᾴδουσα τοῖς νοσοῦσι παισίν Σ
- *<ἐπωμάδιον>
- τὸ ἐπὶ τῶν ὤμων r. g
- *<ἐπώκειλαν>
- ἐπανέπαυσαν (Act. ap. 27,41 v. l.) r. ASn
- *<ἐπωμίδα>
- ὡς λέντιον AS, ἱερατικὸν περιβόλαιον (Exod. 25,7) r. Sg
- <ἐπ' ὤμων>
- ἐπὶ τῶν ὤμων (Α 46)
- <ἐπώνασθε>
- [ἐπώνυμος] ...
- <ἐπώνυμοι>
- οἱ τῶν φυλῶν ἐπώνυμοι ἥρωες, οἵπερ ἦσαν δέκα
- *<ἔποπα>
- ἀλεκτρυόνα ἄγριον AS
- <ἐπωπᾷ>
- ἐφορᾷ, ἐποπτεύει
- <ἐπωπάζει>
- τὰ αὐτά
- <Ἐπωπέτης>
- Ζεὺς παρὰ Ἀθηναίοις
- <ἐπώπῃ>
- ἐπόπτῃ, ἐφορῶντι
- <ἐπωπίδες>
- ἐπίσκοποι. ἀκόλουθοι. παρὰ Λακεδαιμονίοις
- <Ἐπωπίς>
- Δημήτηρ παρὰ Σικυωνίοις. [καὶ <Ἐπωτίς>]
- <ἐπώρεον>
- ἔθαπτον
- [<ἐπωρεῖν>
- πενθεῖν, κλαίειν]
- <ἐπωρεύει>
- ὡραῖα συντελεῖ
- <ἐπωριάζειν>
- μεριμνᾶν
- <ἐπώρουσαν>
- ἐφώρμησαν (Δ 472) (r)
- †<ἐπωρυδόν>
- ἐπιῤῥεόντως r
- *<ἐπωρύετο>
- ἐπένθει ἢ φωνὴ θηρίων ASn
- <ἐπώχατο>
- ἐπικεκλιμέναι ἦσαν (Μ 340)
- *<ἐπωρώθησαν>
- ἐτυφλώθησαν (ep. Rom. 11,7) ASvg
- <ἐπωστρίδες>
- αἱ κατὰ Σάμον ταῖς γυναιξὶ τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐπέχουσαι κατὰ τὴν ὀσφύν
- <Ἐπωφέλης>
- ὁ καλούμενος Ἐφιάλτης
- *<ἐπῴχετο>
- ἐπορεύετο (α 143) vgn
- <εραι>
- [εἰσπνεῖ. ἡ κοιλία.] γῆ. *καλὴ [γῆ] <καὶ> ποθεινή A. ἐπιθυμεῖ (Eur. Med. 974) ASvg
- <ἐράασθε>
- ἐπιθυμεῖτε (Π 208)
- <ἔραδος>
- παρὰ τὸ ἐρίζειν. †παιδίονα νῖκος συνδρομή. λοιδορία. ἀνεξικακία
- <ἐρᾳδιούργησεν>
- ...
- <ἔραζε>
- χαμᾶζε. *εἰς τὴν γῆν. χαμαί (Μ 156) ASvgn
- *[<ἔραζεν>
- ἔθαζεν. ἐποίησεν S]
- <ἐραίσθη>
- ἀπώλετο. διεσκεδάσθη. διεχωρίσθη
- *<ἔραμαι>
- ἐρῶ, ἐπιθυμῶ (Γ 446) n
- *<ἐράμενος>
- ἐπιθυμήσας AS
- *<ἔρανα>
- ἐκ συνεισφορᾶς δῶρα ASg. ἢ †δόσις πολλῶν αὐτῶν† γινόμενα συμπόσια
- †<ἐράναι>
- βωμοί†
- <ἐρανέμπολοι>
- οἱ ἐξ ἐράνων ἐμπολῶντες
- *<ἐρανίζεται>
- συλλέγει ASvg
- <ἐράνιζε>
- ἀνῄρει. ἐσκύλευεν
- *<ἐράνιον>
- ἐκ συνεισφορᾶς δῶρον r. pΣ <ἢ ἀνταπόδοσις>
- *<ἐραννῆς>
- ἐπεράστου. καλῆς ASnT. τιμίας (Ι 531)
- <ἔρανον>
- συνεισφορά r. δῶρον. εὐωχία. ἢ ἀνὰ μέρος δεῖπνον. ἢ ἐκ συμβολῆς δεῖπνον
- *<ἐράνου>
- συλλογῆς ASb
- [<ἔραζε>
- εἰς γῆν. χαμαί]
- <ἐράπεδα>
- ἃ ἡμεῖς δαπέδα
- <ἐράπτομεν>
- ἐβουλεύομεν (π 379)
- [<ἐραπτήρ>
- θηρευτής]
- [<ἐράραστον>
- ἐράσμιον]
- *<ἔρας>
- γῆς A (Sg)
- <ἐρᾶσαι>
- κενῶσαι
- <ἐρασιχρημάτους>
- φιλαργύρους r
- <ἐράσμιον>
- ἐπίδοξον, ἐπέραστον, ἀγαπητόν, *ἐπιθυμητόν n
- <ἐραστής>
- φίλος. [ἐπιθυμητής r. p ἢ <ὁ> παρὰ τὸν μικρὸν τοῦ ποδὸς δάκτυλος
- <ἐρατά>
- ἐραστά. καλά. ἐαρινά. ἐπέραστα, ἐράσμια (Γ 64)
- *<ἐρατίζων>
- ἐρῶν b. ἐπιθυμῶν (Λ 551) Sbs
- <ἐρατεινή>
- ἐρασμία. ἐπιθυμητή r
- †<ἐρατεινεύειν>
- στρατεύεσθαι. ἢ δυσφορεῖν
- <Ἐρατινοί>
- ἔθνος ὑπεράνω Ἀράβων
- <ἐρατινόν>
- ἐπέραστον. ἔνδοξον.
- <ἐρατόν>
- ἐράσμιον. ἡδύ. ποθεινόν, ἐπιθυμητόν
- [<ἐρατοθέν>
- ἀνεπανάσατο]
- <ἐραχάται>
- οἱ δεσμεύοντες
- <ἔραχος>
- τὸ δράγμα. Βοιωτοί
- <ἔραται>
- ἐπιθυμεῖ. ἐρᾷ (Ι 64)
- †<ἔρθει>
- φθέγγεται
- <ἔρβως>
- εὔρως
- <ἔργα>
- ποτὲ μὲν τὰ περὶ τὴν ταλασιουργίαν· ποτὲ δὲ τὰ κατὰ τὴν γεωργίαν. ἢ ἐργάζει
- <ἔργαθεν>
- ἐκώλυσεν r
- <Ἐργαῖος>
- ἀέριος Ζεύς r
- <ἔργανα>
- ἐργαλεῖα, σκεύη χειρῶν
- <ἐργαλεῖον>
- ἐργαστήριον παρὰ Ταραντίνοις
- <Ἐργάνη>
- ὡς δαπάνη. ἐργασία. [<ἐργατική>· †δόρυ τεχνῖτις. ἐργάτις]. παρὰ δὲ Σαμίοις ἡ Ἀθηνᾶ ἐλέγετο ὡς ...
- <ἐργαστῖναι>
- αἱ τὸν πέπλον ὑφαίνουσαι
- <ἐργάται>
- οἱ παρ' ἡμῖν ἐργαστικοὶ παρὰ Ἀττικοῖς. τοὺς παρ' ἡμῖν ἐργάτας ἐκεῖνοι μισθωτούς
- <Ἐργάτια>
- ἑορτὴ Ἡρακλεῖ τελουμένη παρὰ Λάκωσιν
- <ἐργατίναι>
- ἐργάται
- <ἐργᾷ>
- ἐργάζῃ (Gen. 29,27 ..)
- <ἐργάτις>
- τὴν Νεοβουλείαν λέγει, καὶ <παχεῖαν> (Archil. fr. 184)
- <ἐργατῶνες>
- οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς τόποι, ἔνθα οἱ οἰκέται κοιμῶνται, οἱ παρὰ Ἀττικοῖς †<ἐργαῶνες>· παρὰ δὲ Κρησὶν <ἐργάτωνες> οἱ ἐπὶ τῆς ταφῆς τῶν τεθνηκότων τεταγμένοι
- <ἔργει>
- κωλύει
- <ἔργεσθαι>
- κωλύεσθαι
- [<ἐργεῖται>
- οἱ ἐπ' ἀγρὸν οἰκέται]
- <ἐργέτην>
- ἐργασίαν
- <ἔργετος>
- φραγμός
- <ἔργμασι>
- κωλύμασι. περιφράγμασιν
- *<ἔργματα>
- πράγματα (Eur. Or. 160) (ASvg)
- <ἔργνυσι>
- κρύπτει. κατακλείει s
- <ἐργομωκῶν>
- ἐμπαίζων (r)
- <ἔργον>
- [διόρθωμα. στήριγμα. βάσις. ἐνώτιον. ὄχημα.] ὁ δὲ ποιητής, ὅταν ψιλῶς λέγῃ μηδενὸς συμφραζομένου, τὸ κατὰ γεωργίαν δηλοῖ
- <ἔργον>
- δυσχερές, *δύσκολον A. ἢ ποίημα
- <ἐργότρυς>
- κατάσκοπος ἔργων r
- <ἐργύλον>
- ἐργάτην. Ἴωνες
- <ἐργῶδες>
- ὀχληρόν. *[δύσκολον AS
- *<ἐργωδέστερον>
- δυσκαταληπτότερον. σπουδαιότερον APgn(v). ἢ πλέον τι APSn
- *<ἔρδε>
- πρᾶττε (Δ 29) Sg
- *<ἔρδοι>
- πράττοι (Ξ 261) Avgn
- <ἔρδειν>
- πράττειν (Ο 148). θύειν. [πράσσειν]
- <ἐρδόμενον>
- θυόμενον
- <ἐρδόντων>
- πλουτούντων. θυόντων. τελούντων. πρασσόντων
- *<ἔρεαι>
- ἐρευνᾷς AS
- <ἐρέας>
- τέκνα. Θεσσαλοί
- *<ἐρεβεννή>
- σκοτεινή [ἐρέβη] (Θ 488) Avgn
- <ἐρέβινθος>
- <εἶδος ὀσπρίου>. τὸ αἰδοῖον r
- <ἐρεβίνθινος Διόνυσος>
- οὐδενὸς ἄξιος. παρά τινα παροιμίαν <ἐρεβίνθινος ζωμός> (Com. ad. fr. 862)
- *<ἔρεβος>
- σκότος r. ASvgn. ζόφος, [νύξ (Π 327) s
- *†<ἔρει>
- ἀνιᾷ. ἀπολλύει AS
- <ἐρέειν>
- ἐρωτᾶν. [ζητεῖν. λέγειν S
- <ἐρέεινεν>
- (δ 137) ...
- <ἐρεείνων>
- ...
- *<ἐρεείνω>
- ἐρωτῶ Anp(S)
- <ἔρεζεν>
- ἔθυεν (Β 400) ἔπραττεν
- <ἐρέεσφι>
- τέκνοις
- <ἔρεθε>
- ἐρέθιζε (Γ 414)
- <ἐρέθει>
- ἐρεθίζει, παροξύνει
- *<ἐρεθέντα>
- ἐν ὕδατι ἀποπνιγέντα (Φ 282) AS
- *[<ἐρεθωτι>
- ληφθέντι] AS
- *<ἐρέθιζε>
- παρόξυνε (Α 32) Pn
- <ἐρεθίζει>
- παροξύνει A [νηρύεται]. λυπεῖ (Deut. 21,20). †μηρύε- ται
- *<ἐρεθισμός>
- παροξυσμός (Deut. 31,27 ..) n
- <Ἐρεθίμιος>
- ὁ Ἀπόλλων παρὰ Λυκίοις. καὶ ἑορτὴ Ἐρεθίμια
- <ἐρέθοιμι>
- ἐρεθίζοιμι. [ἐρωτήσοιμι]
- *<>ερέθονται>
- κρέμανται (Β 448) r. AS
- [<ἐρέθων>
- διακόπτων. κατεπείγων. ἀπὸ τούτου καὶ <ἐρεγμὸς> ὁ κύαμος ὁ διακεκομμένος]
- *<ἐρεῖ>
- λέγει ASn. ἐρωτᾷ n
- <ἔρειδε>
- συντόμως ἔσθιε. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἐρεσσόντων
- <ἐρείδει>
- ἐπιστηρίζει, ὑποστηρίζει (Prov. 29,23)
- *<ἐρείδει>
- στηρίζει PS
- <ἔριθος>
- ἐρεθιστής. παροξυντικός r
- *<ἐρεικόμενος>
- περισχιζόμενος (Ν 441) Sg
- *<ἔρειο>
- ἐρώτησον (Λ 610) g
- <ἐρείσματι>
- ὑποβαστακτῆρι
- <ἐρεῖσαι>
- ἐπερεῖσαι, [ἐπιστηρίξαι (Eur. Rhes. 487) r
- <ἐρεισάμενος>
- ἐπερεισθείς, ἐπιστηριχθείς (Β 109)
- †<ἐρεκρούων>
- στηρίζων
- *<ἐρείομεν>
- ζητήσομεν. [ἐρωτήσομεν (Α 62) r
- <Ἐρεμβοί>
- νομάδες. Αἰθίοπες, Ἄραβες, [Ἰνδοὶ r Ἀράβιοι (δ 84)
- <ἐρεμνή>
- σκοτεινή (AS). μέλαινα. οἱ δὲ ἐρεβεννὴ παρὰ τὸ ἔρεβος. καταπληκτική (Δ 167) (S)
- *†<ἐρέμοισιν>
- ἀποκλείσμασιν AS
- *<ἔρεξα>
- ἔπραξα (Ι 453) (A)n. ἔθυσα (n)
- *<ἐρέοντο>
- ἠρώτων (Α 332) r. AS
- <ἐρέοι>
- εἴποι
- <ἐρέουσα>
- ἐροῦσα, λέξουσα, [φέρουσα (A). ἀγγέλλουσα (Α 419)
- *†<ἔρεπτα>
- τροφεῖα r. ASgb
- <ἐρέπτει>
- ἐρέφει
- <ἐρεπτόμενοι>
- *ἐσθίοντες ASgn. ἀπὸ τοῦ τῆς <ἔρας> τουτέστι τῆς γῆς ἅπτεσθαι r. ἐπὶ γὰρ τῶν νεμομένων τετραπόδων τάς- σεται ἡ λέξις (Ε 196)
- *<ἐρεσσέμεναι>
- κωπηλατεῖν (Ι 361)
- *<ἔρεσθαι>
- πυνθάνεσθαι. [ἐρωτᾶν (α 405) ASvgp
- <ἐρησιμετρίην>
- τὴν γεωμετρίαν
- <Ἐρέσιος>
- Ἀπόλλων
- [<ἐρεσκίη>
- θρησκία]
- †<ἐρεσμεῖ>
- καταπνεῖ
- †<ἐρεσμεί>
- κώπη
- †<ἐρεσμίονες>
- αἱ χεῖρες
- <ἐρέσσει>
- [<ἐρεσχελοῦντες>· φλυαροῦντες.] ἐλαύνει κώπῃ
- <ἔρεσσον>
- ἤλαυνον. ἐκωπηλάτουν (ι 490)
- <ἐρεσχελεῖ>
- ἀηδίζεται. ὀχλεῖται. ἐρεθίζει. ἀδολεσχεῖ. *χλευάζει, παίζει, σκώπτει (Σ). διαμάχεται (AP)
- *<ἐρεσχελία>
- φιλονεικία. φλυαρία Σ (A). ἔνστασις (A)
- <ἑρετή>
- ἐπιθυμητή
- *a) <ἐρέταις>
- κωπηλάταις (An). b) <<ἐρευταί>·> κατάσκοποι
- *<ἐρετμαῖς>
- κώπαις g [ἐρετμαί]
- <ἐρετμόν>
- κώπη (λ 77) (Avg). καὶ τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον
- <ἔρετο>
- ὡρμήθη
- *<ἐρετμῶσαι>
- κώπαις ἁρμόσαι (Eur. Med. 4) Ag
- <Ἐρέτρια>
- πόλις <Εὐβοίας> (Β 537) r
- <ἐρετριάζει>
- σκώπτει. ἢ παίζει
- <Ἐρετριακὸς κατάλογος>
- ἐπὶ Διφίλου ψήφισμα ἐγράφη ἐξ Ἐρετρίας καταλέξαι ὁμήρους τοὺς τῶν πλουσιωτάτων υἱούς. τοῦτο οὖν τὸ ψήφισμα ἔχει ἐπιγραφὴν <Ἐρετριακὸς κατά- λογος> (Com. ad. fr. 29?)
- <Ἐρετριέων ῥῶ>
- Ἐρετριεῖς τῷ <ρ> κατακόρως χρῶνται
- <ἐρέτανεν>
- ἤλαυνε τὴν ναῦν
- <ἐρετίνης>
- ναύτης
- *<ἐρεύγεται>
- ἀναβάλλει (Lev. 11,10) Agn
- *<ἐρεύγετο>
- ἐβρύχετο. ἔβρυεν (ι 374) A
- *<ἐρευγομένη>
- βράττουσα (Ρ 265) (n)
- <ἔρευε>
- ἐρεύνα
- <ἐρεύθει>
- ἐρυθρὸν ποιεῖ
- *<ἐρεύξεται>
- βρύσεται (Osc. 11,10 ..) g
- <ἐρεύθεται>
- πίμπλαται. λάμπεται (Sapph. fr. 105a 1 L. -- P.)
- <ἐρευθιόωντες>
- ἐρυθριῶντες
- <ἔρευθος>
- ἐρύθημα. αἰδώς. ἄνθος
- *<ἐρεύθων>
- ἐρυθριῶν, [φοινίσσων, ἐρυθραίνων (Λ 394) n
- <ἐρευνᾶν>
- ζητεῖν
- <ἐρεῦσαι>
- ἐρυθρὰν ποιῆσαι τῷ αἵματι (Σ 329), ἢ βρέξαι
- <ἐρεύσομεν>
- ζητήσομεν
- <Ἐρεχθεύς>
- Ποσειδῶν ἐν Ἀθήναις
- <ἐρεχθομένη>
- σαλευομένη. †ἐλαμβανομένη. *βαρυνομένη (Ψ 317) (Avg). ὑπὸ τῶν ἀνέμων [ταρασσομένη (n)
- <ἐρέχθων>
- διακόπτων (ε 83) ...
- *<ἔρεψα>
- ἐστεφάνωσα Agn, ἔστεψα. ἐστέγασα gn, ᾠκοδόμησα. [ὠρόφωσα (Α 39) g
- *<ἐρέψιμον>
- στεγάσιμον Sn(g), ἢ βοσκηματῶδες χωρίον
- <ἐρέψομεν πρὸς αἰετόν>
- στεγάσομεν πρὸς ἀέτωμα (Ar. Av. 1110)
- <ἐρέω>
- λέξω. ἀπαγγελῶ (Β 257). σημαίνω (Ψ 226). ἐπερωτῶ
- <ἐρέων>
- μαντευσόμενος. ἐρωτήσων. ζητήσων
- <ἔρημα>
- ἀφύλακτα n. δειλά. οἰκτρά (Ε 140)
- †<ἔρημαι>
- βούλομαι ἐρωτῆσαι
- <ἐρήμη>
- μονομερὴς δίκη, ὅταν μὴ ἀπαντήσας ὁ διωκόμενος ἐπὶ τὴν κρίσιν καταδιαιτηθῇ
- <ἐρήμῃσιν>
- νομάσιν
- <Ἐρημήσιος>
- Ζεὺς ἐν Λέσβῳ
- <ἐρήμωσον>
- ἀποσκέδασον
- <ἐρημία>
- ἡ ἐκπύρωσις (Eur. Troad. 26)
- *<ἐρημικῷ>
- εἰς τὰς ἐρήμους διάγοντι (Ps. 101,6) An(g)
- <ἐρημόθωκος>
- ἐρημόδομος
- <ἔρημον>
- μάταιον. καὶ τὸ πλανᾶσθαι
- *<ἐρήμους>
- ἀπεριστάτους A
- <ἐρήμους λόγους>
- τοὺς ἀπόρους. ματαίους
- <ἐρηρέδαται>
- ἐρηρεισμέναι εἰσί (Ψ 284). [καὶ ἐνήρμοσται]
- *<ἐρηρεῖσθαι>
- ἡρμόσθαι. ἠσφαλίσθαι Avgn
- *<ἐρίηρες>
- εὐάρμοστοι (Γ 378) r (A)
- [<ἐρηρετλᾶται>
- ἐρηριασμένοι εἰσίν]
- <ἐρήριπται>
- πέπτωκεν (p)
- *<ἐρήρεισται>
- πέπηγεν Avg
- <ἐρηρεισμένος>
- ἀσφαλής. πεπηγμένος r
- <ἐρήρισται>
- ἐρίζει (Clem. Al. Protr. p. 63 P.)
- *<ἐρίσαντες>
- φιλονεικήσαντες (Ν 109) A
- <ἐρήσεο>
- ἐρωτήσειας
- *<ἐρήσομαί σε>
- ἐρωτήσομαί σε (Greg. Naz. or. 3 p. 98 D) r. APgnps
- †*<ἐρήτυεν>
- παρεσκεύαζεν A (vg)
- <ἐρητύειν>
- παύειν. [κωλύειν n. πραΰνειν. [κατέχειν (Β 75) n
- <ἐρήτυθεν>
- διακατέσχον (Β 99)
- *<ἐρήτυον>
- ἐπεῖχον. ἐκώλυον (Β 97) AP
- <ἐρητύσαι>
- πραῧναι r. ἀνακόψαι. ἀναπαῦσαι. [κωλῦσαι r
- <ἐρ<ι>>
- πολὺ μέγα. ἰσχυρόν
- <ἐριαύχενες>
- [μεγάλοι.] γαῦροι. μεγαλαύχενες. μεγάλοι, ἀπὸ μέρους (Λ 159)
- <ἐριβρεμέτης>
- μεγαλόψοφος, μεγαλόηχος
- <ἐριβρεμέτεω>
- μεγάλα βροντῶντος (Ν 624)
- <ἐρίβοια>
- νύξ r. καὶ μεγάλως τιμωμένη
- <ἐρίβρομον>
- μεγαλόηχον (Greg. Naz. c. 1, 1, 1, 23) r
- <ἐριβώλακι>
- μεγαλοβώλῳ. *εὐγείῳ (Α 155) A
- <ἐρίβωλος>
- μεγαλόβωλος (Φ 154 ..) r
- <ἐρίγδουποι>
- μεγαλόψοφοι
- <ἐριγδούποισι>
- μεγαλοκτύποις (Greg. Naz. c. 2, 2, 7, 7) r
- *<ἐρίγδουπος>
- μεγάλους ψόφους ποιῶν διὰ τῶν βροντῶν (Η 411) Avg
- <ἐρίγηρυς>
- μεγαλόφωνος r. ps
- <ἐριγνύειν>
- κρύπτειν. κατακλείειν
- <ἔριγεν>
- ἔφριττεν
- <ἔριδα>
- ἔριν. μάχην (Ε 861)
- <Ἐριδάντας>
- Ἡρακλῆς παρὰ Ταραντίνοις
- *<ἐριδαίνωσιν>
- ἐρίζωσι. φιλονεικῶσιν
- *<ἐρίδεται>
- μανθάνει. ἐξετάζει A
- <ἐριδήσασθαι>
- ἁμιλληθῆναι. φιλονεικῆσαι (Ψ 792)
- <ἔριδι>
- φιλονεικίᾳ (Α 8)
- <Ἐριδίμιος>
- Ζεὺς ἐν Ῥόδῳ
- <ἐριδία>
- ἅμαξα
- <ἔριδας>
- τὰς ἐν οὐρανῷ ἴριδας. Ἀττικῶς
- *<ἐριδμαίνουσιν>
- ἐρεθίζουσιν (Π 260) g
- *<ἐριδόμενος>
- ἐπιστηρίζων APv. ἐπακολουθῶν (Prov. 30,28) A
- <ἐρίδων>
- βαστάζων (b)
- <Ἐριέντης>
- Ἀφροδίτης ἐπώνυμον
- *<ἐριζέμεναι>
- ἐρίζειν gn. φιλονεικεῖν (Α 277) n
- <ἐριζώοισι>
- πάνυ ζῶσιν (Greg. Naz. c. 2, 1, 32, 18)
- <ἐρίηρες>
- μεγάλως τιμώμενοι. ἀγαθοί. πρόθυμοι. εὐχάριστοι, *εὐάρμοστοι Ap n T. μεγαλωφελεῖς. [μεγάλως θάλλοντες] (Γ 378 ..)
- <ἐριθάκη>
- ἡ ὑπὸ τῶν μελισσῶν παρατιθεμένη τροφή. καὶ τὸ ἐγκοίλιον τῶν ἰχθύων τῶν μαλακῶν. καὶ τὰ τῶν ὑῶν ἔμβρυα
- <ἐριθαλές>
- εἶδος δένδρου
- <ἐριθαλῶν>
- πολυθαλῶν
- <ἐριθαλεῖς>
- μεγάλως θάλλοντες
- <Ἐριθασεύς>
- Ἀπόλλων ἐν τῇ Ἀττικῇ
- *<ἐριθεύει εἰκῆ>
- ἐργάζῃ μάτην gn
- <ἐριθεύς>
- ὁ ἐριθακός, τὸ ὄρνεον
- *<ἐριθηλέα>
- μεγάλως θάλλουσαν (Greg. Naz. c. 1, 1, 27, 32) A
- *<ἐριθηλές>
- μεγάλως καὶ καλῶς ἢ πάνυ θάλλον (Ρ 53) rg
- <ἐριθηλέων>
- μεγάλως θαλλουσῶν (Ε 90)
- *<ἐριθεῖαι>
- ἐργασίαι. ἐρεθισμοί (2. Cor. 12,20)
- *<ἔριθοι>
- οἱ γεωργοί. παρὰ τὸ τὴν ἔραν ἐργάζεσθαι, ἥτις ἐστὶ γῆ vgn. καταχρηστικῶς δὲ καὶ οἱ ἐριουργοί (Σ 550) ἢ μισθωτοί
- a) <ἐρίθοισιν>
- ... (Σ 560) b) *<<ἔριθοι>·> ἐργάται A γεωργοί
- <ἑρικάνην>
- φραγμόν n
- <ἐρικάς>
- ὁ ἐρεγμός, Κρῆτες δὲ †ὠστριμάς· λέγουσι δὲ οὕτως καὶ τὰ <ἰτρία>. τὰ ὑπό τινων λάγανα
- <ἑρίκεα>
- φράγματα
- <ἐρίκει>
- σχίζει (g) πρίζει. ῥηγνύει. ἐσθίει
- <ἑρίκεος>
- φραγμοῦ s
- <Ἐρίκη>
- θυγάτηρ τοῦ Ἀναγύρου
- <ἐρικευθές>
- πυθμήν
- *<ἐρικνωμένον>
- ῥυτίδας ἔχον r. Avg
- <ἐρικόμενος>
- σχιζόμενος (Ν 441)
- <ἐρίκη>
- εἶδος φυτοῦ
- *<ἐρικτά>
- σῖτος πεφρυγμένος· καὶ κοπτόμενος εἰς ἄλφιτα gn. σχιστὰ ἄλευρα (Lev. 2,14) Avgn
- *<ἐρικτόν>
- κοπανιστόν (Lev. 2,14) r. Ag
- *<ἐρικυδέα>
- λίαν ἔνδοξα A (g). μεγάλως ἔνδοξα (Γ 65) A
- [<ἐρίμη>
- ἔξοδος]
- *<ἐριμύκων>
- μεγαλοφώνων (Ψ 775) A. ἢ μυκώμενος, μεγάλως μυκῶν (A)
- <ἐρινάδες>
- ὄλυνθοι. ἢ συκαῖ ἄῤῥενες
- <ἐρινάζειν>
- συκᾶς περιάπτειν τοῖς ἐρινοῖς r εἰς τελεσφορίαν
- †<ἐρινάς>
- νέας βοῦς
- [<ἐρινάξαι>
- τὸ λεγόμενον] <ἐρινάσαι>· ἀπὸ <τῶν> λεγομένων <ἐρινεῶν>. οὕτω δὲ λέγεται συκῆ φέρουσα ὀλύνθους, ἐξ ὧν οἱ ψῆνες γίνονται. Ψῆνες δέ εἰσι τὰ ἄνθη τῶν ἐρινῶν. γίνονται δὲ ἐπὶ τῶν φοινίκων ἐρινοί
- <ἐρινάσει>
- ἐρωτήσει. ἐρευνήσει
- <ἐρίνεμος>
- ἄνεμος μετὰ συστροφῆς
- *<ἔρινε>
- ἐρώτα A
- *<ἐρινεός>
- ἀγρία συκῆ (Ζ 433) nps
- <>ερινον>
- νέφος
- <ἐρινός>
- ὄλυνθος ἢ σῦκον ἄῤῥεν
- <ἐρινύας>
- τὰς ἁμαρτίας νῦν n
- <Ἐρινύς>
- *δαίμων καταχθόνιος r Avg. ἢ Ἀφροδίτη n ἢ εἴδωλον
- <ἐρίξει>
- κωλύσει
- *<ἐριοῖ>
- ἐργάζεται A
- <ἐριούνης>
- *μεγάλως ὠφελῶν An, ἢ μεγάλην ὄνησιν καὶ ὠφέ- λειαν τοῖς ἀνθρώποις παρέχων (Υ 34)
- <ἐριούνιον>
- †πόρον τὸν ὑποχθόνιον
- <ἐριούνιος>
- πολυωφελής. ἀγαθός (Ω 360) r
- <ἐρίπει>
- καταβάλλει
- <ἐρίπεια>
- †σκηνώματα ἐπίπεδα †καὶ τὰ ἐπὶ τὴν ἔραν [τὴν] καταπεσόντα
- <ἐριπεῖν>
- καταπεσεῖν
- <ἔριπες>
- δαλοί
- <ἐρίπεσθαι>
- φθίνειν
- <ἐριποῦσα>
- πεσοῦσα (Ε 357)
- *<ἐρίπιον>
- τὸ ἡμίπτωτον οἴκημα (Eur. Bacch. 7) Avgn. ἢ πτῶ- μα An
- *<ἐριπίων>
- πτώσεων τῶν τειχῶν Avg
- *<ἐρίπνας>
- ὑψηλὰ μέρη ... (Eur. Phoen. 1168) Ag
- [<ἐριποῦσα>
- καταπεσοῦσα]
- *<ἔριπε>
- κατέπεσεν (Ε 68) APvg
- <ἐρίπναι>
- αἱ ἀπεῤῥωγυῖαι πέτραι r
- <ἐρίπνη>
- κορυφή. ἄκρα. κρημνός
- <ἐριπών>
- ἀνατρέπων. καταπεσών (Ε 309)
- *<ἔρις>
- φιλονικία (Α 177). μάχη r. vgn
- *<ἐρίσαι>
- παῖξαι A
- <ἐρίσει>
- *ὑποστηρίξει A στερεώσει. παίξει. φιλονικήσει
- <ἔρισεν>
- ἔπεσεν. ἤρεττεν
- <ἐρισθενέος>
- μεγαλοσθενοῦς (Τ 355). μεγαλοδυνάμου
- <ἐρισθενές>
- μέγα. ἰσχυρόν
- <ἐρίσμασιν>
- εἰρεσίαις
- *<ἔρισμα>
- στήριγμα (Prov. 14,26) APv
- <ἐρίσκηπτα>
- ἱερὰ βοτάνη, εἰς ἣν ἂν εἶρις ἐπισκήψῃ
- <ἐριστάφυλον>
- καλλιστάφυλον. πολύν. ἢ τὸν ἐξ εὐγενοῦς στα- φυλῆς ἢ μεγάλης (ι 111)
- †<ἐριστήρ>
- μαρσίππιον, σάκκος. ἢ ἔρκτης καὶ πράκτης
- <ἐρισύβη>
- ὁ ὡς κονιορτὸς κατερχόμενος καὶ ἀφανίζων τὸν σῖτον (Deut. 28,42 ..)
- <ἐρισφάραγος>
- μεγαλόηχος. ὑψηλόφωνος (Pind. fr. 15?)
- <ἐριταρβής>
- μεγάλως δειλός r
- <ἐρίτιμον>
- ἰσχυρῶς τετιμημένον, *ἄγαν ἔντιμον Agn, μεγαλότι- μον (Β 447) g
- [<ἑρίτω>
- λαμβανέτω]
- <ἐριφίας>
- χίμαρος
- <ἐριφήματα>
- ἔριφοι. Λάκωνες
- <Ἐρίφιος>
- ὁ Διόνυσος
- [<Ἔριφος>
- ὁ μικρὸς αἴξ, ὁ ἐν τῷ ἔαρι φαινόμενος, ἤγουν ὁ πρώϊ- μος· χίμαρος δὲ ὁ ἐν τῷ χειμῶνι]
- *<Ἐριφύλης>
- τῆς χρυσίου προδεδωκυίας τὸν ἴδιον ἄνδρα An (g)
- <Ἐριφύλλιον>
- τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἑρμῆ(ν)
- <ἐρίφυλλος δρῦς>
- ἡ πλατύφυλλος r καὶ ἡ καλουμένη φελλός
- †<ἔριψ>
- σωμάτιον
- <ἐρίψαι>
- ἀφανίσαι. στεγάσαι. καταῤῥῖψαι
- *<ἐρίψιμα>
- πτώσιμα APvgn
- <ἐριωδία>
- ἅμαξα
- <ἐριώδυνον>
- μεγαλώδυνον r
- <ἐριώδων>
- μεγάλους ἔχων ὀδόντας r
- <ἐριῶλαι>
- ἀνέμων συστροφαί, αὖραι, πνοαί
- <ἐριώπιδος>
- εὐώπιδος
- [<ἐριωπιζόμην>
- ἢ τεχνητευόμην. ἢ σύμμικτα σχήματα εἶχον]
- <Ἐριῶπις>
- μεγαλόφθαλμος. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνή
- *<ἔρκαδε τεῖχος>
- ἔπιπτεν A
- <ἐρκάζειν>
- σκώπτειν
- <ἑρκάνη>
- φυλακή (ps)
- [<ἕρκατος>
- φραγμός]
- *<ἕρκεϊ χαλκείῳ>
- τῷ τῶν ἀσπίδων κυκλώματι (Ο 567)
- <ἑρκεῖαι>
- οἰκίαι. τείχη. φραγμοί. σκηναί
- <ἑρκίοις>
- τειχίοις (b)
- <ἑρκείου Διός>
- τοῦ ἀσφαλίου. ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν. ἔστι δὲ <ἕρκειος Ζεὺς> παρὰ Ἀθηναίοις (χ 334)
- <ἕρκεσι>
- δικτύοις. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (fr. 2)
- <ἑρκῖται>
- οἱ ἐν ἀγρῷ οἰκέται
- <Ἑρκύνια>
- ἑορτὴ Δήμητρος
- <ἕρκη>
- ὅπλα. Σοφοκλῆς Τρωίλῳ (fr. 573)
- *<ἑρκίον>
- κύκλος αὐλῆς (σ 102) Ab. οἰκία. τειχίδιον Avg. στε- φάνη δώματος An
- <ἑρκόπεζα>
- τὰ τῶν νεῶν ἔξωθεν περιτιθέμενα πρὸς τὸ μὴ ὑπερβατὰ εἶναι, ἀκανθώδη ξύλα
- <ἕρκος>
- *ἀσφάλεια (Δ 299) An. τεῖχος Avgn. περίβολος. περί- φραγμα (Α 284) Ag ὡς τῶν ὀδόντων τὰ χείλη (Δ 350) A ἕρκος ἤγουν φραγμός "αἱμασιὰς λέξοντες ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος" (ω 224). καὶ λίνον· "ἕρκει ἐνιπλήξωσιν" (χ 469)
- <ἕρμα>
- ἔρεισμα (Δ 117) A. [ἢ ἕργμα]. ἢ τὸν πετρώδη καὶ ἐπι- κυματιζόμενον, ὥστε μὴ βλέπειν, τόπον τῆς θαλάσσης· καὶ Ἀνακρέων· "ἀσήμων ὑπὲρ ἑρμάτων φορεῦμαι" (fr. 38 Bgk) καὶ τὸ τὴν ναῦν ἔρεισμα στηρίζον. καὶ τὸ σκήνωμα τῆς νεώς
- <ἑρμαῖ>
- παραφυάδια δένδρων ἄχρηστα. οἷς παίζοντας <ἑρμο- μαχεῖν> λέγουσιν
- *<ἕρμαιον>
- εὕρημα, ἢ κέρδος Avg
- <Ἕρμαιος λόφος>
- τοὺς σωροὺς τῶν λίθων <ἑρμᾶς>, τοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς γινομένους εἰς τιμὴν τοῦ θεοῦ· ἐνόδιος γάρ (π 471)
- <ἕρμακες>
- αἱ ὕφαλοι πέτραι r. ἢ αἱμασιαί
- <ἕρμακον>
- ὄρνεον
- <ἑρμάσαι>
- ἐλαφρῶς περιελίξαι
- <ἑρμάσει>
- †μαλάσσει. στηρίζει
- <ἕρματα>
- περιφράγματα. *ὑπερείσματα (Α 486). ἐνώτια r. Agn, ἀπὸ τοῦ <εἴρεσθαι> (Ξ 182) r καὶ ὕφαλοι πέτραι A
- <Ἕρμειος>
- ἀπὸ δήμου. λέγονται γάρ τινες <Ἕρμειοι> τῆς Ἀκα- μαντίδος φυλῆς
- [<ἕρμεον>
- σωρὸς λίθων]
- [<ἑρμή>
- ἔξοδος]
- <ἑρμηνεύοντες>
- φράζοντες
- <Ἕρμηνοι>
- Σειληνοί
- *<Ἑρμῆς>
- κήρυξ <θεῶν> A
- <Ἑρμῆς ἀμύητος>
- Ἀθήνησιν ἐν τῇ ἀκροπόλει
- <Ἑρμῆς>
- τὸν Ἑρμῆν ἐπὶ πόσεως ἰδέας ἔλεγον, καθάπερ Ἀγαθοῦ δαίμονος καὶ Διὸς σωτῆρος. καὶ ἐν τοῖς κλήροις· οἷον ἀγαθὸς οἰωνός. καὶ πέμματος εἶδος κηρυκειοειδές
- <Ἑρμῆς τρικέφαλος>
- Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι (fr. 553). τοῦτο ἔφη παίζων κωμικῶς, παρόσον τετρακέφαλος Ἑρμῆς ἐν τῇ τριόδῳ τῇ <ἐν> Κεραμεικῷ ἵδρυτο
- <Ἑρμῆς στροφαῖος>
- ὁ παρὰ στρόφιγγι τῆς θύρας ἱδρυμένος
- [<ἔρμια>
- πόδες κλίνης]
- <ἑρμῖνα>
- πόδα κλίνης. ἀπὸ τοῦ <ἐνείρεσθαι> τῷ ἐνηλάτῳ. ἢ ἀπὸ τοῦ Ἑρμᾶς ἐγγεγλύφθαι (ψ 198) n
- <Ἑρμιόνη>
- καὶ ἡ Δημήτηρ καὶ ἡ Κόρη ἐν Συρακούσαις. καὶ πόλις ἐν Ἄργει (Β 560). καὶ ἡ θυγάτηρ Μενελάου (δ 14)
- <ἑρμίς>
- τόρνος. *ποὺς κλίνης Ag
- <ἑρμοκοπίδαι>
- οἱ περικόψαντες τοὺς Ἑρμᾶς Ἀθήνησιν, ἐπὶ Ἀριμνήστου ἄρχοντος, τοῦ Πελοποννησιακοῦ ἐνεστῶτος πολέ- μου
- <Ἕρμος ἢ Ἕρμοι>
- δῆμος Ἀττικῆς. καὶ [ποταμὸς Λυδίας r
- <Ἑρμοῦ κλῆρος>
- ὁ πρῶτος ἑλκόμενος κλῆρος Ἑρμοῦ νομίζεται (Eur. fr. 39)
- <Ἑρμοχύμιος γῆ>
- ἡ Αἴγυπτος τὸ πρότερον οὕτως ἐκαλεῖτο
- <Ἑρμοῦ ψῆφος>
- τὰ ἐν ταῖς ὁδοῖς ἕρμαια
- <Ἑρμώνιος χάρις>
- παροιμία ἀπὸ Ἕρμωνός <τινος τῶν> τῆς Λήμνου τυράννων, <ὃς> ἐπελθόντων τῶν Ἀθηναίων, μὴ δυνά- μενος αὐτοῖς ἐναντιοῦσθαι, ἔφη τὰ προστασσόμενα ὑπ' αὐτῶν διὰ χάριν ποιεῖν. τάσσεται οὖν ἐπὶ τῶν κατ' ἀνάγκην τι ποιούντων, καὶ προσποιουμένων χαρίζεσθαι
- <ἔρνατις>
- ἀναδενδράς
- <ἔρνη>
- κέρατα. ἢ *βλαστήματα Av
- <ἐρνοκόμων>
- παραδεισαρίων (Greg. Naz. c. 1, 2, 1,243)
- <ἔρνος>
- *κλάδος. στέλεχος Avgn. δένδρον εὐθαλές. *βλάστημα Avgn. φυτόν (Ρ 53)
- <ἔρνυγας>
- ἔρνη. βλαστήματα. κλάδοι
- <ἔρξεν>
- ἔπραξεν
- †<ἔρξιν>
- ἡ ἔδρια†
- <ἔρξον>
- ποίησον, πρᾶξον (Δ 37) δῆσον. πνῖξον. θῦσον. κώλυσον
- <ἐρόεντα>
- ἐπέραστα
- <ἔριοι>
- †καινοί
- †<ἐρόδανα>
- ἔργον ἐρινάξει
- <Ἐροιάδαι>
- δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς
- <ἔροιτο>
- ἐρωτήσειεν Avg, ἐπύθετο (α 135)
- *<ἐρόμενος>
- ἐρωτῶν g, πυθόμενος
- *<ἐρομένῳ>
- φίλῳ A. ἐρωτῶντι Avgn
- *<ἔρον>
- ἐπιθυμίαν, Αἰολικῶς. ἔρωτα (Α 469) n
- *<ἐρόντι μάλα>
- λίαν, πάνυ A
- *<ἔροτιν>
- ἑορτήν A
- *<ἐροῦντες>
- λέγοντες APs (b) [Κύπριοι]
- <ἐρούα>
- [πορεύου] ἀναπαύου. <Κύπριοι>
- <ἔροψ>
- ὄρνις ποιός
- *<ἕρπε>
- βάδιζε (Eur. Hec. 1019 ..) AP
- <ἔροτις>
- ἑορτή. πανήγυρις
- <ἐρπεδόεσσα>
- ἐπίπεδος
- *<ἕρπει>
- βαδίζει τῇ κοιλίᾳ vgn περιπατεῖ A. παραγίνεται
- <ἑρπετά>
- τὰ ἄποδα, παρὰ τὸ εἰς τὴν ἔραν πεπτωκέναι· κα- ταχρηστικῶς δὲ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν ἀλόγων ζῴων καὶ ἄνθρω- ποι· γήϊνα γὰρ καὶ ἐπίγεια πάντα
- <ἑρπύζει
- ἑρπυστάζει>· [παρὰ τὸ πορεύεσθαι.] *<ἐκ> μετα- φορᾶς. βαδίζει (Agn) ἢ πορεύεται
- <ἑρπυλλίς>
- τέττιξ r
- <ἑρπύσῃ>
- βαδίσῃ
- *<ἑρπυσμός>
- ἡ φωνὴ τῶν χοίρων n
- <ἔρυξ>
- τὸ ἕρκος τῶν πρασιῶν
- <ἔρυμα>
- φρούριον. ἀσφάλισμα. κώλυμα
- <ἔρυμα>
- ἀσφάλεια (Δ 137)
- <ἔῤῥα>
- ζιζάνια
- <ἐῤῥάγη>
- ἐσπάσθη. [ἐσχίσθη (g) ἠνοίχθη (Num. 16,31 ..)
- <ἐῤῥάδαται>
- ἐῤῥασμένοι εἰσίν (υ 354)
- <ἐῤῥάδατο>
- ἔῤῥαντο. πέφυρτο (Μ 431)
- *<ἔῤῥει δέ>
- ἔρεε δέ Ag. ἐλθὲ ὧδε A
- <ἐῤῥαθάγει>
- ἐκρότει
- <ἐῤῥαθάμιζε>
- †ἐρόφη
- <ἐῤῥάσθαινεν>
- ὕγραινεν, κατέβρεχεν
- <ἐῤῥαίσθη>
- διεφθάρη (Π 339)
- <ἔῤῥε ὡς> ... ταχέως
- [<ἐῤῥαγέως>
- ταχέως]
- <ἔῤῥαος>
- κριός
- <ἐῤῥάχιζον>
- διέκοπτον
- *<ἐῤῥάπτομεν>
- ἐβουλεύομεν (π 379)
- <ἐῤῥαχώθης>
- ὑβρίσθης, ἐῤῥαπίσθης
- <ἔῤῥε>
- *φθείρου gn ἀπαλλάσσου (Θ 164)
- <ἔῤῥει>
- ἀπόλωλεν, ἔφθαρται (Eur. Phoen. 1272 ..). οἱ δὲ ἔῤῥα
- <ἐρείδων>
- τύπτων
- †<ἐῤῥεγένοντο>
- ἔρεψαν
- *<ἔῤῥεις>
- ἐφθάρης Agn
- <ἔρεξα>
- ἔπραξα (Ι 453)
- [<ἐῤῥέσθη>
- διεφθάρη] r
- <ἔῤῥετε>
- φθάρητε
- <ἐῤῥετός>
- φθόρος r
- *<ἐῤῥέτω>
- ἀπίτω. [οἰμωζέτω Ag. †ὀζεσάτω A
- <ἐῤῥέξομαι>
- φθέγξομαι
- <ἐῤῥήεντα>
- δροσώδη. καταψυκτικά
- <ἐῤῥήσει>
- ἥξει, εἰσελεύσεται
- <Ἑῤῥηφόροι>
- οἱ τῇ Ἕρσῃ ἐπιτελοῦντες τὰ νομιζόμενα
- <ἐῤῥίγασι>
- φοβοῦνται, εὐλαβοῦνται (Greg. Naz. c. 2, 1,1,310)
- *<ἔῤῥιγε>
- φοβεῖται (Ag) φρίττει (Η 114)
- <ἐῤῥίγοι>
- φοβηθείη, φρίξειεν
- [<ἔῤῥικεν>
- ἥκει]
- <ἐῤῥίζωται>
- ἵδρυται (η 122) r
- <ἐῤῥικνωμένον>
- ἐσπιλωμένον r
- <ἔῤῥ' ἰών>
- εἰς φθόρον, εἰς ὄλεθρον (Eur. fr. 1125)
- *<ἔῤῥιπτο>
- ἔκειτο (2. Macc. 3,29) Avg
- <ἔῤῥον ἐῤῥεντί>
- ἀπολώλασιν ...
- <Ἔῤῥος>
- ὁ Ζεύς
- *<ἐῤῥύησαν>
- ἔβρυον (Prov. 3,20) A
- [<ἐῤῥύθημα]
- <ἐρυθρά>
- πυῤῥά
- <ἐῤῥύξει>
- κράξει b
- <ἐρυσάμενος>
- σπασάμενος (Α 190)
- *<ἐρύσομεν>
- ἑλκύσωμεν (Α 141) A [φυλάξομεν, σώσομεν]
- *<ἐῤῥώγασιν>
- ἐσχίσθησαν (Ios. 9,13) A ὑγιαίνουσιν
- *<ἔῤῥωμαι>
- ὑγιαίνω np νήφω (3. Macc. 3, 13 ..)
- *<ἐῤῥωμενέστερον>
- ὑγιεινότερον APvg (n)
- <ἐῤῥῶσθαι>
- ὑγιαίνειν (3. Macc. 7,1 ..) r
- <ἐῤῥωγότες>
- διεσκορπισμένοι. διεστῶτες
- *<ἔῤῥων>
- μετὰ φθορᾶς παραγινόμενος n ἢ μόλις παραγινόμενος (Σ 421). ἢ φθειρόμενος
- <ἐῤῥώοντο>
- κίνησιν ἐλάμβανον (Ψ 367)
- <ἐῤῥωπίζομεν>
- Ἴων Ὀμφάλῃ (fr. 31). Τινὲς <ῥωπίζειν> ἀπέδο- σαν τὸ ἀτεχνεύεσθαι καὶ †ἀματεύεσθαι, κακῶς· ἔστι γὰρ <ῥῶ- πος> ὁ λεπτὸς φόρτος καὶ ποικίλος καὶ †βέβαιος, καὶ τὰ ἐκ τῶν ῥωπῶν πλέγματα, κανᾶ καὶ σῆστρα κυρίως
- <ἐῤῥώσαντο>
- ἐτάχυναν (Ω 616)
- *<ἐῤῥῶσθαι φράσας>
- οἰμώζειν εἰπών Ag
- *<ἔῤῥωσο> <<ἐν κυρίῳ>>
- ὑγίαινε <ἐν θεῷ> Avgp
- <ἔρσαι>
- οἱ ἐν τῷ χειμῶνι γινόμενοι ἔριφοι. καὶ τὰ ἁπαλὰ τῶν προβάτων (ι 222) αἱ καὶ δρόσοι
- <ἐρσαῖα>
- ἐαρινά. νέα. ἁπαλά. δροσώδη
- <ἐρσαίη>
- δροσώδης
- <ἔρσεο>
- διεγείρου
- <ἔρση>
- δρόσος (Ψ 598). νοτία. ὁμίχλη
- <ἔρσῃ>
- ὁρμήσῃ
- *<ἐρσήεις>
- δροσώδης (Ξ 348) r. A [νεαρόν]
- *<ἐρσῆεν>
- ἁπαλόν g. δροσῶδες. <νεαρόν> r. vg
- <ἐρσήεντα>
- καλόν. ἔνικμον. δροσινόν
- <ἔρτις>
- κρημνός
- *<ἐρυγαί>
- ἐρεύξεις (r) A
- <ἐρυγάστωρ>
- μεγαλογάστωρ
- *<ἐρυγγάνων>
- ἐρευγόμενος A
- <ἐρυγεῖν>
- φωνεῖν
- *<ἐρυγή>
- ἔκβρασις ASPg [ἐρυγήτωρ] φωνὴ καὶ βοή τις
- <ἐρυγεία>
- ζῷον. στάχυς. βοτάνη
- <ἐρυγμήλη>
- ἐπίθετον ῥαφάνου
- <ἐρυγμαίνουσα>
- ἡ βοῦς. καὶ ὁ ταῦρος <ἐρυγμαίνων>. ἀπὸ τῆς ἐρυγμῆς
- <ἐρύγμηλον>
- *ἐρευγόμενον g καὶ μεγάλως μυκώμενον (Σ 580) ASg, μεγαλόφωνον (p) καὶ μέγα πρόβατον τέλειον
- [<ἐρυγμός>
- πόλεμος]
- *<ἐρύεσθαι>
- σῴζειν n σῶσαι (Ι 248)
- <ἐρύειν>
- ἕλκειν (Ρ 235) [πλήθειν]
- <Ἐρυθῖνοι>
- πόλις καὶ χώρα ἐν Παφλαγονίᾳ (Β 855). καὶ εἶδος ἰχθύος
- <ἐρύετο>
- ἐφύλασσεν (Ζ 403)
- *<ἐρυθαίνει>
- πυῤῥὸν ποιεῖ. ὅθεν καὶ <ἐρύθημα> ἡ ῥίζα ἡ λεγο- μένη <ἐρυθρόδανον> ASvgn
- *<ἐρύθημα>
- βαφή (Isai. 63,1) r. An
- <ἐρυθήνας>
- βάψας (Sap. 13,14 v. l.) r
- *<ἐρύθμισεν>
- ἐκανόνισεν (Isai. 44,13) ASvg
- <Ἐρυθρά>
- πόλις ἐν Βοιωτίᾳ (Β 499)
- <Ἐρυθραί>
- πόλις Ἰωνίας
- *<ἐρυθραίνετο>
- ἐρυθρὰ ἐγένετο, πυῤῥά AP
- *<ἐρυθροδανωμένα>
- πυῤῥά AS. κόκκινα. πυροειδῆ (Exod. 25,5 ..)
- <ἐρυΐσκετο>
- ἔῤῥεεν. ἐχεῖτο
- <ἐρύκειν>
- κατέχειν. κωλύειν
- *<ἐρυκέμεν>
- τὰ αὐτά (Θ 206) Sn
- <ἐρύκοις>
- ἀποκωλύοις
- <ἐρυθρόπους>
- ὀρνέου εἶδος (Ar. Av. 303)
- <ἐρύκεσθαι>
- κωλύειν r
- *<ἔρυμα>
- ὀχύρωμα (Eur. Bacch. 55). φυλακή Ag. κάλυμμα (Eur. Phoen. 983) ASn. φύλαγμα (Δ 137) Sgp
- <Ἐρύμανθος>
- πόλις Ἀρκαδίας. καὶ ποταμός. καὶ ὄρος
- <ἐρυμνόν>
- ἰσχυρόν A μέγα. ὑψηλόν, καὶ [ὀχυρόν (AS) g. οὗ ταχέως οὐδεὶς ἐπιβαίνει A. ἢ σκοτεινόν (Ag) [ἐπιβαίνει]
- <ἐρυμνῶδες>
- λύπην καὶ φλεγμονὴν παρέχον. ἢ ὑπερήφανον
- <Ἐρυμός>
- Ζεύς. καὶ ζυγός. καὶ ζεύγλη
- [<ἐρύμυλον>
- τὸν μεγάλως μυκώμενον ταῦρον]
- †<ἐρυνόν>
- σκοτεινόν. ἠσφαλισμένον
- <ἐρύξας>
- ποιήσας. κωλύσας
- *<ἔρυξαν>
- κατέσχον, ἐκώλυσαν (Γ 113) r. ASg
- <ἐρύοντα>
- ἕλκοντα (Δ 467). κυρίως λύοντα
- <ἐρύουσιν>
- ἐρύσουσιν. ἑλκύσουσιν. ἐξ οὗ τὸ κατέδονται· οὕτω γὰρ οἱ γῦπες ἐσθίουσιν (Ο 351)
- <ἐρυκομένη>
- κατεχομένη. κωλυομένη
- <ἐρύσαι>
- καθελκύσαι (Ρ 419). [κατασχεῖν]
- <ἐρύσαιτο>
- φυλάξαιτο (Ω 584)
- *<ἐρυσάμενος>
- ἐκσπάσας A, ἑλκύσας (Μ 190) r. Ag
- <ἐρυσάρματες>
- ταχεῖς. ταχεῖαι. καὶ *οἱ ἕλκοντες τὰ ἅρματα (Π 370) (S)
- *<ἐρύσατο>
- ἔσωσεν (Ε 344) Sb
- <ἔρυσεν>
- εἷλκεν (Ν 598)
- <ἐρύσειεν>
- ἑλκύσειεν. [φυλάξειεν]
- <ἐρυσίβη>
- νόσος τις <ἐξ> ἀέρος ἐπιγινομένη τοῖς φυτοῖς καὶ καρ- ποῖς
- <ἐρύσιμον>
- κάρδαμον ἄγριον r
- <ἐρυσίπτολις>
- σωσίπολις
- <ἐρυσίπτολι>
- ῥυομένη τὴν πόλιν, καὶ φυλάσσουσα (Ζ 305)
- <ἐρυσμός>
- πόλεμος
- <ἐρύσονται>
- περιποιήσονται. ἑλκύσωσιν
- <ἔρυσος>
- σπυρίς, κάλαθος
- <ἐρύσταζεν>
- εἷλκεν
- *<ἔρυτο>
- ἐρύσατο A. ἔσωσεν n. ἐφύλαξεν (Ε 23) r. s
- <ἐρύφαζε>
- κατεπάτησεν. ἐτόξευσεν
- <ἔρχατο>
- καθειργμένοι ἦσαν (ι 221)
- <ἐρχανήεντα πυλῶνα>
- τὸν πεπυκνωμένον, καὶ συνεχόμενον
- [<ἔρχαο>
- ἔρχου. πορεύου]
- <ἔρχαται>
- πέφρακται. συνέχονται (Π 481)
- <ἔρχατος>
- φραγμός
- <ἐρχατόωνται>
- συνέχονται (ξ 15)
- <Ἑρχιά>
- δῆμος φυλῆς τῆς Αἰγηΐδος
- *<ἔρχεο>
- ἀπέρχου n ἔρχου (Ζ 270)
- *<ἐρχθέντα>
- ἐν ὕδατι πνιγέντα (Φ 282) ASgn
- a) <ἔρχομαι>
- ἀπέρχομαι. b) <<ἔρχομαι> λέξων>· μέλλω λέ- γειν
- <ἐρῶ>
- λέξω, εἴπω, *λέγω r PS
- <ἐρωάζει>
- ἡσυχάζει
- <ἐρωγάς>
- [ἐρωδιός]
- *<ἐρῳδιός>
- εἶδος ὀρνέου (Κ 274) (A) gn
- *<ἐρωή>
- ὁρμή (Π 302) An. ὑποχώρησις p. ῥεῦσις. κώλυσις S
- <ἐρωδία>
- ἅμαξα r
- <ἐρωῆσαι>
- ἡσυχάσαι r. χωρῆσαι. κωλῦσαι. ὑποχωρῆσαι (Τ 170)
- <ἐρωήσει>
- χωρήσει. ῥεύσει. καὶ τὰ ὅμοια (Α 303)
- *<ἐρώει>
- [ὑπεχώρει] ὑποχώρει (Β 179) S
- *<ἔρωι>
- ἔρωτι AS
- <ἐρωτίδα>
- ἐρωμένην (Theocr. 4,59)
- [<ἔρωκε>
- κώλυε]
- *<ἔρωμαί σε>
- ἐρωτήσω σε ASvn
- <ἐρώμεθα>
- ἐρωτήσωμεν Avn. πυθώμεθα. ἀγαπώμεθα
- *<ἐρωμένη>
- ἀγαπωμένη (Av) g. ἀγαπηθεῖσα (A)
- *<ἐρώμενος>
- ἀγαπώμενος r. A. [ἐρωτήσας]
- <ἐρωμένους>
- *[ἐρωτῶντας An]. ἠγαπημένους
- †<ἐρωμήσει>
- ῥωμαλέως βαδίσει
- <ἐρῶν>
- ἐρωτῶν. *ποθῶν. λέγων A
- <ἐρωπεύομεν>
- προεπωλοῦμεν
- <ἔρως>
- πόθος AS. ἀγάπη. φιλία
- [<ἐρώσει>
- ῥεύσει]
- <ἔρωσις>
- ἐρώμενος
- *<ἔρωτι>
- προθυμίᾳ S
- <ἐρώτιον>
- ἐρώμενον. Ταραντίνοις
- <ἐς>
- εἰς. ἐν. ἐκ. πρός. ὑπέρ
- <ἐσαθρεῖν>
- ἐνατενίζειν
- <ἐσανύριζεν>
- ᾔκαλλεν
- *<ἐς ἀεί>
- διαπαντός Avg p
- <ἐσάκουσεν>
- εἰσήκουσεν (Θ 97)
- †<ἐσαλάλαζεν>
- ἐποτνίαζεν
- <ἐσάμεθα>
- ἐθεωροῦμεν. Λάκωνες
- <ἔσαν>
- ἦσαν (Β 311). ἐπορεύοντο
- [<ἔσα>
- εἱμαρμένη]
- <ἐς ἅπασαν>
- εἰς ἅπασαν
- <ἐς Αὐλίδα>
- ἐς τὸν λιμένα (Β 303)
- *<ἐς ἀῶ>
- εἰς μίαν ἡμέραν (Eur. Or. 1004) ASg
- *<ἐσαώθην>
- ἐσώθην vgn
- *<ἐσαώρας>
- εἰς καιρούς Ap
- <ἐσάωσεν>
- ἔσωσεν (Θ 500)
- *<ἔσβη>
- ἐσβέσθη (Ι 471) r. gn
- <ἔσβηκε>
- πέπαυται πνέων. ἐσβέσθη
- <ἔσβηνες>
- εἶδος ποτηρίου
- <ἐς βόθυνον>
- εἶδος παιδιᾶς παρὰ Κρατίνῳ (fr. 170)
- <ἔς γε μίαν>
- κατὰ τὸ αὐτό (Β 379)
- *<ἐς δ' ἄγε>
- εἰσήγαγε δέ (Λ 646) vg
- <ἐς δέ>
- εἰς δέ
- *<ἐς δεκάδας>
- εἰς δεκανίας (Β 126) ASvg
- <ἐς δ' ἐρέτας>
- εἰς ταύτην δὲ κωπηλάτας (Α 142)
- *<ἐς δῆριν>
- εἰς μάχην (Greg. Naz. c. 2,1,42,15) vg
- <ἐς δόκον>
- εἰς ἐνέδραν
- <ἐσδραμύλιξον>
- εἴσδραμε
- *<ἐσεβάσθησαν>
- σεβάσμασι προσεκύνησαν (Rom. 1,25) Avg
- <Ἐσεβών>
- διαλογισμός. καὶ πόλις Μωαβιτικῆς. χωρία ἄκαρπα
- <ἐσεμάσσατο θυμόν>
- καθήψατο τῆς ψυχῆς. *[ἐλύπησεν As εἰς τὸν θυμόν (Ρ 564). [ἐμάστιξεν]
- †<ἐσεμάχθην>
- ἐβλάβην. [ἐκολάσθην ps
- <ἐς ἔνας>
- εἰς τρίτην
- <ἐσεργνῦσι>
- ἐγκλείουσιν (Hdt. 2,86,7)
- *<ἔσεσθαι>
- γενήσεσθαι (Ε 644 ..) Svgn
- <ἔσευα>
- ὥρμησα. <ῥυῆναι> ἐποίησα (Ε 208). ἐδίωξα. εἰς φυγὴν ἔτρεψα
- <ἔσευαν>
- ὤρχηντο. *ἐσπούδαζον S
- †<ἐπεσφάσσεται>
- λαθεῖν. Λάκωνες
- <ἐσέφθην>
- ἐσεβάσθην. ἡσύχασα. ᾐσχύνθην. Σοφοκλῆς Δαιδάλῳ (fr. 167)
- <ἐσέχυντο>
- ἀθρόως προσῇσαν (Μ 470)
- *<ἔσῃ>
- γίνῃ (τ 254 ..) Avg
- <ἐς ἠγάθεον>
- ἄγαν θαυμαστόν (Φ 58?)
- <ἐσήκασθεν>
- συνεκλείσθησαν, κατὰ σηκοὺς ἠλάσθησαν. κυρίως ἐπὶ προβάτων (Θ 131)
- <ἐσήλατο>
- *εἰσῆλθε ASvg λαθών A. ἢ ἔσεισεν. κατέβαλεν. ἐτί- ναξε. κατέπεσεν
- <ἐσημήναντο>
- ἐφανεροποίησαν (r. p)
- *<ἐσημειώθη>
- ἐτυπώθη (Ps. 4,7) AS
- <ἐς θατύν>
- εἰς θεωρίαν
- <ἔσθενεν>
- ἴσχυεν (3. Macc. 3,8)
- *<ἐσθήματα>
- ἱμάτια (Avgn)
- [<ἐσθῆτα>
- ὁρατά]
- <ἔσθιε>
- ἀνάλισκε, τρῶγε
- *<ἐσθλά>
- ἀγαθά (Β 272) Avgn
- <ἐσθλαί>
- ξύλινα παίγνια. Ἀμαθούσιοι. καὶ †<λαίεσθλα>· ὀρθά
- [<ἔσθοντο>
- ἔγνωσαν]
- <ἔσθορεν>
- εἰσεπήδησεν (Μ 462)
- <ἔσθος>
- περίβλημα. *ἱμάτιον vS. οὐδετέρως (Ω 94)
- *<ἔσθ' ὅτε>
- ἔστιν ὅτε. ἢ ἴσως. ἐνίοτε ASvg. πολλάκις
- *<ἔσθων>
- τρώγων (Ω 476) ASvg
- <ἐσιάλλοντι>
- ἐκτείνουσιν. ἐκπέμπουσιν
- *<ἐσιγάθη>
- ἐσιωπήθη (Eur. Phoen. 349) ASvgn
- *<ἐσιώθην>
- ἐσώθην AS
- <ἐς γωνίαν>
- εἰς κοπρῶνα
- <ἐσιναμώρεον>
- ἐσίνοντο. †μεμωρημένοι ἦσαν (Hdt. 8,35,1)
- <ἐσίνετο>
- ἔβλαψεν
- <ἐσίνευσεν>
- ἐσίμηνεν
- <ἐσιτήριον>
- τὸ ἐν μέσῳ αὔλημα r
- <ἐσιτέσκοντο>
- ἐμέτρουν τὸν σῖτον. ἤσθιον
- <ἐσίχναι>
- συγχαράξαι καὶ συμπηκτεῦσαι. Λάκωνες
- *<ἔσκαζεν>
- ἐχώλαινεν AS
- *<ἐς καιρόν>
- εὐκαίρως (Eur. Phoen. 106 ..) AS
- *<ἐσκάλευεν>
- ἐκινεῖτο ASvg. ὤρυσσεν. ἀνελογίζετο vg
- *<ἔσκαλλον>
- ἀνεζήτουν. ἀνηρεύνουν (Ps. 76,7) ASg
- <ἐς κάλλος γράφειν>
- καλλιγραφεῖν
- <ἐσκατάμιζεν>
- ἐσκάριζεν
- *<ἔσκεν>
- ἦν, ὑπῆρχεν (Γ 180) vgn
- <ἐσκένιψε>
- διέφθειρε. διεσκέδασεν
- *<ἐσκευώρησεν>
- ἔβλαψεν. ἐπεβούλευσεν (A) Svg
- *<ἐσκήνωσεν>
- ὤκησεν (Ev. Io. 1,14) ASvg
- *<ἐσκέψαντο>
- ἔγνωσαν vgn
- †<ἐσκίδαμαν>
- ἐπέτυχον. Λάκωνες
- *<ἐσκίδνατο>
- ἐσκορπίζετο ASvgn. ἐσκεδάζετο vg
- <ἔσκιμψεν>
- ἐνέσκηψεν
- <ἐσκίμψαντο>
- ἐστηρίχθησαν
- <ἐσκλείει>
- εἰσάγει
- <ἔσκλεπεν>
- διέτριβεν
- *<ἐσκληκότα>
- ἀντὶ τοῦ προσλιπαροῦντα <προσεσκληκότα· με- τῆκται δὲ> ἀπὸ τῶν προσξηραινομένων Σ οἱ δ' ἀφινήσονται Νέδαν ἐσκληκότα. [ἐπὶ τῶν προσξηραινομένων]
- <ἐσκλητόρ>
- ὁ δοκιμαζόμενος
- <ἔσκλητος>
- ἡ τῶν ἐξόχων συνάθροισις ἐν Συρακούσαις
- <ἐσκνᾶσθαι>
- ξυρῆσαι
- <ἔσκον>
- ἤμην, ὑπῆρχον (Η 153)
- <ἐσκολυμμένον>
- ἀποσεσυρμένον
- *<ἐς κόρακας>
- εἰς ἔρημον AS. εἰς τὸ σκότος vg. εἰς ὄλεθρον ASvg
- <ἐσκοράκισεν>
- ἐλοιδόρησεν
- <ἐσκορδινήθη>
- ἐχασμήσατο
- <ἐσκοροδισμένος>
- σκόροδα βεβρωκώς. Ἀριστοφάνης ἐν Ἀχαρ- νεῦσι (166) παίζει ἅμα μὲν ὅτι σκοροδοφαγοῦσιν οἱ Θρᾷκες, ἅμα δὲ ὅτι παροξύνονται οἱ ἀλέκτορες πρὸς τὰς μάχας, ὅταν ἐμφάγωσι τῶν σκορόδων
- <ἐσκόροδοι>
- τόρμοι
- <ἐς κουλεόν>
- εἰς τὴν ξιφοθήκην (Α 220)
- <ἐσκύζοντο>
- ἐμέμφοντο
- <ἐσκυθισμένης>
- κεκαρμένης
- †<ἐσκύκληνται>
- διεσκεδασμένοι εἰσίν
- <ἐσκύλατο>
- διεσπάσατο
- *<ἐσκύλευον>
- ἐγύμνουν τῶν ὅπλων AS
- <ἐσκύλευσεν>
- ἐρήμωσεν (2. Macc. 9,16 ..)
- <ἐσκύλωσεν>
- ἀπὸ τοῦ σκῦλον, τὸ κεκαλύφθαι
- <ἐσλῶν>
- ἀγαθῶν (Sapph. fr. 137 L. -- P. ..)
- <ἐσμασσόμενος>
- ἐμβαλλόμενος
- <ἐσματτευόμενον>
- ζητοῦντα, ἐρευνῶντα. κακοπαθοῦντα (Hip- pocr. Art. 38)
- <ἐς μέσον>
- τὸ δίκαιον
- <ἐς Μενέλαον>
- εἰς Μενέλαον
- <ἐς μέσον ἀμφοτέροισι>
- μεσολαβήσατε τὸ πρᾶγμα ἢ τὴν δίκην (Ψ 574)
- <ἐς μέσον συνῄεσαν>
- εἰς τὸ φανερὸν ἀλλήλοις ὡμολόγησαν
- <ἐσμέν>
- ὑπάρχομεν
- *<ἐσμιλευμένος>
- κατακεκομμένος r. vgn
- *<ἑσμός>
- ὄχλος g. πλῆθος. συναθροισμός ASPg. κυρίως δὲ ἐπὶ μελισσῶν ἀθροίσμασιν AS
- <ἔσμιον>
- νόστιμον
- <ἐσμολίω>
- ἐξελεύσομαι
- *<ἑσμός>
- ὄχλος [δεσμός.] πλῆθος Σ. [Κρῆτες]
- <ἔσμυξα>
- ἔφθειρα
- <ἐσμυριγμέναι>
- μεμυρισμέναι (Archil. fr. 30?)
- <ἐσμυρνισμένον>
- διασμυρνισθέντα
- <ἐσμυρνισμένον>
- χρίσματα ἔχον. σμύρνης ἐνεστυμμένον (Macc. 15,23)
- <ἔσμωξεν>
- ἐπάταξεν, ἔπαισεν
- *<ἔσο>
- γενοῦ ASvg
- <ἐς ὅ>
- †ἐξ ὅσου
- <ἐσόβδην>
- εἰς ἐμφάνειαν (Callim. fr. 218?)
- <ἐς ὄλεθρον>
- εἰς Ἅιδην
- <ἐσόμεθα>
- βιώσομεν
- *<ἐσομένους>
- γενησομένους ASv
- *<ἔσονται>
- γενήσονται (Α 546) n
- *<ἔσοπτρον>
- κάτοπτρον (Sir. 12,11) ASg
- a) <ἐσόρα>
- <βλέπε> ps b) <<ἐσοπίσω>·> ὄπισθεν, ὀπίσω
- <ἐς ὁρμὴν ἔγχεος ἐλθεῖν>
- ἐντὸς βέλους γενέσθαι (Ε 118)
- <ἐς ὃ ἄν>
- μέχρις ὅτου. ἄχρι
- *<ἐσοφισάμεθα>
- ἐτεχνασάμεθα AS
- <ἐσπάθα>
- ... τὸ μὲν γάρ ἐστι σπάθῃ καθυφαίνειν· τὸ δὲ δια- φορεῖν τὰ οἰκεῖα. ἔστιν οὖν διέφθειρεν. ἢ ὕφαινεν, ἀπὸ τῆς σπάθης (Ar. Nubb. 53)
- *<ἐσπαθημένος>
- πεπυκνωμένος pΣ
- <ἐς πάνδοκον>
- εἰς τὸν πάντας δεχόμενον (Greg. Naz. c. 2, 1, 1,388)
- <ἐσπάραξαν>
- διέφθειραν
- <ἐσπαργάνωσε>
- περιετύλιξεν, ἔδησεν, ἔσφιγξε πρὸς τὴν ζώνην
- <ἐσπάργων>
- ἐν περιστάσει ἦσαν
- <ἐσπάρθαι>
- εὖ συγκεκρίσθαι
- <ἐσπάριξεν>
- ἔσπαιρεν
- *<ἐσπάσατο>
- εἵλκυσεν (1. Chron. 11,11 ..) (AS) vgp
- *<ἐσπασμένη>
- γεγυμνασμένη (1. Chron. 21,16) AS
- <ἕσπεο>
- ἠκολούθεις (Κ 285)
- <ἐσπερέθοντο>
- [ἕσπερον] ἔσπειρον
- <ἑσπέρια>
- δυτικὰ p μέρη
- <Ἑσπερίδων μῆλα>
- ἐν Λακεδαιμόνι ἄβρωτά τινα μῆλα
- <ἑσπέριον ξένον>
- τὸν ἑσπέρας ἥκοντα
- <ἑσπέριος>
- ἕσπερος
- <ἐσπερξάμην>
- ἠπείλησα. ὠργίσθην
- *<ἕσπερον κέλευθον>
- τὴν <πρὸς> ἑσπέραν ὁδόν (Eur. Or. 1003 v. l.) ASvgn
- <ἔς περ ὀπίσω>
- εἰς τὸ μέλλον (υ 199)
- <ἕσπερος>
- ὁ ἀστήρ r. S "ἕσπερος, ὃς κάλλιστος" (Χ 318) p
- *<ἔσπερχεν>
- ἤπειγεν g. ἤλαυνεν
- <ἔσπετε>
- *εἴπατε (Β 484) AS, ἐξηγεῖσθε. [ἀκολουθεῖτε n. ἱστο- ρεῖτε. ἀκούσατε
- *<ἕσπετο>
- ἠκολούθησεν (Γ 376) AS (n)
- *<ἔσπευσεν>
- ἐτάχυνεν (Gen. 18,7) g
- <ἐς Πηλῆ' ἱκέτευσε>
- πρὸς Πηλέα ἀφίκετο (Π 574)
- †<ἐσπινθεύετο>
- ἠξήροντο†
- [<ἔσπισε>
- προσήνεγκεν, ἔθυσεν]
- <ἐς πλησίον ἄλλον>
- εἰς ἄλλον τὸν ἐγγύς, πρὸς τὸν πλησίον (Β 271)
- <ἐς πόθ' ἕρπες>
- πόθεν ἥκεις. Πάφιοι
- <ἑσπόμεθα>
- ἠκολουθήσαμεν (Α 158)
- <ἑσπόμενοι>
- ἀκολουθοῦντες
- *<ἐσπωμένου>
- ἀποσπῶντος. ἁρπάζοντος A
- †<ἐσπόδηρεν>
- ἠσφάλισεν
- †<ἐσπόζεται>
- ἐκτένισεν
- <ἐς πῦρ κορίζομεν>
- εἰς πῦρ ἐξαίνομεν
- <ἕσσας>
- καθίσας
- *<ἑσσάμενος>
- ἐνδυσάμενος (β 3) r. gT
- <ἕσσασθαι>
- περιβαλέσθαι
- [<ἔσσεσθαι>
- ἐννηνέχθαι]
- *<ἔσσι>
- ὑπάρχεις (Α 176) n
- <ἕσσεν>
- ἐνέδυσεν (Π 680). εἷσεν, ἐκάθισεν
- <ἔσσευαν>
- ἐδίωκον
- <ἐσσεύαται>
- ἔρχονται
- <ἐσσεύοντο>
- ἔτρεχον. *ἐδίωκον. ὥρμων (Β 808) AS
- <ἔσσευται>
- ὥρμηται
- [<ἐσσήματο>
- ἐλύπησεν]
- <ἐσσήν>
- βασιλεύς. ἡγεμών
- <ἐσσῆαι>
- ἐκχέαι
- <ἐσσείῃ>
- ἐκχεύσῃ n
- <ἐσσήτιοι>
- μάντεις
- <ἔσσεται>
- γενήσεται (Α 239)
- *<ἐσσεῖται>
- ἔσται (Β 393) n
- [<ἐσσίνευσεν>
- ἐσίμηνεν]
- <ἐσσίταλα>
- πρόσοδος. ἐμπολή
- <ἕσσο>
- ἐνεδέδυσο (Γ 57)
- <ἑσσόν>
- ἱμάτιον
- <ἐσσοημένον>
- τεθορυβημένον. ὡρμημένον
- *<ἐσσομένοις>
- μεταγενεστέροις (Β 119) Sn
- <ἐσσοῦσθαι>
- ἐνηνέχθαι
- *<ἐσσύμενον>
- προθυμούμενον (Ζ 518) (A)
- <ἐσσυμένως>
- ταχέως. *προθύμως gn. ἠπειγμένως (Ο 698)
- <ἔσσυντο>
- ἐπορεύοντο. ὥρμων
- <ἔσσυτο>
- ὥρμησεν (Ξ 519) r. ἔθανεν
- <ἐσσύτερον>
- ἰσχυρότερον
- †<ἐσσυρευτόν>
- βλοσυρόν. †δοκερόν
- <ἐσύλα>
- ἀφῄρει. ἐπονηρεύετο. ἐσκύλευεν. ἐγύμνου. ἐλάμβανεν (Ε 164)
- <ἐσταθευμένος>
- ἠρέμα ὑπὸ πυρὸς ὠπτημένος. <σταθεῦσαι> γὰρ τὸ τῷ πυρὶ ἡσυχῆ χλιᾶναι κρέας ἢ ὁτιοῦν
- <ἕστα>
- ἐνδύματα
- *<ἔσται>
- γενήσεται (Α 325 ..) ASn. ἢ μέχρι τέλους AS
- <ἔσται μήν>
- ἔσται δή
- <ἕστακε>
- κεῖται (Eur. Phoen. 832)
- <ἐστάλαξεν>
- ἔσταξεν (Mich. 2,11)
- *<ἕσταμεν>
- ἑστήκαμεν (λ 466)
- *<ἐσταλμέναι>
- ἐστολισμέναι ἢ φοροῦσαι ...
- <ἐς τὰ λωπία>
- ἡ τῶν ἱματίων ἀγορά, ὑπὸ Ταραντίνων
- <ἐσταλάδατο>
- ἐστολισμένοι ἦσαν (Hdt. 7,90 v. l.)
- †<ἐστάμενον>
- περίστειλον
- *<ἔσταξεν>
- ἔῤῥανεν S(A)
- *<εσταν>
- ἕως οὗ. ὅτε ἄν Avg ἢ ἔστησαν (Α 535) An
- <ἑσταότα>
- ἱστάμενον (Β 170)
- <ἑστᾶσιν>
- ἑστήκασιν (Ε 196)
- <ἔστασαν>
- ἐδάνεισαν σταθμῷ
- <ἕστατο>
- ἐκάθητο
- *<ἐστε>
- ὑμεῖς ὑπάρχετε ὀξυτόνως A. βαρυτόνως δὲ γίνεσθε
- <ἐστείρωται>
- συνείληται. συνέστραπται
- *<ἐστείλατο>
- ἔπεμψεν (2. Macc. 5,1) AS
- <ἔστειλα>
- [ἔστειλα] ὁμοίως r
- *<ἐστείλαντο>
- συνέστειλαν n. ἢ ἀπέστειλαν
- <ἔστελσεν>
- ἔστειλεν
- <ἐστέλλετο>
- ἡτοιμάζετο
- <ἐσταλμένον>
- ἐξεφθαρμένον
- <ἐστελεχώθη>
- ἐπάγη
- <ἐστεφάνωται>
- περιέχει (Σ 485)
- <ἐστέφθαι>
- κεκοσμῆσθαι, ἐστεφανῶσθαι
- <ἔστη>
- στολή. Κύπριοι. ἠγέρθη, ἵστατο (Ε 108)
- <ἐστηλίτευται>
- δεδημοσίευται
- <ἐστήλωτο>
- εἱστήκει
- <ἑστήξεται>
- σταθήσεται
- <ἐστηρίξαντο>
- ἐνήρεισαν
- *<ἐστηρίσατο>
- ἐστερέωσεν (Isai. 59,16) AS
- <ἔστησαν>
- εἵλοντο
- *<ἑστία>
- βωμός. ἢ οἰκία Agn
- *<ἑστιάθη>
- εὐωχήθη. εὐφράνθη ASvgn
- <Ἑστίαια>
- ἡ πάλαι Παλλαντία ὀνομαζομένη (Β 537)
- <Ἑστίαι θύομεν>
- ἦσάν τινες θυσίαι, ἀφ' ὧν οὐχ οἷόν τε ἦν μεταδοῦναι ἢ ἐξενεγκεῖν
- *<ἑστιᾶν>
- τρέφειν. ἀριστίζειν ASgnp
- <ἑστίασεν>
- ηὔφρανεν [ἢ τροφή]
- <ἑστίασις>
- εὐωχία. τροφή. [οἰκία]
- <Ἑστίας χῶρος>
- μέρος τοῦ ἥπατος ἐν θυτικῇ
- <ἑστιατήρ>
- ὁ †δοκιμαζόμενος
- *<ἑστιατορία>
- εὐωχία (Dan. 5,1) (Avgn) S
- *<ἑστιάτωρ>
- ὁ δειπνίζων. [ὁ εἰς εὐφροσύνην καὶ εὐωχίαν καλῶν AS. ἤγουν τροφεύς (Phil. Ioseph. 205)
- <ἐστίβακα>
- πεπάτηκα
- <ἑστιᾶχος>
- οἰκουρός. οἰκῶναξ. καὶ Ζεὺς παρ' Ἴωσιν
- <ἔστιβεν>
- ἐπάλυνεν
- <ἐστιγμένην οἰκίαν>
- ὑποκειμένην χρεώσταις
- <Ἑστίη>
- πῦρ. καὶ ἡ γῆ. καὶ ἡ θεός
- <ἔστιν ἄρα>
- ἔστιν ὡς ἔοικεν
- <ἐστίχαται>
- ἔρχεται
- *<ἔστιχον>
- ἐβάδιζον (Π 258) ASn
- <ἐστιχόωντο>
- ἐπορεύοντο. *ἠκολούθουν. εἵποντο AS στοιχη- δόν (Β 92)
- *<ἑστιώμενοι>
- ἐσθίοντες, εὐωχούμενοι Avg
- *<ἑστιῶν>
- ἀριστοποιῶν g
- *<ἑστιῶντος>
- ἀριστοποιοῦντος AN
- <ἕστο>
- περιβέβλητο (Ψ 67) r b
- *<ἐστοιβασμένη>
- συγκειμένη σύνθεσις (Ios. 2,6) r. ASg
- <ἔστ' ὅκα>
- ἐνίοτε παρὰ Ταραντίνοις
- <ἐστόμφασα>
- ἠλαζονευσάμην· <στόμφος> γὰρ ἡ ἀλαζονεία
- <ἐστόν>
- *ἐστίν An, ὑπάρχετε, ἐστέ (Α 259)
- <ἐς τὸν λιμένα>
- εἰς τὸν λιμένα. Ἀριστοφάνης ἐν Βαβυλωνίοις (fr. 85). παρὰ τὴν παροιμίαν· Ἀττικὸς ἐς λιμένα. οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι συντόνως ἤλαυνον καταπλέοντες διὰ τὸ θεωρεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς γῆς
- <ἕστορα>
- τὸ κοίλωμα τοῦ ἁρματίου, ἤτοι ζυγοῦ, ἔνθα ὁ τράχη- λος τῶν ἵππων ἐντίθεται, ἢ τὸν πρὸ τοῦ κρίκου τοῦ ῥυμοῦ <τόπον>· οἱ δὲ κατὰ Ἀρίσταρχον τὸν πάσσαλον τὸν πεπη- γότα περὶ ἄκρον τῶν ῥυμῶν, περὶ ὃν δεσμεῖται καὶ εἰλεῖται τὰ ζυγόδεσμα (Ω 272)
- <ἐστόρεσαν>
- ἔστρωσαν (Ω 648) (g)
- *<ἐστορέσθη>
- [ἐστορήθη]. ἐστρώθη ASvgn
- <ἐστόρχαζον>
- ἔκλειον
- <ἐστρέβλουν>
- ἐβασάνιζον
- <ἐστρατόωντο>
- ἐστρατοπεδεύοντο (Γ 187)
- [<Ἐστρῆνες>
- Σειρῆνες]
- <ἔστυγμαι>
- κατεστύγνωμαι r
- <ἔστυγεν>
- κατεπλάγη (Ρ 694)
- <ἔστυγον>
- ἔδεισαν. ἐμίσησαν. κατεστύγνασαν (κ 113)
- <ἐστυφέλιξε>
- διέσεισε (Ε 437). προεπηλάκισεν (ρ 234)
- <ἐστω>
- *γενέσθω (Α 144) ASvgn. ἀίδιον ὑπάρχον, ὕπαρξις
- <ἕστωρ>
- σφήν. ἔμβολος. γόμφος. στῦλος, ἐν ᾧ ὁ ζυγὸς προσδεῖ- ται
- *<ἐσύλα>
- ἐγύμνου. ἀφῃρεῖτο (Δ 105) r. n
- *<ἐσύλευον>
- ἐσκύλευον (Ε 48) A
- *<ἐσφάδαζον>
- διηπόρουν. ἐφρόντιζον AS
- <ἐσφάλιξεν>
- ἔσφηλεν. ἔδησε. <σφαλὸς> γὰρ ὁ δεσμός
- <ἔσφαλτο>
- διημαρτήκει r
- <ἐσφαράγιζον>
- ἐδόνουν. μετὰ ψόφου ἤχουν (Hes. Theog. 706)
- <ἐσφηκωμένον>
- ἐσφιγμένον
- *<ἐσφήκωντο>
- ἐδέδεντο ASn, ἐσφιγμένοι ἦσαν S. συνεσφιγμένοι (Ρ 52) Avg
- <ἔσφηλεν>
- σφαλῆναι ἐποίησεν. *κατέβαλεν ASvgn
- [<ἐσφίκωνται>
- καταπεπλεγμένοι ἦσαν, καὶ συνεσφιγμένοι]
- <ἐς φοινικίδα> <<καταξῆναι>>
- αἱματόῤῥυτον ποιῆσαι (Ar. Ach. 320)
- <ἐς Φρεάτου>
- ἕν τι τῶν ἀρχαίων δικαστηρίων Ἀθήνησιν ἐν <Φρεάτου> λεγόμενον, ἔνθα ἐκρίνοντο οἱ φυγάδες οἱ δράσαντες ἐν τῇ φυγῇ ἀκούσιον φόνον ἑστῶτες ἐπὶ πλοίου
- †<ἔσφυται>
- εἰσπέμπεται
- [*<ἐσχαλάα>
- λυπεῖται Sg]
- <ἐσχάρα>
- βωμὸς ἰσόπεδος, οὐκ ἐκ λίθου ὑψούμενος. ἢ *ἱστία AS. σιδηρᾶ φακαραῖα. [τὸ πῦρ, καὶ ὁ τόπος αὐτοῦ AS. χυ- τρόπους ἢ πυρφόρον σκεῦος ASvgn
- <ἐσχάραι>
- πυραί. *ἐπὶ ἐδάφους ἀνθρακιαί rASg καὶ αἱ τῶν γυναικῶν φύσεις. ἐξώστρας τετράγωνα
- [<ἐσχατογοράων>
- ἐσχρὰ ἀγορεύων, δημηγορῶν]
- *<ἐσχαρίτην>
- ψωμίον ἐπὶ κλιβάνου (2. Regn. 6,19) ASvg
- <ἐσχάριον>
- κοῖλον θυμιατήριον
- <ἔσχαρος>
- ἰχθῦς
- <ἐσχαρίτης>
- ἄρτος ἔγκρυπτος r
- <ἐσχατιά>
- ἄκρα, τὸ ἔσχατον μέρος ASvgn χωρίου, τὸ συνάπ- τον τοῖς ὄρεσιν. [ἐρημία ASvgn
- <ἐσχατιή>
- ἐρημία. ἄκρα r. τελευταία
- <ἔσχατον>
- ἐσώτατον (φ 9). πρῶτον. τελευταῖον. *ὕστερον, ὕστατον (A)
- <ἔσχατος Μυσῶν>
- παροιμία, ἣν ἐξηγοῦνται οὕτως· Μετὰ <τὰ> Τρωϊκὰ λοιμοῦ καὶ ἀκαρπίας τὴν Ἑλλάδα κατασχόντων, μαντευομένων περὶ τούτων, χρῆσαι τὴν Πυθίαν ἐ<πὶ τὸν ἔσχατον Μυσῶν πλεῖν>
- <ἐσχάτως>
- ὑπεραγόντως. [ἄκρως (Men. fr. 729 Koe.) p
- *<ἔσχεν>
- ἐπέσχεν (Β 275) S
- *<ἐσχεδιάζομεν>
- ἠγγίζομεν (Bar. 1,19 v. l.) AS
- <ἐσχεδίασε>
- δυσχερές τι διέλυσεν. *ἑτοίμως εἶπεν ASn
- *<ἔσχεθεν>
- κατέσχεν (Μ 184) n
- <ἐσχεθέτην>
- συνέσχον (Μ 461)
- <ἔσχεν>
- [ὑπέσχεν], ἐπέσχεν, κατέσχεν (Men. fr. 846 Koe.)
- <ἐσχελύνασεν>
- ἐφλυάρησεν
- <ἐσχετλίαζεν>
- ἤλγει. ἐλίσσετο
- *<ἔσχετο>
- κατεσχέθη AS. ἠκολούθει S
- <ἐς χεῖρα>
- παραχρῆμα (Eur. Heracl. 429?)
- <ἔσχον>
- προσέσχον. κατήχθησαν
- <ἔσχοντο>
- κατεσχέθησαν. *ἐπαύσαντο (Γ 84) AS(vg)
- <ἔσω>
- ἐντός, ἔνδον
- <ἐσωληνευόμην>
- συμπεριεφερόμην
- <ἐσομματώσασθαι>
- εἰσηγήσασθαι
- <ἔσοπτρον>
- κάτοπτρον. [καθρέπτην r
- <ἐσωρῆαἱ>
- ὑπουργῆσαι τοὺς αὐτούς ...
- <ἔσωσεν>
- ἐῤῥύσατο, ἐλυτρώσατο (Ier. 38,7 ..)
- †<ἐτράβλιζον>
- ἔτρωγον
- <ἐτά>
- ἀληθῆ S. ἀγαθά
- <ἐτάζεσθαι>
- ἀριθμίζεσθαι. κρίνεσθαι. βασανίζεσθαι
- <ἔται>
- *ἑταῖροι n. συνήθεις. *πολῖται Snp. δημόται. φίλοι. ἐπί- κουροι (Ζ 239. Ι 464)
- *<ἑταίρα>
- φίλη (Ι 2). πόρνη ASvg. καὶ ἑταιρεύουσα
- <Ἑταίρας ἱερόν>
- τῆς Ἀφροδίτης Ἀθήνησιν. ἀπὸ τοῦ τὰς ἑταίρας καὶ τοὺς ἑταίρους συνάγειν
- *<ἑταιρήσας>
- πορνεύσας r. ASvg
- <Ἑταιρεῖος>
- Ζεὺς ἐν Κρήτῃ (Hdt. 1,44,2)
- <ἑταιρίζειν>
- συνεργεῖν (p) s
- *<ἑταιρικῆς>
- πορνικῆς A
- <ἑταιρικός>
- πρὸς ἑταίρας εὐφυής
- *<ἑταιρίδων>
- πορνῶν (Ose. 4,14 ς#) AS (vg)
- <ἑταιρίσαιτο>
- συνεργὸν λάβοι (Ν 456)
- *<ἑταιρίστριαι>
- τριβάδες ASvg
- [<ἑταιρίσοιτο>
- προσλάβοιτο]
- <ἑταῖροι>
- φίλοι· "κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι" (μ 271). καὶ συν- εργοί. ναῦται (Α 179)
- <ἑταῖρον>
- συνεργόν. *φίλον (Δ 491) Ag. παράνυμφον A
- *<ἑταῖρος>
- ὁ φίλος A <καὶ ἕταρος ὁ αὐτός> r.
- [<ἑτερόφθαλμος>
- μονόφθαλμος]
- <Ἐταιφίλη>
- ἡ Περσεφόνη r
- <ἐτάθη>
- διέτριβεν. [ἐτάθη]. [ἡπλώθη r. ἐκρεμάσθη
- <ἐταλαιπώρησα>
- ἐκακοπάθησα (Ps. 37,7) r
- *<ἐταλάνισα>
- τάλας, ἄθλιος· παρὰ τὸ ὑπομένειν A τὰ ἀβού- λητα. [ἐθρήνησα Avg
- *<ἐτάλασας>
- ὑπέμεινας (Ρ 166) Sb
- <ἐτάλασεν>
- ἐτόλμησεν. ὑπέμεινεν
- <ἔταμον>
- ἐποιησάμην s
- <ἔταμνον>
- ὁμοίως
- *<>ε τανηλεγέος>
- μακροκοιμήτου (Θ 70) AS
- [<ἐτανθόριζον>
- ἔτρεμον]
- <ἐτανόν>
- ἀληθῶς. σφόδρα
- <ἐτανταλίχθη>
- ἐσείσθη
- <ἐταντάλιζεν>
- ἔτρεμεν
- <ἐτανύσθη>
- ἐξετανύσθη, *ἡπλώθη (Η 271) r A
- <ἐτάρβει>
- ἐδεδίει
- *<ἑτάρη>
- φίλη ἑταίρα. συνεργός (Δ 441) n
- <ἑταρίσσαιτο>
- ἑταῖρος, συνεργὸς γένοιτο (Ν 456)
- <ἐτάρπη>
- ἐπλήσθη, ἐκορέσθη
- <ἔτας>
- τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους. καὶ πολίτας (Ζ 239)
- <ἔτασιν>
- ἐξέτασιν ἢ βάσανον (Iob 31,14)
- <ἐτασμός>
- ἐξέτασις. ἢ ὁ ἀριθμὸς παρὰ τοῖς Πυθαγορικοῖς
- †<ἐταυτῶς>
- ἀληθῶς
- <ἔταφεν>
- ἐθαύμασεν. ἐθάμβησεν
- <ἐτεα>
- ἔτη p. ἀγαθά. ἀληθῆ (Υ 255)
- <ἐτεὰ τύχη>
- ἀγαθὴ τύχη
- <ἐτεαὶ τύχαι>
- ἀληθεῖς τύχαι
- <ἐτεθήλει>
- ἔθαλλεν
- <ἐτεθήπεα>
- ἐξεπλάγην. ἐθαύμασα (ζ 166)
- <ἐτεθήπει>
- ἐξεπέπληκτο. ἐτεθαυμάκει
- <ἔτεια>
- ἐπέτεια. νέα
- *<ἔτειον>
- τὸ κατ' ἔτος AS, ἐτήσιον (Eur. Rhes. 435)
- *<ἔτειρε>
- κατεπόνει (Ε 796) ASvg. ἠνία
- <ἐτεκμήραντο>
- ἐπὶ τέλος ἤγαγον (Ζ 349)
- <ἐτεκμηρίωσεν>
- ἐβεβαίωσεν
- <ἐτεκνώθη>
- τέκνον ἔσχεν (Eur. Phoen. 868)
- *<ἐτεκτήνατο>
- κατεσκεύασεν r. Sp (Avg)
- <ἐτεκτόνουν>
- κατεσκεύαζον οἱ τέκτονες
- <ἐτέλεθεν>
- ἐγένετο
- *<ἐτέλει>
- ἐτέτακτο ASgn
- *<ἐτελείετο>
- συνετελεῖτο (Α 5) (An)
- *[<ἔτελλεν>
- ἔπεσεν AS]
- <ἐτελέσθη>
- ἐγένετο (Ο 228) r
- *<ἐτελέσθησαν>
- μετέσχον ASvgn. ἐκοινώνησαν (Ps. 105,28) Sv
- <ἐτέλεσεν>
- ἔλαβεν. ἐπλήρωσεν (Δ 160)
- *<ἔτελλεν>
- ἔλεγεν ASn. ἐπέτασσεν, προσέταττεν (Α 25)
- <ἐτελεσιούργει>
- ἐτελείου. ἔτελλεν
- <ἐτέλει>
- ἐλάμβανεν. ἐπλήρου
- <ἐτελίς>
- χρύσοφρυς ὁ ἰχθῦς
- †<ἔτεμεν>
- ἤμελγεν
- <Ἐτεοβουτάδαι>
- γένος Ἀθήνησι πάνυ λαμπρόν
- <Ἐτεόκρητες>
- οἱ αὐτόχθονες (τ 176)
- <ἐτεόν>
- *ἀληθές (Β 300) SbpsT. ἐπέτειον. ἢ νέον. πρόσφατον
- <ἐτεοδμώων>
- τῶν εὖ <καὶ> γνησίως δουλευόντων (π 305 v. l.)
- <ἑτεραλκέα δῆμον>
- τοῖς ἑτέροις τὴν ἀλκὴν διδοῦντα. ἢ τὸν παρεχόμενον ὄχλον εἰς βοήθειαν (Ο 738)
- <ἑτεραλκέα νίκην>
- ἑτεροκλινῆ Spg, ἑτεροῤῥεπῆ. τὴν τοῖς προ- τέροις νενικημένοις ἀλκὴν περιποιοῦσαν (Θ 171)
- <ἑτερεγκεφαλᾶν>
- παραφρονεῖν (Ar. fr. 778)
- <ἑτερήμεροι>
- διηλλαγμένοι. παρ' ἡμέραν ζῶντες (λ 303)
- *<ἑτερήμερος>
- ὁ μίαν παρὰ μίαν ἡμέραν ... (Greg. Naz. c. 1, 2,15,31) vgn
- <ἑτερήρυσμος>
- οἶος, μονότροπος
- <ἑτερήρεα>
- ἀμφίβολα
- [<ἑτερήσας>
- πορνεύσας]
- <ἑτερόκλιτον>
- ἐφ' ἑτέρῳ [ἕτερον] κείμενον κανόνι. ἑτέρωθεν κεκλιμένοι καὶ <οὐ> συνέχοντες
- <ἑτερόγναθος>
- σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων (Xen. r. equ. 1,9)
- <ἑτερόζυγοι>
- οἱ μὴ συζυγοῦντες
- <ἑτερογενές>
- ἀλλογενές, ἀλλόφυλον
- (*)<ἑτερόδοξος>
- ὁ αἱρετικός
- *<ἑτεροδοξία>
- τὸ ἄλλως δοξάζειν ἤπερ ἔχει ἡ ἀλήθεια Avgp
- <ἑτερόθρουν>
- ἀλλόφυλον
- <ἑτεροῖον>
- ἀλλοῖον r (ps)
- *<ἑτεροίως>
- ἄλλως πως ASvg
- <ἑτεροκλινές>
- πλάγιον. καταῤῥεπές
- <Ἐτεοκληείης>
- τοῦ Ἐτεοκλέους (Δ 386)
- <ἕτερον>
- ἄλλον. ἢ ἀλλοῖον. ἢ ἓν τῶν δυοῖν. ἢ ἀριστερόν. νέον. δεύτερον
- <ἑτερομάσχαλος>
- χιτὼν δουλικὸς ἐργατικός· ἀπὸ τοῦ τὴν ἑτέραν μασχάλην ἔχειν ἐῤῥαμμένην
- <ἕτερον πόδα>
- τὸν ἕνα πόδα [πόδα] τὸν εὐώνυμον
- *<ἑτερορεπές>
- ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν (AS)
- <ἑτερόρυσμα>
- ἀνόμοια
- <ἑτερομόλιος δίκη>
- εἰς ἣν ἀντίδικοι οὐκ ἦλθον
- [<ἐτέρορεν>
- ἐτρύπησεν. ἐνέγλυψεν. ἔτεμεν. ἔφρασεν. ἔξυσεν]
- *<ἑτέρωσε>
- εἰς τὸ ἕτερον μέρος (π 179) r. ASvg
- <ἑτερόστοιχα>
- ἀσύμφωνα
- <ἑτερουατίδα>
- τρυβλίον μόνωτον
- *<ἑτερόφθαλμος>
- μονόφθαλμος (Dem. 24,141) ASvgn
- *<ἑτεροφυές>
- ἀλλοφυές vg
- <ἑτερόφυλος>
- ἀλλόφυλος
- *<ἐτέρσατο>
- ἐξηράνθη ASn
- <ἔτερσεν>
- ἐφόβησεν
- *<ἐτέρσετο>
- ἐξηραίνετο (Λ 267) ns
- *<ἑτέρωθεν>
- ἀλλαχόθεν Avgn. ἐκ τοῦ ἐναντίου (Α 247)
- <ἑτερώνιον>
- ὡσαύτως ἑτέρωθεν, ἀλλαχόθεν, [εἰς τὸ ἕτερον μέρος]
- *<ἑτέρωσε>
- εἰς τὸ ἕτερον μέρος (Δ 492) ASvgn
- *[<ἔτεσιν>
- ἑταίροις. πολίταις] AS
- [<ἐτεστράφησαν>
- ἔκλιναν]
- *[<ἐτεταί>
- οἱ πολῖται] AS
- <ἐτέταλτο>
- ἐντεταλμένον ἦν, ἐπετέτραπτο (Β 643)
- *<ἔτετμε>
- κατέλαβεν AS(g), εὗρεν (Δ 293)
- *<ἐτετάχατο>
- [τετραμμένοι ἦσαν, ἢ] τεταγμένοι <ἦσαν> An (vg)
- *[<ἐτετάχοντο>
- ὁμοίως] S
- <ἐτετεύχατο>
- πεποιημένοι <ἦσαν> (Λ 808)
- <ἐτέτυκτο>
- κατεσκεύαστο. ἦν (Ε 78)
- <ἐτέτυξο>
- ἐτύγχανες (Μ 164)
- <ἐτήτυμον>
- ἀληθές (Α 558). ἢ ἀληθῶς
- <ἐτεύξατο>
- ἔτυχε. κατεσκεύασεν
- *<ἔτευξε>
- τὸ αὐτό (Σ 483) Ss
- *<ἔτευχεν>
- ἐποίει (Ν 209 ..) n
- *<ἐτέφρισεν>
- ἐνέπρησεν (AS)
- <ἐτεωνεῖ>
- ἀληθεύει
- <ἐτεώνια>
- ἀληθῆ
- <Ἐτεωνός>
- πόλις Βοιωτίας (Β 497)
- <ἔτη>
- χρόνοι r
- *<ἐτήσιον>
- κατ' ἔτος γινόμενον (Eur. Alc. 336) g
- *<ἐτήτυμος>
- ἀληθής (Χ 438) AS
- *<ἐτητύμως>
- ἀληθῶς A
- *<ἔτι>
- πάλιν S. ἀκμήν r. AS
- *<ἓ ταρχύσωσιν>
- αὐτὸν θάψωσιν (Η 85) AS
- *<ἐτισεν>
- ἐτίμησεν (Α 354) vg
- <ἐτιθηνήσατο>
- ἔθρεψεν r
- <ἐτιθήνευσεν>
- ἐτρόφησεν. ἐτιθηνήσατο
- *<ἐτιμησάμην>
- τιμῆς ἄξιον ἡγησάμην AS
- *<ἐτιμογράφησεν>
- ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν (4. Regn. 23,35) AS
- *<ἐτίναξεν>
- διέσεισεν (Ν 243) S
- *<ἐτίομεν>
- ἐτιμῶμεν (Ε 467) n
- *<ἔτισας>
- ἐτίμησας (Α 244) A
- *<ἐτίσατο>
- ἐτιμωρήσατο (Β 743) ASvg
- *<ἐτίταινεν>
- ἔτεινεν ASn. εἷλκεν (Θ 69) S
- *[<ἐτίταλλον>
- ἔτρεφον] r. AS
- *<ἐτιτίει>
- ἐτίμα AS
- *<ἐτιτρωσκόμεθα>
- ἐβαλλόμεθα AS (vg)
- <ἐτήτυμα>
- ἀληθῆ (Hes. op. 10). ἢ ἀλλαχοῦ ...
- *<ἔτλης>
- ὑπέμεινας (Ρ 153) r. ASvgn
- <ἔτμαγον>
- [ἐφοβήθησαν]. ἔτεμον r
- <ἔτμηξεν>
- διεῖλεν. διεσκέδασεν
- <ἐτνήρυσις>
- ἔπαιξεν Ἀριστοφάνης (fr. 779), ἀντὶ <τοῦ> φάναι τὴν †σανίδα τὴν ἐτνήρυσιν εἰπών· παρὰ τὸ ἔτνος. ἔστι δὲ ἐτνήρυσις ...
- <ἐτνίτας ἄρτος>
- οὕτως ὁ λεκιθίτας
- <ἔτνος>
- ἐρεγμός. ἕψημα ἀθηρῶδες p *καὶ εἶδος ὀσπρίου ASvg. [<ἔτνη δὲ πῦρ ὡσεὶ ποταμὸς χεόμενον ἐν Σικελίᾳ] (ASvg)
- <ἕτοιμος>
- εὔτροπος. ηὐτρεπισμένος (Σ 96). ταχύς
- <ἐτονθόρυζον>
- ἐψιθύριζον r
- *<ἐτόπαζον>
- ὑπενόουν. ὑπώπτευον S(n)
- *<ἔτορεν>
- ἔτρησεν r AS. ἔτρωσεν. διέτρησεν (Λ 236)
- <ἔτος>
- ἐνιαυτός (α 16 ..)
- <ἐτός>
- μάτην r p
- †<ἔτουσα>
- σταλαγμός
- <ἔτραπεν>
- παρέτρεψεν ἀλλαχόσε (Ε 187)
- <ἔτραπεν>
- ἐνίκα
- *<ἐτράπετο>
- ἐτρέπετο (Α 199)
- <ἔτρεψεν>
- ἐπέτρεψεν. ἠπάτησεν. παρέτρεψε (Δ 381) Ἀρχί- λοχος (fr. 166?)
- <ἔτρεμεν>
- ἐφοβήθη (Κ 390)
- <ἔτριβον>
- κατανήλισκον
- <ἐτριακάδιξεν>
- εἰς τριακάδας ἐνέγραψε. Σικελοί
- *<ἐτρέψατο>
- ἐφυγάδευσεν (Ex. 17,13) ASvgps
- <ἐτρίβην>
- συνετρίβην
- <ἐτρόπωσεν>
- ἐνίκησεν, κατέβαλεν (Iud. 20,35 v. l. ..)
- *<ἐτροφοφόρησεν>
- ἔθρεψεν (Deut. 1,31) r. ASvg
- <ἐτρύγη>
- ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης
- <ἐτρύφη>
- ἐκλάσθη. διέπεσεν
- *<ἐτρύχοντο>
- ἐταλαιπώρησαν. κατεπονοῦντο (Sap. 11,11) ASvg
- *<ἐτρώθη>
- ἐπλήγη r. AS
- <ἔτρωσεν>
- ἔβλαψεν. ἔφθειρεν (Eur. Hipp. 392)
- <ἔττασαν>
- ἔστησαν
- <ἐττημένα>
- σεσησμένα (Pherecr. fr. 211)
- <ἐττία>
- ἑστία
- <ἐττῶν>
- ἐκ τῶν
- <ἐτύγχανεν>
- ἐπετύγχανεν (ξ 231)
- *<ἐτύθη>
- ἐσφάγη r ASvg
- *<>ετυκτο>
- ἐτύγχανεν ASn
- <ἐτύλιξεν>
- ἐνείλησεν r
- †<ἐτυμᾶναι>
- σιτοποιῆσαι
- <ἐτυμβοχόησεν>
- ἔθαψεν
- <ἐτυμόδρυς>
- ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα
- <ἔτυμον>
- ἐτήτυμον, *ἀληθές ASnp
- <ἐτυμώνιον>
- ἀληθές
- <ἐτύμως>
- ἀληθῶς (Eur. Or. 1357) p
- *<ἐτυμπανίσθησαν>
- ἐκρεμάσθησαν ASvg. ἐσφαιρίσθησαν (Hebr. 11,35) S
- *<ἐτυρώθη>
- ἐσκληρύνθη (Ps. 118,70) r. ASvg
- <ἐτύφωσεν>
- ἐνέπρησεν r
- *<ἐτύχθη>
- ἐποιήθη n. ἐγένετο ASvgn. κατεσκευάσθη vgn, ἐτε- λειώθη (Δ 470) [ἐπτοήθη]
- *<ἐτύχθης>
- ἐγένου gn. καὶ τὰ ὅμοια
- <ἔτυψεν>
- ἔθιγεν
- *<ἐτώσια>
- μάταια. ἄπρακτα (χ 256) ASvg. [ἀληθῆ]
- *<εὖ>
- καλῶς (Β 253) ASvg. ἰσχυρῶς. δασέως δὲ [αὐτοῦ S. ἢ αὐτῆς (Ω 293 ..)
- <εὖα>
- ἐπευφημιασμὸς ληναϊκὸς καὶ μυστικός. καὶ <ἔα>
- <εὐαγγέλια>
- μηνύματα. κηρύγματα (2. Regn. 18,25 ..)
- <Εὐάγγελος>
- ὁ Ἑρμῆς
- *<εὐαγές>
- ἁγνόν vg. καθαρόν (s). εὐσεβές, ὅσιον vg. εὔοπτον (S). ἅγιον
- <εὐάγκαλον>
- εὐβάστακτον r εὐπροσαγκάλιστον (Aesch. Prom. 350)
- *<εὐαγοῦς>
- ὁσιωτάτης ASvgn
- *<εὐάγωγον>
- εὐχερές Avgn. καλῶς, εὐκόλως ἀγόμενον ASp
- *<εὔαδεν>
- ἤρεσκεν (Ξ 340) ASn. ἢ ἀρέσκει
- <εὐαές>
- εὔπνουν (Soph. Phil. 828)
- [<εὐαδής>
- εὐήνεμος. οἱ δὲ <εὐαής>]
- <εὐαεῖ>
- εὐκράτῳ
- *<εὐάζει>
- θρηνεῖ (A), καλῶς ὑμνεῖ (AS), ἐπιφθέγγεται ASbs
- <εὐαής>
- εὐήνεμος
- <εὐαίων>
- ἀγήρως. εὔμοιρος
- *†<εὐαλῶς>
- εὐχερῶς θηρώμενος ASn
- <εὐαλδῆ>
- εὐαυξῆ
- <Εὐαλωσία>
- Δημήτηρ, ὅτι μεγάλας τὰς ἅλως ποιεῖ καὶ πληροῖ
- <εὐάλωτον>
- εὐθήρατον (Prov. 24,63) r. g
- <εὐαμερία>
- θεοσημία
- <εὐάν>
- ὁ κισσός, ὑπὸ Ἰνδῶν
- <Εὐάνασσα>
- ἡ Δημήτηρ
- *<εὐανδρείας>
- καλῆς ἰσχύος (2. Macc. 8,7 ..) ASvg
- <εὐανδρία>
- πλῆθος νέων
- a) <εὐανδρίας ἀγών>
- ... b) ... βάραθρον οὕτως ἐκαλεῖτο ἐν τῇ Θεσπρωτίᾳ
- <εὐάνθεμον>
- ἠράνθεμον
- *<εὖ ἂν ἔχοι>
- καλῶς ἂν ἔχοι Avg
- <εὐάνιος>
- ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος. πρᾷος. πειθήνιος
- *<εὐάντητος>
- καλῶς ὑπαντῶν ASPvgn
- *<εὐαπόδεικτος>
- φανερός ASvgp
- <εὐάρεστον>
- πάνυ ἀρέσκοντα
- †<εὐάρητος>
- †ὄνειρος εὔτακτος
- <εὐαρχιῶ>
- ἀπάρξομαι
- <εὐαρχίσασθαι>
- ἀπάρξασθαι
- [<εὐάρης>
- εὔοπτος]
- <Εὔας>
- Διόνυσος
- *<εὐαφές>
- εὐμάλακτον r. Avg (S)
- *<εὗ ἀφείδησεν>
- †ἀφρόντισεν αὐταῖς †ἰσχυρόν A
- †<εὐάσκεται>
- εὐωδεῖται
- *<εὖ βεβηκότι>
- εὐσταθεῖ (ASvgn)
- *<Εὐβοίας μυχόν>
- τὸ ἐνδότατον τῆς Εὐβοίας (Eur. Troad. 84) AS
- <Εὐβοεύς>
- ὁ Παλαμήδης, ὁ πολλῶν εὑρετής· ἢ ἐπίφθονος
- <Εὐβοίης>
- ὄνομα τῆς Τυχίου μητρός
- <εὐβοϊκά>
- τὰ καστάνια
- <εὐβοσίης>
- εὐτροφίας
- *<εὔβοτοι>
- εὔτροφοι (Avgn). εὐανθεῖς (ο 406) (AS)
- <Εὐβουλεύς>
- ὁ Πλούτων παρὰ [δὲ] τοῖς πολλοῖς, ὁ <δὲ> Ζεὺς ἐν Κυρήνῃ
- *<εὐβουλία>
- φρόνησις Ss (An), σύνεσις (Eur. Phoen. 721)
- *<εὔβουλος>
- φρόνιμος s, συνετός (Eur. Rhes. 105) S (An)
- <εὐγάλακτες>
- εὔτροφοι
- <εὔγαμος>
- ἐπίθετον Ἀθηναίων
- *<εὖγε>
- καλῶς. ὁσίως (Iob 31,29 ..) Avgs
- <εὐγενής>
- ἐλεύθερος τῷ γένει (Eur. Phoen. 442 ..)
- <εὐγένιος>
- εὐγενής. καὶ εἶδος ἀμπέλου
- <εὐγενέστατος>
- εὐγενέστερος τῷ γένει
- *<εὐγηρότατος>
- καλὸς γέρων ASvg
- <εὔγματα>
- καυχήματα (χ 249)
- *<εὐγμένος>
- εὐξάμενος ASgn
- <εὐγνάπτοις>
- καλῶς κατεσκευασμένοις (σ 294)
- *<εὖ γνοίης>
- εὖ μάθοις AS
- <εὐγνωμόνως>
- εὐδιαθέτως (Clem. Al. Strom. 5,722 P.)
- *<εὐγνωμοσύνη>
- εὔνοια (Esth. 8,12 f) vg (AS)
- *<εὔγνωστος>
- δῆλος, φανερός (Prov. 3,15 ..) ASn
- *<εὐδαιμονεῖ>
- εὖ πράττει (Eur. Andr. 420) Avgn
- <εὐδαίμονες>
- θεῖοι. μακάριοι
- *<εὐδαιμονία>
- πλοῦτος. μακαριότης, εὐτυχία ASg
- *<εὐδαιμονίζει>
- μακαρίζει r. A
- <εὐδαίμων γῆ>
- ἔχουσα πλοῦτον, Ἀραβία
- <Εὐδαλαγῖνες>
- αἱ Χάριτες
- <εὐδάμας>
- εὐδάμαστος
- <Εὑδάνεμος>
- ἰθαγενεῖς παρὰ Ἀθηναίοις
- <εὖ δ' ἀσπίδα θέσθω>
- εὐθετισάτω τὴν ἀσπίδα (Β 382)
- <εὖ δέ>
- καλῶς δέ (Β 383)
- *<εὗδε>
- ἐκοιμήθη (Κ 155)
- <εὐδαρκής>
- εὐόφθαλμος ps
- <εὐδείελον>
- εὔδηλον. εὖ πρὸς δείλην κείμενον, οἷον πρὸς δύσιν. [εὐπεριόριστον (β 167 ..) p
- *<εὕδειν>
- καθεύδειν n, κοιμᾶσθαι
- <εὐδείπνοις>
- θυσία τις παρὰ Ἀθηναίοις ἐπ' Ἠριγόνης. καὶ αἱ τοῖς νεκροῖς ἐπιφερόμεναι σπονδαί, ἤγουν χοαί (Aesch. Choe. 485)
- <εὕδεις>
- κοιμᾶσαι (Β 23) (n)
- <εὕδῃσι>
- ἡσυχάζῃ (Ε 524)
- *<εὔδια>
- εἰρηνικά n
- *<εὐδιάβολον>
- διαβολῆς ἄξιον Avg
- <εὐδίαιον>
- τὸ γυναικεῖον μόριον· ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς πλοίοις γινο- μένων τρημάτων διὰ τοὺς ὄμβρους. οἱ δὲ τὸν βρόχον ... ἢ τὸν χείμαῤῥον εὐφημιζόμενοι
- <εὐδιάλλακτος>
- ταχέως καὶ καλῶς διαλλαττόμενος
- <εὐδικίας>
- δικαιοπραγίας. δικαιοσύνας (τ 111)
- *<εὐδινά>
- πραέα. [πραέα] κατεσταλμένα ASvg
- <εὔδιον>
- ὃν ἡμεῖς σκεπεινὸν τόπον
- <εὐδιόωσαν>
- γαληνιῶσαν n
- <εὔδμητον>
- εὖ κατασκευασμένον. *εὖ ᾠκοδομημένον (Α 448) Svn (Ag)
- <εὐδόκησαν>
- ἐβούλοντο, *ἠθέλησαν (g). ἠγάπησαν (Iud. 19,25 v. l.)
- *<εὐδοκία>
- παρὰ τὸ καλῶς καὶ εὖ δεδόχθαι προσαγορεύεται (Sir. 1,27) Avg
- <εὐδοκιμεῖ>
- <χρησιμεύει> r
- *<εὗδον>
- [ἔλεγον n]. ἐκοιμῶντο An, ἐκάθευδον (Β 2) (g)
- <εὕδοντι δ' αἱρεῖ πρωκτός>
- παροιμία ἀπὸ τῆς <εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ>. λέγουσι δὲ ὅτι, ὅταν τοὺς κύρτους καθῶσιν, αὐτοὶ μὲν καθεύδουσιν, ὁ δὲ κύρτος αἱρεῖ τοὺς ἰχθῦς. Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις (fr. 4)
- *<εὐδράνεια>
- ἰσχύς (Sap. 13,19) g
- <εὐέδρως>
- εὐθέτως. βεβαίως
- *<εὖ δρῶσι>
- καλῶς ποιοῦσιν Avgn
- †<εὐδυκήμερος>
- εὔστοχος
- <Εὐδώρου σύλας>
- ἱερόσυλος ὁ Εὔδωρος (Com. ad. fr. 754)
- †<εὔεδνα>
- ἀγλαΐα
- <Εὐδωσώ>
- ἡ Ἀφροδίτη ἐν Συρακούσαις
- <εὐέθωκεν>
- εἴωθεν
- *<εὐειδέα>
- εὔμορφα (Γ 48) AS (n)
- *<εὐΐους>
- Διονυσιακούς (Eur. Bacch. 238) AS
- <εὐείκαστος>
- εὔκολος εἰς τὸ εἰκασθῆναι r
- *<εὔεικτον>
- εὐπειθῆ r. ASvg
- *<εὐεκτεῖ>
- εὐρωστεῖ. ὑγιαίνει (Prov. 17,22) ASvg
- *<εὐεκτικῶς>
- σχετικῶς ASvg
- <εὖ εἱμένος>
- εὖ ἠμφιεσμένος (ο 331)
- <εὐέλιον>
- ἐλλιπὲς ἐν ἱερείῳ
- <εὐείρῳ>
- εὐπόκῳ
- †<Εὐελίδης>
- αὐθάδης. καὶ ὁ Ζεὺς ἐν Κύπρῳ
- †<εὐελιέστερα>
- εὐάγωγος
- <εὔελον>
- εὐήλιον
- *<εὐέμπτωτος>
- εὐχερῶς πίπτων AS(vg)
- *<εὖ ἐντύνασα>
- εὖ κοσμήσασα (Ξ 162) A
- *<εὐεξία>
- ὑγίεια r ASvg. εὐφυΐα
- *<εὔεξος>
- εὐφυής ASn
- *<εὐεπής>
- εὔλαλος r. gS (Avgn)
- <εὐεπιβούλευτος>
- ῥᾳδίως καὶ εὐχερῶς ἐπιβουλευόμενος
- <εὐεπίγνωστος>
- εὐκατάληπτος
- <εὐεργέα>
- καλῶς κατασκευασμένα (θ 567 v. l.)
- <Εὐεργεσία>
- Ἥρα ἐν Ἄργει
- *<εὐεργέος>
- εὖ εἰργασμένου (Ε 585) S
- <εὐεργέτης>
- *ἀγαθοποιός r. APn. ἢ Διονύσου ἐπίθετον
- <εὐεργία>
- τορύνη. εὐπιστία
- <εὐερκείας>
- ἀσφαλείας (Plat. legg. 6,778 c)
- <εὐερκέος>
- εὐστίχου. εὐπεριβόλου (Ι 472)
- <εὐερκές>
- ἀσφαλές
- <εὐερμία>
- εὐτυχία. ἔμπαλιν δὲ <δυσερμία> ἡ δυστυχία
- <εὐερμής>
- εὐτυχής
- *<εὐερνές>
- εὐθαλές A, καλῶς βλαστῆσαν
- *<εὐερνέστατα>
- εὐστελεχῆ AS
- *<εὐερνεῖς>
- καλῶς βλαστάνοντες A
- <εὐερνής>
- εὐμήκης r
- <εὐεστώ>
- εὐθηνία· ἀπὸ τοῦ <εὖ εἶναι>. καὶ εὐδαιμονία· ἀπὸ τοῦ εὖ <ἑστάναι> τὸν οἶκον. ἢ ἀπὸ τοῦ δαψιλεῖν τὰ πρὸς τὸ ἐς- θίειν. εὐετηρία
- *<εὐετηρία>
- εὐθηνία q ASvg. καλὸς ἐνιαυτός SPn. ἢ καλῶς δια- κεῖσθαι q ASvg. καλοκαιρία n
- [<εὐδές>
- εὔυπνον, εὐήνεμον]
- <εὔζηλος>
- ἐπὶ καλῷ ζηλουμένη
- *<εὐζωΐα>
- καλὴ ζωή (g) Ps
- *<εὐζωΐου>
- καλῆς ζωῆς ASn
- *<εὔζωνοι>
- εὔοπλοι Svg ἔνοπλοι (Ios. 4,13)
- <εὐζώνοιο>
- καλῆς n. ἀπὸ μέρους (Α 429)
- <εὔζωνος>
- εὔτοκος. καλή
- <εὐζώνως>
- εὐστόλως. μὴ ἔχων φορτίον
- *<εὔζωρον>
- εὐκέραστον (Eur. Alc. 757) ASvgn
- *<εὐηγενέος>
- εὐγενοῦς (Λ 427) ns
- <εὐηγενέων>
- εὐγενῶν. εὐδαιμόνων (Ψ 81)
- <εὐηγεσίη>
- εὐαρχία. εἰ μὲν δασέως παρὰ τὸ <εὖ ἡγεῖσθαι>· εἰ δὲ ψιλῶς εὐδαιμονίας. <Ἠγὸν γὰρ τὸν> †εὐδαίμονα Ἴωνες λέγου- σιν (τ 114)
- *<εὐηγορεῖν>
- εὐλογεῖν (ASgns)
- *<εὐηγορία>
- καλολογία r. ASPps. καλοῤῥημοσύνη ASPps
- *<εὐήθεια>
- μωρία, ἄνοια r. ASvgn
- <εὔηθες>
- ἁπλοῦν. *μωρόν, ἀνόητον ASvg. ἀσύνετον (2. Macc. 2,32)
- *<εὐήθης>
- βλάξ. χρηστοήθης q ASv. ἀνόητος r. ASvg
- <εὐήθης γύη>
- καλὰς †ὑπ' αὐτὸ ἔχουσα διατριβάς
- <εὐήθως>
- ἀνοήτως r
- *<εὐήκεος>
- τῆς καλῶς ἠκονημένης (Χ 319) ASn
- <εὔηκες>
- [εὐήκοον.] ὀξύ. εὐεκτοῦν. εὖ ἠκονημένον. ἀκμάζον. εὐρωστοῦν. εὔπλευρον
- <εὐηκέστατοι>
- εὖ ἥκοντες
- <εὐήκης>
- ἀκμάζουσα. εὐεκτοῦσα. [εὐήκοος]
- <εὖ ἥκων>
- πλουτῶν. εὖ πράττων. σῳζόμενος. εὐδαίμων
- <εὐηλάκατος>
- περὶ βέλη ἢ ἔργα εὐπρεπής
- [<εὐήμικτον>
- εὐπαγές]
- <εὐήλατον>
- *καλῶς ἐληλαμένον ASp, ἢ ἐλαυνόμενον r
- <εὐήλατος>
- ὁ πεδεινὸς καὶ εὐάροτος χῶρος. εὐέλατος
- <εὐημερία>
- εὐδαιμονία r
- <εὐημονία>
- ἐμπειρία ...
- <Εὐηνίνης>
- Εὐήνου θυγατρός (Ι 557)
- <εὐήνιον>
- *καλῶς ἡνιοχούμενον r. ASvg. ἐπὶ μηδενὶ ἀνιώμενον, πρᾷον
- *<εὐηνέμους>
- εὐδινούς. καλούς. ἀχειμάστους AS
- <εὐήνορα>
- ἀγαθά. λαμπρά. ὀνήσιμα
- <εὐήνορα χαλκόν>
- τὸν εὖ εἰς ἀνδρείαν διατιθέντα ἐν τῷ κα- θοπλίζεσθαι. εὐόρατον. καλόν. λαμπρόν, στίλβοντα (ν 19)
- <Εὔηνος>
- ποταμὸς Αἰτωλίας (Hes. Theog. 345)
- *<εὐήνυτα>
- εὐκατόρθωτα ASvgn
- <εὐηπελεῖς>
- πρᾷοι. εὐήνιοι
- <εὐηπελία>
- εὐθηνία. εὐεξία (Callim. h. Cer. 136) r
- <εὐήρεας ἵππους>
- εὐαγώγους. καὶ [εὖ ἡρμοσμένους S
- <εὐῆρες>
- εὐέλαστον. εὖ πεποιημένον πρὸς τὸ ἐρέσσειν (λ 129)
- <εὐηργημένοι>
- τετορυνημένοι
- <εὐηρότατον>
- εὔδιον. καλὴ γῆ S. εὐήροτον. *εὔγειον An
- <εὖ ἴσθι>
- καλῶς γίνωσκε
- *<εὖ ἤσκηται>
- καλῶς κατεσκεύασται (Κ 438) AS
- [<εὐητηρία>
- εὐδαιμονία. καλὸς ἐνιαυτός]
- <εὐήτριον>
- εὐκοίλιον
- <εὐηφενέων>
- εὖ πλουτούντων (Ψ 81 v. l.)
- <εὐηχές>
- εὔφωνον. εὔφημον ps
- <εὐήρεια>
- εὐχέρεια. εὔπλοια
- <εὐθαλέοντι>
- εὐδαιμονοῦντι
- †<εὐθαλεῖς>
- εὐθησαυροφύλακες†
- <εὐθεῖν>
- ἐλθεῖν s
- <εὐθενεῖν>
- εὐπαθεῖν
- <εὐθενής>
- εὐπαθοῦσα. ἰσχυρά
- <εὔθῃ>
- ἥκῃ
- <εὐθέρα>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <εὐθετίζει>
- εὖ διατίθησιν, ὀρθῶς
- <εὐθήμονα>
- εὔθετον. εὐσχήμονα
- *<εὐθηνῶν>
- καὶ εὐδαιμονῶν, [πλουτῶν (Iob 21,23 ..) AS
- *<εὐθίκτως>
- εὐψηλαφήτως (2. Macc. 15,38) r A (S)
- *<εὔθραυστα>
- ἀσθενέστερα (Sap. 15,13) AS (g)
- *<εὐθρόοισιν>
- εὐήχοις ASvg
- <εὐθύ>
- ὀρθόν. ἁπλοῦν. ἐγγύς. παραχρῆμα. εἰς εὐθεῖαν
- *<εὐθυβόλῳ>
- πλεομένῳ ἐξ εὐθείας ASn
- *<εὐθυβόλως>
- εὐστόχως r. An. εὐσκόπως n
- <εὐθύδημον>
- ἁπλοῦν δημότην. Εὐριπίδης Ἀντιόπῃ (fr. 227)
- *<εὐθυεπείαις>
- ὀρθολογίαις (A) vgp
- <εὐθύκαινα>
- ἡ σχοῖνος· διὰ τὸ <εὐθέως κτείνειν>. καὶ δύναται εἶναι <εὐθύκταινα>
- <εὐθυκρέων>
- παχύς
- <εὐθυκτέανον>
- εὖ πεφυκυῖαν, εἰς ὀρθόν
- <εὐθυμία>
- εὐθημοσύνη. [ἀμεριμνία n χαρά
- <εὔθυμον>
- ἁπλοῦν. εὔπνουν. εὐμενῆ. καλῶς διακείμενον
- <εὔθυμος>
- καλόψυχος. [εὔψυχος (Avgn) S
- <εὔθυνα>
- δικαία διόρθωσις. ἐξέτασις
- *<εὐθῦναι>
- ἐξετάσαι. διορθῶσαι ASg
- *<εὐθύνας>
- τιμωρίας. δίκας ASvg. τὸ δοῦναι λόγον ἐφ' ἑκάστῳ ἁμαρτήματι ASP. [Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Πολιτείᾳ (rep. Ath. 56,1)· Λαμβάνουσι δὲ καὶ παρέδρους ὅ τε ἄρχων καὶ ὁ πολέ- μαρχος, δύο ἑκάτερος οὓς ἂν βούληται, καὶ οὗτοι δοκιμάζονται ἐν τῷ δικαστηρίῳ πρὶν παρεδρεύειν, καὶ εὐθύνας διδόασιν ἐπὰν παρεδρεύωσιν]
- *<εὐθυνθῇ>
- δικασθῇ AS (vg)
- <εὐθύνει>
- διοικεῖ. ἐλέγχει. ζημιοῖ. κυβερνᾷ
- *<εὐθύνοιτο>
- κρίνοιτο ASvgn
- †<εὐθύνιον>
- εὔτακτον. εὐπειθές
- <εὐθύνονται>
- κρίνονται. *[ἐρωτῶνται. δίκας εἰσπράττονται AS(p), ἢ ἀπαιτοῦνται n. ἢ ἡνιοχοῦνται
- <εὔθυνος>
- εὐθυντήρ. δικαστικός. [χρεώστης n. κυβερνήτης. διορθωτής
- <εὐθυντής>
- τὰ αὐτά. καὶ <εὐθυντήρ> r
- <εὐθυντηρία>
- τὸ ἐν τῷ ἐδάφει σύμμαγμα ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτό- νων. καὶ μέρος τι τῆς νεώς
- <εὐθύνω>
- τιμωροῦμαι
- *<εὐθυῤῥήμων>
- ἑτοιμολόγος ASnps
- <εὐθύς>
- ἀντίον
- <εὐθύτριχας>
- ὀρθότριχας
- <εὐθυφερές>
- εἰς ὀρθὸν φερόμενον
- *<εὐθὺ φέρεσθαι>
- ἐναντίον ὁρμᾶν AS
- †<εὔϊα>
- δέδια†
- <εὐϊάδες>
- ἄμπελοι Ss
- <εὐϊσατία>
- εὐπιστία s
- <εὔϊρον>
- πρόβατον μαλακόν
- <εὐΐλατος>
- ἵλεως (Ps. 98,8)
- *<εὐϊλατεύειν>
- εὐμενῆ εἶναι (Deut. 29,20) ASvgn
- *<εὖ ἴσθι>
- καλῶς γνῶθι (Eur. Hipp. 656 ..) ASvgn
- *<εὐΐων>
- Διονυσιακῶν (Eur. Bacch. 791) AS
- <εὐκαλεῖ>
- ἀτρεμίζει
- <εὐκαλεία>
- ἡσυχία. <εὐκαμία>
- <εὔκαλον>
- ὅσιον
- *<εὐκατάπρηστον>
- εὔκαυστον, εὐχερῶς καιόμενον (Avg)
- *<εὐκατάτροχος>
- εὐκατάφορος AS
- <εὐκεάτοιο>
- ξηρᾶς (ε 60)
- <εὐκέατον>
- ξηράν. εὔσχιστον. εὔκαυστον
- *<εὔκηλα>
- εὐπρεπῆ AS
- <εὐκηλήτειρα>
- ἡσυχάστρια (Hes. op. 464)
- <εὔκηλος>
- ἥσυχος (Α 554). πρᾷος. σῶος (γ 263). εὐόμιλος. στά- σιμος. [εὔδοξος]
- *<εὐκλεᾶ>
- ἔνδοξον (Eur. Phoen. 1251 ..) AS
- <εὐκηλία>
- ἡσυχία
- <εὔκλεια>
- εὐδοξία, ἐνδοξότης (Eur. Andr. 321 ..)
- *<εὐκληρία>
- εὐημερία. εὐτυχία g. [εὐκαμία. ἡσυχία] A
- <ἐὺ κληῖσ' ἀραρυῖα>
- εὔκλειστος καὶ ἀσφαλής (Ω 318)
- <εὔκηλον δρυός>
- εὔσχιστον. εὔξυλον. εὔκαυστον (Ion trag. fr. 28)
- <Εὐκλῆς>
- ὁ Ἅιδης. καὶ ὀνομαστός. καὶ εὐειδής
- <ἐϋκλειῶς>
- ἐπιφανῶς (Χ 110)
- <Εὐκλέος>
- Διὸς ἱερὸν ἐν Μεγάροις καὶ ἐν Κορίνθῳ
- <εὔκυκλος>
- εὔχωρος
- *<εὔκμητον>
- εὐπαγῆ (AS)
- <ἐυκνήμιδας>
- *εὐόπλους A ἢ εὔοπλοι ἀπὸ μέρους τῶν ὅπλων, ἤγουν τῶν κνημίδων (Γ 156)
- <εὔκολος>
- εὐχερής. καὶ ὁ ἐναντίος τῷ δυσκόλῳ. καὶ Ἑρμῆς παρὰ Μεταποντίοις
- <εὐκολίδες>
- [εὖ] τῆς εὐκολίας ποιητικαί
- <εὐκομιδής>
- εὖ ἠγμένος. εὐκόμιστος, ἐν ἐπιμελείᾳ ...
- <εὐκόμιστος>
- ἐπιμελείας εὖ τετυχηκώς· <κομιδὴ> γὰρ ἡ ἐπι- μέλεια
- <εὔκομοι>
- εὔτροφοι. καλλίκομοι
- <εὐκλεΐζεσθαι>
- ἐνδοξάζεσθαι
- *[<εὔηραξ>
- πλάγιον] SP
- <εὐκράς>
- εὐκέφαλος. εὔκρατος (Eur. fr. 197)
- *<εὐκρινές>
- εὐχερές AS. σαφές vg. εὐδιαίρετον (vg)
- *<εὐκρινῆ>
- εὔκολα ASn
- <εὐκρινής>
- ὁ ἐξ ἀῤῥωστίας ἀναλαμβάνων. καὶ ὁ νεκρός
- *<εὐκταίως>
- ὑγιῶς ASvg
- <εὐκτάζου>
- εὔχου
- <εὐκταῖον>
- τὸ κατ' εὐχὴν ἀποδιδόμενον
- <εὐκτιτόν>
- καλῶς κατεσκευασμένον, εὖ ἐκτισμένον (Β 592)
- <ἐυκτιμένη>
- εὖ οἰκουμένη (Ι 129 ..)
- <ἐυκτίμενον>
- εὖ οἰκούμενον (Β 501 ..)
- *<εὐκτόν>
- εὐχῆς ἄξιον r. AS
- <εὐκυβεῖν>
- ὅπερ νῦν <εὐβολεῖν>. Ἄμφις ἐν Γυναικομανίᾳ (fr. 11)
- *<εὐκύκλους>
- στρογγύλας (Ε 453) ASn (vg)
- <εὐλάβεια>
- σεμνότης r
- *<εὐλαβεῖσθαι>
- φυλάττεσθαι. φοβεῖσθαι (2. Macc. 8,16) ASvgn
- *<εὐλαβεῖτο>
- ἐφοβεῖτο AS. ἐφυλάσσετο (Exod. 3,6)
- <εὐλάζει>
- σαπριᾶι. σκωληκιᾶι S
- <εὐλαί>
- οἱ ἐν τοῖς τραύμασι γινόμενοι σκώληκες (Χ 509)
- <Εὐλοχία>
- Ἄρτεμις
- *<εὐλάς>
- σκώληκας (Τ 26) Avgn
- <εὐλῶν>
- σκωλήκων (Hippocr. mul. aff. 1,75, VIII 166 L)
- <εὐληματεῖ>
- λήματος καὶ ἀνδρείας εὖ ἔχει. Αἰσχύλος Κερκυόνι σατυρικῷ (fr. 106)
- <εὐληνής>
- εὐέριος n
- <εὔληρα>
- ἱμάντες, ἡνίαι. λέγεται παρὰ τὸ εἱλεῖσθαι ταῖς χερσίν (Ψ 481)
- <εὔληρον>
- ἱμάς
- <εὐληρωσίων>
- πληγῶν
- *<εὔληπτον>
- εὐκόλως λαμβανόμενον ASg
- *<εὐληπτότερον>
- εὐχερέστερον ASvn
- †<εὔλητο>
- ἐπέφυρτο. ἐτετάρακτο
- *<εὐλογείτω>
- ἐπαινείτω (Ps. 144,21) ASPn
- *<εὐλόγησεν>
- ὕμνησεν (Iob 29,13 ..). εἴρηται δὲ παρὰ τῇ γραφῇ καὶ κατὰ ἀντίφρασιν ἀντὶ τοῦ [ἐβλασφήμησεν (3. Regn. 20,10) n
- <εὐλογιστία>
- εὐβουλία (4. Macc. 5,22)
- <εὐλύτρωσον>
- ἀπάλλαξον
- <εὐλογχεῖν>
- εὐμοιρεῖν
- <εὔλοφος>
- ῥᾴδιος. εὐχερής
- <εὔλωστοι>
- εὐυφεῖς
- *<εὖ μάλα>
- καλῶς πάνυ (χ 190 ..) ASvgn
- <εὐμάρεια>
- *εὐχέρεια g (APn). ἡσυχία. ἀπόπατος
- <εὐμάριδες>
- εἶδος ὑποδήματος
- <εὐμαρές>
- εὐχερές. ὑγιές n. ῥᾴδιον. ἀσφαλές (Eur. Alc. 492)
- <εὐμειλές>
- εὐμείλικτον
- <ἐυμελίω>
- τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, οἷον πολεμικοῦ· μελία δὲ εἶδος δένδρου εὐθέτου εἰς δόρατος κατασκευήν. ἢ καλοῦ, ἀπὸ τῶν μελῶν τοῦ σώματος. ἢ εὐκτήμονος, πολυχρη- μάτου (Δ 47)
- <εὐμενέσι>
- φίλοις b
- <εὐμένεια>
- φιλία. διαλλαγή. συγχώρησις
- <εὐμενές>
- ἀγαθόν. σπουδαῖον
- <εὐμενέτειρα>
- εὐμενής
- <εὐμενέτῃσι>
- φίλοις. προσηνέσι. τοῖς οἰκείως ἔχουσι, καὶ ἰδίοις (ζ 185)
- *<εὐμενῶς>
- πρᾴως. ἱλαρῶς (Sap. 6,16) ASvgP
- <ἐυμελίης>
- εὔοπλος, ἀπὸ τῆς μελίας (Ρ 9)
- *<εὐμελίω>
- πολεμικοῦ (Δ 47) ASgn
- <εὐμετάβλητον>
- ἀλλοπρόσαλλον
- <Εὐμενής>
- Ἀφροδίτη
- <εὐμεζέος>
- εὐφυοῦς τοῖς αἰδοίοις
- <εὐμείλιχοι>
- εὐμείλικτοι. εὐαφεῖς. <μείλιχος> γὰρ ὁ ἡδύς
- <εὐμερδής>
- εὔρωστος
- <εὐμολπία>
- εὐφωνία. εὐυμνία n
- <Εὐμολπίδαι>
- οὕτως οἱ ἀπὸ Εὐμόλπου ἐκαλοῦντο, τοῦ πρώτου ἱεροφαντήσαντος. πολλοὶ δὲ γεγόνασιν ὁμώνυμοι Εὔμολποι
- <εὐμοίρησεν>
- εὐτύχησεν. ἐκληρώσατο
- <εὐμόχθων>
- τῶν ἐπ' ἀγαθῷ ἱδρώτων
- <εὔμωλα>
- εὔθετα. εὔοπλα
- <εὔμωλος>
- ἀγαθὸς πολεμιστής. εὔοπλος
- <εὐμωλύτατον>
- ἁπαλόν. νεώτατον
- <εὐναί>
- ἄγκυραι "ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον" (Α 436) καὶ κοίτη (ξ 14)
- <εὐναῖαι>
- αἱ ἄγκυραι, ἀπὸ τοῦ εὐνάζεσθαι αὐτάς (trag. ad. 589). εὐναὶ ...
- <εὐναῖος>
- λαγώς. Σοφοκλῆς Δόλοψι (fr. 176). κατεπτηχώς
- *<εὐνάς>
- κοίτας. ἢ ἀγκύρας ASvgn
- *<εὐναστήριον>
- συνοίκησιν (Eur. Or. 590) AS
- *<εὐνάτορα>
- κοιμώμενον ASvgn
- <Εὐνεῖδαι>
- γένος ἀπὸ Εὔνεω κεκλημένον, τοῦ Ἰάσονος υἱοῦ, οἷον γένος ὀρχηστῶν καὶ κιθαριστῶν. ἐνταῦθα γὰρ ᾤκησαν οἱ ἀπό- γονοι αὐτοῦ. οἱ δὲ γένος τι Ἀθήνησι κιθαριστῶν
- *<εὖ ναιομένων>
- καλῶς οἰκουμένων n
- <Εὔνεως>
- Ἰάσονος καὶ Ὑψιπύλης υἱός
- <εὐνή>
- *κοίτη ASvg. στρωμνή s, *κλίνη g. ἄγκυρα p
- *<εὐνηθέντας>
- κοιμηθέντας (θ 292) An (gS)
- <εὐνηθῆναι>
- κοιμηθῆναι (Ξ 331) r
- <εὐνήτης>
- ἀνήρ s
- <ἐΰνητον>
- εὖ κατασκευασμένον (Ω 580)
- <εὐνήτων>
- καλῶς νενησμένων (Greg. Naz. c. 2, 1, 45, 248) (r)
- <εὔνιδες>
- χῆραι
- <εὐνικές>
- εὐκρινές
- <εὐνίκμητον>
- εὐλίκμητον
- <εὐνίκῳ>
- εὐκρινεῖ. πολὺ νικώσῃ
- *<εὖνις>
- ἐστερημένος. ὀρφανός. ἐνδεής (ι 523?) Ag
- *<εὔνοια>
- φιλία (Eur. Troad. 7 ..) v (ASg)
- *<εὐνοϊκῶς>
- φιλικῶς r. ASvgn
- *<εὐνομουμένη>
- καλῷ, ἀγαθῷ νόμῳ διοικουμένη (Dem. 24,139) ASvg
- <Εὔνοστος>
- ἀγαλμάτιον εὐτελὲς ἐν τοῖς μυλῶσιν, ὃ δοκεῖ ἐφορᾶν τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων, ὅπερ λέγεται νόστος· ὡς <Κεράων>· ἀπὸ τοῦ κεράσαι
- <εὔνουν>
- συνετόν. ἢ γνήσιον φίλον (Eur. Alc. 511)
- <εὐνουχίαι>
- κάλαμοι
- <εὐνοῦχος>
- σπάδων, τομίας. [κάλαμος]
- <εὐνόως>
- προσηνῶς
- <εὖ νυ>
- ἀκριβῶς δέ (Θ 32)
- *<εὖνιν>
- ἐστερημένον (Χ 44) AS
- <εὔξατο>
- ἐκαυχήσατο (Θ 254)
- <εὔξεινος>
- εὐμενής. *καὶ ὄνομα πελάγους APgn
- *<ἐϋξέστῃ>
- καλῶς ἐξεσμένῃ (Ω 280) (n)
- *<εὔξοος>
- καλῶς ἐξεσμένος (Β 390 ..) (Sgp)
- <εὔξουν>
- εὐποίητον
- *<εὐοδία>
- εὐπραξία (Prov. 25,15 ..) AS
- *<εὔοδμος>
- εὐώδης r. ASvgn
- <εὐόδμων>
- ἡδέων
- *<εὔοδος>
- ἀγαθή (Prov. 11,9) AS
- <εὐοδώσει>
- κατευθυνεῖ (Gen. 24,40) r
- *<εὐοδωθῇ>
- ἑτοιμασθῇ (1. Paral. 13,2 ..) AS
- *<εὐοδῶται>
- προθύμως εἰς τὸ παρέχειν (1. Cor. 16,2) ASn
- *<εὑόμενοι>
- φλογιζόμενοι (Ι 468) AS
- [<εὐοίαιον>
- οὕτως εὐφημιζόμενοι λέγουσι τὸν καλούμενον χεί- μαῤῥον, τὸ τῆς νεὼς τρῆμα]
- <εὔομφα ὀνόματα>
- ...
- <εὐόργητος>
- ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος
- <εὐοργία>
- εὐπειστία
- <εὐόργοις>
- "ὄχλος γὰρ οὐδὲν τοῖσιν εὐόργοισ' ἔπος" (Archil. II p. 439 Bgk) νῦν ἐπὶ ψόγου, τοῖς μὴ ὀργιζομένοις ἐφ' οἷς δεῖ, ἀλλὰ πάντα εὖ φέρουσιν. ἔσθ' ὅτε δὲ ἐπὶ ἐγκωμίου
- <εὐωχεῖται>
- εὐφραίνεται
- *<εὐόρμου>
- ἐπιτηδείου ... (Φ 23)
- <εὐοχθεῖν>
- εὖ ἔχειν, εὐθυμεῖν. πλήρη εἶναι. εὐτροφεῖν· <ὀχὴ> γὰρ ἡ τροφή
- <εὐπαλές>
- ῥᾴδιον
- <εὐπαράφοροι>
- ἐξεστηκότες. †ὅμοιοι
- *<εὐπαθεῖν>
- εὐεργεῖν AS
- *<εὐπαθείας>
- εὐθαρσίας A
- *<εὐπαθοῦντες>
- εὔρωστοι (Ps. 91,14) AS
- *<εὐπαρακολούθητοι>
- ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα, καὶ οὐ νωχελεῖς ASvgn
- *<εὐπάρεδρον>
- καλῶς παραμένον (1. Cor. 7,35) Avb (gS)
- *<εὐπάροιστοι>
- εὐπαράγωγοι ASvg
- *<εὐπάρυφα>
- καλῶς ὑφασμένα Sn (Avg)
- <εὐπάρυφος>
- ἀγαθοῦ πατρὸς θυγάτηρ ἢ υἱός
- †<εὐπαρύφων>
- εὐμεταχειρίστων
- <εὐπατέρειαν>
- ἀγαθοῦ πατρὸς θυγατέρα (Ζ 292)
- *<εὐπατρίδαι>
- αὐτόχθονες An <καὶ μὴ> ἐπήλυδες
- [<εὐπατρίδες>
- οἱ αὐτόχθονες οὐχὶ ἐπίλυδες]
- <εὐπειθεῖς>
- πειθηνίους (r)
- *<εὐτειχῆ πάγον>
- <πόλιν> καλῶς τετειχισμένην, καὶ ἐν ὄρει κειμένην (Eur. Andr. 1009) AS
- <εὐπέκτων>
- εὐπόκων
- *<εὐπερίστατον>
- εὔκολον, εὐχερῆ (Hebr. 12,1) ASP (g)
- *<εὐπέταστον>
- πλατύ. εὐρίπιστον ASn
- *<εὐπετές>
- εὐχερές r. SP (g) s
- *<εὐπετῶς>
- εὐχερῶς Avgn. ῥᾳδίως g. εὐκόλως vgn. εὐθέτως g. ἀρτίως
- <εὐπηγής>
- εὖ τεθραμμένος. εὐπαγὴς τῷ σώματι (φ 334)
- <εὔπηκτος>
- εὐπαγής, καλῶς πεπηγμένη (np)
- <εὐπινῆ>
- πεπινωμένον
- *<ἐυπλοκαμῖδες>
- καλλιπλόκαμοι (β 119) Avg
- <εὔπλουτον κανοῦν>
- εὖ ἔχον πλούτου, διὰ τὰς ἐπ' αὐτῷ ὀλάς (trag. ad. 213). <πλοῦτον> γὰρ ἔλεγον τὴν ἐκ τῶν κριθῶν καὶ τῶν πυρῶν περιουσίαν· καὶ <οὐλοχύτας> τὰ κανᾶ, ἃ οἱ Δωριεῖς <ὀλβάχνια> (Dinoloch. fr. 13 K.)
- <εὐποιοί>
- εὐποιητικοί. δίκαιοι
- <Εὐπορία>
- ἡ Ἄρτεμις ἐν Ῥόδῳ
- <εὐπόρητος>
- ὁ καλῶς διοικῶν
- <εὐπραγία>
- εὐποιΐα (p)
- <εὐπότμως>
- εὐτυχῶς
- <εὖ πράσσειν>
- εὖ πράττειν, εὐτυχεῖν
- *<εὐπρέμνοις>
- εὐστελεχέσιν ASvgn
- *<εὐπρέπεια>
- εὐμορφία (2. Regn. 15,25 ..) (A) Sp
- *<εὐπρεπῶς>
- εὐκόσμως (1. Esdr. 1,10 ..) r. ASvg
- <εὔπρηκτον>
- ἐξεργαστικόν
- <ἐῢ πρήσσεσκον>
- ὑπηρέτουν (θ 259)
- *<εὔπρηστον>
- εὐφύσητον (Σ 471) gn
- <εὔπρῳρον>
- εὐπρόσωπον. εὐκέφαλον
- *<εὐπρόσιτοι>
- εὐχερεῖς AS. εὐπρόσδεκτοι S (Avg)
- *<εὐπρόσιτος>
- ᾧ τις εὐκόλως προσέρχεται· <ἀπρόσιτος> δέ, ᾧ ἀμήχανον προσελθεῖν AS
- <εὐπροσφθέγκτους>
- εὐήχους
- <Εὐπυρίδαι>
- δῆμος καὶ τόπος Ἀθήνησιν
- <εὔπωνος ὄμβρος>
- εὔποτος
- <εὐραί>
- πλῆμναι
- *<εὔπυργον>
- εὖ τετειχισμένην (Η 71)
- *<εὔπωλον>
- καλοὺς πώλους ἔχουσαν (Ε 551)
- <εὐράξ>
- ἐκ πλαγίου n (AS). ἐκ δεξιῶν (Λ 251)
- *<εὐρεῖα>
- μεγάλη n. πλατεῖα (Δ 182) Avn
- <ἐυρεῖος>
- καλῶς ῥέοντος n, μεγάλως
- <ἐυρείταο>
- τοῦ καλῶς ῥέοντος (Ζ 34)
- *<εὑρεσιεπίαις>
- εὑρεσιλογίαις Avn (g). ἐτυμολογίαις
- *<εὑρεσίλογος>
- φλύαρος r. ASvg
- [<εὐρέσφι>
- γυναιξίν]
- <εὕρημα>
- ἐπιτυχία. ἐπινόημα
- <εὑρήματα>
- *βουλεύματα ASvg. ἢ τὰ ἐν τοῖς μετάλλοις εὑρισκό- μενα
- <εὔρημον>
- καλλιεπές
- †<εὑρήσει>
- λοιδορήσει
- †<εὑρητοῖς>
- τοῖς ἀτιμασθεῖσιν
- *<εὐρίζων>
- πλατύνων Avg
- *<εὐρίζων ἀγαλλιάματι>
- καλὰς ῥίζας ἔχοντι καὶ χαροποιούς (Ps. 47,2) A (vg)
- <εὔρινος>
- εὔπνους r
- *<εὐρινοτάτην>
- εὐοσφραντικωτάτην AS
- <Εὐρίπιος>
- Ποσειδῶν
- <εὔριπος>
- θαλάσσιος τόπος r †πολύχροος τὸ πλάτος τῆς μεσό- τητος †τῶν ὑδάτων. ἢ [ὁ εὐχερῶς μεταβαλλόμενος (Aeschin. 3,90?) r
- <εὐρίπους>
- δοχὰς ὑδάτων
- [<εὐρόεντα>
- πλατεῖα. σκοτεινά]
- †<εὐροῖ>
- τράπεζα ἐπιμήκης, ἐν τοῖς †σκήδεσι παρατιθεμένη
- *<εὖρος>
- πλάτος. καὶ ἄνεμος· ἀπηλιώτης (Β 145 ..) AvgS
- <εὔροος>
- ἰσχυρῶς ῥέων (Φ 130)
- <εὔροον>
- καλῶς ῥέοντα (Η 329)
- <εὐρύ>
- μεγάλως. πλατέως (Ε 545)
- *<εὐρυάγυια>
- μεγάλη καὶ πλατεῖα ῥύμη ASP <πλατυάμφοδον> (Β 12) g
- <Εὐρύαλος>
- ὁ Ἀπόλλων [πλατυάμφοδον]
- <Εὐρυάνασσα>
- ἡ Ἥβη. [καὶ ἡ πλατεῖα, καὶ ἡ μεγάλη ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός]
- <Εὐρυβάλινδος>
- ὁ Διόνυσος
- <Εὐρυβάτης>
- πανοῦργος s, ἀπατεών, [κέρκωψ s
- *<Εὐρυβάτου πρᾶγμα>
- δεινός τις ἦν ἄνθρωπος ὁ Εὐρυβάτης (Dem. 18,24) ASn
- †<Εὐρυθίωνι>
- τάφος ἐπ' Εὐρυθίωνι. καὶ ἑορτὴ Δήμητρος. καὶ παιγμάτια ἐν τοῖς σκοτοταρίοις
- [<εὐρυκακέει>
- κωλύειν, κατέχειν]
- [<εὐρύκλενα>
- σχοῖνος ταχέα ἔχουσα τὰ ἄκρα]
- <Εὐρυκλῆς>
- ὁ ἐνγαστρίμυθος. ἦν [δὲ] δὲ γένος μάντεων, οὓς ὁμωνύμως <Εὐρυκλεῖς> ἔλεγον (Ar. Vesp. 1019)
- <εὐρυκόας>
- μεγαλόνους. μέγα ἰσχύων. εὐήκοος. εὔνομος. εὔτονος. εὐμενής
- <εὐρυκόωσα>
- εὐρυνόμος. ἢ πολυάστερος νύξ. ἢ μεγάλη. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· <κώους> γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον
- [<εὐρυκαήσσειν>
- κωλύειν, κατέχειν]
- *<εὐρυκρείων>
- μεγάλως βασιλεύων (Α 102 ..) vgn
- <Εὐρυμᾶς>
- Ὠλένιος τὸ γένος, διάβολος δέ, ὅθεν ἀνῃρέθη ὑπὸ Πολυδεύκους. κεῖται <ἡ> ἱστορία παρὰ Φερεκύδῃ (3,164 J.) (Archil.)
- <Εὐρυμέδων>
- ὁ Περσεύς. ἢ Ποσειδῶν. ἢ ἀετός. καὶ Ἑρμῆς
- [<εὐρύμναν>
- εὐρύχωρον]
- [<εὐρυμνάσαι>
- ἐρευνῆσαι]
- *<εὐρύ>
- πλατύ. μέγα ns
- <εὔρυναν>
- πλατύτερον ἐποίησαν (θ 260)
- <εὐρύνειν>
- αὔξειν. [ἰχνεύειν]
- <Εὐρυόδεια>
- μεγαλάμφοδος. καὶ ἡ Δημήτηρ οὕτως ἐν Σκαρφίᾳ. καὶ ἡ γῆ
- <εὐρυοδείης>
- ὁμοίως (Π 635)
- [<εὐρυκακέω>
- κωλύω, ἐπέχω, κατέχω]
- <εὐρυμέτωπον>
- πλατυμέτωπον (Κ 292)
- <εὐρυπόροιο>
- πλατεῖς πόρους ἐχούσης, ἢ μεγάλους (Ο 381)
- <εὐρυπυλές>
- μεγαλόπυλον (Ψ 74)
- <εὐρυπύλω>
- πλατείας ἔχοντος πύλας
- <εὐρυσάκης>
- ὁ μεγάλην ἔχων ἀσπίδα r καὶ γενναῖος
- <εὐρυσθενέα>
- μεγάλως ἰσχύοντα
- <εὐρυσθενές>
- μεγάλως ἰσχύον, μεγαλοδύναμον, μεγαλοσθενές (Η 455)
- <Εὐρυσθεύς>
- Σθενέλου καὶ Νικίππης υἱός (Τ 123) (n)
- <εὐρύστερνος>
- ὁ μεγάλα στήθη ἔχων. καὶ συνετός
- *<εὐρυτέρα>
- πλατυτέρα r. Avg (n)
- *<εὐρύχωρον>
- μεγάλως πολύχωρον (Isai. 30,23) n
- <εὐρώεντα>
- *πλατέα ASn. ἀναπεπταμένα. *σκοτεινά (Υ 65) ASn. καὶ ἃ περὶ τοὺς ἄρτους γίνεται
- <εὐρώεντος>
- σκοτεινοῦ, ἀπὸ τοῦ <εὐρῶτος>
- <εὐρύοπα>
- μεγαλόφθαλμον. ἢ μεγαλόφωνον. ἢ τὸν μεγάλως ἐφορῶντα. οἱ δὲ τὸν μεγάλους ἤχους ἀποτελοῦντα διὰ τῶν βροντῶν (Α 498)
- <εὐρωΐαν>
- εὐεξίαν. ὑγείαν
- <Εὐρωπία>
- ἡ Ἥρα
- *<Εὐρώπη>
- χώρα τῆς δύσεως ASPn. ἢ σκοτεινή r
- <εὐρῶπις>
- ἡ πατρίς
- <εὐρωπόν>
- σκοτεινόν r. πλατύ
- <εὐρωστίαν>
- ῥῶσιν. ὑγείαν
- *<εὐρώστως>
- ὑγιῶς ASvg. ἰσχυρῶς (Sap. 8,1 ..)
- *<Εὐρώτας>
- ποταμός ASn
- <εὐρωτίαν>
- ἰόν. μελανίαν
- *<εὐρωτιῶν>
- ἠφανισμένος. ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἄρτων, ὅταν ἄζυμοι ὄντες χρονίσωσιν, ἢ ὑγροὶ τῷ ἡλίῳ καὶ μὴ ξηρανθέντες (Ios. 9,5) AS
- *<εὐρωτιῶντες>
- σαπέντες A
- <ἐΰς>
- ἀγαθός S, καλός s μέγας. εὐτυχής (Β 819)
- <εὖσαι>
- καῦσαι
- †<εὔσαμα>
- ἀναφώνημα εὐαστικόν, καὶ βακχικὸν ἐπίφθεγμα. καὶ γὰρ τὸ βακχεύειν <εὐάζειν>, καὶ <σαβαῖοι> βακχεύοντες
- <εὕσανα>
- χύτρα. ὄρυγμα, ἐν ᾧ τοὺς ὗς βυθίζουσι. καὶ τὰ ἐγκαύ- ματα
- <εὐσέληνος>
- εὐφεγγής
- <εὐσέλανον Διὸς οἶκον>
- ἤτοι παρὰ τὸ σέλας, ἢ παρὰ τὴν σελήνην· ἵνα ᾖ ἀπὸ μέρους ἔναστρον
- <εὔσελμος>
- εὔζυγος
- <ἐϋσέλμοιο>
- εὐκώπου. εὐκαθέδρου. εὐσανιδώτου (Β 170)
- *<ἐϋσέλμου>
- ὁμοίως (μ 358) ASvg
- <ἐϋσέλμων>
- τὰ αὐτά (Η 419 ..)
- <εὗσεν>
- ἐμάδισεν (ι 389)
- *<εὔσημον>
- εὔδηλον, φανερόν (1. Cor. 14,9) AS(vg)
- *<εὐσθένεια>
- δύναμις r. S (Agv)
- <εὔσκαιροι>
- ταχεῖς
- <ἐΰσκαρθμοι>
- εὔποδες n, *εὐκίνητοι gn, ταχεῖς· <σκαρθμὸς> γὰρ ἡ κίνησις, τὸ δὲ <σκαίρειν> τὸ κινεῖσθαι (Ν 31)
- <εὔσκοπος>
- ἄνετος (n)
- <εὔσμακτον>
- εὔχαρι
- <εὐσμερδής>
- εὔρωστος
- <εὐσμίλωτα>
- εὖ κατασκευασμένα· ἀπὸ τῆς λατυπικῆς <σμίλης>. δύναται δὲ καὶ τὰ σμιλάκινα εὔβαφα
- <εὔσοια>
- εὐθηνία· σωτηρία
- <εὔσοοι>
- ἀσφαλῶς σῳζόμενοι
- <εὕσοντας>
- ἐκδέροντας
- <εὔσους>
- ὁ διευτυχῶν. καὶ ἥρως ἐγχώριος. καὶ εὐκίνητος. εὐφόρος
- [<εὐσότρου>
- εὐδρόμου]
- <εὐσπαλές>
- εὐσταλές
- <εὔσπλαγχνον>
- εὔκηλον
- <εὐσπάρτεος ἱστός>
- οὗ μήτε ἀραιὸς μήτε πυκνὸς ὁ στήμων τυγχάνει
- <εὔσπολον>
- εὐείμονα. εὐσταλέα
- <εὐσταλεῖ>
- ἀτρεμεῖ
- *<εὐστάθεια>
- παγιότης. <τὸ> ἐρηρεισμένον (Sap. 6,24) Avg
- *<εὐσταθειῶν>
- ἡδονῶν AS
- <ἐϋσταθέος>
- καλῶς βεβηκότος. εὐποιήτου (Σ 374)
- *<εὐσταθής>
- βέβαιος r. AS
- *<εὐσταθήσουσιν>
- ἡσυχάσουσιν AS
- *<εὐσταθῶς>
- ἑδραίως. καλῶς ἑστώς A (ps)
- *<εὐσταλεῖς>
- καλῶς ἐσταλμένους AS
- *<εὐσταλής>
- καλῶς ἐστολισμένος gp(n)
- <εὐσταλέσιν>
- εὐσχήμονα γὰρ ἐστολισμένα
- <εὐστείλεον>
- καλὴν λαβὴν ἔχουσαν
- <εὐστέφανος>
- εὐκέφαλος. εὔκοσμος· γυναικεῖος γὰρ κόσμος ἡ στεφάνη (Φ 511) καὶ ἐπὶ πόλεως μεταφορικῶς εὔπυργος, *εὔτειχος (g). καλὸν στέφανον ἔχων (Τ 99) A
- *<εὐστιβές>
- καλῶς πεπατημένον ASn. τετριμμένον S (Avgn)
- <εὐστόν>
- τὸ σειόμενον
- <εὔστομον>
- ἀπὸ μέρους, εὐπρόσωπον
- <εὕστρα>
- βόθρος, ἐν ᾧ τοὺς ὗς εὕουσι. καὶ ὁ στάχυς, ὅταν μήπω πέπειρος ὢν ἀποφλογισθῇ
- <ἐϋστρέπτοισιν ἱμᾶσι>
- σειραῖς δερματίναις
- <ἐϋστρόφῳ>
- καλῶς ἐστραμμένῳ (Ν 599)
- <εὐσύμβολον>
- εὐσυνάλλακτον
- *<εὐσυναλλάκτως>
- εὐμεταδότως (Prov. 25,10) ASPg(v)
- <εὐσύνοπτον>
- φανερόν, *εὐθεώρητον, σαφές gSp (A)
- <εὔσφυρος>
- καλλίσφυρος. ἀπὸ μέρους, καλή (Hes. Theog. 254)
- <εὐσχήμονες>
- εὐσχημόνως καὶ εὖ σχήματα ἐν ὀρχήσει ποιοῦντες
- *<εὐσχημόνως>
- εὐλαβῶς ASvg
- *<εὐσχολῶ>
- σχολὴν ἄγω ASn
- <εὐσωπία>
- ἡσυχία
- <εὔσωτρον>
- εὐκύλιστον· <σωὴ> γὰρ ἡ ἐφορμὴ καὶ φορά, ἧς εἶδος ἡ κύλισις
- *<ἐυσώτρου>
- εὐδρόμου (Ω 578 v. l.) ASPg
- *<εὖτ' ἄν>
- ὅταν. ὁπόταν (Α 242) ASP [εὖγε]
- [<εὐταλεῖ>
- ἀτρεμεῖ]
- <εὐταξία>
- εὐκοσμία (2. Macc. 4,37 ..)
- <εὖτε>
- ἡνίκα, ὅτε. καὶ καλῶς
- <εὖτε κενοῖο>
- ὁπότε †αὐτοῦ (Greg. Naz. c. 1, 2, 9, 124 v. l.?)
- <εὐτέκμαρτον>
- καλῶς τυπούμενον
- <εὐτελές>
- ὀλίγης δαπάνης. καὶ σύντομον
- <εὐτελής>
- σύντομος· <πολυτελὴς> γὰρ ὁ πολλὴν σκευωρίαν ἔχων χρόνου καὶ ἀναλωμάτων (Men. fr. 800 Koe.)
- <εὐτέλεια>
- ταπείνωσις. πενιχρότης
- <εὖτε πυκασθῇ>
- ὅτε σκεπασθῇ (Greg. Naz. c. 1, 2, 14, 13)
- *<εὖτέ τις>
- ὁπότε τις (Greg. Naz. c. 2, 2, 1, 89) n
- <εὐτεχνία>
- σοφία, σύνεσις
- †<εὐτμαδιέων>
- εὐτυχημένων
- *<ἐυτμήτοις>
- εὖ κατασκευασμένοις (Φ 30) ASn
- *<εὐτονία>
- ἀνεξικακία S(A). καρτερία. ὑπομονή (Eccles. 7,8)
- *<εὔτονος>
- εὐμενής S. γενναῖος r. ASvps
- <εὐτόνως>
- ἰσχυρῶς. ἐλαφρῶς
- *<εὐτραπελία>
- κουφότης. μωρολογία Avgn (S). αἰσχρολογία (Eph. 5,4)
- *<εὐτράπελος>
- γελοιώδης r. AS
- <εὐτρεπῆ>
- ἡτοιμασμένον
- <εὐτρεπής>
- ἕτοιμος. δίκαιος
- <Εὔτρη>
- πόλις Ἀρκαδίας
- <Εὐτρηἵους>
- τοὺς ἀπὸ Εὔτρης, τῆς πόλεως τῆς Ἀρκαδίας. Δωρικῶς δὲ εἴρηκε Τηλεκλείδης (fr. 57). θέλει γὰρ εἰπεῖν Εὐτρη- σίους
- *<ἐϋτρήτοισι>
- καλῶς τετρημένοις (Ξ 182) S
- <εὐτρόσσεσθαι>
- ἐπιστρέφεσθαι. Πάφιοι
- <εὐτρόχαλον>
- εὔκυκλον. ταχινόν [εὐτυχές, εὐεργές]
- <εὐτυκάζου>
- εὔτυκον ἔχε, ἕτοιμον (Aesch. Sept. 150)
- <<εὐτυκές>
- εὐεργές>. εὐχερές. εὐποίητον. ῥᾴδιον
- <εὐτυκῶς>
- ῥᾳδίως καὶ τὰ ὅμοια
- <εὐτυκίσων>
- εὐτυκῆ ποιήσων
- <Εὔυπνος>
- ὁ Ζεὺς [ἢ καλὸς ὕπνος.] παρὰ Δελφοῖς
- <εὐφάλαρα>
- λαμπρά
- [<εὔφαλον>
- ἐπιθαλάσσιον. βραχυθάλασσον]
- <Εὐφάμιος>
- ὁ Ζεύς
- <εὐφάρμακον>
- εὔχροον
- <εὐφημίαν>
- σιωπήν. εὐλογίαν
- [<εὔφαπτον>
- ὑπὸ θεοῦ κατεχόμενος]
- <εὐφεγγεῖς>
- λαμπρούς
- <εὖ φερόμενοι>
- εὐδοκιμοῦντες (Thuc. 5, 15,2)
- *<εὔφημα>
- καλά ASps. ἐπαινετά
- *<εὐφημεῖ>
- καλὰ λαλεῖ, ἢ ἐπαινεῖ APvgn
- <εὐφημῆσαι>
- βοῆσαι μετ' εὐφημίας (Α 22)
- <Εὔφημος>
- ὁ Ζεὺς ἐν Λέσβῳ
- <εὐφημοῦσι>
- στένουσι. κωκύουσι, κατὰ ἀντίφρασιν
- <εὐφήμως>
- ἡδέως
- <εὐφήμοις γόοις>
- δυσφήμοις, κατὰ ἀντίφρασιν. Αἰσχύλος Γλαύκῳ Ποτνιεῖ (fr. 40)
- <εὔφλεκτα>
- εὐκαῆ ξύλα
- *<εὐφορία>
- εὐθηνία S. καλὸς ἐνιαυτός A (S)
- <εὐφορῶν>
- καλῶς φέρων
- a) *<εὐφραδής>
- <καλῶς φράζων> vgn b) Πάταικος ἐπιτραπέζιος
- <Εὐφράτης>
- ποταμός, παρὰ Ἰουδαίοις Ἐδδεκελ (Dan. 10,4 θ#). καὶ ἰχθύς
- <εὐφρόνη>
- νὺξ καὶ εὐφροσύνη (Eur. Rhes. 518) s
- <εὐφρονέων>
- εὖ τὰς φρένας διακείμενος. φρόνιμος. χαίρων
- <εὐφροσύνη>
- εὐθυμία
- <εὔφρων>
- ἡδύς n, αἰδέσιμος. *ἱλαρός ASvgn. καλόφρων (Ο 99?) AP
- *<ἐϋφρονέων>
- καλῶς φρονῶν (Α 73) n
- <εὐφυΐα>
- ὀξύτης. γνῶσις r
- <εὐφυής>
- ὁ ἐξ ἑτοίμου λέγων, καὶ σκώπτων. μέτριος. σπουδαῖος. ὡραῖος. ἐπιεικής
- <εὐχάς>
- τάγματα
- <εὐχατῆσαι>
- ἐπικαυχήσασθαι
- <εὐχατότερον>
- πλουσιώτερον
- <εὔχεαι>
- καυχᾷ. αὐχεῖς. λέγεις (Λ 388)
- <εὔχιλον>
- εὔτροφον. εὔχορτον
- <εὔχεο>
- ἐκαυχῶ. ηὔχου (Γ 430)
- <εὐχερής>
- εὔκολος r(g) εὔστομος
- <εὐχέρεια>
- κουφότης
- <εὔχεσθαι>
- ἱκετεύειν (Ζ 240). καυχᾶσθαι. αὐχεῖν. λέγειν
- *<εὔχεται>
- καυχᾶται (Α 91) Avgn
- <εὐχετάασθαι>
- εὔχεσθαι (Ζ 268)
- <εὐχετίαζον>
- ηὔχοντο
- <εὐχήμονα>
- εὐχῆς ἄξιον
- <εὐχόμεθα>
- φαμέν (Δ 405)
- *<εὐχομένης>
- καυχωμένης (Α 397) n (A)
- <εὖχος>
- *καύχημα ASvg. βούλησις. νίκη (Ε 285)
- <εὔχους>
- χώνη. Σαλαμίνιοι
- <εὔχρηστος>
- χρήσιμος
- <εὐχωλή>
- *εὐχή ASPgn. καύχησις (Δ 450) Sgn. θυσία sΣb. νίκη. τέρψις. χαρά
- *†<εὐχώλησεν>
- ἐχώλησεν †Agn
- *<εὔψυχος>
- ἱλαρός (Eur. Andr. 764 ..) ASvp
- *<εὕω>
- καίω, φλογίζω r. AS sp
- *<εὐώδεϊ>
- εὐόσμῳ (Γ 382) n
- *<εὐωδία>
- εὐοσμία (Gen. 8,21 ..) (A)
- *†<εὔολον>
- συνετόν (A)
- <εὔωνον>
- *εὔπρατον, εὐαγόραστον ASvg. ἢ ὃ μὴ ἄξιον λόγου
- <Εὐώνυμον>
- *ἀριστερόν (Act. ap. 21,3) (Avgn)P. καὶ δῆμος φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος
- *<εὐώνῳ>
- εὐτελεῖ ASPn
- <εὐῶπα>
- εὐόφθαλμον. φίλον
- <εὐῶπι>
- Οὖπις θεὰ παρθενικὴ ἐν Τροιζῆνι (Call. h. Dian. 204)
- *<εὐωρεῖ>
- παίζει ASvg ps
- <εὐωρεῖν>
- τὸ μηδενὸς ἔχειν λόγον, ἢ μηδενὸς φροντίζειν
- <εὐωρία>
- ὀλιγωρία, ἀμέλεια
- <εὐωριάζειν>
- ὀλιγωρεῖν, μὴ ἔχειν φροντίδα. παρακούειν (Soph. fr. 517)
- <εὐώροιο>
- δικαίας
- <εὔωρος>
- καταφρονητικός. ἢ φροντιστής
- <εὔωρος>
- γῆ ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα. ἢ ὥριος. ἢ ὀλίγωρος
- <εὔωρος γάμου>
- Σοφοκλῆς Ἔριδι (fr. 190). ἤτοι ὥριος. ἢ ὀλί- γωρος. οὕτω γὰρ λέγουσι κατὰ ἀντίφρασιν· ὡς ὁ αὐτὸς ἐν Σκυρίοις (fr. 517) χρῆται τῷ εὐωριάζειν
- <εὐωχηθέντα>
- εὐφρανθέντα
- *<εὐωχία>
- εὐφροσύνη r. S
- [<ἔφαιδον>
- διῄρουν ἱερεῖον]
- <ἐφαιδύνθησαν>
- ἱλαροὶ ἢ λαμπροὶ ἐγένοντο
- <ἐφαίνετο>
- ἔδοξεν (Eur. Hipp. 1217)
- *<ἔφαλον>
- ἐπιθαλάσσιον βραχυθαλάσσιον (Β 538) (An)
- <ἐφαλῶν>
- προσηλῶν
- *<ἐφαλλόμενος>
- πηδήσας AS
- [<ἐφαμεροφαρίῳ>
- ἀνεφημέρῳ. Ταραντῖνοι]
- <ἐφάμην>
- ᾠήθην. *ἔλεγον Avgn. ὑπέλαβον. ἐδόκουν (Γ 366)
- *<ἐφάμιλλον>
- ὅμοιον (Dem. 20,102?) r. ASvgn
- [<Ἐφάμιος>
- Ζεύς]
- *<ἔφαν>
- εἶπον (Γ 161) An (g)
- <ἐφάπτεται>
- προσεγγίζει
- <ἔφανεν>
- ἔδειξεν, ἐφανέρωσεν
- <ἐφαπτίδας>
- πόρπας (Ezech. 26,16 Aqu.)
- <ἐφαπτός>
- ὑπὸ θεοῦ κεχαρισμένος
- <ἐφάργνυσαν>
- ἔφραξαν
- <ἐφαρδμόν>
- ἀρδευτὸν πεδίον
- <ἐφατίξαντο>
- ἐψηφίσαντο
- *<ἔφασαν>
- διηγοῦντο. ἔλεγον (Ο 700) ASvg
- *<ἔφασκεν>
- ἔλεγεν (μ 275) APvps (g)
- <ἐφάτισαν>
- εἶπον. διεφήμισαν
- *<ἔφατο>
- εἶπεν (Α 33) A
- *<ἐφαύλιζον>
- εὐτέλιζον ASnp
- *<ἐφαύλισα>
- ἀπέβαλον, φαῦλον ἡγησάμην (Iob 31,13) AS
- *<ἐφαύλισεν>
- ἀπεδοκίμασεν (Gen. 25,34 ..) AS
- *<ἐφ' αὑτάς>
- πρὸς αὑτάς A
- <ἐφάψαι>
- δῆσαι ἱμάντα
- <ἐφέασθεν>
- ἐγέλασαν. διεχύθησαν
- *<ἐφ' ἑαυτοῦ>
- καθ' ἑαυτοῦ A
- <ἐφέβοντο>
- ἔφευγον (Ε 527)
- <ἐφεγρήσσων>
- ὁ ἀγρυπνῶν
- <ἐφεδές>
- ἐπίπεδον, ταπεινόν, χαμαί
- <ἐφεδέται>
- ἀρχή τις ἐν Σάμῳ
- <ἐφέδρα>
- πόα τις, ἣν καὶ <ἵππουριν> καλοῦσι. καὶ κίονος μέρος. καὶ οἱ γλουτοί. καὶ ὄργανα ἰατρικὰ εἰς καταρτισμούς (Hip- pocr. fract. 8; 3,444 L.)
- <ἐφ' ἕδρανα>
- ἐφ' ὧν καθῆντο <οἳ> τὰς λύρας ἔχουσι. Φρύνιχος Ταντάλῳ (fr. 7)
- <ἐφέδριζεν>
- †ἐδιέσκευεν. ἔπαιζεν
- <ἐφεδρίζειν>
- παίζειν τὴν λεγομένην <ἐφεδριασμὸν> παιδιάν, ὅταν περιαγαγὼν τὰς χεῖράς τις κατὰ νώτου, ἐκ τῶν κατόπιν βαστάζῃ τὸν νικήσαντα. ταύτην δὲ τὴν παιδιὰν Ἀττικοὶ <ἐν κοτύλῃ> λέγουσιν· ἄλλοι δὲ ... τὴν συναφὴν τῶν χειρῶν, παρὰ τὸν κρίκον
- *<ἐφεδρήσσων>
- παρακαθήμενος (Greg. Naz. c. 2,1,1,87) (Ags) T
- <ἐφεδριστῆρας>
- τοὺς ἐπικαθημένους ἐν τῇ εἰρημένῃ παιδιᾷ
- *<ἔφεδροι>
- ἐπιτηροῦντες ASs
- <ἔφεδρον>
- [τὶ] ὀστοῦν τι ἐν ἡμῖν
- <ἔφεδρος>
- *ταβλιστὴς τρίτος. ἐνεδρεύων ASPvg. καὶ ὁ ὑφ' ἡμῶν <ἐπίκληρος>. καὶ δίφρος τις. καὶ ὁ ἐπιδίφριος [καὶ] χειροτέχνης
- *<ἐφέζεται>
- ἐπικαθέζεται ASvgn
- *[<ἐφηβία>
- νεότης g]
- [<ἐφείλατο>
- ἐφίλησεν]
- <ἐφεῖτο>
- ἐνετείλατο r [ἐνετέλλετο]
- *<ἐφείω>
- ἐπενέγκω r. ἐπιβάλω (Α 567) n
- <ἐφέλης>
- ἐπίαλτος
- <ἐφελγύνοντες>
- ἀλγύνοντες
- [<ἔφελλεν>
- ἐπεχείρησεν]
- <ἐφέλκυσον>
- ἕλκυσον
- <ἐφέμεν>
- παρεῖναι
- *<ἐφενάκιζον>
- ἐχλεύαζον ASPn (vg)
- <ἐφεπτᾶσθαι>
- ἐπακολουθῆσαι. Λάκωνες
- *<ἐφέξει>
- σταθῇ vg. ἀποκαθέξει. παύσει n
- *<ἔφεξιν>
- χάριν. ἕνεκα. κώλυσιν. ἢ πρόφασιν AS (vg)
- <ἔφεξιν>
- [χάριν, ἕνεκα]. ἐποχήν. πρόφασιν. Εὐριπίδης Πειρίθῳ (fr. 599). [ἔπεξις]
- <ἐφέξω>
- πέμψω
- [<ἐφέξεται>
- ἐπικαθέζεται]
- <ἐφέπειν>
- ἐπακολουθεῖν (r). ἐπιπορεύεσθαι
- <ἔφεπε>
- ἐφεῖπε. κατήπειγεν (Λ 496)
- <ἐφέπεσκεν>
- εἷπεν. περιέτρεχεν
- <ἐφέπεσκον>
- ἐπεπορεύοντο (μ 330)
- *<ἐφεπόμενοι>
- ἐπακολουθοῦντες (Avg)
- <ἐφ' ἑπταπόδην>
- ζυγὰ νεώς, ἢ θρόνον, ἢ ὑποπόδιον ἑπτὰ πόδας ἐπὶ †δώδεκα (Ο 729)
- <ἔφεπεν>
- ἐπεδίωκεν (Λ 177) s
- <ἐφέποντες>
- ἐπερχόμενοι. ἐπιδιώκοντες. ἐπιπορευόμενοι (ι 121)
- *<ἔφερβεν>
- ἔτρεφεν (Eur. Or. 869) ASvgn
- *<ἐφ' ἕργμασιν>
- ἔργοις n
- <ἔφερσεν>
- ἐκύησεν
- <ἔφες>
- ἄφες. ἐπιβαλοῦ. *ἐπίπεμψον (Ε 174) gnp
- <ἐφέσει>
- ὀρέξει
- <ἐφέσεως>
- ἐπιθυμίας, ὀρέξεως
- <Ἐφέσια>
- ἀγὼν ἐν Ἐφέσῳ ἐπιφανής (Thuc. 3, 104,3)
- <Ἐφέσια γράμματα>
- ἦν μὲν πάλαι <ς#>, ὕστερον δὲ προσέθεσάν τινες ἀπατεῶνες καὶ ἄλλα. Φασὶ δὲ τῶν πρώτων τὰ ὀνόματα τάδε· ἄσκιον, κατάσκιον, λίξ, τετράξ, δαμναμενεύς, αἴσιον. Δηλοῖ δὲ τὸ μὲν <ἄσκιον> σκότος, τὸ δὲ <κατάσκιον> φῶς, τὸ δὲ <λὶξ> <γῆ, <τετρὰξ> δὲ ἐνι>αυτός, <δαμναμενεὺς> δὲ ἥλιος, <αἴσιον> δὲ ἀληθές. Ταῦτα οὖν ἱερά ἐστι καὶ ἅγια
- <ἐφέσασθαι>
- ἐπικαθῆσθαι
- <ἐφεσίαν>
- ἀντιποίησιν. ἐπιθυμίαν
- *<ἐφέσιον>
- ἐγκλητεύσιμον AS
- *<ἔφεσις>
- ἔκκλησις Ag. ἐπιθυμία, ὄρεξις. καὶ ἡ ἐκ δικαστηρίου εἰς ἕτερον δικαστήριον μεταγωγή ASvgn
- <ἐφεσπερεύεσθαι>
- ἑσπέρας ἐγρηγορέναι (r)
- *<ἐφεσπόμεθα>
- ἀκολουθοῦμεν S (vg)
- <ἐφέσσατο>
- ἐπεβάλλετο (Greg. Naz. c. 1, 1, 8, 115)
- <ἐφέσσαι>
- ἐπικαθίσαι τῇ νηΐ (ν 274)
- <ἐφέσσεσθαι>
- ἐφέζεσθαι, καθέζεσθαι (Ι 455)
- *<ἐφεστιασάμενος>
- εὐωχηθείς, εὐφρανθείς ASvg
- <ἐφέστιοι>
- ἔνοικοι, ὅσοι ἑστίαν καὶ οἶκον ἔχουσι. ξένοι, ἐπίδημοι. οἰκέται. Σκυθῶν βασιλέως ἀποστάται
- <ἐφέστιος>
- αὐτόχθων r. ἢ πολίτης. ἢ *ἔνοικος (Β 125) r. n
- †<ἐφέστα>
- τὸ †ἑσπερινὸν δίκτυον
- *<ἐφεστρίς>
- χλανίς r. gn
- <ἐφεστρίδες>
- τὰ ἐπιβλήματα (r)
- <ἐφέται>
- δικαστῶν εἶδος Ἀθήνησι, <ἐπὶ> τῶν ἐφ' αἵματι διω- κομένων
- <ἐφέτας>
- τοὺς ἡγεμόνας τῶν Περσῶν καταχρηστικῶς (Aesch. Pers. 79). κυρίως δὲ οἱ τὰς φονικὰς δίκας Ἀθήνησι δικάζοντες
- *<ἐφέτην>
- καταληπτήν AS
- <ἐφετίνδα>
- εἶδος παιδιᾶς, ὅταν σφαῖραν ἄλλῃ προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι. καὶ πεποίηται παρὰ τὸ φενακίζειν (Cratin. fr. 415?)
- <ἐφετίς>
- παιδίσκη. διάκονος
- <ἐφετμή>
- *ἐντολή r. ASg. ἐπιστολή, νουθεσία, πρόσταγμα (Ξ 249) b
- *<ἐφετμῶν>
- τὰ αὐτά (Α 495) Ag
- <ἔφευξαν>
- ἔφυγον
- <ἐφέψει>
- καταλήψεται (S)
- <ἐφεψιώμενοι>
- ἐπιπαίζοντες, ἐπισκώπτοντες
- <ἐφεψιόωνται>
- ἐπιπαίζουσιν. ἐπικαταλαμβάνουσιν. ἐφήδονται (τ 331)
- <ἐφέωται>
- ἐφεῖται
- <ἔφη>
- *εἶπεν Avgn. ἔδοξεν. ἀπεκρίθη
- *<ἐφηβίαν>
- νεότητα (2. Macc. 4,9) ASg (r)
- <ἔφηβοι>
- οἱ ἡβῶντες. ἐλέγετο δὲ καὶ ἐπὶ παρθένων
- *<ἔφηβος>
- παῖς μικρός, ἐν τῇ ἀκμῇ ASvgn
- *<ἐφήβων>
- νεωτέρων (2. Macc. 4,12) n
- *<ἐφήδεσθαι>
- ἐπιχαίρειν, ἐπιτέρπεσθαι ASvgp
- *<ἐφήδοιτο>
- τέρποιτο ASvn
- *<ἐφηδόμενοι>
- χαίροντες An
- [<ἐφήθη>
- συνεχωρείσθη]
- <ἐφησθείς>
- ἐπιχαρείς
- <ἐφήκατο>
- ἐνετείλατο
- *<ἐφῆκεν>
- ἐξεκαλέσατο ASgn. ἐφώρμησεν. [ἔπεμψεν (Α 445) r. sn (Ag)
- <ἐφήκει>
- ἐφορμᾷ. ἐπέρχεται
- <ἐφήλιδες>
- περόναι. καὶ πάθος ἐπὶ προσώπου τραχύτητα <παρέχον>. καὶ αἱ τοῦ ἡλίου ἐπικαύσεις, αἱ καὶ <ἐφήλεις>
- *<ἔφηλος>
- [ἔφυλος] ἡλοφόρος. ἢ [ἐφήλιδας [ὡς ἥλους] ἔχων εἰς τὴν ὄψιν (Lev. 21,20) ASgn
- <ἐφήλωσεν>
- ἠπάτησεν (Aesch. Ag. 492) r. s
- <ἐφήμερα>
- μετάβολα. φθαρτά
- *<ἐφ' ἡμέραι>
- ἐφ' ἑκάστης ἡμέρας AS
- *<ἐφημερία>
- ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία (I Esdr. 1,2 ..) r. AS
- <ἐφημέριοι>
- ἄνθρωποι θνητοί, ἐπιθετικῶς
- <ἐφημερίων>
- ἀνθρώπων
- <ἐφήμερον>
- τὸ κώνειον. καὶ μύρον τι. καὶ ζῷον οὕτω καλούμενον, ὅπερ ζῇ μίαν ἡμέραν
- †<ἐφημίαι>
- ἀγροί. καὶ βέλτιον ἀφημίαι
- *<ἐφημοσύνη>
- ἐντολή (Ρ 697) (AS)
- <ἐφ' ἡμῶν>
- ἐπὶ ἡμῶν. ἐν τοῖς χρόνοις ἡμῶν
- [<ἐφήμως>
- εὐφήμως]
- *<ἔφηνεν>
- ἔδειξεν r. gn. ἐποίησε φανερόν (Β 318) r. n
- <ἐφήσεις>
- ἀναπείσεις (Α 518)
- <ἐφῆπται>
- περιῆπται. πρόσκειται. ἐπίκειται (Β 15)
- *<ἔφησθα>
- εἶπας (Α 397) ASg
- *<ἐφησθεῖεν>
- ἐπιχαρεῖεν ASvgn
- *<ἐφήσθης>
- ἐχάρης AS (vg)
- *<ἐφήσομαι>
- ἐπιθήσομαι. ἐντελοῦμαι ASg. ἐπισκήψω A. ἐπισκέψο- μαι (Ψ 82) S. πέμψω, ἀποστελῶ APn
- *†<ἑφθά>
- ἐμάλασσε διὰ τοῦ καίεσθαι AS
- *<ἑφθαλέας>
- <ὀπτοῦ ἐξ οὗ καὶ ἑφθοῦν τὸ ὀπτᾶν> g Σa
- *<ἔφθης>
- προέλαβες. ἔφθασας (λ 58) (ASg)
- [<ἐφθιᾶ>
- ἀπέθανεν]
- [<ἐφθίεται>
- ἔφθιται. τεθνᾶσιν]
- *<ἐφθίατο>
- ἐφθάρησαν (Α 251) r (Sn)
- <ἐφθίσθη>
- ἀπέθανεν
- *<ἔφθιτο>
- ἐφθάρη SP, ἐτελεύτησεν (Σ 100)
- <ἑφθόν>
- τὸ ὠπτημένον (Num. 6,19 ..) r
- <ἐφίαλεν>
- ἐπεχείρησεν
- *<ἐφιάλτης>
- ὁ ἐπιπηδῶν S (Agn)
- <ἐφιγμένους>
- ἐπιτυχόντας
- <ἐφιδύειν>
- ὀκνεῖν
- *<ἐφίει>
- ἐπιπέμπει ASn
- *<ἐφιείς>
- ἐπιβάλλων, ἐπιπέμπων (Α 51) gn, συγχωρῶν ASvg
- *<ἐφίεμαι>
- ἐπιθυμῶ r. ASvg. καταλαμβάνω
- <ἐφιέμεναι>
- ἐνδιδόναι n
- *<ἐφιέμενοι>
- ἐπιθυμοῦντες (Eur. Rhes. 46) Agn
- <ἐφιέντα>
- ἐπιθυμοῦντα
- <ἐφιέμενος>
- *ἐπιθυμῶν APs. ἐντελλόμενος (ν 7)
- <ἐφιέρεια>
- τὰ ἐπὶ τοῖς ἱερείοις ἀποθυόμενα
- *<ἐφιζάνει>
- ἐπικαθέζεται r. ASvg
- <ἐφίημι>
- ἐφιέναι κελεύω, ἐπιτρέπω
- *<ἐφίησιν>
- ἐπιτρέπει ASgn
- *<ἐφικέσθαι>
- καταλαβέσθαι ASvgn
- <ἐφικνεῖται>
- καταλαμβάνει r
- <ἐφικνούμενος>
- νοῶν. φθάνων. ἐγγίζων. παραγενόμενος. ἢ γνούς
- <ἐφίκοιτο>
- παραγένοιτο r. *νοήσοι ASvgn
- *<ἐφικτόν>
- δυνατόν. καταληπτόν (2. Macc. 15,38) r. ASvgn
- <ἐφίλατο>
- ἐφίλησεν. φίλον ἐποιήσατο (Ε 61)
- <ἐφίληθεν>
- ἐφιλήθησαν (Β 668)
- <ἐφινίους>
- τὰς ἐπὶ τοῦ ἰνίου σάρκας
- <Ἔφιπνος>
- Ζεὺς ἐν Χίῳ
- <ἔφιππος>
- ἀγὼν γυμναστικὸς παρὰ Λάκωσιν
- <ἐφ' ἵππων>
- ἐπὶ τῶν ἵππων (Ε 249)
- *<ἐφίεσαι>
- ὁρμᾷς AS
- *<ἐφιστάνουσιν>
- ἐκζητοῦσιν Avgs
- <ἐφιστορεῖν>
- ἐπερωτᾶν
- <ἐφίτυσεν>
- ἐγείνατο, ἐγέννησεν
- <ἔφλα>
- ἐμάλασσεν (Ar. Plut. 718). συνεμίσγετο. συνῆν
- *<ἔφλεγεν>
- ἔκαιεν σφοδρῶς n
- <ἔφλιβεν>
- ἔθλιψεν, ἔθλιβεν
- <ἔφλιδεν>
- διέῤῥεεν. ἐῤῥήγνυεν
- <ἔφλυεν>
- ἀνέβαλλεν. ἔστι δὲ τῶν πεποιημένων (Φ 361)
- <ἐφλυάρει>
- ἐλήρει
- <ἐφλυήρει>
- ἐλήρει, ἐμωρολόγει
- [<ἐφνιδίως>
- ἀθρόως, ἄφνω]
- <ἐφόβει>
- εἰς φόβον ἦγεν
- <ἐφόβηθεν>
- ἐφοβήθησαν, ηὐλαβήθησαν (Ε 498)
- <ἐφόβησαν>
- ἐδίωξαν
- *<ἐφοδευσάτωσαν>
- κατασκοπησάτωσαν (Deut. 1,22) ASvg
- *<ἐφόδια>
- ἁρμόδια ASn εἰς ὁδόν Sn
- <Ἐφραῒμ ἀντίληψις τῆς κεφαλῆς> (Ps. 107,9) καὶ <Ἐφραῒμ> ὁ παράκλητος· <κεφαλὴ> δὲ ἡ διάνοια
- <ἐφοδεία>
- τὸ ἐπιέναι τὰς φυλακὰς τὸν ἄρχοντα
- <ἔφοδος>
- *ὁρμή ASn. ἄφιξις. *ἐπιδρομή ASvg. παρουσία. *βλάβη AS
- *<ἐφοίτησε>
- παρεγένετο n (vg)
- <ἐφολκά>
- τὰ ἀγαγεῖν δυνάμενα (Thuc. 4, 108,5)
- <ἐφόλκαιον>
- ἐφολκίδα. πηδάλιον (ξ 350)
- *<ἐφόλκια>
- μικρὰ καράβια, παρὰ τὸ <ἕλκεσθαι> ὑπὸ τῶν κωπη- λατῶν ἢ τῶν μεγάλων πλοίων ASvg
- *<ἐφολκίδα>
- ἐπάχθειαν. σκάφος (Eur. Andr. 200) An
- <ἐφόλκιον>
- διὰ τοῦ <ι> τὸ πηδάλιον, ἀπὸ τοῦ <ἐφέλκεσθαι
- <ἐφομαρτεῖτον>
- ἐπιδιώκετε. ἐπισπεύδετε. *ἐπακολουθεῖτε (Ψ 414) n
- <ἐφομαρτεῖτον>
- ὁμοζυγεῖτε
- <ἐφοπλίζει>
- παρασκευάζει, ἑτοιμάζει
- <ἐφόπτης>
- θεατής. αὐτόπτης
- <Ἐφόρκιος>
- Ζεύς, ἐν †Κιτάνω τάματι
- <ἐφορμήν>
- ὅθεν ἄν τις <ἐν> πολέμῳ ἐφορμήσειεν
- *<ἐφορμήσαντα>
- ἐπελθόντα AS
- <ἔφορος>
- ἐπίσκοπος, ἐπιστάτης, θεατής. *θεός Ab. ἐπόπτης ASvg
- <ἐφόρμῳ>
- νεωλκίῳ
- <ἐφορεύειν>
- ἐποπτεύειν, ἀπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ ἐφόρων
- *[<ἐφοστρίδες>
- εἶδος ἱματίου ASv]
- *<ἐφ' ὅτῳ>
- ἐφ' ᾧτινι, ἐπί τινι Avgn
- *<ἐφουδ βαρ>
- ἱερατικὸν ἔνδυμα ASg. τὸ δὲ βαρ μικρὸν λέγεται (1. Regn. 2,18 ..) S
- *<ἐφουδ> Ἑλληνικῇ ἐπωμίδι προσέοικε. γίνεται γὰρ τοῦτον τὸν τρόπον· ὑφανθὲν ἐπὶ βάθος πηχυαῖον, ἔκ τε χρωμάτων παντοίων, καὶ χρυσοῦ συμπεποικιλμένου, ἀπερίπτυκτον τὸ μέσον τοῦ στέρνου καταλιμπάνει, χειρῖσι τε ἠσκημένον, καὶ τῷ παντὶ σχήματι χιτῶνα εἶναι πεποιημένον Σb. τοῦτο τὸ <ἐφοὺδ> ἦν, τὸ ἔχον τοὺς δώδεκα λίθους, καὶ ... εἰς αὐτὸ ἐπηρώτων, ὅτε ἀπήρχοντο εἰς πρᾶγμα
- <ἔφρασεν>
- ἐδήλωσεν ps
- <ἐφρασάμην>
- συνῆκα, ἔγνων (ρ 161)
- <ἐφράσθη>
- συνῆκεν, ἔγνω, ἐνόησεν (Eur. Hec. 546)
- †<ἔφρικα>
- πεπλήρωτο. ἀνεγνωρίσθη†
- <ἔφριξεν>
- ὀρθὰ δόρατα ἔσχεν (n). ἐδειματώθη. ἐπεῤῥώσθη (Ν 339)
- *<ἐφρύαξαν>
- ἐκινήθησαν S. ἐπήρθησαν vgn. συνήχθησαν (Psalm. 2,1) A
- <ἐφρύγη>
- ἡμίφλεκτος ἐγένετο
- <ἐφρυκτωρήθησαν>
- ἐπυρσεύοντο (Thuc. 3, 80,2) (r)
- *<ἔφυ>
- ἐγένετο (ψ 190) ASvgn
- <ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον>
- νόμος ἦν Ἀθήνησιν ἀμφιθαλῆ παῖδα ἀκάνθαις μετὰ δρυείων στεφάνων στέφεσθαι, καὶ τὸ λίκνον ἄρτων ἀναλαμβάνειν πλῆρες, εἶτα ἐπιλέγειν· <ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον>· τὸ γὰρ ἐκ τῶν δρυῶν καὶ ἀκανθῶν ἅμμα κακὸν ἔλεγον
- *<ἐφ' ὑγρήν>
- ἐπὶ τὴν θάλασσαν (α 97 ..) ASv
- *[<ἐφύξα>
- ἐφύσα ASvg]
- *<ἔφυδρος>
- ὕδωρ ἄγων (ξ 458) g
- <ἐφ' ὕδωρ λαχεῖν>
- λαγχάνει τις ὕδωρ παρατηρήσων τὸ ἐν ταῖς δίκαις
- <ἐφυμνεῖς>
- ἐπάιδεις. Σοφοκλῆς Ἀλεάδαις (fr. 87)
- <ἐφύμνια>
- ᾠδαί
- *<ἐφύπερθεν>
- ὑπεράνωθεν (ι 383) ASvgn
- <ἐφυπνῶσαι>
- καθευδῆσαι
- <Ἐφύρη>
- ἡ νῦν Κόρινθος (Ζ 152) gn. καὶ Κίχυρος καλουμένη ἐν τῇ Ἠπείρῳ (α 259), καὶ ἡ Οἰνόη
- *<ἔφυρον>
- ἔβρεχον ASvgn, ἐμόλυνον S. ἔπλυνον (Ω 162) Avgn
- <Ἐφύρους>
- τοὺς Ἀκαρνᾶνας (Ν 301)
- <ἔφυς>
- ἐβλάστησας. ἐγένου (Eur. Alc. 686)
- <ἔφυρσαν>
- ἐπάτησαν
- <ἐφυσίασεν>
- ἀνέπνευσεν
- <ἐφυσίησεν>
- ἀνέπνευσεν
- <ἐφυσίησα>
- ἐπυῤῥίησα. ἐπεῤῥώσθην
- <Ἔφυροι>
- ἔθνος
- †<ἐφώδει>
- ἐπέληγε. Λάκωνες
- *<ἐφώδευσεν>
- ἐπέρασεν (Iudith 7,7) AS
- *<ἐφωδιάσθημεν>
- τὰς χρείας τῆς ὁδοῦ ἐλάβομεν (Ios. 9,12) AS
- <Ἐφωδίων>
- Ἐρατοσθένης διὰ τοῦ <τ> Ἐφωτίων ἀναγράφει (fr. 21 Str.) Μαινάλιον περιοδονίκην παγκρατιαστήν· ὁ δὲ Πολέ- μων διὰ τοῦ <δ> (Ar. Vesp. 1191)
- <ἐφ' ᾧ πάρει>
- ἐπὶ ποίῳ σκοπῷ πάρει, καὶ παραγέγονας ἐνταῦθα (Matth. 26,50 v. l.)
- <ἐφωπλίζοντο>
- παρεσκευάζοντο
- <ἐφωράθη>
- ἠλέγχθη n. ἐθριαμβεύθη
- *<ἐφώρμησεν>
- ἐνέσκηψεν ASn
- <ἐφωσιωμένα>
- τὰ νομιζόμενα
- *<ἐφώτισεν>
- ἐδίδαξεν (4. Regn. 12,3) ASs
- *<ἐφ' ὅτῳ>
- ἐφ' ᾧ, ἢ ἐπὶ τίνι p
- <ἔχαδε>
- κατέσχεν. ἐχώρησεν (Δ 24)
- *<ἐχάζετο>
- ὑπεχώρει, ἀνεχώρει (Γ 32) n
- *<ἐχάζετο κῆρ' ἀλεείνων>
- ἀνεχώρει τὸν θάνατον ἐκκλίνων (Γ 32 ..) An
- <ἐχάλασεν>
- ἐνέδωκεν. ἀφῆκεν
- <ἐχαλέφθη>
- ἐχαλέπηνεν
- *<ἐχάλεψεν>
- ἐκάκωσεν (Greg. Naz. c. 2, 1, 13, 132) n
- <ἐχάνδανεν>
- ἐχώρει (Ψ 742?)
- <ἔχανεν>
- *ἤνοιξεν (Gen. 4,11) AS. ἐκάλει. †συνεῖχεν
- <ἐχάνη>
- σκεῦός τι ὁδοιπορικόν
- *<ἐχαράκωσεν>
- ἐκύκλωσεν. ἐπολιόρκησεν (Ierem. 39,2) S
- *<ἐχάραξαν>
- ἤρξαντο (4. Regn. 17,11) AS
- <ἐχάσατο>
- ἀνεχώρησεν. ἀπέστη (Ν 193)
- <ἔχε>
- ἐγεγαμήκει (Ν 173)
- <ἔχεαι>
- συνέχῃ (σ 123)
- *<ἐχέγγυος>
- ὁ ἀσφαλὴς ἐγγυητής vgbp
- <ἐχεγγύῳ>
- πιστῷ. βεβαίῳ. ἐξ αὑτοῦ ἔχοντι τὴν ἐγγύην (Eur. Andr. 192)
- <ἐχέγγυοι>
- ἀξιόπιστοι
- †<Ἐχεδημία>
- ἡ νῦν Ἀκαδημία καλουμένη
- <Ἐχεδωρίδες>
- αἱ νύμφαι
- <ἔχεεν>
- ἔχωσε Σ, χῶμα ἤγειρεν (Ζ 419)
- <ἔχει>
- *κατέχει (Α 82) n, κρατεῖ. νέμεται. διείργει. τημελεῖ. ἀξιοῖ. βαστάζει, φέρει. ὑπομένει
- <ἔχες>
- ἔχεις, ἢ εἶχες
- <ἐχειμάσθην>
- ἐταράχθην. τὴν ζάλην ὑπέμεινα (Soph. Ant. 391)
- <ἐχειμίων>
- ἐρίγουν. καὶ <ἐχείμων> <Λάκωνες>
- <ἔχει τέλος>
- τετελεύτηκε [Λάκωνες]
- <ἐχειρούργει>
- ἔπραττεν
- <ἐχεκήλην>
- κηλήτην
- *<ἐχέμεν>
- ἔχειν (Δ 302) ASn
- *<ἐχεμυθεῖ>
- ἔχει ἐν ἑαυτῷ τὸν λόγον ASvg. σιωπᾷ (A) S
- <ἐχενηΐς>
- εἶδος ἰχθύος r. p
- *<ἐχεμυθεῖν>
- σιωπᾶν An, λόγους στέγειν
- <ἐχέμυθος>
- ἔχων ἐν ἑαυτῷ τὸν λόγον, ἤτοι κρατῶν τὸν λόγον σιωπῇ
- *<ἐχεπευκές>
- ἔχον πικρίαν (Α 51) ASn
- <ἐχέπωλοι>
- ἱππικοί. ἱπποτρόφοι
- *<ἐχερμάζομεν>
- τὴν γῆν εἰργαζόμεθα AS
- <ἐχεσαμία>
- ὅτε θέρους ὄντος ψακάζῃ, ἢ βροντήσῃ
- *†<ἐχέσκει>
- ἀνιᾶται AS
- *<ἔχεσκε>
- κατεῖχεν (Γ 219) ASn
- <ἔχεσφιν>
- ἅρμασιν
- <ἔχεται>
- ἕπεται. ἀντιλαμβάνεται
- <ἐχέτλαις>
- ἀροτριάμασιν. αὔλαξιν
- <ἐχέτλη>
- ὃ κατέχει ὁ ἀροτὴρ τοῦ ἀρότρου. καὶ ἡ αὖλαξ. καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου
- <ἐχετλεύειν>
- ἀροτριᾶν
- *<ἔχετο>
- ἐγαμεῖτο (Ζ 398) ASvgn
- <Ἔχετος>
- ὄνομα βασιλέως τυράννου. οὗτος βασιλεὺς Ἠπειρωτῶν ὠμότατος, Αὐχήνορος καὶ Φλογίας παῖς, γνοὺς τὴν θυγατέρα ἐφθάρθαι, ἐτύφλωσε, καὶ ἠνάγκασεν ἀλεῖν σίδηρον, τινὲς δὲ χαλκᾶς κριθάς· ἐκαλεῖτο δὲ Μετώπη. καὶ εἰς τοσοῦτον ὠμότατος ἦν, ὥστε καὶ τὰ ὦτα ἀφαιρεῖν καὶ τὰς ῥῖνας καὶ τὰ αἰδοῖα τῶν παριόντων. μέμνηται καὶ Ἀπολλώνιος (4,1093) τῆς ἱστορίας (σ 85)
- *<ἔχευαν>
- ἔχεαν AS. κατέχυσαν (Γ 270)
- <ἐχεύατο>
- ἐξεχύθη, *[διεχύθη (Η 63) n
- <ἔχευε>
- κατέχυσεν (Ι 215)
- <ἔχε φρεσί>
- μνημόνευε (Β 33)
- *<ἐχέφρων>
- συνετός gn. ἔχων φρένας n, σώφρων (Ι 341)
- *<ἔχε φύζα>
- [ἐφύσα A] εἶχε φυγή (Ι 2) ASn
- *<ἔχεων>
- ἐχιδνῶν A (vg)
- <ἔχει>
- κατέχει (α 53 ..)
- *<ἔχθεα>
- ἔχθρας n, μίση (Γ 416)
- *<ἐχθαίρειν>
- μισεῖν (Σ)
- <ἔχθεται>
- μισεῖται
- *<ἐχθειάσας>
- μεγάλως θαυμάσας SP
- *<ἐχθοδοπήσεις>
- ἐχθροποιήσεις vgn (A)
- *<ἐχθίστων>
- μεμισημένων, μυσαρῶν ASg(v). ἐχθροτάτων (Σ)
- <ἔχθιμα>
- μισήματα. Σοφοκλῆς Τυροῖ α# (fr. 590)
- <ἔχματα>
- στηρίγματα r
- <ἐχθοδοπῆσαι>
- διεχθρεῦσαι (Α 518)
- <ἐχθοδοπός>
- ὁ ἔχθραν ποιῶν r
- <ἐχθοῖ>
- ἔξω
- <ἐχθραίνειν>
- μισεῖν (1. Macc. 9,51)
- *<ἔχθος>
- [πόνος.] μῖσος. (Eur. Phoen. 879) r Σps
- <ἔχθρασμα>
- ἔχθρα
- <ἐχθῦσαι>
- ἐξεμέσαι
- <ἐχθύσσῃ>
- ἐκφυσήσῃ. ἐκπνεύσῃ
- [<ἔχιγγος>
- σκότωσις]
- <ἐχῖνος>
- μικρὸν τῆς θαλάσσης ζῷον, ἢ τὸ πετεινόν
- <Ἐχινάων>
- νήσων, αἳ καλοῦνται <Ἐχινάδες> (Β 625)
- <ἐχῖνοι>
- πέμμα νησιωτικόν, ὡς πλακοῦς. καὶ κοιλίας μέρος τῶν μηρυκαζομένων ζώων. καὶ τῶν πτηνῶν ἡ κοιλία. καὶ σκεῦος μαγειρικόν. καὶ τῶν δρυῶν οἱ κύτταροι. καὶ τῶν πλατάνων ὁ καρπός. καὶ τῶν κιονοκράνων μέρος. καὶ τοῦ χαλινοῦ μέρος. καὶ οἱ τῶν τειχῶν ἀγκῶνες. καὶ λοπάς. καὶ ζῷον θαλάσσιον ἐδώδιμον. καὶ εἶδος ῥοιῶν. καὶ μύες. καὶ [οἱ ἀκανθόχοιροι (p)
- [<ἔχλυσεν>
- ἔκλυσεν]
- <ἐχμάζει>
- κωλύει. ἡσυχάζει. στηρίζει. κρατεῖ. δεσμεύει
- <ἔχμασον>
- ἐπίσχες, κατάσχες
- <ἔχματα>
- κωλύματα, ἀπὸ τοῦ <ἐπέχειν>, ἐρείσματα ὑδάτων (Φ 259)
- <ἔχμενος>
- ὑποτεταγμένος
- <ἔχναυον>
- ἐπέκνιζον
- <ἐχνόαζεν>
- πρῶτον ἤκμαζεν
- <ἔχοιτο>
- συνέχοιτο. *ἀντέχοιτο ASgn
- *<ἐχολώσατο>
- ὠργίσθη (Ο 155) r Ss
- *<ἐχόλωσεν>
- εἰς ὀργὴν ἤγαγεν (Σ 111) n
- *<ἐχόμενα τρίβου>
- πλησίον, ἐγγυτάτω (Ps. 139,6) ASvgp
- *<ἐχόμενοι>
- ἐγγίζοντες (Gen. 41,23 ..) Ss
- <ἐχόμενος>
- ἀντεχόμενος. *πλησίον An <ὤν> A (Num. 22,5 ..)
- <ἐχόμην>
- ἐξειχόμην (ι 435 ..). ἀπειχόμην
- *<ἔχον>
- εἶχον. [ἤλαυνον. ἐφύλασσον (Ε 749) n
- <ἔχονσι>
- ἔχουσι. Κρῆτες
- *<ἔχου>
- μεταποιοῦ. φρόντιζε AS
- *<ἔχραε>
- ἐπεβάρησεν (ε 396) Ss
- *<ἔχραε κήδειν>
- ἐπεβάρησε πρὸς τὸ βλάπτειν (Φ 369) n
- <ἔχραον>
- ἐπέκλυσαν. ἐπέθεντο. ἐβάρησαν κατὰ βίαν. ἀθρόοι προσῆλθον (β 50?)
- †<ἔχρας>
- ἔφυ†
- <ἔχραυσεν>
- ἐπέτυχεν
- <ἐχραύτιζεν>
- ἴξευεν
- <ἔχρῃζεν>
- ἐδεῖτο. ἱκέτευεν
- *<ἐχρηματίσθη>
- προεφητεύθη (Act. ap. 10,22) AS s
- *<ἐχρῆν>
- ἔδει. ἔπρεπεν S
- <ἔχρησεν>
- ἐμάντευσεν. [ἠθέλησεν s. *ἔδωκε χρησμόν (Eur. Hec. 1268) ASvg
- <ἔχριμψαν>
- ἔπεσαν. ἐπλησίασαν
- <ἔχρισεν>
- ἐκέντησεν. ἐπήλειψεν (γ 466)
- <ἐχρωματίσθη>
- συνεχρώισθη. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι (fr. 9)
- <ἐχρέωντο>
- ἐλάμβανον. ἐξελάμβανον
- <ἐχρωτίσθη>
- ἐχρωματίσθη
- <ἐχύη>
- ἐχύθη
- <ἐχύμισαν>
- ἤρτυσαν (Ar. Thesm. 162)
- <ἐχυρά>
- πιστή, καὶ βέβαιος, ἀσφαλής, ἰσχυρά, *ὀχυρά ASb
- <ἐχυρῶσαι τῷ διὰ χειρὸς ὅρκῳ>
- συνθέσθαι. [καὶ κρατηθῆναι]
- <ἐχυρόν>
- δυσαντίῤῥητον. ἀσφαλές q
- <ἐχυρόφρονες>
- αἱ σπουδαῖα φρονοῦσαι. ἢ [ἀσφαλεῖς ἐν φρο- νήσει p
- *<ἐχυρῶς>
- ἰσχυρῶς Agn, ἀσφαλῶς r ASvgn
- *<ἐχώλαναν>
- ἔκλιναν ASvgsp
- <ἐχώμεθα>
- ἀπεχώμεθα (Ξ 129). *ἀντεχώμεθα. ἀντιλαμβανώμεθα AS
- <ἔχων>
- φέρων. [οἰκῶν. κατέχων (Α 14) n
- *<ἐχώσατο>
- ὠργίσθη r. n, ἐχολώθη (Α 64) AS
- <ἐψαθήλατο>
- ἐκνήσατο
- <ἐψάκασεν>
- ἔσταξεν
- <ἐψαλάξατο>
- ἔψαυσεν. ἐκινήθη
- †<ἑψάναι>
- αἱ τῶν λαχάνων δέσμαι
- <ἑψάνη>
- ἑψητήριον. λοπάς
- <ἕψατο>
- ἠκολούθησεν
- <ἕψεαι>
- ἐπακολουθήσεις (Ω 733)
- <ἑψία>
- παίγνια r
- <ἑψίη>
- γέλως. παιδιά r
- <ἕψειν>
- τὸ τὰς τρίχας βάπτειν (Com. ad. fr. 288)
- <ἕψημα>
- ὅπερ ἔνιοι <σίραιον> καλοῦσιν, ἄλλοι <γλυκύ> (Plat. com. fr. 149)
- <ἕψεο>
- ἀκολούθει, ἕπου
- *<ἕψεται>
- ἀκολουθήσει (Δ 415) ASvgn
- <ἐψεύσθη>
- ἠπατήθη. ἀπέτυχεν
- <ἑψητήριον>
- ἑψάνη r. ἡ λοπάς rp
- <ἑψητοῖς>
- τὰ μικρὰ ἰχθύδια ... (Ar. Vesp. 679)
- <ἑψιήσεται>
- καταπαίξεται
- <ἑψία>
- γέλως, παιδιά, χλεύη. ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ <ἕπεσθαι>. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (fr. 3)
- <ἑψιᾶται>
- γελᾷ. [παίζει r. p γυμνάζεται
- <ἑψιατέον>
- παικτέον r. p
- <ἑψιάτιμον>
- γυμναστικόν. παιγνιῶδες p
- [<ἑψιάωνται>
- ἀκολουθήσωσιν]
- <ἔψιδδεν>
- ἔκλαυσεν
- <ἑψιαάσθων>
- παιζέτωσαν. [ἀκολουθείτωσαν] (ρ 530)
- <ἑψίονται>
- ἀκολουθήσουσιν
- <ἐψιλωμένη>
- ἐὰν μὲν μακρῶς, ἔσται τετραμμένη καὶ ψιλή, ὅπερ ἔνιοι <ἑτερόμαλλον>· ἐὰν δὲ βραχέως, ἔσται δασεῖα παρὰ τὰ ψίλα <ἃ> τοὺς κροσσοὺς περὶ τὰ ἄκρα δηλοῖ
- [<ἑψίωνται>
- ἀκολουθήσουσιν]
- <ἑψιόωντο>
- ἔπαιζον (Callim. h. Cer. 38)
- <ἔψισεν>
- ἐψώμισεν (Hippon. fr. 33 Bgk.) (p)
- <ἐψίσθη>
- ἀπέθανεν
- *<ἑψόμενον>
- ἀκολουθησόμενον n
- <ἔψυθεν>
- ἐψεύσατο
- <ἔψυξεν>
- ἀπέπτυσεν. ἀπεδίωξεν
- *<ἐψυχαγώγησας>
- παρεμυθήσω. ηὔφρανας AS (vgp)
- <ἕψομαι>
- ἀκολουθήσω, ὀπαδήσω (Κ 108)
- <ἐψωμένω>
- παίζοντες
- *<εω>
- ψιλούμενον τὸ ὑπάρχω (Α 119) ἀνατολήν ASvg. ἢ ἰδίῳ An
- <εω>
- *τῷ ἑαυτοῦ (Κ 204) ASn. συγχωρῶ, παραχωρῶ, ἀφῶ
- <ἐῴα>
- ἀνατολή. καὶ ἡ τοῖς προβάτοις περιτιθεμένη διφθέρα. καὶ θυσία ἐν Κύπρῳ
- <ἕωθεν>
- <ἅμ'> ἡμέρᾳ, ὄρθρου. πρώϊμα
- <ἑωθινὴ δίκη>
- ὡς μέν τινες ἡ ἕως τινὸς τιμήματος· ὡς δέ τινες ἀπὸ τόπου· ἔνιοι ἀπὸ τῆς ὥρας, τῆς ἕω, ὃ καὶ βέλτιον
- *<ἑωθινός>
- ὀρθρινός ASvgb
- *<ἐῴκει>
- ὡμοίωτο (Β 58) r. ASg
- *<ἑῷ>
- τῷ ἑαυτοῦ AS. τῷ ἰδίῳ. Ag
- <ἑωλοκρασία>
- χθεσινὴ μέθη. ἕωλος κρᾶσις, ἣ παρ' Ἀθηναίοις κατεχεῖτο τοῖς παννυχίζουσι, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι στέγειν τὸ παννυχίζειν (Dem. 18,50)
- *<ἕωλον>
- χθιζόν, ἐχθεσινὸν [<>ον>· ἀνατολικόν, ὀρθρινόν (b)]. διὰ δασέος. [δὲ] ψυχρόν Avg
- *<ἐώλπει>
- ἤλπιζεν (Τ 328) ASn
- <ἑῶμεν>
- ἅδην ἔχωμεν, *κορεσθῶμεν (Τ 402) ASn. ἀφῶμεν
- *†<ἐωμοῦ>
- ἱματίου γυναικείου AS
- <εων>
- ἰδίων αὐτοῦ δασέως (Ω 211) ψιλῶς δὲ *ὑπάρχων (Α 131) Avgb
- *<ἐωνημένων>
- ἀγορασάντων ASvgn, ἢ ἠγορασμένων
- <ἐῳνοχόει>
- διηκόνει. ἐνέχει (υ 255)
- <ἐών περ>
- καίπερ ὤν
- *<ἐῶν χαίρειν>
- παραπεμπόμενος AS
- *<ἔῳξεν>
- ἀνέῳξεν r ASvg
- †<ἐώρα>
- νόσος
- <ἑῷος>
- ὀρθρινός, πρωϊνός
- [<ἐῶργεν>
- εἴργασται]
- *<ἐωρηθήτω>
- κρεμασθήτω ASgnps
- *<ἐωρίζεται>
- μετεωρίζεται. ἀναπατεῖ AS
- *<ἐωρούμενος>
- κρεμάμενος. ὑψούμενος ASvgps
- [<ἔωρτο>
- ἐκρέματο]
- *<ἕως>
- ἡ πρὸ τῆς τοῦ ἡλίου ἀνατολῆς ὥρα r. ASvgp
- <ἕως>
- ὄρθρος, ἡμέρα. ἀπὸ τοῦ ἕως ταύτης ἡμᾶς κατακεκλίσθαι, ἢ διὰ τὸ ἵεσθαι ἐν αὐτῇ
- <ἕως ῥά>
- οὕτω δή
- <ἔωσας>
- τὸ χαλᾶν τὸ αἰδοῖον ...
- *<ἑωσφόρος>
- ἀνατολικὸς ἀστήρ ASvg, ὁ τὸν ὄρθρον φέρων. [λέγει δὲ τὸν φωσφόρον (Ψ 226) (vg)