Γλώσσαι/Π
< Γλώσσαι
←Ο | Γλώσσαι Συγγραφέας: Π |
Ρ→ |
- <Πααμύλης>
- Αἰγύπτιος θεὸς Πριαπώδης. Κρατῖνος ὁ νεώτερος Γίγα- σιν· ὡς σφοδρῶς [ἡ] Αἰγυπτώδης, Σώχαρις, Πααμύλης
- <Παᾶπις>
- οὗτος ποτήριά τινα τοῖς Ἀθηναίοις ἔπεμψε δῶρα. Λεύκων Φράτερσιν· ἀτὰρ ὦ Μεγάκλεες οἶσθ' ἃ τοῦ Παάπιδος· Ὑπέρβολος τἀκπώματα κατεδήδοκε
- <παγαίη>
- κύων. Σκυθιστί
- <πάγανα>
- σφύρα, καὶ ἡ Ἀργὼ ἐπάγη
- *<παγανός>
- ἰδιώτης, ἄφρων
- <παγάς>
- γῆ τις ὑπὸ τῶν γεωργικῶν
- <πάγασα>
- θύρα. καὶ <παγασαί>
- <Παγασίτης>
- Ἀπόλλων παρὰ Ἀχαιοῖς ἐν Παγασαῖς, καὶ παρὰ Θες- σαλοῖς
- <παγετός>
- κρύσταλλος. ψῦχος. [κρημνός, σκόπελος]
- <παγετῷ>
- ψύχει. κρυμῷ
- <πάγη>
- παγίς. ποδάγρα. βρόχος
- <πάγη δέ τις>
- παγὶς δέ τις
- <πάγην>
- παγίδα. [ἢ ὑψηλὸν τόπον]
- <παγῆναι>
- στερεωθῆναι
- [<παγγάς>
- πλάνος]
- <πάγιον>
- στερεόν. πιστόν. κάτοχον. βέβαιον. ἀσφαλές
- *<παγηνός>
- ὁ ἐξ ὁδοιπορίας καὶ διωγμοῦ κονιορτός
- <παγκαρπία>
- πανσπερμία
- <παγκράδη>
- ἀπὸ τῆς κράδης τῶν συκῶν
- <παγκρατής>
- Ζεύς. Ἀθηναῖοι
- <παγκρατιάζειν> καὶ <παγκράτιον>
- τὸ αὐτό. τὸ τρὶς πλησιάζειν. καὶ τὸ κιχόριον, ὅ ἐστι πόα. ἢ διαπαντός
- <παγκρατιασταί>
- ἀθληταί, πύκται
- <πάγκυφος>
- ἐλαίας εἶδός τι κατακεκυφὸς καὶ ταπεινὸν ἐν τῇ ἀκρο- πόλει
- *<παγελός>
- ὁ ἐν τῷ ποδὶ ἀστράγαλος
- <παγ.λάδια>
- ἑορτὴ παρὰ Ῥοδίοις, ὅταν ἡ ἄμπελος τμηθῇ
- <πάγον εὐτειχῆ>
- τετειχισμένον ἐν ὄρει
- <πάγοι>
- αἱ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν καὶ τῶν ὀρῶν
- <πάγος>
- ὄχθος. βουνός. ψῦχος
- <παγούαιρ>
- μάρμαρος. ἢ μικακύς
- <πάγουρος>
- εἶδος καρκίνου
- <Παγχαῖος>
- Ζεύς
- <πάγχυ>
- παντελῶς
- *<παῖον>
- ἀσφαλές, βέβαιον
- <παγχυρισμός>
- πολυσύγκριτος
- <παγῶν>
- πηγῶν
- <παδησχέαι>
- σχίζαι
- *<παλλία>
- ἀγών. οἱ δὲ τὸ παλεῖν· ἔνιοι δὲ τὸ πᾶν
- *<παθήματα>
- συμφοραί
- <παθαίνεσθαι>
- δεινοπαθεῖν
- <παθιώταρ>
- συγγενοῦς. τελευταίου
- <(π)άζιον>
- λίθος πολύτιμος
- <Παιὰν Ζεύς>
- τιμᾶται ἐν Ῥόδῳ. ἢ εἶδος ᾠδῆς
- <παιάναι>
- οἱ τοὺς παιᾶνας ᾄδοντες. ἢ ᾠδή, ἐπὶ ἀ(πα)λλαγῇ κακῶν, ἢ αἰσχροῦ τινος
- <παιᾶνας>
- κώμους. εὐφημίας, ᾠδάς, ὕμνους εἰς θεόν
- <Παιανιέα>
- ἀπὸ δήμου τῆς Ἀττικῆς
- <παιᾶνι στυγνῷ>
- θρηνητικῷ ὕμνῳ
- <παιδαγωγία>
- παιδεία, διδασκαλία
- <παιδαγωγός>
- παιδευτής. καὶ τὰ ὅμοια
- [<παιδάκιμα>
- μειράκια]
- *<παῖδαι>
- ἡμέραι τινές
- *<παῖδα δέ μοι>
- τὴν θυγατέρα δέ μοι
- <παιδάρια>
- τὰ μείζονα. καὶ τὰ ἀρτίως γεγονότα
- *<παιδαλήθριον>
- παιδισκάριον
- <παιδαριήματα>
- παιδάρια
- <παιδαριώδη>
- ἀσύνετα
- <παιδέρως>
- οἱ μὲν σφραγῖδος ὄνομα· οἱ δὲ ἀλείμματος· οἱ δὲ μύρου εἶδος
- *<παιδεία>
- ἀγωγὴ ὠφέλιμος. διδαχή
- <παῖδες>
- τὸ πάλαι μὲν τέκνα ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά. μεταπεσούσης δὲ τῆς χρήσεως νῦν καὶ οἱ δοῦλοι
- <παιδεύειν>
- τρέφειν, παιδοτροφεῖν
- [<παιδεώτις>
- παιδοκτόνος]
- *<παιδεία>
- πείρα. νουθεσία
- <παιδικά>
- τὰ [ἱ]ἐρωτικά. καὶ οἱ [ἱ]ἐρώμενοι. ἐπὶ τῆς πρὸς γυναῖκας συνουσίας
- <παιδικέωρ>
- ὁ ἐν γυμνασίῳ ὑπηρέτης
- <παιδίνορ>
- παιδίσκη
- <παιδισκάριον>
- τὸ κοράσιον. Ἀττικοί. ἐπὶ τῆς ἡλικίας. καὶ λίθος, ᾧ πρὸς ταλασιουργίαν χρῶνται
- <παιδίσκοι>
- οἱ ἐκ παίδων εἰς ἄνδρας μεταβαίνοντες
- [<παῖδνες>
- ἀλαλαγμοὶ ἐν πολέμῳ]
- <παιδνός>
- νεογνὸς παῖς. νέος ὁ ἐξερχόμενος ἀπὸ τῆς τοῦ παιδὸς ἡλι- κίας, ἢ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς καλούμενος <ἀντίπαις>. ἄφρων, νήπιος
- <παιδοβάτιον>
- εἶδος ἀμπέλου
- <παιδόθεν>
- ἀρχῆθεν, ἐκ ῥίζης, ἀπὸ γενέσεως, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας
- <παιδικομίας>
- παιδοτροφίας
- <παιδοκόμ[εν]ος>
- ὁμοίως
- <παιδοκόρης>
- Ἑρμῆς. τιμᾶται ἐν Μεταποντίοις
- <παιδολέτρια>
- παιδοφόνος
- <παιδολέτερον>
- παιδοφόνον
- <παιδονόμος>
- ἀρχή τις παρὰ Λάκωσι
- <παιδοπίπας>
- ἀρσενοβάτης, ἀνδροβάτης
- <παιδός>
- ἀκμῆς
- <παιδοτρίβαι>
- ἀλεῖπται. γυμνασταί
- <παιδοτριβοῦσι>
- παιδεύουσι. καὶ τὰ ὅμοια
- <παιδῶνας>
- τοὺς μισθοῦ[ς] ἐκ τῆς ἀγορᾶς κομίζοντάς τι
- (*)<παιδονίκται>
- οἱ προϊστάμενοι τῆς τῶν παίδων εὐκοσμία ς
- <παίει>
- τύπτει, πλήττει, κρούει. δέρει. ἢ ἐσθίει
- <παιήονα>
- ποτὲ μὲν τὸν λεγόμενον παιᾶνα, ὕμνον εἰς Ἀπόλλωνα, ἐπὶ καταπαύσει λοιμοῦ ᾀδόμενον· ποτὲ δὲ θεόν τινα, ὃν συνίστησιν ἰατρὸν θεῶν. [ἢ ᾠδή. ἢ ἔθνος]
- *<πεζός>
- τοῖς ποσί
- <παιηοσύνη>
- ἰατρεία
- <παιητέον>
- πληκτέον
- <παιλαγρέται>
- ἀρχή τις, ἐπὶ ἱππέων
- <παιλλός>
- ἄῤῥην, νήπιος
- <παίμμα>
- πλακούντια
- <Παίονες>
- ἔθνος βαρβαρικόν. δοῦλοι. [καὶ ἰατροί]
- *<παῖον>
- ἀσφαλές, βέβαιον
- *<παιπάλλειν>
- σείειν
- <παιπαλᾶν>
- περισκοπεῖν. ἐρευνᾶν
- <παιπάλη>
- ἄλευρον λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ τυχόν
- <παιπάλημα>
- ποικίλος ἐν κακίᾳ
- (*)<πάϊν>
- παῖδα
- <παιπαλόεσσαν>
- ὑψηλήν· ἔστη(ν) δὲ σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν ἀνελθών καὶ τραχεῖαν. τινὲς δὲ σκολιάν
- <παιπαλόεντος>
- τραχύν
- <παιπάσσουσα>
- παντὶ φαινομένη
- <παῖς>
- πᾶς ὁ φύσει υἱὸς ὤν τινος. καὶ ὁ τῇ ἡλικίᾳ νέος. καὶ ἀντὶ τοῦ <παρθένος>. τάσσεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δούλου. ἄρτι ἀκμάζων
- <παῖσαι>
- ὃ ἡμεῖς <παῖξαι>
- [<παισαρεύματα>
- περικόμματα]
- <παιρεύς>
- παιρέτης
- <παίσατε>
- ἐνίοτε μὲν ἐπὶ τοῦ παίξατε· ἐνίοτε δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἔν- δοτε
- <.παις θ' ἅμα>
- [παίει ἅμα]
- <παίσδῃ>
- παιδαριεύῃ
- <Παισός>
- πόλις. καὶ ποταμός
- [<παιτάσας>
- ἁπλώσας
- <παίταυρα>
- σίγνα]
- <παιφάσσειν>
- πυκνὰ ἀπ' ἄλλου ἐπ' ἄλλον ὁρμᾶν, ἐνθουσιαστικῶς ἔχειν, σπεύδειν, θορυβεῖν, πηδᾶν
- <παίω>
- δέρω, τύπτω, πλήττω
- *<παιώνιον>
- φάρμακον καταπαῦον ὀδύνας
- <Παίων>
- ὄνομα. καὶ ἰατρός. ὁ δὲ ἀλαλαγμὸς <παιωνισμός>. γράφεται δὲ καὶ <παιανισμός>
- <Παιῶνες>
- τὰ αὐτά
- <παιώνια>
- φάρμακα ἰατρικά. ἢ θεραπεῖαι
- <παιώνιον>
- ἴασιν. θεραπείαν
- <Παιώνιος>
- Διόνυσος
- <παιωνίσαντες>
- ἀλαλάξαντες
- <πακοτή>
- ἀποσκότ..
- <πακτά>
- ἡρμοσμένα. πεπηγμένα
- <Πακτωλός>
- ὄνομα ποταμοῦ
- <πάλα>
- ζώνη
- *<πάλαι>
- ποτέ
- <παλ[λ]άθη>
- ἡ τῶν σύκων ἐπάλληλος θέσις
- <παλάθαι>
- σύκων μαζία
- <παλαία>
- ἀλφιτισμός. οἱ δὲ ποσισίτου
- <παλαιγενεῖς>
- πρεσβῦται
- <παλαιθέου>
- παλαιᾶς θεοῦ
- *<παλαιοθέτης>
- παλαιοπράγμων. δραστήριος
- *<παλαιδέτης>
- πρεσβύτης. ὁ συνήθης. ὁ παλαιετής
- *<παλαιόν>. ἀρχαῖον. σαθρόν
- *<παλαιός>
- ὁ ταῖς φρεσὶν ἐξεφθαρμένος ἤδη, ἄφρων, ὁ καὶ ἠλί- θιος
- <Παλαίμων>
- ὁ Ἡρακλῆς
- <παλαιόρ>
- μωρός
- <πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ>
- πρὸ πολλοῦ ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης, ὅ ἐστι μοίρας, εἰς τέλος ἀχθέντα τοῦ βίου
- <Παλαίπολις>
- τὸ πάλαι[ὸν] Ἄργος
- <πάλαισμα>
- κακοτεχνία
- <παλαισμοσύνη>
- πάλη
- <παλαιστή>
- παλάμη, τὸ τεττάρων δακτύλων μέτρον, καὶ ἡ σπιθαμή
- <παλαίστρα>
- ὅπου οἱ παῖδες ἀλείφονται
- <παλαίτερον>
- παλαιοτέρων ἱστοριῶν
- <παλαιφάγου>
- πάλαι ἐσθιομένης
- <παλαίφατα>
- ἐκ παλαιοῦ χρόνου πεφατισμένα, ὅ ἐστι μεμαντευμένα. οἱ δὲ πάλαι τέλος ἔχοντα
- *<πάλη>
- ἀγών
- <παλαιῶς>
- ῥάπισμα. [καὶ παλαιά
- <παλαιῷ φωτί>
- πρεσβύτῃ γεγονότι
- <παλακῖνος>
- πολεμιστήριος
- <παλάμαι>
- αἱ χεῖρες. καὶ αἱ τέχναι. ἐπεὶ δι' αὐτῶν πολλὰ μαιόμεθα
- <παλάμη>
- τέχνη. χείρ
- <παλαμήσας>
- τεχνάσας. ἐργάσας
- <παλαμήσασθαι>
- τεχνάσασθαι. καὶ τὰ ὅμοια
- <πάλαμις>
- τεχνίτης, παρὰ τοῖς Σαλαμ(ι)νίοις
- (*)<παλαμέων>
- τεχνῶν
- <παλαμναῖος>
- ἀποτρόπαιος. σκληρός. φονεύς, ὁ αὐτοχειρίᾳ τινὰ ἀνε- λών. ὁ ἐνεχόμενος μιάσματι οἰκείῳ
- [<πάλανον ἀφρόν>
- πεπηγότα ἀφρόν]
- <παλάξαι>
- βρέξαι· ἔνθεν καὶ <πηλὸς> ἡ βεβρεγμένη γῆ. ἢ μαλάξαι, συνθράσαι
- *<παλάσσετο>
- διεβρέχετο. ἐφύρετο. ἐμολύνετο. ἀνεπίμπλατο. ἐμα- λάσσετο
- <π(α)λάσια>
- τὰ συγκεκομμένα σῦκα. καὶ διὰ τοῦ <θ> <π(α)λάθια> καὶ <παλάθη>
- <παλαστῶσαι>
- χειροτονῆσαι
- <παλάχη>
- ἀρχή. λῆξις. μοῖρα. γενεά
- <παλαχῆθεν>
- ἐκ γενεᾶς. ἐκ παλαιοῦ
- *<παλαίστρα>
- ἀγωνία
- <παλεύεται>
- θηρεύεται, ἀγρεύεται
- <παλεύσας>
- τὰ αὐτά. καὶ ὑπαγαγόμενος· παράνομον γάμον παλεύσας. μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν περιστερῶν. λέγονται γὰρ <παλεύτριαι> αὗται αἱ ἐξαπατῶσαι καὶ ὑπάγουσαι πρὸς ἑαυτὰ ἤγουν ἐνεδρεύουσαι
- <παλευταί>
- οἱ τὰ λίνα ἱστῶντες, οἷς τὰ θηρία παλεύεται
- <παλημάτιον>
- τὸ λεπτὸν ἄλευρον
- <πάλην>
- ἄλευρα. καὶ σποδός. τὸ λεπτότατον τοῦ ἀλεύρου
- *<παλαμναῖος>
- φονεύς. ἀντίθεος [θεῷ.] μεμιασμένος
- <παλήσειε>
- διαφθαρείη
- <παλιτούτη>
- πλίνθος
- <πάλθοις>
- τόξοις. σφενδόναις
- [<παλίβολος>
- ἄστατος, εὐμετάβολος, ἢ εὐμετάβλητος]
- <παλι(γ)γλώσσῳ>
- βλασφήμῳ
- <παλιγκάπηλος>
- ὁ μετάβολος. ὁ τὸ αὐτὸ ἀεὶ ἀγοράζων καὶ πωλῶν. ὡς <παλίνδουλος> ὁ πολλάκις δουλεύσας
- <παλίγκλαστον>
- σκολιόν. αὐστηρόν. δύστροπον
- <παλίγκοτα>
- οὐκ ἀξιόχρεα. ὀργίλα. ἐχθρά. καὶ τὰ ὅμοια
- <παλιγκώα>
- πλάνη
- <παλ(.)ίζεσθαι>
- σφαιρίζειν
- <Παλικοί>
- Ἀδράνῳ δύο γεννῶνται υἱοὶ Παλικοί, οἳ νῦν τῆς Συρακου- σίας εἰσὶ κρατῆρες, οἱ καλούμενοι Παλικοί, οἱ καὶ κατοικήσαντες αὐτήν
- <παλίλλογα>
- παλινσύλλεκτα
- <παλιλλογία>
- ταυτολογία
- <παλίμβιος>
- ὡς ἐξ ἀναβιώσεως
- <παλίμβολον κήρυκα>
- τινὲς τὰ ἐναντία βουλευόμενον. οὐκ εὖ. γνώ- μο(ν)α γὰρ δηλοῖ
- <παλίμβολος>
- ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος, ἀπερίστατος. <τρίπρατος>. ὁ πολλάκις ἐπὶ μεταβολῇ ἀπημπολημένος, κοῦφός τε καὶ οὐ βέβαιος, ἀκατάλληλος. ἀπ' ἄλλου εἰς ἄλλον μεταβαίνων
- <παλίμβολος>
- ἀδόκιμος, ἀνελεύθερος
- <παλιμπετές>
- εἰς τοὐπίσω πεπτωκός
- <παλιμπετής>
- ὀπισθόρμητος, ἢ ἐναντιοπετής
- <πάλιμ πλαχθέντας>
- ὀπίσω πλανητούς, οἷον ὑποστρέψαντας εἰς τοὐπίσω, ἢ πλανηθέντας
- <παλιμπόρους βάκχους>
- <παλιμπρυμνηδόν>
- οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν. προῆλθεν εἰς τοὔμ- προσθεν ἀνακάμπτουσα, ὡς ἐπὶ πρύμναν κροῦσαι
- <παλιμπυγηδόν>
- τὸ εἰς τοὐπίσω ἀναποδίζειν
- <παλίμφημα>
- κακόφημα, δύσφημα, βλάσφημα
- <πάλιν>
- εἰς τοὐπίσω. Ἀρίσταρχος τὸ πλέον <πάλιν> τοπικῶς χρῆσθαί φησι τὸν ποιητήν, καὶ οὐχ, ὡς ἡμεῖς, χρονικῶς
- <παλινάγγελος>
- ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινὶ ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἀποφέρῃ
- <παλινάγρετα>
- εὐμετάβλητα, τὰ χαρίσματα τὰ ἐκ μεταμελείας πάλιν ἀναλαμβανόμενα
- <παλινάγρετον>
- παλίλληπτον. μεταμελητόν
- <παλιναίρετον>
- ἐπεσκευασμένον, καὶ οἷον ἐκ παλαιοῦ (κε)καινοποιη- μένον. παλισύῤῥαπτον
- <παλινδαές>
- παλίγγνωστον
- <παλινδ[ε]ινία>
- [πάλιν γεννῆσαι] ἡ ἐξ ὑποστροφῆς ὑδάτων
- <παλινδικεῖ>
- ἐπισυνάπτει δίκην
- <παλινδικία>
- ἡ ἐξ ἀρχῆς δίκη
- *<παλιγγενεσία>
- τὸ ἐκ δευτέρου ἀναγεννηθῆναι, ἢ ἀνακαινισθῆναι
- <παλινδίνητον>
- συνεχές ......
- <παλινδορία>
- τὸ σκύτος. Πλάτων Σύρφακι· σὲ μὲν, ὦ μοχθηρέ, παλινδορίαν παίσας αὐτοῦ καταθήσω
- <παλινδρομεῖ>
- ἀνατρέχει. ὑποστρέφει
- *<πάλιν ἐρέει>
- ἐναντιωθήσεται. ἢ ἀντερεῖ
- *<παλίνορσος>
- ὀπισθόρμητος. πάλιν ὑποστρέψας
- *<παλινδ(..)ία>
- ἡ ἐξ ὑποστροφῆς λεγομένη δίκη
- <παλιμπλά(γ)κτοισι[ν]>. ὀπισθορμήτοις
- <παλινοιωνίαι>
- ἐκ δευτέρου μαντεῖαι
- <παλίνπιττα>
- ἑφθὴ πίττα
- <παλινσάγης>
- χήρα γυνή ........
- <παλίνσκιος>
- σύ[ν]σκιος, σκοτεινός, ζοφώδης. τὸ γὰρ <πάλιν> ἐνιαχοῦ ἐπίτασιν δηλοῖ, ὡς <παλινκάπηλος παλίμπρα[κ]τος>
- <παλίντιτα>
- ὀπισθέκτι[ς]τα, ὅ ἐστιν ἐξ ὑποστροφῆς τιμωρίαν δώσοντα
- <παλίντονα>
- ὀπις(θ)ότονα, ἢ τὰ ἐπὶ θάτερα τρεπόμενα
- <παλιντριβεῖ>
- κακεντρεχεῖ
- <παλιντροπά[ς]ασθαι>
- εἰς τοὐπίσω τρέπεσθαι
- *<παλινοστήσας>
- εἰς τοὐπίσω ἐπανελθών
- <παλινῳδίαν>
- ᾠδὴν τῇ προτέρᾳ ἐναντίαν. ἢ δόγμα τῷ πρώην ἐναντίον
- [<παλίνωξις>
- ἡ ἐξ ὑποστροφῆς δίωξις]
- <παλινώρους>
- ἄκοντας
- <παλίνωρον>
- εἰς τοὐπίσω ἐξέκλασεν καὶ ἐξέβαλεν. ἀπὸ τῶν <ἐκκοκκι- ζομένων> ῥοιῶν
- <παλίουρος>
- κάδος. ἀντλητήρ. καὶ τὸ θαμνῶδες δένδρον
- <παλιῤῥόθιον>
- παλιῤῥόουν. ἐκ τοῦ ὄπισθεν ὡρμηκός, ἢ εἰς τοὐπίσω φερόμενον
- <παλίῤῥυτον>
- εἰς τοὐπίσω ἑλκόμενον
- <παλίσσυτοι>
- ἀναχωρήσαντες
- <παλίσσυτον>
- ἐξ ὑποστροφῆς
- <παλίωξις>
- ἡ ἐξ ὑποστροφῆς δίωξις, ὅταν οἱ πρότερον φεύγοντες ἔσχα- τον διῶκται γένωνται
- <πάλκος>
- πηλός
- <πάλλα>
- σφαῖρα ἐκ ποικίλων ναμάτων πεποιημένη
- <Παλλάδος πρόσωπον>
- στατήρ, ἐπὶ μὲν ἑνὸς μέρους Ἀθηνᾶς πρόσω- πον, ἐπὶ δὲ θατέρου τὴν γλαῦκα ....
- <παλλάκιον>
- μειράκιον
- <παλλακός>
- ἐῤῥωμένος
- <Παλλάντιος>
- Ζεὺς ἐν Τραπεζοῦντι
- <Παλλαντίς>
- ἡ Τριτωνὶς λίμνη
- <Παλλάς
- Ἀθηνᾶ>, ἡ παίουσα τοὺς αὐλούς
- [<παλ[λ]άσσειν>
- ταράσσειν. βρέχειν. μολύνειν]
- <παλλάχανον>
- κρόμμυον. Ἀσκαλωνῖται
- <πάλλε[ν]>
- ἔβαλεν. ἐκράδαινεν
- <πάλλει>
- κινεῖται, ἅλλεται
- <πάλλειν>
- κινεῖν. πηδᾶν. κληροῦν. κραδαίνειν. στρέφειν
- *<πάλλεται>
- πηδᾷ. σείεται. καὶ τὰ ὅμοια
- <πάλλεσθαι>
- κληροῦσθαι. ἅλλεσθαι
- <πάλλευκον>
- εὐήμερον
- <Παλληνί[α]ς>
- ἡ Ἀθηνᾶ, ἐν Χαλκίδι
- *<παλλία>
- ἀγών. οἱ δὲ τῷ Πάλει. ἔνιοι δὲ τῷ Πανί
- <πάλληξ>
- βούπαις
- <παλλιχίαρ>
- πεμμάτιόν τι παρὰ Λάκωσι
- *<πάλλεται>
- πηδᾷ. σείεται. κραδαίνεται. κινεῖται. σφύζει
- *<πάλλον>
- ἔσειον. καὶ τὰ ὅμοια
- *<πάλλων>
- κινῶν, ταράσσων
- *<παλλομένων>
- κληρουμένων
- <παλλύτας>
- ὄργανον βασανιστήριον
- <πάλμη>
- γέῤῥον
- <παλμός>
- τρόμος. σεισμός. καὶ τὰ ὅμοια
- <παλμυός>
- βασιλεύς. πατήρ. οἱ δὲ <πάλμυς>
- [<Παλμύτης>
- Αἰγύπτιος θεός]
- [<πάλνης>
- πλάνης. ἀπάτης]
- *<παλλωΐα>
- τὸ μὴ τυχεῖν βάλλοντα
- <πάλ[λ]ος>
- κλῆρος. ἀπὸ τοῦ <πάλλεσθαι>, πρὸς τὴν ἄρ[νη]σιν τοῦ λαγχάνοντος. καὶ τό· κλήρους δ' ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον ἑλόντες
- <πάλ[λ]ος ἔζευξεν>
- ......
- [<παλλουμένων>
- κληρουμένων]
- [<πάλ<οις><αις>>, τοῦ πάλλεσθαι, καὶ τὰ ὅμοια]
- <παλτά>
- ἀκόντια. λόγχαι
- <πάλτο>
- ἥλατο. ἀπέβη
- <παλτόν>
- κληρωτήν
- <παλτῶν>
- ἀκοντίων
- <παλύνας>
- τὸ λεπτὸν τῆς γῆς ἐπιβαλών, τὴν λεγομένην <χυτήν>. εἴρηκε δὲ ἀπὸ τοῦ ἀλεύρου· ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ[νειν] παλύνειν πάσσει(ν)
- <παμβῶτις τύχη>
- ἐλπὶς παντοτρόφος
- <Παμισός>
- ποταμός
- <παμμάκαρ>
- κατὰ πάντα μακαριστός
- <παμμέγεθες>
- λίαν μέγα
- <παμμελέσιν>
- ἐνμελέσι. γλυκερέσιν
- <παμμήστορα>
- πάντων τεχνίτην
- <πάμπαν>
- παντελῶς. ὁλοτελῶς. ὁμοίως. ὄντως
- <Πάμπανον>
- ἡ Δημήτηρ ἐν Ἡρακλείᾳ
- <παμπήδην>
- ὁλοσχερῶς. παντελῶς
- <παμπης[ς]ία>
- πᾶσα ἡ ὕπαρξις
- <παμποίκιλος>
- πολύτροπος
- *<πάνπρωτον>
- πάντων πρῶτον
- <παμφάγος>
- πάντα δαπανῶν
- <παμφαές>
- φαιδρότατον. πάντα φωτίζον
- <παμφαίνειν>
- λάμπειν, στίλβειν, ἀστράπτειν
- <παμφαλύζει>
- τρέμει
- <παμφανάᾳ>
- λάμπει
- <παμφανόωντα>
- λαμπρόν, πάντοθεν λάμποντα
- <παμφαοῦς>
- πάντα φωτιζούσης
- <παμφθόγγῳ>
- παμφώνῳ
- <πάμφι>
- παντάπασι
- <Παμφίδες>
- γυναῖκες Ἀθήνησιν ἀπὸ Πάμφου τὸ γένος ἔχουσαι
- <παμφόρῳ>
- πάντα φέροντι
- <παμ[μ]ωχίων>
- κεκτημένος
- <παμῶχος>
- ὁ κύριος. Ἰταλοί. καὶ ἡ δεκάς. [καὶ τὸ φιλεῖν τῷ στόματι τὰ παιδία [καὶ] τὸν πατέρα
- <πᾶν>
- ὅλον. <τὸ πᾶν>· τὸ ὅλον
- <παναγῆ>
- καθαρά. ἅγια
- <παναγής>
- καθαρός, κατὰ πᾶν ἁγνός
- [<παναγιστίας>
- παναγίας]
- <πάναγρα>
- [πανάγρια,] ἐν οἷς τὰ λεπτὰ καὶ ἁδρὰ θηρεύεται
- <πανάγρου>
- τοῦ πάντα ἀγρεύοντος
- <παναθήναια>
- ἡ τῶν Ἀθηναίων ἑορτή. καὶ ὁ ἀγών
- <παναιεῖς>
- Ἀθήνησιν ἱέρειαι
- <παναίθῃσιν>
- ὅλαις λαμπραῖς· παναίθῃσι(ν) κορύθες(ς)ι
- <πάναιθον>
- λαμπρόν
- <παναίθετος>
- πάντα ἀπαραίτητος
- <παναίγυλος>
- πανκάκουργος
- <παναιΐα>
- ἱέρεια, ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί
- <Παναῖ[ν]οι>
- ἔθνος Θρᾴκιον
- <παναίολος>
- παμποίκιλος
- <πανάκεια>
- θεραπεία
- <πάν(ακ)ες>
- βοτάνη τις, ἣ πολλοῖς ὀνόμασι καλεῖται
- <Πάνακτος>
- ἡ ὀρίγανος. καὶ τόπος ἐν τῇ Ἀττικῇ
- <παναλκές>
- ἰσχυρόν. παντοδύναμον
- <πανάμερος>
- δι' ὅλης ἡμέρας
- <πανάμωμος>
- ἀρεστός
- <πανάποτμος>
- ἀθλιώτατος, κατὰ πάντα κακόποτμος, ὅ ἐστι παντε- λῶς κακόμορος
- <παναρμόνιον>
- εἶδος ὀργάνου, ἐξ ὅλου τεταγμένον. <Ἁρμονία> γὰρ ἡ εὔτακτος ἀκολουθία
- *<πανάργυρον>
- ὅλον ἀργυροῦν
- <πανασκηθέα>
- πάντα ὑγιῆ
- <παναφήλικα>
- πάντων ὁμηλίκων ἀπεληλαμένον ἐκτός
- <Παναχαιῶν>
- πάντων Ἑλλήνων
- <παναώριον>
- πάντων ἀωρότατον. καὶ ἄμοιρον. ἢ κατὰ πάντα ἄωρον
- <πανδαισία>
- ἡ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν ἡδονὰς παρέχουσα εὐωχία, ἢ πολυτελὴς τράπεζα
- <πανδαισίαν>
- τὴν παντοδαπὰ ἐδέσματα καὶ πολυτελῆ ἔχουσαν
- <πανδαμάτωρ>
- ὁ πάντας δαμάζων
- <πανδαμικοί>
- παιδικοὶ χιτῶνες ἐν ταῖς πομπαῖς
- <πανδ[ε]ῖα>
- ἑορτὴ Ἀθήνησι
- <πανδερκεῖς>
- πάντα ὁρῶντες
- <πᾶν δ' ἦμαρ>
- δι' ὅλης δὲ τῆς ἡμέρας
- <πανδημεί>
- σὺν παντὶ τῷ δήμῳ
- <πανδήμιος>
- ὁ καθ' ὅλον τὸν δῆμον ἀναστρεφόμενος
- <πανδήμου>
- δημοσίας, κοινῆς
- <πανδοκ(ε)ῖον>
- πανδοχ(ε)ῖον
- <πάνδοξ>
- ὁ ἐν πανδοχ(ε)ίῳ οἰκῶν
- <πανδοῦρα ἢ πανδουρίς>
- ὄργανον μουσικόν. <Πάνδουρος> δὲ ὁ μεταχειριζόμενος τὸ ὄργανον
- <Πανδοσία>
- πόλις τῆς Ἠπείρου καὶ Ἰταλίας
- <πανδοχεύς>
- ἐπιδέξιος, ὁ πάντας δεχόμενος
- <πανδώρα>
- ἡ γῆ, ὅτι τὰ πρὸς τὸ ζῆν πάντα δωρεῖται. ἀφ' οὗ καὶ <ζείδωρος> καὶ <ἀνησιδώρα>
- <πάνεια>
- κεχορτασμένη
- <πανείπας>
- ἀναιδής
- <πανέξαλλον>
- ἐν πᾶσιν ἀλλότριον
- *<παναίολος>
- παμποίκιλος
- <πᾶνες>
- τοὺς ἐσπουδακότας σφοδρῶς περὶ τὰς συνουσίας ἔλεγον
- [<πανέψιον>
- πᾶσι σύνοπτον]
- <πανήγυρις>
- ἔπαινος. ἑορτή. θέατρον
- <πανημαδόν>
- διὰ βίου
- <πανημέριος>
- οὐχ ὁ δι' ὅλης ἡμέρας, ἀλλ' ὁ ἀφ' οὗ τι(ς) ἂν ἄρξη- ται μέρους· ἢ καὶ δι' ὅλης τῆς ἡμέρας, καταχρηστικῶς
- <πανήρεα>
- πᾶσιν ἀρέσκοντα
- <πανήρεσι>
- κατὰ πάντα ἡρμοσμέναις
- <πανῆρες>
- πᾶσιν ἀρέσκον. ποικίλον. παμμήχανον
- *<πανήπορος>
- πανάπορος, ἐνδεής
- <πανθρ(ό)ῳ δήμῳ>
- παῤῥησίαν ἄγοντι δήμῳ, πάντα θροοῦντι, ὥστε μηδὲν ὑποστέλλεσθαι
- <πάνθρυλ[ι]ον>
- τὸ πάντα θρυλοῦν
- <πανθύλην>
- μονογενῆ τοῖς τόξοις ἢ σφενδόναις
- <πανθυμαδόν>
- πάσῃ τῇ ψυχῇ, ἢ παντὶ τῷ θυμῷ
- <πάνθ' ὑπὸ μηνιθμόν>
- περὶ πάντα τὸν τῆς μηνίδος χρόνον
- <Πανία>
- ἡ Πελοπόν(ν)ησος
- <πανίας βήσσας>
- ὡς ἀπὸ τοῦ Πανός. Αἰσχύλος Καλλιστοῖ. [καὶ ὁ λευκὸς πάντη] [ἢ ὁ λευκὸς πάντη καὶ καθαρός. καὶ ὁ μέλας καθαρός
- <πανικτόν>
- Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις· ὥρα τοίνυν μετ' ἐμοῦ χωρεῖν (τὸν) κωπητῆρα λαβόντα καὶ προσκεφάλαιον, ἵν' ἐς τὴν ναῦν ἐμπηδήσας ῥοθιάξῃς. ἀλλ' οὐ δέομαι πανικτὸν ἔχων τὸν πρωκτὸν (προσκεφαλαίου)
- <πάνιον>
- αὐτόχρουν. ὁμοέχρουν. λευκόν. καθαρόν
- <πανίῳ δαίμονι>
- μανιώδει δαίμονι
- <πανιώνιον>
- ἱερὸν Ποσειδῶνος ἐν Ἰωνίᾳ
- <πάγκαλος>
- ἐξ ὅλου, κατὰ πάντα καλός
- <πανκαρπία>
- πανσπερμία
- <πανκρατής>
- πάντων κρατῶν, καὶ ἄρχων, καὶ βασιλεύων
- *<πάντα>
- ὅλα
- <παννόας>
- ὁ ἀπόπληκτος. καὶ ἀδολέσχης
- <παννυχίη>
- δι' ὅλης τῆς νυκτός
- <παννυχίς>
- ἑορτὴ νυκτερινή
- (<πανοικί>)
- σὺν ὅλῳ τῷ οἴκῳ
- <πανόλβιος>
- παμμακάριστος
- [<πάνομαλφαίῳ>]
- <πανομφαῖον>
- πεφημισμένον. [ἢ ὁ τὰ κακὰ ἀποστρέφων
- <πανομφαίῳ>
- ᾧ πᾶσα φήμη καὶ μαντεία ἀναφέρεται, τουτέστι κλη- δών
- <Πανόπη>
- πόλις Φωκίδος
- <πανόπτης>
- πολυόφθαλμος. Ζεύς. Ἀχαιοί
- <πάνοπτος>
- ὁ πανταχόθεν φαινόμενος
- <πανορμίη>
- ἐπίθετον Ἀπόλλωνος
- <πανὸς σκῶλον>
- ὄνομα σχήματος, ὅταν οἱ ἀπὸ σκώλου ᾖ πεπληγὼς [ἄντρον τι λέγεται σχῆμα
- <πανὸς σκότος>
- οἷον νυκτερινὸς φαντασίας
- <πανοσπρία>
- σύνοδος
- [<πανοστρία>
- συμμιγὴς πληθύς. σύνοδος]
- <πᾶν ὁτιοῦν>
- οἷον δή ποτ' οὖν, πᾶν τὸ τυχόν
- <πανοῦργος>
- πάντα μανθάνων. δόλιος, πάντα ἐν πονηρίᾳ ἐργαζόμενος
- <πανουλεύς>
- ἐξώλης
- <πανούριος>
- πάντα οὔριος
- <Πάνοψ>
- ἥρως Ἀττικός. ἔστι δὲ αὐτοῦ καὶ νεώς, καὶ ἄγαλμα, καὶ κρήνη
- <πανόψιον>
- πάντων ὁρώντων. πᾶσι σύνοπτον. λαμπρόν
- <πανσαγία>
- πανοπλία
- <πανσθενεστάτῳ>
- ἰσχυροτάτῳ
- <πανσυδίη>
- ὁμοῦ πάντες
- <πάντα κάλων σείει>
- παροιμία ἐπὶ τῶν πάσῃ προθυμίᾳ χρωμένων
- <πάντα κινήσας πέτρον>
- παροιμία
- <πάντα λίθον κινεῖν>
- παροιμία, ἧς μέμνηται Ἀρίσταρχος. ὅτε γὰρ Ξέρξης ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἐστράτευσεν, ἡττηθεὶς παρὰ Σαλαμῖνι .....
- <παντάνα>
- τρυβλίον
- <πάντα δ' ἀπὸ (π)λευρῶν χρόα ἔργαθεν>
- οὐ κατὰ βάθους ἔτρω- σεν, ἀλλ' ἀπεῖρξε τοῦ χρωτὸς καὶ τῶν πλευρῶν τὸ δόρυ
- <παντάπασι>
- παντελῶς. ὅλως
- <πανταρκέα>
- πᾶσι βοηθόν
- <πανταρκής>
- ὁ πᾶσιν αὐταρκῶν. [ὁ]
- <παντάσκιος>
- ὁ πάντοθεν σκιὰν οὐκ ἔχων
- <πανταχῶς>
- πάντα τρόπον
- <παντελές>
- παντελῶς, ὁλοτελῶς
- <παντελής>
- ὁλοτελής. [καὶ]
- <παντεπόπτης>
- ὁ πάντα καθορῶν
- <πάντες>
- ἀντὶ τοῦ οἱ πλεῖστοι
- <πάντες(ς)ιν>
- ὑπὲρ πάντων
- <παντευχία>
- πανοπλία
- <πάντη>
- πάντως. πανταχοῦ, πάντοθεν
- <πάντη τε>
- πάντως
- <πάντη>
- πανταχοῦ (..) ἑκάστῳ (....)
- <παντὶ σθένει>
- ὅλῃ, πάσῃ δυνάμει
- <παντίτῳ>
- παντί τινι
- <παντοδαποῖς>
- διαφόροις
- <παντοδαπός>
- παντοῖος. σύμμικτος
- <παντοδα(πῶν)>
- παντοίων. καὶ διαφόρων
- <πάντοθεν>
- πανταχόθεν, ἐξ ἑκάστου τόπου
- <παντόθι>
- πανταχοῦ
- <παντοίων>
- πάντων. πολυτρόπων
- <παντοκράτωρ>
- ὁ θεός, πάντων κρατῶν
- <παντομάντειραι>
- μοῖραι
- <πάντοσε>
- εἰς πάντα τόπον. πανταχοῦ
- <πάντοσ' ἐΐσην>
- πανταχόσε στρογγύλην
- <παντώνια>
- παντοδαπά
- *<πάντων>
- πάντως
- *<πάντων>
- ὑπὲρ πάντας
- *<πάντων ἐκπαγλότατε>
- ὑπὲρ πάντας ἐκπληκτικώτατε
- <πάντως>
- ἰσοδυναμεῖ ἀληθείᾳ. κυρίως
- <πάντως θαρσαλέη>
- κατὰ πάντα θρασεῖα
- <πανυπερτάτη>
- πασῶν ὑπερκειμένη τῶν παρακειμένων νήσων
- <πανυπείροχον>
- πάντων μέγιστον
- <πάνυσσα>
- (ς)τρόφος. ἀναδέσμη. οἱ δὲ κειρίαν, ᾗ τὰς τρίχας ἀνα- λαμβάνουσι
- <πανύστατον>
- πάντων ἔσχατον
- *<παννυχίους>
- δι' ὅλης νυκτός
- *<πάντη τε καὶ πάντως>
- κατὰ λόγον καὶ τρόπον πάντα
- <πανώλεθρον>
- ἐξῶλες, πανῶλες
- <πανώλης>
- πανώλεθρος, ἐξώλης, ἀπολλύμενος
- <πάξ>
- ὑπόδημα εὐυπόδητον. ἢ τέλος ἔχει[ν]
- <Πάξοι>
- νῆσοι κατὰ Ἰταλίαν
- *<παππάζοιεν>
- πατέρα καλοῖεν
- [<παπαίδην>
- παντελῶς]
- *<πάπας>
- πατρὸς ὑποκόρισμα
- <πάππα>
- προσφώνησις παι(δὸ)ς πρὸς πατέρα.
- <παπαῖ>
- σχετλιασμός
- <παππ(ά)ζοιεν>
- πατέρα καλοῖεν
- <παππάζουσιν>
- πατέρα προσαγορεύουσιν. πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν παιδίων, ἃ τοῖς πατράσι λέγει πάππα
- <πάππος>
- ἄκανθα· ἐπὰν γηράσῃ καὶ ἀποξηρανθῇ, καὶ ὑπὸ ἀνέμων ἐκριπίζηται, καὶ τόπον ἐκ τόπου μεταβάλλῃ. σημαίνει δὲ καὶ ὀρνέου εἶδος. καὶ πατρὸς ἢ μητρὸς πατέρα. καὶ τὴν ὑπὸ τῷ γενεί(ῳ) τρίχωσιν
- <παπταίνειν>
- περιβλέπειν πάντη
- <παπταίνοντα>
- ὁρῶντα
- [<παπταιγγεῖ>
- περισκοπεῖ]
- <παπτήνας>
- περισκοπήσας
- <πάρα>
- ἐγγύς. πάρεστι
- <παραβαίνοντας>
- ἀρνητικούς. ἢ μὴ εὐθέως βαίνοντας
- <παραβαλεῖς>
- ἀπατήσεις. παραθήσεις. παραδώσεις
- <παραβαλλόμεναι>
- ἐξαπατῶσαι. παρακα(τα)τιθέμεναι
- <παραβαλλόμενος>
- ἐναποκινδυνεύων, ὅ ἐστι παραβόλως μαχόμενος
- *<παράβολον>
- παράδοξον
- <παραβαλοῦ>
- ἀνάπαυσαι. ἀπὸ δὲ τῶν νεῶν ἡ μεταφορά
- <παραβαλῶ>
- συγκρινῶ. παραθῶ, ὅμοιον
- <παραβαλών>
- ὁμοίως παραθείς
- <παρ[α]βεβαῶτε[ς]>
- παραβεβηκότες
- <παραβλέπων>
- στραβός
- <παραβλήδην>
- ἀπατητικῶς. παραλογιστικῶς. ἐξ ἀντιβολῆς παραβάλ- λοντες
- <παραβληθησόμενος>
- συγκριθησόμενος
- <παραβλητικός>
- παραβάλλων
- <παραβλῶπας>
- παρορῶντας
- <παραβλῶπες>
- ὁμοίως, διάστροφοι, τὰς ὄψεις διαστρέφοντες, καὶ πα- ραβλέποντες
- <παραβολή>
- πραγμάτων ὁμοίωσις
- <παραβουλευσάμενος>
- εἰς θάνατον ἑαυτὸν ἐκδούς
- <παραβραβευθείς>
- καταῤῥαγείς. παραμεληθείς
- <παραβραβεύων>
- παρακρίνων
- <παραβύουσαν>
- παρακαμ(μ)ύουσαν
- <παράβυστον>
- λάθρα γινόμενον, ἀπόκρυφον. ἀποκεκρυμμένον, ἢ μι- κρὸν κλινίδιον, παρατιθέμενον τῇ μεγάλῃ, ἔνιοι δὲ δικαστήριον οὕτω καλούμενον
- [<παραγάγγας>
- εἶδος μέτρου Περσικοῦ]
- <παρ' ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο>
- παρὰ τοῦ λαμπροῦ Τιθωνοῦ
- <πάρα γε>
- ἐγγὺς δέ. ἢ κόψον
- <παράγει>
- παρέρχεται. παραπέμπεται. φυλάσσεται. εἰσπορεύεται
- <παραγκωνίσασθαι>
- ἀποστρέψαι
- <παραγόρευσιν>
- ἄρνησιν
- <παραγράφεται>
- ἐκβάλλεται
- <παραγραφή>
- ζημία
- <παραγράψαι>
- ὃ ἡμεῖς λέγομεν διαγράψαι. καὶ τὸ ἐκ τραπέζης λα- βόντα διὰ γραμμάτων τοῦ τραπεζίτου πιστώσασθαι
- <παραγράψεται>
- οὐ παραδέξεται
- <παραγυμνῶσαι>
- φανεροποιῆσαι
- <παραγωγαί>
- ἀπάται. χρήσεις
- <παραγωγάς>
- χιτὼν παρὰ Πάρθοις
- <πάρα δέ>
- ἐγγὺς δέ
- <παραδέδρομα[ι]>
- παρεμνήσθην
- <παραδειχθέν>
- φανερωθέν
- <παράδειγμα>
- ὑπόδειγμα. ἢ παρασκευασθέν τι ἔλαττον εἰς μείζονα
- <παραδειχθῶ>
- οὐ φαίνομαι
- <παράδεισος>
- τίθεται ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων. οἷς ἐστιν ἐμπεριπατεῖν. ἢ τόπος [ἔνυδρος ἤτοι] εὔυδρος, ἐν ᾧ περίπατοι. καὶ ἡ βασιλέως κα- τάλυσις
- <πάρα δέ σοι>
- πάρεστι δέ σοι
- <παραδήμῳ>
- ἐξακούστῳ
- *<παραδειγματίσαι>
- φανερῶσαι. θριαμβεῦσαι
- <παρὰ δίκην>
- παρὰ τὸ δίκαιον
- <παρὰ δόξαν>
- παρ' ἐλπίδα, παρὰ προσδοκίαν
- <παράδοξον>
- θαυμαστόν. ἀπροσδόκητον
- <παράδοξος>
- ὁ παρὰ δόκησιν λεγόμενος
- <παράδοσις>
- ἄγραφος διδασκαλία
- <παραδόσεων>
- διδασκαλιῶν
- <παραδραθέειν>
- παρακοιμηθῆναι
- <παραζηλῶν>
- παροξύνων, παρεξισῶν
- <παραζωστρίς>
- μικρὰ μάχαιρα
- <παραθαλπόμενος>
- παραθερμαινόμενος. παρακμάζων. παραμυθού- μενος
- <παραθεῖ>
- παρατρέχει
- <παράθεμα>
- ἐπίθεμα
- <παραθέουσι>
- παρατρέχουσι
- <παραθήγειν>
- ἀκονᾶν, παροξύνειν
- <παραθήκη>
- παρακαταθήκη. [παράθου
- <παραθῆται>
- ἐκβάλλῃ
- <παρὰ θῖνα>
- παρὰ τὸν αἰγιαλόν
- *<παραθέντες>
- ἐκβληθέντες
- <παράθρανος>
- κώπη τις ἐν ταῖς παραθράνοις
- <παρ[α]θρέξειας>
- παραδράμοις
- [<παραθῶτε>
- ἐκβάλλει]
- <παρα(ι)βάται>
- οἱ ἐπὶ τῶν δίφρων ἑστῶτες μαχόμενοι, οἱ κύριοι τῶν ἁρμάτων
- <παρ' αἰγείρου θέα>
- Ἐρατοσθένης φησί, ὅτι πλησίον αἰγείρου τινὸς θέα (αἴγειρος δέ ἐστι φυτοῦ εἶδος) ἐγγὺς τῶν ἰκρίων. ἕως οὖν τούτου τοῦ φυτοῦ ἐξετείνετο καὶ κατεσκευάζετο τὰ ἰκρία, ἅ ἐστιν ὀρθὰ ξύλα, ἔχοντα σανίδας προσδεδεμένας, οἷον βαθμούς, ἐφ' αἷς ἐκαθέζοντο, πρὸ τοῦ κατασκευασθῆναι τὸ θέατρον
- *<παράδοξος>
- θαυμαστός. ἐπάξιος. καὶ ὁ παρὰ δόκησιν λεγόμενος
- *<Παραίλεως>
- ὄρος ἐγγὺς μ ρ θ ν<ο>
- *<παραινεῖ>
- συμβουλεύει
- <παραιθένατα>
- τὰ ἀπὸ τῶν μικρῶν δακτύλων παρὰ τὸ θέναρ, ἤγουν ἐπὶ τὸν καρπόν
- <παραικάτια>
- αἱ ἐπὶ τοῖς ζεύγεσι τῶν ὁπλιτῶν τάξεις
- <παραίνεσις>
- συμβουλή, νουθεσία, σωφρονισμός
- <παραίπαιμα>
- παρακοπή
- <παραὶ ποσί>
- παρὰ τοῖς ποσί
- <παραιρεῖται>
- ὀλίγα ἀφαιρεῖται
- <παραιρήμ[μ]ατα>
- παράρματα ἱματίων
- <παραιροῦνται>
- ἀφαιροῦνται
- *<παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός>
- ἠγωνίας(αν), καὶ κατέπεσαν τῇ γνώμῃ [ἢ ποσίν]
- <παραισαβάζειν>
- παραμεμηνέναι. ἀπὸ τοῦ Σάβου
- <παραίσι[μ]α>
- ἀλλοῖα τῶν προσηκόντων
- *<παρίσομαι>
- ....
- <παραΐσσοντα>
- παρατρέχοντα
- <παραίτησιν>
- παράκλησιν
- <παραίφασις>
- ἀπολογία. παραλογισμός. παραμυθία. συμβουλία. πα- ρηγορία. παραίνεσις
- <παραιφάσσει>
- τινάσσει. πηδᾷ. παρακινεῖ. καὶ τὰ ὅμοια
- <παραιφηλούμεθα>
- παραγόμεθα
- <παρακαίρια>
- παράκ(αι)ρα
- <παρακαταθήκη>
- ἐνέχυρον
- <παρ[α]κατέλεκτο>
- παρακατέκειτο
- <παρακεκλημένοι>
- παραμυθηθέντες, παρακληθέντες
- <παρακεκόαται>
- παρανοεῖ
- <παρακεκομμένον>
- ἄνανδρον
- <παρακέκρουνται τῶν φρενῶν>
- (παρ)ηλλάττοντο
- <παρακελεύσεσθαι>
- προτρέψασθαι
- <παρακελεύουσιν>
- ἐπιτρέπουσιν
- <παρακεχόρδικεν>
- παρήλλαχεν. παρήμαρτεν
- <παρακεώμεθα>
- ἐγκείμενοι ὦμεν
- *<παράκλητον>
- πνεῦμα λέγεται, ὡς τὰς παρακλήσεις τῶν ὅλων δεχό- μενον
- *<παρακλήτορες>
- παραμυθηταί
- *<παρακλιδόν>
- ἕνα παρ' ἕνα. παρακεκλιμένος. παρατετραμ(μ)ένος· "παρακλιδόν, οὐδ' ἀπατήσω"
- *<παρὰ κληῖδος ἱμάντα>
- παρὰ τοῦ τρυπήματος παραγομένου κλεί- θρου, δι' οὗ τὸν ἱμάντα ἐνιᾶσι
- <παρακοᾶν>
- παρανοεῖν
- <παρακοίτης>
- ὁ ἀνήρ. γυνὴ γαμετή, παλλακίς <παράκοιτις>
- <παρακονᾶν>
- τὸ ἐν τῷ ἀσπάζεσθαι παρατρίβειν τὸ γένειον καὶ τὰς παρειάς
- <παρακόπτει>
- μαίνεται
- <παρακόρησον>
- παρακάλλυνον
- <παρακοττεῖ>
- παραφρονεῖ
- [<παράκρουσις>
- ἀπάτη. [παρενεγκεῖν]
- <παρακροτήσαντες>
- παραθαρσύναντες
- <παρακροτῶν>
- παροξύνων
- <παρακρούει>
- πλανᾷ, ἐξαπατᾷ
- <παρακρουσθέντες>
- παραλογισθέντες
- <παρακρουσιχοίνικος>
- παραλογιζόμενος ἐν τῷ μέτρῳ. εἴρηται δὲ οὕτω διὰ τὸ κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν
- <παράκρουστος>
- μωρός
- <παράκτης>
- ὁ τῶν κυνηγῶν τοὺς κύνας ἐπὶ τὴν θήραν ἄγων
- <παρὰ κωφὸν ἀποπαρδεῖ>
- ἡ παροιμία. πρόδηλος δὲ αὐτῆς ἡ αἰτία
- <παραλαλοῦντος>
- ......
- <παρὰ λαπάρη(ν)>
- παρὰ τὴν λαγόνα
- <παραλέ(λε)ξαι>
- παρὰ τὸ τὰς ὑπερεχούσας (τρίχας) ἐν ταῖς ὀφρύσι παραλέγειν
- <παραληρούντων>
- μωρὰ λαλούντων
- <παραλία>
- ἡ Ἀττική. ἔνθεν καὶ ἡ ναῦς <πάραλος>
- <παραλία> καὶ <πάραλος> καὶ <παράλιος>
- παραθαλάσσιος
- *<παραλαλεῖ>
- φλυαρεῖ, μὴ γινώσκων ἃ λαλεῖ
- <παραλίτης>
- ὁ ἀπὸ τῆς παράλου· ἡ δέ .... ἐστιν ἱερὰ ναῦς
- <παραλλαγῆς>
- ἐναλλαγῆς, ἀλλοιώσεως
- <παραλλάξαι>
- * διάβηθι, πάρελθε
- <παραλλάξας>
- ἐνηλλαγμένως. παρελθών
- <παρ' ἀλλήλαις>
- ἐγγὺς ἀλλήλων
- <παράλληλον>
- ἀκόλουθον, ὅμοιον τῷ μεταξὺ ὄν
- <παραλογισμός>
- ἀπάτη λογισμοῦ
- <παραλογιστής>
- ἀπατεών
- <παράλογον>
- ἀλόγιστον
- <πάραλ[ι]οι>
- οἱ τὴν παράλιον οἰκοῦντες τῆς Ἀττικῆς
- <παραλουργεῖς>
- οἱ ἧττον[ες] ἔνδοξοι καὶ ἔντιμοι· ὡσεὶ λέγοι τις· <πα- ραβαφής>· <Ἁλουργὲς> γὰρ τὸ ἐκ τῆς θαλαττίας πορφύρας ὕφος
- <παραλούς>
- παρακρατηθείς. συσχεθείς
- <παραλυθῆναι>
- ἀπολυθῆναι
- (*)<παραλοῦμαι>
- παροιμιωδῶς· ἐπεὶ ὑπὸ τῶν πλουσίων οἱ πένητες παρελοῦντο
- [<παραλώματα>
- τὰ ἔξωθεν]
- <παραλώματα>
- τὰ ἔξωθεν τῶν <μ>ρών (ς)κεπασμάτων
- <παραμαρτών>
- ἀποτυχών
- [<παραμήνας>
- παραναγνούς
- <παραμήξας>
- παραλλάξας]
- <παραμεῦσαι>
- παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι
- <Παραμήνη>
- ἡ τῶν θεῶν μήρα. Λυδοί
- <παραμίξεται>
- γειτνιάσει
- <παρ' ἄμμι>
- παρ' ἐμοί
- [<παραμνείσω>
- παραμένοντι καὶ καταπραΰνοντι τὸ μένος, ἤγουν δύ- ναμιν]
- <παράμονος>
- καρτερός
- <παραμυθίαν>
- παράκλησιν
- <παραμυ(θή)σασθαι>
- συμβουλεῦσαι
- <παρὰ ναῦφιν>
- παρὰ τῶν νεῶν
- <παρὰ νῆας>
- παρὰ τὰς ναῦς
- <παρὰ νηυσί>
- παρὰ τοῖς πλοίοις
- <παράνοια>
- ὑπερηφανία
- <παράνομος>
- ἄνομος, ἄδικος, ἄθεσμος. ἁμαρτία
- <πάραντα>
- τὰ παρὰ τὸ ἀντικρύ, οἷον πλάγια, τὰ παρατετραμμένα τῆς εὐθείας ὁδοῦ
- <παράνυμφος>
- νυμφεύτρια
- <παραξιφίς>
- μάχαιρα
- <παρ[αρ]άορος>
- σειραφόρος
- <παραός>
- ἀετὸς ὑπὸ Μακεδόνων
- <παράπαγος>
- μάνδαλος θύρας
- <παραπαίει>
- παρακόπτει, μαίνεται, ληρεῖ, παραφρονεῖ
- <παραπαιόντως>
- ὁμοίως
- <παράπαιστος>
- παραπλήξ. ἢ παρειμένος
- <παράπαν>
- παντελῶς, καθόλου
- <παρὰ πάντας>
- ὑπὲρ πάντας
- <παραπασσόμενος>
- ἐπιβαλλόμενος
- [<παραπείσῃ>
- παραπαίξῃ]
- <παραπέμποντες>
- ἀπωθούμενοι
- <παραπεπ[ε]ίθοιμι>
- παραπείθοιμι
- <παραπεπλεγμένως>
- συμπεπλεγμένως
- <παραπετάσματα>
- παρακαλύμ(μ)ατα
- <παράπηχυ[ν] ἱμάτιον>
- τὸ παρ' ἑκάτερον [μέρον] μέρος ἔχον πορ- φύραν
- <παραπικραίνων>
- παροργίζων
- <παραπλαγιάσας>
- πλαγιασάμενος
- <παραπλάγξασα>
- παρακρουσθῆναι ποιήσασα
- <παραπλασμός>
- ὁ ἐν ταῖς τῶν αὐλῶν τρύπαις ῥύπος
- <παραπλέξαι>
- ἐμπλέξαι
- <παραπλάσματα>
- τὰ κηρία τὰ ἐπιτιθέμενα τοῖς ζητήμασιν ἐν τοῖς βιβλίοις
- <παραπλῆγος>
- μανιώδους
- *<παραπλῆγας>
- τοὺς τὰς ἄκρας ἀνατεινούσας ἔχοντας αἰγιαλούς. ἢ <πέτρας>
- <παραπλήγων>
- μαινομένων
- *<παραπληγία>
- παρακοπή
- <παραπλήξ>
- παράφρων, τὰς φρένας βεβλαμ(μ)ένος, μανιώδης, παρα- κόπτων, παραφρονῶν
- <παραπληξία>
- μανία
- <παραπλήσιος>
- ἐμφερής, ὅμοιος
- <παραπλῆττον>
- ἐκπλῆττον
- <παραπλόκαμος>
- ἡ παραπεπλεγμένη τὰς τρίχας
- <παραπλομένοισι>
- παροῦσι
- [<παρὰ πλόνεσι>
- παρὰ πολλοῖς]
- <παραπλώζειν>
- τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν ἵστασθαι, ἢ ἰέναι
- <παρὰ πόδα>
- εὐθέως. ἐγγύθεν
- <παρὰ ποδί>
- παρὰ τοῖς ποσί
- <παρὰ πολύ>
- πολύ
- <παραποιεῖν>
- παραπράττειν
- <παραποιήσασθαι>
- παρασφραγίσαι
- <παραπρονοῆσαι>
- ἐνθυμηθῆναι, νοῆσαι
- <παραπομπή>
- μετακομιδή
- <παραρεῖν>
- φληναφεῖν
- <παρα(ῤ)ῥητοί>
- παραινετικοί, σύμβουλοι, παραμυθητικοί
- <παρα(ῤ)ῥητοῖσι>
- παραμυθηταῖς
- <παραῤ(ῥ)ύματα>
- δέῤῥεις
- <παραρτίζεσθαι>
- παρασκευάζεσθαι
- <παραρυῇς>
- μετεωρισθῇς, παραπέσῃς
- <παράρυμα>
- Σοφοκλῆς Πολυξένῃ <παράρυμα ποδός>, ὡς κρεμαμέ- νων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς κάλλος. τινὲς δὲ σχοινίον ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ ὑπόδημα
- <παραρυμίς>
- τὸ παρὰ τὸν ῥυμόν
- <παραρυτεῖν>
- παρέχειν
- *<παραρυῶμεν>
- ἐξολισθῶμεν
- *<παραρυόμενον>
- παραπεσό[μενο]ν, παραῤ(ῥ)υέν
- <παρασάγγας>
- εἶδος μέτρου Περσικοῦ
- <παρασαγγιλόγω>
- οἱ Πέρσαι τοὺς διαγγέλλοντας οὕτω λέγουσι
- <παρασάγγης>
- μέτρον ὁδοῦ, τριάκοντα σταδίους ἔχον
- <παρασαρῶσαι>
- ἐροὴ δὲ καὶ [κάλυθρον ἢ] κάλλυντρον τὸ σάρον. καὶ κόρηθρον καλεῖται
- <παρασεσυρμένοι>
- παρελκυσμένοι, ὑπεσκελισμένοι
- <παράσημα>
- τεράστια
- <παρασημαίνει>
- παραχαράττει. παραδηλοῖ
- <παράσημον>
- ἀδόκιμον, κίβδηλον. ἀπὸ τὸ καὶ νομισμάτων τὰ κίβδηλα <παράσημα> λέγεται
- <παράσιτοι>
- ἀρχὴ ἐπὶ τὴν τοῦ ἱεροῦ σίτου ἐκδοχήν ......
- <παράσιτος>
- κοσσοτράπεζος
- <παρασιωπῶν>
- μακροθυμῶν
- <παρασκευάζεται>
- εὐτρεπίζεται, ἑτοιμάζετο
- <παρασπάς>
- φυτὸν ἀπεσπασμένον
- <παρασπάσησθε>
- ἀφέλησθε
- <παρασπίζουσα>
- σύνους(α). συνοικοῦσα
- <παρασπιστής>
- παρεστώς. ὁπλίτης
- <παρασπονδήσας>
- παραβὰς τὰς συνθήκας
- <παρασπονδοῦντες>
- ἐχθραίνοντες. πολεμοῦντες
- <παρασπῶν>
- συλῶν
- <παραστάδες>
- οἱ πρὸς τοῖς τοίχοις τετ[ρ]αμένοι κίονες
- <παρασταδόν>
- ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ἢ παραστάντες, ἢ παραστατικῶς, ἢ κατὰ τρόπον, ἢ κατὰ τὸ δέον
- <παρασταθμίδες>
- τῆς θύρας τὰ πρὸς τῷ στρόφιγγι
- <παράστανον>
- λόγχη
- <παράστασις>
- φυγή. καὶ τὸ φυγαδεῦσαι <παραστήσασθαι>
- <παραστάται>
- τὰ ἀπὸ τῶν νεφ(ρ)ῶν ἀγγεῖα. καὶ οἱ πρὸς τὰς ὤας στήμονες
- <παραστάτην>
- προστάτην
- <παραστάτησον>
- παραστάτης γενοῦ. νίκησον
- <παραστατίς>
- ἀγγεῖον θερμαντικόν
- <παραστέλλεται>
- ἀναστέλλεται
- <παραστέλλων>
- ἀναστέλλων
- <παραστησάμενος>
- μετακαλεσάμενος
- <παραστίζουσα [ἢ παραστίζων ἢ παραστιχθείς>]
- ἐπ(ε)ὶ τῶν [ἀνακλυσετῶν] ἀφυστερούντων τὰ ὀνόματα παρέστικται. [Σώφρων δὲ κεντήματά φησιν.] ἄλλοι, ὡς ἀπόντα [τινὰ] παραστήσουσα σημειου- μένη
- <παραστόρνυται>
- καὶ τὸ λεῖον ποιῆσαι ξίφος, καὶ τὸ παράστροτον
- *<παρασυνεβλήθη>
- ὡμοιώθη
- <παρασύρει>
- χαυνοῖ. παρατρέπει
- <παρασυρέντες>
- παρατραπέντες
- <παρασυρῶ>
- παρατρέψω, καὶ τὰ ὅμοια
- <παρά σφιν ἢ παρά σφισιν>
- παρ' [ἑ]αὐτοῖς
- *<παράχασον>
- ἀναχώρησον
- <παρασχεδιαζομένη>
- παραχαραττομένη
- <παράταξις>
- πόλεμος. φάλαγξ. καὶ ὄνομα
- <παρατάσσεται>
- ἐν πολέμῳ ἀνθίσταται
- <παρατατικός>
- ἐκτεταμένος
- <παρατέθηγμαι>
- παρηκόνημαι. παρωξύνθην
- <παρατεθηγμένος>
- ἠκονημένος
- <παρατείνει>
- παρέλκει. πλατύνει
- <παρατεκτήναιτο>
- παρὰ τὰ ὄντα κατασκευάσειεν
- <παρατενεῖς>
- ἀπολεῖς
- <παρατέτακται>
- ἡτοίμασται
- <παρατηρημάτων>
- ἐπιτηρήσεων, παραφυλάξεων
- [*<παρατούριον>
- ἀντίπανον. κράσπεδον
- *<παραχαράκτης>
- διαστροφεύς, παρατρωτὴς τῶν εὖ τεθέντων νόμων
- <παρατηρημάτων>
- ἐπιτηρήσεων,] κληδονισμῶν τε καὶ ἀπαντήσεων
- <παρατρέπει>
- παραγορεῖ
- <παρατρέχει>
- παρέρχεται
- *<παρὰ τὸ εἰκός>
- παρὰ τὸ δέον
- <παρατρέψαι>
- παρενέγκαι. πορθῆσαι
- <παρατρέψας>
- παρελάσας
- <παρατροπαῖς>
- μεταβολαῖς
- <παρατροπέων>
- παρατρωπῶν. παραλογιζόμενος
- <παρατρύζει>
- παραφωνεῖ. γογγύζει
- <παρατρύζουσι>
- γογγύζουσι. καὶ τὰ ὅμοια
- <παρατρωπῶσ'>
- παρατρέπουσι, παραπείθουσι τῆς ὀργῆς
- <παρατ[ρ]υχών>
- παρών
- <παραύδα>
- παραφώνει, παρηγόρει
- <παραύλια>
- τὰ παρὰ τὴν αὐλήν, οἷον πρόχωρα
- <πάραυλος>
- πάραυλος Ἑλλησποντίς, ὡραία θέρους, ἡ κατὰ τὸ θέρος ἀκμάζουσα
- <παραυτά>
- παραχρῆμα, εὐθέως, παραυτίκα
- <παρ' αὐτόφι>
- παρ' αὐτῷ
- <παραυχενίζων>
- παρακλίνων
- <παράφημι>
- παραινῶ. παραμυθοῦμαι. συμβουλεύω
- <παραφθαίησι>
- παραδράμοι
- <παράφορα>
- παρατετραμμένα
- <παραφορμά>
- ἀρχή τις τῶν συνεξιόντων βασιλεῖ
- <παράφορος>
- παραφερόμενος. παρόμοιος. ἐξεστηκώς
- <παράφρων>
- ἀνόητος
- <παραχαράσσον>
- παραλλάσσον, παρασημαῖνον
- <παρὰ χεῖρα>
- μετὰ χεῖρα, ἐν χερσί
- <παραχρᾶται>
- κακῶς λέγει
- <παραχρῆμα>
- παραυτίκα. [ἀθρόως.] εὐθέως
- <παραχωρημάτων>
- ἐκβολῶν
- [<παραψίδες>
- τὰ μεγάλα τρύβλια]
- <παραψυχή>
- παραμυθία
- <παρδακῶν>
- διύγρων
- <παρδαλέην>
- παρδάλεως δοράν
- <πάρδαλις>
- ποιὸς ὄρνις
- <πὰρ δέ>
- παρὰ δέ
- <πάρδικος>
- ἡ οἰκοδομὴ τῆς καθέδρας
- <παρεᾶσαι>
- πλαγιάσαι
- <παρέβασκε>
- παρεβάτει
- [<παρεβλήδην>
- ἐρεθιστικῶς]
- <παρεγγεγραμμένος>
- ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος. δημοποίητος [παῖς]
- <παρέγγ[έγ]ραπτος>
- νόθος. παρεγγεγραμμένος
- <παρεγγραφέντων>
- ῥᾳδιουργηθέντων
- <παρεγγυᾷ>
- παραγγέλλει. διαδίδωσιν
- <παρεγγυᾶται>
- λέγει. παραδίδωσιν. ἐντέλλεται. παραινεῖ. διδάσκει. προλέγει. παραγγέλλει. διαβεβαιοῦται. ἢ <παρεγγυᾷ>
- <παρεγγυήσαντος>
- παρασχόντος
- <παρεγχρίψεται>
- ἐγγίσει, προσπελάσει
- *<παρ' αἰδοίῃσι>
- παρὰ ταῖς αἰδοῦς ἀξίαις
- <πάρεδρον>
- παρακαθήμενον. παραμένον. σύνθρονος
- <πάρεδρος>
- ἀρχή τις "καὶ αὐτὴ ἡ κελεύουσα παρέδρους δίδο[υ]σθαι ὑπὲρ τοῦ τὸν ἁμαρτάνοντα μηνύεσθαι"
- <παρέζεο>
- παρακαθέζου
- <παρεζόμενος>
- παρακαθήμενος
- <παρεθείς>
- ἐκβληθείς. ἢ ἐάσας
- <παρεθεωροῦντο>
- κατεφρονοῦντο
- <παρεθήγοντο>
- παρωξύνοντο
- <παρειά>
- γνάθος
- *<πάρει>
- ἦλθες
- <παρεῖαι ὄφεις>
- ὄφεων εἴδη μεγάλας παρειὰς ἐχόντων· ταῦτα δὲ ἥκι- στα δάκνει ἀνθρώπους
- <παρείθη>
- παρελύθη, ἐχαυνώθη. ἐκρεμάσθη, ἐχαλάσθη. ἐάθη
- [<παρείεμαι>
- παραλέλυμαι]
- <παρεικάθῃ>
- παρέλθῃ. [παρελύθη]
- <παρείκαμεν>
- παρεπέμψαμεν
- <παρείκει>
- παρέρχεται
- [<παρείκουλον>
- ἀπόφασις ἄρχοντα]
- <παρεῖμαι>
- παραλέλυμαι, ἐκλέλυμαι
- <παρειμένος>
- παραλελυμένος, ἐκλελυμένος, παράλυτος. παρεωραμένος. τετελευτηκώς. ἢ καταπεφρονημένος
- <παρειμένως>
- καταφρονητικῶς, ὁμοίως
- <πάρειμι>
- ἐῶ. ἢ παραλελυμένος
- [<παρείμην>
- εὑρέθην. ὑπῆρχον]
- <παρεῖναι>
- ἐᾶσαι
- <παρεῖξαι>
- παραχωρῆσαι
- <παρείπῃ>
- παραλογίσηται
- <παρειπεῖν>
- παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογί- σασθαι
- *<παρειμένων>
- παρεωραμένων
- [<παρεῖρξαν>
- ἐκώλυσαν]
- <παρείς>
- ἐάσας, ἀφείς, καταλιπών
- <παρείσακτον>
- ἀλλότριον
- <παρείσανον>
- κράσπεδον, ἀκρωτήριον
- [<παρείση>
- παραστίκης]
- <παρείσθωσαν>
- παραλυέσθωσαν
- <πάρεισιν>
- εἰσίν
- <παρεισκρίνεται>
- παρεισέρχεται. παρεισβάλλει
- <παρεισρέων>
- παρεισερχόμενος
- <πάρ[ε]ιτε>
- παρέλθετε
- <παρεκίρνα>
- παρέμισγε
- <παρεκλήθη>
- παρεμυθή(θη)
- <παρέκλησε>
- παρῆλθεν
- <παρὲκ νόον ἤγαγέ [μου]>
- τὸν νοῦν παρελογίσατό μου
- <παρὲκ μίτον>
- παρὰ τὸ(ν) μίτον
- <παρεκναμε[νο]ῦντο>
- παρεπ[ιπ]ορεύοντο ἐπιπόνως
- <παρεκρότει>
- παρώξυνεν
- <παρεκρούσατο>
- ἐχλεύασεν. παρεψηφίσατο. διεσκέδασεν
- <παρεκτικόν>
- παρεχόμενον
- <παρεκόπτου>
- ἠφάνιζες
- <παρέλαβες>
- ἐπαιδεύθης
- <παρελάσας>
- παραδραμών
- <παρελέγετο>
- παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἔπλεεν
- <παρελέξατο>
- ἐκοιμήθη. παρεκλίθη. ἢ παρεπλέξατο· τὸ γὰρ παρα- πλέξαι τινὲς <παραλέξασθαι> καὶ <λέξασθαι> λέγουσιν
- <παρελεύσεαι>
- παραδραμεῖς· καὶ παραλογίσῃ
- <παρελεύσεται>
- παραδράμῃ, παρέλθῃ
- <παρεληλυθότας>
- παραβαίνοντας
- <παρελθόντων>
- εἰσελθόντων
- <παρέλκεται>
- διατρίβει
- <παρέλκον>
- περισσόν. [περιττόν.] βραδύ. παρατεῖνον
- <παρέλκυσις>
- βράδος, βραδυτής
- <παρελογίσασθε>
- ἠπατήσατε, ἐψεύσασθε, ἐχλευάσατε
- <παρελύθησαν>
- ἠσθένησαν
- <παρέλυσε>
- καθεῖλεν, ἐξέβαλεν
- <παρεμβαλεῖ>
- παρεντίθησιν
- <παρεμβαλεῖ>
- ἐπισκέπει
- <παρεμβάλ[λ]οιτο κλῆρον>
- συγκληρώσαιτο
- *<παρεμβολή>
- στρατόπεδον. παράταξις. στῖφος στρατιᾶς, ἢ πλῆθος. ἢ οἴκησιν. ἢ κάστρον
- <παρεμπίνειν>
- τὸ ἐκτὸς λόγου πίνειν
- <παρ' ἔμοιγε>
- πάρεισι γάρ μοι
- <παρεμφάρακτος>
- ἀσελγής. πέρπερος
- <παρεμφαίνεσθαι>
- παραδηλοῦσθαι
- <παρεμφερές>
- ὅμοιον
- <παρ' ἕν>
- κατὰ τὸ ἑξῆς
- <παρενδοθῇ>
- παρατεθῇ
- *<παραίνεσις>
- συμβουλία. διδασκαλία
- <παρενεγκεῖν>
- παραθεῖναι. παραβαλεῖν
- <παρενήνεον>
- παρανιέων. παρετίθεσαν ἀθρόως. παρεσώρευον
- <παρένθετος>
- παρείσακτος
- <παρενθῆκαι>
- μετενήνεκται (ἢ) ἀπὸ τῶν τεχνιτῶν τῶν παρεργαζομένων ἔνια λεπτά. ἢ ἀπὸ τῶν πλοϊζωμένων· παρεντιθέασι γὰρ τοῖς φορτι- κοῖς κοῦφα. ἀπὸ τῶν καμιν(έ)ων· τοῖς γὰρ πίθοις πινακίσκοι παρεν- τίθενται καὶ λεπτά
- <παρέντες>
- παραλείψαντες, ἐάσαντες
- <πάρεξ>
- χωρίς, ἐκτός
- <παρεξειρεσίαν>
- τὸ κατὰ τὴν πρῷραν πρὸ τῶν κωπῶν· ὡσεὶ λέγοι τις, πάρεξ τῆς εἰρεσίας
- *<παρελέξατο>
- παρεκοιμήθη
- <παρεξηυλημένος>
- ὑπὸ γήρως τὸν νοῦν παρεξηυλημένον ἔχων, ἀμυ- δρόν. μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν γλωσσίδων τῶν ἐν τοῖς αὐλοῖς· αἱ γὰρ κατα(τε)τριμμέναι ἐξηυλῆσθαι λέγονται
- <παρὲξ ὁδοῦ>
- ἔξω τῆς ὁδοῦ
- <παρὲξ εἴποιμι>
- παρὰ τὴν ἀλήθειαν εἴποιμι
- <πάρεξ τὸ θεῖον χρῆμα>
- ἔξω τῆς μίξεως
- <παρεοικώς>
- παρόμοιος
- <παρεόντα>
- παρόντα
- <παρέπαφεν>
- παρέπεισεν
- <παρεπίδημος>
- πάροικος
- <παρεπλάγχθη>
- παρεκρούσθη
- <παρεπτάμενα>
- περιττά
- <παρεπτάμενον>
- περιττόν
- <πάρεργον>
- νόθον, ὡς μικρόν τι τῶν ἀναγκαίων
- [<παρεργότατα>
- κατεῤῥογότατα]
- <παρέργως>
- ἀκαίρως. ῥᾳθύμως
- [<παρενεῖται>
- ὀλίγα ἀφαιρεῖται]
- <παρ' ἐρινεόν>
- παρὰ τὴν ἀγρίαν συκῆν
- <παρερέωσαν>
- παρετάξαντο, ἐν πολέμῳ ἀντέστησαν, κυρίως δὲ μετὰ τῶν ῥεῶν
- <παρεῤ(ῥ)υπωμένα βιβλία>
- οἷς κηροὺς προσπλάσσομεν, πρὸς τὸ ζητῆσαί τινα
- <παρέρχεται>
- ὑπερβάλλε[τα]ι
- <παρεῤῥωγότα>
- κατεῤῥωγότα
- *<παρεσταμένη γῆ>
- ἐφ' ᾗ τις ὀφείλει δάνειον· καὶ ἡ ἐκδεδομένη ἐπὶ γεωργίᾳ
- <πάρεσαν>
- παρῆσαν
- <παρεσθίε[τα]ι>
- παραβιβρώσκεται
- *<πάρεσιν>
- ἄφε[ω]σιν, συγχώρησιν
- [<παρέσεσται>
- πάρεσται]
- <παρέσμεθα>
- ἤλθομεν
- <πάρεσο>
- παραγενοῦ
- <παρεσόμεθα>
- [παρεγενόμεθα
- <παρεσόμεθα>
- παρεῖναι μέλλων
- <παρέσσυα>
- παρόρμησα. παραγινομένη
- <παρέσσεται>
- παρέσχεται
- *<παρεσπονδημένοι>
- ἔκθεσμοι. παρηνομένοι
- <παρεστέλλετο>
- παρεγίνετο
- <παρέστη[σε]>
- παρεγένετο. ἐπέστη
- <πάρεστιν>
- ἐστὶν ἐγγύς
- *<παρέσφηλεν>
- παρεφάνετο. ἀποτυχεῖν ἐποίησεν
- <παρέσφαλεν>
- ὁμοίως
- <παρέσχεν>
- ἔδωκεν
- <παρετάξατο>
- ἐν πολέμῳ τέθνηκεν
- <παρετάξαντο>
- ἐπολέμησαν
- <παρέτμηξεν>
- ἐξηφάνισεν
- <πάρετος>
- παραλελυμένος
- <παρετρώπασκε>
- παρετρέπετο
- <παρευημερεῖσθαι>
- νικᾶσθαι
- <παρευημερηθείς>
- παροραθείς
- <παρευθύνουσι>
- βιάζονται. παραφέρουσιν
- <παρευθύνωσιν>
- ὁμοίως
- <παρευνάζων>
- παρακοιτάζων
- [<παρεφάσεις>
- παραινέσεις
- <παρεφασίῃσι>
- παραμυθίαις]
- <παρεφέρετο>
- ἐδαιμονίζετο
- <παρέφησε>
- παρεγράψατο. ἠπάτησεν
- <παρεχάσσατο>
- παρεχώρησεν
- <παρέχει>
- δίδωσι, χορηγεῖ
- <παρῇ>
- ἔλθῃ
- <πάρηβον>
- παρὰ Κτησί(ᾳ), ξύλον τι
- <παρήγαγεν>
- ἤνεγκεν. ἢ ἠπάτησεν
- <παρηγοναῖς>
- παραγώγως. ἀπάταις
- <παρηγορεῖ>
- παρακαλεῖ, παραμυθεῖ(ται)
- <παρηέρθη>
- παρηνέχθη
- [<παρήθη>
- ἐάθη]
- <παρήϊξαν>
- ἐκώλυον
- <παρήϊον>
- ὁ παρὰ τὸ γένειον τόπος. καὶ κόσμος ἐπὶ μετώπου τῶν ἵππων παρὰ γνάθον
- <παρῆκεν>
- ἀφῆκεν, εἴασεν, ἔλειπεν
- [<παρήκτης>
- πάντα πράττων ἐπὶ κακῷ
- <παρήθρει>
- παρῃωρεῖτο
- <παρῆκεν>
- εἴασεν, ἀφῆκεν,] ἀπέλυσεν
- <παρήλασα>
- παρεφθεγξάμην. παρέβην
- <παρήλατοι>
- παραμύθιοι
- <παρῆλθε>
- ἧκεν. εἰσελήλυθεν
- <παρήμενος>
- παρακαθήμενος. ἔκλυτος
- <παρημένων>
- παρενηνεγμένων
- [<παρημοσύνη>
- θεραπεία]
- <παρηνέχθη>
- παρεκρεμάσθη
- <παρῇξαν>
- ἐκώλυσαν
- <παρήορος>
- ὁ παραιωρούμενος. ἄφρων. καὶ ἵππος ὁ παράσειρος, ὁ ἐκτὸς τοῦ ἅρματος τρέχων
- <παρήπαφεν>
- ἠπάτησεν. ἐξέστησεν
- <παρηρία>
- μωρία
- *<πάρερος>
- ὁ μωρός
- <παρήσει μοι>
- δοκῶ
- [<πάρησιν>
- χαύνωσιν]
- <παρήσομεν>
- ἐάσομεν. παράσχωμεν
- <παρήτασεν>
- ἐξήτασεν
- <παρηυμάρησαν>
- κατεφρόνησαν
- <παρθέμενοι>
- παραθέμενοι, παραβάλλοντες σφὰς γὰρ παρ[α]θέμενοι κεφαλάς
- <παρθενίας>
- ἀβυρτακῶδές τι πέμμα
- <παρθενική>
- παρθένος
- <παρθένιοι>
- οἱ κατὰ τὸν Μεσσηνιακὸν αὐτοῖς πόλεμον γενόμενοι ἐκ τῶν θεῶν. καὶ οἱ ἐξ ἀνεκδότου λάθρα γεννώμενοι παῖδες, ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἔτι παρθένους εἶναι τὰς γεννησαμένας αὐτούς. καὶ ποταμὸς Παφλαγονίας <Παρθένιος>
- *<παρθενοπίπας>
- ὁ τὰς παρθένους ὀπιπεύων, οἷον περιβλέπων, ἢ ἀπατῶν
- <Παρθένοι>
- τὰς Ἐρεχθέως θυγατέρας οὕτως ἔλεγον καὶ ἐτίμων .....
- <Παρθένου Παλληνίδος>
- [ἱέρεια] Ἀθηνᾶς. ἔστι γὰρ ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἐν Παλληνίδι
- <παριαμβίδες>
- Ἀπολλόδωρος παρὰ τοὺς ἰάμβους αὐτά(ς) φησι πε- ποιῆσθαι, ἃς οἱ κιθαρῳδοὶ ᾄδουσιν
- <Παριανός>
- ἐξ ἐπιθέτου Πρίαπος
- <παριαύων>
- παρακοιμώμενος
- <παριδρύσαντες>
- παρακαθίσαντες
- <παρίεται>
- ἐᾷ, παραπέμπεται
- <παρίημι>
- ἐῶ, καταλιμπάνω, συγχωρῶ, ἀφίημι
- <παρίησιν>
- ἀφίησι, συγχωροῦσιν
- <παρικτόν>
- παρερχόμενον
- *<Πάροικοι>
- γένος τι Ἀθήνῃσιν
- <παριλλαίνουσα>
- παρεμβλέπουσα. <ἴλλοι> γὰρ οἱ ὀφθαλμοί
- [<πάριον>
- πιστόν. κάτοχον]
- <Πάριος>
- Πάριδος. [πιστός. κάτοχος]
- <παριππεύει>
- ἀφεῖ αὐτοὺς καὶ ἄλλῃ ὁδεύει. παρατρέχει. παρακο- λουθεῖ
- <παρ' ἵππων>
- παρὰ τῶν ἵππων
- <παρίσθμια>
- τὰ περὶ τὸν φάρυγγα
- <παρίστασθαι>
- τὸ ἁρπάζειν τοὺς παῖδας
- <παρισώματα>
- ὁμοιοειδῆ
- *<παρίστατο>
- παρέστηκεν
- *<παριστῶ>
- ἀποδείκνυμι
- <πάριτε>
- ἔλθετε
- <παρκατέλεκτο>
- παρεκοιμᾶτο
- <παρμέμβλωκε>
- πάρεστιν. ἢ παραμεμένηκεν. ἢ παραμεμόληκεν
- <πάρμη>
- Θ(ρ)ᾴκιον ὅπ(λ)ον, σκεπαστήριον, κονδότρον θυρεοῦ
- <Παρνάσιος Φωκεύς>
- .......
- <Παρνασός>
- ὄρος Φωκίδος
- <Πάρνηθος ὄχθος>
- ὄρος τὸ αὐτό
- <Παρνησός>
- τὸ αὐτὸ ὄρος
- <πάρνοπες>
- ἀκρίδες
- <Παρνόπη>
- Καλλίστρατος Ἀθηναῖος
- <πὰρ ξίφεος>
- παρὰ τὴν τοῦ ξίφους (θήκην)
- <παροδικός>
- παρόδῳ χρώμενος
- <πάροδος>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <παροδούμενον>
- παροιμιαζόμενον. ᾀδόμενον
- <παρόδους>
- διαβάσεις
- <πάροιθεν>
- ἔξωθεν. ἔμπροσθεν. ἐπὶ τόπου καὶ χρόνου
- <πάροικοι>
- ξένοι, παρεπίδημοι
- <παροιμίαι>
- παραινέσεις, παραμυθίαι, νουθεσίαι, ἠθῶν ἔχουσαι καὶ παθῶν ἐπανόρθωσιν
- <παροιμία>
- βιωφελὴς λόγος, παρὰ τὴν ὁδὸν λεγόμενος, οἷον παροδία. <οἷμος> γὰρ ἡ ὁδός
- <παρ' οἷμον>
- παρὰ τὴν ὁδόν [λεγόμενος]. καὶ <πάροιμος> ὁ γείτων
- <παροιμώσαντες>
- ἐκτραπέντες τῆς ὁδοῦ
- <παροινία>
- ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις. καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία
- <παροινίαι>
- κραιπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου
- <παροινιάσαι>
- ὑβρίσαι, λοιδορῆσαι
- <πάροινος>
- ἁμαρτωλός. μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος
- [<πάροιος>
- πρᾷος
- <παροῖραι>
- ἡγούμεναι, πρότεραι]
- <παροισθέντι>
- παρενεχθέντι
- <παροίσομεν>
- παρενέγκωμεν. παρακομίσομεν
- <παροιστρῆσαι>
- παροξῦναι, ἐρεθίσαι
- <παροιστρήσουσι>
- μαίνονται
- <παροιστρῶσαι>
- ἐρεθίζουσαι. ἐξεστηκυῖαι
- <παροίτεροι>
- μᾶλλον ἔμπροσθεν προάγοντες
- <παροκλάζοντες>
- γονατίζοντες
- <παρολκή>
- ὑπέρθεσις
- <παρομαρτεῖ>
- παρακολουθεῖ
- (<παρομαρτοῦν>
- παρεισόμενον)
- <παρόν>
- ὑπάρχον. συνόν
- <παρόντα>
- προκείμενα
- <παροξυνταί>
- οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἂν δὴ ἐρασταί
- <παροπαιδία>
- εἶδός τι πήρας
- <παροπαίδιον>
- μικρὰ μάχαιρα
- <παρορμᾷ>
- προτρέπεται. διεγείρει. παροξύνει
- <παρ' ὅρμον>
- παρὰ τὸν λιμένα
- <πάρος>
- ἔμπροσθεν. πρότερον
- <πάρος γε>
- πρώην. καὶ τὰ ὅμοια
- <παροτρύνει>
- διεγείρει
- <παρ' οὐδέν>
- εὔκολον. εὐχερές
- <παρουσία>
- οὕτως ἐκάλουν καὶ τὰ ὑπάρχοντα [παρουσίαν]. καὶ μή- ποτε ἡ <παρά> πρόθεσις παρέλκει. Μένανδρος Ὑδρίᾳ
- <παρουφά>
- ἡ ἐν τῷ χιτῶνι πορφύρα
- <παροχετεύει>
- παραπλαγιάζει. προσεγγίζει. [περιπλησιάζει.] παρα- φέρει. παρορμᾷ
- [<.παρυστρίδες>
- αἱ τὸ ἔλαιον χέουσαι]
- <πάροχοι>
- παραβάται. παράπομποι, καὶ οἱ συμπορεύοντες τὴν νύμφην ἐπὶ τοῦ ζεύγους, καὶ (οἱ) παράνυμφοι
- <πάροχος>
- παράνυμφος
- <παροχῶν>
- δωρημάτων, χαρισμάτων
- <παροψίς>
- ὀξυβάφιον, ἢ ἐμβάφιον
- <πάρπαγος>
- ὁ ἄνω τῆς θύρας μάνδαλος
- <Πάρπαρος>
- ἐν ᾧ ἀγὼν ἤγετο καὶ χοροὶ ἵσταντο
- <παρπεπιθόντες>
- παραπείσαντες, παραλογισάμενοι
- <πὰρ πυλεῶνα>
- παρὰ πυλεῶνα
- <πὰρ πυμάτην>
- παρὰ τὴν ἐσχάτην
- <Παῤῥασίη>
- πόλις Ἀρκαδίας
- <Παῤῥάσιον>
- ὄρος Ἀρκαδίας
- <παῤῥέκτης>
- πάντα πράττων ἐπὶ κακῷ
- <παῤῥησία>
- ἐξουσία. ἄδεια
- <παρσουλακίρ>
- τὸν τρίβωνα, ὅταν γένηται ὡς θύλακος
- <παρτάδες>
- ἄμπελοι
- <πάρταξον>
- ὕγρανον. Λάκωνες
- <παρτέλλεται>
- παραινεῖται
- <παρτετύμβει>
- παραφρονεῖ. ἡμάρτηκεν
- <πάρ τοι>
- πάρεστί σοι
- <παρτομίς>
- μικρὸν τῷ μήκει βιβλίδιον
- <παρυφή>
- ὕφασμα
- <παρυφίς>
- Μένανδρος ἐν Ὑμνίδι
- <παρφάμεν>
- παραβῆναι ἅπαντα
- <παρφάμενος>
- παραπείσας. εἰπών. παρηγορήσας
- <πάρφασις>
- παραίνεσις. συμβουλία. παρηγορία. ἢ ἀπάτη
- <παρφυσίδες>
- βάτραχοι
- <παρῶ>
- παραλείπω. ἢ συνῶ
- <παρωάς>
- παρωαὶ λέγονται ἵπποι τινὲς τὸ χρῶμα πυῤ(ῥ)οί
- <παρῳδοῦντες>
- παρατραγῳδοῦντες. χλευάζοντες. ἢ λέγοντες
- <παρωθοῦντες>
- ἐκβάλλοντες
- <παρώκλασεν>
- ἐγονάτισεν
- <παρωλένια>
- τῶν χειρῶν τὰ ὄπισθεν
- <παρώλισθεν>
- ὠλίσθησεν, ἐξέπεσεν
- <παρώλοφα>
- τὰ ἀπὸ τῶν τενόντων μέρη
- <παρώμφημα>
- παρωνυμίασμα
- <παρώνυμον>
- ἐκ τοῦ συμβεβηκότος καλούμενον
- <πάρωος>
- εἶδός τι πυῤ(ῥ)οῦ χρώματος ἵππου
- [<παρώπαλα>
- τὰ περὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς.] ἐν τῷ περὶ ἱπποτροφίας
- [<παρόπανος>
- ἐμβρόντητος]
- <παρώπια>
- τὰ τοῖς ἵπποις παρατιθέμενα δέρματα, ἅ τινες <ἀνθή- λια> λέγουσι, παρὰ τοῖς ὀφθαλμοῖς
- <παρῶπται>
- παρεώραται
- <παρῶπτο>
- παρεώρατο
- <πάρωρον>
- παράκαιρον
- <παρωσάμενος>
- ἀπωθήσας. ἀποβαλών
- <παρώσας>
- ἐάσας. ὤσας, ὠθήσας. ἐκβαλών
- <παρώσατο>
- ὤσατο. καὶ ὤθησεν
- <παρωσμένων>
- δεδιω(γ)μένων
- <παρώτρυναν>
- παρώξυναν
- <παρῴχετο>
- παρῆλθεν. ἐπορεύετο
- <παρωχετεύων>
- ὅταν ἀπὸ τούτου τοῦ μέρους στρέφῃ τὸ ὕδωρ εἰς ἄλλον ὑδρα(γω)γόν
- <παρῳχημένας>
- παρελθούσας
- <πᾶς>
- ὅλος. ἕκαστος
- <πᾶσαι>
- ὅλαι
- <πας[ς]άμενος>
- γευσάμενος. κτησάμενος
- <πασάμην>
- ἐδεξάμην
- <πᾶσαν ἐπ' αἶαν>
- πᾶσαν τὴν γῆν
- <πάς[ς]ανος>
- ἀρτοπώλης, ἢ ἀρτόπτης
- <πάς[ς]ασθαι>
- γεύσασθαι
- <πάσατο>
- ἐγεύσατο. ἐκτήσατο
- <πασάτω>
- ῥανάτω
- <πᾶσι δέ κεν>
- περὶ πάντων δέ
- <πᾶσις>
- κτῆσις
- <πάσκος>
- πηλός
- <πάσμα>
- ᾧ συνήρτηται πρὸς τὸ τοῦ φυτοῦ φύλλον. ἔνιοι μαλλὸν ἐρίου
- <πάσορ>
- πάθος. Λάκωνες
- <πασπάλη>
- τὸ τυχόν. οἱ δὲ κέγχρον· ἢ ἄλευρα κρίθινα
- <Πασπάριος>
- ὁ Ἀπόλλων· παρὰ Παρίοις καὶ Περγαμηνοῖς
- <πασσακίζουσα>
- πασσαλεύουσα
- <πασσακίῳ>
- πασσάλῳ
- <πάσσακον>
- πάσσαλον
- <πάσσαλερ>
- σφῆνας. (Λάκωνες)
- <πασσάλιον>
- τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον
- <πασσαλόφιν>
- τοῦ πασσάλου. ὁ δὲ σχηματισμὸς Βοιώτιος
- <πασσάριος>
- σταυρός
- <πάσσε>
- συνήθως ἡμῖν· πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο κρατευτάων καὶ ἐνεποίκιλλε· πολέας δ' ἐνέπασσεν ἀέθλους ἔνθεν καὶ <παστὸς> τὸ γαμικὸν ποίκιλμα
- <πάσσεται>
- ἐσθίει
- <Πάσσιρος>
- ὁ τὴν Εἰρήνην κτίσας Ὑπερβόρ(ε)ιος. ἐκαλεῖτο δὲ Εἰρήνη καὶ Πελαγοῦ(ς)σα
- <πάσσονα>
- παχύτερον, ἢ πλατύτερον. καὶ <πάσσους> εἶναι
- <πάσσοντος>
- εἰς ἀέρα χέοντος, ἢ σκορπίζοντος, ἢ ῥίπτοντος
- <πασσυδίᾳ>
- ὁμοῦ πάσῃ σπουδῇ, ἢ ὁρμῇ. τινὲς δὲ πανδημ(ε)ί
- <πασσυδίῃ>
- ὁμοίως
- <πασσύριον>
- ἀντὶ τοῦ πασσυδίην. Αἰολεῖς. τὸ πασσύριον ἡμῶν ἁπάν- των γένος
- <πασσύρως>
- ἄρδην. πανοικί
- <πάσσων>
- ῥίπτων. χέων. σκορπίζων. ἐπιπάσσων
- <πάστα>
- βρῶμα ἐκ τυροῦ ἀνάλου μετὰ σεμιδάλεως καὶ σησαμίου σκευα- ζόμενον. οἱ δὲ ἔτνος ἀλφίτοις μεμιγμένον
- <παστάδες>
- παστοί, στοαί. καὶ τῶν ἀμπέλων αἱ συστάδες. καὶ τόποι, ἔνθα ἐδείπνουν, ἀπὸ τοῦ πάς[ς]ασθαι. ἴσως δὲ καὶ οἱ διαγεγραμ- μένοι οἶκοι· <πάσαι> γὰρ τὸ ποικῖλαι. καὶ ἔτνος ὅμοιον
- <παστάξ>
- πάσσαλος
- <παστάς>
- στοά. προστάς. <παστάδας>· νυμφῶν(ας)
- <παστήρια>
- σπλάγχνα. τὰ ἐντοσθίδια. κοιλία
- <παστοφόριον>
- τὸ τὸν παστὸν φέρον. ἢ οἰκονομία. ἢ συναγωγή. ἢ ναὸς εὐανθής
- [<πασχαλκεύς>
- πολύτεχνος]
- <πασχητιᾷ>
- πάσχειν θέλει[ν]. ἢ ἀκόλαστος ...., ἢ αἰσχρᾶς ἡδονῆς ἡττᾶται
- <παταγεῖ>
- ψοφεῖ. κτυπεῖ
- <πάταγος>
- ψόφος, κτύπος
- <Πάταικοι>
- θεοὶ Φοίνικες, οὓς ἱστᾶσι κατὰ τὰς πρύμνας τῶν νεῶν
- <παττάλους>
- πασσάλους
- <πάτανα>
- τρύβλια
- <πατάνια>
- τὰ ἐκπέταλα λοπάδια, καὶ τὰ ἐκπέταλα καὶ φιαλοειδῆ πο- τήρια, ἃ <πέδαχνα> καλοῦσι. τινὲς δὲ διὰ τοῦ <β> <βατάνια> λέ- γουσιν
- <παταπῶ>
- πάλαι ποτέ
- <Παταρ(η)ίς>
- πόλις, καὶ ὄρος Λυκίας
- <πάτασσε>
- ὑπὸ ἀγωνίας ἐπλήσσετο, ἐταράττετο
- <πατάσσει>
- πλήσσει, κρούει. τρέμει. πηδᾷ. φοβεῖται. ἅλλεται. [ἢ πα- τάξαι
- <πατάσσω>
- ἠχῶ. δέρω, πλήσσω
- <πάταχνον>
- σκεῦος λοπαδίῳ ἐμφερές
- <πατεῖσθε>
- ἐσθίετε
- <πατεῖν>
- πορεύ[ς]εσθαι
- <πατέοντο>
- ἐγεύοντο
- <πατέουσι>
- καταπατοῦσι
- [<πατεύσουσι>
- καταφρονήσουσιν
- <πατερῆται>
- ἐσθίουσι]
- <πατέρες>
- πλούσιοι. ἢ πρόγονοι
- [<πατευτικόν>
- θηρευτικόν]
- <πατηνόν>
- πεπατημένον. κοινόν
- <πατήρ>
- ὁ φύσας
- [<πατήρια>
- ἐγκοί[κ]λια. καὶ τῆς λη[μ]νοῦ μέρη τινά]
- <πατηταί>
- οἱ τραπηταί
- [<πατίαι>
- χώραι]
- *<πάτησαν>
- κατεπάτησαν
- <πατνή>
- καλὴ ὑπὸ Πάρθων
- <πατνώματα>
- στεγάσματα οἴκου
- <πάτον>
- ὁδὸν πεπατημένην
- <πάτος>
- ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός. καὶ ἔνδυμα τῆς Ἥρας. καὶ κόπρος
- <πατράδελφος>
- θεῖος πρὸς πατρός
- *<Παῦλος>
- θαυμαστὸς ἢ ἐκλεκτὸς σύμβουλος
- <πατραλοίας>
- ὁ τὸν πατέρα ἀτιμάζων, πατροτύπτης. καὶ τὸ <μητρα- λοίας> (οὕτω) συντίθεται
- *<Πάτραι>
- πόλις τῆς Ἑλλάδος
- [<πατρέμβατοι>
- ὑψηλοί]
- <πάτρην>
- πόλιν ἐπαρχίας. φυλήν. πατρίδα.
- <πάτρης>
- πατρίδος. σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρὸς γέ- νεσιν
- <πατριαί>
- φυλαί
- <πατρίδι>
- πατρῴᾳ
- <πατρίδα γαῖαν>
- πατρῴαν γῆν
- <πατρίδος αἴης>
- πατρῴας γῆς
- [<πάτριον>
- τὴν πομπήν
- <πατρίς>
- φυλίς. πατρίδος]
- <πατριώτης>
- παρὰ Ἀθηναίοις, ὁ βάρβαρος. καὶ ο(ὐ) πολίτης
- <πατρόθεν πορδακίδαι>
- ὅτι πατέρων εἰσὶν ὄνων ἡμίονοι
- <πατροκασιγνήτῳ>
- τῷ τοῦ πατρὸς ἀδελφῷ
- <πατρόπολις>
- ἡ πατρῴα οἰκία
- <πατρῴζουσαι>
- τὰ τοῦ πατρὸς φρονοῦσαι
- <πατρώϊον>
- τὸ τοῦ πατρός. καὶ ἀπὸ προγόνων
- <πατρώϊος>
- πατρικός
- [<πατρωλοίας>
- ὁ τὸν πατέρα τύπτων, ἢ κτε(ί)νων]
- <πάτρωνες>
- οἱ πρῶτοι τῶν ἀξιωθέντων τῆς Ῥωμαίων πολιτείας ὑπὸ Ῥωμύλου ἑκατὸν ὄντες, ὥσπερ δευτέρων πατέρων τάξιν ἐχόντων· καὶ ἐκ τούτου οἱ κρινόμενοι(ς) βοηθοὶ παραγινόμενοι
- <πατρῷος Ζεύς>
- ναὶ ναὶ καταιδέσθη(τι) πατρῷον Δία καὶ ἄλλοι πολλοί
- <πατώσας>
- διατριβούσας
- <παύεται>
- ἥσυχος γίνεται
- <παῦλα>
- ἄνεσις, ἀνάπαυσις
- <παυνί>
- μικρόν. οἱ δὲ μέγα. ἢ ἀγαθόν
- <παῦνις>
- ἀπόχρεως
- <παῦνον>
- μέγα
- <παῦρα>
- ὀλίγα, εὐ(α)ρίθμητα
- <παυράκις>
- ὀλιγάκις, ἢ οὐδὲν ὅλως
- <παυρακίς>
- τὴν πέμπτην Σαμοθρᾷκες καλοῦσιν
- <παῦροι>
- ὀλίγοι. ἐλάττους. ὀλιγώτεροι
- <παυσιβάκτρων>
- ἰσχυρῶν βακτηρίων χρωμένων
- *<παύσειεν>
- καταπαύσειεν
- <παυσικάπη>
- μηχάνημα τροχῷ ἐοικός, δι' οὗ τὸν τράχηλον εἶρον, ὡς μὴ δύνασθαι προσενεγκεῖν τὴν χεῖρα ....
- <Παυστήρια>
- ὄρη τῆς Ἀχαίας, ἐν οἷς ὁ Ὠρίων ἀπέθανε. καὶ προβλή- ματα, ἢ φράγματα
- <παυσωλή>
- ἀνάπαυσις. τελευτή. κατάληξις
- <Παφλαγόνες>
- ἔθνος
- <παφλάζει>
- βράζει, ἀναζεῖ
- <παφλάζοντα>
- ἠχοῦντα. καχλάζοντα. ἀναβράζοντα, θερμαίνοντα
- <παφών>
- κτείνας
- <παχείᾳ δραχμῆ>
- τὸ δίδραχμον. Ἀχαῖος
- <παχείῃ χειρί>
- τῇ ἰσχυρᾷ
- <πάχετον>
- παχύτ(ε)ρον
- <πάχητες>
- πλούσιοι. παχεῖς
- <πάχνη>
- ἡ ψυχρότης· ἀπὸ τοῦ <πήσσειν>. ἢ λεπτὴ χιών. ἢ παχεῖα δρό- σος. ἢ τὸ πηγνύμενον ὕδωρ ὑπὸ ψύχους
- <παχνουμένης>
- ἀνιωμένης
- <παχνοῦται>
- θυμοῦται. πήσσεται· παρὰ τὴν <πάχνην>. φρίσσει. λυ- πεῖται, ἀνιᾶται
- *<παχήμερον>
- τὸ Μενδήσιον λεγόμενον
- <παχυμερῶς>
- ἁδρῶς, παχέως
- <παχύνοοι>
- παχὺν νοῦν ἔχοντες, ἀνόητοι
- <παχύποδα>
- τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα
- <παχύτερον>
- ἁδρότερον. οὐκ ἀκριβῶς
- <π[ρ]αῶται>
- συγγενεῖς. οἰκεῖοι. Λάκωνες
- <πέαρ>
- Γλαυκίας λιπάρον
- <πέδα>
- μετά. ἢ γῆ
- <πεδάγρετον>
- μεταμέλητον. μεταληπτόν. ποικίλον. μεταδίωκτον
- <πέδαι>
- δεσμά. περισκελίδες. καὶ κρίκοι ἐσκυτωμένοι τῆς νεὼς τοῖς πη- δαλίοις καὶ τῷ ἱστῷ
- <πέδαλα>
- ποικίλα
- <πεδαλευόμενος>
- μεταμελόμενος. μεταδιωκόμενος
- <πεδανῷ ὕπνῳ (ἢ) ἠπεδανῷ>
- κούφῳ. Ἴων Ἀγαμέμνονι. τινὲς δὲ οὐ βεβαίῳ
- <πεδανός>
- ταπεινός, πεδεινός. ἢ ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισθός
- <πεδάρς[ε]ιον>
- μετέωρον. ὑψοῦ
- <πέδαχνα>
- τὰ ἐκπέταλα καὶ φιαλοειδῆ ποτήρια
- <πεδαχνοῦται>
- ἐξυπτίωται. καὶ τρυφᾷ
- <πεδαοριστής>
- ἵππος φρυ(α)γματίας. καὶ μετεωριστής
- <πέδειλα>
- ὑποδήματα
- <πέδελθε>
- ἱκέτευσον. μέτελθε
- <πεδέλθῃ>
- ἱκετεύῃ. μετέρχηται
- <πέδευρα>
- ὕστερα. Λάκωνες
- <πέδευρον>
- ὕστερον. πάλιν. ὀπίσω
- <πέδη>
- εἶδος ἱππασίας. καὶ περισκελίς. δεσμός
- <πέδησεν>
- ὑποχείριον ἐποίησεν
- <πεδῆται>
- πεπεδημένοι
- <πεδιάδα γῆν>
- τὴν Φωκίδα
- <πεδιᾶλαι>
- μεταπέμψασθαι. μεταβαλεῖν
- <πεδιακὰ πρόβατα>
- πρόβατα ἀπὸ πεδίου, καὶ οὐ λειμῶνος
- <πεδιάτιδες πύλαι>
- τὰς πλησίον τοῦ Θυμβραίου ἐν Ἰλίῳ φησί, ἅς τινες <Ἐπιχηλὰς> καλοῦσι
- <πέδιλα>
- ὑποδήματα. καὶ ἔστιν οἷον ποδόειλα
- <πεδόθεν>
- ἀρχῆθεν, ἐκ ῥίζης, ἀπὸ γενέσεως, ἐκ παίδων
- <πεδοίκους>
- μετοίκους
- <πεδοίκου χελιδόνος>
- συνοίκου. Αἰσχύλος Τροφοῖς
- <πέδον>
- γῆ, ἔδαφος
- [<πέδουρος>
- μετέωρος]
- <πέδο(ρ)τα>
- ἡμέρα, ἐν ᾗ οὐ γίνεται ἑορτή
- <Πεδώ>
- ἡ νῦν καλουμένη Κλεψύδρα, κρήνη ἐν ἄστει
- <πέζα>
- ἡ ἀρχὴ τοῦ ῥυμοῦ· διὰ τὸ πρὸς τῷ πέδῳ ...., ὅθεν καὶ πέζα ἱματίου λέγεται ἡ ὤα, ἢ πρὸς τῷ πέδῳ τὰ κατώτατα μέρη
- <πεζὰς μόσχους>
- οὕτως ἐκάλουν τὰς μισθαρνούσας ἑταίρας χωρὶς ὀργάνου
- <πεζεταίροις>
- τοῖς περὶ τὸν βασιλέα δορυφόροις
- <πεζὴ λέξις>
- κοινὴ λέξις
- <πεζήν>
- τὴν συνήθη, ἢ κοινήν
- <πεζός>
- κοινός. ταπεινός. <Πεζοῖς> δὲ τοῖς ἐκ ποδῶν πεζεύουσιν
- <πεζοφόροις ζώμασιν>
- Αἰσχύλος Τοξότισιν. ὥσπερ πέζαν ἐχόντων τῶν χιτώνων· τινὲς δὲ ποδήρεσι. <Ζῶμα> δὲ τὸ ἔνδυμα
- <πεζῶν>
- τῶν ὁδευόντων
- <πεζῷ γόῳ>
- τῷ ψιλῷ. καὶ <πεζὰς ἑταίρας> ἔλεγον τὰς μισθαρνούσας χωρὶς ὀργάνου
- *<πιθανότης>
- πιστότης
- <πειθαρχήσαντες>
- πεισθέντες
- <πείθεο>
- πείθου
- <πείθεσθε>
- πείσθητε
- <πειθήνιοι>
- ὑπήκοοι, πειθόμενοι
- [<πειθήσας>
- πεισθείς]
- [<πειθή>
- πεισμονή, πίστις]
- <πείθονται>
- πειθήνιοί εἰσιν
- <πειθώ>
- ἡ ὀγδοάς
- <πεικαμμαῖς>
- ὀξείαις, καὶ λεπταῖς
- <πείκειν>
- ξαίνειν
- <πεῖκος>
- ἔριον. ξάμμα
- <πεικόν>
- πικρόν, πευκεδανόν
- [<πειλός>
- πᾶν τὸ πεπιλωμένον]
- <πεινέων>
- πεινῶν
- <πειναρόν>
- ῥυπαρόν
- <πεινῆν>
- πεινᾶν
- [<πείρω>
- πέρας]
- <πειράζων>
- ἐνεδρεύων. λῃστεύων
- *<Πειραΐδαο>
- Πειραίου παιδός
- *<πειδαίρουσα>
- δέρουσα
- <πεῖραι>
- πειρατ(ε)ῖαι. δόλοι
- <πειρᾶν>
- πειράζειν ......
- <πεῖραν ποιούμενος>
- πειράζων
- <πείραντες>
- ἐκκεντήσαντες
- <πείρατα>
- πέρατα. τέλος
- <πειραταί>
- κακοῦργοι, λῃσταί. θηρευταὶ ἐν ὕδασι
- <πειρᾶται>
- πεῖραν λαμβάνει, πειράζει. ἐπὶ δὲ λῃστῶν, πειρατεύεται
- <πειρατήριον>
- τόπος λῃστῶν
- <πειρεᾶσθε>
- πειράσθητε
- <πείρησαι>
- πείρασον
- <πειρήθη[ξαι]>
- πεῖραν λαμβάνει
- <πειρῆσθαι>
- ἔσθ' ὅτε λῃστεῦσαι
- <πειρήσομαι>
- πειράσομαι
- <πειρήσοντα[ι]>
- διάπειραν ληψόμενον
- <πειρήτιζε>
- πείραζε
- <πειρητίζειν>
- πειρᾶσθαι. πεφυσῆσθαι. πεφοβῆσθαι
- <Πειριεῖς>
- νῆσος. καὶ Ἀστερία
- <Πείρηθοι>
- νύμφαι ἐν Κύπρῳ
- <πείρινθος>
- πλέγμα, τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης· τὸ πλινθίον, τὸ ἐπιτιθέμε- νον τῇ ἁμάξῃ τετράγωνον
- <πειρῶ>
- σπεῦδε. πείραζε
- <πειρώμενος>
- πειράζων
- <πειρῶν τὴν παῖδα>
- πειράζων. διαφθείρων
- <πείσαντες>
- ποτίσαντες, ὑγρά[ί]ναντες
- <πείς[ς]εα>
- λειμῶνες. ἕλη. [πέδη.] ποτάμιοι, π(ο)ιώδεις, ὑδατώδεις τόποι
- <πείς[ς]εα[σ] ποιήεντα>
- τοὺς διύγρους τόπους καὶ βοτανώδεις
- <πείσεν>
- πείσει, ἔπεισεν
- <πείσεσθαι>
- παθεῖν
- <πείσεται>
- ὑπομενεῖ
- <πείσῃ>
- πείσματι. καὶ χώρᾳ· τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε
- <πείσματα>
- σχοινία ἀπόγεια, πρυμνήσια. περιβόλαια
- <πεισόμενον>
- παθεῖν μέλλοντα
- <πείσονται>
- πάθωσι
- <πείχισον>
- δοκίμασον
- <πεκούλιον>
- (βαλάντιον)
- <πεκτεῖ>
- κτενίζει. τίλλει. κείρει. ξαίνει
- <πεκτοῦμαι>
- τρίχομαι. τίλλομαι
- <πεκτούμενον>
- τιλλόμενον. τίλλοντα. <Πεκτεῖν> γὰρ τὸ κείρειν
- <πελάγια>
- τὰ κρόταλα. ἡ δὲ ῥίνος πελαγία
- <πελαγίζειν>
- τοὺς ὀδόντας συγκρούειν. καὶ πλεῖν πέλαγος ἄβατον. καὶ ἀλαζονεύεσθαι, καὶ ψεύδεσθαι μεγάλα
- <πέλαγος>
- μέγεθος, πλῆθος, βυθός, πλάτος θαλάσσης
- <πελάζειν>
- ἐγγίζειν, πλησιάζειν
- <πελαζόμενοι>
- ἐγγιζόμενοι
- <πέλαιτον>
- τὸ ἐφικτόν. μέγιστον
- <πέλαινα>
- πόπανα, μειλίγματα
- <Πελάνα>
- ἡ Σαλαμίς. ἐν τοῖς Εὔκλου χρησμοῖς. ἢ τὰ ἀπὸ τῆς ἅλω (ἀ)πάργματα. καὶ θυσίαι, καὶ πέμματα
- <πέλανοι>
- πέμματα εἰς θυσίας ἐπιτήδεια
- <πέλανον>
- ἀφρόν, τὸν περὶ τὴν γῆν ἀφρόν. ἢ πέμμα τι πλακουν- τῶδες
- <πέλανος>
- πέ[μ]ψιν ἔχων ῥυπαράν. ἢ τὸ ἐκ τῆς (παι)πάλης πέμμα. οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ κηρίου τιθέασι. καὶ τὸν περιπεπηγότα τῷ στόματι ἀφρόν
- <πέλανορ>
- τὸ τετράχαλκον. Λάκωνες
- <πελαργικοὶ νόμοι>
- τὸ ἀντι[ς]τρέφειν τοὺς γονεῖς.
- <Πελαργικόν>
- ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν. Πελαργοὺς γάρ φασι τὴν Ἀττι- κὴν οἰκῆσαι· ἀπὸ τῶν Πελασγῶν μεταφέροντες ἐπὶ τὰ πτηνά
- <πελαργός>
- ἄγγος τι κεράμεον
- <πέλας>
- γείτων, ἐγγύς, πλησίον
- <πελάσαι>
- ἐγγίσαι, πλησιάσαι
- <πελάσαιμι>
- προσεγγίσω
- <Πελασγοί>
- οἱ Θεσσαλοί. καὶ <Πελασγικὸν Ἄργος> ἡ Θεσσαλία νῦν. καὶ ἔνιοι τῶν βαρβάρων. καὶ γένος ἀπὸ Πελασγοῦ τοῦ Ἀρκάδος γενό- μενον πολυπλάνητον
- <πέλασε>
- προσήγγισεν
- <πέλασσεν>
- ἐγγίσαι ἐποίησεν, ἐπλησίασεν
- [<πελαστικόν>
- τειχίον οὕτω ἐν Ἀθήναις καλούμενον Τυῤῥηνῶν κτι- σάντων]
- <πελάται>
- οἱ διὰ τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν μισθῷ δουλεύοντες, τρεῖς μίσθαρνοι· ἀπὸ τοῦ <πέλας>. ἢ θρέμματα
- <πελάχνιν>
- τρύβλιον ἐκπέταλον
- <πελδασταί>
- οἱ τὰ ἀσπιδίσκια ἔχοντες
- <πελεθοβάψ>
- Θεόδ(ω)ρος ὁ τραγικὸς [ὁ] ὑποκριτὴς οὕτως ἐπεκαλεῖτο. τινὲς δὲ ποιητὴν αὐτόν φασι γεγονέναι
- <πελεθρίσματα>
- δρομήμα(τα)
- <πέλεθρον>
- μέτρον γῆς, ὅ φασι μυρίους πόδας ἔχειν· τινὲς δὲ στα- δίου[ς] ἕκ[α]τον
- <Πελεθρόνιον>
- πολυφάρμακον
- <Πελεθρόνιος>
- ὁ Χείρων, ἀπὸ τοῦ Πελεθρονίου, ἐν ᾧ ἐτράφη· οἱ δὲ πολυφάρμακος
- <πέλει>
- ὑπάρχει, ἐστί. δίδωσι. γίνεται
- <πέλειαι>
- περιστεραί. καὶ αἱ ἐν Δωδώνῃ θεσπίζουσαι μάντεις
- <πελειοθρέμμονα νῆσον>
- [Ἀριστοτέλης φησὶ διαφέρειν περιστερὰς καὶ πελειάς
- <πελείους>
- Κῶοι καὶ οἱ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας, καὶ τὰς πρεσβύ- τιδας ......
- <πελεκάν>
- ὄρνεον τὸ κολάπτον καὶ τρυποῦν τὰ δένδρα
- <πελέκεα>
- πέλεκυν δίστομον
- <πέλεκκος>
- στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλό- μενον
- <πέλεκρα>
- ἀξίνη
- <πέλεκυς>
- ἀξίνη δίστομος. ἢ σταθμίον ἑξαμνιαῖον ἀρχαῖον· οἱ δὲ [δω]δεκαμνιαῖον
- <πελεκύστερον>
- τὸ στελεόν
- <πελεμίζειν>
- σείειν, κραδαίνειν
- <πελεμίχθη>
- διεσείσθη
- <πέλεν>
- ἦν, ὑπῆρχεν
- <πελένα>
- ζεῦγος βοῶν
- <Πελεός>
- Ἀχαιὸς Φρίξῳ. καὶ μήποτε τὴν παρ' Ὁμήρῳ Πτελεόν. δύ- ναται δὲ καὶ τὰ Πέλη τὰ ἐν Θεσσαλίᾳ λεγομένα δηλοῦν
- <Πελεστόθρην>
- νῆσον τὴν Σαλαμινίαν
- <πελεσσύδραι>
- συ[ν]στρέμματα ὑδάτων
- <πέλεται>
- ὑπάρχει, γίνεται
- <πελήαρ>
- περιστερὰς καὶ περσικῆς τὸ ἥμισυ. Λάκωνες
- *<πέληται>
- γένηται
- <πέλη[τ]ος>
- γέρων
- *<πελειάδες>
- περιστεραί
- <πελιαί>
- μέλαιναι. [περιστεραί. φάσσαι]
- [<πελιανόν>
- μολύβδῳ ἐοικὸς κατὰ τὴν χρόαν]
- <πελιγᾶνες>
- οἱ ἔνδοξοι· παρὰ δὲ Σύροις οἱ βουλευταί
- <πελίγξαι>
- ἐπιδραμεῖν
- <πελιδνόν>
- μέλαν ὡς μόλυβδος. ἢ ὕφαιμον
- <πελίκαν>
- εἶδος ποτηρίου ξυλίνου. διὰ τὸ πεπελεκῆσθαι. ἄλλοι ξυλίνη λεκάνη
- <πελιοί>
- μέλανες, ὡς ὠχροί, ἢ χλωροί
- <Πελινναῖος>
- ὁ Ζεὺς ἐν Χίῳ
- <πελιτνόν>
- πελ[ε]ιόν
- <πέλλα>
- λίθος
- <πέλλαι>
- ἀγγεῖά τινα, εἰς ἃ ἀμέλγεται τὸ γάλα, οἷον πύελ[λ]οί τινες οὖσαι, ἐν αἷς τὸ πύος, τουτέστι τὸ γάλα, εἰλεῖται
- <Πελλαῖον>
- [φαιόν. καὶ] Μακεδονικόν
- <πελλάνιος>
- Ποσειδῶν ἐν Κυρήνῃ
- <πελλαντῆρα>
- ἀμολγέα
- <πελλᾶς>
- πέλ[λ]η[τ]ος. πρεσβύτης
- <πέλλας> καὶ <πέλλαι>
- ποιμενικὰ ἀγγεῖα
- [<πελλασταί>
- ὑποδήματα, ἃ περιετίθεσαν οἱ δρομεῖς περὶ τὰ σφυρά, ἵνα μὴ ἔξω στρέφηται]
- *<πελλαιχρὸν ἢ πελλαιχνόν>
- πυῤῥόν
- <πελλήν>
- κούφην, καὶ φαιὰν τῷ χρώματι
- <Πελλήνη>
- πόλις ἐν Ἄργει
- <Πελλ(ην)ικαὶ χλαῖναι>
- ἐπεὶ διαφέρειν ἐδόκουν αἱ ἐν Πελλήνῃ γινό- μεναι, ὡς καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι δίδοσθαι
- <πέλληον>
- στέψον
- <πελλη(τή)ρ>
- πολυφάγος. ἀμολγός
- <πελλητῆρες>
- ὁμοίως
- <πελλία>
- σπέλεθοι
- <πέλλιξ>
- κράνος
- <πελλίς [ἢ πελλάς>]
- λεκάνη
- <πελλόν>
- φαιὸν χρῶμα, ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ
- <πελλοπλαύραστον>
- ὀξύθυμον. ἢ ἔκλιμον
- [<πελλύρον>
- μετέωρον]
- <πέλλυτρα>
- οἱ δεσμοί, οἱ περὶ τὰ[ς] σφυρὰ καὶ τοὺς ἀστραγάλους τῶν δρομέων περιελισσόμενοι, εἰς τὸ μὴ ἐκ(ς)τραφῆναι
- [<πελλύτα> καὶ <πελλύτεμα>. δεσμός]
- <πέλμα>
- τὸ κάτω τοῦ ποδός
- <Πελοπίδαι>
- Ἀγαμέμνων <γέ><ν>
- <Πελοπόννησος>
- πόλις τοῦ Ἄργους
- <πέλος>
- μέγα. τεράστιον
- <πέλτη>
- εἶδος ὅπλου. δόρυ. ἢ μικρὰ ὅπλα
- <πέλτη>
- ἀσπὶς ἴτυν οὐκ ἔχουσα. ἢ ὅπλου σκέπασμα. ἀκόντιον
- <πέλτης>
- Θρᾴκιον ὅπλον. καὶ εἶδος ταρίχου
- <πέλω>
- εἰμί, δίδωμι, γίνομαι
- <πέλωρ>
- μέγα. ὑπερφυές
- <πέλωρα>
- θηρία. δείματα. τέρατα. σημεῖα μεγάλα
- <πελωρεύει>
- φανερῶς ποιεῖ
- <πελώρης>
- τινὲς εἱμαρμένης
- <πελώρια>
- μεγάλα, τεράστια
- <πελώριος>
- μέγας δεινός
- <πελώρου>
- θηρίου
- <πέμμα>
- εἶδος πλακοῦντος. καὶ πᾶν πεπτόμενον
- <πέμματα>
- ποικίλα ἐδέσματα πλακουντικά
- <πεμπά[υ]δος>
- πεντάδος
- <πεμπαζόμενοι>
- ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες
- <πεμπάς>
- τριακάς
- <πεμπάσασα>
- ἐξαριθμήσασα
- <πε(μ)πάσσεται>
- κατὰ πέντε ἀριθμήσει· τὸ γὰρ πέντε Αἰολεῖς <πέμπε> λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει
- <πέμπε>
- Αἰολεῖς πέντε
- <πέμπελον>
- στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον
- <πέμποι>
- ἀναπέμποι
- <πέμπουσιν>
- ἔπεμψαν, ἀνέπεμψαν, κατέπεμψαν
- <πεμπωβόλους>
- πέντε ὀβελίσκους, ἐκ μιᾶς λαβῆς συνεχομένους τριαι- νοειδῶς
- <πέμφελα>
- δύσκολα. τραχέα. βαθέα
- <πεμφίδες>
- πομφόλυγες. καὶ πτηνῶν ψυχαί
- <πεμφιδώδεις πυρετοί>
- φλυκταινώδεις. πνευματίαι
- <πέμφιξ>
- πνοή. ψυχή. καὶ αἱ τοῦ ἡλίου ἀκτῖνες
- <πέμψις>
- ἐνεχυρασμός
- <πενεῖν>
- πενητεύειν
- *<πενία>
- ἀχρημοσύνη, ἀπορία
- *<πένεται>
- πονεῖ, ἐνεργεῖ. ἀχρηματεῖ. κάμνει
- <πενέσται>
- οἱ μὴ γόνῳ δοῦλοι, οἵτινες εἰργάζοντο τὴν γῆν. τινὲς δὲ οἱ εἵλωτες. τινὲς δὲ λάτρεις. ἢ ἐργάται πένητες ἢ ὑπήκοοι
- *<πενειαδεῖν>
- κατεπιστατεῖν
- <πένης>
- ὁ αὐτοδιάκονος
- <πένησσα>
- πτωχή
- <πενθέριον>
- τὴν προῖκα. Θάς[ς]ιοι
- <πενθερός>
- τῷ νυμφίῳ ὁ τῆς κόρης πατήρ. καὶ <πενθερὰ> ἡ μήτηρ. τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ γαμβροῦ
- <πένθος>
- συμφορά. θρῆνος, λύπη
- [<πέννα>
- πτερά
- <πενόν>
- μεμελανωμένον
- <πένοντο>
- ἐνήργουν
- <πενταέτηρον>
- πέντε ἐτῶν]
- <πεντάσχοινον>
- στάδιον
- <πεντάχα>
- ἡ χείρ. ἢ πέντε μέρη
- <πένταχος>
- τὴν τάλαρον. Βοιωτοί
- <πεντεκτενῆ>
- ἐνδύματα, οἷον πριόνων ὀδοῦσιν ἐμφερῆ, πεποικιλμένα
- <πέντε κριταί>
- τοσοῦτοι τοῖς κωμικοῖς ἔκρινον, οὐ μόνον Ἀθήνησιν, ἀλλὰ καὶ ἐν Σικελίᾳ
- <Πεντέλεια>
- ὄρος Ἀρκαδίας, ἐξ οὗ Λάδων ὁ ποταμὸς καταφέρεται
- [<πεντεστατήριον>
- πενταετῆ]
- <πεντεσύριγγον ξύλον>
- πέντε ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ δεσμωτήριον· τέσσαρας μέν, εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δέ, δι' ἧς ὁ τράχηλος
- <πεντετηρίς>
- πενταετηρίς
- <πεντηκοντόγυον>
- πεντήκοντα γύας ἔχον· οἷον πεντηκοντοπέλε- θρον
- <πεντηκοντομέσοδμον>
- πολύστεγον. αἱ γὰρ <μέσοδμαι> στέγαι
- <πεντηκοντόστολον>
- ὅπου οἱ δραπέται ἀνάγονται
- <πέντοζος>
- χείρ
- <πεντόροβον>
- ἡ γλυκυσίδη
- <πέξαι>
- κεῖραι, κτενίσαι
- <πεξαμένη>
- κτενισαμένη τὰς τρίχας, καὶ ξάνασα
- <πέξις>
- ψίλωσις, κουρά, ξύρησις
- <πεπάγουσα>
- ἁπαλή
- <πεπαιδεῦσθαι>
- πεπαιδοποιῆσθαι
- <πέπαικεν>
- ἐπάταξεν
- <πεπαίνεται>
- μελανοῦται. ὀπτᾶται. μαλάσσεται. πέπειρον γίνεται. πραΰνεται
- <πεπαλαγμένον>
- μεμολυσμένον <αἵματι καὶ λύθρῳ>. ἢ λελευκα- μένον
- <πεπαληκέναι>
- ἐκπεσεῖν
- <πεπαλημέναι>
- βεβλα(μ)μέναι
- <πεπαλ(.)μένος>
- βεβλαμ(μ)ένος, ἔξαρθρος γεγονώς
- [<πεπαλόεντος>
- τραχέος
- <πεπαλόεσσα>
- τραχεῖα]
- <πεπαμένος>
- κεκτημένος
- <πέπανα>
- πλακούντια
- <πεπᾶναι>
- πραῧναι
- <πεπανός>
- ὁ πολὺν χρόνον ἔχων παρὰ τὸ ὀπτηθῆναι
- <πεπαρεύσιμον>
- εὔφραστον, σαφές
- <πεπαρεῖν>
- ἐνδεῖξαι, σημῆναι
- <πεπάρθαι>
- παρακεῖσθαι
- <πέπαρμαι>
- δι' ἥλου κατέχομαι. πεπερόνημαι. καθήλωμαι
- <πεπαρμένον>
- ἀνειρμένον. πεπερονημένον. καθηλωμένον. κατεσχημέ- νον. ἐμπεπηγός. διαπεπερονημένον
- <πεπαρῳνηκότων>
- ἀτακτησάντων. ὑβρισάντων. <Παροινία> γὰρ ἡ ὕβρις
- <πεπᾶσθαι>
- κεκτῆσθαι
- *<πεπάσωται>
- πιότητος γέμει
- <πέπα[υ]στο[ι]>
- ἐγέγευστο. ἐπεπλήρωτο
- <πέπαυται>
- πεπράϋνται
- <πεπαχυμμέναις>
- πεπυκνωμέναις
- <πεπεδημένος>
- δεδεμένος
- <πεπ[ε]ίθοιμεν>
- πείσοιμεν
- <πεπ[ε]ιθοῦσα>
- πείθουσα
- <πέπειρα>
- γραῖα
- <πεπειρῆσθαι>
- γεγυμνάσθαι. (δια)πεπαρθενεῦσθαι
- <πέπειρον>
- πεπανθέν, ὥριμον, ὠπτημένον, ἀκμαῖον
- <πεπείρους>
- ἑψημένους. ἐπὶ ὀπώρας [λαβεῖν] ἤτοι σταφυλῆς
- <πέπεισμαι>
- ἤλπισα. θαῤῥῶ
- <πεπεμμένην>
- ζυμωθεῖσαν, ἐν κλιβάνῳ ἄρτον γενομένην
- [<πεπένεται>
- μαλάσσεται. καὶ τὰ ὅμοια]
- <πεπεραγκέναι>
- ἠνεγκέναι
- <πεπερασμένος>
- πεπληρωμένος
- <πεπερημένος>
- ὁ πεπεραιωμένος
- <πέπευται>
- πέπεικται
- <πεπιεσμένος>
- τεθλιμμένος
- <πεπ(.)λαγμένον>
- μεμολυσμένον
- <πεπλαδηκώς>
- σεσηπώς. ὑγρανθείς
- <πεπλασμένον>
- μὴ ἀληθές, ψεῦδος
- [<πέπλαται>
- ἥπλωται]
- <πέπληγε>
- πέπληκται
- <πεπλεγμένον>
- (κε)κοσμημένον. ἐκτενισμένον
- <πέπληγον>
- ἔτυπτον. ἐκρότουν
- <πεπληγυῖα>
- πλήξασα
- <πεπληγώς>
- πλήσσων
- <πέπλη[κ]ται>
- κύει
- <πέπλον ἢ πέπλος>
- ἱμάτιον ἢ ἔνδυμα γυναικεῖον
- [<πεπνοιῶν>
- ἐνεργῶν, θεραπεύων]
- <πεπνυμένοι>
- σώφρονες, συνετοί
- <πεπνυμένον στόμα>
- σεσωφρονισμένον. σιγηλόν
- <πεπνυμένος>
- φρόνιμος, συνετός
- <πέπνυσαι>
- συνετὸς εἶ
- <πέπνυται>
- συνετός ἐστι
- <πεποδήγημαι>
- δεδίδαγμαι. ὡδήγημαι
- [<πεποιημένον>
- ποιότητα ἔχον]
- <πεποίηται>
- πέπρακται
- <πέποιθας>
- θαῤῥεῖς
- <πεποίθασιν>
- ἠλπίκασι. πιστεύουσι. θαῤῥοῦσιν
- <πεποιθήσεις>
- θαῤῥήσεις. πιστεύσεις. ἐλπίσεις
- <πεποίθῃς>
- θαῤῥήσῃς
- <πεποιθίαν(?)>
- ἐλπίδα. προσδοκίαν
- <πεποιθότατε>
- προσφιλέστατε. φίλε
- <πεποιθώς>
- ἐλπίσας. πιστεύσας
- <πεποίωται>
- ὅπου τις ῥέπει
- <πεποιωμένον>
- ποιότητα ἔχον, ἢ περιδραξάμενον
- <πεπόλιστο>
- ἔκτιστο
- <πέπομφα>
- ἔπεμψα
- <πέπον>
- προσφιλέστατε, προσηνέστατε. ἔκλυτε, μαλακέ
- <πέπονθα>
- ἔπαθον
- <πεπορασμένος>
- φανερός
- <πεπορεῖν>
- δοῦναι
- <πεπορθῆσθαι>
- ἀπολωλέναι. συν(τε)τελέσθαι
- <πεπορπημένη>
- τῇ περόνῃ συνεχομένη
- [<πεπορωμένοι>
- τετυφλωμένοι]
- <πέποσθε>
- πεπόνθατε
- <πέποσμαι>
- ἀκήκοα. [ἥπταμαι
- <πεποτήαται>
- ἵπτανται
- <πεπραδῖλαι>
- εἶδος ἰχθύων
- <πεπρημένος>
- πεφυσημένος
- *<πεπράχαμεν>
- ἐπράξαμεν
- *<πεπράτορα>
- θαυμασία
- <πεπρίλος>
- ἰχθῦς ποιός
- [<πεπρυμένοι>
- συνετοί]
- *<πεπρωμένη>
- εἱμαρμένη
- *<πεπρωμένον>
- μεμοιραμένον
- *<πέπρωται>
- τετύπωται. ὥρισται. [τὸ εἱμαρμένον ζήτει]
- <πεπρυτανευκώς>
- ἐπιμεμηνιευκώς. καὶ προανηλωκώς
- <πέπτασθαι>
- ἀνεῷχθαι. περιέχειν
- <πέπταται>
- ἥπλωται
- <πέπτει>
- πραΰνεται τὴν τροφήν
- <πεπτέον>
- φυλακτέον. εὐρυτέον
- <πεπτήνας>
- περιβλεψάμενος
- <πεπτηώς>
- δι' ἀσθένειαν καὶ δειλίαν πεπτωκώς
- [<πεπ.γμένοι>
- μαθόντες, ἢ εἰδότες]
- <πεπύθωνται>
- ἀκούσωσιν. Ἀττικῶς
- <πεπυκασμένα>
- ἐσκεπασμένα, περικεκαλυμμένα
- <πεπυρακτωμένα>
- πεπυρωμένα
- <πέπυσμαι>
- ἀκήκοα. ἔμαθον, (ε)ἶδον
- <πεπύσμεθα>
- ἠκούσαμεν. καὶ τὰ ὅμοια
- <πεπυσμένος>
- ἰδών. καὶ τὰ ὅμοια
- <πέπυστο>
- ἠκηκόει
- <πεπωγμένον>
- κεκλασμένον
- <πέπωκα>
- ἔπια
- <πέπων>
- ἔκλυτος. ἀσθενής
- <πεπωρωμένοι>
- ἐσκληρωμένοι. τετυφλωμένοι
- <πέρα>
- πλέον. ἐπέκεινα. ὑπεράνω
- *<περάαν>
- διαπερᾶν
- *<Περαιβοί>
- ἔθνος Θεσσαλικόν
- <περάγην>
- διέῤῥωγα. Ῥίνθων
- <περαίνει>
- ἐπὶ πέρας ἄγει. πληροῖ. ἀνύει
- <περαίνειν>
- ἐξανύειν. ἀποπληροῦν
- <πέραινον>
- οἱ Πυθαγορικοὶ τοὺς περι(τ)τοὺς ἀριθμούς
- <περαίτατον>
- ποῤῥώτατον
- <περαιτέρω>
- πλείω ἔμπροσθεν. μετὰ τὸ τέλος ἄλλο
- <περαιωθῆναι>
- τελειωθῆναι
- <πέρα λόγου>
- ὑπὲρ λόγον
- <πέρας>
- τὸ τέλος. καὶ ἡ λύσις. καὶ τὸ τῆς γῆς πέρας
- <περᾶσαι>
- διαβῆναι. ἀποδόσθαι ἐπὶ πέρατα τῆς γῆς, ἢ εἰς τὸ πέρας διελθεῖν
- *<πέρατα>
- τὰ τέλη
- <πέρασας>
- εἰς τὸ πέρας τῆς θαλάσσης διεπέρασας, ἐπώλησας
- <περατεύει>
- ὁρ[γ]ίζει. στέλλει. λέγει
- <περατουμένην>
- ἐκπληρουμένην
- *<περγάμιον>
- δήμιον
- *<Πέργαμα[ς]>
- ἡ ἀκρόπολις τῆς Ἰλίου
- <Περγαία θεός>
- ἡ Ἄρτεμις
- <περγοῦλον>
- ὀρνιθάριον Ἀργειλέγω
- <πέργουν>
- πρέσβεις. οἱ αὐτοί
- <Πέρδικος καπηλεῖον>
- χωλὸς κάπηλος ὁ Πέρδιξ ἦν. ἔνθεν ἔνιοι τὴν παροιμίαν φασὶ διαδοθῆναι
- *<περιδώμεθα>
- συνθήκην παράσχωμεν
- [<περεούμενοι>
- τελειούμενοι
- <περεοῦσθαι>
- διαπερᾶν πλοίῳ ἐπιβάντα]
- <περέτισαν>
- ἐτίμησαν
- <περ(ῆ)σαι>
- διαπερᾶσαι
- *<περάτρια>
- ἡ παραγγέλλουσα τὴν ὥραν ταῖς κεκτημέναις
- <πέρθαι>
- πορθηθῆναι
- <πέρθετο>
- ἐπορθεῖτο
- <πέρι>
- περισσόν. περίεστι
- <περιαγ[κάμψ]αῖς>
- καμπαῖς
- <περιαγγέλλειν>
- τὸ [μὴ] συνάγειν ὄχλον ἐπὶ τὰς ἐκφορὰς τῶν τετελευ- τηκότων
- <περιάγει>
- περιφέρει. ἢ κάμπτει
- <περιάγνυται>
- περικλᾶται. συντρίβεται. περιέρχεται. περιηχεῖ
- <περιάγνυτο>
- περιεκλᾶτο. καὶ τὰ ὅμοια
- <περιαγόραιος>
- περίλογος. περιαγορευτής
- <περιαδεῖς>
- περίῤῥυτοι. περίπνοοι
- <περιαθρεῖν>
- περισκοπεῖν
- <περιαίνυτο>
- περιελάμβανεν. περιεῖχεν
- <περίαλλος>
- τὸ ἰσχίον [ὅταν εἰλεῖν
- <περιαμησάμενος>
- θερίσας
- <περιαμμάτων>
- περιάπτων
- <περιάοιδος>
- ἡ ἐγκύκλιος ᾠδή
- <περίαπτα>
- περιάμματα
- <περιαυθαδίζεται>
- ἐν ὑπερηφανίᾳ ἀναστρέφεται, ἢ μεγαλοφρονεῖ
- <περιαυτίζεσθαι>
- τὸ ἐν αὐτῷ ἐνδιατρίβειν, ἢ ἀποδιδόναι ἑαυτῷ
- <περιαυτίζεται>
- μεγαλοφρονεῖ
- <περὶ αὐτόν>
- πρὸς αὐτόν
- <περιβάλλειν>
- περιλαμβάνειν. πείθειν. στρέφειν. εἰδέναι
- <περιβάλλουσαν>
- ὁμοίως
- <περιβάλλεσθαι>
- ὑπερβάλλεσθαι
- <περίβαρα>
- ὑποδήματα
- <περιβαρίδες>
- ὑποδημάτων εἶδος γυναικεῖον
- <Περιβασώ>
- ἡ Ἀφροδίτη
- <περιβεβυσμένος>
- περιπεφραγμένος
- <περιβῆναι>
- πεπτωκότος ὑπερασπίσαι, ὑπερμαχῆσαι
- <περίβησαν>
- ὑπερήσπισαν. καὶ τὰ ὅμοια
- <περιβλέπεται>
- περισκοπεῖ
- <περίβλεπτος>
- ἔξοχος. [περιβόητος
- <περιβόητος>
- ἐπὶ κακοῦ ἢ ἀγαθοῦ φήμην ἔχων
- <περιβολή>
- περίβοιος. περιδέρματος. ὑπέρτιμος
- <περίβολοι>
- τείχη πόλεων, ἢ περίδρομοι
- <περιβομβεῖσθαι>
- περιηχεῖσθαι
- <πέρι γάρ>
- περισσῶς γὰρ
- <περιγηθής>
- περιχαρής
- *<περίγειος>
- πρὸς τὴν γῆν
- <περιγίνεται>
- περιοικεῖ. περιττεύει
- <περιγλαγέας>
- γεγαλακτωμένας
- <περιγλαγές>
- περίπλεω(ν) γάλακτος
- <περιγράφει>
- περιγίνεται. [περιαίρεσιν τοῦ πράγματος] ἢ χωρεῖ. ἢ συλλαμβάνεται
- <περιγραφήν>
- περιαίρεσιν τοῦ πράγματος. ἢ ἐν ἀγρῷ ἐστι
- <περίγραφον>
- οἱ δανείζοντες τοῖς μὴ ἀποδιδοῦσι τὸ ἀργύριον περι- έγραφον, καὶ οὐχ ὑπερέβαινον ἕως λύτουν
- <περιγυρίδας>
- περιφερείας
- <περὶ δ' ἄλλων>
- ὑπὲρ τοὺς ἄλλους
- <περιδαρδάπτεσθαι>
- κατεσθίεσθαι
- <περιδαρδάπτειν>
- κατεσθίειν
- <περὶ δ' ἐδρύφθη>
- περιεξέσθη
- <περιδεής>
- περίφοβος
- <περιδείδιθι>
- φοβοῦ
- <περιδεινεῖσθαι>
- περικινεῖσθαι. περιπορεύεσθαι. περιστρέφεσθαι. περιέρχεσθαι
- <περιδεινηθήτην>
- περιεστρέφοντο. ὅμοιον
- <περιδεινήσεως>
- περιόδου. καὶ τὰ ὅμοια
- <περιδεινηταί>
- περικινηταί. καὶ τὰ ὅμοια
- <περίδεινον>
- πειρατήν
- <περιδεινός>
- περιπαθής
- <περιδεινοῦσι>
- περιστρέφουσιν
- <περιδεινοῦντα>
- περιοδεύοντα
- <περίδειρον>
- τὸ κατώτατον τῆς περιγραφῆς τοῦ τραχήλου
- (<περιδείσασα>)
- περισσῶς δείσασα, περισσῶς εὐλαβηθεῖσα
- <περιδεῖσθαι>
- συντείνεσθαι
- <περὶ (δὲ) κλισιὼν θέε πάντη>
- περιετετείχιστο δὲ κλίσιον, κύκλῳ περι(ε)βέβλητο καὶ παρέκειτο κλίσιον, διὰ τὸ ἐν κύκλῳ κρηπίδωμα βαθροειδὲς ἔχειν
- <περιδέξιον>
- φρόνιμον. ὀρθόν, μηδὲν ἀριστερὸν ἔχον. καὶ οἱ μὲν πε- ρισσῶς δεξιὸν περὶ τὴν τοῦ δόρατος βολήν. οἱ δὲ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ὡς τῇ δεξιᾷ βάλλων
- <περὶ (δὲ) πνοή>
- ἡ πνοὴ δὲ τοῦ βοῤῥᾶ
- <περιδέραια>
- περιτραχήλια. ἢ ἐνώτια
- <περὶ δ' ἐστέ>
- ὑπερέχετε δέ. ἢ ὑπάρχετε. ἢ κρατεῖτε
- <περιδευκές>
- περισσῶς πεποικιλμένον
- <περιδεῶν>
- ἐμφόβων
- <περίδηλον>
- περιφανές. καλόν
- [<περιδῆσαι>
- περιδύνασθαι]
- <περίδοσιν>
- συνθήκην
- <περιδοῦ>
- σύνθου. τοῦτο δὲ παραβάλλεσθαι λέγουσιν, ἢ συνθήκης θέσιν
- <περὶ δουρί>
- περὶ τῷ δόρατι
- <περίδρομοι>
- τοῦ δ[ε]ικτύου τὸ δ(ι)ειρόμενον σχοινίον· διὰ τὸ καὶ κάτω βρόχοις ...... καὶ [πάντῃ, περιεχόμενος τόπο[ι]ς.] περιφερεῖς, στρογγύλοι
- <περιδρόμους τείχους>
- περὶ τοὺς βεβλημένους τοίχους κύκλῳ
- <περιδρύφῃ>
- περιξέῃ
- <περιδύεται>
- περιβάλλεται. κρύπτεται. εἰσδύεται
- <περιδῦσαι>
- περιδύνασαι
- <περίδυσε>
- ἀπέδυσε
- <περιδύω>
- ὅμοιον
- <περιδώμεθα>
- συνθώμεθα
- *<περιβάλλων>
- ἐκύκλωσαν
- <περιδώσομαι>
- συνθηκοποιήσομαι
- <περι(έ)γραψε>
- περιεγένετο
- <περιεδίνε(ι)>
- περιεκύκλευεν
- <περιεδρύ(φ)θη>
- περιεξέσθη
- <περιεζόμενον>
- περιεχόμενον
- <περιέθει>
- περιέτρεχεν
- <περιειλημμένως>
- περιεκτικῶς
- <περιείληπτο>
- περιεγέγραπτο. ἢ ἐκεκράτητο. ἐκ τοῦ περιλαμβάνεσθαι
- <περιεῖναι>
- περιττεύειν
- <περιεῖπεν>
- ἐτημέλει
- <περιείργασμαι>
- περιττὸν ἐποίησα[ν]
- <περιεκωκύετο>
- περιηχεῖτο
- <περιεκτικόν>
- τὸ περιέχον. ἤτοι γενικόν. ἢ περιληπτικόν· ἐκ τοῦ πε- ριβάλλειν. [ἢ ὑπερέχον]
- <περιεκτικώταται>
- ὁμοίως
- <περιεκτικώτερον>
- γενικώτερον
- <περίελε>
- κόψον. ἔπαρον. ἀφελοῦ
- <περιελόμενος>
- ἐπάρας
- <περιελιχμήσατο>
- τῇ γλώττῃ (ἢ) σπογγιᾷ ἐκάθηρεν
- <περὶ ἐμέ>
- πρός με
- <περιέπει>
- περιέρχεται. περιεργάζεται. φυλάττει. θεραπεύει
- <περιέπειραν>
- ἔπηξαν
- <περιεπτισμένη>
- περιεξεσμένη. περικεκαθαρμένη
- <περιέπων>
- ἐνεργῶν
- <περιεργάς[ς]ει>
- πράξει(ς) περισσά
- <περίεργον>
- περιττόν. ἢ στρεβλόν
- [<περιερεία>
- καθαρσία]
- <περιερέττων>
- κωπηλατῶν
- <περίς[ς]ομαι>
- περιγενήσομαι, κρατήσω, νικήσω, κατισχύσω. ἢ μέλ- λοντες περιγενέσθαι
- <περιεσπάσθη>
- ἐσείσθη. περιδέδεται
- *<περιεσκεμμένος>
- (ἠκριβωμένος)
- [<περιε(..)σσων>
- κωπηλατῶν]
- <περιέσται>
- περιγενή(σε)ται. νικήσει
- <περιεστήξει>
- περισταθήσεται. [περιφράξει, ἢ περικυκλώσει
- <περιεστοιχισμένοι>
- οἱ περιέχοντες. καὶ περιεχόμενοι
- <περιετέμοντο>
- περιήλασαν
- <περιετίθουν>
- ἐκρέμων
- <περιέτυχον>
- συνέτυχον
- [<περιευτίζεσθαι>
- ἀποδοῦναι αὐτῷ]
- <περιέφραξαν>
- ἐσκέπασαν. ἐφύλαξαν
- <περιέχομαί σου>
- ἀντιποιοῦμαί σου
- *<περίζωμα>
- περιβόλαιον
- <περιέχοντες>
- περιλαβόντες. καὶ τὰ ὅμοια
- <περίζυξ>
- ὁμόζυγος, σύζυγος
- <περιηγές>
- κυκλοτερές, περιφερές
- *<περιήγει>
- ἐζωγράφει
- <περιήγητος>
- ὁ περιπόρφυρος χιτών
- <περιηγμένα>
- περιφερόμενα
- <περιῄεσαν>
- περιήρχοντο
- <περιήθελεν>
- ἠγάπα
- [<περιήθλουν>
- ἀγα]
- <περιηθέλησεν>
- ἠγάπησεν
- <περιήκασε>
- περιώρυξεν. περιέγραψεν
- <περιήκοντα>
- [περιέγραψαν. ὤρυξαν
- <περιήλυσις>
- περίοδος
- <περιημεκτεῖ>
- ἀγανακτεῖ, ἀνιᾶται, δυσκολαίνει
- <περιῆν>
- ὑπῆρχεν. ἐπλεόναζεν
- <περιῃρημένον>
- κεκομμένον
- <περιῆῤῥον>
- περιῄεσαν
- [<περιήσω>
- περιδώσω]
- <περιηχήθη>
- περιεψιθυρίσθη
- [<περιθείης>
- <μα><θ> πειραθείς]
- <περιθείς>
- κύκλῳ θείς, περισσότερον [λαβεῖς
- <περὶ θεόν>
- πρὸς θεόν
- <περιθειῶσαι>
- περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ
- <περιθέσθαι>
- περιποιήσασθαι. προσλαβέσθαι. κύκλῳ θεῖναι
- <Περιθοῖδαι>
- δῆμος φυλῆς τῆς Οἰνηΐδος
- <περιθραυσθέντα>
- περιπεσόντα. ῥαγέντα
- <περιθρεκτέον>
- περιδραμητέον
- <περιθυρεῖν>
- τὸ ἐπὶ ταῖς θύραις ἵστασθαι
- <περιΐδμεναι>
- περισσῶς εἰδέναι
- <περιϊόντας>
- περιερχομένους
- <περιϊππεύοντας>
- περιτρέχοντας
- [<περι.ίσσεται ὥρα[ς]>
- περιέρχεται [τὰς] ὥρα[ς]
- <περιϊστάμενος>
- κυκλεύσας
- <περιΐστασο>
- κύκλευσον. σκόπησον. περίφευγε. ἀνάτρεπε
- *<περιστοιχείωσαι>
- περίελθε
- <περιϊών>
- περιερχόμενος
- <περικάθαρμα>
- <περικαθαίρων>
- ἀναλύων τὸν πεφαρμακευμένον, ἢ τὸν γεγοητευμένον
- <περικαλλές>
- λίαν καλόν
- <περικαλλέος>
- περισσῶς καλοῦ
- <περικάμπτεται>
- περικιρεῖται
- <περὶ καπνῷ>
- περὶ τὸν καπνόν
- <περικάρδιος ὑμήν>
- ὁ ἐπὶ τῇ καρδίᾳ
- <περικάρπιον>
- τὸ λέπυρον, σκέπασμα
- <περικεφαλαία>
- ἡ ἐκ τριχῶν γεγονυῖα περιθετή. καὶ μέρος τι τῆς νεώς. ἢ κάς(ς)ις
- <περικέχυται>
- περιείληφεν
- <περικήδεο>
- φείδου φροντίζων
- <περίκηλα>
- περισσῶς ξηρά. τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα
- <περὶ κῆρι>
- κατὰ ψυχήν
- *<περικλυτῷ>
- σφόδρα ἐνδόξῳ
- <περικλῃζόμενος>
- δοξαζόμενος λίαν
- <περικλύμ(εν)ος>
- ὁ Πλούτων. καὶ πόα, ἡ καὶ κυκλάμινος
- <περικλυτός>
- ἔνδοξος, περισσῶς καὶ λίαν ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην
- <περικνημίς>
- σκεπαστήριον τῆς κνήμης
- <περικόπται>
- κλῶπες. λῃσταί
- <περίκουροι>
- οἱ ἐκ τοῦ κυκλωθῆναι ἁλισκόμενοι ἐν ταῖς μάχαις
- <περικτίονες>
- περίοικοι, γείτονες, πέριξ οἰκοῦντες
- <περικτιόνες(ς)ι>
- περιοίκοις
- <περίκυκλον>
- ἵνα ὑπερεφῆ
- *<περὶ κῶμα>
- κοίμημα
- <περικωδωνίσαι>
- περιβομβῆσαι
- <περικωνῆσαι>
- ....... περιαγαγεῖν. σπογγίσαι. ἢ περιπισσῶσαι. Λά- κωνες
- <περιλαβεῖν>
- περιβαλεῖν. καὶ τὰ ὅμοια
- <περιλέγειν>
- τὰ περισσὰ φράζειν
- <περιλεγνές>
- περιποίκιλον
- <περιλεσχήνευτος>
- περιβόητος. περιλάλητος
- <περιληπτικόν>
- ἐφαπτόμενον
- <περιλῆσαι>
- περι(ς)τρέψαι
- <περιλιχμήσασα>
- περιλείξασα
- <περιλυγίζεσθαι>
- περιστ(ρ)έφεσθαι
- <περιμάχητον>
- ὑψηλόν, μέγα, ἰσχυρόν
- <περὶ μέν>
- περισσῶς μέν
- <πέρι μὲν φάσθαι>
- διαφερόντως λέγειν
- <περίμετρον>
- ὑπέρμετρον, μέγα. τινὲς δὲ εὔκυκλον
- <περιμήκεος>
- μακροτάτου
- <περίμηκες>
- ὑπερμέγεθες
- <περιμήκετος>
- ὑψηλός. ὑπέρμηκος. ἢ περισσῶς μακρὰν καὶ ὑψηλήν· εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περι[με]μήκετον
- <περιμήκεϊ ῥάβδῳ>
- ἁλιευτικῷ καλάμῳ
- <περίνα>
- περίναιον. τὸ αἰδοῖον. ἀφ' οὗ καὶ τὸ <περαίνεσθαι>
- [<περ[ι]νάμενα>
- πιπρασκόμενα]
- *<περίνης[σαι]α>
- περιβόλαια, οἷς ἐν κύκλῳ πορφύρα παράκειται
- <περίνεως>
- ὁ δεύτερος ἱστός. καὶ καθάπαξ τὰ διττὰ τῆς νεὼς σκεύη
- <περίνησον>
- ἱμάτιον ἔχον πορφύραν κύκλῳ
- <περινοεῖ>
- περισσῶς νοεῖ
- <περίνοια>
- μηχανή. τέχνη
- <περινομαί[α]>
- περιφορα(ί)
- <περίνος>
- τὸ αἰδοῖον. οἱ δὲ τὸν καυλόν, ἢ τὸ τῶν διδύμων δέρμα, ἤγουν ὁ ταῦρος
- <περινοστεῖ>
- περιέρχεται
- <περινοστήσαντες>
- περιελθόντες, κυκλεύσαντες. ἢ ἐξιόντες
- <περινοστοῦντι>
- περιστρεφομένῳ
- <πέριξ>
- κύκλῳ
- <περίοδος>
- τὸ ἐκ διαλειμμάτων ἐπιπεσὸν ὄνομα. ἢ χρόνος. ἢ κύκλος. ἢ ἡ ἐν λόγοις, καὶ ἡ τῆς γῆς περιήγησις. καὶ ἡ τάξις τῶν αἰώ- νων. καὶ ἡ παρὰ τοῖς ἰατροῖς. καὶ ἡ ᾠδή. καὶ μέτρον τι τῶν με- τάλλων
- <περιόδων>
- χρόνων. κύκλων
- <περιόδῳ>
- κυκλώσει
- <περιοίκιον>
- ὁ περὶ τὴν πόλιν ἢ τὴν ἔπαυλιν τόπος. τινὲς δὲ περί- βολον
- <περιοίσει>
- ἀνοίσει ἐκ τῆς νόσου
- <περιοκωχή>
- (περιοχή)
- *<περιωπή>
- ἀκρώρ(ε)ια. ὕψος. τόπος ὑψηλός
- <περίοπτον>
- ἐπιφανῆ, πολυθέατον, περίβλεπτον
- <περιορᾶν>
- ὑπερορᾶν
- <περιόρια>
- ἑορτὴ ἐν Κύπρῳ
- <περιοργῶς>
- ὑπεροργόντως. καὶ παρωρμημένως
- <περιοριζόμενοι>
- περιεχόμενοι. γινωσκόμενοι. ἐξολισθαίνοντες
- <περιορίσαι>
- περινοῆσαι
- <περιορισθῆναι>
- γνωρισθῆναι. ἐξορισθῆναι
- <περιοριστόν>
- περιγραπτόν
- <περιουσία>
- πορισμός. πλῆθος
- <περιουσιασμοῦ>
- πλήθους
- <περιούσιον>
- πολύ, περισσόν. περιποιητόν
- <περιούσιος>
- πλούσιος. πολύς
- <περιοχή>
- περιπέτεια. καὶ ὑπόθεσις. καὶ φυλακή. καὶ ἡ [περὶ πάν- των] πολιορκία
- <περιοχῆς>
- τετειχισμένης
- <περιόψεται>
- καταφρονήσει
- <περιπαθῶς>
- συμπαθητικῶς. λυπηρῶς. [διαπονηθείς
- <περιπαλαχθῆναι>
- περιπλακῆναι
- <περὶ πάντων>
- ὑπὲρ πάντας τοὺς ἄλλους
- <περίπατοι>
- αἱ ἱστορίαι καὶ οἱ λόγοι. ἢ τόποι διακινήσεων
- <περὶ πέζαν>
- τὰ περὶ τοὺς πόδας
- <περιπεζία>
- ταπείνωσις
- <περιπείρῃ>
- περικεντήσῃ
- <περιπέπληκα>
- περιπεπόληκα. περιπέπληγμαι
- (*)<περιπετάσας>
- περιβαλών
- <περιπεπλιγμένα>
- περιπεπλεγμένα τοῖς σκέλεσιν. οἱ γὰρ ἀλεῖπται τὸ βῆμα <πλίγμα> λέγουσιν
- <περίπε[μ]πτον>
- τὸ περιπεπεμμένον
- <περι[πετάσθαι] πετάσας>
- περι(α)πλώσας
- (*)<περιπεπλίχθαι>
- διηλλαχέναι τὰ σκέλη ἀσχημόνως
- <περιπέτεια>
- ὑπόθεσις. σύμπτωσις. σύμβασις
- <περιπετεῖς>
- περιε[ρ]χόμενοι. ἐναντίοι. ἢ προπετεῖς. ἢ περιπεσόντες
- <περιπετρίζεσθαι>
- περικρούεσθαι
- [<περίπετρον>
- πανταχόθεν ἐξέχον]
- <περιπευκὲς [ἢ περίπευκος>]
- περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι· πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη
- <περιπῆγις>
- πόρνος. μάχλος
- <περιπηγής>
- περιπαγείς, ἐμπαγείς
- [<περιπλη..] περιπλίγδην>
- περιβάδην
- <περιπλίξ>
- περιειληφώς
- *<περιπλέες>
- λίαν, πλεονάκις
- <περιπλομένων>
- περιπολουμένων, ἤγουν περιερχομένων
- <περίπλους>
- περιόδους
- <περὶ πόδα>
- οὕτως ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμ- μέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς
- <περὶ ποδός>
- ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ <περὶ πόδα>· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων
- <περιποιεῖται>
- προξενεῖ. ζωοποιεῖ
- <περιποίησις>
- πλεονασμός, κτῆσις
- <περιποιητικός>
- διοικητής
- <περιπολεῖ>
- περιοδεύει, περιέρχεται, περιέπει, ἀναστρέφεται, περι- πολεύει, κυκλεύει. καὶ τὰ ὅμοια
- <περίπολος>
- φρουρός, ἔφορος
- <περὶ πολλοῦ ποιοῦ>
- τίμα, θεράπευε
- <περιπόνηρος Ἀρτέμων>
- παρὰ τὴν παροιμίαν τὴν <περιφόρητος> <Ἀρτέμων>. εἰσὶ δὲ Ἀρτέμωνες δύο
- *<περι[ι]ππεύει>
- ἀφίησιν αὐτοὺς καὶ ἄλλῃ ὁδεύει
- <περιπρωκτιῶσα>
- τρυφερευομένη ἐπὶ τῇ πυγῇ
- <περιπτύσσομαι>
- καταφιλῶ
- *<περίπτερα>
- οἱ ἀποσπινθηρισμοί
- *<περίπτερον>
- ὑψηλόν, πανταχόθεν ἐξέχον. ἢ στέγην ἔχουσαν ἐξοχήν
- [<περιπτεύσαντες>
- περιδραμόντες]
- <περιπτυχαί>
- περίβολοι
- *<περιπτύσσει>
- καταφιλεῖ
- <περίπυστα>
- διαβόητα
- <περιραίνεσθαι>
- περιραντίζεσθαι. ῥαντίζεσθαι
- <περιρέζειν>
- τὸ ἐπὶ τοῖς καθαρσίοις θύειν
- *<περιρεμβαῦσαι>
- περιφθαρῆναι
- *<περὶ ῥίον>
- περὶ τὸ ἀκρωτήριον
- <περὶ ῥέθεσι>
- περὶ ταῖς παρειαῖς
- <περιῤῥηδής>
- περικεκλασμένος. περιστροβηθείς. οἱ δὲ περιεῤῥιμμένος. ἢ ὑπτιασμένος
- <περισαίνοντες>
- κολακεύοντες. παρὰ τὸ σαίνειν, ὡς τῶν κυνῶν τὴν (οὐρὰν) κινούντων
- <περὶ σέ>
- περὶ σοῦ, ἐγγύς σου, <γνησίως διάκειμαι>
- <περὶ σεῖο>
- περὶ σοῦ. καὶ <περιέσσιον>· περὶ σοῦ
- <περισείρια>
- τὰ πλάγια τῆς γλώττης
- <περίσημον>
- διαβόητον
- [<περισιγᾶν>
- ἀφέλκειν τοῦ προκειμένου]
- <περισκαίρουσι>
- περισκαρίζουσι
- <περισκελές>
- σκληρόν, δυσχερές. ἢ μέχρι τῶν ποδῶν
- <περισκέπτῳ>
- πάντοθεν ὁρωμένῳ. οἱ δὲ μόνῳ, κεχωρισμένῳ, ὥστε ἀπ' αὐτοῦ περισκέψασθαι
- <περίσκεψις>
- βάσανος
- <περισκήπτειν>
- περιθλίβειν
- <περισοβεῖν>
- ἐν κύκλῳ πίνειν. ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῖν. ἢ διώκειν
- *<περισσομένη>
- πορθουμένη
- [<περίσονται>
- περιποιήσονται]
- *<περισσοεπήσει>
- περισσολογήσει
- <περισπάσασθαι>
- περιποιήσασθαι
- <περισπέ.του βοῆς>
- ὑπερεπειγούσης
- <περισπερχής>
- περιώδυνος
- *<περισκέλια>
- βρακκία, φεμινάλια
- <περὶ σπονδῶν>
- περὶ εἰρήνης
- <περισταδόν>
- περιστάντες
- *<Περιστενός>
- οὕτω δράκων καλεῖται
- <περισταλείς>
- κοσμηθείς. ἤτοι ταφείς
- <περισταλαδόν>
- περισταζόμενον, περιῤῥεόμενον τῷ χόλῳ
- [<περιστατήρια>
- σπλάγχνα]
- <περιστατόν>
- τὸ ἀνάστατον
- <περίστασις>
- θλῖψις, ἀνάγκη, μέριμνα
- <περιστεγανόν>
- περισσῶς στεγανόν
- <περιστένειν>
- ἔκθυμον εἶναι
- <περιστείληται>
- περικαλύψηται
- <περίστειλον>
- συγκάλυψον. συνάγαγε
- <περιστέλλει>
- καλύπτει. συστέλλει. κοσμεῖ. σκέπει. φυλάττει. περι- βάλλει
- <περιστελοῦμεν>
- τὰ αὐτά
- <περιστένεται>
- πάνυ στενοχωρεῖ
- <περιστήθιον>
- ἱερατικὸν ἔνδυμα
- <περιστέρια>
- κοσμάρια ποιά
- <περιστίαρχος>
- ὁ περικαθαίρων τὴν ἑστίαν, καὶ τὴν ἐκκλησίαν
- *<περιστ(.)ῖξαι>
- περικυκλῶσαι, περιελθεῖν. περιελάσαι. ἀπὸ τοῦ στ(ε)ίχειν
- <περίστιον>
- ἐπὰν τὸν νεκρὸν ἐκπέμψαντες ὑποστρέψωσι, καὶ τὸ κα- θάρσιον ποιήσωσιν
- <περιστλεγγίσαι>
- περιξύσαι· <στλεγγὶς> γὰρ ἡ ξύστρα
- <περιστοιχίσαντες>
- περιλαβόντες
- <περιστολή>
- περιβολή. ἔνδυμα
- <περιστόμιον>
- ὁ τῆς ἐπιγλωσσίδος τόπος ἐν τῷ βρόγχῳ
- [<περιστόων>
- περιστύλων]
- <περίστροφος>
- ὁ τῆς ὑποσφραγίδος τόπος
- <περίστῳον>
- περίστυλον
- <περισύρει>
- σύρει
- <περίσφατα>
- τὰ ἐπιθρήνητα, καὶ ἐπονείδιστα, καὶ μοχθηρᾶς ἐπιφω- νήσεως ἄξια
- <περισφάτως>
- περιωδύνως. περιβοήτως
- <περισχαδόν>
- τὸν ὑποκρινόμενον τὸν Περσέα, ὡς πτωχὸν καὶ φησί- μορφον ψίαθον, ἐν ᾧ περιειλοῦσι τὰς ἰσχάδας
- <περισχελές>
- δυσχερές
- <περίσχεο>
- φροντίδα ποίησαι καὶ ἐπιμέλειαν· ἀντὶ τοῦ λαβοῦ καὶ ὑπερμάχησαι
- <περισχέσθαι>
- ἀγαπῆσαι
- <περίσχετο>
- ἠγάπησεν. ἐφείσατο
- <περισχιδεῖς>
- εἶδος ὑποδήματος εὐτελές
- <περισχόμεθα>
- περισσῶς ἐχόμεθα. ἀντιλαμβανόμεθα
- <περισχών>
- περιτείνας. ἢ ἐπισχών
- <περιτάμνεσθαι>
- περιορίσαι τι διὰ τῆς αὔλακος
- <περιταμνόμενον>
- περιελαύνοντα. μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν γηπέδων
- <περί τ' ἀμφί>
- κύκλῳ, πέριξ
- <πε[ρι]ρίτ' εἰμί>
- ὑπερέχω. ὑπερφρονῶ
- <περιτελλομένων>
- πληρουμένων. περιερχομένων
- <περὶ τέρμα βαλούσας>
- περιελ(ας)άσας τὸν καμπτῆρα
- <περιτετάσθαι>
- ἡπλῶσθαι ἐπὶ τὰ ἴχνη
- <περιτεύξεται>
- συντύχῃ. ἢ περιπεσεῖται
- <περιτευξοίμεθα>
- περιτύχοιμεν
- <περιτευξόμενος>
- περιτυχεῖν μέλλων
- <περιτεύοντες>
- συλ[λ]ῶντες
- <περὶ τὴν λέξιν>
- ἐν αὐτῇ τῇ λέξει
- <περί[πε]τ[ε]ια> καὶ <περιῆτες>
- περιῆτες μὲν οἱ φύλακες, περί[πε]- τ[ε]ια δὲ Μακεδονικὴ ἑορτή
- <περιτίθεται>
- περιβάλλεται
- <περιτομίς>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <περιτόναιον>
- μέρος τι τῆς νεώς. καὶ τὸ δέρτρον
- <περιτρέπεται>
- ε(ἰ)λιγγιᾷ
- <περιτρέφετο>
- περιεπήσσετο. ὅθεν καὶ τροφαλ[λ]ὶς τὸ πεπηγμένον
- <περιτριβομένων>
- παρεσομένων
- <περίτριμμα> .....
- τετριμμένον
- <περιτροπέων>
- περιτρεπόμενος. μέλλων τελειοῦσθαι. ἢ περιερχόμενος
- <περιτρόπου>
- ἴλιγγος
- <περὶ τρόπιος>
- ἐπάνω τῆς τρόπιδος. [τῆς ἀγορᾶς.
- <περιτροπόωντες>
- περιχωροῦντες
- <περίτροχον>
- στρογγύλον
- <περιττοί>
- περισσοί, περίεργοι
- <περιφαλλία>
- πομπὴ Διονύσῳ τελουμένη τῶν φαλλῶν
- <περιφάνεια>
- λαμπρότης, δόξα
- <περιφανέστερον>
- ἐμφανέστερον
- <περιφέρεια>
- διαστροφή. κύκλος
- <περιφερές>
- στρογγύλον
- <περιφέρεται>
- πλανᾶται
- <περιφερόμενα>
- λαλούμενα
- <περίφημος>
- ὀνομαστός
- <Περιφήτης>
- ὁ κορυνήτης
- <περιφθείρεται>
- τὰς φθεῖρας συλλέγει. ἢ μειοῦται, ἐλαττοῦται
- <περιφοιτῶντα>
- περιερχόμενον. περιγινόμενον
- <περιφορά>
- ἡ κατὰ κύκλον κίνησις
- <περιφοραί>
- ὁμοίως
- <περιφορᾶς>
- περισπασμοῦ. πλάνης
- <περιφραδέως>
- περιπεφρασμένως. ἐμπείρως
- <περιφραστικῶς>
- δύο λέξεων τὸ αὐτὸ σημαινουσῶν ὄνομα
- <περιφρονεῖς>
- περισσοφρονεῖς, ὑπερφρονεῖς
- <περίφρων>
- σωφρονέστατος, ἢ περισσῶς φρονῶν, συνετώτατος
- <περιφ[ρ]ῦναι>
- περιλαβεῖν, περιπλακῆν(αι)
- <περιχαρής>
- χαιρόμενος (sic). γελωτοποιός
- <περιχάσκειν>
- ἀνοῖξαι τὸ στόμα
- <περιχεύας χρυσόν>
- περιπάσας χρυσίῳ
- <περιχ[ε]ιλοῦντες>
- ἀντὶ τοῦ ἄδην κορεσθέντες
- <περιχλ(ι)ανίζεται>
- περικαλύπτεται. καλλωπίζεται. [ἢ παραστραγ- γεύεται]
- <περιχόραι>
- περιχορεῖαι
- <περιχορίζειν>
- ἐνόπλως, συντόνως ὀρχεῖσθαι
- <περὶ χροΐ>
- περὶ τῷ σώματι
- <περὶ χροῒ ἕσσατο>
- περιεβάλλετο
- <περιχωρεῖ>
- συμμίσγεται
- <περιχώρησον>
- μέτρησον. περίστησον
- <περίψημα>
- περικατάμαγμα. ἀντίλυτρα, ἀντίψυχα. [ἢ ὑπὸ τὰ ἴχνη πάντων]
- <περίψυκτος>
- περιπόθητος, ἐκ ψυχῆς ὅλης ἀγαπώμενος
- <περιώγανα>
- ἐπίσσωτρα. οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἳ περιπήγνυνται ταῖς ἁμάξαις
- <περιώκαλα>
- ὑπέρσεμνα, ὑπερβαλλόντως καλά
- <περιωπή>
- ἄποψις. τόπος ὑψηλός, ὅθεν ἐστὶ περισκοπῆσαι. ἀκρώ- ρεια
- <περιωπῆς>
- προσόψεως
- <περιώσας>
- ὠθήσας. ζώσας
- <περιῶσιν>
- ζῶσιν. ὑπάρχωσιν
- <περιώς[ς]ιον>
- περιως[ς]ίως. περισσῶς. περισσόν. μέγα, ἢ πολύ
- <περκάζει>
- μελανίζει. ποικίλλει. ἢ πεπαίνεται
- <περκαίνειν>
- διαποικίλλεσθαι. καὶ τὰ ὅμοια
- <πέρκανα>
- τὰ ἱστοῦ περιπλέγματα
- <περκνόν>
- μελανόν. ποικίλον
- <περκνός>
- γλαυκός. μέλας. καὶ τὰ ὅμοια
- <περκώματα>
- τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου ποικίλματα
- <Περκώς(ι)ος> καὶ <Περκώτη>
- πόλις
- <Περμησός>
- ποταμός
- <πέρναται>
- πωλεῖται
- <περνάμενα>
- πωλούμενα
- <περνᾷς>
- πωλεῖς
- <πέρναξ>
- θρίδαξ
- <Πέρνη>
- ἔνιοι μετὰ τοῦ <τ> Πτέρνη. εἶναι γάρ τι ἀκρωτήριον τῆς Αἰγί- νης οὕτω προσαγορευόμενον
- <περνῆν>
- ἐμπωλεῖν
- <πέρνησον>
- πώλησον
- <περομνύναι>
- ἐλέγχεσθαι
- <περόναι>
- πόρπαι. καὶ τὰ ἀντικείμενα τῇ κνήμῃ ὀστᾶ
- <περόνη>
- ῥαφίς
- <περονήσατο>
- ἐπορπήσατο, ἐπερονήσατο, διείρατο
- <περόσχια>
- τὰ ῥάκη
- <πέρπερα>
- προπετῆ
- <περπερεύεται>
- κατεπαίρεται
- <πέρπερος>
- μετὰ βλακίας ἐπαιρόμενος
- *<περὶ πολλοῦ ποιεῖται>
- τιμᾷ, θεραπεύεται
- <Πέῤῤαμος>
- βασιλεύς
- <πεῤῤεθήκατο>
- περιεθήκατο
- <Πεῤῥεύς>
- ἥρως Ἀθήνησι τιμᾶται
- <πεῤῤέχειν>
- ὑπερέχειν
- <πεῤῥησιππίαν>
- τὴν ἀνατρέπουσαν ἵππον
- <Πεῤῥίδαι>
- τῆς Ἀττικῆς δῆμος ἐν Ἀφίδναις
- <πέρ σε>
- πρός σε
- *<πέρσαντες>
- ὀλέσαντες, πορθήσαντες, ἀνελόντες
- *<πέρσας>
- τὰ αὐτά. [καὶ τὸ ἔθνος
- <Πέρσης>
- κυβευτικοῦ βόλου ὄνομα
- <Περσίδα>
- πόλιν Περσικήν. ὅ ἐστιν ὑπόδημα
- <περσιθέα>
- ἡ Ἀφροδίτη
- <περσικά>
- εἴδη καρύων. ἢ εὐτελῆ ὑποδήματα. καὶ ὀρθαὶ βακτηρίαι. καὶ ὄρχησις Περσική
- <περσικὸς ὄρνις>
- ὁ ἀλεκτρυών
- <πέρσος>
- ὁ ἰχθῦς ποιός, ἐν Ἐρυθρᾷ γινόμενος
- <περ(υ)σινόν>
- ἔφηβον. τὸν ἐξ ἐφήβων
- <πέρυσι>
- ὁ παρεληλυθὼς χρόνος
- <Πέρφερες>
- θεωροί
- <Περφίλα>
- Σωσίβιος. κύριον ὄνομα
- <περώσιον>
- μέγα
- <πεσέεσθαι>
- πεσεῖσθαι
- <πέσημα>
- πτῶμα
- <πεσκέων>
- δερμάτων
- <πέσκον>
- πικρόν. ἢ κώδιον, ἢ δέρμα
- <πέσμα>
- πίεσμα. ἢ μίσχος. ἔστι δὲ ἐξ οὗ τὸ φύλλον ἤρτηται
- *<πεσέονται>
- πεσοῦσιν
- <πέσσαι>
- πεῖσαι. [ἢ πάσχειν. καὶ νέμειν, καὶ τεχνᾶσθαι τῇ διανοίᾳ
- <πεσσὰ πεντέγραμμα(τα) καὶ κύβων βολάς>
- Σοφοκλῆς Ναυ- πλίῳ Πυρκαεῖ. παρ' ὅσον πέντε γραμμαῖς ἔπαιζον. διαφέρει δὲ πετ(τ)εία κυβείας. ἐν ᾗ μὲν γὰρ τοὺς κύβους ἀναῤῥίπτουσιν· ἐν δὲ τῇ πετ(τ)είᾳ αὐτὸ μόνον τὰς ψήφους μετακινοῦσι
- <πέσσει>
- πεπαίνει. θεραπεύει. κατέχει. καταπραΰνει
- <πες(ς)έμεν>
- πές(ς)ειν
- <πέσσεται>
- ὀπτᾶται. Ἀρκάδες. ὀπτήσει
- <πεσσεύων μετατίθεσο>
- τὴν γνώμην πρὸς τὸ κρεῖσσον
- <πες[ς]ήματα>
- πτώσεις
- <πες[ς]ήματος>
- πτώσεως, πτώματος
- <πεσσοῖς>
- πεττοῖς. βολίοις, κύβοις
- <πές(ς)ον>
- ὄρος· χωρίον Κύπριοι· πεδίον Αἰολεῖς· τινὲς ὁμαλές
- <πεσσός>
- οὕτως ἐκάλουν τὰς ψήφους, αἷς ἔπαιζον. καὶ τὸ περὶ τὴν κόρην μέλαν τοῦ ὀφθαλμοῦ
- *<πεσσοῖσι>
- τοῖς κύβοις· παρὰ τὸ πίπτειν αὐτούς
- *<πέσσω>
- ὀπτήσω ἄρτον
- <πεσσύγγιον>
- σκυτ(ε)ῖον
- <πεσσύπτη>
- σκυτεύρια
- <πέσσυρα>
- πίσυρα. τέσσαρα
- <πέσσυρες>
- τέσσαρες. Αἰολεῖς
- <πεσών>
- πάσχων
- <πέτα>
- πτῶσις. στάχυα
- <πετάζει>
- ἁπλοῖ. σκεπάζει
- <πεταιτά>
- μετέωρα. ἀμπελουργία, ὡς αἱ ἀναδενδράδες
- <πετάλα>
- ὀνόματα θήλεια. καὶ βοῦς
- <πέταλ[λ]α>, οὐδετέρως
- τὰ φύλλα
- <πεταλίζειν>
- βλαστεῖν. φυλλολογεῖν
- <πετ[τ]αλισμός>
- ὁ διὰ φύλ[λ]ων ὀστρακισμὸς γινόμενος
- <πέταλ[λ]ον>
- φύλλον. καὶ τῆς ἐπιγλωσσίδος τὸ καλύπτον τὸ στόμα
- <πεταλωτόν>
- ἀκμαιότατον. εὐειδέστατον
- <πεταλίδων ὑ[ι]ῶν μεταίη>
- ἀπὸ τῶν μόσχων. πέτηλοι γὰρ οὗτοι λέ- γονται
- [<πεταλοῦνται>
- ἐξυπτιῶνται. τρυφῶσιν
- <πέτακνον>
- ποτήριον ἐκπέταλον. (τὸ) δὲ αὐτὸ καὶ πέταχνον]
- <πετάσας>
- ἁπλώσας. τανύσας
- *<πετᾶσθαι γαμβραί>
- κεκτῆσθαι
- <πετάσειεν>
- ἁπλώσειεν. κουφίσειεν. ἀπὸ ἐνεστῶτος τοῦ πετάζω
- <πέτασος>
- τὸ τῶν ἐφήβων φόρημα
- <πέταυρα>
- τίγνα
- <πέταυρον>
- εἶδος παγίδος
- <πετελκές>
- καμπύλον
- *<πετεηνῶν>
- πετεινῶν
- *<πετέσθην>
- ἐπέτοντο. δυϊκῶς
- <πέτευρον>
- σανίς, ἐφ' ἧς αἱ ὄρνεις κοιμῶνται· καὶ πᾶν τὸ ἐμφερὲς τούτω. καὶ ὄργανον ποιόν. καὶ πᾶν τὸ μακρὸν καὶ ὑπόπλατυ. ἔστι δὲ λεπτόν, ὅταν ἐν μετεώρῳ κείμενον ᾖ. <Πέτευρον> λέγεται, ἢ καὶ <πέντευρον>
- <Πετε[υ]ών>
- πόλις
- <πετήλας>
- τοὺς μικροὺς καὶ θαμνώδεις φοίνικας
- <πετηλίς>
- ἀκρίς
- <πετηνίς>
- κόρις
- <πέτραι ἠλίβατοι>
- ὑψηλοὶ κρημνοί, ἀκρώρειαι
- [<πετρέμβατοι>
- ὑψηλοὶ κρημνοί]
- [<πετραδεῖλαι>
- οἱ μὲν τοὺς ἀποπνευματισμούς· οἱ δὲ εἶδος ἰχθύων
- <πετρεφράμη>
- θρασεῖα. θερμή
- <πέτρη τ' Ὠλενίη>
- πόλις
- <πέτρον>
- λίθον
- *<πετειᾷ>
- παίζει
- <πεττεία>
- διὰ κύβων παιδιά
- <πεττείαις>
- κύβοις, τάβλαις, παιδι[λ]αῖς
- <πεττεύει>
- διαπαίζει. μεταστρέφει. κυβᾷ
- *<Πέτρος>
- ἐπιλύων. ἐπιγινώσκων. οὗτος καὶ Σίμων καὶ Κηφᾶς καὶ Συμεὼν ἐλέγετο
- <πεττοί>
- βόλια, ἐν οἷς ταυλίζουσι
- <πεττεύουσι>
- κυβεύουσιν
- <πέττουσιν>
- ἑψοῦσιν
- <πευδρία>
- ἀρτοθήκη
- <πεύθεται>
- πυνθάνεται. ἀκούει
- <πεύθετο>
- ἤκουεν. ἐπυνθάνετο
- <πεύθη>
- πεῦσις. ἐρώτησις
- <πευθῆνες>
- πιστοί. περίεργοι
- <πευθείς>
- ἑψηθείς
- <πευΐδας>
- λαμπάδας
- <πευκαλεῖται>
- ξηραίνεται. ἢ ἀντὶ τοῦ ζητεῖται. Ἀριστέας
- <πευκαλέον>
- ξηρόν. ἀγγεῖον
- <πευκαλίμαις>
- συνεταῖς. ὀξείαις. πικραῖς. ἢ ἀγαθαῖς
- <πευκαλίμη>
- θερμή. θρασεῖα. καὶ φλεγμαίνουσα
- <πευκαλίμῃσι>
- πυκναῖς. συνεταῖς. καὶ τὰ ὅμοια
- <πευκάνα>
- [πευκονία.] ἱστοῦ παράπλεγμα. [τροχίαι]
- <πευκεδανόν>
- πευκές. πικρόν
- <Πευκέτιοι>
- οἱ περὶ τὸ[ν] Βρεντέσιον οἰκοῦντες
- <πεύκινο(ν) δάκρυ[ν]>
- πίσσαν
- <πεύκλα>
- ἁματροχιαί
- <πεῦσις>
- ἐρώτησις. ἀπόκρισις
- <πεύσομαι>
- ἐρωτήσω. ἀκούσω. ἐρευνήσω. μάθω
- <πευστός>
- ὑπήκοος
- <πέφανται>
- πεφανέρωνται. ἢ πεφονευμένοι εἰσίν
- <πεφάσθαι>
- πεφονεῦσθαι, καὶ ἀνῃρῆσθαι. ὅθεν καὶ <φάσγανον>
- <πεφασμένον>
- φανερόν. ἀνῃρημένον. ἢ πεφανερωμένον
- [<πεφάσσουσα>
- ἐνθουσιωδῶς ὁρμῶσα]
- <πέφαται>
- εἴρηται. τέθνηκεν, ἀνῄρηται, πεφόνευται
- <πεφαύλικεν>
- ἤμβλυκεν
- <πεφαυλισμένον>
- ἀποδεδοκιμασμένον
- <πεφένακ(ικ)εν>
- ἠπάτησεν
- <πεφενακισμένος>
- ἐξηπατημένος
- <πέφη>
- ἐφάνη ἢ πεφύκασι
- [<πεφήμωσο>
- παῦσον. φιμώθητι]
- [<πεφήνακεν>
- ἠπάτησεν]
- <πέφηνεν>
- ἐφανερώθη, ἐφάνη. ὑπῆρχεν
- <πεφηνώς>
- ἕτοιμος. φανερός
- <πεφήσεαι>
- τολμήσεις, ὑπομενεῖς. τεθνήξῃ
- <πεφήσεται>
- φανεροποιήσεται
- <πεφιδέσθαι>
- φείσασθαι
- <πεφλάζει>
- βράζει
- <πεφλοιδώς>
- τὸν φλοιὸν ἀποβαλών
- <πεφλοιδέναι>
- φλυκταινοῦσθαι
- <πέφνειν>
- κτείνειν
- <πέφνεν>
- ἀνεῖλεν, ἐφόνευσεν
- <πεφοβημένοι>
- εἰς φυγὴν τετραμμένοι
- <πεφοβῆσθαι>
- κεκοσμῆσθαι, κομᾶν. δεδοικέναι
- <πεφοινιγμένη>
- ᾑματωμένη, πεπυῤ(ῥ)ωμένη. ἀπὸ φόνου, ἢ φοίνικος
- <πεφοιτηκότες>
- παραγενόμενοι
- <πεφορημένα>
- ἐνηνεγμένα. πεπληρωμένα, κεχορτασμένα
- <πεφορύνθαι>
- μεμιάνθαι, μεμολύνθαι
- <πέφραδεν>
- εἶπεν. ἐσήμηνεν
- <πεφράδοι>
- διασημήνειε. εἴποι
- <πεφρασμένος>
- παρεσκευασμένος, εἰς τὸ φρασθῆναι προσακτικὴν ἔχων δύναμιν
- <πεφρίκασι>
- δεδοίκασι
- <πεφρικέναι>
- δεδοικέναι. πεφοβῆσθαι. [πεφρικέναι]
- <πεφρυγμένον>
- τὸ εἰς τὴν χεῖρα φρυσσόμενον. [ἢ πεφυγότα]
- <πεφυγμένος>
- πεφευγώς
- <πεφυζότες>
- μετὰ δέους φεύγοντες
- <πεφύκαμεν>
- ἐσμέν, ὑπάρχομεν
- <πέφυκεν>
- ὑπάρχει. ἐγένετο
- <πεφυκώς>
- ὑπάρχων
- <πεφυραμένους>
- μεμιγμένους
- <πεφυρμένοι>
- μεμιασμένοι
- <πέφυρται>
- μεμία(ν)ται
- <πεφυσιγγωμένοι>
- ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς σκορόδοις <φυσίγγων>, ὅπερ ἐστὶν ἐντεριών(ων)
- <πεφυσιωμένους>
- ὠγκωμένους. κενοδοξοῦντας. ἐπῃρμένους
- <πεφωρημένα>
- ἐληλεγμένα, κατειλημμένα. <Φωρᾶσαι> γὰ τὸ θεά- σασθαι
- <πέχαρι>
- ἔλαφος. Ἀμερίας
- <πέψαι>
- ἑψῆσαι, ἡδὺν κατασκευάσαι, ἢ πραῧναι
- <πέψις>
- ἀρτοποιία
- <πῇ>
- ποῖ, πῶς, εἰς τίνα τόπον
- <πηγάδα>
- τὴν οὐ πολλῷ ὕδατι κεχρημένην γῆν, ὕστερον γενομένην ξη- ρὰν καὶ πεπηγυῖαν
- <πηγάζει>
- ἀναβλύζει
- <πηγαί>
- τῶν ὀφθαλμῶν οἱ πρὸς τῇ ῥινὶ κανθοί
- <πηγαῖον>
- τὸ ὄστρακον, ὃ καὶ <ἀρδάνιον> ὁμοίως λέγεται
- <πηγαῖον ὕδωρ>
- περικαθαῖρον, τὸ πρὸ τῆς οἰκίας τῶν ἀποπεμπομέ- νων, ὅτε ἐξεκόμιζον
- <πηγεσιμάλλῳ>
- εὐπαγεῖς καὶ εὐτραφεῖς ἔχοντι μαλλούς· <πηγὸν> γὰρ τὸ εὐτραφές. τινὲς δὲ λευκὸν <τὸ πηγόν>· οἱ δὲ μέλαν
- <πηγόν>
- οἱ μὲν λευκόν· οἱ δὲ μέλαν. καὶ εὐτραφῆ, ἢ μέγα
- <πηγυλίς>
- ψυχρά, παγετώδης
- <Πήδαιον>
- πόλις. καὶ ὄνομα κύριον
- <πηδάλια>
- τῶν ἀκρίδων οἱ ὀπίσθιοι πόδες
- <πηδαλίοις>
- οἴαξιν
- <πηδαλιο(υ)χούμενοι>
- κυβερνώμενοι· παρὰ τὸ πηδάλιον, ὅ ἐστιν αὐχήν
- <Πήδασος>
- πόλις, καὶ ἔθνος βαρβαρικόν. καὶ κύριον ὄνομα, καὶ ἵππου
- <πῇ δὴ ἄρα>
- πῶ(ς), ποῖ δή
- <πῆδον>
- πηδάλιον
- <πῆδος>
- τὸ πλατὺ τῆς κώπης, ἀπὸ τοῦ <παίειν>. οἱ δὲ <πήδινον> εἶναι <ξύλον> εὔθετον πρὸς τὴν τῆς κώπης κατασκευήν. γράφουσι δὲ καὶ ἐν ἐκείνῳ· μέγα δ' ἔβραχε πήδινος [τε] καὶ ἡ ἀγρία ἄμπελος
- [<πηδύειν>
- νάειν. βλύζειν. βρύειν
- <πηδύειν>
- πηγάζειν. ὀμβροῦν. ἱδροῦν
- <πηδυλίς>
- πέτρα, ἐξ ἧς ὕδωρ ῥέει]
- <πηδῷ>
- τῷ πλάτει τῆς κώπης τοῦ πλοίου
- [<πήθων>
- πίθηκος]
- <πῆι>
- πόκα
- <πηκτὰ δάκρυα>
- παρὰ τὸ πεπηγέναι· ὡς ἐκ πηγῆς ῥέοντα
- <πηκταὶ θύραι> καὶ <εὔπηκτοι [εὔ]θύραι>
- <πηκτίδες> καὶ <σύριγγες>
- ὄργανα μουσικά
- <πηκτίδος>
- πανδουρίου
- <πηκτίς>
- πανδούριον. ψαλτήριον. σύριγξ. ὄργανον
- <πηκτόν>
- ἐκ πολλῶν ξύλων πεπηγμένον
- <πηκτὸν ἄροτρον>
- τὸ ἀπὸ δύο ἀρότρων. εἰσὶ γὰρ καὶ μονόβολα
- <πηκτὸς θάνατος>
- ὁ τοῦ Σαλαμινίου Αἴαντος τοῦ μανέντος, ὃς τῷ ξίφει ἐπιπεσὼν ἀπέθανεν
- <Πηλαγόνες>
- γέροντες, παλαιοί, γηγενεῖς
- <πῆλαι>
- κραδᾶ[ί]ναι, σεῖσαι
- <πηλαμύς>
- διὰ τοῦ <υ> ἰχθῦς ἐν Πόντῳ
- <πῆλεν>
- ἔπαλ(λ)εν
- <Πηλέως μάχαιρα>
- παροιμία, ἣν ἐκ πλήρους Ἀριστοφάνης ἀναγρά- φει οὕτω· <μέγα φρονεῖ μᾶλλον, ἢ ὁ Πηλεὺς τῇ μαχαίρᾳ>. ἐδόκει γὰρ σωφροσύνης γέρας εἰληφέναι .....
- <Πηλ(η)ιάδεω>
- τοῦ Πηλέως παιδός
- [<πηληκίσματα>
- φενακίσματα]
- <Πήληξ>
- περικεφαλαία, ἀπὸ τοῦ πάλλεσθαι, ὅ ἐστι κινεῖσθαι. καὶ δῆμος
- <Πηλιάδα (μελιήν>)
- τὸ δόρυ
- <Πηλιάς>
- ἰδίως τὸ τοῦ Ἀχιλλέως δόρυ· καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶν
- <πηλιδνόν>
- πελιδνόν
- <πηλίκον>
- οἷον, ὁποῖον, ποταπόν. διάφορον
- <πηλίκοις>
- διαφόροις. καὶ τὰ ὅμοια
- <πηλίναις>
- χοϊκαῖς
- <πήλινος>
- ἐκ πηλοῦ, χοϊκός
- <Πήλιον>
- ὅρος ἐν Θεσσαλίᾳ. καὶ Πήλιον
- <πηλός>
- οἶνος. Ἴωνες, ἔνθεν καὶ <κάπηλος> ὁ τὸν οἶνον πωλῶν
- <πηλὸς ἀϊδνός>
- περὶ τὴν Λιβύην ἐστὶ τόπος. καὶ τὸν ὁρίζοντα ὠκεανόν
- <πήλυξ>
- ῥαγάς
- <πῆμα>
- βλάβη. ἀναπημονή
- <πημαίνει>
- βλάπτει, κακοποιεῖ
- <πημαινούσης>
- κακούσης. καὶ τὰ ὅμοια
- <πήμασι>
- κακοῖς. [πήμασι] βλάβαις
- <πῇ μέματον>
- ποῦ προθυμεῖσθε
- <πῆμος>
- πηνίκα
- <πῆν
- πῆ καὶ πῆν> ἐπὶ τοῦ κατάπασσε καὶ καταπάσσειν
- <πήνα>
- ἀπήνη
- <Πηνειός>
- ποταμὸς ἐν Θεσσαλίᾳ
- <Πηνελόπη>
- ὄνομα κύριον
- <πηνέλοψ>
- ὄρνις ποιός
- <πηνηκίζειν>
- ἀπατᾶν
- <πηνηκισμάτων>
- φενακισμάτων
- <πήνην>
- [τὸ ἀνάπτειν.] λέγεται ἡ ἐργασία
- <πηνία>
- ἐντίθεταί τινα τοῖς πλακοῦσι λεγόμενα πηνία. ἔστι δὲ λευκὰ καὶ προσόμοια τοῖς πηνίοις ὄντως
- <πηνίκα>
- πότε. [ἢ τότε]
- <πηνίκα δέ>
- [ὅτε δὲ] ἢ πότε δέ
- <πηνίκη>
- θρίξ. ἐμπλοκή
- <πηνίον>
- [πανούκλιον. ἢ] ἄτρακτος, εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ κρόκη
- [<Πηνιός>
- ποταμός]
- <πῆνος>
- ὕφασμα
- <πηνώμενον>
- πηνιζόμενον. τριβόμενον
- <πῆξαι>
- κατασκευάσαι. στῆσαι
- <πήξας>
- στήσας. βαλών. κατασκευάσας
- <πῆξε θυμόν>
- ἔπληξε τὴν ψυχήν
- <πηοί>
- συγγενεῖς, οἱ κατ' ἐπιγαμίαν οἰκεῖοι. ἀγαθοί. ἀναγκαῖοι. ἀνδρεῖοι
- <πήραξον>
- ἀφόδευσον
- <Πηρεφόνεια>
- Περσεφόνεια. Λάκωνες
- <πηρία>
- Ἀ(ς)πένδιοι τὴν χώραν τοῦ ἀγροῦ
- <Πηρίη>
- πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ
- <πῆριξ>
- πέρδιξ. Κρῆτες
- <πηρίς>
- ὄσχη, κήλη, αἰδοῖον. καὶ ἱερείου ταυρία
- <πηροῖς>
- βλάπτοις
- <πηρόν>
- ἐστερημένον τῆς φωνῆς. ἔνιοι δὲ πεπηρωμένον καὶ βεβλαμμέ- νον αὐτοῦ τὴν διάνοιαν ....... τὸν (ἐ)νεὸν καὶ ἄφωνον· προπερισπω- μένως δὲ τὸν τυφλόν
- <πηρόν>
- τὸν παντάπασι μὴ ὁρῶντα
- <πήρωσις>
- βλάβη. λύπη. τύφλωσις
- <πήσασθαι>
- μέμψασθαι
- <πήτεα>
- πίτυρα
- <πητ[ε]ῖται>
- πιτύρινοι ἄρτοι. Λάκωνες
- <πήχεων>
- πηχῶν
- <πῆχυς>
- νεῦρον, ἢ τὸ τοῦ τόξου μέσον· ἔνιοι τὰ ἄκρα. <κιθάρας> δὲ <πῆχυς> ὁ ἀγκών. ἢ ὁ εἷς καὶ ἥμισυ ποῦς
- <πηῶν>
- φίλων. συγγενῶν
- <πιαζόμενος>
- θλιβόμενος
- <πιαίνει>
- σιτεύει. λιπαίνει
- *<πιανάτω>
- λιπανάτω
- <πιαινέτω>
- λιπαινέτω
- <πιαλέον>
- λιπαρόν
- [<πιανεῖ στυγνῷ>
- τῷ θρηνητικῷ ὕμνῳ]
- <πίαλον>
- παράλευκον
- <πῖαρ>
- τὸ κράτιστον. καὶ στέαρ. ἢ τὸ πέρας. καὶ λιπαρόν
- <πιάτοις>
- τὸ ἄσημον ἀργύριον
- <πίγγαλος>
- σαῦρος ὁ καλούμενος χαλκίς
- <πίγγαν>
- νεόσσιον. Ἀμερίας. γλαυκόν
- <πίδακες>
- σταγόνες. πήγξ
- <πιδακοέσσης>
- καθύγρου
- <πῖδαξ>
- λιβάς, κρήνη, ἀναβολὴ ὑδάτων, πηγή, ἄκρα ὕδατος
- <πίδαξι>
- πηγαῖς
- <πιδηέσσης>
- καθύδρου, πιδακώδους. καὶ ἡμεῖς <πιδᾶν> λέγομεν τὸ ἀναβάλλειν ὑγρόν
- [<πίδναται>
- προσπελάζει]
- <Πιδώ>
- δῆμος [ἐν τῇ θάκῃ
- <πιέειν>
- πιεῖν
- <πιέζειν>
- κατέχειν. θλίβειν, σφίγγειν. μαλάσσειν. βαρεῖν
- <πιερά>
- λιπαρά. εὐδαίμονα, πλούσια. καὶ <πιείρῃ
- <Πιερία>
- ὄρος. [ἢ λιπαρά]
- <Πιερίδες>
- αἱ Μοῦσαι ἐν Μακεδονίᾳ
- <Πιέρι..>
- ἡ ἀκρώρεια τοῦ ἐν Μακεδονίᾳ ὄρους
- <πιέσαι>
- πιάσαι
- <πιεσθείς>
- δαμασθείς
- <πιῆναι>
- ὠφελῆσαι. αὐξῆσαι
- <πιθάκναι> καὶ <πιθάκνια>
- οἱ μικροὶ πίθοι. καὶ σιπύαι
- <πιθανάς>
- εὐπίστους
- <πιθανολογία>
- διάλεξις ἀληθής
- <πιθανόν>
- ἀληθινόν. πιστόν. εὐπ(ε)ιθές
- [<Πιθήνης> πόλις]
- <πιθήσας>
- πιστεύσας. πισθείς. πιστωθείς
- [*<πιθάρχει>
- πίσθητι]
- [<πιθοῖ>
- πισμονή, πίστις]
- <πιθοίγια>
- ἑορτὴ Ἀθήνησι
- [<πιθραύσκεται>
- φανεροῦται]
- <πιθών>
- π(ε)ίσας
- <πικα(ῖ)σι>
- πικραῖς
- [<πικέλα>
- πίσσα, Ῥωμαῖοι]
- <πίκειν>
- ξαίνειν
- <πίκεται>
- κτενίζεται
- <πικόν>
- πικρόν. Χαλδαῖοι
- <πικρόν>
- χαλεπόν. ἀργαλέον
- <πικρῶς>
- κατακόρως. ἀκρατῶς
- <πίλημα>
- ζώνη. μίτρα
- <πιλιπαγμός>
- ποιά τις φωνή
- <πίλνα>
- προσήγγιζε
- <πίλναι>
- προσεγγίσαι
- <πίλναται>
- προσπελάζει
- <πιλνάμενον>
- ἐμπελαζόμενον, πηγνύμενον
- <(π)ίλνασθαι>
- ἐγγίζειν, πλησιάζειν, προσάγειν
- <πίλνατο>
- προσεπέλαζε, προσήγγιζε. καὶ τὰ ὅμοια
- <πιλνόν>
- φαιόν. Κύπριοι
- <πίλοις>
- πιλωτοῖς
- <πιλός>
- κοχλιός
- <πῖλος χαλκοῦς>
- εἶδος περικεφαλαίας
- <πιμελή>
- στέαρ, πιότης, λίπος
- <πιμελής>
- εὐτραφής. λιπαρός
- [<πιμέντα>
- φάρμακα
- <πιμεντάριος>
- φαρμακὸς καὶ μυρεψός]
- <πίμπλαμαι>
- πληροῦμαι
- <πίμπλαντο>
- ἐπληροῦντο
- <πίμπλαται>
- πληροῦται
- <πιμπρᾶν>
- ἐμπυρίζειν φυσᾶν. καίειν
- <πίμπρασθαι>
- ......
- <πίμπραται>
- .......
- *<πεμφθοί>
- ὀφθαλμῶν τὰ μελανά. Ἠλεῖοι
- <πῖνα>
- εἶδος ἰχθύος. καὶ ὀστρεῶδες κογχύλιον
- <πίνακας>
- τὰς σανίδας. καὶ τὰ θραύσματα τῶν [ὀρνεῶν. ἄλλοι δὲ τὰς δέλτους. καὶ οἱ ἐπὶ τῶν σκυτ(οτομ)ικῶν τραπεζῶν λίθοι. καὶ τὰ ἄκρα τῶν ξύλων
- <πίνακες>
- ἀναγραφαί. εἰκόνες
- <πινακίδο[ῦ]ς>
- ὄρχησις ποιά
- <πινάκιον>
- τὸ λεύκωμα. τινὲς δὲ σύμβολον δικαστικόν
- <πίνακι πτυκτῷ>
- δέλτῳ
- <πινακίρ>
- πινακίσκος
- <πίνακος κουρά>
- τὰ τμήματα, καὶ ἀποκαθάρματα τῶν ξύλων
- <πινακοπώλης>
- ὀρνιθοπώλης. τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λεπτὰ ὁρμαθίζοντες
- <πίναξ>
- ζωγραφία. ἱστορία. ἀναγραφή. περιοχή
- <πιναρά>
- ταπεινά, εὐτελῆ, ἐλάχιστα. ῥυπαρά
- <πιναρός>
- ῥυπαρός. εὐτελής, ἐλάχιστος
- *<πίνος>
- ῥύπος. καὶ τὰ ὅμοια
- <πινόεν>
- ῥυπαρόν. πιναρόν
- <πινοτήρης>
- πινοφύλαξ λεγόμενος. <Πῖνα> δὲ εἶδος ὀστρέου
- <πινυμένην>
- συνετήν
- <πίνυσις>
- σύνεσις
- <πινυτή>
- σύνεσις, φρόνησις
- <πινυτήν>
- σωφροσύνην
- <πινυτός>
- σώφρων, συνετός
- <πινυτόφρων>
- σωφρονέστατος. συνετώτατος
- <πινυτῶς>
- οὕτως φρονῶν
- <πινῶδες>
- ῥυπαρόν. ξηρόν
- <πινωδία>
- ἀκαθαρσία
- <πιόμενα>
- ποτιζόμενα
- <πίονα>
- λιπαρά. πλούσια
- <πίονα ἔργα>
- νῦν τὰ γεωργικά, κατ' ἐξοχήν, τὰ ἡμᾶς πιαίνοντα
- *<πίος>
- εὐσεβής
- <πίονες>
- στεατῖται πλακοῦντες
- <πίονος>
- λιπαροῦ. ἀγρίου. εὐτραφοῦς. πλουσίου. μεγάλου
- <πιότατον>
- λιπαρώτατον
- <πιπαλίς>
- ἡ παρά τισι χαλκίς, παρὰ δὲ ἐνίοις σαύρα
- <'πιπάλ(λ)ων>
- κραδαίνων, πάλλων
- [<πίπαν>
- τὸν ἀκριβῆ τοξότην]
- <πιπίζειν>
- κατὰ μίμησιν ἡ λέξις πεποίηται τῆς τῶν ὀρνέων φωνῆς. λέγουσι δὲ τὸ ποτίζειν, ἢ πιπίσκειν
- <Πίπλ(ε)ιαι>
- αἱ Μοῦσαι ἐν τῷ Μακεδονικῷ Ὀλύμπῳ, ἀπὸ κρήνης Πι- πλείας
- <πιπλῶν>
- πληρῶν
- <πίπον>
- ἄκρον
- <πιπράσκει>
- πωλεῖ
- <πίπτωσι>
- φονεύωνται
- <πιπώ>
- ὄρνεον πολέμιον, ὥς τινες, ἐρῳδιῷ
- [<πῖραρ ἐπαλλάξαντες>
- ὅταν σχοινίον ἀποτείνωσιν ἀπὸ πέρατος εἰς πέρας
- <πιπνύοντα>
- σχολεύοντα
- <πίρινθα>
- βῆμα. καὶ τὸ ἐπὶ τῆς ἁμάξης πλέγμα, τὸ πλινθίον]
- <πιρίσσας>
- ἐλέφας
- <Πῖσα[ι]>
- πόλις, ὅπου τὰ Ὀλύμπια ἐπιτελεῖται
- <πῖσαι>
- ποτίσαι
- <πισάκιον>
- περιστόμιον
- <πισάκνα>
- πιθάκνη
- <πίσεα>
- κάθυγρος καὶ ποώδης γῆ
- <πίσεα π(ο)ιήεντα>
- διύγρους τόπους
- [<πίσῃ>
- π(ε)ίσματι]
- <πίσιρα>
- πίτυρα. Ἀχαιοί
- <πισιρῖται>
- πιτύρινοι ἄρτοι
- [<πίσιρα>]
- [ἀγγεῖα
- [<πίσματα>
- τὰ ἀγκύραια σχοινία]
- <πισμός>
- πιστήρ. ποτίστρα. ληνός.
- <πισόμενον>
- γενησόμενον. παθησόμενον
- <πίσορ>
- πίθος. Λάκωνες
- <πισσᾶται>
- οἱ τὴν λευκὴν ἔχοντες λέπραν
- <πισσοκωνίας>
- Διόδοτος πισσοκωνίαν εἶπεν διὰ τὸ τὰ πρόβατα πίσσῃ χρίεσθαι
- <πισσοκωνήτῳ πυρί>
- πίσσῃ χρίουσιν, ἵνα τάχιον κατακαίηται. <Κω- νῆσαι> δέ ἐστι τὸ περιενεγκεῖν
- <πιστά>
- βέβαια
- <Πίστα>
- Πίστειρα πόλις. οὕτως εἶπεν
- <πιστὴν γνώμην>
- βεβαίαν
- [<πιστήρ>
- ληνός]
- <πίστις>
- ἀπόδειξις
- <πιστήριον>
- ποτιστήριον. <πῖσαι> γὰρ τὸ ποτίσαι. καὶ πῖστραι αἱ πο- τίστραι
- <πιστός>
- εὐπειθής
- <πιστούμεος>
- πιστά τε ποιῶν, βεβαιούμενος τὸ λεχθέν
- <πισύγγιον>
- σκυτ(ε)ῖον
- <πισύγγων>
- σκυτέων
- <πίσυνοι>
- πεποιθότες, πεπιστευκότες
- <πίσυνος>
- πεποιθώς, πιστεύων, θαῤῥῶν
- <πίσυρας>
- τέσσαρας
- <πισύρων>
- τὸ αὐτό
- [<πίσω>
- πράξω]
- *<πιστώσαντο [στῶ]>
- πίστεις ἀλλήλοις ἔδοσαν
- <Πιτανάτης στρατός>
- ὁ τῶν Ἑλλήνων, ἤτοι ἀπὸ μέρους, ἢ διὰ τὸν Μενέλαον, ὃς ἦν Πιτανάτης, οὗ χάριν ἐστράτευσαν. ἔστι δὲ ἡ Πι- τάνη φυλή
- <Πιτανάτης>
- ὁ Πιτανάτης λόχος αὐτοσχεδιάζεται, οὐκ ὢν ταῖς ἀλη- θείαις. <Πιτανάτῃ> δὲ <ἀγῶ(νι)> γυμνικῷ ἐν Πιτάνῃ ἀγομένῳ
- <'πιτίμια>
- τὰς ἀξίας τιμωρίας (ἐ)πιτίμιά φασιν
- <πιτνάς>
- ἐκτείνων. [τίμιά φασι]
- <πίτνει>
- πίπτει. [ἐκτείνει]
- <πίττῃ>
- πίσσῃ
- <πιτυδάνη>
- ἀσκὸς μικρός
- <Πιτύ(ε)ια>
- πόλις Θρᾴκης
- <πιτύλοιν>
- ταῖς καταφοραῖς τῶν τειχέων
- <πιτύλοιν>
- [ψόφοις ὑδάτων]
- <πιτύλοις>
- ταῖς καταφοραῖς τῶν ὑδάτων [τειχέων] καὶ τοῖς ψόφοις τῶν ὑδάτων
- <πίτυλος>
- ὀρνιθάριόν τι ἄγριον. ἢ συστροφὴ τῆς χειρός, ὅταν πι- κρῶς ἐπιφέρηται
- <πιτύλους>
- οἱ ἀλεῖπται τὰς ἐν περιόδῳ καταβολὰς τῶν πληγῶν· οἱ δὲ ναυτικοὶ τὸ πρὸς κέλευσμα ἐλάσαι
- [<πιτύνη>
- κνῆκας, ὁ τὸν τυρὸν πογρίων]
- <πίτυρα>
- τὰ τῶν σίτων ἢ κριθῶν φλοιά
- <πίτυς>
- δένδρον, ἐμφερὲς πεύκῃ
- <πιφαλλίς>
- πίφιγξ
- <πιφαύσκεο>
- φαῖνε λέγων
- <πιφαύσκεται>
- φανεροῦται, διασαφεῖ, φανεροποιεῖ
- <πιφαυσκόμενος>
- σημαίνων, λέγων
- <πιφαύσκω>
- παραδείκνυμι, ἀναφαίνω, εἰς φῶς ἄγω, σημαίνω
- <πιφαύσκων>
- ἐμφανίζων, παραδεικνύων, σημαίνων, λέγων. καὶ τὰ ὅμοια
- <πίφιγξ>
- κορυδαλός
- *[<πιφραύσκων>]
- πιφαύσκων. λέγων, ἐμφανίζων
- <'πίχειρον>
- ἀνταπόδοσις
- [<πίχυς>
- βραχεῖον μέτρον]
- <πίων>
- λιπαρῶν
- <πλαγάν>
- πληγήν
- [<Πλάγας>
- τὰς Συμπληγάδας πέτρας]
- <πλαγγόνιον>
- μύρον τι παρὰ Ἀθηναίοις
- <πλαγγών>
- κηρινόν τι κοροκόσμιον, σφαῖρα, καλαθίς. καὶ <πλαγγό- νες> κεκρύφαλοι
- <πλαγιάσαι>
- παραλογίσασθαι. πλανῆσαι
- <πλάγιοι>
- δόλιοι
- <πλαγίως>
- δολίως. μὴ φανερῶς. ἀσυμφανῶς. αἰνιγματωδῶς
- <πλαγκτά>
- καμπτά. [πλαγκτά]
- <Πλαγκταί>
- οὕτω πέτραι τινὲς καλοῦνται, (ἀπὸ) τοῦ πλάζεσθαι αὐ- τάς· ἃς ἔνιοι Συμπληγάδας καλοῦσιν
- <πλαγκτέ>
- παράφρων, καὶ πεπληγμένε τὴν διάνοιαν
- <πλαγκ(τ)όν>
- ἀνόητον, τὰς φρένας βεβλαμμένον, πλανώμενον
- <πλαγχθέντες>
- πληγέντες. πλανηθέντες
- <πλάγχθη>
- ἐστράφη. καὶ τὰ ὅμοια
- <πλαδαρόν>
- νοτερόν, ὕπομβρον. χαῦνον, ἀσθενές. ὑγρόν
- <πλαδαρώτερος>
- ἐκλυτώτερος. καὶ τὰ ὅμοια
- <πλα(δ)διῇ>
- ματαΐζει. σοβαρεύεται
- <πλαδῶσαν>
- ὑγράν
- <πλαδῶσιν>
- ὑγροῖς. λιπανθεῖσιν. ἢ αἱ σάρκες αἱ μὴ ἐστερεωμέναι
- <πλάζεσθαι>
- πλανᾶσθαι, ἀποσφάλλεσθαι
- <πλαζόμενος>
- ἐγγίσας. ἢ πλανώμενος
- <πλάζουσι>
- πλανῶσι. διαμαρτάνουσι τῶν ἐπιθυμιῶν. σφάλλουσι
- <πλάζον>
- πλανῶν
- <πλάθανον>
- κύκλον, ἐφ' οὗ πλάσσουσιν ἄρτους καὶ πλακοῦντας
- <πλα[ς]θείς>
- προσπελασθείς. δοθείς
- <πλαθεῖσα>
- τὰ αὐτά
- <πλάθεται>
- παραγίνεται, προσπελάζει
- <πλάθους>
- πλήθους
- <πλαῖσι>
- κλῆσι
- <πλαίσια>
- πλινθία
- <πλαίσιον>
- ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν τάξις· καὶ πίναξ. καὶ πλινθίον. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα
- <πλαίτερ>
- πέτραι. οἱ δὲ <πάτερ>
- <πλάκα ἡλιακήν>
- τὴν ἀνατολικὴν γῆν, ἢ τὴν ἡλιακήν. <Πλάκα> καὶ τὴν ὅλην χώραν, καὶ τὴν κοινήν, ἢ τὴν γῆν
- <πλάκας>
- δέλτους
- [<πλακάτην>
- ἐριουργικὸν ἐργαλεῖον]
- <Πλακία>
- χώρα παρὰ τὴν Θρᾴκην, εἰς ἣν ἀποικίαν ἔπεμψαν Ἀθη- ναῖοι
- [<πλακίησιν>
- ἁμαρτίαις]
- <πλακίς>
- κλινίδιον κατεσκευασμένον ἐξ ἀνθῶν, (ἐν) τῇ ἑορτῇ τῶν Πανα- θηναίων
- <Πλάκος>
- ὄρος τῆς Κιλικίας. τινὲς δὲ Πλακούσιον λέγουσιν
- <πλακοῦς>
- ἐκτὸς τοῦ πέμματος καὶ ὁ σπερματικὸς τύπος τῆς ἡμέρας μαλάχης
- <πλακτήρ>
- τὸ τοῦ ἀλεκτρυόνος πλῆκτρον
- <πλᾶκτρον>
- πλάνημα. πλῆθος. ἢ τὸ πλῆκτρον
- [<πλάκτος>
- παράφρων. πεπλανημένος]
- *<πλανίς>
- τὸ τῆς νύμφης χρυσοῦν διάδημα
- <πλάνα>
- τριακάς
- <πλάνη>
- ἀπάτη
- <πλανῆται>
- ἀστέρες. τρέχουσιν ἐπισήμοις. ἤτοι μετανάστ[ε]αι
- <πλάνος>
- πλανήτης, ἀπατεών
- [<πλάντων>
- ἄφρων, ἄνους. καὶ ἡ πλατεῖα πέτρα]
- <πλανύττων>
- πλανῶν
- <πλάξ>
- ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ὄρος. καὶ τὰ μεμαζωμένα. καὶ τὸ διπλοῦν. καὶ ἡ πλατεῖα πέτρα. ἢ πλάκας τῆς κοιλίας. καὶ ἡ γαστήρ
- <πλαριᾶν>
- μίγνυσθαι
- <πλάσμα>
- σχηματισμός. ψεῦσμα. ἢ κτίσμα
- <πλασταρεύοντες>
- πλάσσοντες
- <π[λ]αστηρία>
- (ς)πλάγχνια
- <πλάστιγγι>
- [ἰσχία
- <πλάστιγξ>
- μάστιξ. ἢ τοῦ ζυγοῦ τὸ ἀντίῤῥοπον. καὶ τὸ νῦν λεγόμενον <λίτρα>. καὶ τὸ πρὸς τοὺς κοττάβους πινάκιον. καὶ μέρος τι τοῦ αὐλοῦ. καὶ σύριγγος τὸ ζύγωμα
- <πλαστουργήσαντα>
- πλάσαντα, ποιήσαντα
- <πλάστρα>
- ἐνώτια. καὶ θεῶν τύποι
- <πλα[ς]τά>
- προσπελαστά
- <πλαταγώνιον>
- τὸ τῆς μήκωνος καὶ ἀνεμώνης φύλλον
- <πλαταγωνίσας>
- ἀποληκυθίσας, καὶ ψοφήσας
- *<πλαταγεῖν>
- κροτεῖν
- <πλάται>
- τῶν σπαθῶν τὰ πλατέα
- <πλαταΐσαι>
- τὸ ὠμοθετῆσαι
- <πλαταμών>
- τόπος πλατὺς καὶ μέγας ὑποθαλάττιος. οἱ δὲ λεωπετρία. οἱ δὲ ὀλισθηρὰ πέτρα
- <πλάταν>
- [πληγήν. ἢ] πλοῖον
- <πλατάνιστον>
- πλάτανον
- <πλάτανος>
- δένδρον, πρὸς ὃ οἱ γυναικονόμοι τὰς ζημίας ἐν λευκώματι ἐξετίθεσαν
- <πλατέα>
- τὰ ἐν πλάτει νεμόμενα, μεγάλα
- <πλατεάζειν>
- ἀλαζονεύεσθαι. φενακίζειν
- <πλατεῖα>
- κόσμος τις
- [<πλατειάδδοντες>
- οἱ γυμναζόμενοι τοῖς ἐφήβοις]
- <πλατεῖαι>
- καρποὶ τῶν χειρῶν
- <πλατείαις>
- ῥύμαις, ἀγοραῖς
- [<πλατῆορ>]
- τὸ πλατείᾳ τῇ χειρὶ πατάξαι
- <πλάτιγξ>
- τῆς κώπης τὸ ἄκρον, ᾧ πλήσσεται τὸ ὕδωρ
- <πλάτη>
- ἡ ὠμοπλάτη. καὶ ἡ θαλασς(ί)α
- <πλᾶτιν>
- γυναῖκα. ἢ τὴν ἄθροισιν
- <πλατίς>
- ἡ γυνή. ἡ ἄπιστος, κλώψ. σύνοδος, ἄθροισμα
- <πλατίστακος>
- (γυν)αικεῖον αἰδοῖον. καὶ ἰχθῦς ποιός
- <πλατορόα>
- θυσία. Λίνδιοι
- <πλατυγίζειν>
- καταλαζονεύεσθαι. ἀπὸ τῶν <πλατῶν> τῶν ἐν ταῖς κώπαις καὶ τῆς θαλάσσης
- <πλατύνειν>
- μηρύειν
- *<πλατύ>
- μέγα. εὐρύ. ἁλμυρόν
- <πλατὺν Ἑλλήσποντον>
- τὸ κατὰ τὴν Τροίαν μέρος τοῦ Ἑλλησπόν- του· ἀπὸ τοῦ ὅλου τὸ μέρος τοπικῶς λέγων
- [<πλατύ>
- μέγα, εὐρύ. ἁλμυρόν]
- <πλατὺ ὕδωρ>
- τὸ ἁλμυρόν
- <πλάτων>
- χαλκωμάτιόν τι, ᾧ τὸν ὀρὸν ἀντλοῦσιν, ὅτε γάλα συμπής- (ς)ωσιν
- [<πλάχθη>
- ἐπλανήθη]
- <πλέα>
- πλείη
- *<πλατύρ>
- δοῦλος. ἢ δῆμος
- *<πλάτυς>
- ἡ τῶν λοχώντων ἄθροισις
- <πλέαι>
- πλεῖαι, πλήρεις
- <πλεγματεύεσθαι>
- ἐμπλέκεσθαι
- <πλέθρα>
- μέτρα γῆς. ἢ διύγρους καὶ βοτανώδεις τόπους
- *<πλεῖαι>
- [ἢ πλείη.] πλήρεις
- *<πλείην>
- τὴν ἔγκυον
- *<πλεῖν>
- πλέειν
- <πλέθρισμα>
- δρόμημα
- <πλεῖ[ο]ν>
- πλέον. Ἀττικοὶ ἑκατέρως λέγουσιν
- <πλεῖον>
- πλῆρες
- <πλείονες>
- οἱ τετελευτηκότες
- *<πλειόνει>
- σπείρει
- <πλειοτέρῃ σὺν χειρί>
- πλείονι καὶ πλουσιωτέρᾳ. ἢ σὺν πλείοσι χρήμασι
- <πλείου>
- πλήρους· ἀπὸ δὲ κρητῆρος Ἀθήνῃ πλείου ἀφυσσάμενοι καί· ἀνδρῶν δυσμενέων πλεῖος δόμος
- <πλεῖς τὴν θάλασσαν>
- ......
- <πλειστηριαζόμενος>
- ὑπερβαλλόμενος. καὶ (<πλειστηριάζειν>) τὸ ὑπερτιμᾶσθαι ὤνιον
- <πλειστηριάσαντες>
- πλείονος πωλήσαντες οὗ ὠνήσαντο
- <πλειστηριασμός>
- ὑπερθεματισμός
- <πλειστοβολίν(δα)>
- παίζειν ἀστραγάλοις
- <Πλεῖστος>
- ποταμὸς ἐν Δελφοῖς
- <πλειών>
- ὁ ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπλη- ροῦσθαι
- *<πλέθρον>
- πο<δ> ρ..... πῆχυς <ξῶ> καὶ πόδα ἕνα
- <πλέκει>
- μηχανᾶται
- <πλέκεται>
- μαστιγοῦται. συκοφαντεῖται
- <πλέκος>
- πλέγμα
- <πλεκτή>
- σειρά, ἡ ἐξ ἱμάντων
- <πλένναι>
- μύξαι
- <πλέμνιον>
- ἀρχαῖον. πλῆρες
- <πλεονασμός>
- ἐπίδοσις
- <πλεονέκτα>
- βίαιε
- <πλεονεξία>
- τὸ πλέον τοῦ δέοντος ἔκ τινος λαμβάνειν
- <πλευμονία>
- νόσος ἡ ἐρωτική
- <πλευρῖτις>
- νόσος ὀλεθρία
- <Πλευρών>
- πόλις τῆς Αἰτωλίας
- <πλεφίδερ>
- ἡ πεφρυγμένη σησαμίς
- <πλεφίς>
- σησαμίς
- <πλέω>
- πλήρης. καὶ <πλέω>· τὸ κολυμβῶ
- <πλέω νὺξ τῶν δύο μοιράων>
- πλέον μέρος, καὶ νυκτὸς αἱ δύο μοῖραι. ὁ τρόπος ἀναστροφῆς
- <πλέως>
- πλήρης
- <πλήγανον>
- βακτηρία
- <πληγάς>
- δρέπανον
- <πληγεῖον>
- παλαιόν
- <πληγενεῖς>
- οἱ μὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄντες πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφοί
- <πλήγη>
- ἐξεπλάγη
- <πλήθει>
- πελάζει. ἢ κρείττονι ἀριθμῷ
- <πλήθει πρόσθε βαλόντες>
- τῷ πλήθει τῶν θεωμένων συνεργηθέν- τες, ὅ ἐστιν βοηθηθέντες. ἢ τῷ πλήθει τῶν θεατῶν κωλυθείς, ἢ τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων ἐμποδισθείς, ἢ τῷ πλήθει τῶν ἡνιόχων. δίδυ- μοι γὰρ ἦσαν οἱ ἡνιοχοῦντες
- <πλῆθος>
- ἀθροισμός, ὄχλος
- <πλήθουσα>
- πλεονάζουσα, πλήρης
- <πλήθουσαν>
- πλήρη
- <πλῆθρον>
- κλῆθρον. ἢ εἶδος μέτρου
- <πληθύς>
- ὄχλος, δῆμος
- <πληϊάδες>
- πλ(ε)ιάδες. ἔστι δὲ ἑπτὰ ἄστρα, πλησίον τοῦ ταύρου, ὀνο- μασθέντα ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτῶν Πληϊόνης
- <πλήκτης>
- μάχιμος, ὑβριστής
- <πληκτίζεσθαι>
- μάχεσθαι, ὑβρίζειν
- *<πληγεῖτε>
- ἀπεγνωσμένοι. ἀνίατοι, ἀδιόρθωτοι, συντριβῇ καὶ ἀφα- νισμῷ
- <πληκτικώτερον>
- ὑβριστικώτερον
- <πλῆκτρα>
- τῶν ἀλεκτρυόνων αἱ ἐν τοῖς ποσὶ κερατώδεις ἐξοχαί
- <πλῆκτρον>
- τὸ τῆς κιθάρας, ἐν ᾧ κινεῖ τὰς χορδάς ..... ἢ τὸ προσπε- λάζον ἢ τὸ πλῆσσον. καὶ τὸ μέρος, καθὸ ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ τῇ κο- τύλῃ προσπελάζει· καὶ διὰ τὸ πεπλῆχθαι τὸν μηρόν
- <πλῆμα>
- πλήρωμα
- <πλημαθῆναι>
- πλησθῆναι
- <πλημαινόν>
- παλαιόν
- <πλημμελεῖ[ς]>
- ἐκμελεῖ[ς]. οὐ συνῳδὰ λέγει, ἁμαρτάνει
- <πλημ(μ)ελής>
- ἀμελὴς ἢ πο[π]λεῖον πλάσσον καὶ τὰ ὅμοια
- <πλημμύρα>
- ῥεῦσις ὕδατος, πλῆθος
- *<πλήμνη>
- ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ ἢ τῆς σύριγγος. ἀπὸ τοῦ πληροῦ- σθαι ὑπὸ τοῦ ἄξονος. καὶ ὕδωρ τὸ ἐπὶ γλεῦκος ἐπιχεόμενον
- *<πλῆμνος>
- ἀφρός
- *<πλῆμναι δέ>
- αἱ περιέχουσαι τὸν ἄξονα χοινικίδες
- *<πλήμνῳ>
- παλαιῷ
- <πλημμύρει>
- πέπληθεν
- <πλημ(μ)υρίς>
- τὸ ὅρμημα τῆς θαλάσσης, ἡ ἐπίῤῥυσις. οἱ δὲ <πλή- μνη· "πλημμυρὶς ἐκ πόντοι(ο)">
- <πλημμῦρον>
- μεστόν, πεπληρωμένον
- <πλημοχόη>
- τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων κοτυλίσκους πληροῦσιν, οὓς καλοῦσι <πλημοχόας>
- <πλήν>
- ἐκτός, ὅμως
- <πληνοδίᾳ>
- παρανόμῳ. τετιμημένῃ. τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, τουτέστιν ἀδίκῳ
- <πλῆντο>
- προσεπέλασαν. καὶ ἐπλήσθησαν
- <.πληνώδους>
- ἀσθενοῦς
- <πλῆξαι>
- πατάξαι ἐκ χειρός
- <πλήξαντα> καὶ πληγέντα>
- εἰκόνα ξυλίνην ὁ Δαίδαλος χαριστήριον τῆς Ἰκάρου ταφῆς .....
- <πλῆξάρα>
- περιγνάθιον
- <πλήξας>
- τύψας. θαυμάσας
- <πλήξιππος>
- ἱππότης, ἱππικός
- <πληξίππῳ>
- τῷ πλήσσοντι τοὺς ἵππους· δι' οὗ τὸν ἱππότην δηλοῖ
- *<πλήρωμα>
- πλῆθος, ἀναπλήρωμα
- <πλήρωμα>
- ναῦς τραγική
- <πληρωτής>
- ἐράνου συναγωγός
- *<πληροφορία>
- βεβαιότης
- <πληρώσας>
- πλήσας
- <πλησιαίτερον>
- <πλησίον>
- ἐγγύς
- <πλησιφαής>
- ἡ πληροσέληνος ἡμέρα
- <πλησμοναῖς>
- ὑπερβολαῖς. ἢ πεπληρωμέναις
- *<πλησίστιον>
- τὸν ἄνεμον, πληροῦντα τὸ ἱστίον
- <πλῆσον>
- πλήρωσον
- <πλήσσων>
- ῥηγνύων, σχίζων. τύπτων, ἀδικῶν, βλάπτων
- [<πλήσσοντο>
- διέβαινον]
- <πλητήσαντα>
- δηλοῦντα
- <πλήτης>
- πλησιαστής
- <πλητίνες>
- δέλτοι
- <πλῆτο>
- ἐπλήσθη. ἤγγισεν
- <πλήτομον>
- παλαιόν. Ἀκαρνᾶνες
- [<πληάδα>
- πλῆθος ἄστρων ἐν οὐρανῷ]
- <πλίγμα>
- βῆμα. ἀπὸ τῶν κυλιομένων καὶ παλαιόντων, ὅταν περιβάν- τες τοῖς σκέλεσι κατ(ατρ)έχωσιν
- <πλινθεύεται>
- ἐξαπατᾶται. ἐπὶ ἀναισθήτων
- <πλινθίδες>
- δοκίδες
- <πλίνθος>
- μέρος τι τῆς κεφαλῆς τοῦ κίονος. ἢ πηλὸς ὀπτηθείς
- [<πλίξ>
- τὸ βῆμα. καὶ <πλίγματα>· τὰ πηδήματα. ἔλεγον δὲ <πλίξ> καὶ τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς εἰς τὸν λίχανον διάστημα, καὶ τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν ὀστοῦν margo].
- <πλίξαντα>
- διαναβάντα, καὶ ἀναστάντα, καὶ διαβάντα
- <πλίσσοντο>
- διέβαινον
- *<πλειστάκις>
- πλεονάκις, πολλάκις
- <Πλοάδες τῶν ἐν Ὀρχομενῷ>
- (νῆσοί) τινες οὕτω καλοῦνται
- <πλοιάρια>
- πλοῖα μικρά. ἢ ὑποδήματα ποιά
- <πλόϊμα[τα]>
- τὰ πλῷ πεμπόμενα
- <πλόκαμα>
- τὰ περιόστεα νεῦρα
- <πλόκαμοι>
- κόνδυλοι τριχῶν πεπλεγμένοι
- <πλοκαμώδεα>
- τὸν οὖλον <βόστρυχον>
- *<πλόκος>
- πλόκαμος
- <πλόκιον>
- εἶδος περιδεραίου
- <πλοκίων>
- πεπλεγμένων
- <πλόμενον>
- φανέν. γεννώμενον. [δολίων
- <πλουᾶται>
- πλουθήσεται
- [<πλοῦγε καὶ δεῖ>
- οὐδ' ὅλως]
- <πλοῦς>
- πλοῦς τῆς νεὼς τὸ περίγραφον, μέχρι οὗ τὸν φόρτον λαβεῖν ὀφείλει. ἀλλὰ καὶ τὴν πεζὴν ὁδὸν <πλοῦν> ἔλεγον
- <πλουσιόδωρος>
- πλουσίως χαριζόμενος
- <πλούσιον>
- θαλασσιοειδές. οἱ δὲ τὸ ὕδωρ
- <Πλουτεύς>
- Ἅιδης
- <πλούσιος>
- χρημάτων καὶ περιουσίας κύριος
- <πλοῦτος>
- ἡ ἐκ τῶν σπερμάτων ἐπικαρπία, καὶ ἡ πανσπερμία
- <Πλούτων>
- ὁ καταχθόνιος δαίμων
- <πλοχμοί>
- πλόκαμοι, ἐμπλοκαί
- <πλύνει>
- καθαίρει
- <πλύνεται>
- βλασφημεῖται, λοιδορεῖται
- <πλυνοί>
- πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθρον, ὅπου πλύνουσι
- <πλυνὸν καταπλυντήριζε> καὶ <πλυνθήσομαι>
- Ἀττικοὶ ἐπὶ τῶν λοιδοριῶν λέγουσι
- <πλυντήρια>
- ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἣν ἐπὶ τῇ Ἀγλαύρου τῆς Κέκροπος θυ- γατρὸς τιμῇ ἄγουσιν
- <πλυσμός>
- πλυτήρ
- *<πλῶον>
- ἔπλεον
- <πλώει>
- <πλῶεν>
- ἔπλεον
- <πλώσσειν>
- φθείρεσθαι
- <πλῶτες>
- ἰχθύες τινές
- <πλωτή>
- κινουμένη, καὶ ἐπιπλέουσα. Ὅμηρος δὲ ἐπὶ τῆς Αἰόλου νήσου τίθησιν
- <πλωτῆρες>
- ναῦται
- <πλωτόν>
- πλεόμενον
- <πνεῖ>
- πνέει. πνείηται, πνείει
- <πνεῦμα οὔριον>
- [ἄγγελος ἄσαρκος] οὔρ[άν]ιος ἄνεμος. [ψυχή. δαί- μων.] [λέγονται <πνεύμονες> καὶ θαλάττια εἴδη ζῶντα ἀναίσθητα
- <πνεύμων>
- ὁ πνεύματος αἴτιος .......
- <πνεύσας>
- ὀργισθείς. ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀνέμων
- <πνιγεύς>
- ὁ φιμὸς τῶν κτηνῶν. καὶ τοῦ ὑδραυλικοῦ ὀργάνου μέρος ἢ κλίβανος
- <πνῖγος>
- θάλπος. καῦμα
- <πνίξαντες>
- ὀπτήσαντες. ἔστι δὲ εἶδος ὀπτήσεως <πνικτόν>
- <πνοή>
- ἀνάψυξις
- <πνοήπουν>
- ταχύ
- <πνόος>
- φθόγγος. πνοή
- <Πνύξ>
- τόπος Ἀθήνησιν, ἐν ᾧ αἱ ἐκκλησίαι ἤγοντο πάλαι μὲν πᾶσαι, νυνὶ δὲ ἅπαξ, ὅταν στρατηγὸν χειροτονῶσιν
- <πνύτο>
- ἔπνευσεν. ἐνόησεν. [καὶ <πόα> καὶ ἡ τῆς γῆς αὐτομάτως βλα- στάνουσα φυτεία. καὶ ὁ σῖτος. καὶ κοινῶς τὸ ἀπὸ ῥίζης φυλλοβο- λοῦν φυτόν
- <πνυτός>
- ἔμφρων, σώφρων
- <πόα>
- βοτάνη ἑκάστη
- <ποαλίς>
- εἶδος πικρίδος
- <ποάστριαι>
- οὐ μόνον αἱ τὴν πόαν ἐκ τοῦ σίτου, ἀλλὰ καὶ τὴν κα- λάμην ἐκτίλλουσαι, καὶ καθόλου αἱ τὰ κατ' ἀγροὺς μισθοῦ ἐργαζό- μεναι
- <ποδάγρα>
- τὸ τῶν ποδῶν πάθος, καὶ πάγη
- [<ποδαγκώνιδας>
- συκοφάντας, ἢ τοὺς κατὰ τῆς ἀρχῆς τι λέγοντας ἢ πράττοντας]
- <ποδάνεμοι>
- ταχεῖς
- <ποδαπόν>
- ποταπόν, ὁποῖον
- <ποδάργης>
- λευκόπους. ταχύς
- <ποδάρκεϊ μόσχῳ>
- .....
- <ποδάρκης>
- ὠκὺς τοῖς ποσίν, ἢ ἀρκεῖν δυνάμενος
- <πόδας ὠκύς>
- τοῖς ποσὶ ταχύς
- <ποδαύρου>
- ἐῤῥωμένου τοὺς πόδας
- <ποδεῖα>
- ἐνειλήμματα ποδῶν, ἤγουν φασκίας
- <πόδες Ἴδης>
- τὰ ἔσχατα καὶ κατώτατα μέρη. οἱ δὲ δένδρα
- <ποδηγῶν>
- ὁδηγῶν, παιδαγωγῶν
- <ποδηνεκέα[ν]>
- τελείαν. βαθεῖαν, ὥστε ἀπὸ τῶν ποδῶν μέχρι τοῦ αὐχένος διϊκνεῖσθαι. [τινὲς δὲ τὴν ναῦν
- <ποδηνεκές>
- μέχρι τῶν ποδῶν
- <ποδήνεμος>
- ὑπόπτερος. ἢ τοῖς ποσὶ ταχεῖα
- <ποδήρης στολή>
- τὸ εἰς κάτω τοῦ ἱματίου κεκλωσμένον ......
- <ποδήρης>
- ἡ ναῦς, ἡ τοῖς ποσὶν ἐρεσσομένη, ταῖς κώπαις. ἤτοι πολύ- πους. ἢ μέχρι τῶν ποδῶν ἱμάτια
- <ποδιάζειν>
- τὸ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀναστρέφειν καὶ ὑποστρέφειν
- <πόδικε>
- πρόσριψον
- <ποδίκρα>
- ὄρχησις πρὸς πόδα γινομένη. Λάκωνες
- [<ποδίνεμος>
- ταχύπους καὶ ἀελλόπους]
- <ποδοκάκη>
- ὁ ἐν τῷ ξύλῳ δεσμός, ἐν ᾧ οἱ κακοῦργοι δεσμεύονται, οἷον ποδοκατοχή>· [τὰ διὰ τῶν ποδῶν εἰλήμματα.] Πλάτων. καὶ ἤτοι ποδοκάκκη, παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου (<κι>) ἢ κατὰ συγκοπὴν ποδο- κατοχή
- [<ποδοκέας>
- ταχεῖς τοῖς ποσίν
- <ποδοκείῃ>
- τῇ τῶν ποδῶν ταχυτῆτι]
- <ποδὸς ῥυτίς>
- τὸ τῶν ποδῶν ἕλκεσθαι
- <ποδοστράβαι>
- παγίδες, στραγγαλιαί
- <ποδοστράβη>
- τὸ γινόμενον πρὸς τὰ στρέμματα τῶν ποδῶν. ἄλλοι τὴν τοῖς ἐλάφοις ἱσταμένην πάγην
- <ποδοτρόχαλος>
- ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμικὸν τροχὸν κινῶν
- <ποδώκης>
- ὠκύς, ταχὺς τοῖς ποσί
- <ποδώνυχος>
- ἐσθὴς ἱερὰ τῆς Πανδρόσου
- <ποεῖν>
- ποιεῖν
- <ποηφαγία>
- βοτανοφαγία
- <ποθεινή>
- ἀγαπητή
- <ποθέεσκεν>
- ἐπόθει. ἐπεζήτει
- <ποθέν>
- ἀπό τινος μέρους. ἢ μεθ' ὑποκρίσεως ἀντὶ τοῦ οὔτοι
- <ποθέοντες>
- ποθοῦντες. ζητοῦντες
- <ποθεῖ>
- ζητεῖ. ἐπιποθεῖ
- <πόθημα>
- ἀγάπη. καὶ ζήτησις
- <ποθήνυτο>
- προσήσθη
- <πόθι>
- ποῦ, ὅπου
- <ποθί>
- πού. πόθος
- <ποθολκίς>
- ἡ ἡνία τῶν ὑποζυγίων
- <πόθος>
- ἔρως. ζήτησις. ἐπιπόθησις. καὶ φυτόν τι
- <ποῖ>
- εἰς τίνα τόπον. τὸ δὲ ποῦ ἐν τίνι τόπῳ
- <ποῖ γῆς>
- εἰς ποῖον γῆς τόπον
- <ποία>
- [ποίησις.] ἡ βοτανώδης ὕλη. ἄλλοι τοὺς πυροὺς καὶ τὰς κριθάς
- <Ποιάντιον>
- Ποίαντος παῖδα
- <ποιεῖσθαι>
- προσποιεῖσθαι
- <ποίη>
- πόα (<πόα> δέ ἐστιν ἡ τῆς γῆς αὐτομάτως βλαστάνουσα φυ- τεία). καὶ ἐρωτηματικῶς ἀντὶ τοῦ ποία
- <ποιεύμην>
- ἐποιούμην. [ἐπιθεύμην]
- <ποιήεντα>
- ποίαν ἔχοντα, σιτοφόρον
- <ποιήεντι>
- εὐβοτάνῳ, ἑλώδει
- <ποιήες(ς)αν>
- βοτάνας ἔχουσαν
- <ποίην>
- πόαν. βοτάνην
- <ποῖ κῆχος>
- οἷον ποῦ γῆς. εἰς τίνα τόπον
- [<ποικάζουσαι>
- σκεπάζουσαι]
- <ποικίλα>
- πεποικιλμένα, (κε)καλλωπισμένα
- <ποικιλεύς>
- ποικιλτής
- <ποικιλομήτης>
- ποικίλα βουλευόμενος, συνετά
- <ποικίλον ἱμάτιον>
- ζωγραφητόν
- <ποικιλόστερνος>
- ποικιλόβουλος
- (*)<ποικιλίς>
- ὄρνις ποιός
- <ποικιλτικὴν (ἐπιστήμην>)
- πολυμιταρικὴν τέχνην
- <ποικίλον>
- ἀπα(τη)λόν. πυκνόν. συνετόν
- <ποικίλως>
- πολυτρόπως
- <ποιμαντική>
- ἡ τῶν ποιμένων
- <ποιμάνωρ>
- ποιμήν. ἢ βασιλεύς
- <Ποιμενίδαι>
- γένος ἐξ οὗ ὁ τῆς Δήμητρος ἱερεύς
- *<ποιμένα λαῶν>
- βασιλεὺς τῶν ὄχλων
- <ποιμήν>
- βασιλεύς. καὶ ὁ τῶν προβάτων
- <ποινά>
- ποιά. Λάκωνες
- <ποιναῖς>
- ἐφικταῖς, Ἐρινύσι, τιμωρίαις
- <ποινᾶσθαι>
- ποινὴν λαμβάνειν, ὅταν ἀντέκτισίν τις λάβῃ. τὸ δὲ αὐτὸ καὶ <ῥυσιάζεσθαι>
- <ποινάτορας>
- τιμωρούς
- <ποινή>
- ἀν(τ)έκτισις ἡ ὑπὲρ φόνου διδομένη. καὶ ἡ δωρεά, καὶ τὰ δι- δόμενα χρήματα ὑπέρ τινος ἀνῃρημένου τοῖς αὐτοῦ οἰκείοις
- <ποινηλατήσας>
- ἐλάσας
- *<ποινήν>
- ἀντέκτισιν, τιμωρίαν τοῦ ἐπιτιμίου
- <ποινήματα>
- τιμωρήματα
- <ποιοί>
- ποταποί, ἢ οἱ ποῖοι
- <ποιότης>
- χρῶμα. ἡδονή. νό(ς)τος
- <ποίου>
- τίνος
- <ποιπνυός>
- θεράπων
- <ποιπν[ε]ύει>
- ὑπουργεῖ, διακονεῖ
- <ποιπνύοντα>
- ἐνεργοῦντα, θεραπεύοντα
- <ποιπνύτροισι>
- σπουδαίοις
- <ποιπνύων>
- ἐνεργῶν, θεραπεύων
- [<ποίσει>
- φθερεῖ]
- <ποίφυγμα>
- σχῆμα ὀρχηστικόν
- <ποιφύξαι>
- ἐκφοβῆσαι
- <ποιφύξεις>
- ἐκφοβήσεις. καὶ τὸ φυσᾷν καὶ τὸ πνεῖν [ἐκ τοῦ] ποιφύς- σειν
- <ποιφύσσει>
- φοβεῖ
- <ποιῶδες>
- βοτανῶδες
- <ποκάδες>
- τρίχες. ἀπὸ τοῦ πέκεσθαι, ὅθεν καὶ πόκος
- <πόκος>
- τὸ ἔριον προβάτου
- *<πολλὰ χαίρειν φράσας>
- ἀποταξάμενος
- <πολέας>
- πολλούς· ἀπ' εὐθείας τῆς <πολύς>, ὡς ταχύς. ἀπὸ δὲ τῆς <πολλός> πίπτει πολ(λο)ύς. ἀπὸ τῆς <πολλόν> πολλάκις
- <πολεῖν>
- νέμειν. βόσκειν
- *<πόλ(ε)ι ἄκρ(η)ι>
- ἀκροπόλει
- <πολ[λ]εῖς>
- πολλούς
- <πόλεις παίζειν>
- παροιμιῶδες. καὶ δοκεῖ μετενηνέχθαι ἀπὸ τῶν ταῖς ψήφοις παιζόντων ταῖς λεγομέναις νῦν μὲν <χώραις>, τότε δὲ <πό- λεσι>
- <πολέμαρχος>
- ἄρχων πολέμων
- <πολεμίζων>
- πολεμῶν, μαχόμενος
- *<πολεμίων>
- πολεμικῶν
- <πολεμικόν>
- μέλος τι τῶν πολεμικῶν τεταραγμένον
- <πολέμιος>
- ἐχθρός
- <πολεμιστήρια>
- ....... ἐν τοῖς ἀγῶσι. λέγεταί τις ἵππος <πολε- μιστής>
- <πολέμ(ο)ιο γεφύρας>
- τὰς συμβο[υ]λὰς καὶ συζεύξεις
- <πολέμοιο τέρας>
- σημεῖον πολέμου
- <πόλεμος>
- ὁ πάντα διοικῶν λόγος
- *<πολέες>
- πολεῖς
- <πολέμου στόμα>
- τὸ ἀναλωτικὸν καὶ φθαρτικὸν τοῦ πολέμου
- <πολεύειν>
- (ς)τρέφειν. οἰκεῖν. περιέχειν. θεραπεύειν. περιάγειν
- <πολέος>
- πολλοῦ
- <πολέος πεδίοιο>
- διὰ τοῦ μεγίστου πεδίου
- <πόληος>
- πόλεως
- <πολιά>
- γῆρας
- *<πολυβοῦται>
- πολλὰς ἔχοντες βόας
- [<πολίετον>
- ἀκρόπολιν]
- <πολιῆς>
- λευκῆς
- <πολιῆται>
- πολῖται, ἀστοί
- <πολιήτας>
- πολίτας, ἀστικούς
- <πόλιν>
- τὴν χώραν
- <πόλιν Μύνητος>
- Λυρνησσόν
- <πολιοῖο>
- λευκοῦ
- <πολιόν>
- λευκόν
- <πολιόν τε σίδηρον>
- τὸν λευκὸν καὶ λαμπρόν. ὅταν γὰρ ὁ σίδηρος κλασθῇ, λευκὸς φαίνεται. ἢ τίμιον ἀκουστέον
- <πολιορκία>
- φυλακή. περικαθήμενοι. συγκλεισμός. πόρθησις πόλεως
- <πολιός>
- γέρων
- <πολιοῦχοι>
- οἱ τὴν πόλιν σώζοντες, καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῆς
- <πόλις>
- τὴν Σικελίαν, ἀντὶ τοῦ νῆσον
- <πολίσσαμεν>
- τὴν πόλιν ἐτειχίσαμεν
- <Πολιτεία>
- ἢ πόλις. ἢ βίος. [ἢ ὄνομα κύριον]. καὶ ἡ ἀναστροφή. καὶ ἡ πρᾶξις
- <πολιτεύεται>
- πράττει. ἀναστρέφεται
- <πολιτεύμασι>
- ταῖς πολιτείαις. ἢ ταῖς ἄλλαις αἱρέσεσι
- <πολίτης>
- ὁ συμπολιτευόμενός τινι καὶ συνών
- <πολιτικός>
- ἀστεῖος μετὰ τέχνης τινός, ὁ ἐν πόλει ἀναστρεφόμενος
- <πολιτογραφεῖ>
- πολιτικὰ γράφει
- <πολίχνια>
- πολύδρ[ε]ια. πόλις
- <πολίων>
- πολλῶν. καὶ τῶν πόλεων
- <πολλά>
- πολλαχῆ πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε
- <πολλὰ δέ>
- πυκνῶς, συνεχῶς δέ
- <πολλαπ(λ)οῦν>
- πολλαπλασίονα
- <πολλὰ χαίρειν φράσας>
- ἀποταξάμενος
- <πολλαχρόν>
- καλόν
- <πολλέων>
- πολλῶν
- <πολ[λ]έων>
- πολυκίνητος
- <Πόλλιος οἶνος>
- λευκός
- <πολλὴ φαρέτρα>
- πολλοὶ τοξόται
- <πολλόγειος>
- ἡ ψιθ[ε]ία σταφυλή
- *<πολλῷ μᾶλλον>
- πολλῷ πλέον
- <πολλοστόν>
- πολύν. ἢ τυχόν
- <πολλοῦγε καὶ δεῖ>
- πολλὰ χρή. οὐδαμῶς
- [<πολυκρανίη>
- πολυαρχία]
- <πολλὸν ἄριστος>
- κατὰ πολὺ κράτιστος
- <πόλος>
- οὐρανός, κόσμος, καὶ ἡ μεταβεβλημένη γῆ εἰς κατασποράν. κύκλος. καὶ τόπος κορυφῆς κυκλοειδής, ἢ ἄξων
- <πολοῦνται>
- περὶ τὸ αὐτὸ ἀναστρέφονται
- <πόλτος>
- τὸ πυανεψίων ἕψημα
- <πολύ>
- ἀντὶ τοῦ μέγα
- <πολυάϊκος>
- πολλὰς ὁρμὰς καὶ κινήσεις ἔχοντος τῶν μαχομένων
- <πολύαινε>
- πολλοῦ ἐπαίνου ἄξιε. ἢ πολύμυθε
- <πολυάϊξ>
- πολυκίνητε, πολυόρμητε. ἢ πολλὰς ἔχων αἶγας
- <πολυάνδριον>
- τάφος πολυχώρητος, μνῆμα
- <πολυάρ[ρ]ητος>
- πολύευκτος
- <πολυαρκῶς>
- τελείως ἀρκῶν
- <πολύαρνι>
- πολυθρέμμονι. πολλῶν θρεμμάτων δεσπότης
- <πολυβέλεμνοι>
- οἱ ὑπομνηματισάμενοι τὰς πολυστίκτους, ὅτι τὸν Ὀρφέα ἀπέκτειναν πολλοῖς βέλεσιν
- <πολυβενθέος>
- πολὺ βάθος ἔχοντος
- <Πολύβοια>
- θεός τις ὑπ' ἐνίων μὲν Ἄρτεμις, ὑπὸ δὲ ἄλλων Κόρη
- <πολυβότειρα>
- ἡ γῆ πολλοὺς τρέφουσα καὶ βόσκουσα
- <πολύβουλος>
- συνετή
- *<πολύδοτος>
- κοχλιοειδής
- <πολυβοῦται>
- πολλὰς ἀγέλας ἢ βόας ἔχοντες
- <πολυβούτης>
- πλούσιος. ἢ ὁ δημόσιος δοῦλος
- <Πολύβῳ τροφεῖ>
- τῷ ἀναθρέψαντι, Πολύβῳ ὄνομα
- [<πολυγάστονα>
- πολυστένακτα]
- <πολυγηθές>
- πολυχαρές
- <πολυγηθέες ὧραι>
- αἱ πολλῆς χαρᾶς αἴτιαι οὖσαι
- <πολυγηθέος>
- πολλαχῶς χαίροντος
- <Πολυγνώτου> τοῦ ζωγράφου <ὄνος> ἐστὶ γεγραμμένος, ἐναντίως ἐπε- στραμμένος, κομίζων σκευοφόρον καὶ τὴν μυρσίνην ..... λαγωόν, καὶ ἀνάκειται ἐν τῷ ἀνακείῳ
- <πολυδαίδαλον>
- πολύκοσμον, πολυποίκιλον
- <πολύδακρυ>
- πολύθρηνον
- <πολυδάκρυτον>
- πολλῶν δακρύων αἴτιον
- <πολυδάμνων>
- πολλοὺς δαμαζόντων. [ἢ πολυκεντήτων, ποικίλων
- <πολυδειράδος>
- πολλὰς ἐξοχὰς ἔχοντος, οἷον πολλοὺς τραχήλους καὶ λόφους. <Δειρὰ> δὲ ὁ τῶν ἀλόγων ζώων τράχηλος, ἐπεὶ ἐκεῖθεν ἐκδέ- ρεται
- <πολυδέσμου>
- πολυγόμφου. δεσμοὶ γὰρ τῶν νεῶν εἰσιν οἱ γόμφοι
- <πολυδευκέα φωνήν>
- πολλοῖς ἐοικυῖαν
- <πολυδήνεα>
- πολύβουλον
- <πολυδίψιον>
- ἄνυδρον ἢ πολλὰ βεβλαμμένον· <ἶψαι> γὰρ τὸ βλάψαι καὶ διαφθεῖραι. ἢ πολυπόθητον
- <πολύδωρος>
- πολλὰ λαβοῦσα δῶρα. πολύφερνος. πολύεδνος
- <πολυειδής>
- ποικίλος
- <πολυέλικτον>
- πολύκυκλον <ἁδον(άν)>
- <πολύευκτον>
- τίμιον. πολυπόθητον
- <πολυζύγῳ>
- πολυκαθέδρῳ
- <πολυήρατος>
- πολύευκτος, ἐπὶ πολλαῖς εὐχαῖς γεννηθείς
- <πολύηρος>
- πολυάρουρος. πλούσιος
- <πολυηχέα φωνήν>
- τὴν πολλοῖς ἤχοις καὶ μέλεσι χρωμένην
- <πολύθεστος>
- πολυαγάπητος. πολύσεπτος
- <πολύθροον>
- πολύηχον
- <πολυθρύλλητα>
- πεφη(μι)σμένα. ἢ θόρυβον ἐμποιοῦντα, διαβεβοημένα
- <πολυθύσανε>
- "<Ἄρτεμι πολυθύσανε κούρα>" διὰ τὸ θυσάνοις καὶ αὐτὴν χρῆσθαι· ἢ ὅτι πολλαχόθεν ᾄσσεται, ὡς κυνηγέτις. ἢ πο- λυθώϋκτος. ἢ πολυθυσίαστος
- [<πολυΐακος>
- πολυόρμητος]
- <πολύϊδρις>
- ἐμπειρότατος
- <πολυκαγκέος>
- πολυξήρου
- *<πολυκαγκέα>
- ἄγαν ξηραντικόν, μεγάλως κατάξηρον
- <πολυκερδέα>
- πανοῦργον
- <πολὺ κέρδιον>
- πολὺ βέλτιον
- <πολύκεστος>
- πολυκέντητος. ἐξ οὗ τὸν ποικίλον δηλοῖ
- *<πολυκηδές>
- πολλῶν κακῶν αἴτιον
- (*)<πολυκηδέος>
- πολυφροντίστου
- <πολυκέφαλος>
- τῶν κιθαρῳδικῶν τι μέλος
- <πολυκληῖσι>
- πολυκαθέδροις, πολυζύγοις [λεπίδες] ταῖς ναυσίν, ἀπὸ τοῦ κλίνεσθαι ἐν αὐταῖς τοὺς ἐρέσσοντας
- <πολύκλητοι>
- ἀπὸ πολλῶν ἐπικεκλημένοι τόπων βοηθοί
- <πολύκμητον>
- μετὰ πολλοῦ καμάτου γεγενημένον, ἢ πολὺν κάματον ἡμῖν παρέχοντα. λέγει δὲ τὸν σίδηρον
- <πολύκνημον>
- δύσβατον, ὀρεινόν [τραχὺς τόπος
- <πολύκοινον>
- πᾶσι κοινόν
- <πολυκοιρανίη>
- πολυαρχία
- <πολύκρημνος>
- δύσβατος, ὀρεινός .....
- <πολυκτόνον>
- πολλοὺς κτεῖνον
- *<πολυκτήμων>
- πολλὰ κτήματα ἔχων
- <πολυκυλίνδητος>
- πολλαχοῦ κυλιόμενος
- [<πολυλάϊιστον>
- πολυλιτάνευτον, πολύευκτον]
- [<πολύλευκτον>
- πολυπλάνητον, πανταχοῦ περιφερές]
- <πολυλήϊον>
- πλούσιον
- <πολυλήϊος>
- πολύπυρος. ἢ πολλὰ βοσκήματα ἔχων
- <πολύλιστον>
- πολυλιτάνευτον
- <πολυμερές>
- εἰς πολλὰ μεριζόμενον
- <πολυμέρμερον>
- πολυμέριμνον
- <πολυμερῶς>
- πολυσχιδῶς, δαψιλῶς. πολλὰ σχήματα ἔχων
- <πολύμηλον>
- πολυπρόβατον
- [<πολυμῆναι>
- πολύβουλε]
- <Πολυμήστωρ>
- ὄνομα κύριον
- <πολυμήτης>
- πολύβουλος, πολύφρων
- <πολυμήχανε>
- συνετέ, πολύτεχνε
- <Πολυμνήστ(ε)ιον ᾄδειν>
- εἶδός τι μελο[ς]ποιΐας τὸ Πολυμνήστ(ε)ιον. ἦν δὲ Κολοφώνιος μελοποιὸς ὁ Πολύμνηστος, εὐμελὴς πάνυ
- <πολυμνήστην>
- ἀγαθήν, σώφρονα
- <Πολυμνία>
- ἡ θάλασσα, ἡ πολὺ φυκίον ἔχουσα. καὶ ὄνομα κύριον
- <πολύμυθος>
- φλύαρος. περίεργος
- <πόλυντρα>
- ἄλφιτα
- <Πολύξενος>
- εἷς τῶν (ρ#) ἡρώων
- <πολύξεινος>
- ἡ γῆ
- <πολύοπτος>
- πολυθέατος
- [<πολυορκῆσαι ἢ] πολιορκῆσαι>
- κυκλεῦσαι πόλιν στρατῷ
- <Πολυπαίδης>
- παρῴδηται ἐκ τῶν Θεόγνιδος· "<βολβὸν ἐπαινή- σω> ......."
- <πολυπαί(πα)λος αἰθήρ>
- πεποικιλμένος. οὐχ ὁμαλός
- <πολυπάμ[μ]ονος>
- πολλὴν κτῆσιν ἔχοντος
- <πολυπάμ[μ]ων>
- πλούσιος, πολλὰ κεκτημένος, πολυχρήμων. <Πάμ- [μ]ατα> γὰρ τὰ χρήματα
- <πολυπενθέος>
- πολυπαθοῦς
- <πολυπίδακα>
- πολλὰς ἀναβολὰς ἔχουσαν, ἤτοι πηγάς
- <πολυπιδάκου Ἴδης>
- πολλὰς πίδακας ἐχούσης, τουτέστι ὑδάτων ἐκβολάς, ἢ πολλὰς πηγάς
- <πολυπήμονα>
- πολυβλαβῆ
- <πολύπιστος>
- ὁ πολλὴν πίστιν ἔχων, ἔμπιστος, ἢ μεγάλην
- <πολυπλάγκτοις>
- εἰς πολλὰ μέρη πλανωμένοις
- <πολυπλάγκτου>
- πολυπλανήτου, πανταχοῦ περιφερομένου
- <πολύπλοκος>
- πολύτροπος
- <πολύποδες>
- εἶδος ἰχθύος. ἢ εἶδος φθειρῶν
- <πολύποδος δίκην αὐτὸς ἑαυτὸν καταφαγών>
- <πολυπράγμων>
- περίεργος
- <πολυπτύχου>
- πολλὰς ἐξοχὰς ἔχοντος. πολυμεροῦς. πολλὰς πτύχας καὶ εὐρυχωρίας ἔχοντος καὶ πολλὰ ἀποκλίματα
- <πολύῤῥην>
- ἢ πολυπρόβατος, ἢ πολύαρνος
- <πολύῤῥην>
- πολλὰ ῥήνη ἔχων, τουτέστι θρέμματα
- <πολύῤῥητος>
- πολύφραστος
- *<πολυῤῥήτοισι>
- πολυπόνοις
- <πολυσκάρθμοιο>
- πολύποδος, πολυβημάτου. ἐπὶ δὲ νεῶν, πολυκώ- που. οἱ δὲ δρομάδος. καὶ πολυπηδήτου, εὐκινήτου, πολυκινήτου
- <πλουσμαράγοιο>
- πολυήχου, ἠχητικοῦ
- <πολύσπειρον>
- πολυέλικτον
- <πολυσπερέων>
- ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς ἐσπαρμένων. πολυεθνῶν
- <πολύστιπτος>
- πολυπόρευτος
- <πολύστονα>
- πολλῶν στεναγμῶν αἴτια
- <πολυσφέλμου>
- πολυφλοίου
- <πολυσχιδῆ>
- εἰς πολλὰ ἐσχισμένον, μεμερισμένον
- *<πολυσχιδές>
- πολυμερές
- <πολυτελῆ>
- πολυδάπανα, ἢ τὰ πολλοῦ ἄξια, ἤγουν τίμια
- <πολυτιμητίζειν>
- [πολλοὺς] τιμᾶν. [ἢ ὑπὸ πολλῶν τιμᾶσθαι]
- <πολύτλας>
- ὁ πολλὰ ὑπομείνας. ἢ κακοπαθήσας, πολλὰ ἀνατλάς, τα- λαίπωρος
- <πολυτρήρωνα>
- πολλὰς περιστερὰς ἔχουσαν
- <πολυτλήμων>
- ὑπομονητικός
- <πολύτροπος>
- ὁ ἐπὶ πολλὰ τρεπόμενος, ἢ τρέπων τὴν ἑαυτοῦ διά- νοιαν ὑφ' ἕνα καιρόν
- <πολυτρόπως>
- διαφόρως, ποικίλως
- <πολυφασίας>
- πολυλογίας
- <πολύτορον δέρμα ἐχίνου>
- ἤτοι διὰ τὰς ἀκάνθας, ἐπεὶ τιτρώσκου- σιν· ἢ ἐπεὶ ἐκφύσεις πολλὰς ἔχουσιν
- <Πολύφημον>
- πολύφωνον, ἐπιθετικῶς. ἢ ἐκκλησία, ἐν ᾗ πολλαὶ φῆμαι καὶ κλῃδόνες εἰσίν. ἢ ἀπὸ τοῦ πολλὰ φημίζεσθαι καὶ ὁ ἔνδοξος. καὶ κύριον ὄνομα Κύκλωπος
- <πολυφλοίσβοιο>
- πολυταράχου, πολυκινήτου
- <πολυφόρβου>
- πολλοὺς τρεφούσης ἢ πολλὴν φορβὴν ἐχούσης
- <πολυφραδέος>
- πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ
- <πολυφραδέστερον>
- συνετώτερον. λογιώτερον. πολυκερδέστερον
- <πολύφρονα>
- σώφρονα, συνετόν, φρόνιμον
- <πολύχαλκον>
- ἰσχυρόν, στερεόν
- <πολυχανδέα>
- πολλὰ χωροῦσαν
- <πολυχε(ι)ρία>
- πλῆθος ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων
- <πολύχουν>
- πολυειδές
- <πολύχους>
- πολυφόρος
- <Πολυώνυμον>
- τὴν μονάδα οὕτως ἐκάλουν. καὶ ἐπίθετον Ἀπόλλωνος
- <πολυωπόν>
- πολύβροχον. πολυόμματον. ἢ πολλὰς ὀπὰς ἔχον
- *<πολυωρήσεις>
- φυλάξεις, φροντίδα πολλὴν ποιήσεις
- <πολυωρεῖ>
- πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. ἐναντίον δέ ἐστιν τὸ <ὀλιγω- ρεῖν> ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν <ὀλίγωρον> ἀμελῆ λέγουσιν
- <πολφοί>
- τὰ ἐκ τῶν χίδρων καὶ τῆς ἐρι(κτ)ῆς ἑψόμενα
- *<πόμφυκα>
- τὸν κόγχον
- <πόμα>
- πόσις
- [<πόμαλα>
- τρόπον τινά]
- <πομάτεσι>
- πόμας(ς)ι
- <πομμοῦσαν>
- ὁμιλεῖν
- <πομπεῖα>
- τὰ πρὸς τὰς πομπὰς σκεύη. ἢ τόποι, ἐν οἷς τὰ ἐκ τῆς πομ- πῆς ἀποτίθεται
- <πομπεῖ>
- πομπευτῇ
- <πομπεύει>
- κατασχολάζει
- <πομπεύων>
- περιάγων. καὶ τὰ ὅμοια
- <πομπή>
- ἔφοδος. καὶ ἐξαποστολή, παραπομπή
- <πομπῆες>
- προπομποί, οἱ προπέμποντες, ὁδηγοί
- <πομπηγορῶσι>
- προπέμπουσι
- <πομπίλος>
- ποιὸς ἰχθῦς
- <πομπός>
- ὁδηγός, προπέμπων
- <πομποστολεῖ>
- ἐκπέμπει τὸν πλοῦν
- <πομποῦ>
- ὁδηγοῦ
- [<πομπυσμάτων>
- συρισμάτων]
- [<πομποβόλῳ>
- πέντε ὀβελίσκους .....]
- <πομπῶν>
- ὁδηγῶν
- <πομφαγωγεῖ>
- τὴν πομπὴν ἄγει
- <πομφαγεῖται>
- φυσοῦται. ἀναβράζει
- <πομφόλυγες>
- τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί. καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος. ἐπὶ τῶν διακενῆς φυσιωμένων λέγεται ἡ λέξις
- <πομφόλυξ>
- ὕδατος κάχλασμα. καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί
- <πονεῖν>
- ποιεῖν. ἀσκεῖν. κακοπαθεῖν. ἐνεργεῖν
- <πονέεσθαι>
- ἐνεργεῖσθαι. καὶ τὰ ὅμοια
- <πονέοντο>
- ἐνήργουν
- <πονεύμεναι>
- ἐπειγόμεναι
- *<πομφυίζεσθαι>
- αἰσχύνεσθαι
- <πονήματα>
- κόποι
- <πονηρία>
- ἐπιπονία
- <πόνηρον>
- ἐπίπονον. κακοπαθῆ
- <πόνηρος>
- τὰ αὐτά
- <πονηρός>
- κακός, δεινός, κακοῦργος
- <πονήσατο>
- κατειργάσατο
- <πονίωμεν>
- πονῶμεν
- <πόννα>
- τὸ γράφος. ἢ μάγος
- <πόννος>
- μάγος
- <πόνος>
- ἄλγος, ἐνέργημα ὀδύνης
- <πόντια ῥάκ[κ]η>
- σπόγγοι, ἢ τὰ τούτων σπαράγματα
- <ποντινοί>
- σπόγγοι
- <ποντοβρόχους>
- ὑπὸ θαλάσσης βρεχομένους
- <ποντόθεν>
- ἐκ πελάγους
- <πόντος>
- θάλασσα, πέλαγος
- <ποντοπόροιο>
- θαλασσοπλόου
- <ποντοπόροις>
- θαλασσοπλόοις
- <ποντοπόροισι>
- πλωταῖς
- <ποντοπόρος>
- πέλαγος διαπορευομένη, πελαγοδρόμος
- <πόντου Ἰκαρίοιο>
- τοῦ Ἰκαρίου πελάγους, ὅπερ ὠνομάσθη ἀπὸ Ἰκά- ρου, τοῦ Δαιδάλου παιδός, πεσόντος εἰς αὐτὸ καὶ ἀποθανόντος
- <πόντῳ κεκλιμένοι>
- περιεχόμενοι ὑπὸ τῆς θαλάσσης
- <πόνῳ πονηρός>
- κακίᾳ κακὸν προσέπεσεν, ὡς ἀγαθὰ ἀγαθῷ
- <πόπανα>
- πλακούντια ἀπὸ ἄρτου
- <πόπαρ>
- πατήρ. καὶ πατρὸς πατήρ
- <πόποι>
- παπαί. ἐπίφθεγμα σχετλιαστικόν. Ἀπίων δέ φησιν, οἱ δαίμο- νές εἰσι <πόποι>· καὶ ἔστιν· ὦ δαίμονες
- <ποπ(π)ύσματα>
- κολακεύματα
- <πόρ>
- ποῦς. Λάκωνες
- <πόρδαλις>
- ὁ ἄρσην, ἡ δὲ θήλεια <πάρδαλις>. ὁ μὲν ἀπὸ τοῦ προα- λέσθαι· ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ παράλεσθαι
- <Πορδοσελήνη>
- μεταξὺ Λέσβου καὶ Μυσίας νῆσος
- <πόρε>
- παρέσχε
- <πορεῖν>
- δοῦναι
- *<πόρε>
- περιεποίησε, παρέσχε
- *<πόρεν οἱ ἐπιεικές>
- παρέσχεν αὐτῷ τὸ πρέπον
- <πορεύου>
- ἄπιθι, ὕπαγε
- <πορεύς>
- πορθμεύς
- <πορεῦσαι>
- πέμψαι, ἀγαγεῖν
- <πορεύσατε>
- ἄγετε
- <πορθεῖν>
- προνομεύειν, ὀλλύειν
- <πορθεῖται>
- [ἀναλίσκειν
- <πόρθησις>
- ἐρήμωσις, καθαίρεσις, ἁρπαγή
- <πορθμεύς>
- κωπηλάτης
- <πορθμεύ[ς]εσθαι>
- διαβαίνειν. πλέειν
- <πορθμῆες>
- πορθμεῖς καὶ <πορθμῆς>· πορθμεῖς. καὶ ὄνειροι οἱ δια- πορεύοντες
- <πορθμεῖον>
- σκαφίδιον διαπερ(αι)οῦν μισθῷ
- <πορθμός>
- στενὸν θαλάσσης ἐν μέσῳ τῆς γῆς. διαπέραμα
- <πορθμῷ>
- διαπεράματι
- <Πορθόμιν>
- γένος ἐπιφανές
- <πόρθος>
- πτόρθος, κλάδος, βλαστός
- <πορθυγγίς>
- σπατίλη. τρίβολον
- <Ποριεῖς>
- δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς
- <πορίζει>
- κερδαίνει
- *<πορεία>
- ὁδοιπορία
- <πόριμον>
- εὐπόριστον. πορευτόν
- <πορισμός>
- μηχάνημα
- <πόριπα>
- πόρτις. ποριστής
- <πορίσονται>
- περιποιήσονται
- <πορίσω>
- κατασκευάσω
- <πόρκας>
- ἐλάφους. ἢ ταχύ
- <πόρκης>
- δακτύλιος
- <πόρκος>
- κύρτος. τινὲς δὲ τὸν ἁλιευτικὸν κύρτον ἀποδιδόασιν
- <πορνάμεν>
- πωλεῖν
- <πορνάμεναι>
- κεντούμεναι. πωλούμεναι
- <πορν[ι]οκόπος>
- ἑταιροτρόφος. πόρνος
- <πόρνῳ>
- παιδὶ ὡραί(ῳ)
- <πόροι>
- ποταμοί
- <πόροις>
- χαρίσαιο
- <πόροις>
- ὁδοῖς
- <πόρος>
- ὁδός, τρίβος. ἢ τὸ τοῦ ποταμοῦ ῥεῦμα. οἱ δὲ τὴν διάβασιν αὐτοῦ. οἱ δὲ τὰς γεφύρας. καὶ ἀφορμή
- <πόρπαμα>
- χλαμύς
- <πόρπαξ>
- ἡ λαβὴ τοῦ ὅπλου
- <πόρπη>
- [ὁ ἀνοχεὺς τῆς ἀσπίδος, εἰς ὃ ὁ πῆχυς ἀνίεται,] ἢ φίβλα. καὶ τῆς χλανίδος ἡ περόνη
- <πόῤῥω>
- πόῤῥωθεν, μακρόθεν
- <'ποῤῥώξ>
- ἀπόῤῥοια
- <πόῤῥω τέχνης>
- ὅμοιον τῷ σφοδρῶς ἐνέχεσθαί τινι
- <πορσαίνει>
- κοσμεῖ. θεραπεύει. κατασκευάζει
- *<πορσανέουσα>
- ἑτοιμάσουσα. ἐπιμελησομένη
- <πορσαίνεσκον>
- διήγειρον. παρεσκεύαζον
- <πορσανέων>
- εὐτρεπίζων
- *<πορσανέουσα>
- εὐτρεπίζουσα. στρωννύουσα. παρασκευάζουσα
- <πορσῦναι>
- παρασκευάσαι πορίσαι. εὐτρεπίσαι
- <πόρσυνε>
- διήγειρε. παρεσκεύασεν
- <πορσύνεται>
- ὁδεύεται
- <πορσύνουσα>
- ἐρεθίζουσα
- <πορσύνων>
- παρασκευάζων, ἑτοιμάζων. ἐρεθίζων
- <πορσώτατα>
- τὰ πόῤῥω καὶ μακράν
- <πόρσω>
- ἔμπροσθεν, ἢ πόῤῥωθεν ἐγγίσαι
- <πορτάζει>
- δαμαλίζεται
- [<πόρτα>
- πόρτα, θύρα πόλεως ἢ αὐλῆς οἴκου]
- <πορτάκι[ν]ον>
- μοσχίον
- *<πόρτακι>
- μόσχῳ. ἢ δαμάλ(ε)ι
- <πόρτακος>
- ὦμος
- <πόρταξ>
- ἄῤῥην βοῦς. τινὲς δάμαλιν, ἄλλοι νεογνόν, οἱ δὲ μόσχον
- [<πορτικός>
- στοά]
- <πόρτις>
- δάμαλις, ἢ νέα βοῦς
- <πορτιφόροι>
- οἱ αἴροντες τὰ κόῤῥοια ἐπὶ τῶν ὤμων
- *<πορτμίς>
- κατὰ τὴν ὀμφαλόν
- <πορύνωμεν μᾶζαν>
- τῇ χειρὶ προσπιέζωμεν
- <πορύναν>
- μαγίδα
- <πορφίτῳ>
- περόνῃ
- <πορφύρει>
- ταράττεται. φροντίζει. μελανίζει
- <πόρφυρεν κραδίη>
- ἐμερίμνα ἡ καρδία
- <πορφύρεον>
- πόρφυρον. μέλαν
- <πορφύρεος θάνατος>
- ὁ μέλας. καὶ βαθύς. καὶ ταραχώδης
- <πορφύρεται>
- διαλογίζεται
- *<πορφύρει>
- μελανίζει. ταράττει. πορφυρίζει
- <πορφυρίων>
- εἶδος ὀρνέου. καὶ ἰχθῦς. καὶ ὄρνις ποιός
- <πορφύροντες>
- κακοτεχνοῦντες
- <πορφυρώματα>
- τῶν ταῖς θεαῖς τυθέντων χοίρων τὰ κρέα
- <πόρωσι>
- χαρίσονται. δώσουσιν
- <ποσαπλῶς>
- πολλαχῶς. ἀναριθμήτως
- <ποσαχῶς>
- κατὰ πόσους τρόπους, πολλαχῶς
- [<ποσάως>, μερικῶς]
- <πόσε>
- ποῖ. ποῦ
- <πόσθη>
- τοῦ αἰδοίου τὸ δέρμα
- <πόσθιον>
- αἰσχρόν. ἀνδρεῖον
- <πόσθων
- πόσθην> τὸ ἀνδρεῖον αἰσχρὸν λέγουσι. <πόσθωνας> δὲ παρὰ τοῦτο τοὺς παῖδας, τινὲς δὲ τοὺς ψώλωνας, ἄλλοι μωροὺς ἢ παιδαριώδεις
- *<πος(.)ί>
- τοῖς ποσί
- *<πόσιας>
- τοὺς ἄνδρας
- *<ποσὶ δατεῦντο>
- ἰσχυρῶς τοῖς ποσὶ περιεπάτουν
- <Ποσειδάων>
- Ποσειδῶν
- <Ποσείδεα>
- ἑορτὴ Ποσειδῶνι τελουμένη
- *<Πος[ε]ιδήϊον>
- τὸ τοῦ Ποσειδῶνος
- <πόσιν>
- ἄνδρα
- <πόσιος>
- πότου
- <πόσιος>
- ἀνδρός
- <πόσις>
- πόμα. ἀνήρ. πότος ἢ οἴνου ἢ ὕδατος
- <ποσότης>
- ἀριθμός. μέτρον
- <ποστημόριον>
- ὀλίγον μέρος
- <πόστον>
- πόσον
- <πόστος>
- ποῖος
- <ποσῶς> καὶ <πή>
- μερικῶς
- <ποταμηδόν>
- δίκην ποταμοῦ
- <ποτανόν>
- πτηνόν, πετεινόν
- <ποτάγχυμεν>
- προσορμίζομεν
- <ποταίνιον>
- νέον, πρόσφατον. οἱ δὲ σύνεγγυς
- <ποταμός>
- ὁ ὠκεανός. καὶ τὸ ὑγρόν. καὶ ὁ σωματοειδὴς θεός. καὶ ἐπὶ τοῦ ἥπατος σημεῖον
- <ποταμόχωστος>
- γῆ τις· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος
- <πόταρος>
- γνώριμος
- <ποτᾶται>
- πέταται
- <ποτεκλεπτόμαν>
- προσεπορευόμην
- <ποτεκχετήρια>
- τορνευτήρια
- <πότερον>
- ὁποῖον ἓν ἐκ τῶν δύο, ἢ ἆρα ποῖον τῶν δύο
- <πότερον>
- ἓν ἐκ δύο, ἕν
- <πότερος>
- ἕτερος
- <ποτή>
- ποτηνή. πτηνή
- <πότημα>
- ποτήριον. ἢ ὁ πότος αὐτός
- <ποτήν>
- ἰδέαν. οἱ δὲ πτῆσιν
- <ποτήρ>
- μέτρον ποιόν
- <ποτητύν>
- τὸ πίνειν
- <ποτί>
- πρὸς τί
- <ποτὶ γαίῃ>
- πρὸς τῇ γῇ
- *<ποτὶ δέ>
- πότε δέ
- <Ποτίδαια>
- ὄνομα πόλεως
- <ποτιδέγμεναι>
- προσδεχόμεναι
- <ποτιδέγμενοι>·] οἴνῳ δαμασθέντες
- <ποτιδέγμενος>
- προσδεχόμενος
- <ποτιδέρκεται>
- προσβλέπεται
- <πότιδε>
- φάναι, ἐκφάναι
- <ποτιδόρπια>
- προσσίτια
- <ποτὶ ἑσπέρᾳ>
- πρὸς τῇ ἑσπέρᾳ
- <ποτίκρανον>
- π(ρ)ό(ς)κρανον, τὸ προσκεφάλαιον. καὶ τὸ δερμάτινον ὑπηρές[ς]ιον, ἐφ' οὗ καθέζονται οἱ ἐρέσσοντες
- <ποτιόσσεται>
- προσδοκᾷ
- [<ποτὶ πλάδεσσιν>
- ἐπὶ ταῖς θαλασσίαις (πέτραις)]
- <ποτιρόμενος>
- ἐρωτῶν. ἢ μαινόμενος
- <ποτὶ φῦλα>
- πρὸς τὰ ἔθνη
- <ποτὶ χόρτον>
- πρὸς ᾠκοδομημένον τοῖχον
- <πότμον>
- μόρον, θάνατον
- <πότμος>
- μόρος. ἢ κατασκευή
- <πότμῳ>
- μόρῳ κατασκευαστῷ
- <πότνα>
- πότνια, σεβαστή, ἔντιμος. ἢ φίλη[μα]. καὶ δέσποινα. καλή. με- σήτρια
- <ποτνιᾷ>
- ἱκετεύει, παρακαλεῖ
- <πότνια γῆ>
- καλὴ γῆ
- <ποτνιάδες>
- αἱ Βάκχαι. ἀντὶ τοῦ μαινάδες καὶ λυσσάδες, μανίας αἴτιαι
- <ποτνιάζου>
- εὔχου, παρακάλει
- [<ποτνιάζειν>
- τὸ παιδικοῖς χρῆσθαι. <πότνιον> γὰρ τὸν δακτύλ(ι)ον λέγουσι]
- <ποτνιᾶται>
- ἐπικαλεῖται. δυσωπεῖ. παρακαλεῖ
- <ποτνιῶμαι>
- θεοφοροῦμαι. ἐξιλεοῦμαι, παρακαλῶ. δυσφορῶ. μετ' οἰμω- γῆς ἱκετεύω
- <ποτοῖο>
- ποτοῦ
- <ποτόμφει>
- προσόζει
- <πότος>
- εὐωχία, ἄριστον, δεῖπνον. ἢ αὐτὸ τὸ πιεῖν
- <ποτωμένας>
- διατριβούσας
- <ποτῶνται>
- πέτονται
- <ποῦ>
- ἐν ἴσῳ τῷ οὐδαμῶς. ἢ ἀντὶ τοῦ ποῦ πότε, ἀλλαχοῦ
- <πούανοι>
- κύαμοι ἑφθοί, ὄσπριον
- <ποῦ κῆχος>
- πῆ γῆς, εἰς τίνα τόπον. καὶ ποῦ ἄγχι
- <πο(υ)λυβότειρα>
- πολλοὺς βόσκουσα καὶ τρέφουσα
- <πο(υ)λὺν ἐφ' ὑγρήν>
- ἐπὶ πολλὴν θάλασσαν· ὑγρὰν γὰρ αὐτὴν εἶπεν πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης
- <πο(υ)λύπους>
- τι μέρος τοῦ ἁρματ(ε)ίου τροχοῦ καὶ τῶν ἀμπέλων
- <πο(υ)λύποδος δίκαν>
- ὅτι αὐτὸς τὰς ἑαυτοῦ πλεκτάνας ἐσθίει
- <ποῦμμα>
- ἡ τῆς χειρὸς πυγμή
- <πουνιάζειν>
- παιδικοῖς χρῆσθαι· <πούνιον> γὰρ ὁ δακτύλιος
- *<ποῦ νύ τοι>
- ποῦ δή σοι
- <πούρδαιν>
- μαγειρεῖον. Λάκωνες
- <πουρέακος>
- κρίκος σιδηροῦς τετρυπημένος, καὶ ἧλον ἔχων ἐν τῷ τρυ- πήματι στρεφόμενον, ᾧ χρῶνται πρὸς δεσμὸν συῶν. <Πουστάκους>. ὡς Ἀριστοφάνης φησὶν ἐν ἐξηγήσει Λακωνικῶν
- *<ποῦ τοι τόξον>
- ποῦ σοι ἡ διὰ τόξων ἐμπειρία
- <ποῦ(τ)ριν>
- σαπρόν
- <πουφορούζεται>
- σικχαίνει
- [<πρ.άγει>
- ὑπερέχει. ὑπερβάλλει. διαφέρει]
- <πράγματα>
- δυσχέρειαι
- <πραγματεία>
- σύγγραμμα βίβλου ἢ λόγων
- <πραγμάτοιν>
- πράγματα δυϊκῶς
- <πραγορίτης>
- οἶνός τις
- <πραθεῖν>
- πορθῆσαι. ἐξελεῖν
- <πραθενεύεσθαι>
- θρασύνεσθαι. ἐπαγγέλλεσθαι λόγοις
- [<πραιέναι>
- ἐλθεῖν]
- <πραίκων>
- κήρυξ
- <πραῖνοι>
- πρηνίζειν. καταστρέφειν
- <πράκες>
- Ἀρίσταρχος κλανίαι. ἔλαφοι. ἀπεδόθησαν δὲ φρατριαὶ ἀνδρῶν διαβεβλημένων ἐπὶ μοχθηρίᾳ
- <πράκνον>
- μέλανα
- <πρακτικόν>
- ἀνυστικόν
- <Πράκτιον>
- πόλις Τροίας
- <πράκτορες>
- ἀπαιτηταί
- [<πράληξ>
- ὁ λίαν ἀγροῖκος]
- <πράμνη>
- δίκελλα. ἄμπελος
- <Πράμνιος οἶνος>
- ὁ ἀπὸ τῆς Πραμνίας ἀμπέλου, ἔστι δὲ ἐγκώμιον οἴνου. καὶ σκληρὸς οἶνος
- <πρανές>
- κατάβασις. καὶ <πρανής>
- <πρανῆ>
- κοῖλα
- <πρανιχθέντα>
- πεσόντα ἐπὶ στόμα
- <πρανόν>
- τὸ κατωφερές, πρανές
- <πρανώ>
- ἀκρίδος εἶδος
- *<πρᾷος>
- συνετός. ἥσυχος
- <Πραξιεργίδαι>
- οἱ τὸ ἕδος τὸ ἀρχαῖον τῆς Ἀθηνᾶς ἀμφιεννύντες
- <πράξεις>
- βίοι. ἢ διαθῆκαι
- <Πραξιδίκη>
- δαίμονά τινά φασι τὴν ὥσπερ τέλος ἐπιτιθεῖσαν τοῖς τε λεγομένοις καὶ πραττομένοις. διὸ καὶ τὰ ἀγάλματα κεφαλὰς γίνεσθαι καὶ τὰ θύματα ὁμοίως
- <πράξ[ε]ιν λάβοι> ........
- <πρᾶξις>
- ἀπαίτησις. ἄνυσις, ἢ ἔργου ποίησις. ἢ βίος
- <πραπίδες>
- φρένες. ἢ ὁ τόπος, ὅπου αἱ φρένες. διάνοιαι
- <πραπίδεσσι>
- φρεσί, διανοίαις
- <πραπίδων>
- φρενῶν, διανοιῶν
- <πραπίς>
- φρήν, διάνοια
- <πράσα>
- τὰ βρύα καὶ τὰ φυκία
- <πρασιαί>
- αἱ ἐν τοῖς κήποις τετράγωνοι λαχανιαί, οἷον περασιαί, διὰ τὸ ἐπὶ πέρασι τῶν κήπων
- <πρᾶσις>
- ἀγορασία
- <πρασοκουρίς>
- ζῶον χλωρόν, κεῖρον τὰ ἐν τοῖς κήποις λάχανα
- <πρασόργην>
- δρέπανον, ᾧ τὰ πράσα κείρουσιν
- <Πράστιλλος>
- πόλις Θρᾳκίας
- <πρατάνιον>
- μαλλόν
- <πρατασία>
- κατευχὴ ἀρχομένης ἀροτριώσεως
- <πρατήνιον>
- τὸ ὕπερον. Ἀττικοί. καὶ ἡλικία τις προβάτου νέου· ὡς δὲ ἔνιοι τοῦ πρώτου γεννωμένου, οἱ δὲ ἐνιαυσιαίου, ἄλλοι ἀρχομέ- νου συνουσίας
- <πρατίας>
- ὁ τὰ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων
- <πράττει>
- μέλλει. ἐργάζεται
- <πρατά>
- ἡ νουμηνία
- <πραϋμενῶς>
- προθύμως. πράῳ τῷ μένει χρώμενος
- <πραΰνει>
- κατασιγαίνει. κατακοιμίζει
- <πραΰνεται>
- μαλάσσεται
- <πραϋπάθειαν>
- πραΰτητα
- <πρᾴως>
- ἡμέρως
- <πρεκνόν>
- ποικιλόχροον <ἔλαφ[ρ]ον>
- <πρέμνα>
- τὰ ἰσχυρὰ στελέχη τῶν καταβλαστημάτων
- <πρέμνια>
- τὰ πάχος ἔχοντα ξύλα
- <πρεμνιάσαι>
- ἐκριζῶσαι
- <πρέμνον>
- στέλεχος, βλαστός. πᾶν ῥίζωμα δένδρου τὸ γηράσκον, ἢ <τὸ> τῆς ἀμπέλου πρὸς τῇ γῇ <πρέμνον>
- <πρέμνον ἑστίας>
- τῆς οἰκίας θεμέλιος
- <Πρεμνουσία>
- κρήνη ἐν τῇ Ἀττικῇ
- <πρέπις>
- ὡμοίωσαι
- <πρέπον>
- ὅμοιον. μέτριον. συμφέρον. ὡραῖον. ἄριστον
- <πρέπον>
- τέρας. Κύπριοι
- <πρεπτά>
- φαντάσματα, εἰκόνες
- <πρέσβα>
- ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή
- <πρεσβεῖα>
- κράτη. καὶ ἀρχιερεῖα, καὶ ἀρχιὰ καὶ ἱερά
- <πρεσβείη>
- τιμὴ μείζων
- <πρέσβειρα>
- προτιμητή. ἀρχηγέτις
- <πρέσβεις>
- γέροντες. βασιλεῖς ἄρχοντες, προτιμούμενοι. καὶ οἱ <πρε- σβευταὶ> μεσῖται, ἀπόστολοι [ἢ] ἕνεκεν εἰρήνης
- <πρεσβεύειν>
- προτιμᾶν, ἄρχειν. μεγαλύνειν
- <πρεσβεύοντες>
- αἰτοῦντες, παρακαλοῦντες. λέγοντες
- <πρεσβήϊον>
- πρεσβεῖον, κατὰ τιμήν, τίμημα. ἀπὸ τούτου καὶ οἱ <πρεσβῦται> ἔντιμοι
- <πρεσβυγένεια>
- παλαιοτέρα γένεσις
- <πρέσβυς>
- γέρων. καὶ ὄρνις ὁ τρόχιλος
- <πρεσβυτάτη>
- ἐντιμοτάτη
- <πρεσβύτερος>
- μείζων. φρονιμώτερος
- <πρεσβύτερος Κόδρου>
- παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ παλαιῶν
- <πρεσβύτης>
- γέρων. ἡλικία τις
- .......
- πρέσβυς. [αἰοράνομος
- *<πραιτώριον>
- τόπος, ἔνθα συνάγεται ὁ λαός
- <πρευμενές>
- ἵλαον, εὔνουν, πρόθυμον
- <πρευμενοῦς> ........
- πρᾶον
- <πρέψας>
- εἰκασμένος, εἰκασθείς
- <πρηγορεών>
- τῶν ὀρνέων ὁ πρόλοβος, ὅτι προσυλλέγεται ἐν αὐτοῖς τὰ σιτία
- <πρηγορεύων>
- προαγορευτής, ἢ δημοκόπος
- <πρῆθμα>
- πολύποδος κεφαλή. ἔνιοι πλεκτάνη
- <πρήϊον>
- πρότερον
- <πρηκτῆρα[ι]>
- δραστῆρα. ποτὲ δὲ ἔμπορον· πρηκτῆρά τε ἔργων· ἃ δεῖ πράττειν δηλοῦντα
- <πρημάδες> καὶ <πρῆμναι>
- εἶδος θυννώδους ἰχθύος
- [<πρήν>
- ταῦρος]
- <πρηνέα[ς]>
- ἐπὶ πρόσωπον
- <πρηνής>
- ἐπὶ πρόσωπον πεπτωκώς· ἀπὸ τοῦ ἐπὶ τὴν νεὼν πεπτωκέ- ναι, νέον δὲ ἤδη
- <πρήνιξε>
- κατέβαλεν
- <πρηνιχθέντα>
- ἐπὶ πρόσωπον καὶ ἐπὶ στόμα πεσόντα
- <πρῆξαι>
- πρᾶξαι
- <πρῆξαι δ' ἔμπης>
- πρᾶξαι δ' ὅμως
- <πρῆξις>
- ἄνυσις
- <πρηροσία>
- θυσία Ἀθήνησι
- <πρῆσαι>
- φλέξαι, φυσῆσαι, ἐμπρῆσαι· πυρὸς δηΐοιο θύρετρα καί· δάκρυ' ἀναπρήσας ἀντὶ τοῦ ἀναφυσήσας. ὅθεν καὶ ἡμεῖς τοὺς πεφυσημένους <πεπρη- μένους> φαμέν
- <πρῆσεν>
- ἔκλαεν. ἐφύσησεν. ἐκόλπωσεν. ἐνέπρησεν, ἔφλεξε
- <πρηστήρ>
- σφοδρὸς ἄνεμος. καὶ ὄφεώς τι εἶδος. καὶ τὰς ἐκ πλαγίου τοῦ τραχήλου ἡμῶν φλέβας <πρηστῆράς> φασιν. ἢ πῦρ ἀπὸ τοῦ οὐ- ρανοῦ
- <πρητῆνας>
- τοὺς ἐνιαυσίους ἄρνας
- <πρηών>
- τὸ ὑπερέχον
- <πριάμενος>
- ἀγοράσας, ὠνησάμενος. [καὶ ὄνομα κύριον]
- <πριαμωθήσομαι>
- ξυρήσομαι. ἐπειδὴ τὸ τραγικὸν τοῦ Πριάμου πρός- ωπον ξυρίας ἐστίν
- <πρίατο>
- [ἀγοράσειεν
- <πρίεται>
- φυς(ι)οῦται
- <Πριηπίδος τε τῆς πρὸ Βοσπόρου πόλεως>
- Ἑλλησποντιακῆς. τὸν Πρίαπον τὸν Διονύσου καὶ Περκώτην φασὶν οἰκίσαι
- [<πριμικήριος>
- ὁ πρῶτος τῆς τυχούσης τάξεως
- <πριμιλιγίων>
- τιμίων]
- <πρίν>
- πρότερον
- <πρὶν ἐγκύρσαι (δύᾳ)>
- πρὶν πλησιάσαι τῆς κακοπαθείας
- <πρίν μιν>
- πρὶν αὐτόν, ἢ αὐτήν
- [<πρινής>
- ἐπὶ πρόσωπον πεσών]
- <πρινοκόπος>
- κοπῶν
- <πρίονας>
- χερῶν τοὺς δεσμούς
- <πρίοπες>
- τὰ ὑγιῆ ἔχοντα
- [<πριούατον>
- τόπος ἐργαστηρίου]
- <πρισμοῖς>
- ταῖς βιαίοις κατοχαῖς
- <πρίστης>
- ῥίνη. πρίων
- <πρίω>
- ἀγόρασον
- <πρίων>
- ἀγοράζων
- <πριώμασι>
- πρίσμασι
- <πρό>
- τό τε σύνηθες· καρπαλίμως πρὸ νεῶν ἐχέμεν καὶ ἀντὶ τοῦ ἀπό· ὄψου (τ') ἄσαιμι προταμών
- <προάγεσθαι>
- ἐπεξεργάζεσθαι
- <προαγαγών>
- .....
- <προαγεύων>
- προξενῶν
- <προάγομαι>
- προέρχομαι
- <προάγομεν>
- προφέρομεν, προτρέπομεν
- <προαγορεύσας>
- προειπών, προφητεύσας, προξενήσας. [καὶ ἡ ἐπ' αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας
- <προαγόρευσις>
- προφητεία
- <προάγων>
- ἀρχόμενος
- <προαγωγός>
- διδάσκαλος κακῶν. καὶ μαστροπός. μόνος. μαυλιστής
- <προαθύροντες>
- προσπαίζοντες
- <προαιρεῖται>
- προκέκληται. προτιμᾶται
- <προαίρεσις>
- ἐπιλογὴ καλοῦ ἢ κακοῦ
- <προακτικόν>
- προβαῖνον
- <προαλεῖ>
- καταφερεῖ, καταβατῷ
- <προαλεστάτην>
- προπετεστάτην, προχειροτάτην
- <προαλής>
- προπετής, πρόχειρος
- <προαμείψασθαι>
- προαλλάξασθαι. παρελθεῖν
- <προαμεῦσαι>
- ὁμοίως
- <προαμευτής>
- ἐργάτης προηγούμενος
- <προαναθρήσας>
- προσιδών
- <προαναθρούσης>
- προαναβλεπούσης
- <προαναθρώσκειν>
- προπηδᾶν
- <προανακρούεται>
- ἀναχαιτίζει
- <προανάσχοι>
- προανεκτείνει(ε)
- <προαπίδων>
- φρενῶν, διανοιῶν
- <προαρτᾷ>
- προαρμόζει, προτείνει
- <προασπιστής>
- πρόμαχος, βοηθός
- [<προάστεων> καὶ] <προάστειον>
- πρὸ τῆς πόλεως
- <(π)ροαύλια>
- τὰ προαυ[τῶν]λήμ[μ]ατα. ὥσπερ <προάμβουλα> τὰ προκιθαρίσματα
- <προβαλ[λ]εῖ>
- ἐρωτήσει
- <προβαλ[λ]εῖν ἄρνα>
- πόλεμον ἐπαγγεῖλαι
- <προβαλοῦ>
- ἐρώτησον
- *<προβαλλομένοις>
- ἐρωτῶσιν
- *<προβαλοίμην>
- ὑπερβαλοίμην
- <προβαλ(λ)ός>
- ἀσπίς
- <προβάς>
- ὑπερβάς
- <πρόβασι>
- βοσκήμασι
- <πρόβασις>
- ἡ τῶν βοσκημάτων κτῆσις
- <πρόβατα>
- τὰ τετράποδα. ἀπὸ τοῦ πρὸ τῆς βάσεως πρόβασιν ἔχειν ἑτέραν τῶν ἔμπροσθεν ποδῶν πρὸς τὰ ὀπίσθια
- <πρόβατα πεδι(α)κά>
- τὰ ἐπὶ νομὴν ἐκπεμπόμενα
- <προβατήματα>
- πρόβατα
- <προβατοπώλης>
- οὕτω κωμῳδεῖται Λυσικλῆς προβατοκάπηλος γήμας Ἀσπασίαν τὴν πόρνην
- <προβέβηκας>
- ἀριστεύεις. προκόπτεις
- <προβέβουλα>
- προκέκρικα, προέκρινα
- <προβιβάζεται>
- προκόπτει
- <προβιβάς>
- προβαίνων
- <προβιβάσαντα>
- προάξαντα
- <προβιβασθείς>
- προαχθείς. [πραχθείς]
- <προβιβάσθων>
- προβαίνων
- *<προβιβάσις>
- πρ[ο]άξεις
- <πρόβλημα>
- πρόλογος
- *<προβλῆ[μα]τι>
- ἐξέχοντι
- <προβλῆτας>
- τὰς ἔξω προβεβλημένας τοῦ τείχους στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλε[υ]ον
- <προβλώσκειν>
- προμολίσκειν. προέρχεσθαι. προπορεύεσθαι
- <προβόλιον>
- σιβύνη, ἔχουσα μετὰ τὴν ἀκμὴν προβολάς. ἢ σπυρίς
- <πρόβολοι>
- λίθοι
- <πρόβολος>
- πρόμουλος. πρόμαχος. προνοητής. κυβερνήτης. ἱερεύς. [καὶ τὸ τῶν σιτίων δοχεῖον]. καὶ ὁ εἰς τὴν θάλασσαν προβεβλημένος λί- θος [τῇ πέτρᾳ. οἱ δὲ ῥάβδος
- <προβόλων>
- λίθων
- *<προβολή>
- ἐξοχή
- <πρόβονεν>
- ἐπέρανεν
- <προβοσκίς>
- τὸ ἐκτεταμένον καὶ προβεβλημένον τῆς ὄψεως τοῦ ἐλέ- φαντος
- <πρόβουλος>
- ἔξαρχος τοῦ βουλευτηρίου. ἢ ὁ προσκεπτόμενος
- <προβοῶντες>
- προφωνοῦντες. ἐγκελευόμενοι. προβαίνοντες
- <πρὸ γὰρ ἧκε>
- προέπεμψε γάρ
- <προγέν(ε)ος>
- εὐγέν(ε)ος
- <προγενέσθην>
- παραγενέσθην
- <προγενέστερος>
- πρεσβύτερος
- <προγενής>
- ὁ προγεννώμενος
- <προ[ε]γένοντο>
- παρεγένοντο
- <προγονεῦσαι>
- προελθεῖν
- <προγωνίαν>
- τῶν ἠπορημένων ἡ λέξις. ἔστι δὲ ὑφασμάτιον ποικίλον, ὃ ἐπικαλυψάμενος ὁ μάγειρος θύει, ὡς ἐν Δαμασκῷ
- <πρόγονοι>
- οἱ πρωτόγονοι ἄρνες, οἱ δὲ μετ' αὐτοὺς <μέτας(ς)αι, ἕρ- σαι> ἁπαλοὶ καὶ τῷ ἔαρι γινόμενοι· ἔρχατο, χωρὶς (μὲν πρόγονοι, χωρὶς) δέ μέτας(ς)αι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι
- <πρόγονος>
- πρόπαππος. προπάτωρ. συγγενής. ἢ πρεσβύτατος ἀνήρ
- <προγόνων>
- πατέρων
- <προγράμματα>
- ἐκθέματα
- <προδανίς>
- πρότερον
- <προδέδαεν>
- προμεμάθηκεν
- <πρὸ δέ μ' ἧκε>
- προέπεμψε δέ (με)
- <προδέξαντες>
- προδείξαντες
- <πρόδηλος>
- προφανής
- <προδιαλαβεῖν>
- ......
- <προδιασύρας>
- παραβὰς τὰς συνθήκας
- <προδικεῖν>
- ἐπιτροπεύειν
- <πρόδικος>
- συνήγορος
- <προδοκάζων>
- παρατηρῶν, ἐνεδρεύων
- <προδοκῇσι>
- προενέδραις, προόδοις
- <πρόδομος>
- προστάς, πρόστωον
- <προδόμῳ>
- προστάδι, προστόῳ
- <πρόδοσιν>
- προδομάτιον
- <πρόδρομα>
- τὰ ἐν τῷ ἄξονι ξύλα. ἢ τὰ προακμάζοντα σῦκα
- <προδωμάτιον>
- τὸ πρὸ τοῦ κοιτῶνος στοΐδιον
- <προεγκεῖσθαι>
- προϋπάρχειν
- <προεδρία>
- προκάθισις. προτίμησις
- <πρόεδρος>
- ἀρχη(γὸς) πολιτείας
- *<προέδωκεν>
- προεχώρησεν
- *<προέηκε>
- προέπεμψεν
- <πρὸ ἕθεν>
- πρὸ αὑτοῦ
- <προέθεσαν>
- προεθυμήθησαν
- <προεθέσπισαν>
- προεφήτευσαν
- <προεθυμήθησαν>
- μετὰ προαιρέσεως προσήνεγκαν
- <προ[ε]ιάψαι>
- προπέμψαι
- <προ[ε]ιδόμενοι>
- προγνόντες
- <προείλατο>
- ἐπελέξατο, ἠθέλησεν
- <προείλετο>
- οὐ προείλατο
- <προείληπται>
- πρόληψιν ἔχει, ὑπονενόηται
- <προειλόμην>
- προέκρινα
- <προείλου>
- οὐ προείλω
- [<πρόειμε>
- πλησίον γείτων
- <προείου>
- καταντίου]
- <προεισπεπ[τ]αικότες>
- προεισελθόντες
- <πρόειται>
- παραδέδοται
- <προε[κ]τικός>
- χαριστικός
- <προέλευσις>
- τὸ προελθεῖν
- <προέλοιτο>
- προτιμήσειε
- *(<προελόμενος>·) προθέμενος
- <προελόμενοι>
- ὁμοίως
- <προελόμενος>
- ἐπιλεξάμενος
- <προέμβολος>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <πρόεμε>
- προέπεμψα
- <πρόεμεν>
- προέπεμψεν
- <προέμενος>
- προδώσας, προαφείς, ἐκδιδούς
- <προεννέπειν>
- προαγορεύειν
- <προέντες>
- προδόντες
- [<προενώπια>
- ἔμπροσθεν]
- <προεξαναστῆσαι>
- πρὸ τοῦ καθήκοντος ποιῆσαι
- <προεργῆσαι>
- προέσται
- <προέρες(ς)αν>
- προήλασαν
- <προέρυσσεν>
- καθείλκυσεν
- <προερύσαι>
- προελκύσαι
- <προέρυς(ς)αν>
- προε(ί)λ(κ)υσαν
- <προερχόμενος>
- ἐξερχόμενος, προβαίνων
- <πρόες>
- πρόπεμψον
- <προέσθαι>
- προδοῦναι
- (<προέσθαι>
- παραγίνεται)
- <προεστηκός>
- ......
- <προετικός>
- χαριστικός
- <προετύπου>
- προεδήλου
- <προέτυψαν>
- προεχώρησαν
- <προέφηνε>
- προέδειξε
- <προέχει>
- ὑπερέχει
- <προεχεῖς>
- [σπουδαῖοι,] κραταιοί
- <προεχόμεθα>
- προβαλλόμεθα
- .......
- πλέον κρατοῦνται
- [<προεψιᾷ>
- προσαγορεύει]
- <πρόῃ>
- προβαλῇ
- <προηγεῖται>
- προοδηγεῖ, προπέμπει
- <προηγητής>
- ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους .... καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ
- <προηγμένον>
- προαχθέντα
- <προηγόρησαν>
- προεῖπον
- *<προΐει>
- προέπεμπε. προήρχετο
- *<προῆκε>
- προέπεμψεν
- <προήκαμεν>
- ἀφήκαμεν, παρελείπομεν
- <προήκατο>
- ἀπέλυσε. προέδωκε. [προσηνέγκατο]
- <προήκεα>
- κατὰ τὸ ἔμπροσθεν προηκονημένα
- <προήκει>
- ἐξέχει. προβαίνει
- <προήκων>
- προβεβηκώς
- <προῆκεν>
- ἐξῆλθε, προῆλθεν
- <προῄρημαι>
- θέλω
- <προῃρημένοι>
- προθυμηθέντες
- [<προῃρήσαντες>
- θελήσαντες]
- <προηρόσια>
- τὰ πρὸ τοῦ ἀρότου θύματα. καὶ ὁ Δῆμος δὲ αὐτὰ προαρκτούρια καλεῖ
- <προήρτηται>
- κρέμαται
- <προήσει>
- προδώσει
- <προήσομαι>
- προδώσω. [προδίδομαι]. προνοήσομαι. [προφέρω]
- <πρόηται>
- προδώσει
- <προήχθη>
- προετιμήθη. προετράπη
- <προθέει>
- προτρέχει
- <προθέλυμνον>
- αὐτόῤ(ῥ)ιζον
- <προθελύμνους>
- προῤ(ῥ)ίζους, ἀπὸ ῥίζης ἀνασπᾶν ἄλλας ἐπ' ἄλλαις· προθελύμνους ἕλκετο χαίτας καὶ <σάκος τετραθέλυμνον> τὸ θέσεις τέσσαρας ἔχον, τετρά- πτυχον
- [<προθεμενισάμενος>
- περιπτυξάμενος]
- <προθέντα>
- προβαλλόμενον. ἐπαγγειλάμενον
- <προθεώμενος>
- προορῶν
- <πρόθεσις>
- προαίρεσις. προάπλωσις
- <προθεσμία>
- καιρός, ὅρισις, διορία, ὅρισμα
- <προθεσπίζοντα>
- προστάττοντα. ἢ προμαντευόμενον
- <προθεσπίζων>
- προφητεύων
- <προθέων>
- προτρέχων
- [<προθήβαι>
- ἄρτιοι, ἀκμάζοντες]
- <πρόθημα>
- δόμα, ἢ ἅτι πρόσθημα καὶ προσθήκη. ἡ πλεκτά[μέ]νη
- <προθορών>
- προπηδήσας
- <προθυμία>
- χαρά
- <προθύμως>
- ἱλαρῶς
- [<πρόϊαι>
- ἄπιοι, αἱ πρῶται γινόμεναι]
- <προϊάλλειν>
- προπέμπειν. προτιθέναι
- <προΐαλλεν>
- προέπεμψεν
- <προΐαψεν>
- προέπεμψεν. προδιέφθειρεν. δηλοῖ δὲ διὰ τῆς λέξεως τὴν μετ' ὀδύνης αὐτῶν ἀπώλειαν
- *<προῖκται>
- προδίδωσι
- <προϊείς>
- προπέμπων
- <προΐεμαι>
- προδίδομαι
- <προϊεμένη>
- προβαλλομένη
- <προϊέμενοι>
- ἀπολύοντες. παραχωροῦντες. ἀποῤῥίπτοντες
- <προϊ(ε)μένου>
- προδόντος
- <προϊέναι>
- προπέμπειν
- <προΐενται>
- προάγονται
- [<προΐε[ς]ται>
- προσποιεῖται. προσέρχεται]
- [<πρόϊζα>
- πρῴην]
- <προϊζήσαντες>
- προσκομίσαντες
- <προΐηλε>
- [προετιμήθη. καὶ] ἐπεξέτεινεν
- <προΐθες>
- προφανῶς. προβεβηκώς
- <προῖκα>
- δωρεάν, φερνήν. πᾶν γὰρ δῶρον <προίξ>
- <προικός>
- πονηρός. οἱ δὲ μωρός. [πτωχός]
- <προϊκέσθαι>
- ἐφικέσθαι
- <προΐκτης>
- πτωχός, προσαιτητής
- [<πρόϊ με>
- προδώσεις με
- <πρόϊμον>
- σῦκον προακμάζον
- <προΐομαι>
- παρέρχομαι
- <προϊόντες>
- προδόντες
- <προίρης>
- πρώρας
- <προϊσμένη>
- προβαλλομένη
- <προΐσταται>
- ἐπιπολάζει]
- <προΐστορες>
- μαρτυροῦντες
- <προΐσχεται>
- προβάλλεται
- <προϊσχόμενος>
- προβαλλόμενος
- <προϊσχομένου>
- προτείνοντος χεῖρα. δίκαιον προβάλλοντος
- <προΐσχονται>
- προβάλλονται
- <προΐσχοντο>
- ἔδοξαν
- <Προιτίδες>
- χάριτες
- <προϊχνεύει>
- θεραπεύει
- <προϊών>
- παρών
- <πρόκα>
- εὐθύς, ἐξαίφνης. [δρόσος]
- [<προκαδέστερον>
- προυργιαίτερον]
- <προκαλεῖσθαι>
- ποτὲ μὲν ἐπὶ τοῦ ἀλαζονικοῦ, εἰς ἅμιλλαν ἀρετῆς καλεῖσθαί τινα· ποτὲ δὲ ἐπὶ τοῦ ἀγομένου καὶ προτρεπομένου
- <προκαλεῖται>
- καλεῖ, προτρέπει
- [<προ[κ]αλέστερον>
- ἑτοιμότερον]
- <πρόκας>
- ἐλάφους
- <προκαταβολή>
- ἐνθήκη
- <προκαταθήγεσθαι>
- προακονᾶσθαι
- <προκαταθήσεσθαι δεῖ>
- προκομίσασθαι δεῖ
- [<πρόκαυτα>
- προειρημένα, προηκουσμένα]
- <προκείμενα>
- παρακείμενα
- <πρόκειται>
- παράκειται
- <προκελήδης>
- προκελεῦσαι
- <προκέοιτο>
- προκείμενος εἴη
- <προκεχηνότες>
- πρὸς τὰ ἄνω βλέποντες
- <προκεχειρισμένον>
- προβεβλημένον. ἡτ(ο)ιμασμένον
- <προκιθώνιον>
- τὸ πρόρινον
- [<πρόκλησις>
- κλῆσις ἐπὶ δίκης]
- <πρόκλητος>
- πρόθυμος, ἀπὸ τοῦ κληθῆναι
- <Προκλόνιον>
- τόπος Θεσσαλίας
- <πρόκλυτα>
- τὰ προειρημένα, προηκουσμένα
- <πρόκνις>
- εἶδος ἰσχάδων
- <προκόλπιον>
- τὸ πρὸ τοῦ κόλπου, ἢ πρὸ τοῦ σκοποῦ
- <προκομίδην>
- προκομίζει
- [<προκομίων>
- προλειμάτων]
- <πρόκον>
- ἠλίθιον
- <προκόνδυλα>
- τὰ μετὰ τοὺς κονδύλους ἐν ταῖς χερσί
- <Προκόν(ν)ησος>
- πόλις, καὶ νῆσος παρὰ Κύζικον
- <πρόκοος>
- [πόλις. ἢ] πονηρός
- <προκοπῆς>
- αὐξήσεως
- <προκοττίς>
- ἡ χαίτη
- <πρόκοττα>
- εἶδος κουρᾶς, ἢ κεφαλῆς τρίχωμα· <κοττὶς> γὰρ ἡ κεφαλή. καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες <κοττοὶ> διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον
- <πρόκρισις>
- προτίμησις
- <πρόκριτον>
- ἐκλεκτόν, ἐκλελεγμένον
- <Πρόκρις>
- θυγάτηρ Ἐρεχθέως
- <πρόκροσσαι>
- ἐπάλληλοι, ἄλλαι ἐπ' ἄλλας. καὶ ναῦς αἱ κατ' ἀλλήλων νενεωλκημέναι. ὅτι οἱ κροσσοὶ τὰ ἄκρα· ἢ ἀντικέφαλοι
- <προκρόσσας>
- ἄλλας ἐπ' ἄλλαις, κλιμακηδόν
- <πρόκροσσον>
- οὐ καθαροῦν, κλιμακωτόν
- <προκυκλίς>
- ἡ π<ε>μνήστρια
- <προκυλινδούμενος>
- προκυλιόμενος
- <πρόκυμον>
- πρόθυμον
- <προκυνεῖν>
- τὸ ἐγχωρεῖν
- <πρόκωνα>
- τὰ ἐκ τῶν μὴ πεφρυγμένων κριθῶν ἄλφιτα
- <πρόληψις>
- πρόγνωσις
- <προλόβιον>
- τὸ προέχον τοῦ λοβοῦ
- <προλογίζει>
- προλέγει
- <προλόγια>
- θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη, ὑπὸ Λακώνων
- [<πρόλογος>
- ὁ περιτιθέμενος τοῖς προελθοῦσιν ἐπὶ δεῖπνον. καὶ ὁ γαρ- γαρεὼν τῶν ὀρνίθων, ὃν οἱ παλαιοὶ πρηγορεών]
- *<πρόμαχοι>
- βασιλεῖς. καὶ τὰ τείχη. <προμαχῶνες> δὲ οἱ ἐπὶ τῶν τειχῶν πρόβολοι
- <προμάδδας>
- μάζας προμεμαγμένας
- <πρόμαλος>
- μυρίκη. ἢ ἄγνος
- <προμαλχατεύειν>
- μετατροπεύειν
- <προμαχεών>
- πύργος
- <πρόμαχος>
- ὑπὸ Κρητῶν μᾶζα ἑβδομαίῳ παιδίῳ γινομένη
- <προμέν>, λέγοντες προαγωγοί
- <προμένε(ι)οι>
- ῥοιαί τινες
- <προμήθεια>
- πρόνοια, ἐπιμέλεια
- <προμηθέστεροι>
- προνοητικώτεροι
- <Προμηθεύς>
- ἐπικινδύνους ἐπισφαλῶς ἔχων. καὶ ὄνομα
- <προμηθής>
- σώφρων
- <προμηθούμενος>
- προνοούμενος, προβλέπων
- <προμήτωρ>
- πατὴρ μητρός
- <προμνηστῖνα(ι)>
- ἑτέρα πρὸ τῆς ἑτέρας. οἱ δὲ ἑξῆς καὶ ἐκ διαστη- μάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλα[ι]ς
- <προμνηστ[ι]ῖναι>
- ἐπὶ μίαν. ἀπὸ τοῦ προσμένειν
- <προμνήστρια>
- ἡ συνιστῶσα ἀλλήλοις τοὺς γαμοῦντας
- <προμνώμενοι>
- προμνηστευόμενοι
- <πρόμοις>
- προμάχοις, προαγωνισταῖς, προστάταις, προηγουμένοις
- <πρόμολε>
- πρόελθε
- <προμόλη>
- ὁδός. προσδόκησις
- <προμόνη>
- πρόμαχος. ἀντίδικος
- [<προμόνης>
- προπετὴς καὶ προ[ς]πεσών. οἱ δὲ πρόθυμος. προ[ς]νενευ- κώς]
- [<πρόμου> ..
- πρόβουλος]
- <πρόμοχθοι>
- τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων
- <προμυλαία>
- θεὸς ἱδρυμένη ἐν τοῖς μυλῶσι
- <προμυχθίζει χαλκοδεσμῶν ὁπλῶν>
- ἀντὶ τοῦ πρός(ω) χωρεῖ[ου]
- <Πρόνεως>
- Ποσειδῶν
- <Προναίας>
- Ἀθηνᾶς τέμενος ἐν Δελφοῖς
- <προνοεῖ>
- ἐπιμελεῖται
- <πρόνοια>
- προενθύμησις, ἐπιμέλεια, φροντίς
- <προνομαία>
- προβοσκ[ης]ίς
- <προνομεύει>
- θεσπίζει. ἁρπάζει, κατασύρει, αἰχμαλωτεύει
- <προνομία>
- τὰ ὀφειλόμενα τῷ ἀξιώματι. ἢ ἡ ἐκ τῶν νόμων ἐξουσία. ἢ διαρπαγή
- <προνομ(ι)ῶν>
- προλημμάτων
- <προνοοῦ>
- ἐνθυμοῦ, ἐπιμελοῦ
- <προνωπής>
- προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ προπετής, ἕτοιμος, πρό- χειρος
- <προνώπια>
- τὰ ἔμπροσθεν τῶν πυλῶν, καθάπερ <ἐνώπια> τὰ ἔνδον, ὅπου αἱ εἰκόνες τίθενται
- <προνώπιον>
- τὸ προκείμενον, οἷον πρόθυρον
- <προξενεῖ>
- μαρτυρεῖ
- <πρόξενοι>
- οἱ προστάται, καὶ ξενίας ἐπιμελούμενοι, ἤγουν τοὺς ξένους ὑποδεχόμενοι
- <πρόξενος>
- φίλος, ὁ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ξένων προϊστάμενος
- <προοικίαι>
- παρὰ Κλειτοδήμῳ [ἐν ἴσῳ τῷ δήμῳ
- <προοίμιον>
- πρόλογος, ἀρχὴ παντὸς λόγου
- <πρόοιντο>
- παραδώσουσι, δώσουσιν
- <προολεῖ>
- καταλειπεῖ
- <πρόοπτον>
- προφανές
- <πρὸ ὃ τοῦ>
- οὗτος πρὸ τούτου, ἢ ἕτερος τοῦ ἑτέρου
- <πρόουρον>
- τὸ ἀπόσταγμα τῆς σταφυλῆς, πρὶν πατηθῇ
- [<προπαδίζων>
- προβαίνων πρὸ τῆς ἀσπίδος]
- <προπαιδεύματα>
- προμαθήματα
- <προπαίσω>
- προαγωγός, μαστροπός. [καὶ μάντις. μαστρόπευσις
- <προπαλῶς>
- δαψιλῶς
- <προπάροιθεν>
- ἔσθ' ὅτε ἐπὶ χρόνου· εἰ δ' ἐθέλεις, ἐπίμεινον, ἐγὼ δ' εἶμι προπάροιθεν
- <πρόπας>
- ἅπας
- <προπάστεον>
- τὸν πρὸ τῆς παστάδος τόπον
- <προπάτωρ>
- πατρὸς πατήρ
- <προπεπηλάκισται>
- καθύβρισται
- <προπέποται>
- προδέδοται
- [<προπεριζόμενος>
- ἀγκαλιζόμενος]
- <προπέτηλον>
- πεποίηται ἀπὸ τοῦ <προπίπτειν>
- <προπετής>
- προπίπτων πρὸ τοῦ λογισμοῦ
- <προπέφανται>
- φανερόν ἐστι
- <προπεῶντες>
- προεστῶτες
- <προπηλακίζει>
- ἐρεθίζει. κολακεύει. ἢ ὑβρίζει, ἀδικεῖ, ἐξουδενεῖ
- <προπηλακισμός>
- ἐρεθισμός ἐξουδένωμα
- ......
- φιλόνεικος. κολακευτής. ὑβριστικός, ἄδικος
- [<προπηνές>
- ἔμπροσθεν κατωφερές]
- <προπίονι>
- εὐθεῖ
- <προπίωμεν>
- διὰ τοῦ οἴνου τιμήσωμεν
- <πρόποδες ὄρους>
- τῶν ὀρῶν τὰ προὔχοντα. καὶ τὰς προκειμένας τῆς Αἰγύπτου νήσους
- <προποδίζων>
- προβαίνων
- <προποδών>
- ἔμπροσθεν
- <πρόπολοι>
- ὑπηρέται, δοῦλοι. νεωκόροι. προφῆται
- <προπρηνές>
- ἐπὶ πρόσωπον. ἢ ἔμπροσθεν κατωφερές
- <(προ)προκυλινδό[ύ]μενος>
- τοῖς ποσί. πρὸ τῶν ποδῶν κυλιόμενος. οἱ δὲ εἰς τὸ ἔμπροσθεν πορευόμενος
- <προπτόρθια>
- ἐν τοῖς ἄξοσιν ἡ λέξις φέρεται
- <Προπυλαί(α)>
- ἡ Ἑκάτη
- <προπύλαιον>
- πρόθυρον
- <πρόπωνα>
- εὐκρατῆ. εὔφημα. πρόχειρα, ἕτοιμα, ἀνεμπόδιστα
- <πρόρινον>
- τὸ μεταξὺ τῶν σαρκῶν καὶ τοῦ δέρματος
- <πρόῤῥιζον>
- σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον
- <πρόῤῥησιν>
- πρόλεξιν, προφητείαν
- <πρόῤῥησις>
- λόγος. καὶ τὰ ὅμοια
- <πρός>
- πρόθεσις. καὶ ξύλον ἐν Αἰθιοπίᾳ. καὶ ἀντὶ τοῦ ἐπί
- <πρὸς ἀγαθόν>
- ἐπ' ἀγαθῷ, ἐπὶ καλῷ
- <προσαγγελία>
- προσαγωγή
- <προσάγει>
- προσέρχεται. προσφέρει
- <προσαγηόχασι>
- προσήγαγον
- <προσαγόμενον>
- ἀγαπήσαντα. προ(ς)κτησάμενον
- <προσαγορεύει>
- ἀσπάζεται
- <προσαγορεύσας>
- προσειπών. καὶ τὰ ὅμοια
- <προσαγορεύουσι>
- καλοῦσι
- <προσαγωγή>
- προσέλευσις
- <προσαγώγιον>
- διαβήτης, [ἢ] τὸ τῶν τεκτόνων ὄργανον
- <προσαθύροντα>
- προσπαίζοντα
- <προσαιθ[ε]ρίζουσα πόμπιμον φλόγα>
- πρὸς τὸν αἰθέρα ποιοῦ- σα, ὥστε ἄνω πέμπεσθαι τὴν φλόγα
- <προς.αίνων>
- προσελκόμενος, προσαγόμενος
- <προσαίταις>
- πτωχοῖς
- <προσακές>
- ἐγγύς
- <πρὸς ἀκεσμόν>
- πρὸς ὑγείαν
- <προσάκτριδες>
- οἱ τῆς μηλολόνθης πρὸς τῷ στόματι μικροὶ πόδες
- <προσαμύνομεν>
- βοηθοῦμεν
- [<προσανεύουσαν>
- εὐτρεπίζουσαν, στρωννύουσαν]
- <προσαν[τ]έχειν>
- προσκεῖσθαι
- <προσάντης>
- σκληρός, ἐναντίος, δυσχερής, ἐχθρός, ἀηδής
- <προσαντίον>
- ἐναντίον, ἀντίπαλον
- *<προσανέχων>
- προσμένων. κουφίζων
- <προσάνων>
- προσαύξων. <Ἄνειν> γὰρ τὸ αὔξειν, καὶ αὐτὴν τὴν αὔ- ξησιν
- [<προσαπῆλαι>
- τιμῆσαι
- <προσαπειλή>
- τιμή]
- <προσάπτει>
- προσπλέκει, συνάπτει
- <προσαρασσόμενον>
- προσρησσόμενον
- <πρὸς ἄρκτον>
- [πρὸς μεσημβρίαν]
- <προσαύξω>
- προ[ς]άγω
- <προσαυρίζουσα[ι] χερσαίᾳ τροχῇ>
- ὑπὸ τῆς αὔρας ἡ <νοτὶς> προσπίπτουσα τῇ τροχῇ. δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· <ἐπαυ- ρεῖν> γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν
- <πρὸς αὔριον>
- εἰς αὔριον
- <προσαυρών>
- προστυχών
- [<προσαυσιάτω>
- προσφωνείτω]
- <πρὸς αὐτήν>
- περὶ αὐτήν
- <πρὸς αὐτοῦ>
- παρ' αὐτοῦ
- <πρὸς ἀφοσίωσιν>
- πρὸς τιμήν
- <προσάψας>
- συνάψας
- <προσβαίνει>
- ἐγγίζει
- <προσβάλλοιντο>
- πρὸς τῶν ἄλλων ἔβαλον τῆς ἀθλήσεως
- <προσβαλών>
- προσελθών
- *<πρόσβαλον>
- προσκατακλίθητι
- <προσβλητόν>
- κολλητόν
- <προσβολή>
- τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφή, καὶ κατοχή, καὶ ἡ ὁρμή
- <προσβ(ωμ)ολοχεῖ>
- πρὸς χάριν λέγει
- <πρόσγειος>
- ταπεινός
- <προσγίνεται>
- [προσδέ
- <προσγράφει>
- προσκρίνει
- <προσδεῖται>
- προσδέεται
- <προσδέδορκας>
- προσεῖδες
- <πρὸς δέ με>
- πρὸς δὲ τούτοις ἐμέ
- <προσδέχεται>
- προσποιεῖται
- <πρὸς Διός>
- παρὰ τοῦ Διός
- <προσεβήσατο>
- προ(ς)έβη
- <προσδιατρῖψαι>
- χρονίσαι
- <προσεγκεῖσθαι>
- ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι
- <προσεδρεύει>
- σχολάζει
- *<προνομή>
- ἁρπαγή
- <πρόσεδρος>
- ὁ παρακαθήμενος. σχολάζων
- [<προσέθω>
- προσθήσω]
- <προσειζήσαντες>
- προσκομίσαντες
- <προσεῖναι>
- ἐνυπάρχειν
- <πρόσειπε>
- ἄσπασαι, προσαγόρευσον. προσκύνησον
- <προσείσας>
- προ[ς]ανακινήσας, καὶ οἷον ἀπαγγείλας. ἀπὸ τῶν περι- αγόντων τὰ τετράποδα, ὅπου βούλεται. τοὺς γὰρ θαλλοὺς σείοντες ἐπεδίδοσαν
- <πρόσεισι>
- προσέρχεται
- [<προσεικάμενοι>
- προσλαβόμενοι]
- <προσεκτέα>
- σπουδαστέα
- <προσεκτέον>
- τὸ προσέχειν, κελευστικῶς
- <προσεκτικώτεροι>
- νηφαλιώτεροι
- [<προσέλει>
- προπηλακίζει]
- <Προσελήνιδες>
- αἱ Ἀρκαδικαὶ νύμφαι
- <προσελιάσθη>
- λίαν προσήγγισε
- <πρὸς ἑλιφερές>
- πρὸς τὸ κεκλεισμένον
- *<προσελθών>
- προσβαλών
- <προσεμάξατο>
- κατεμάξατο
- <πρὸς ἐμαυτόν>
- ἐν ἐμοί. εἰς ἑαυτόν
- .....
- προσεπλ(ά)κη. ἐπλησίασεν
- <πρὸς ἐμοῦ>
- πρὸς ἐμέ. <π>.
- <προσεμπεδοῦντες>
- ἐπιβεβαιοῦντες
- <προσεμπρῆσαι>
- καῦσαι
- <προσεννέπει>
- προσαγορεύει
- [<προσενοῦσί με>
- προσβάλλουσι, προσέρχονται]
- *<πρὸς ἐνώπια>
- ἔμπροσθεν πρὸς τοὺς κατάντικρυς τῆς ἀνατολῆς
- <προσενηνόχασι>
- προσαγηόχασι
- <προσεπέλασε>
- προσήγγισεν
- <προσεπεμβαίνει>
- ἐπιβαίνει, ἐπιτωθάζει, ἐπιγελᾷ
- <προσέπηξαν>
- προσήλωσαν
- <πρὸς ἐπίβασιν>
- πρὸς βάδισιν
- <προσεποι[ή]σω>
- προσεπάξω
- <προσεποιήσω>
- ἐσχηματίσω
- <προσερεύγεται>
- ἐρεύγεται
- <προσερήσομαι>
- ἐπερωτήσω
- *<προσεράχατοι>
- τεταγμένοι ἦσαν
- <προσερπύσῃ>
- προσέλθῃ
- [<προσέσθαι>
- ἐκδοῦναι]
- *<προσέτι>
- πρὸς τούτοις
- <προσέσχε>
- προσῆλθε. προσέπλευσε, προσώρμησεν
- <πρὸς εὐθεῖαν>
- πρὸς ὀρθότητα
- (*)<προσερ(ρ)ύη>
- προ(ς)ῆλθεν
- <προσέφυ>
- προσεγένετο
- <προσέφη>
- προσεῖπεν
- <προσεχές>
- ἐγγύς. νῆφον, νουνεχές
- <προσεχεῖ>
- ὁμοίως
- <προσεχής>
- γείτων. σπουδαῖος
- <προσεχῶς>
- σπουδαίως
- <προσεψιά>
- προσαγόρευσις, καὶ ἡ πρός τινα ὁμιλία
- <πρὸς ἕω>
- πρὸς ἀνατολήν
- <πρὸς ζόφον>
- πρὸς δύσιν
- <προσηγορία>
- ὀνομασία
- <προσήγορος>
- προσκυνητής
- <προσήϊκται>
- προσέοικε
- <προσηκάμενοι>
- προσλαβόμενοι
- <προσήκατο>
- προσηνέγκατο
- <προσήκει>
- πρέπει. διαφέρει. χρή. ἁρμόττει. συμφέρει
- <προσήκοντες>
- συγγενεῖς
- <προσηκόντως>
- ὀφειλόντως. πρεπόντως. ὀφειλόμενον. δεόντως
- <προσήλια>
- πρὸς ἀνατολήν
- <προσήλωσαν>
- προσέπηξαν. ἐσταύρωσαν
- <προσήλωται>
- ἀνεσταύρωται
- <προσήλυτος>
- πάροικος. ἀλλοεθνής
- <πρὸς ἡμῶν>
- ὑπὲρ ἡμῶν
- [<προσήναντες>
- βλάψαντες]
- <προσηνές>
- καλόν. ἡδύ. ἐπιεικές, ἀγαθόν, πρᾷον, χρηστόν
- <προσηνής>
- προσφιλής
- <προσηνῶς>
- ἡδέως. καὶ τὰ ὅμοια
- [<προσήνεον>
- ὑψηλόν. τίμιον]
- <προσήρενε>
- προσέθιγεν
- <προσηρτημένοι>
- .... κεκολλημένοι
- <πρό(ς)ηται>
- προσεγγίζει
- <προσηύδα>
- προσεῖπε, προσελάλει
- <προσηύρετο>
- προσέτυχε. προσηγάγετο
- <πρὸς ἠῶ>
- πρὸς ἀνατολήν
- <προσθεῖναι>
- τὸ παραδοῦναι τῷ ἐωνημένῳ ὑπὸ κήρυκι· ὅπερ νῦν <κῦρσαί> φασι
- <προσθείς>
- προσθήκην λαβών
- <προσθέματα>
- τὰ πυγιαῖα
- <πρόσθεν>
- ἔμπροσθεν. πρὸ τούτου, ἄνωθεν ἢ ἔνθεν
- [<προσθέοντα>
- ἔμπροσθεν τρέχοντα]
- <πρὸς θεοῦ>
- τὸ τυχόν. Ἀττικοὶ δὲ <χάριτι θεοῦ> φασιν εἶναι
- <προσθέσεις>
- δευτερώσεις
- <πρὸς θεόν>
- κατὰ τὸν θεόν. ἐπὶ τὸν θεόν
- <πρόσθη>
- πρόσθεσις
- <προσθιάξειν>
- ἀφελεῖν τὰς ἐκ τῆς ὀσφύος τρίχας
- <πρόσθ' ἵσταμαι>
- προΐσταμαι. ἐμποδίζω. ὑπερμαχῶ
- *<προΐσταται>
- ἐπιπολάζει. προσκόπτει
- <προσίασι>
- προσέρχονται, προσφέρουσι
- <προσίει>
- ἐγγίζει
- [<προσίεμεν>
- προσερχόμεθα]
- <προσίενται>
- προσάγονται
- <προσίεσθαι>
- ἐφέλκεσθαι. προσφέρεσθαι
- <προσίεται>
- ἀρέσκεται. προσδέχεται, ἡδέως λαμβάνει
- <προσιζῆσαι>
- προσκαθεσθῆναι
- <προσιζήσαντες>
- προσκομίσαντες
- <προσιζήσας>
- προσκαθίσας
- <πρόσιθι>
- πρόσελθε
- <προσίκτορος>
- προσικέτορος ἀπὸ τοῦ προσικνεῖσθαι τοὺς ἱκέτας
- <πρόσιμεν>
- προσερχόμεθα. πρεσβεύομεν
- <προσίναντες>
- βλάψαντες
- <προσιοῦσα>
- παρερχομένη
- <προς(.)ίρων>
- προσάπτων
- <προσίπταται>
- προπέτεται
- <προσίσχεται>
- προσβάλλεται
- <προσιτόν>
- ᾧ δύναταί τις προσελθεῖν
- <προσιών>
- προσελθών, προσερχόμενος
- <προ[ς]καταγνούς>
- πρὶν καταπτύσας
- <πρόσκειται>
- ἐκ προσθήκης κεῖται
- <πρὸς κέντρα λακτίζῃ>
- παροιμία ἐπὶ τοῦ κατὰ τῶν ἐναντίων τι λέ- γειν ἢ πράττειν
- <προσκηδεῖς>
- κατ' ἐπιγαμίαν οἰκεῖοι
- <πρόσκηπτε>
- προσήμαινε, πρόλεγε, προμήνυε
- <προσκλήδην>
- προσκαλεσάμενος
- <πρόσκλησις>
- προτροπή, ἢ πρόσριψις ἐπὶ δίκης
- <προσκομίσατο>
- προσηνέγκατο
- <προσκομιστέον>
- προσενεκτέον
- <προσκομιδή>
- ἀναφορά
- <πρόσκομμα>
- ζημία. βλάβη
- <προσκόπτειν>
- ἁμαρτάνειν. προβλέπειν
- <προσκοπήν>
- σκάνδαλον
- <προσκορῆ>
- ἀνηδῆ, ἀχαρῆ
- *<προεικρόσσας>
- ἄλλας ἐπ' ἄλλας κλιμακηδόν
- <προσκροῦσαι>
- παροργίσαι. προσηλῶσαι
- <προσκρούνιον>
- πρόφραγμα
- <προσκυνεῖ>
- προσπίπτει
- <προσκυρεῖ>
- προσεγγίζει
- <προσκυροῖ>
- βεβαιοῖ
- <προσλαζόμενα>
- προσλαμβανόμενα
- <προσλαζύμεναι>
- προσλαμβανόμεναι
- <πρό[ς]ληψις>
- γνῶσις
- <προσλιπαρῆσαι>
- παρακαλέσαι
- <προσμελοῦ>
- ἐπιμελοῦ
- <προσμίξας>
- προσελθών. συνάψας
- *<προμνήστρια>
- προξενοῦσα νυμφίους ἢ νύμφας
- <προσόδιον>
- ᾠδή, θεοῦ ὕμνον περιέχουσα
- <πρόσοδος>
- ἔντευξις. ἢ κέρδους προσθήκη
- <προσοικίσαντες>
- προσκαθίσαντες
- <πρόσοικος>
- οἰκεῖος, ὁ πλησίον οἰκῶν
- <πρὸς οἷμον>
- πρὸς τὴν ὁδόν
- <προσοίσεσθε>
- προσδέξησθε
- <προσοκ(ε)ῖλαι>
- προσορμίσαι εἰς τὴν γῆν
- <πρὸς ὄλεθρον>
- πρὸς θάνατον
- <προσόν>
- ἐνυπάρχον
- <πρόσον>
- ὤθησον
- <προσορμίσαντες>
- προσοκείλαντες
- <πρὸς οὔριον>
- πρὸς εὐθές, ἐπιτήδειον
- <πρὸς οὐρίου>
- τὰ αὐτά
- <προσοχή>
- κατανόησις. νῆψις
- *<προσοχθισμός>
- πρόσκρουσις. δεινοπάθεια. πάθος γνώμης. συμ- πάθεια
- <πρόσπαιον>
- πρόσφατον, νέον
- <προσπαλαίει>
- ......
- <προσπελάζει>
- προσεγγίζει
- <προσπέζω>, προσπελάζεται
- <προσπεριβάλλεται>
- προσπεριλαμβάνεται
- <προσπέφυκεν>
- ἐκ φύσεως συνῆν
- <προσπήγματα>
- μέρος τι τῆς νεῶς
- [<προσπήξομαι>
- προσκυνήσω]
- <προσπίπτω>
- λιπαρῶ. ἱκετεύω
- <προσπλάζει>
- προσπελάζει
- <προσπλήξω>
- τύψω
- <πρόσπολοι>
- πρόπολοι. θεράπαιναι. θεράποντες, δοῦλοι
- *<προσποιεῖται>
- σχηματίζεται
- <προσπορισθέν>
- ἐπινοηθέν
- <προσπταίει>
- σκανδαλίζει
- <πρόσπταισμα>
- πρόσκομμα
- <προσπταίοντες>
- προσκρούοντες, προσκόπτοντες
- <προσπτύξομαι>
- <προσπτύξομαι>
- ὑποβαλῶ. παραμυθήσομαι
- <προσπτύσσεται>
- προσάγεται. προσέλκεται. προσαγορεύει, ἀσπάζεται
- <προσραίνουσι>
- προσβάλλουσι
- (<προσρέουσι>)
- προσέρχονται
- <πρόσρησις>
- προσηγορία, ἀσπασμός
- <προσριπτούμενον>
- τοῖς κύμασι περικρουόμενον, κυματιζόμενον
- <προσρυέντων>
- προσελθόντων
- <προσήει>
- προσεπεῖχεν. προσθέει
- [<πρόσημον>
- ἐπὶ θανάτου προσαγομένου]
- [<προσήναντες>
- βλάψαντες]
- <πρός(ς)ω>
- πόῤῥω ἔμπροσθεν, μακρὰν εἰς τοὔμπροσθεν
- <προσώτερον>
- ἐξώτερον
- <προσταθείη>
- .....
- <πρὸς τάνδ[ε]' αὐλάν>
- πρὸς ταύτην τὴν αὐλήν
- *<πρὸς τάν>
- πρὸς ταύτην
- *<πρὸς τάνδε>
- ὁμοίως
- <προστασία>
- κυβέρνησις
- <προστατήριος>
- τὸν Ἀπόλλωνα οὕτω λέγουσι, παρόσον πρὸ τῶν θυ- ρῶν αὐτὸν ἀφιδρύοντο
- *προστα<τ>τ οἱ μέτοικοι. καὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἀπροστασίου ἐδιώκοντο
- *<πρόσταμα>
- κοιτών
- *<προστάς>
- πρόστωον
- <προστάτου>
- ὥστ' οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι ἀπὸ τοῦ Ἀθήνησι νομίμου. ἀνάγει δὲ εἰς τοὺς ἥρωας. ἔνεμον γὰρ προστάτην οἱ μέτοικοι· καὶ οἱ μὴ ἀπογραφόμενοι τοῦτον, ἀπροστα- σίου δίκην ὤφειλον
- <προ(ς)τερ[α]νισάμενος>
- προσπτυξάμενος
- <πρὸς τέρμασι>
- πρὸς τὰ τέλη
- <προστήσας>
- προαγαγών
- <προστιβάζεται>
- μερίζεται. προσπορεύεται
- <προστιμᾶται>
- κατακρίνεται
- <πρόστιμον>
- ζημία. παραγραφή
- <πρόστομον>
- ἐπὶ ξίφους κεῖται
- [<πρὸς τοῦ>
- πρὸς τοῦ ἑτέρου]
- <πρὸς τοὐμφανές>
- εἰς τὸ φανερόν
- <προστρεπόμενοι>
- σέβοντες, τιμῶντες, προσκυνοῦντες
- <προστρίβεται>
- προσπήσσεται
- <προστρόπαιος>
- φονιός, μιαρός, αἵματι μεμιασμένος. καὶ πρός τινα τρεπόμενος δεήσει καθάρσεως
- <προστροπαίω>
- ἱκετεύω
- <προστροπαίων>
- ἱκετευσίμων, καὶ ἱκετῶν
- *[<προστραπέσθαι>
- ἀποτραπῆναι. προθυμηθῆναι]
- <προστροπῇ>
- ἱκετείᾳ
- <προσπρόσοδος>
- τιμή
- <πρόστροπον>
- πρόσαντες
- <πρόστροχον>
- στρογγύλον
- <προστυχών>
- ἀπαντήσας
- <προστώῳ>
- κοιτῶνι
- <πρὸς ὑποτύπωσιν>
- πρὸς σημεῖον
- <προσυπουργεῖσθαι>
- ὑπηρετεῖσθαι
- <προσφανῆ>
- Θεόφραστος ἐν Μεταλλικῷ χρυσίου συῤῥοάς
- <προσφάσθαι>
- προσειπεῖν
- <προσφάτης>
- πλάγιος πεσών
- <πρόσφατον>
- τὸ ἀρτίως γινόμενον, νέον, νεαρόν
- <προσφερεῖς κόρας>
- ὁμοίας ἀλλήλων κόρας
- <προσφθέγγεται>
- ἀσπάζεται
- <προσφιλεστάτοις>
- ἀγαπητοῖς
- <πρόσφορα>
- τὰ ἐπιτηδείως προσφερόμενα
- <πρόσφορον>
- ἐπιτήδειον, ἁρμόζον. οἰκεῖον. ἀκόλουθον
- <προσφοῦσα>
- ἐνδακοῦσα
- <πρόσφυγα>
- καταφυγόντα
- <προσφυείς>
- προσπλακείς
- <προσφυές>
- προσῳκειωμένον
- <προσφυεστέροις>
- προσοικειωθεῖσιν
- <προσφυῆ>
- προσεοικότα. ἁρμόζοντα
- <προσφύς>
- προσπλακείς, περιπλακείς
- <προσφῦσα>
- ἐνδακοῦσα
- <προσφωνεῖ>
- προσαγορεύει
- <πρὸς χάριν>
- πρὸς τέρψιν
- <πρόσχες>
- ἐπίβλεψον
- <πρόσχημα>
- πρόφασις. ὑπόκρισις. προκάλυμμα
- <προσχίσματα>
- εἶδος ὑποδήματος, ἐσχισμένον ἐκ τῶν ἔμπροσθεν
- <προσχόμενον>
- προτείναντα
- <προσχωρεῖ>
- συμμίσγεται
- <πρόσχορος>
- ὁ παρὰ τῷ χορῷ γινόμενος
- <πρόσω>
- ἔμπροσθεν, πρὸ τούτου
- <προσῳδία>
- μετ' ὀργάνου ᾠδή
- <προσωθεῖται>
- προστρίβεται
- <πρός.ω καὶ ὀπίσω>
- ἐν τῷ ἔμπροσθεν, ὅ ἐστι μετὰ ταῦτα, καὶ ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ. ἢ τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὰ μέλλοντα
- <προσώκειλε>
- προσώρμισε εἰς γῆν
- <προσών>
- ἐνυπάρχων
- *<πρῶσον>
- ὤθησον
- [<προσωπαιδοῦντες>
- ἐπιβεβαιοῦντες]
- <προσωπεῖον>
- ἡ νῦν καλουμένη τῶν γυναικῶν <προσωπίς>
- <προσωπεῖον>
- σχηματισμός
- *<πρόσωπον>
- ἐστὶ συνδρομὴ ἰδιοτήτων
- *<πρόσωπον>
- τὸ πρόσωπον. Ὅμηρος
- [<προσώπη>
- πρόσοψις]
- <Προσωπῖτις>
- νῆσος ἐν Αἰγύπτῳ
- <προσωποποιΐα>
- ὅταν πρόσωπον ὑποθέμενός τις εἴπῃ τι
- <πρόσω πορεία>
- προκοπὴ ὁδοῦ
- <προσωποῦττα>
- Πολέμων ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἔχον ἐπὶ τοῖς χείλεσι πρόσωπα, ἐν ᾧ τὰ ἱερὰ ἔπεμπον
- <προσώτατα>
- ἐσώτατα
- <προσωτέρω>
- ἐγγυτέρω πρὸς γένος
- <πρ[ος]ῶσιν>
- προ[ς]ώθησιν. ἢ πρὸς ὄψιν, οὐ καλῶς
- <προσώχθισα>
- ἐμίσησα. προσέκοψα. περιεκάκησα. προσήγγισα
- <προταίνιον>
- πρὸ μικροῦ
- <προταίνιον>
- παλαιόν
- <προταμεῖν>
- τεμεῖν
- <προτάξω>
- προκρίνω
- <προτάξεως>
- φανερᾶς μάχης
- <πρότασις μετ' ἐπιτάσεως>
- ἢ ἐρώτησις
- <προτεθειμένον>
- ἡπλωμένον
- <προτείνεται>
- δίδει. ὑπισχνεῖται
- <προτέλεια>
- ἡ πρὸ τῶν γάμων θυσία, καὶ ἑορτή. <τέλος> γὰρ ὁ γά- μος, ἀπὸ τοῦ εἰς τελειότητα ἄγειν
- <προτελειωσαμένη>
- προμυησαμένη
- <προτεμενίσματα>
- προπύλαια ναῶν
- <προτένθαι>
- λίχνοι προαρπάζοντες
- [<προτενίσματα>
- προπύλαια]
- <πρό τ' ἐόντα>
- προγεγονότα
- <προτερεῖ>
- προὔχει, τὰ πρωτεῖα λαμβάνει
- <προτέρημα>
- πρόκριμα, προτίμησις
- <πρότεροι>
- προγενέστεροι
- <προτέρω>
- εἰς τοὔμπροσθεν οὐδ' ἄρα μοι προτέρω ν(ῆ)ες κίον
- <προτετύχθαι>
- προγεγονέναι
- [<προτεύοντα>
- προγεγενημένα]
- <προτιάπτω>
- προπέμπω
- <προτὶ ἄστυ>
- εἰς τὴν πόλιν
- <προτιβάλλεαι>
- προ(ς)βάλλῃ. μισεῖς, καὶ ἀποστρέφῃ, ὡς καὶ Ἀττι- κοὶ λέγουσι· <προ(ς)βάλλομαι τοῦτον>. οἱ δὲ κωλύεις· ἀπὸ τῆς κατὰ τοὺς πύκτας προ(ς)βολῆς. ἔστι δὲ ἀναπόδεικτον παρὰ Ὁμήρῳ· ταύτην δ' οὔτ' ἔπ(ε)ϊ προτιβάλλεαι οὔτε τι ἔργῳ
- <προτίδεγμαι>
- προσδέχομαι
- <προτιδέγμεναι>
- προσδεχόμεναι
- <προτιδέγμενοι>
- προσδεχόμενοι
- <προτιειλεῖν>
- ἐγκλίνειν
- <προτιμᾶν>
- προκρῖναι, ἐκλέξασθαι
- <προτὶ ὅν>
- πρὸς τὸ(ν) ἴδιον
- <προτιόσσεται>
- προορᾶται. προσδέχεται. προσαγορεύει
- <προτιόσσετο>
- προσεδόκα
- <προτιπτυσσοίμεθα>
- ἀσπαζοίμεθα. παρακαλοῖμεν
- <πρότμησιν>
- κατὰ τὸν ὀμφαλόν
- <πρότμησις>
- ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν τόπος
- <προτμητόν>
- τὸν ὀμφαλόν
- <προτμῆτις>
- ὁ περὶ τὸν ὀμφαλὸν κατὰ τὸν λαγόνα τόπος
- [<προτολεῖον>
- ὑπάρχον]
- <προτομαί>
- εἰκόνες βασιλέων
- <προτομή>
- εἰκὼν βασιλική, ἕως τοῦ ὀμφαλοῦ τοῦ σώματος εἶδος
- <προτόνιον>
- ὕφασμα
- <πρότονοι>
- οἱ ἑκατέρωθεν τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρώ- ραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθεν
- <προτόνοισι>
- τοῖς τὸν ἱστὸν συνέχουσι σχοινίοις, ἐξ ἑκατέρου μέ- ρους, καὶ τοῖς ἐν τῷ ὑφαντικῷ ἱστῷ
- *<πρωτορύμῳ>
- ἐν τῷ ἀκρορύμῳ, ὅπου ὁ ζυγὸς δεσμεῖται
- <προτραπέσθαι>
- ἀποτραπῆναι. ὑποεῖξαι· ἔθελον δ' ἄχεϊ προτραπέσθαι·
- παρ' οὐχὶ προθυμηθῆναι, οἷον τοῦ τάχους ἀποτραπῆναι
- <προτρέπειν>
- τὸ προάγεσθαι. ἐνίοτε καὶ τὸ προβιβάζειν
- *<προτροπεσθάριοι>
- ἐπιτροπὴν ἔχοντες
- <προτρέπου>
- παρακάλει
- <προτριβεῖς>
- δριμεῖς καὶ ὀξεῖς
- <πρότριτα>
- πρὸ πολλοῦ
- <πρότροπα>
- θυσίας εἶδος
- <προτροπάδην>
- εἰς τοὔμπροσθεν τετραμμένοι. ἢ φεύγων καὶ διώκων ὡς ἐν μάχῃ
- <προτροπή>
- παράκλησις. καὶ τὰ ὅμοια
- *<προτύπως>
- ἀκολούθως
- <προτροπίς>
- σπυρίς
- <πρότροπος>
- οἶνός τις, τοῦ γλεύκους τὸ πρόχυμα
- <προτρύγαια>
- ἑορτὴ Διονύσου καὶ Ποσειδῶνος
- [<προτυχών] προστυχών>
- παρατυχών
- *<πρωτόγονος>
- νέος
- <προῦ>
- προσέρχου
- <προύβα>
- τὸ λευκόν
- <προὔβη>
- προέβη
- [<προυγελεῖν>
- προπηλακίζειν, ὑβρίζειν]
- [<προυγιετέρω>
- προτιμοτέρω]
- <προυεσμένη>
- ἀναβαλλομένη. προϊοῦσα
- <προὔθηκα>
- προέθηκα
- <προύκας>
- δορκάδας
- <προυλέσι>
- πεζοῖς ὁπλίταις
- <προῦμορ>
- εἶδος σικύου
- <προυνικοί>
- οἱ μισθοῦ κομίζοντες τὰ ὤνια ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς, οὕς τινες <παι- δαρίωνας> καλοῦσι· δρομεῖς, ταχεῖς, ὀξεῖς, εὐκίνητοι, γοργοί, μισθωτοί
- <προύνους>
- βουνούς
- <προὐξένεις>
- ἐξένιζες
- <προὔπεμψε>
- προέπεμψεν
- <προὖπτον>
- πρόδηλον, φανερόν
- <προύρα>
- πλεύμων, ἢ πνεύμων
- <προυργιαίτατα>
- προνοητικώτατα
- <προυργιαίτερον>
- προκρινόμενον, προτιμότερον. κρεῖττον. ἀναγκαιό- τερον. ὠφελιμώτερον
- <προὔργου>
- ὁμοίως· ἑτοίμου, πρὸ ἔργου
- <προύσελα>
- προύτελα, προτελεῖ
- <προὔστημεν>
- προέστημεν
- <προὔστησας>
- προέστησας. εὐτρέπισας
- <προὔστησε>
- προέστησε. εὐτρέπισεν
- [<προυτροπάδην>
- κατὰ τροπήν]
- <προὔτυψαν>
- προένευσαν. προῆλθον, προεχώρησαν
- <προὔτυψαν>
- προήρξαντο. καὶ τὰ ὅμοια
- <προὔχει>
- προέχει. πρωτεύει, κρεῖττόν ἐστι
- <προὔχοιο>
- προφασίζοιο
- <προὔχων>
- προέχων
- <προὔχονται>
- ἐνέχονται
- <προὔχοντες>
- προάγοντες. μέγιστοι
- [<προὐχός>
- ξέστης]
- [<προὔχνου>
- παντελοῦς]
- <προφαίνων>
- προλέγων. προδηλῶν
- <προφανεῖς>
- προφανέστεροι
- <προφανέντες>
- προελθόντες
- <προφανῶς>
- προθύμως
- <πρόφαντα>
- προφητικά
- <πρόφαντον>
- λόγιον, θεοπρόπιον, προδεδηλωμένον
- <πρόφασις>
- αἰτία, ἀφορμή
- [<πρόφασσα>
- πρόθυμος. ἐνοοῦσα. καὶ προνοηθεῖσα]
- <πρόφερε>
- ὀνείδιζε. πρόαγε, προκόμιζε
- <προφέρει>
- ὅμοιον
- <προφερεῖς>
- οἱ <νέοι> μὲν <ὄντες, πρεσβύτεροι δὲ φαινόμενοι>
- <προφορεῖσθαι>
- τὸ ταῖς διαζομέναις τὸν στήμονα παραδιδόναι
- *<προφερέστεροι>
- κρείττονες, ὑπερέχοντες, κρείσσονες, βελτίονες
- *<προφορά>
- εὐλαλία. ἑτοιμολογία
- [<προφοῶ>
- προεξήγαγεν αὐτόν]
- <πρὸ φόως>
- πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου εἰς φῶς αὐτὸν προήγαγε γεν- νηθέντα
- <προφράγματα>
- τὰ προσκήνια
- <πρόφρασσα>
- πρόθυμος. εὐνοοῦσα. διανοουμένη
- <προφρονέως>
- προθύμως
- <πρόφρων>
- πρόθυμος. εὔνους. φρόνιμος
- <προφύσια>
- ἐν τοῖς μετάλλοις τὰ σκέπης χάριν τῶν ἐν ταῖς φύσαις αὐλῶν τιθέμενα
- <προχάζοις>
- προβαίνοις. ἀναποδίζοις
- <προχάνη>
- σκῆψις. πρόφασις. καὶ καλύπτρα
- <Προχαρισία>
- ἡ Θέτις οὕτω που τιμᾶται
- <πρόχασον>
- πρόελθε
- [<προχέα>
- πρόφασις]
- <προχέει>
- ἐκπέμπει
- <προχειρίζεται>
- προφέρει. προχέει. ἐκλέγεται
- <προχειρίσαι>
- ἐπιλέξαι
- <προχείρως>
- ἑτοίμως, ταχέως, ὀξέως
- *<πρόχειρος>
- ἕτοιμος, εὐχερής
- *<προχειρότατον>
- ἕτοιμον
- <προχέοντο>
- ἐπάλληλοι ἐφέροντο. προΐεσαν. ἔῤῥεον. προ[ς]ήρχοντο
- [<πρόχθης>
- τὸ ἐκβαλλόμενον εἰς τὴν θάλασσαν
- <προχθήσεσι>
- ταῖς εἰς τὴν θάλασσαν προχύσεσι]
- <πρόχνυ>
- ἐπὶ γόνατα, οἷον πρὸ γόνατος· πρόχνυ καθεζομένη καὶ παντελῶς· πρόχνυ, ἐπεὶ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσε καὶ πρόῤῥιζον, παντελῶς, καὶ τελείως
- <προχοαί>
- αἱ ἐκρύσεις τῶν ποταμῶν. καὶ ὑδρ[ε]ίαι
- <προχοῇς>
- τὸ ἐκβαλλόμενον εἰς τὴν θάλασσαν. καὶ τοῦ ποταμοῦ τὸ προστόμιον <προχοή>
- <προχοΐδας>
- τὰς ἀμίδας
- <πρόχοι>
- πρόχοοι, ἤγουν ὑδρ[ε]ίαι· ἀμφικύβωται προχοί. ἤτοι δὲ ἀπὸ τοῦ ὅλου περιφερεῖς κύβους ἀμφικύβωται· ἢ ἀπὸ τῆς τῶν ὤτων, τὸ ἐξ ἀμφοτέρων δηλοῦντος
- <προχοΐδια>
- αἱ καταχύσεις
- <προχοΐδιον>
- ἀγγεῖόν τι οἰνηρόν, σταμνίς. καὶ οἷον ὡς προχοΐδιον, ἤγουν κατάχυσιν
- [<πρόχοιο>
- προφασίζοιο. ἢ προβάλλοιο, καὶ σκεπάζοιο. παρ' ὃ καὶ τὰς ἀσπίδας <προβαλοὺς> ἔλεγον]
- <πρόχοος>
- ξέστης, μέτρον
- <προχόῳ>
- τῇ καταχύσει
- <προχύτας>
- ὀλάς, ἀπαρχάς
- <προχύτης>
- ποτήριόν τι
- *<πρόχυσις>
- τὸ μεταξὺ χῶμα
- <προψάτης>
- πανώλεθρος
- <προώδων>
- ἐξέχων τοὺς ὀδόντας
- <πρόωμαι>
- ἐάσω, προχωρήσω
- <προώμεθα>
- ἐάσωμεν, παραχωρήσωμεν
- <προώρας>
- τὰ πρῶτα κλήματα
- <πρόωρον>
- πρὸ καιροῦ
- <πρόωφος>
- πρόσκοπος
- <προωχὴς ἵππος>
- ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν μετέωρος καὶ τῷ ἀναστήματι καὶ τῇ ἱππασίᾳ
- <πρύανος>
- νέος
- <πρυλεῖς>
- οἱ μὲν πολλοὺς λαούς· οἱ δὲ προμάχους, ἢ πεζοὺς ὁπλίτας ἀθρόους
- <πρυλέες>
- πεζοὶ ὁπλῖται· ἀπὸ τῆς πορ(ε)ίας. τουτέστι πορείᾳ χρώ- μενοι
- <πρύλιν>
- πυῤῥίχην, ἢ ὁπλίτην
- <πρυλέεσσ' ἀραρυῖα>
- πεζοῖς ἡρμοσμένη
- <πρυλεύσεις>
- ἐπὶ τῆς ἐκφορᾶς τῶν τελευτησάντων παρὰ τῷ ἱερεῖ
- <πρύμνα>
- τὰ πρέμνα, ἢ τὰ ὄπισθεν τοῦ πλοίου
- <πρύμναι>
- αἱ ἄκραι
- <πρύμναδε>
- πρυμνόθεν. πᾶν γὰρ τὸ πρόσγειον κάτωθεν <πρύμνον> λέ- γεται
- *<πρυμνήσια>
- ἀπόγεια σχοινία
- <πρύμνηθεν οὖρον>
- τὸν ὄπισθεν ἄνεμον, τὸν ἐπιτήδειον
- *<πρύμνη>
- τὰ ὀπίσω, ἢ τὸ τέλος τοῦ πλοίου
- <πρυμνόν>
- τὸ ἔσχατον, τὸ ἄκρον. καὶ <πρυμνήν> τὴν ἐσχάτην. [καὶ πᾶν ἔσχατον], ἐκ ῥιζῶν
- <πρυμνός>
- κάτωθεν βαρύς. ἢ πλοῦτος
- <πρυμνώρ(ε)ια>
- ἀκρώρεια. ἄκρον. ὄρους τὸ ἔσχατον μέρος
- <πρυτανεῖα>
- ἡ λεγομένη καταβολή, τὸ δέκατον τοῦ τιμήματος
- <πρυτανεῖον>
- τρία Ἀθήνησι συσσίτια [πρυτανεῖα] θεσμοφορεῖον, πρυ- τανεῖον. [λέγεται δὲ καὶ ἡ ἐπὶ μηνὶ μισθοφορία, καὶ οὗ κατετίθεσαν τὸ ἀργύριον οἱ δικαζόμενοι
- <πρυτανεύει>
- διοικεῖ
- <πρύτανις>
- βασιλεύς. ἄρχων. χορηγός. ταμίας. διοικητής
- <πρῴ>
- ἀντὶ τοῦ πρωΐ
- <πρωθήβας>
- ἀκμαίους
- <πρωθῆβαι>
- ἄρτι ἀκμάζοντες
- [<πρώηβες>
- ἄρτι ἀκμάζοντες]
- <πρωθήβην>
- ἄρτι ἡβῶσαν, ἀκμάζουσαν
- <πρωί>
- Ἀττικώτερον τὸ ὑφέν. σημαίνει δὲ τὸ ἐν ὥρᾳ. καὶ πρὸ τοῦ δέοντος καιροῦ, ἢ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ὡς <ὀψέ> ἐπὶ τοῦ καθυ- στεροῦντος τῆς προσηκούσης ὥρας
- <πρωΐα>
- ταχέα
- <πρωϊζά>
- πρῶτα. πρωί
- <πρωΐη>
- ὀρθρινή
- [<πρωϊνής>
- ἐπ' ὄψιν, ἐπὶ πρόσωπον]
- <πρώϊον>
- κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν. οἱ δὲ πρὸ καιροῦ, ταχύ. ἢ ἀντὶ τοῦ πρώην
- [<πρώκεα>
- δῶρα]
- <πρῶκες>
- σταγόνες, ψεκάδες, σταλαγμοί
- <πρωκτὸς λουτροῦ περιγίνῃ>
- παροιμία, ὅταν τις μὴ δύνηται ἀπο- νίψασθαι, ἀλλ' ἡ κοιλία αὐτῷ ἐπιφέρηται. ἐλέγετο οὖν ἐπὶ τῶν ἀνω- φελῶν καὶ εἰκῆ πραττομένων
- <πρωλυθίαι>
- παρειμένοι, παραλελυμένοι
- <πρωλύθιον>
- ὁ ἐπιφερὴς καὶ ἐπὶ στόμα
- <πρών[ίας>]
- ὄρος, κρημνός. οἱ δὲ ὄρους ἐξοχήν
- <πρώονας>
- ὀρῶν ἐξοχάς
- <πρώονες>
- οἱ ἐκνενευκότες τόποι εἰς ὄρη
- <πρῷρα>
- πρόσωπον. ἢ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ πλοίου. ἢ στολὴ διακεκαλλω- πισμένη τὰς ὄψεις, ἢ ἐπικαλύπτουσα
- <πρῳράσαντες>
- κροτήσαντες. ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν νεῶν καὶ τῆς εἰρεσίας
- <πρωραχθῆ>
- ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν πλοίων. ἐκεῖνα γὰρ ἐν τῇ πρῴρᾳ τὸν φόρτον φέρει, καὶ ἐπαιωρούμενα ἐγκαθέζεται τῇ θαλάσσῃ. φυσι- κῶς δὲ οἱ γέροντες ἐπὶ τὸ πρόσωπον φέρονται. <Πρῷρα> δὲ τὸ πρός- ωπον
- <πρωρεῖ>
- κηδεύει. ἐκρεῖ. [πρωσίς] προορᾷ. φοβεῖται
- <πρ[ώς]ῶσι(ν)>
- προ[ς]ώθησιν
- <πρῶτα>
- ἅπαξ πρότερον
- *<προτέλειαι>
- αἱ ἀπαρχαί· κυρίως μὲν τῆς λείας, ἤγουν τῆς αἰχμα- λωσίας, καταχρηστικῶς πᾶσα ἀπαρχή
- *<πρώτῃσι θύρῃσιν>
- ἐπ' ἄκρου τοῦ οὐδοῦ. ἐπ' ἄκραις ταῖς θύ- ραις
- <πρωτερική>
- εἶδός τι συκῆς πρωΐμου. καὶ πεδίον τι οὕτω καλεῖται
- <πρώτιστον>
- πρότερον
- <πρωτόαλος>
- πρωτόπλους
- <πρωτόβαθρον>
- τὸν προεδρ[ε]ίας ἀξιωθέντα
- <πρωτογόνων>
- πρώτων φανέντων
- <πρωτόγονος>
- νέος
- <πρωτογυναῖκες>
- οἱ μίαν ἠγμένοι γυναῖκα
- <πρωτόλεια>
- ἀπάργματα
- <πρωτόλειον>
- ἀπαρχή. ἢ τὸ πρῶτον ἐλθεῖν τὴν λείαν
- <πρωτώλη>
- πρώτη. ἢ πτερόν
- <πρωτολήδεσθαι>
- τὸ πρῶτον ἀποπειρᾶσθαι
- <πρωτόμφαλον>
- τὸ τῆς ἀσπίδος μέσον
- <πρῶτον ὑπηνήτην>
- τὴν ἀπαρχὴν ἔχοντα γενειάδος
- <πρωτοπαγεῖς>
- οἱ πρῶτον πεπηγμένοι <δίφροι>, καινοί
- <πρωτοπραξία>
- τὸ πρῶτον εἰσπραττόμενον
- <πρωτοστάτης>
- ὁ πρῶτος παρὰ τὸ κέρας τῆς παρατάξεως τεταγμένος
- <πρωτοτόκος>
- ἡ πρώτη τετοκυῖα. καὶ ὁ πρῶτος τεχθείς
- <πρωτοτύπως>
- ὁ ἀκολούθως. πρωτουργός
- <πρώτῳ ῥυμῷ>
- τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ
- <πταίει>
- πίπτει, ἁμαρτάνει. σφάλλει
- *<πταῖτο>
- ἔπτη. ἔδραμεν
- <πτάκες ἢ πτάκιδες>
- δειλοί, ἐπτηχότες. καὶ <πτακισμός>
- <πτακωρεῖν>
- πτήσσειν, δεδοικέναι
- [<πταλόν>
- ἐφ' ᾧ ἡ σταφυλὴ πατεῖται]
- <πταμένη>
- πετασθεῖσα. διελθοῦσα
- <πτάξ>
- πτάκις. πτώξ. δειλός
- <πτάτο>
- ἔπτη. ἔδραμεν
- <πταώτην>
- κατεπτηχότα
- <πτελέα>
- σῦς ὑπὸ Λακώνων. ἢ εἶδος δένδρου
- <πτελεάδες>
- πτελεῶδες
- <πτελεόν>
- τὸ συλλέγεσθαι
- <Πτελεός>
- πόλις
- <πτερά>
- πτέρυγες. ἢ οἰκοδομήματα ἱερῶν ἐκ λίθων
- [<πτέρθοις>
- τείχεσι. διαστήμασιν]
- <Πτερίδες>
- τῶν Νυμφῶν τινες οὕτω καλοῦνται· ἀπὸ τῆς πόας
- <πτέρνα>
- τοῦ ἀρότρου τὸ σιδήριον, τὸ κατατεῖνον ὑπὸ τὴν γύην. καὶ τοῦ ποδός. καὶ τὰ ἔσχατα μέρη τῶν ὀρῶν
- <πτέρνεται>
- *<πτέρνης>
- τῆς πορείας τοῦ βίου
- *<πτερνιεῖ>
- παγιδεύ(ς)ει
- *<πτερνίζει>
- ἀπατᾷ. συναρπάζει. ἀτιμάζει, ὑβρίζει
- <πτερνίς>
- τὰ πυθμένια τῶν ἰατρικῶν λεκανίδων, ἃ μέχρι νῦν προσδέ- ουσιν ἁλυσειδίοις μακροῖς ἐν τοῖς ἰατρ(ε)ίοις. καὶ εἶδος ἱέρακος
- *<πτερνισμόν>
- ἐπιβουλήν
- <πτερνοβάτης>
- τῶν ἰατρικῶν τις ἐπιδέσμων
- <πτερ[ν]όεντα>
- ταχέα. οἱ δὲ πεφορτισμένα. κοῦφα. εὐάρμοστα
- <πτερόεντα>
- ὁμοίως
- <πτεροῖ>
- ἐξαίρει
- <πτερόν>
- σκηνή
- <πτερονόμος>
- τοῖς πτεροῖς νομῶσα καὶ νεμωμένη. ὅθεν καὶ τὸ <νέ- μειν> ἐπιστροφὴν ἄγειν
- <πτεροφόροι>
- τέλος τι στρατιωτικόν, ἢ ὡς διὰ τὴν ἐν τοῖς λόφοις πτέρωσιν. καλοῦνται δὲ οὕτως καὶ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἱερέων τινές
- <πτέρυγες>
- εὐθυντῆρες. τὰ πηδάλια. καὶ μέρος χιτῶνος, τὰ περὶ τὰ κράσπεδα. δηλοῖ δὲ καὶ τῶν πηδαλίων τὰ πλατέα καὶ τὰ χείλη
- <πτέρυγες>
- σκέπαις
- <πτερύγια[ι]>
- μέρος τι τοῦ ῥυμοῦ. καὶ τοῦ πνεύμονος τοῦ λοβοῦ τὰ ἄκρα· καὶ τοῦ ὠτὸς τὸ ἄνω· καὶ ξίφους τὰ ἑκατέρωθεν. ἢ τὰ ἄκρα τῶν ἱματίων
- <πτερυγίζειν>
- μηδὲν ἀνύειν. ὅταν γὰρ τὰ μήπω δυνάμενα πέτεσθαι τῶν ὀρνέων πειράζοντα ἐπιβάλληται καὶ κινῇ τὰς πτέρυγας <πτερυ- γίζειν> λέγεται
- <πτερύγιον>
- ἀκρωτήριον, πτέρυξ
- <πτερυξαμένη>
- διασείσασα
- <πτερύσσεται>
- τὰ πτερὰ τινάσσει, πέτεται
- <πτερ[ε]υγοτύραννος>
- ὄρνις ποιὸς ἐν Ἰνδικῇ Ἀλεξάνδρῳ δοθείς
- <πτέρων>
- ἀλλ' ἢ τρίορχος, ἢ πτέρων, ἢ στρουθίας εἶδος ὀρνέου
- <πτερῶν ταρσοῦ>
- τῶν πτερῶν
- <πτερωτοῖς>
- πετεινοῖς
- <πτερωτός>
- ἀναπτερωθείς.
- <πτηνός>
- ὁ ἱπτάμενος
- <πτῆξαι>
- δειλιᾶσαι
- <πτήξαντα>
- τὴν ὄψιν εἰς τοὔδαφος καταβαλόντα.
- <πτῆξεν>
- εἰς φόβον ἤγαγεν
- <πτῆναι>
- ταχέως ἐνεχθῆναι
- <πτήσσων>
- ὑποπίπτων. κρυβόμενος
- <πτῆται>
- ταχέως πέτεται
- <πτίλα>
- πτερὰ ἁπαλά
- <πτίλος>
- ὁ μαδαρός, καὶ λελεπισμένος τοὺς ὀφθαλμούς
- <πτίσαι>
- κόψαι
- *<πτίσει>
- κόψει
- <πτισάνη>
- κυκεών
- <πτίσατε>
- ἀποδερματίσατε
- <πτόησις>
- δειλία
- <πτοία>
- πτυρμός. φόβος
- <πτοίαν ἢ πτοῖον>
- [θόρυβος, ἢ ταραχή
- <πτοιώμενον>
- πτοιᾶσθαι λέγεται· τὸ παρορμᾶσθαι πρὸς τὰ ἀφρο- δίσια
- <πτολέμοιο>
- πολέμου
- <πτολίεθρον>
- πόλιν καὶ πόλις
- <πτόλις>
- ναῦγος. ἢ πόλις
- *<πτολεμίξομεν>
- πολεμίσωμεν
- *<πτολίεσσι>
- πόλεσι
- *<πτόρθος>
- κλάδος, βλαστός
- <πτολίπορθος>
- πολεμιστής. ἀπὸ τοῦ τὰς πόλεις πορθεῖν
- <πτόρθος>
- ὄρπηξ, βλαστός, κλάδος, ἢ ἔκφυσις τοῦ δένδρου, θαλλός
- [<πτόριμον>
- ταχύ. φρόνιμον
- <πτορισμός>
- φροντισμός]
- <πτύγμα>
- κόλπωμα. δίπλωμα
- <πτύελον>
- σκεῦος ἐπιτήδειον πρὸς λουτρόν. ἢ πτύσμα
- <πτυκτίον>
- [πτυκτίον] βιβλίον
- <πτυκτόν>
- πτυσσόμενον. ἢ καμπτόμενον
- <πτύξ>
- ἡ πτυχή, ἡ πλέξ(ις)
- <πτύξις>
- δίπλωσις. κάμψις
- <πτύον>
- θρῖναξ. ξύλον ἐν ᾧ διαχωρίζουσι τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου
- <πτυόφιν>
- τοῦ πτύου. ἔστι δὲ γεωργικὸν ἐργαλεῖον
- [<πτύοχλον>
- ὑπόδημα ἀνδρεῖον]
- <πτύρεται>
- κλᾶται. κραδαίνεται. σείεται. φοβεῖται. φρίττει
- <πτυρμός>
- φρίκη. καὶ τὰ ὅμοια
- <πτύσσει>
- κραδαίνει. ἢ τὰ δόρατα διπλοῖ
- <πτυσσοίμεθα>
- κολακεύοιμεν
- <πτυχαί>
- στο(λ)αί. περιβολαί
- <πτύχες>
- μερίδες. καὶ αἱ τῶν ὀρῶν ἀποκλίσεις. εἰσὶ δὲ αἱ φάραγγες
- <πτῳΐδες>
- Νύμφαι
- <πτωκὰς κύπειρος>
- παρὰ Σιμμίᾳ ἡ πόα, διὰ τὸ χθαμαλὴ εἶναι
- <πτῶκες>
- δειλοί. λαγωοί. δορκάδες. ἔλαφοι. νεβροί
- <πτώματα>
- αἱ συῤῥήσεις ἐν τοῖς μετάλλοις
- <πτώξ>
- λαγωός. ἀπὸ τοῦ κατεπτηχέναι. ἢ ταπεινόν
- <πτώς(ς)ει>
- ἑαυτὸν κατακρύπτει. φοβεῖται, δέδιε
- *<πτωσκαζέμεν[αι]>
- κρύπτεσθαι. περικάμπτειν
- <πτώσσοντες>
- δειλιῶντες
- <πτωτόν>
- τὸ πίπτον
- <πτωχεύειν>
- ἐπαιτεῖν, ἀπὸ τοῦ πτώσσειν ἢ ἐπτηχέναι, ἤγουν ταπει- νοῦσθαι
- <πύαλος>
- ἡ ἀσάμινθος. ἢ λάρναξ
- <πυάνιον>
- τὸ διὰ τοῦ γάλακτος ῥόφημα. οἱ δὲ πανσπερμίαν ἡψημέ- νην ἐν γλυκεῖ
- <πύανοι>
- κύαμοι. καὶ πᾶν ὄσπριον
- <πυανόψια>
- ἑορτὴ Ἀθήνησιν. εἴρηται δέ, παρόσον κυάμων ἐμπίπλαν- ται. καὶ ἄγεται Πυανεψιῶνος ἑβδόμῃ, ἐπειδὴ ἕψουσιν ἔτνος. οὕτω δὲ κέκληνται ὁ μὴν καὶ ἡ ἑορτή, διὰ τὸ ἀθάραν ἑψεῖν, ἃ καλοῦσι πύανα
- <πῦαρ>
- πυτία
- <πυγαῖα>
- τὰς σπείρας τῶν κιόνων. καὶ τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν
- [<Πυγανίῃσι>
- πυγονίαις. ἔθνος δέ ἐστι πρὸ τῆς Αἰγύπτου μικροφυῶν ἀνθρώπων]
- <πύγαργος>
- εἶδος ἀετοῦ
- <πυγή>
- τὸ κάθισμα
- <Πυγμαῖοι>
- ἔθνος πρὸ τῆς Αἰγύπτου, τῷ μεγέθει πάνυ μικρόν, οἷον πηχυαῖον
- <Πυγμαίων>
- ὁ Ἄδωνις παρὰ Κυπρίοις
- <πύ[γ]ματος>
- ἔσχατος, ὕστατος
- <πυγμή>
- γρόνθος. πυκτή. ἤγουν τὸ συγκεκλεῖσθαι τοὺς δακτύλους
- <πυγόνος>
- τοῦ πήχεος. ἔστι δὲ ἡ <πυγὼ(ν)> ἀπὸ ὠλεκράνου ἄχρι τοῦ μικροῦ δακτύλου
- <πυγόριζαι>
- οὕτω καλοῦνταί τινες τῶν ῥιζῶν
- <πυγός>
- ὁ πῆχυς
- <πυγοσκελίς>
- ζῶόν τι. καὶ ὁ βραχύς
- <πυγούσιον>
- πηχυαῖον
- <πυγών>
- μέτρον τὸ ἀπὸ τοῦ ὠλεκράνου, ὅπερ ἐστὶν ὁ ἀγκών, ἕως ἔξω τῆς χειρός, ἐπικεκαμμένων τῶν δακτύλων. καὶ σπιθαμή
- <πυδαρίζειν>
- τὸ μὴ ἀνέχεσθαί τινος, ἀλλ' ἀποπηδᾶν. χαλεπαίνειν
- <πυέλιον>
- πύελος χαλκῆ
- <πυελίς>
- σφραγιδοφύλαξ, [σιπύη, ἀρτοθήκη, ἀλευροθήκη.] ἔνθα ἡ ψῆ- φος ἐν δακτυλίῳ
- <πύελος>
- ἐν ᾧ οἱ πυροὶ ἐπλύνοντο. σκάφη. ἐμβατή
- <πυήρ>
- ἀναπεπλησμένον
- <Πύθ[ε]ια>
- πανήγυρις, καὶ ἑορτὴ Ἑλληνική
- *<πυθέσθαι>
- ἀκοῦσαι. ἐρωτῆσαι. γνώσεσθαι
- *<πύθεται>
- σήπεται. φθίνει. βρέχεται
- <Πύθιον>
- [τὸ ὕδωρ.] Θουκυδίδης
- <Πυθίων ἀνακτόρων>
- ἐπὶ τοῦ ἐν Χρ(ύσῃ) ἱεροῦ, ἤγουν Ἀπόλ- λωνος
- <πυθμέν[α] ἐλαίης>
- τὴν ἀρχήν, καὶ τὴν ῥίζαν
- <πυθμένες>
- βάσεις αἱ κατὰ τῶν δένδρων
- <πυθμήν>
- τὸ ὑποκάτω τῆς λεκάνης, καὶ παντὸς σκεύους. γένεσις, ἀρχή, ῥίζα. καὶ τῆς μήτρας τὸ ἄνω μέρος. καὶ ἀριθμός τις παρὰ τοῖς γεω- μετρικοῖς
- <Πυθοῖ>
- ἐν Πυθῶνι
- <πύθοιτο>
- σαπείη
- <πυθόληπτος>
- ὑπὸ τοῦ Πυθικοῦ ....
- <πύθομαι>
- ἀκούω
- <πυθόμενος>
- ἀκούσας. ἐρωτήσας. μαθών
- <πυθομένων>
- σηπομένων. τὸ γὰρ <πύος> αἷμά ἐστι κατὰ μεταβολήν
- <πύθου>
- ἐρώτησον
- <πύθοντο>
- ἤκουον. ἔμαθον
- <πυθοῦ Χελιδόνος>
- παροιμιῶδες, διότι ὀδυρτικὸν τὸ ζῶον· θρηνεῖ γὰρ ἡ χελιδὼν [καὶ ἀηδών]. τὸ δὲ ἀληθὲς ἀπὸ Χελιδόνος τινὸς θεο- λόγου ἢ τερατοσκόπου
- <Πυθώ>
- πόλις Φωκίδος
- <Πυθώδ' ὁδός>
- παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ πραττόντων
- <Πύθων>
- ὁ ἐγγαστρίμυθος ἢ ἐγγαστρίμαντις. ἢ Βυζάντιος τὸ γένος
- <πύθων>
- δαιμόνιον μαντικόν
- <πύϊον>
- τὸ γάλα
- <πύκα>
- ἐπιμελῶς· πύκα δ' ἔτρεφε καί· πύκα ποητοῖο τοῦ ἐπιμελῶς κατεσκευασμένου. καί· πυκινὸν λέχος τὸ ἐπιμελείας ἠξιωμένον, διὰ τὸ ἐκ πολλῶν ἱματίων εἶναι
- <πύκαζε>
- κάλυπτε. στεφάνου. πύκνου
- <πυκάζουσι>
- καλύπτουσι. στεφανοῦσι. πυκνοῦσι. κρύπτουσι. φυλάς- σουσι. σκέπουσι, περιβάλλουσι, στεγάζουσι. σκιάζουσι
- <πύκα ποιητοῖο>
- ἐπιμελῶς κατεσκευασμένου
- <πυκασάντων>
- καλυψάντων
- <πυκασμός>
- δασύτης γεννήματος
- <πύκ' ἐβάλλετο>
- πυκνῶς ἐβάλλετο
- <πυκιμήδεος>
- συνετῆς. ἢ ἐπιμελοῦς κατὰ τὸ ποιῆσαι
- <πυκ(ι)νήν>
- συνετήν. στεγνήν, ἰσχυράν, συνεχῆ
- <πυκινοῖσι>
- συνεχέσι. καὶ τὰ ὅμοια
- *<πυκινὸν δ[ὲ]' ἄχ[θ]ος>
- πυκνὴ λύπη
- <πυκινόν>
- συνετόν. συνεχῆ. (<πυκινὸν) λέχος>· διὰ τὸ ἐκ πολλῶν ἱματίων τὰ στρώματα συντίθεσθαι
- <πυκινόφρων>
- πολύφρων, σώφρων
- <πυκνά>
- συχνά. συνετά. πολλά
- <πυκνὰ[ι] πτερά>
- ......
- .......
- τὸ ἐν Ἀθήναις δικαστήριον, τὴν πύκνα Ἴων
- <πυκναίοις>
- πολλοῖς
- <πυκνὰ ῥωγαλέην>
- πυκνὰς ῥαγάδας ἔχουσαν
- <πυκνῶς>
- συνεχῶς, συχνῶς
- <πύκτας>
- γρόνθους. ἀγωνιστάς
- <πύκτης>
- πολέμιος. ἀνένδοτος
- <πύλα>
- πύλαι
- <πυλαγόροι>
- οἱ προεστῶτες τῆς πυλαίας. <πυλαία> δέ ἐστι ἡ εἰς Πύ- λας, τὰς Θερμοπύλας, γινομένη σύνοδος τῶν Ἀμφικτυόνων
- <πύλαι>
- Ἀριστοφάνης Τελμισσεῦσιν ἀπὸ τῶν θυτῶν λέγει· ἐκεῖνοι γὰρ ἐπισκέπτονται τὰς ἐκτροπὰς τοῦ ἥπατος καὶ τὰς φλέβας. διὸ καὶ τὰς ὁδοὺς <πύλας> λέγουσι. (ὁ) ποιητὴς γὰρ οὐδέποτε <πύλην> ἑνικῶς λέγει, ἀλλὰ πληθυντικῶς, θύραν μέντοι καὶ θύρας λέγει· θυράων ὑψηλάων
- <πυλαιαστάς>
- τοὺς ψεύστας. Ῥόδιοι
- <πυλαιΐδεες>
- αἱ ἐν κάλλει κρινόμεναι τῶν γυναικῶν καὶ νικῶσαι
- <πυλαίμα[ρ]χος>
- πολέμαρχος. [καὶ ὄνομα κύριον
- *<πύλαι οὐρανοῦ>
- τὰ νέφη
- <πύλαρα>
- τὰ στελέχη
- <πυλάρταο>
- τῇ πύλῃ προσηρτημένου
- <πυλάρταο κρατεροῖο>
- τοῦ τὰς πύλας ἰσχυρῶς ἐπαρτῶντος, ἢ ἡρ- μοσμένας ἔχοντος. λέγει δὲ ἐπὶ τοῦ ᾅδου. πυλωροῦ ἰσχυροῦ
- <πυλάτιδες ἀγοραί>
- ὅπου συνίασιν οἱ Ἀμφικτύονες εἰς τὴν λεγο- μένην Πυλαίαν ἐν τῇ πανηγύρει
- <πυλαυρός>
- πυλωρός
- <πυλαωρούς>
- τοὺς πύλας φυλάσσοντας. τινὲς δὲ κλέπτας
- *<Πύλος>
- πόλις
- *<πύλη>
- θύρα
- <πυλεῶν(α)>
- στέφανον
- *<πυλευρόν>
- πυλωρόν
- <πυληγόροι>
- τελῶναι. καὶ οἱ τῶν πανηγύρεων ἐπιμεληταί
- <Πυλήνη>
- πόλις Αἰτωλίας
- <πύλιγγες>
- αἱ ἐν τῇ ἕδρᾳ τρίχες. καὶ ἴουλοι, βόστρυχοι, κ[α]ίκιννοι
- <πυλλεῖ>
- θραύει. λέγει, διαβοᾷ. θρυλλεῖ
- <πύλῳ>
- ἀντὶ τοῦ πύλῃ τῇ τοῦ ᾅδου
- <πυλωλάκτας>
- κακῶν μεστούς
- <πυλών>
- στέφανος
- <πυλωρός>
- ὁ πυθμὴν τῆς κοιλίας
- <πυμάτοις>
- ἐσχάτοις
- <πύματον>
- ἔσχατον, τελευταῖον
- <πύνδαξ>
- πυθμήν
- <πυνθάνομαι>
- ἀκούω
- <πυνθανόμην>
- ἤκουον
- <πυν[ν]ιάζειν>
- περαίνειν [ὡς ἀῤῥαίνειν]
- *<πυνικούς>
- τοὺς ἑφθοὺς ἐρεβίνθους, καὶ φακούς
- <Πύννα>
- ἡ Ἥρα
- <πυ[ν]νός>
- ὁ πρωκτός
- *<πύννους>
- κυάμους ἑφθούς
- <πύξ>
- πυγμή. γρόνθος
- <πυξί[δ]α>
- δίπτυχα
- <πύξινον>
- χρῶμά τι ἱματίου
- *<πύξ>
- ἱμαντωμένην κλίνην
- <πυόν>
- γάλα τὸ πρῶτον, ὃ πήγνυται ἑψόμενον
- <πυππάζουσι>
- φωνῇ ποιᾷ χρῶνται
- <πύππαξ>
- τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον <πύππαξ> ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων ᾠήθη. οὐκ ἔστι δέ. τὸ μὲν γὰρ <βόμβαξ> τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ <πύππαξ> οὐχί
- <πῦρ>
- πυρετός
- <πυράγρα>
- καρκίνος
- <πυράγρη ἢ πυράγρα>
- χαλκευτικὸν ἐργαλεῖον, καρκίνος, πάγουρος
- <πυραί>
- πυρκαϊαί
- [<πύραινος>
- (ὁ) πῦρ ἐναυόμενος. λέγεται δὲ καὶ τὸ ἀγγεῖον, ἐν ᾧ φέρεται καὶ τὸ πῦρ, οὕτω]
- *<πυῤῥάκης>
- ξανθός
- <πυρακτῶν>
- ἐμπυρεύων
- <πυραμίδες>
- πυρ(αμ)οειδεῖς λαμπάδες
- (*)<πυραμοῦντα>
- τὴν πυραμίδα
- <πυραμίδες>
- οἰκοδομήματα γεωμετρικά, ἐπὶ τὰ κάτω κατερχόμενα
- <Πύραμος>
- ποταμὸς Κιλικίας. ἄλλοι δὲ χόρτον οὕτω καλοῦσι
- <πυραμοῦς>
- εἶδος πλακοῦντος, ἐκ πυρῶν πεφρυγμένων καὶ μέλιτι ἀνα- δεδευμένων
- <πυρὰ μυῖα>
- ἡ μέλισσα
- <Πύρασος>
- πόλις
- <πύραυνον>
- εἰς ὃ ἂν πῦρ ἐναύηται, δᾳδίον, ἢ βόλβιτον, ἢ τοιοῦτόν τι. οἱ δὲ τὴν θέρμαυστριν
- <πυργηδόν>
- κατὰ τάξιν τείχους
- *<πυράγηρα>
- τὰ θωράκια
- <πυργήρης>
- μετέωρος ὡς πύργος. καὶ ἐν Φρουροῖς· <πυργείαν> <(ς)κοπήν>
- <πυργηρούμεθα>
- ἐντὸς ἐσμὲν τῶν πύργων, οὐ τολμῶμεν ἐξιέναι. γράφεται δὲ <πυργιούμεθα>
- <πυργηροῦμεν>
- φυλάττομεν τὰ τείχη
- <πυργηρούμενον>
- τὰ τείχη φυλάττον
- <πυργίον>
- μέρος τριήρους
- <Πυργῖται>
- οἱ Κρῆτες
- <πυργῖτις>
- βοτάνη
- *<πυργοβάρεις>
- οἱ προμαχῶνες
- <πύργος>
- προμαχεών. τεῖχος· ἀλλ' ἐπὶ πύργον ἔβη καὶ τάξ[ε]ις ἐν τετραγώνῳ ὁπλιτῶν· ἔστασαν, ὁππότε πύργος Ἀχαιῶν ἄλλος ἐπελθών καὶ πολεμιστήριον ὄργανον
- <πυργοῦται>
- ὑψοῦται
- <πυργοῦχος>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <πύργων ἔρυον>
- ἐπὶ τοὺς πύργους εἷλκον
- <πύργωσις>
- μέρος τι τῆς νεώς
- <πύρδαλον>
- ὀψοποιεῖον, ὀπτανεῖον. καὶ τὸ καύσιμον φρύγανον, ἢ ξύ- λον. ἢ μαγειρεῖον. ἢ λείψανον. οἱ δὲ <πύρδανον>
- <πύρδανα>
- τὰ λείψανα. καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ πυρός
- <πυρέας>
- πυρπολητάς, ἐμπυρ[ι]οῦντας τὴν πόλιν. ἀπὸ τῆς <πυρεύς> εὐθείας
- <πυρεῖον>
- ἀγγεῖον κεράμιον εἰς πυρὸς ἔνθεσιν
- <πυρένεσι>
- ἅρμασι
- <πῦρ ἐπὶ πῦρ>
- παροιμία, ἧς μέμνηται Πλάτων. καὶ <κακὸν> ἐπὶ κακῷ>
- <πυρετός>
- φλογισμός, καῦμα. τὸ δὲ σῶμα πῦρ λέγει
- <πυρῆνες>
- τὰ ἐντὸς τῶν ἐλαιῶν ὀστᾶ
- <πυριατόν>
- τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος
- <πυριαττός>
- συνετός
- *<πυρινίζειν>
- <πυριβρεμέτας
- ὁ χαλινός>· Τιμαχίδας δὲ ἤτοι ὁ πυρὶ βρέμων, ἢ διὰ πυρὸς βρέμοντος γεγονώς
- <πυρίεφθα>
- τὸ πρῶτον γάλα[τος]
- <πυριηκέα>
- πῦρ ἔχοντα, πεπυρωμένον, πυρίνην τὴν ἀκμὴν καὶ τὸ ἄκρον ἔχον(τα) [ἔχουσαν]
- <πυρίκαυστος>
- πεπυρωμένος
- <πυρὶ κηλέῳ>
- διαυγεῖ. τινὲς καυστικῷ, ἰσχυρῷ
- <πυρικρόταφος>
- ὁ μετὰ πυρὸς κεκροτημένος σίδηρος
- <πυρίμαχος>
- ὁ ἐν τῇ ἀνίκητος. καὶ λίθος ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος <πυ- ρίμαχος>
- [<πυρίον>
- τὸ σα(θ)ρόν. ἢ θυμιατήριον]
- <πυρισμαράγοις>
- τοῖς ἀπὸ πυρὸς ἠχοῦσιν
- <πυρῖτις>
- λίθος, ἀφ' οὗ πῦρ τίκτεται
- <Πυριφλεγέθων>
- ποταμὸς ἐν ᾅδου
- <πυρκαϊά>
- ἐμπυρισμός
- <πυρκόοι>
- ὑπὸ Δελφῶν ἱερεῖς δι' ἐμπύρων μαντευόμενοι
- <πύρνα>
- τρύφη. κλάσματα. σιτία
- *<πυρίη>
- ὅσαι τῆς μάζης συμπιέζουσι τῇ χειρὶ εἰς τὸ στόμα λαμ- βάνουσαι
- <πύρνηται>
- ἐσθίηται
- <πύρνοι>
- ζειαὶ κνηστώδεις. ἢ ὁ κατειργασμένος σῖτος. ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα. καὶ οὐδετέρως (τ)ὰ πύρνα· ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι
- <πύρνος>
- ψωμός
- <πυροδαύσιον>
- μαγειρεῖον
- <πυρόεντι>
- θερμῷ
- <πυροί>
- πύρινοι κεκινημένοι
- *<πυρὸς αὐγή>
- ὁ καταυγαζόμενος καὶ καταφωτιζόμενος τόπος ὑπὸ πυρός
- *<πυρὸς δηΐοιο>
- ὑπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ πολεμικοῦ
- *<πυρός>
- σῖτος
- *<πυρὸς μειλισσέμεν>
- καὶ πυρὸς τὰ κεχαρισμένα ποιεῖν, τουτέστι θάπτειν
- *<πυρὸς μένος>
- πῦρ, περιφραστικῶς. ἤγουν πυρὸς δύναμις
- *<πυρὸς ἄνθος>
- τὸ λαμπρότατον
- *<πυρὸς δέμας>
- ὀξέως καὶ ἰσχυρῶς
- <πυρολαμπίς>
- ζῶον πτηνόν, ἐν σκότει λάμπον
- <πυροφόροιο>
- σιτοφόρου
- <πυρπαλάμης
- πυρπαλάμους> ἔλεγον τοὺς διὰ τάχους τι μηχα- νᾶσθαι δυναμένους, καὶ τοὺς ποικίλους τὸ ἦθος
- <πυρπολεῖ>
- ἅπτει, καίει, πυρσεύει
- <πυρπολέοντας>
- πυρπολουμένους, ἢ περὶ τὴν πυρὰν ἀναστρεφο- μένους
- <πυρπολούμενος>
- ἐμπυριζόμενος, παρὰ τὸ πολ[εμ]εῖν ἐν αὐτῷ τὸ πῦρ
- <πυρπερέγχει>
- Κρατῖνος ἀπὸ (δι)θυράμβου ἐν Βουκόλοις ἀρξάμενος, ἐπειδὴ χορὸν οὐκ ἔλαβεν παρὰ τοῦ ἄρχοντος. ἔστιν οὗ ἠτήρει
- <Πυῤῥαία>
- λόφος ἐν Δωτίῳ. οἱ δὲ Πυῤῥαίαν εἶναι μοῖραν τῆς Θεσσα- λίας λέγουσιν, ἀπὸ Πύῤῥας τῆς Δε(υ)καλ[λ]ίωνος, ὥς φησι Σουΐδας. δοκοῦσι δὲ εἰς ταύτην καταφυγεῖν οἱ διαφεύγοντες τῶν Κενταύρων
- <Πυῤῥαίη>
- Θέτιδος ἐπώνυμον
- <πυῤῥαλίς>
- ὄρνις ποιός
- <Πύῤῥακος>
- ἥρως κατ' Ἐρυσίχθον(α) γεγονώς
- <Πυῤῥιάδαι>
- οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ νῦν Μολοσσοὶ ἀπὸ Πύῤῥου τοῦ Ἠπειρώτου
- <πυῤῥίας>
- τῶν ὄφεών τις ἀπὸ χρώματος
- <πυῤῥίχα>
- χλαμύς, ἢ πελτάριον
- <πυῤῥίχας>
- τὰς ἐνόπλους ὀρχήσεις
- <πυῤῥιχίζειν>
- τὴν ἐνόπλιον ὄρχησιν καὶ σύντονον <πυῤῥίχην> ἔλε- γον· οἱ μὲν ἀπὸ Πυῤῥίχου τοῦ Κρητός· οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ διάπυρον εἶ- ναι· οἱ δὲ ἀπὸ Πύῤῥου τοῦ Ἀχιλλέως. ἐφησθέντα γὰρ τῷ Εὐρυπύλου φόνῳ ὀρχήσασθαί φησιν Ἀρχίλοχος· ὅθεν καὶ ὁ <πυῤῥίχιος ποὺς> ὠνομάσθη
- <Πύῤῥων[ος]>
- κύριον ὄνομα, ἢ κυνός
- <πυρσαῖς γένυσι(ν)>
- ταῖς ξανθαῖς θριξί
- <Πυρσανίδες>
- οὕτω Νύμφαι καλοῦνται
- <πυρσεύει>
- δᾳδουχεῖ, λάμπει, ἐξάπτει, ἅπτει πῦρ
- <πυρσοί>
- λαμπάδες καιόμεναι, λαμπτῆρες, φρυκτωρία
- <πυρσοκόρσου λέοντος>
- πυῤῥοκεφάλου, ξανθοτρίχου
- <πυρσολεῖφοι ἢ πυρσόλειφθοι>
- ὑπὸ πυρὸς μεμαδισμένοι καὶ πεφλ..σμένοι
- <πυρσός>
- λαμπάς. ἢ τὰ διὰ πυρὸς σημεῖα
- <πυρσοφόρος>
- ἀγγεῖον εὐμέγεθες, εἰς ὃ ξύλα ἐτίθεσαν πεπυρωμένα. ἢ ὁ τὸ πῦρ φέρων ἀπὸ τοῦ πρώτου βωμοῦ ἐπὶ τὰ ὅρια, καὶ φυλάτ- των μὴ ἀποσβεσθῇ. σημαίνει δὲ τὴν λαμπαδηφόρον
- <πυρσῷ>
- πυρί
- <πυρφόρος>
- ὁ πῦρ φέρων. καὶ ὁ μόνος διασωθεὶς ἐν πολέμῳ
- <πυρώλοφοι>
- ἱμάντες οἱ παρ' ὀπτηθεισῶν βυρσῶν τεμνόμενοι
- <πύρωσις>
- δοκιμασία
- <πυσάνια>
- πανσπερμία ἑφθή
- <πύσει>
- σήψει
- <πύσμα>
- ἐρώτησις. πεῦσις
- <πύσσαχος>
- ξύλον καμπύλον τοῖς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμε- νον (ὃ) κωλύει θηλάζειν
- <πύστις>
- ἐρώτησις. πεῦσις. ἀγγελία. ἀκοή. πειθώ
- <πυτά>
- Λάκωνες τὰ ἐρυθρὰ ἱμάτια
- <πυτία>
- οἷον πήττουσα, παρὰ τὸ πήττειν, ἐν ᾗ τὸ γάλα πήγνυται
- *<πίτυλος>
- ἡ συστροφὴ τῆς χειρός, ὅταν πυκνῶς ἐπιφέρηται. δηλοῖ δὲ καὶ τὴν εἰρεσίαν, καὶ τὴν τῶν πυκτῶν ἑκατέρας χειρὸς συνέχειαν
- <πυτίνη πλεκτή, λάγυνος>
- οἶνον. ἔπλεκον δὲ ταύτας ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ δεσμῶται, καὶ σπυρίδας, καὶ τὰ τοιαῦτα. ἢ ἡ ἀμίς. [ἢ κνῆ- κος ὁ τὸν τυρὸν πηγνύων
- <πῶ>
- ποῦ. ὅθεν. ὁπόθεν. Δωριεῖς
- <πώγων>
- γένειον. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς <φλογός>
- <πώεα>
- βοσκήματα, ποίμνια. πληθυντικῶς
- <πωλεῖται>
- συνεχῶς ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον παραγίνεται. τὸ δὲ καθ' ἡμᾶς πωλεῖσθαι <περνᾶσθαι> λέγουσι
- <πωλέσκετο>
- ἀνεστρέφετο. εὑρίσκετο
- <πωλεύειν>
- παιδεύειν πώλους
- <πωλεύμενοι>
- συνιόντες
- <πωλής[ς]εαι>
- φοιτήσεις, παραγενήσῃ, ἀναστρέψεις
- <πωληταί>
- οὗτοι ἐπώλουν τὰ ἐνεχυρισθέντα· ἀρχή τις
- <πωλία>
- χαλκοῦν πῆγμά τι. φέρει δὲ ἐπὶ τῶν ὤμων τὰς τῶν Λευκιπ- πίδων πώλους. δύο δὲ εἶναι παρθένους φασίν
- <πωλικοῖς διώγμασι>
- τοῖς διὰ τῶν ἁρμάτων διώγμασι
- <πωλοδαμ(ν)εῖν>
- πῶλον δαμάζειν
- <πωλοδάμνης>
- πώλους δαμάζων
- <πῶλος>
- ἑταίρα. <πώλους> γὰρ αὐτὰς ἔλεγον, οἷον Ἀφροδίτης. <πώλους> τοὺς νέους, καὶ τὰς νέας, καὶ παρθένους
- <πωλούμενοι>
- συνερχόμενοι
- [<πωλοεῖσθε>
- ἐπιμελῶς ὁ πολλάκις φοιτᾶν]
- <πῶμα>
- ἔκπωμα
- <πώμαλα>
- ἀντὶ τοῦ οὔ, οὐ μάλα, οὐδαμῶς. καὶ πόθεν, ὅπερ ἐστὶν πά- λιν οὐδαμῶς
- <πῶ μοι>
- ποῦ μοι. οἷον ποῦ γάρ
- <πῶννα>
- γραφίον. [λύπη]
- <πῶπαι>
- φοραί. Δωριεῖς
- [<πωπολία>
- ἡ ἀναφορὰ τοῦ <πυρός>]
- <πωρεῖν>
- κηδεύειν, πενθεῖν
- <πωρῆσαι>
- λυπῆσαι. καὶ τὰ ὅμοια
- <πωρητύς>
- ταλαιπωρία, πένθος
- <πώρινον>
- λίθινον. ὁ δὲ <πῶ(ρο)ς> οὐ πᾶς λίθος
- <πῶρος>
- ὁ ταλαίπωρος
- <πώρωσις>
- ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος λέγει τόδε ἐπὶ σαρκῶν πώρως καὶ ἀναισθησία
- <πῶς>
- πός. ὑπὸ Δωριέων
- [<πωσαχῶς>
- ποσαπλῶς]
- *<πῶς τ' ἄρ'>
- πῶς δέ
- *<πῶς τ' ἄρτοι>
- πῶς δή σοι
- *<πῶς κεν ἔοι>
- πῶς ἂν γένοιτο
- [<πωτᾶσθαι>
- πέτασθαι]
- [<πωτώμεναι>
- διατρίβουσαι. διακινοῦσαι]
- *<πωτῶνται>
- πέτωνται
- *<πῶϋ>
- ποίμνιον, ἢ ποίμνη
- <πῶϋξ>
- ποιὸς ὄρνις. ὁ Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζώων