Γλώσσαι/Ξ
< Γλώσσαι
←Ν | Γλώσσαι Συγγραφέας: Ξ |
Ο→ |
- <Ξαίνει>
- *διαξέει AS. νήθει (ASvg), σωρεύει (vg). ἐργάζεται ἔρια AS. καὶ δέρειν ἱμάντι
- †<ξενύει>
- λήγει
- <ξάνδαρος>
- ζῷον ὅμοιον βοΐ, γενόμενον κατὰ τὸ Ἀτλαντικὸν πέλαγος
- <ξανᾶν>
- κοπιᾶν A τὴν χεῖρα
- <ξανῆσαι>
- κοπιᾶσαι (Soph. fr. 458)
- <Ξανθή>
- ἡ Τροία. καὶ ἡ καλή. καὶ ἡ πυῤῥά, ἢ *πυῤῥοειδής (ASvg)
- <ξανθίζεσθαι>
- *κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας q. ASvg. <Λάκωνες> q. ἢ βάπτεσθαι αὐτάς. <Ἀθηναῖοι> q
- <ξανθιμίας>
- βόλου ὄνομα
- <ξανθόν>
- πυῤῥόν. καλόν. εὖ εἰργασμένον. χλωρόν. ὁ δὲ ποτα- μὸς Ξάνθος. καὶ ὄνομα
- <ξάνιον>
- κτένια, ἃ αἱ γυναῖκες χρῶνται πρὸς τὴν τρίχα, καὶ ἃ φοροῦσιν ἐν τοῖς δεραίοις
- <Ξανθικά>
- ἑορτὴ Μακεδόνων, Ξανδικοῦ μηνὸς ἢ Ξανθικοῦ ἀγο- μένη. ἔστι δὲ καθάρσιον τῶν στρατευμάτων
- *<ξανθοῖσιν ὀρνέοις>
- g ...
- †<ξανίσσατο>
- διενοήθη
- <ξανῶ>
- κοπιῶ
- <ξέεσθαι>
- σπανίζεσθαι
- <ξεναγεῖ>
- δέχεται ξένους. ἢ τῆς ὁδοῦ ἡγεμονεύει [ἢ ξενοδοχή- σας]
- *<ξεναγοί>
- οἱ τῆς ξένης ὁδοῦ ἡγούμενοι AS
- *<ξεναγός>
- ὁ τῶν ξένων ἡγούμενος ASgn
- *<ξεναγωγήσας>
- ξένον ὁδηγήσας AS(gn)
- *<ξεναγῶν>
- ξενοδοχῶν, ὁδηγῶν, καὶ ἄγων τοὺς ξένους Avg
- <ξεναγία>
- σύνταγμα <παρὰ Κρησί>. καὶ ὁ τούτων ἡγεμών ξεναγός q
- *[<ξενάλογος>
- ξένα συλλέγων] g
- *<ξενία>
- κατάλυμα, καταγώγιον (Philem. 22) (vg)
- [*<ξενίζειν>
- τὸ <ξένῃ> χρήσασθαι φωνῇ AS(g)]
- *<ξενίζεται>
- ξενοδοχεῖται (Act. ap. 10,32) g
- *<ξενίζουσα>
- ἀλλόφυλος. ἀήθης (vg). καινή (Esth. 3, 13e) (g)
- <ξεστός>
- ὡμαλισμένος. ἐξεσμένος
- <ξεστοῖο>
- ὡμαλισμένου. ἐξεσμένου (Ζ 244)
- *<ξεῖνος>
- ὁ ἀπὸ ξένης φίλος (Av) g
- *<ξεῖνος>
- φίλος (vn)
- <ξείνια>
- τὰ ξείνια δῶρα, χαριστήρια ξενίας (Λ 779)
- <ξεινοδόκος>
- ὑποδεχόμενος ξένους (σ 64). καὶ μάρτυς
- <ξενοδόχος>
- ὁμοίως
- <ξεῖνοι>
- Θεσσαλοί
- <ξεῖνον>
- ξένον (Ρ 150)
- <ξεινοσύνης προσκηδέος>
- τῆς τὴν οἰκειότητα ἐμποιούσης (φ 35)
- <ξεινοῦσσαι>
- ξενῶνες
- <ξειρίς>
- ἀρωματικόν τι φυτόν (Aristoph. fr. 831)
- *[<ξενεοί>
- στρατιῶται] AS
- [<ξενήϊον>
- φίλον]
- <ξενηλασία>
- τὸ μὴ ἐᾶν ξένους ἐπιμίγνυσθαι
- <ξενηλατοῦνται>
- τύπτεσθαι τοὺς ξένους ἐλαυνομένους (Ar. Av. 1013)
- <ξενία>
- ὑποδοχή r, φιλοτιμία, *[φιλία AS. δῶρα (Eur. Hec. 794) [κατάλυμα p, ἢ καταγώγιον]
- <ξενίας δίκη>
- ἐπὶ τῶν ὡς πολιτῶν μετεχόντων τῶν δημοσίων
- *<ξενίζειν>
- ξένῃ χρῆσθαι φωνῇ q. AS(g) n. ἢ ξένοις ἤθεσι AS(g)
- *<ξενίζουσαν>
- νεαράν (Esth. 3,13e) AS
- <ξενοδοκοῦμαι>
- μαρτύρομαι
- *<ξενοδοκῶν>
- ξενοδοχῶν. μαρτυρῶν AS
- <ξένοι>
- οἱ πολέμιοι. οἱ δὲ τοὺς Πέρσας (Hdt. 9,11,2). οἱ δὲ τοὺς ἀπὸ ξενίας φίλους. ἢ ξένους
- *<ξενολόγος>
- ξένους στρατιώτας συλλέγων ASn
- <ξένος>
- ὁ ὀθνεῖος. ὁ ἐπιξενούμενος
- <ξεῖνος δ' οὗτος ἐμὸς πατρώϊος>
- καὶ ξενοδοκῶν καὶ ξενο- δόχος (α 417)
- *<ξενών>
- κατάλυμα. ἢ μέγας ἀνδρών A
- <ξενῶνες>
- οἱ ἀνδρῶνες ὑπὸ Φρυγῶν
- <ξενώσεται>
- ὑποδέξεται
- <ξερόν>
- τὸ ξηρὸν τῆς γῆς. χέρσον (ε 402)
- <ξέσαι>
- τεμεῖν, κόψαι. ποιῆσαι. τεκτήνασθαι
- <ξέσμα>
- ξόανον
- *<ξέσω>
- ξύσω AS
- [<ξέσαι>
- κατασκεύασαι. εἰργάζου]
- <ξεστήν>
- ἐξεσμένην· "παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν" (η 174). λέγει δὲ καὶ συνθέτως· "ἐϋξέστῃς ἐλάτῃσιν" (Η 5)
- <ξεστόν>
- γλυπτόν r. λεῖον. ποιητόν
- *<ξεστῇσιν>
- εὖ ἐξεσμέναις, καλῶς <κατεσκευασμέναις> (Ζ 243) (Sn)
- <ξέστριξ κριθή>
- ἡ ἑξάστιχος. Κνίδιοι
- <ξηραλοιφεῖν>
- τὸ χωρὶς λουτροῦ ἀλείφεσθαι g. ἢ ξηροτριβεῖσθαι (Soph. fr. 454). <ξηρολουτεῖν>· τὸ αὐτό
- †<ξήριγγοι>
- ποταμοὶ ἀεὶ ῥέοντες
- <ξηροκόλλα>
- σύνθεσίς τις παρὰ τοῖς χρυσουργοῖς
- <ξίμβαι>
- ῥοιαί. Αἰολεῖς
- †<ξίφαι>
- τὰ ἐν ταῖς ῥυκάναις δρέπανα ἢ σιδήρια
- *<ξιφήρους>
- ξίφος ἐχούσης AS ξιφηφόρου (vg)
- *<ξιφήρεις>
- ξίφη κατέχοντες (Eur. Or. 1346) g
- <ξιφίας>
- ἰχθῦς ποιός. [καὶ Δῆλος.] <ξίφιος> ὁμοίως r
- <ξιφίζειν>
- ἀνατείνειν τὴν χεῖρα, καὶ ὀρχεῖσθαι
- †<Ξιφίρου λιμήν>
- Αἰσχύλος Γλαύκῳ Ποτνιεῖ (fr. 33). ὁ πορθμός. ταῦτα γὰρ πάντα [τὰ] περὶ Ῥήγιον Ὠρίων ...
- <ξιφισμός>
- σχῆμα ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως
- <ξιφιστής>
- φορεύς. τελαμών
- <ξιφισμάτων>
- ὀρχημάτων
- <ξιφιστύς>
- μαχαιρομαχία, μάχη ἐκ χειρῶν
- <ξιφοδρέπανον>
- ἡ λεγομένη ἅρπη, ὅπλον
- <ξιφομάχαιρα>
- ἡ μεγάλη μάχαιρα (Theopomp. com. fr. 25)
- *<ξιφοθήκη>
- βελοθήκη AS
- <ξίφος>
- μάχαιρα. ἢ παραζώνιον. ὁμώνυμον <φάσγανον>. ξιφί- διον. καὶ πόα δέ τις
- <ξιφύδρια>
- κοχλία
- <ξόανα>
- *ἀγάλματα, εἴδωλα (ASvg), ζῴδια (g). κυρίως δὲ τὰ [ἐκ ξύλων ἐξεσμένα, ἢ λίθων r
- <ξοανῶν προθύρων>
- ἐξεσμένων
- <ξοΐς>
- μεταλλικὸν σκεῦος, καὶ λιθουργικόν
- <ξοός>
- ξυσμός. ὁλκός
- <ξουθά>
- οὐ μόνον ξανθά, ἀλλὰ καὶ λευκὰ καὶ πυῤῥά
- <Ξουθίδαι>
- οἱ Ἴωνες. Ἴων γὰρ Ξούθου
- <ξουθόν>
- λεπτόν. ἁπαλόν. ἐλαφρόν. ὑγρόν. πυῤῥόν. χλωρόν. †ἄργυρον. ξανθόν. πυκνόν. ὀξύ. τινὲς δὲ ποικίλον, εὐειδές, διαυγές
- *<ξύει>
- κατασπᾷ AS. γράφει· ASvg ὡς παρ' Ὁμήρῳ. ἔνθεν καὶ <ξύσματα> τὰ γράμματα vg
- <ξυήλη>
- ξυάλη. ἔστι δὲ καὶ ξιφίδιον, ὅ τινες <δρέπανον> λέγουσιν
- [<ξύλαχος>
- σύνδενδρος τόπος]
- <ξυλεύς>
- τὰ ξύλα παρέχων q AS. <παρὰ Κρησίν> AS. δοῦλος
- <ξυλεύεσθαι>
- ξυλίζεσθαι
- *<ξυλιζομένην>
- ξύλα συλλέγουσαν AS(vgn)
- <ξύλινον καρπόν>
- τῶν δένδρων (Lev. 27,30)
- <ξυλίτης>
- ἰχθῦς ποιός
- <ξυληβόρος>
- ξυλοφάγος
- <ξυλλεκτόν>
- συνειλεγμένον. παρεστός
- <ξύλον πρῶτον>
- βάθρον τὸ ἐν τῇ προεδρίᾳ, καὶ <ἐν> τῇ ἐκ- κλησίᾳ καὶ <ἐν> τῷ δικαστηρίῳ
- <ξυλοφόρος>
- ζῷόν τι ἱστορεῖται σκωλήκιον
- *<ξυλόχοιο>
- ὑλώδους τόπου (Φ 573) (r) (gn)
- <ξύλοχος>
- *σύνδενδρος τόπος AS(g) ps. καὶ ξυλώδης (Ε 162). δρυμός, ὕλη. ἢ θηρίου κοίτη
- <ξυλοδωνίη>
- τεκτοσύνη. ναυπήγησις. κωπηλασία. κυβέρνησις
- *<ξυμβαίνοι>
- συμφωνοῖ (Thuc. 4,4,2) AS(g)n
- *<ξυμβῇ>
- συμπέσῃ (Thuc. 1, 140,1 ..) ASn
- <ξύμβλητε>
- συνετύχετε
- *<ξύμβληντο>
- συνήντων, συνέβαλλον (Ξ 27 ..) AS
- <ξυμβολιμαίας δίκας>
- Ἀττικοὶ τὰς κατὰ συμβόλαια
- <ξύμβολος>
- μάντις ἡ εὖ συμβάλλειν δυναμένη
- <ξυμβόλους>
- τοὺς διὰ τῶν πταρμῶν οἰωνισμοὺς ἔλεγον. ἀνε- τίθεντο δὲ οὗτοι Δήμητρι. τινὲς δὲ τὰς διὰ τῆς φήμης γινο- μένας μαντείας, ἃς Φιλόχορός φησι Δήμητρα εὑρεῖν. Σοφο- κλῆ(ς) Ἀχαιῶν συλλόγῳ (fr. 152)
- *<ξύμμαχοι>
- σύμμαχοι Avgn
- <ξυμφορά>
- συντυχία. καὶ ἐπὶ ἀγαθοῦ τάσσεται <ὡς παρ' Αἰσχύλῳ ἐν Καβείροις>, καὶ ἐπὶ κακοῦ <παρὰ Σοφοκλεῖ> hm
- <ξυνά>
- κοινά (r.) S
- <ξυνάγειραν>
- συνήθροισαν
- *[<ξυναίρεται>
- συνάπτεται] ASg
- *<ξυναλλαχθέντες>
- κοινωνήσαντες ASs
- <ξυναμοργός>
- δρεψαμένη
- *<ξυνάορον>
- τὴν συμβιοῦσαν γυναῖκα, [γαμετήν (Eur. Or. 654) ASvgn
- <ξυνάνεσθαι>
- συνανύεσθαι
- [<ξυνῆνες>
- κοινωνοί]
- <ξυνάοροι>
- ἀδελφοί S. ἀδελφαί
- *<ξυναρμόσας>
- συνάψας vgSn. συνθήσας (Eur. Troad. 11?)
- <ξυναυλίαν>
- πᾶν πρᾶγμα δισσόν. τὴν ὑπὸ δύο ἐπιτελουμένην αὔλησιν· ὅταν γὰρ δύο αὐλῶσι, <ξυναυλία> λέγεται
- *<ξυνάωρ>
- εὐέα, δάμαρ, γυνή, ἄλοχος (Eur. Phoen. 1695) A
- *<ξυναόρων>
- ἀνδρῶν (Eur. Or. 1136) AS
- *<ξυνέηκε>
- συνέβαλεν (Α 8 ..) ASn
- *<ξυνεμπόρους>
- κοινωνούς (Eur. Bacch. 57) A (S)
- *[<ξυνερεῖται>
- συνέπεται] AS
- *<ξυνερέται>
- συνερέται AS
- *<ξυνέται>
- συμπολῖται AS
- *<ξυνάοροι>
- ἀδελφοί S
- *<ξυνεβέβλητο>
- συνεβέβλητο g. συνέτυχεν
- *<ξυνελαύνεις>
- συμβάλλεις (Φ 394) (S)
- *<ξύνες>
- σύνες. ἄκουσον (Β 26) ASvgn
- <ξυνέσεσθαι>
- συνεῖναι. συμβαλεῖν (η 270)
- *<ξύνεσιν>
- συνάφεσιν. *συμβολήν (κ 515) AS
- <ξύνεσις>
- ἡ εἰς τὸ αὐτὸ συμφωνία
- <ξυνέχεται>
- συμφέρεται
- *<ξυνεχῶς>
- συνεχῶς, διαπαντός ASvg
- *<ξυνή>
- κοινή (Ο 193) As
- <ξύνηβος>
- συμπότης. συνῆλιξ
- *<ξυνήϊα>
- κοινὰ καὶ ἀδιαίρετα χρήματα (Α 124) vgAS
- <ξυνῆκα>
- συνῆκα r. ἔγνων (Eur. Andr. 919)
- <ξυνήλυσις>
- σύνοδος
- <ξυνήονες>
- κοινωνοί (Hes. Theog. 595)
- *<ξυνήορον>
- κοινωνόν AS
- <ξυνηρετήσεις>
- συνήσεις. συζυγήσεις
- *<ξύνθακος>
- συγκάθεδρος (Eur. Or. 1637?) ASvg
- [<ξυνθήματος>
- σημείου (Thuc. 4,67,4 ..) ASvg]
- <Ξυνιάς>
- ὄνομα λίμνης
- *<ξυνιέναι>
- νοῆσαι ASvg. συνιέναι r. vg
- *<ξύνιεν>
- ἤκουεν (Α 273 v. l.)
- *<ξυνιέντες>
- συνιέντες (Plat. Theaet. 196 e?) AS
- <ξυνίημι>
- πέπεισμαι
- *<ξύνιον>
- ἤκουον AS. συνῆκαν (Α 273 v. l.) A
- *<ξυνιόντας>
- συμπορευομένους (Φ 390) (A)
- <ξύνισαν>
- συνήρχοντο (Ξ 393)
- <ξυνίστορας>
- συμπράκτορας
- <ξύνιστρον>
- νόμισμα
- *†[<ξυνοθόκος>
- ξενοδόχος] ASvg
- <ξυννενοφυῖαν>
- σκυθρωπήν (Ar. fr. 395)
- <ξύνοδος>
- σύνοδος. σύμπτωσις
- <ξυνοί>
- κοινοί. καὶ ὅροι
- <ξυνομαρτεῖ>
- ἀκολουθεῖ. συνομαρτεῖ
- *<ξυνόν>
- κοινόν (Π 262 ..) ASgn
- <ξυνουσία>
- συνήθεια. *συνουσία ASvgn
- *<ξυνοχή>
- συνοχή An
- <ξυνοχῇσι>
- τῷ συνέχοντι τόπῳ τοῦ καμπτῆρος, καὶ στενοῦντι ἀμφοτέρων τοὺς δρόμους (Ψ 330)
- *<ξυνπονῆσαι>
- συνάρασθαι. ἀντι[τοῦ]λαβέσθαι (Eur. Hec. 862 ..) AS
- <ξυνστένομαι>
- συνσπῶμαι. ξύομαι
- <ξυνθήματος>
- συνθήματος. ἔστι δὲ σημεῖον, ἢ πρόσφθεγμα, διδόμενον ἐπὶ γνωρισμῷ τῶν οἰκείων ἐν πολέμῳ ἢ ἑτέρᾳ τινὶ ἐπιβουλῇ (Thuc. 4,67, 4 ..)
- <ξυνέχοιτο>
- συνέχοιτο. συνείη h
- <ξυντάσσεται>
- συσκευάζεται
- <ξυντυχεῖν>
- συντυχεῖν
- *<ξυνῳδά>
- συνῳδά (Eur. Med. 1008 ..) ASvg
- *<ξυνών>
- συνών (Eur. Hipp. 17) Avgbp
- *<ξυνωρίδα>
- ζυγήν, <κυρίως δὲ> ἐπὶ τῶν ἡμιόνων. <Ὀρεύς> γὰρ ὁ ἡμίονος ASvg
- *<ξυνωρίς>
- ἅρμα <ἐκ δύο> ἵππων συνεζευγμένον AS(vg) n
- <ξύομαι>
- δέφομαι
- <ξυόεσσαν>
- εὖ ἐξεσμένην
- <Ξυπεταία>
- δῆμος τῆς Κεκροπίδος φυλῆς
- <ξυρεῖ>
- ἀκονᾷ
- <ξύει>
- τρίβει
- <ξυρμεύεσθαι>
- ἀδιακρίτως λαλεῖν. καὶ καυχᾶσθαι. Ἀττικοί
- <ξυρόν>
- τομόν. ἰσχνόν. ὀξύ
- <ξῦσαι>
- χαράξαι, ἐπιγράψαι
- <ξυνεχῶς>
- συνεχῶς, διαπαντός
- *<ξυμβαίνοι>
- συμφωνοῖ AS
- <ξυσμά>
- κνήφη. λέπρα (Sophr. fr. 53)
- *<ξυσμός>
- κνησμός r. Avgn
- <ξυστάδες>
- αἱ πυκναὶ ἄμπελοι. ἄμεινον δὲ τὰς εἰκῆ καὶ μὴ κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας ἀκούειν
- *<ξυστίδα>
- τὸ λεπτὸν ὕφασμα ASvg. ἢ εἶδος ἐνδύματος (Theocr. 2,74)
- *<ξυστίδες>
- ποδήρη ἐνδύματα AS. ἢ χλανίδας κωμικάς S
- <ξυστίς>
- τραγικὸν ἔνδυμα (Cratin. fr. 268). τινὲς δὲ χιτῶνα ποδήρη γυναικεῖον. ἄλλοι τὸ λεπτόν ... παρὰ τὸ ξύεσθαι
- <ξυστοῖς>
- ἀκοντίοις (Ν 497)
- <ξυστόν>
- ἀκόντιον, δόρυ g κατεσκευασμένον. καὶ τόπος, ἔνθα οἱ ἀθληταὶ γυμνάζονται
- *<ξυστός>
- ὁμοίως [ἀνειμένος ἀθληταῖς τόπος q. ASvg
- <ξυστρολήκυθον>
- κάδη καὶ βησσία ἐλαίου λουτρικά
- *<ξυστῷ>
- τῷ δόρατι (Δ 469) g (Sn)
- *<>ξωθεν>
- ἔξωθεν (Eur. Alc. 950) Avgn
- <Ξώλων>
- ἔθνος βαρβάρων (Greg. Naz. epitaph. 146,1. 150,2)
- †<ξώστρα>
- ψυκτρίς, ψυκτρία