Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΖ'. Τι στοιχίζει το καθήκον


Όταν φάνηκαν τα Βυζαντινά καράβια εμπρός στο Δυρράχιο, τα πράματα όλα ήταν προετοιμασμένα για να παραδοθεί η χώρα χωρίς μάχη.

Οι στρατιώτες της φρουράς, όταν είδαν πως οι άρχοντες είχαν πάγει με το Αυτοκρατορικό κόμμα, δεν έκαναν καμιάν αντίσταση. Με την αστασία που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη, παραδέχθηκαν την Αυτοκρατορική αρχή όσο εύκολα είχαν παραδεχθεί οι μεγιστάνες, λίγα χρόνια πρωτύτερα, να παν στην υπηρεσία του Σαμουήλ.

Ώστε ο πατρίκιος Ευστάθιος Δαφνομήλης παρέλαβε το Δυρράχιο χωρίς καμιά δυσκολία, και οι γιοί του Χρυσήλιου διορίστηκαν πατρίκιοι, ως ανταμοιβή για τις εκδουλεύσεις τους.

Ετοιμάστηκε αμέσως ένας δρόμων να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, για να πάγει την είδηση.

Όταν το έμαθε, η Θέκλα ζήτησε από τον Θεόδωρο την άδεια να φύγει με το ίδιο πλοίο, κι ο Θεόδωρος την έδωσε αμέσως.

Πήγε ο ίδιος στα δωμάτια της να την αποχαιρετήσει και με συγκίνηση της είπε:

- Για μας είναι βαθιά η λύπη που σε αποχωριζόμαστε. Μα καταλαβαίνω πως θέλεις να επιστρέψεις να ζήσεις κοντά στη Βασίλισσα που σου έδειξε πάντα πολλή αγάπη.

Και τον αποχαιρέτησε η Θέκλα, χωρίς να του πει πως το σχέδιο της δεν ήταν να πάγει στο παλάτι.

Ο πιστός Παγράτης την πήγε ως απάνω στο δρόμωνα.

- Η καρδιά μου τσακίζεται που σ' αποχωρίζομαι, κόρη μου, της είπε με λύπη, και θα έδινα ό,τι έχω στον κόσμο για να σε κρατήσω κοντά μου. Μα θέλεις να πας πίσω, εκεί που συνήθισες, και σε καταλαβαίνω.

Το βλέμμα που του έριξε η Θέκλα ήταν φορτωμένο λύπη και σκέψη.

- Και συ λοιπόν, σαν τον Δυνάστη Θεόδωρο, νομίζεις πως πηγαίνω στο παλάτι; έκανε. Όχι, καλέ μου Παγράτη, ο κόσμος τελείωσε για μένα όταν έχασα τον καλό μου. Θα ζήσω στη μονή του Στουδίου...

Λίγη ώρα σώπασαν κι οι δυο.

Ο γέρος σκούπισε τα δάκρυα που θάμπωναν τα μάτια του. Πέρασε μ' ένα χάδι το χέρι του στα μαλλιά της.

- Κρίμα στα... είπε με βραχνή φωνή.

- Γιατί; ρώτησε η Θέκλα, - και πρόσθεσε: Δε θέλησε να τα κόψω τότε, σα ντύθηκα αγόρι. Τώρα θα τ ' αφιερώσω στην Παναγία.

- Αν δεν ήταν για το παλικάρι που κοιμάται στον πλάτανο από κάτω, στην αυλή της φυλακής μου, θα ερχόμουν μαζί σου, είπε ο γέρος και η φωνή του έτρεμε.

Μα ξέρω πως θα είναι παρηγοριά για σένα να ξέρεις, πως ένας χριστιανός θα φροντίζει κάθε μέρα το λάδι της καντήλας που καίει πάνω στον τάφο, και πως θα περάσει καμιά μέρα από κει ο γιος μου, ο καλόγερος, να πει κανένα μνημόσυνο, να συχωρεθεί η ψυχή του...

Η Θέκλα ακούμπησε σιγά το χέρι της στο τραχύ και ρυτιδωμένο χέρι του γέρου και το έσφιξε σιωπηλά. Η καρδιά της ήταν πάρα πολύ γεμάτη για λόγια.

- Τη ζωή του την έδωσε για την πατρίδα χωρίς να τη λογαριάσει, εξακολούθησε ο γέρος. Και συ θα θάψεις τη δική σου ζωή στο μοναστήρι όπου θα κλειστείς... Μπορείς να πεις πως ακριβοπληρώσατε την επιστροφή του Δυρραχίου στην εξουσία του Βασιλέα.

- Όχι, καλέ μου Παγράτη, είπε η Θέκλα. Πες την πληρώσαμε, όχι όμως την ακριβοπληρώσαμε. Ένα από τα τελευταία του λόγια, όταν του είπα πως πέθαινε ατιμασμένος ήταν: «Εγώ είμαι ένας, θα περάσω και θα ξεχαστώ, η Πατρίδα όμως θα μείνει.» Κι εγώ, Παγράτη, είμαι άλλος ένας. Το Δυρράχιο είναι μια δύναμη για την πατρίδα. Σκέψου πως, τώρα, ο Σαμουήλ θα έχει να πολεμά ανατολή και δύση μαζί. Λογάριασε, τι είναι δυο ζωές που θυσιάστηκαν, κοντά στο έργο που έγινε...

Και πιο σιγά πρόσθεσε, σα να μιλούσε του εαυτού της περισσότερο παρά του Παγράτη.

- Τίποτα μεγάλο δε γίνεται χωρίς θυσίες... Πρέπει τις θυσίες αυτές να ξέρομε να τις κάνομε χωρίς υπολογισμούς.

Ο Παγράτης είχε ακουμπήσει το μέτωπο του στο χέρι του, και συλλογισμένος την άκουε.

- Έχεις δίκαιο, είπε στο τέλος. Η Πατρίδα είναι όλο το έθνος, και μεις, ο καθένας μας, είμαστε από ένα μόριο ασήμαντο του μεγάλου αυτού έθνους.

Όταν έφθασε η ώρα να ξεκινήσει ο δρόμων, ο Παγράτης πήρε τη Θέκλα στην αγκαλιά του και τη φίλησε όπως θα φιλούσε την κόρη του.

Τα δάκρυα τον έπνιγαν και η καρδιά του ράγιζε. Την άφησε απότομα και πήδηξε στη βάρκα που περίμενε να τον πάρει πίσω στη στεριά.

Το πλοίο απομακρύνουνταν, τα σπίτια του Δυρραχίου λίγο - λίγο μίκραιναν, έσβηναν, χάνουνταν πέρα στον ορίζοντα.

Η Θέκλα, ακουμπισμένη στην κουπαστή, κοίταζε τη γη της Ηπείρου όπου κοιμούνταν ο αγαπημένος της το στερνό του ύπνο.

Θυμήθηκε το περιβολάκι της φυλακής, το μεγάλο πλάτανο, τον απλοϊκό κι ακατέργαστο σταυρό. Και το χώμα το νωπό που σκέπαζε το πεθαμένο παλικάρι.

Της φάνηκε τόσο μόνος, τόσο έρημος, σαν παραπονεμένος στην κρύα γη. Αισθάνθηκε όλο το βάρος, όλη την κούραση της δικής της ερημιάς.

- Για την Πατρίδα... μουρμούρισε. Τα χείλη της έτρεμαν. Ένα αναφιλητό φούσκωσε την καρδιά της. Ακούμπησε το κεφάλι στα διπλωμένα χέρια της. Και πρώτη φορά αφότου πέθανε ο άντρας της έκλαψε απελπισμένα.

Τι στοιχίζει το καθήκον, το αισθάνουνταν ως τα βάθη της ψυχής της. Μα δε μετάνιωνε που το είχε κάνει.

Η ευγενική ψυχή δεν κάνει υπολογισμούς όταν έλθει η ώρα της αυτοθυσίας, όσο βαριά κι αν είναι.

Το πάρσιμο του Δυρραχίου δεν τέλειωσε το βουλγάρικο πόλεμο. Εξακολούθησε να ποτίζεται με αίμα άλλα είκοσι σχεδόν χρόνια το χώμα της άτυχης Μακεδονίας και της Ηπείρου. Μα ευκόλυνε πολύ τις στρατιωτικές επιδρομές του Βασιλείου και βοήθησε ώστε, αγάλια μα βέβαια, να καταστραφεί το βουλγάρικο κράτος.

Ο Σαμουήλ αναγκάστηκε να διαμοιράσει τις δυνάμεις του, και κάθε λίγο έχανε και από ένα φρούριο. Τόσο τον στενοχωρούσαν τα Ελληνικά στρατεύματα από την ανατολή και τη δύση, ώστε αναγκάζουνταν ολοένα να υποχωρεί προς τ' άγρια βουνά, όπου ήταν κρυμμένη η πρωτεύουσα του.

Στα 1014, τον Ιούλιο, ο Σαμουήλ νικήθηκε από τον Βασίλειο και το στρατηγό του Νικηφόρο Ξιφία στα στενά του Κλειδιού[1], και θα αιχμαλωτίζουνταν μάλιστα αν δεν τον έσωζε ο παλικαράς ο γιός του ο Ρωμανός, με κίνδυνο της ζωής του.

Στον Πρίλαπο[2], όπου κατέφυγε τότε με το γιο του, πέθανε ο Σαμουήλ τρεις μήνες αργότερα, από τη λύπη του, όταν είδε τους δεκαπέντε χιλιάδες τυφλωμένους αιχμαλώτους Βουλγάρους, που του έστειλε πίσω ο φοβερός Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος.

Ύστερα από το θάνατο του Σαμουήλ, αδυνάτισε πολύ η αντίσταση των Βουλγάρων.

Μα και πάλι δεν τελείωσε ο αγώνας.

Οι διάδοχοι του εξακολούθησαν τον πόλεμο με λύσσα, και, δυο- τρεις φορές, το Δυρράχιο πολιορκήθηκε, επειδή για τους Βουλγάρους το φρούριο αυτό με το λιμένα του είχε πολύ μεγάλη σπουδαιότητα.

Μα ως το τέλος το Δυρράχιο βάσταξε, και δεν μπόρεσαν να το κατακτήσουν.

Στα 1018, οι τελευταίοι υπέρμαχοι της βουλγάρικης ανεξαρτησίας υποτάχθηκαν στον Βουλγαροκτόνο, και η Βουλγαρία έγινε επαρχία Βυζαντινή.

  1. Κλειδίον: Κλεισούρα μεταξύ των Σερρών και του Μελένικου κοντά στο Δεκίρ Τσάρ.
  2. Πρίλαπος: ο σημερινός Περλεπές.