Γεωργικά
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Βιβλίο Δ



Τώρα τοῦ ἀέρινου μελιοῦ τὰ οὐράνια δῶρα ἂς ψάλω,
Τήρα, Μαικήνα, μ’ ἀγαθὸ βλέμμα κι’ αὐτὸ τὸ μέρος.
Μικρῶν πραμάτων θιαμαστὰ θεάματα γιὰ σένα
Κι’ ἄρχοντες μεγαλόψυχους, κι’ ὁλάκερης μιᾶς φάρας
Τὰ ἔργα, τὰ συστήματα, τὰ πλήθη, τὲς ἀμάχες,
Θένα ἱστορήσω στὴ σειρά. Στὰ μικροστὰ ξεπέφτω,
Ἀλλὰ δὲ θἆνε μικροστὴ κ’ ἡ δόξα, ἂν οἱ ἀναντίοι
Στρέξουν θεοί, κι’ ὁ Ἁπόλλωνας τὸ κάλεσμά μου ἀκούσει.


Τὸ πρῶτο, γιὰ τὲς μέλισσες θὰ ζητηθεῖ μιὰ θέση
Καὶ μιὰ μεριὰ ὅπου οἱ ἄνεμοι καθόλου δὲ θὰ μπαίνουν,
(Τὶ τὲς μποδίζουν οἱ ἄνεμοι νὰ φέρνουν τὴ βοσκή τους
Στὸ σπίτι) μὰ ὄχι ἐκεῖ ποῦ ἀρνιὰ καὶ σερπετὰ κατσίκια
Πηδοῦν στὰ πούλουδα, οὔτε ἐκεῖ, στὸν κάμπο, ὅπου ἡ δαμάλα
Πλανιέται καὶ τὸ δρόσισμα τινάζει καὶ τὸ χόρτο,
Ποῦ ἐφύτρωσε, τσαλαπατεῖ. Κι’ ἂς λείπουν οἱ βοστέροι,
Ποὔχουν ξερὴ καὶ πλουμιστή τὴ ράχη, ἀπὸ τὲς μάντρες
Τὲς πλούσιες, κ’ οἱ μελισσουργοί, κι’ ἄλλα πουλιά, κ’ ἡ Πρόκνη
Ποῦ τῆς βουλῶσαν τὰ πλευρά τὰ αἱματωμένα χέρια.
Τὶ ὡς μακρυά, τρογύρου τους, ὅλα χαλοῦν, κι’ ἁρπάζουν
Στὸ στόμα καὶ τὲς μέλισσες ποῦ φτερακᾶν, καὶ φέρνουν
Γλυκὲς χαψιὲς γιὰ τὰ μικρὰ στὲς ἄπονες φωλιές τους.
Βρυσοῦλες ὅμως ξάστερες ἂς εἶνε ἐκεῖ καὶ λίμνες
Πράσινες ἀπὸ τὸ ὅμηρο κι’ ἂς τρέχει μὲς στὸ χόρτο
Ἕνα ρυάκι μικροστό, κι’ ἂς ρίχτει στὸ προαύλι
Βαγιὰ τὸν ἴσκιο ἢ κι’ ἀγριλιὰ πολὺ μεγάλη, κ’ ἔτσι,
Μὲ τὴν καινούριαν ἄνοιξη, ὅταν πρωτοδηγήσουν
Τὰ σμάρια οἱ βασιληάδες τους, κ’ ἡ νεολαία ποῦ βγῆκε
Ἀπ’ τὲς κηρῆθρες παιγνιδᾶ, θένα τὲς προσκαλέσουν
Τὰ φρύδια τὰ σιμοτεινὰ τὴν κάψα νὰ ξεφύγουν,
Καὶ τὸ καλοδεχούμενο τὸ δέντρο στὸ κλαρί του
Φιλόξενο θὰ τὲς κρατεῖ. Καὶ θένα ρίξεις βράχους
Τρανοὺς καὶ ἰτιὲς ἀνάδιπλα μὲς στὸ νερό, ποῦ στέκει
Σταματημένο ἢ ποῦ κυλᾶ, γιὰ νὰ μποροῦν ν’ ἁπλόνουν
Στὸν ήλιο τὸν καλοκαιρνὸν οἱ μέλισσες, ποῦ μένουν
Ὀπίσω, τὰ φτερούγια τους, καὶ στὰ πολλὰ γιοφύρια
Νὰ κάθονται, ὅταν κάποτες ὁ Εὖρος τὲς σκορπάει
Ὁρμητικός καὶ στοῦ ‘Ωκεανοῦ τὸ κῦμα τὲς βυθίζει.
Καὶ χαμοδάφνες πράσινες τρογύρου ἐκεῖ ἂς ἀνθίζουν,
Καὶ ρίγανες, ποῦ μακρυὰ τὴ μοσκοβόλια στέρνουν,
Καὶ ἀκόμα θροῦμπες μπόλικες, ποῦ ὀσμὴ βαρειὰ ἀναδίνουν,
Κι’ ἂς πίνουν γιοφυλλοβραγιὲς τὴ βρύση τὴν ποτίστρα.
Μὰ μοναχὰ στενὲς μπασιὲς θὲ νἆχουν τὰ γυψέλια.
Ποῦ ὴ θὰ τὰ κάνεις ράφτοντας σκαφιδωμένες φλοῦδες,
Ἢ κι’ ἀπὸ εὐκολολύγιστες ἱτιὲς θἆνε πλεγμένα.
Γιατὶ παγόνει ἡ χειμωνιὰ τὸ μέλι μὲ τὰ κρύα,
Κ’ ἡ ζέστα πάλι νερουλὸ τὸ καταντά· κι’ ὁμοίως
Γιὰ τὰ μελίσσια καὶ τὲς δυὸ τὲς δύναμες φοβήσου.
Σπουδαχτικὰ μὲ τὸ κερὶ τοῦ κάκου δὲν ἀλείφουν
Ἐκεῖνα καὶ τὲς πλιὸ λιανές τρυποῦλες στὸ κλημποῦρι,
Καὶ δὲ σφαλίζουν τὲς ποριὲς μέ σπρόπολη καὶ μ’ ἄνθο,
Καὶ δὲ φυλᾶν συνάζοντας γιὰ τὸ σκοπὸ τὸν ἴδιο
Κόλλα πηχτότερη ἀπὸ ὁξιὸ καὶ πλιὸ πηχτὴ ἀπ’ τὴν πίσσα
Ποῦ γένεται στὴ Φρυγιακὴ τὴν Ἴδα. Ὡς καὶ κρουψῶνες,
Ἂν τἄκουσμα εἶνε ἀληθινό, συχνὰ στὸ χῶμα σκάφτουν,
Καὶ στιοῦν ἐκεῖ τὸ σπῖτι τους, καὶ μέσα σὲ κουφάλες
Σαπρές, καὶ μὲς στὴν κίσσερη τὴν κούφια αὐτὰ βρεθήκαν.
Μὰ ὡς τόσο τὸ σκισμαοιαστὸ γιατάκι ἐσὺ θὰ χρίσεις
Ὁλόγυρα μὲ γλυστερὲς φλουτιὲς γιὰ νὰ τὸ χλιάνεις,
Κι’ ἀνάγλυκα χλωρόκλαρα θὰ ρίξεις ἀπὸ πάνου.
Καὶ δὲ θ’ ἀφίνεις σμιλακιὰ σιμὰ στους μελισσιῶνες,
Καὶ δὲ θὰ καῖς τοὺς κόκκινους καβούρους στὴν ὀγνήστρα,
Καὶ μὴ μπιστεύεσαι βαθειὰ λιμνιά, μηδὲ τοὺς τόπους
Ὅπου βαρειά εἶνε ή μυρωδιὰ τῆς βούρβουρης ἢ κι’ ὅλας
Ὅπου βογγοῦν τὰ βαθουλὰ χαράκια σὰ χτυπιῶνται
Καὶ τῆς φωνής ἀναπηδᾶ τὸ ὁμοίωμα βλαμμένο.


Κ’ ἔτσι λοιπόν, σὰν ὁ χρυσὸς ὁ ἥλιος τὸ χειμῶνα
Παίρνει ἀποκάτου ἀπὸ τὴ γῆς, καὶ πεντανοίγει τότες
Τὸ φῶς τὸ καλοκαιρινὸ τοὺς οὐρανούς, ἀμέσως
Οἱ μέλισσες σὲ λαγγαδιὲς καὶ κάμπους τρογυρίζουν
Θερίζοντας τὰ λούλουδα τὰ κόκκινοβαμμένα
Κι’ ἀνάλαφρα ἀκροπίνοντας στῶν ποταμῶν τὸ ρέμα.
Κι’ ἀπέκειθε χαιράμενες, δὲν ξέρω γιὰ ποιὰ γλύκα,
Χαμοζεσταίνουν τὲς φωληὲς καὶ τὸ γεννόσπαρμά τους,
Μὲ τέχνη ἀπέκει πελεκοῦν τὸ νιὸ κερὶ καὶ πλάθουν
Τὸ μέλι τὸ κολλητικό. Κι’ ὅταν ἱδεῖς ἀπέκει
Νὰ πλέει στοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ξαστεριὰ κιβέρτι,
Φευγᾶτο ἀπὸ τὴν κλούβα του, πρὸς τοὐρανοῦ τἀστέρια,
Κι’ ὅταν θιαμάζοντας θωρεῖς τὸ μελαψὸ τὸ γνέφι
Νὰ σέρνεται ἀπ’ τὸν ἄνεμο, κοίτα καλά: γυρεύει
Γλυκὸ νεράκι πάντοτε καὶ σκέπαση κλαρένια.
Τὲς διορισμένες μυρωδιές ἐκεῖ ἐσὺ θὰ σκορπήσεις:
Τριμμένο μελισσόφυλλο καὶ πρόστυχο γρασίδι
Λαγοκουκκιοῦ, καὶ σάλαγο μὲ χάλκωμα θ’ ἀσκώσεις,
Καὶ τῆς Κυβέλης θὰ χτυπᾶς τὰ τούμπανα τρογύρου.
Κι’ αὐτὲς καθίζουν μόνες τους μὲς στὸ βοτανισμένο
Τὸ μέρος, καὶ μονάχες τους, καθώς τὸ συνειθίζουν,
Ὅσο βαθύτερα μποροῦν ντρυμόνουν στὸ γυψέλι.


Μὰ ἂν ἴσως βγοῦν γιὰ πόλεμο (γιατὶ συχνὰ κυριεύει
Διχογνωμιὰ μὲ ταραχὴ μεγάλη δυὸ ρηγάδες -
Καὶ βολετό εἶνε τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου νὰ γνωρίζεις
Ἀπὸ τὰ πρίν, καὶ τὲς καρδιές ποῦ λαχταροῦν ἀμάχες,
Γιατὶ σὰν ἀπὸ χάλκωμα βραχνὴ βοὴ πολέμου
Ξαφνίζει αὐτὲς ποῦ ἀργοποροῦν καὶ μιὰ φωνὴ γρικιέται
Ποῦ τῆς τραντάχρας σάλπιγγας τὸ σήμαμα ἀντιφκιάνει -)
Συνάζονται τρεμάμενες, κι’ ἀστράφτουν τὰ φτερά τους,
Καὶ στὸ μουσοῦδι τὸ κεντρῖ τροχοῦν, καὶ προγυμνάζουν
Τὰ μούσκουλα γιὰ τὴ μαλιά, καὶ γύρου στοὺς ρηγάδες
Πυκνὲς ἀνακατεύονται μπροστὰ στὰ στρατηγεία.
Καὶ τὸν ὀχτρό τους προσκαλοῦν μὲ χουγιατὰ μεγάλα.
Γι’ αὐτὸ ὅταν ἄβροχη ἄνοιξη καὶ ξάστερος ἀέρας
Τοὺς λάχει, ἀπ’ τὲς ποριὲς ξεσπᾶν, ἀρχίζουν τὸ γιουροῦσι,
Βαβούρα κάνουν στὰ ψηλὰ τοῦ αἰθέρα, ἀνταμωμένες
Μαζεύονται κουβαριαστὰ σὲ μιὰ μεγάλη μπάλλα
Καὶ πέφτουν χάμου ὁρμητικά. Πυκνότερο χαλάζι
Ποτὲ δὲ ρίχτουν οἱ οὐρανοί, ποτὲ βαλάνια τόσα
Οἱ πρίνοι ὅταν τινάζονται. Κι’ ώς τόσο οἱ γεμονιάδες,
Φανούσιμοι ἀπὸ τὰ λαμπρὰ φτερά τους μὲς στ’ ἀσκέρι.
Ἀνάβουν μέσα στὰ μικρὰ τὰ στήθια τὲς μεγάλες
Ψυχές, καὶ τόσο προσπαθοῦν νὰ μὴ τραβιόνται ὀπίσω.
Ὅσο ποῦ ὁ ἕνας, νικητὴς ἀψύς, ὑποχρεόνει
Ἢ αὐτὲς ἢ ἐκεῖνες φεύγοντας τὲς πλάτες τους νὰ γύρουν.
Μὰ τῶν ψυχῶν ὁ τάραχος αὐτός, κ’ οἱ τόσοι ἀγῶνες,
Μὲ λίγη σκόνη πεταχτὴ σιγάζουν κυριεμένοι.


Ἀλλὰ ὅταν ἀπὸ τὴ μαλιὰ τοὺς δυὸ ἀρχηγοὺς ξεβγάλεις.
Εκείνον ποῦ χειρότερος ἐφάνηκε, τοῦ χάρου
Παράδος τον, τὸ σπάταλο, γιὰ νὰ μὴν εἶνε μπόδιο,
Κι’ ἂς βασιλέψει ὁ πλιὸ καλὸς στὴ ρημασμένη αὐλή του.
Ὁ πρῶτος εἶνε λαμπερὸς ἀπ’ τὲς χρυσὲς κουκκίδες
Ποῦ βαβυλίζουν μπόλικες· (τί δυὸ λογῶν ὑπάρχουν:
Τοῦτος εἶν’ ὁ καλήτερος, ὡραῖος καὶ στὴν εἰδή του
Καὶ μὲ τὰ κοκκινέλλικα τὰ λέπια του γυαλίζει.)
Ὁ ἄλλος εἶνε μαλλιερὸς ἀπὸ τὸ καθισιό του
Καὶ βωλοσέρνει τὴν πλατειὰ κοιλιά του δίχως δόξα.
Κι’ ὅπως διπλὲς ἔχουν μορφὲς οἱ βασιληάδες, ἔτσι
Καὶ τοῦ λαοῦ τὰ σώματα· γιατὶ ξερακιασμένες
Κι’ ἄσκημες εἶνε μερικές, καθὼς ὁ δρομολάτης,
Σὰν ἔρχεται ἀπὸ βαθουλὴ καὶ σκονισμένη στράτα
Κι’ ἀπ’ τὸ φρημένο στόμα του φτυεῖ χῶμα γρουψασμένος.
Καὶ μερικὲς φεγγοβολοῦν κι’ ἀπὸ τὴ λάμψη ἀστράφτουν
Σὰν τὸ λογάρι φλογερές, κ’ εἶν’ ὅλο τους τὸ σῶμα
Χρισμένο ἀπὸ ὁμοιόμορφες σταλοῦλες. Τοῦτες εἶνε
Τὸ σόϊ τὸ προτιμώτερο, καὶ θένα ζίφεις μέλι
Στὲς διορισμένες ἐποχὲς γλυκώτατο ἀπὸ κεῖνες,
Γλυκώτατο ὄχι μοναχὰ παρὰ καὶ κρουσταλλένιο
Κι’ ἄξιο τοῦ Βάκχου τὴ στυφὴ τὴ γέψη νὰ ἡμερώσει.


Μὰ όταν τὰ σμάρια τἄστατα πετοῦν καὶ στὸν ἀέρα
Παίζουν καὶ τὲς κηρῆθρες τους περιφρονοῦν καὶ κρύα
Ἀφίνουν τὰ γυψέλια τους, ἀπὸ παιγνίδια κούφια
Ἐσὺ τὲς ἀλαφρόμυαλες ψυχὲς θένα ἀντισκόφτεις.
Μεγάλη δέν εἶνε δουλειὰ γιὰ νὰ τὲς ἀντισκόψεις:
Τῶν βασιληάδων τὰ φτερὰ θὰ βγάλεις, κι’ ὅταν τοῦτοι
Ὀκνεύουν, δέν κοτᾶ καμιὰ πρὸς τὰ ψηλὰ νὰ πάρει
Δρόμο κι’ ἀπ’ τὰ λημέρια τους ν’ ἁρπάξει τὲς σημαῖες.
Καὶ μ’ ἄνθη κρόκου ἂς τὲς καλοῦν οἱ μυροβόλοι κῆποι,
Καὶ μὲ τὸ ἰτιένιο δρέπανο προστάτρα ἂς τὲς φυλάει
Ἡ εικόνα τοῦ Ἑλλησποντιακοῦ Πριάπου, ποῦ ἀλαργεύει
Καὶ κλέφτες καὶ πετούμενα· κι’ ἀπ’ τὰ ψηλὰ τὰ ὄρη
Αὐτὸς ὁ ἴδιος στροβιλιὲς ἂς φέρει καὶ θυμάρια
Κι’ ἂς τὰ φυτέψει ὡς μακρυὰ τρογύρου στὰ γυψέλια,
Αὐτὸς ποῦ τέτοια γνοιάζεται· μὲ τὴ δουλειὰ ἂς ἐργάσει
Τὸ χέρι του καὶ τὸ φυτὸ τὸ καρπερὸ ἂς πλακόνει
Στὸ χῶμα, καὶ τὴ φιλικιὰ βρυσούλα ἂς αὐλακίσει.


Καὶ βέβαια, ἂν κι’ ὅλας τὰ παννιὰ δὲ μάζευα στὸ τέλος
Τὸ ὁλακρινὸ τῶν κόπων μου, κι’ ἂν πρὸς τὴ γῆς τὴν πλώρη
Νὰ γύρω δὲ βιαζόμουνα, θένα ἥθελα ἴσως ψάλει
Ποιὲς εἶνε οἱ ἔγνοιες τοῦ ὀργωμοῦ ποῦ τοὺς παχειοὺς τοὺς κήπους
Στολίζουν καὶ τὲς δίκαρπες ροδοβραγιὲς τῆς Παῖστος,
Καὶ πῶς περίσσια χαίρονται τἀντίδια στὰ ρυάκια,
Κ’ οἱ ὁχτιὲς μὲ σέλινα χολά, καὶ πῶς μὲς στὸ χορτάρι
Μὲ τὴν κοιλιά του τὸ στριφτὸ τ’ ἀγγοῦρι μεγαλόνει,
Καὶ τὰ μανούσια, ποῦ ὄψιμα μὲ φύλλα καὶ λουλούδια
Πλουμίζονται, καὶ τοὺς φλαστοὺς τῆς λυγερῆς μουτρούνας,
Καὶ τὲς μυρσίνες, ποῦ ἀγαποῦν τοὺς ἄμμους στ’ ἀκρογιάλια,
Καὶ τοὺς κισσοὺς τοὺς κίτρινους δὲν ἤθα λησμονήσω.
Γιατί, ἀποκάτου ἀπ’ τὰ καστριὰ τοῦ Οἰβαλιακοῦ τοῦ πύργου,
Ὅπου ποτίζει τὰ ξανθὰ σπαρτὰ ὁ Γαλαῖσος μαῦρος,
Εἶδα, θυμοῦμαι, κάποτες ἐγὼ ἕναν Κορυκιώτη
Γέροντα, ποὖχε μοναχὰ λίγες ζεψιὲς χωράφι
Παραιτημένο, κι’ αὐτὴ ή γῆς μήτε γιὰ τὸ ζευγάρι
Καρποὺς δὲν ἔδινε ἀρκετούς, γι’ ἀρνιὰ δὲν ὲφελοῦσε.
Καὶ γιὰ κρασὶ δὲν ἔκανε. Μὰ εἶχε φυτέψει ἐκεῖνος
Ἀνάρηα μὲς τὲς βατσινιὲς λαχανικά καὶ γύρω
Κρίνα ἄσπρα κι’ ἁγιοβότανα κι ἄτσαλες παπαροῦνες,
Καὶ μὲ τὸ νοῦ του ἐλόγιαζε πῶς ἔφτανε στὰ πλούτη
Τοὺς βασιληάδες κ’ ἔγερνε τὴ νύχτα ἀργὰ στὸ σπίτι
Καὶ στὰ τραπέζια ἐφόρτονε τ’ ἁψόνιστα τὰ δεῖπνα.
Πρῶτος τὴν ἄνοιξη ἔκοφτε τριαντάφυλλο καὶ πρῶτος
Τὸν τρυγητὴ τὰ ὀπωρικά, καὶ τὸ χειμῶνα ἀκόμα
Τὸν ἄχαρο, ὅταν ἔσκιζαν οἱ βράχοι ἀπὸ τὰ κρύα
Κι’ ἀπὸ τοὺς πάγους τῶν νερῶν τὸ ρέμα ἐσταματοῦσε,
Αὐτὸς καὶ τότε ἐμάζευε τοῦ τρυφεροῦ Ὑακίνθου
Τὰ κατσαρὰ τὰ λούλουδα, καταφρονῶντας ἔτσι
Τὸ καλοκαῖρι τ’ ὄψιμο καὶ τοὺς ὀκνοὺς ζεφύρους.
Γι’ αὐτὸ εἶχε ὁ ἴδιος περισσὲς μελισσομάννες πρῶτος,
Κ’ ἦταν πολὺ τὸ σμάρι του, καὶ πρῶτος ἐτρυγοῦσε
Αὐτὸς τὸ μέλι τὸ ἀφριστὸ κ’ ἔζιφε τὲς κηρῆθρες.
Καὶ πλούσια ἦταν τὰ πεϋκα του κ’ εἶχε πολλὰ φλαμούρια,
Κι’ ὅσοι καρποί, ἐπερίντυναν τὰ γόνιμα τὰ δέντρα
Μὲ τὸ καινούριο τἄνθισμα, κι’ ὥρμοι ἐκρεμῶνταν τόσοι
Ἀπέκει τὸ χινόπωρο. Καὶ στὴν ἀράδα ἐκεῖνος·
Ὀψιμιασμένους φύτεψε φτεληάδες καὶ μεγάλες
Τὲς ἀχλαδιὲς κι’ ἀβραμηλιὲς ποῦ κι’ ὅλας εἶχαν κάμει
Δαμάσκηνα, καὶ πλάτανο ποῦ κι ὅλας εἶχε ἁπλώσει
Πάνου στοὺς καλεσμένους του σὲ σύμπιωμα τὸν ἴσκιο.
Μὰ ἐγὼ σὲ τόπο ἀβόλευτο κλειστὸς αὐτὰ διαβαίνω
Κι’ ἀφίνω νὰ τὰ μελετοῦν ἄλλοι στερνότεροί μου.


Καὶ τώρα ὀμπρός· τὰ διώματα θὰ διηγηθῶ, ποῦ ὁ Δίας
Στὲς μέλισσες ἐχάρισε γιὰ πλερωμή τους ὅταν
Ἐκεῖνες ἀκολούθησαν τοὺς κρότους τῶν Κουρήτων
Τοὺς βροντεροὺς καὶ τοῦ χαλκοῦ τὸ σήμαμα κ’ ἐθρέψαν
Τὸ βασιλέα τοῦ οὐρανοῦ μὲς στὴ σπηλιὰ τῆς Δίκτης.
Μόνον αὐτὲς ἔχουν κοινὰ τὰ τέκνα, καὶ τὰ σπίτια
Τῆς χώρας τους συντροφικά, καὶ κάτου ἀπὸ μεγάλους
Νόμους περνοῦν τὴ ζήση τους καὶ μοναχές ἐκεῖνες
Καὶ κατοικίες σταθερὲς γνωρίζουν καὶ πατρίδες.
Καὶ μὲ τὴ ζέστα ἐργάζονται θυμούμενες πῶς θἄρθει
Χειμῶνας καὶ γιὰ τὸ κοινὸ φυλᾶν το ξέτασμά τους.
Τὶ ἄλλες βιγλίζουν τὲς θροφὲς καὶ κατὰ τὲς συνθῆκες
Ποῦ σύνατές τους ἔκλεισαν, στοὺς κάμπους πεταρίζουν.
Ἄλλες μὲ δάκρυ μανουσιοῦ καὶ κόλλες ἀπὸ φλοῦδα
Πηχτὲς στὸ σπῖτι στέκοντας γιὰ τὲς κηρῆθρες σταίνουν
Τὰ πρῶτα θεμελιώματα, κι’ αὐτοῦ κρεμοῦν ἀπέκει
Τἀναγλυτσιάρικα κεριά, κι’ ἄλλες ἀναλικόνουν
Καὶ κουναροῦν τὲς γέννες τους, τῆς φάρας τὴν ἐλπίδα,
Κι’ ἄλλες τὸ καθαρώτερο τὸ μέλι ἀποθηκιάζουν
Καὶ τὰ κελλιὰ τους ξεχειλοῦν μὲ διάφανο νεχτάρι.
Καὶ μερικὲς τὸ τυχερὸ τὲς διόρισε φυλάχτρες
Στὲς πόρτες καὶ ξαλλάζοντας τηρᾶν αὐτὲς τὰ γνέφια
Καὶ τὲς βροχάδες τοὐρανοῦ· τὸ φόρτωμα τῶν ἄλλων,
Ποὔρχονται ἀπόξω δέχονται, καὶ ἀσκέρι μαζεμένες
Ἀπ’ τὸ παχνὶ τὰ ὀκνὰ τὰ ζᾶ, τοὺς ἀκαμάτες, διώχνουν.
Βράζει ἡ δουλειά, μοσκοβολᾶ τὸ μέλι ἀπὸ θυμάρι.
Καὶ καταπῶς οἱ Κύκλωπες, σὰ βιαστικά ἑτοιμάζουν
Τἀστροπελέκια ἀπ’ τοῦ χαλκοῦ τὴ μάζα ποῦ λυγάει,
Ἄλλοι μὲ βωϊδοπέτσινα φυσούνια τοὺς ἀέρες
Ρουφοῦν καὶ πάλι διώχνουν τους κι’ ἄλλοι στὴ λούμπα βάφουν
Τὸ μέταλλο ποῦ στὸ νερὸ τριζοκοπᾶ, καὶ ἡ Αἴτνα
Ἀπὸ τἀμόνια ποῦ ἔστησαν στενάζει, καὶ σηκόνουν
Ἀνάμεσό τους ρυθμικά μ’ ὁρμὴ πολλὴ τὰ μπράτσα,
Καὶ στρίφουν τὰ σιδερικά μὲ σφιχταρπάχτρες ἄγρες·
Ἔτσι, ἂ βολεῖ μέ τὰ μικρὰ νὰ συγκριθοῦν μεγάλα,
Σπρώχνει καὶ τὰ Κεκροπιακὰ μελίσσια ἡ φυσικιά τους
Ἡ αγάπη γιὰ τὰ κέρδητα στὸ ἔργο του καθένα.
Τῆς πολιτείας, οἱ προεστὲς ἔχουν τὴν ἔγνοια· ἐκεῖνες
Τὰ μελικέρια προφυλᾶν καὶ χτίζουν τεχνικᾶτα
Γυψέλια· μὰ οἱ νεώτερες γυρίζουν κουρασμένες
ΙΙολὺ τὴ νύχτα σπῖτι τους μὲ τὰ μεριὰ γιομᾶτα
Θυμάρι, καὶ διαβαίνοντας ἀπόδω ἀπόκει βόσκουν
Τὲς κουμαριές, τὲς γαλανὲς ἰτιές, τὴ χαμοδάφνη.
Τὴν κόκκινη τὴ ζαφορά, τὸ ξυγγερνὸ φλαμοῦρι
Καὶ τοὺς σιδερογάλαζους ὑακίνθους. Εἶνε γιὰ ὅλες
Κοινὸ τὸ σῶσμα τῆς δουλειάς, κοινὸς ὁ κόπος γιὰ ὅλες:
Πρωΐ πετιῶνται ἀπ’ τὲς ποριές· πούπετα χασομέρια·
Καὶ πάλι ὅταν τὸ σούρουπο τὲς ὁρμηνεύει τέλος
Στοὺς κάμπους, ἀπὸ τὴ βοσκὴ νὰ τραβηχτοῦν, γυρίζουν
Στὰ σπίτια τους καὶ γνοιάζονται γιὰ τὸ κορμί τους τότες•
Γένεται ἀντάρα• μουρμουροῦν τρογύρω στὰ κατώφλια
Καὶ στὲς μπασιές• ἀπέκειθε τσωπαίνουν ὅλη νύχτα,
Ἀφοῦ πλαγιάσουν στὸν ὀντᾶ, καὶ παίρνει τοῦ κορμιοῦ τους
Τὸ κάθε μέρος ό ὕπνος του. Ποτὲ δὲ βγαίνουν ὅμως,
Σὰν οἱ βροχάδες κρέμονται, μακρυὰ ἀπὸ τὰ μαντριά τους,
Κι’ οὐδὲ πιστεύουν τοὐρανοῦ, σὰ βιαστικὰ σιμόνουν
Εὗροι, μὰ γύρου στὰ τειχιὰ τῆς χώρας φυλαγμένες
Παίρνουν νερό, κι’ ἀλαργινὰ πετάγματα δὲν κάνουν,
Ἢ καὶ σηκόνουν κάποτες γουλιά, σὰν τὴ σαβούρρα
Οἱ βάρκες ποῦ ὅλο κουλουροῦν ὅταν τὸ κῦμα ἀψιώνει,
Καὶ πέτονται μὲς στ’ ἀϋλα τὰ σύγνεφα μὲ κεῖνα.
Καὶ θὰ θιαμαίνεσαι κι’ αὐτὸ τὸ σύστημα ποῦ ἀρέσει
Στὲς μέλισσες: ζευγάρωμα δὲ στρέγουν· τὸ κορμί τους,
Στῆς Ἀφροδίτης τὲς χαρὲς νωθρό, δὲν τ’ ἀστενίζουν,
Καὶ δὲ γεννοῦν τὸ σπάρμα τους μ’ ἀγῶνες καὶ μὲ πόνους•
Μὰ οἱ ἴδιες ἀπὸ βότανα γλυκὰ κι’ ἀπὸ τὰ φύλλα
Συνάζουν μὲ τὸ στόμα τους τὰ τέκνα τους, κ’ οἱ ἴδιες
Διαλὲν τὸ βασιλέα τους καὶ τοὺς μικροὺς Κυρίτες
Καὶ ξαναφτιάνουν τὴν αὐλὴ καὶ τὸ κερὲνιο κράτος.


Ἀλλὰ στοὺς βράχους τοὺς σκληρούς, ένῶ κλωθογυρίζουν,
Συχνὰ συντρίβουν τὰ φτερὰ καὶ ξεψυχίζουν κάποιες
Μὲ τὸ βαρύ τους φόρτωμα· τόσο φιλοτιμιοῦνται
Νὰ κάνουν μέλι, κι’ ἀγαποῦν ἐκεῖνες τὰ λουλούδια.
Κ’ ἔτσι λοιπὸν ὁ τελειωμὸς τοὺς ἔρχεται τῆς ζήσης,
Ποὖνε γι’ αὐτὲς μικρὴ πολύ, γιατὶ μήτε δὲ φτάνει
Τὸ καλοκαῖρι τὸ ἕφτατο• κι’ ὅμως τὸ γένος μνέσκει
Ἀθάνατο, καὶ τοῦ σπιτιοῦ βαστᾶ ή καλοτυχία.
Καὶ προσπαπούνων πρόγονους μετροῦν. Τὸ ρήγα κι’ ὅλας
Ἡ Αἴγυπτο ἔτσι δὲν τιμᾶ, μηδὲ ἡ τρανὴ Λυδία,
Οὔτε τῶν Πάρθων οἱ λαοὶ κι’ ὁ Μηδικὸς Ὑδάσπις.
Σὰν εἶνε ὁ ρήγας ἄβλαβος μιὰ γνώμην ἔχουν ὅλες,
Μὰ ἀφοῦ χαθεῖ συντρίβεται κ’ ή πίστη τους ἀμέσως,
Τὸ στοιβασμένο μέλι τους ἀτές τους διαγουμίζουν
Καὶ μοναχές τους τὲς πλεχτὲς κηρῆθρες χαντακόνουν.
Ἐκεῖνος εἶνε ὁ φυλαχτὴς τοῦ ἔργου• τὸν θιαμάζουν,
Μὲ μπουμπουνίσματα πυκνὰ τὸν τρογυρίζουν ὅλες,
Ντρυμόνονται πολλὲς μαζῆ σιμά του καὶ τὸν παίρνουν
Πολλὲς φορὲς στὸ νῶμο τους, καὶ ρίχνουν τὸ κορμί τους
Στὸν πόλεμο, κι’ ἀπὸ πληγὲς λαμπρὸ χαλεύουν τέλος.


Μὲ τοῦτες τὲς ἀπόδειξες καὶ ἀκολουθῶντας τοῦτα
Τὰ ξόμπλια, κάποιοι ἐδίδαξαν πῶς στὰ μελίσσια ὑπάρχει
Μοιράδι ἀπὸ τὸ θεϊκὸν τὸ νοῦ κ’ αἰθέριο πνέμα,
Γιατὶ ὁ θεὸς τὰ πάντα, λέν, γιομίζει, τὴ γῆς ὅλη,
Τὲς πλατωσιές τῆς θάλασσας καὶ τοὐρανοῦ τὰ βάθη,
Κι’ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὴν ψιλὴ ζωή τους ἀνασέρνουν
Κοπές, κοπάδια κι’ ἄνθρωποι καὶ κάθε γένος ἄγριο
Κι’ ὅσα γεννιῶνται, καὶ σ’ αὐτὸν βέβαια γυρίζουν ὅλα
Κ’ ἐλεύτερα ξανάρχονται• καὶ δὲν ὑπάρχει τόπος
Τοῦ χάρου, μὰ ὅλα ζωντανὰ κι’ ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια
Πέτονται καὶ στὸν οὐρανὸ πρὸς τὰ ψηλὰ ἀνεβαίνουν.


Κι’ ἀνίσως τὲς βασιλικὲς καθέδρες καὶ τὸ μέλι,
Ὁποῦνε μὲς στοὺς θησαυροὺς κλεισμένο, ξεβουλώσεις,
Ἀνασυρμένο σύχλιανε νερὸ μέσα στὸ στόμα
Καὶ ξάχνιζέ το, καὶ καπνούς, ὁποῦ παντοῦ ντρυμόνουν,
Ἁπλόνοντας τὸ χέρι σου, σκόρπησε. Τὰ μελίσσια
Τὸν κάθε χρόνο δυὸ φορές τὸ πλούσιο δόσιμό τους
Συνάζουν καὶ τὸ μέλι τους σὲ δυὸ εποχές τρυγιέται:
Ἅμα τὠραῖο της πρόσωπο ἡ Πλειάδα Ταϋγέτη
Δείχνει, καὶ μὲ τὸ πόδι της σκουντᾶ καταφρονῶντας
Τοῦ ‘Ωκεανοῦ τὸν ποταμό, κι’ ὅταν αὐτὴ καθίζει.
Φεύγοντας τἆστρα τῶν Ψαριῶν τὰ βροχερνά, στὸ κῦμα
Τὸ χειμωνιάτικο ἄχαρη. Μὰ ἀμέτρητη εἶνε ἡ ὀργή τους.
Καὶ πιτσυλᾶν, σὰν πειραχτοῦν, στὲς δαγκασιὲς φαρμάκι.
Κι’ ἀπὸ τὲς φλέβες κρέμονται καὶ τὸ κεντρί τους μένει
Κρουμμένο, καὶ μὲς στὲς πληγὲς ἀφίνουν τὴν ψυχή τους.
Κι’ ἴσως νὰ σκιάζεσαι βαρὺ χειμῶνα, κ’ ἴσως θέλεις
Γιὰ τὸ μελλάμενον καιρὸ νὰ οἰκονομᾶς τὸ μέλι,
Κι’ ἴσως γιὰ τὴν πολύπαθη ψυχή τους καὶ τὸ κράτος
Τὸ χαλασμένο συμπονεῖς• γι’ αὐτὸ ὅμως μὴ διστάζεις
Νὰ κόφτεις τἄδεια τὰ κεριὰ κι’ ἀπέκει νὰ καπνίσεις
Μὲ τὸ θυμάρι τὰ κρινιά, τί τὲς κηρῆθρες τρώει
Ἄγνωστος βόστερας συχνά, καὶ σκῶροι, ποῦ φοβούνται
Τὸ φῶς, φωλιάζουν στὰ κελλιά, καὶ οἱ ἄνεργοι ἀκαμάτες
Καθίζοντας στὰ γιόματα τὰ ξένα, καὶ ή ἄγρια σφῆκα,
Ὁποὔχει ἀνώτερα ἄρματα, ντρυμόνουν στὰ γυψέλια,
Καὶ τῆς βωτρίδας τὸ δεινὸ τὸ γένος, ὡς κ’ ἡ ἀράχνη.
Ποῦ ἡ Ἀθηνᾶ τὴ φτόνεσε, τὰ δίχτυα τὰ ντωμένα
Κρεμᾶ συχνὰ μπρὸς στὲς μπασιές. Ὅσο χειρότερα ὅμως
Οἱ μέλισσες ξεγένονται, τόσο πασκίζουν ὅλες
Μὲ ζῆλο περισσότερο τοῦ ρειπισμένου γένους
Νὰ μάσουν τὰ χαλάσματα, καὶ τὰ κελλάρια μέλι
Γιομίζουν, κι’ ἀπ’ τὰ λούλουδα τἀμπάρια ξαναπλέκουν.


Μὰ ἀνίσως τὰ κουφάρια τους (γιατὶ καὶ στὰ μελίσσια
Φέρνει ἡ ζωὴ τὰ πάθια μας) οἱ ἀστένειες τὰ λιγώσουν
(Κι’ ἀπὸ σημάδια θετικὰ μπορεῖς νὰ τὸ νοήσεις:
Γιατὶ τῶν ἄρρωστων εὐτὺς τὸ χρῶμα γένεται ἄλλο,
Καὶ τὰ ἀσκημαίνει φοβερὴ στὸ πρόσωπο ἡ λιγνάδα,
Καὶ τότες βγάζουν τἄψυχα κορμιὰ ἀπὸ τὰ γυψέλια
Καὶ κάνουν ξόδια θλιβερά· ἢ κι’ ἀπὸ τὰ κατώφλια
Μαζεύοντας τὰ πόδια τους κρεμιῶνται μοναχά τους,
Ἢ κι’ ὅλας μὲς στὰ χτίρια τους χασομεροῦν κλεισμένα
Ἀπὸ τὴν πεῖνα τους ὀκνὰ κι’ ἀπ’ τὸ ξερὸ τὸ κρύο
Νωθρά• κι’ ἀντάρα ἀκούγεται βαρειὰ κι’ ὅλο βουίζουν,
Καθὼς στὰ δάση κάποτε ψυχρὸς νοτιᾶς σβουρίζει,
Καθὼς ἀπὸ τὰ κύματα, ποῦ τ’ ἀκρογιάλια πάλι
Τὰ χύνουν, πολυτάραχο τὸ πέλαγο βογγάει,
Καθὼς γοργὰ βράζει ἡ φωτιὰ μὲς τὰ κλειστὰ καμίνια-)
Τότες ἐγώ θὰ ὁρμήνευα μυριστικὰ χαλβάνια
Ν’ ἀνάψεις, καὶ μὲς στὰ κρινιὰ μ’ αὐλάκια καλαμένια
Νὰ χύσεις μέλι, ἐπίτηδες ἔτσι ἐρεθίζοντάς τα
Καὶ προσκαλῶντας στὴ γνωστὴ θροφὴ τὲς ἀρρωστιάρες.
Θὰ τὰ ὠφελήσεις σμίγοντας χυμοὺς ἀπὸ τριμμένα
Κηκίδια καὶ τραντάφυλλα ξερὰ ἢ καὶ πετιμέζι
Παχὺ ἀπὸ τὲς πολλὲς φωτιές, ἢ καὶ σταφιδιασμένα
Τσαμπιὰ ἀπὸ ἀμπέλια ψιθιακά, καὶ τ’ Ἀττικὸ θυμάρι
Καὶ τὸ θερμασοβότανο τὸ βαρειομυρωδᾶτο.
Καὶ στά λειβάδια γένεται λουλοῦδι, ποῦ οἱ ξωμάχοι
Ἄστρο τοῦ ἐβάλαν ὄνομα, βοτάνι ποῦ τὸ βρίσκουν
Εὔκολα αὐτοὶ ποῦ τὸ ζητοῦν, γιατὶ μεγάλο λόγγο
Ἀπὸ μιὰ μόνη ριζαμιὰ σηκόνει καὶ χρυσὴ εἶνε
Ἡ κοῦπα, μὰ τὰ φύλλα του, ποὖνε χυτὰ τρογύρου,
Μὲ τὸ μαβὶ τοῦ γιοφυλλιού τοῦ μαύρου χαμολάμπουν.
Πολλὲς φορὲς ἐστόλισε μὲς στὰ πλεχτὰ στεφάνια
Τῶν ἀθανάτων τοὺς βωμούς, κ’ εἶνε στυφὴ στὸ στόμα
Ἡ γέψη του κ’ οἱ πιστικοὶ στὰ κοσσισμένα σιάδια
Σιμὰ στὸ στραβοπόταμο τὸ Μέλλα τὸ μαζεύουν.
Βράσε τὲς ρίζες μὲ κρασί μυριστικὸ καὶ βάλε
Μπρὸς στὲς ποριές τους τὴ θροφὴ σ’ ὁλόγιομα κανίστρια.


Μὰ ἀν ἕνας χάσει ὁλομεμιαᾶς τὸ σόϊ καὶ δὲν ἔχει
Τρόπο τὴ ρίζα τῆς γενειᾶς νὰ ξανανειώσει, τότες
Νὰ τοῦ ξηγήσω εἶνε καιρὸς τοῦ Ἀρκαδιανοῦ διδάχου
Τὸ ἀξιόλογο τὸ ἐφεύρεμα καὶ πῶς ἀπ’ τὰ σφαμένα
Δαμάλια ἔβγαλε μέλισσες τὸ σάπιο τους τὸ αἷμα.
Ὁλάκερο τὸ ξάκουσμα θένα ἀραδιάσω τώρα,
Στὰ παλαιὰ γυρίζοντας, ἀπὸ τὴν πρώτη ἀρχή του.
Κι’ ἀλήθεια, ἐκεῖ ποῦ κατοικεῖ τοῦ Πελλαϊκοῦ Κανώβου
Ὁ κόσμος ὁ καλότυχος, στὸ λιμνασμένο Νεῖλο,
Τὸν ξέχειλο τὸν ποταμό, καὶ μὲ χρωματισμένες
Φελοῦκες τά χωράφια του διαβαίνει γύρου, γύρου•
Καὶ ἐκεῖ ποῦ τὸ γειτόνιασμα τῆς σπουρδοαρματωμένης
Περσίδας τὸν στενοχωρεῖ, καὶ ὲκεῖ ποῦ ἡ ρεματιά του
Ἀπ’ τοὺς Ἰνδοὺς τοὺς μελαψοὺς πηγάζοντας κυλάει
Καὶ μοιρασμένη χύνεται στὰ ἑφτὰ τὰ στόματά του
Καὶ τὴ χλωρὴ τὴν Αίγυπτο μὲ μαῦρο χῶμα θρέφει.
Ἐλπίζει ὁ τόπος ἀπὸ αὐτὴν τὴν τέχνη σωτηρία.
Πρῶτα γιὰ τούτην τὴ δουλειὰ διαλέγεται ἕνα μέρος
Στενόχωρο καὶ μικροστό, καὶ χαμηλὴ μιὰ σκέπη
Κεραμιδένια καὶ φτενοὶ τὸ περιορίζουν τοίχοι·
Κ’ εἶνε ἀνοιχτὰ στοὺς τέσσερους ἀνέμους παραθύρια
Τέσσερα, ποῦ λοξὰ τὸ φως ἀφίνουν νὰ διαβαίνει.
Κι’ ἀπέκει δευτερόχρονο χαλεύεται δαμάλι,
Ποῦ νἀχει κι’ ὅλας κέρατα γυρτὰ στὸ μέτωπο του,
Καὶ τοῦ σφαλίζεται ή πνοὴ στὸ στόμα καὶ τ’ ἀρθούνια
Τὰ δίδυμα, ἐνῶ πολεμᾶ πολύ, κι’ ἀφοῦ ψοφήσει
Ἀπὸ τὸ ξύλο, χτυπητὰ τὰ σπλάχνα τοῦ χαλιῶνται
Μὲς τὸ πετσὶ τἀνέγγιχτο. Κι’ ἀφοῦ ἔτσι μὲς στὸ κλεῖσμα
Βαλθεῖ, θενὰ παραιτηθεί, καὶ κάτου ἀπ’ τὰ πλευρά του
Κλαριὰ κομμένα θὰ στρωθοῦν, θροῦμπες καὶ χαμοδάφνες
Νωπές• καὶ τοῦτο γένεται τόμου πρωτοσαλέψουν
Οἱ Ζέφυροι τὰ κύματα καὶ πρίχου κοκκινίσουν
Οἱ κάμποι ἀπὸ χρωματισιὲς καινούριες, πρὶν κρεμάσει
Ἀπ’τὰ δοκάρια τὴ φωληὰ τὸ λάλο χειλιδονι.
Καὶ στἀπαλὰ τὰ κόκκαλα ζεσταίνοντας ὡς τόσο
Βράζει ὁ χυμὸς, καὶ ζωντανὰ, ποῦ να τὰ ἰδεῖς ξενίζεις,
Μισερωμένα στὴν ἀρχὴ βρυάζουν καὶ σὲ λίγο
Μὲ τὰ φτερούγια τους λαλοῦν στὸν ἀλαφρὸν ἀέρα,
Ὅλο ψηλότερα πετοῦν, ὡς ποῦ στὸ τέλος ὄξω
Χυμοῦν μὲ ὁρμή, σὰν τὴ βροχὴ ποῦ χύνεται ἀπὸ γνέφι
Καλοκαιρίσιο, ἢ καὶ καθὼς σαΐττες ποῦ τὲς κρούει
Τὸ νεῦρο, σὰν πρωταρχινᾶν γοργοὶ τὴ μάχη οἱ Πάρθοι.


Ποιός, Μοῦσες, ποιὸς ἀθάνατος ἔδειξε αὐτὴν τὴν τέχνη;
Ποῦ αὐτὴ ἡ καινούρια μάθηση τἀνθρώπου νἄχει ἀρχίσει;
Ὁ Ἀρισταῖος ὁ πιστικός, καθὼς ὁ λόγος λέει,
Σὰν ἔχασε ἀπὸ λοιμικὸ καὶ πεῖνα τὰ μελίσσια
Φεύγοντας τὰ Πηνειακὰ τὰ Τέμπη, λυπημένος
Στἄγιο τὸ κεφαλόβρυσο, στοῦ ποταμοῦ τὴν ἄκρη,
Ἐστάθηκε κλαιάμενος πολὺ καὶ τῆς γεννήτρας
Τοῦτα τὰ λόγια ἐμίλησε: - ,,Μάννα, Κυρήνη, μάννα,
Ποῦ μὲς στὰ βάθη κατοικεῖς σ’ αὐτὴν τὴν καταβόθρα,
Γιατὶ ἀπὸ γένος θεϊκὸ περίλαμπρο (ἂν ἀλήθεια,
Ὡς μοὖπες, εἶνε ὁ Ἀπόλλωνας πατέρας μου ὁ θυμβραῖος)
Ἀπὸ τὲς μοῖρες μισητὸ μ’ ἐγέννησες; Ἡ ἀγάπη,
Ποὖχες γιὰ ἐμέ, ποῦ ἐδιώχτηκε; τί μὲ παρακινοῦσες
Νὰ καρτερῶ τὸν οὐρανό; Μὰ κοίτα, ὣς καὶ τῆς ζήσης
Τῆς πρόσκαιρης τὴ δόξα αὐτὴ ποῦ, ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλα,
Μοῦ ἐπροβοδοῦσε μεταβιᾶς ἡ ἀκάματη ἐπιμέλεια,
Ἐνῶ εἶσαι ἐσὺ μητέρα μου, τὴν παραιτῶ• ὀμπρὸς τώρα
Ἡ ἴδια ἐσὺ ξερρίζωσε τὰ χρήσιμα τὰ δέντρα,
Ἡ ἴδια μὲ τὸ χέρι σου φωτιὰ χαλάστρα φέρε
Στοὺς σταύλους καὶ κατάστρεψε τὸ θέρισμα καὶ κάψε
Τὲς φυταλιές, κι’ ἀνέμισε καὶ τὸ τρανὸ πελέκι
Στ’ ἀμπέλια, ἀφοῦ ἐσυχάθηκες τὸν ἔπαινο μου τόσο.“


Μὰ τὴν ἀντάρα ἀγρίκησεν ἡ μάννα στὸ θαλάμι
Κάτουθε ἀπὸ τὸν τρίσβαθο τὸν ποταμόν. Οἱ Νύμφες
Γύρου της ἔγρεναν μαλλὶ τῆς Μίλητος βαμμένο
Σὲ χορταμένα βάμματα, πράσινα σὰν κρουστάλλι,
Ἡ Δρυμώ, ἡ Λίγεια, κ’ ἡ Ξανθώ, κ’ ἡ Φυλλοδόκη ἀκόμα,
Ποῦ στὸ λευκὸ τους τὸ λαιμὸ λαμπρὰ σγουρὰ ἐχυνόνταν,
[Κ’ ἡ Κυμοδόκη, κ’ ἡ Σπειώ, κ’ ἡ Θάλεια, κ’ ἡ Νυσαίη,]
Ὡς κ’ ἡ Κυδίππη κ’ ἡ ξανθὴ Λυκωριάδα, ἡ μία
Παρθένα, ἡ ἄλλη πρωταριὰ στοὺς πόνους τῆς Εἰλήθυιας,
Ὡς κ’ ἡ Βερόη κ’ ἡ ἀδερφὴ Κλειώ, ποῦ θυγατέρες
Ἦταν κ’ οἱ δύο τοῦ Ὠκεανοῦ κ’ ἦταν κ’ οἱ δυὸ ζωσμένες
Μὲ μάλαμα καὶ μὲ πετσιὰ χρωματιστὰ κ’ οἱ δύο,
Κ’ ἡ Ἐφύρα, κ’ ἡ Ὦπις, κ’ ἡ Ἀσιακὴ Δηϊόπεια καὶ τέλος
Ἡ γοργοπόδα Ἀρέθουσα μὲ δίχως τὰ βελτόνια.
Καὶ στὲς κυκλοκαθούμενες διηγότουν ἡ Κλυμένη
Τὲς μάταιες ἔγνοιες τοῦ ‘Ἥφαιστου καὶ τοῦ Ἄρη τὲς ἀπάτες
Καὶ τὲς κλεμμένες ἡδονές, καὶ τὲς πυκνὲς ἀγάπες
Ἀναμετροῦσε τῶν θεῶν ἀπ’ τὸν καιρὸ τοῦ Χάους,
Κ’ ἐνῶ ἀπὸ τὸ τραγοῦδι της συνεπαρμένες στρίφουν
Τ’ ἀδράχτια καὶ τὸ μαλακὸ τὸν κάματό τους γνέθουν,
Ταὐτιὰ τῆς μάννας χτύπησε τὸ κλάμα τοῦ Ἀρισταίου
Πάλι κι’ ὅλες ἐσάστισαν στοὺς κρουσταλλένιους θρόνους.
Μὰ πρώτη ἀπὸ τὲς ἀδερφὲς ἡ Ἀρέθουσα προβάλλει
Στὴν κορυφὴ τῆς ρεματιᾶς τὀλόξανθο κεφάλι
Τηράζοντας κι’ ἀπὸ μακρυὰ τὰ λόγια τοῦτα λέει:
,,Τοῦ κάκου δὲν ἐτρόμαξες, ἂχ ἀδερφὴ Κυρήνη,
Τὸ τόσο στέναγμα· εἶνε αὐτὸς• ἡ πλιὸ μεγάλη σου ἔγνοια.
Ὁ Ἀρισταῖος ὁ ἄχαρος, ποῦ δίπλα στοῦ πατέρα
Πηνειοῦ τὸ κῦμα στέκεται γιὰ σένα δακρυσμένος,
Καὶ σοῦ μιλεῖ, ,,σκληρόψυχη μητέρα“ κράζοντάς σε.“
Κι’ ἀπὸ τὴ σκιάξη ἀγνώριστη, κρουσμένη ἡ μάννα λέει:
,,Φέρτον, ὀμπρός, φέρτον σὲ μᾶς• τοὖνε συχωρεμένο
Τῶν ἀθανάτων τῶν θεῶν ν’ ἀγγίξει τὰ κατώφλια. “
Καὶ τὰ βαθειὰ τὰ κύματα φαρδιὰ προστάζει ἀμέσως
Ν’ ἀνοίξουν καὶ τὰ πόδια του βάζει ὲκεῖ μέσα ὁ νέος.
Ὅμως τὸ κῦμα ἐστάθηκε τρογύρω του καμπύλο
Σὰν τὸ βουνό, στὸ διάπλατο τὸν κόρφο τὸν ἐδέχτη
Καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τὴν κοίτη τὸν ἐπῆρε.
Κ’ ἐπροχωροῦσε τώρα αὐτὸς θιαμάζοντας τὰ κράτη
Τὰ ὁγρά, καὶ τῆς μητέρας του τὰ σπίτια και στὰ σπήλια
Λίμνες κλειστὲς ὁλόγυρα καὶ δάση ποῦ ἐβουΐζαν,
Καὶ στατικὸς ἀπ’ τῶν νερῶν τὸ κίνημα τὸ μέγα
Ὅλους τηρᾶ τοὺς ποταμοὺς τοὺς διάφορους νὰ τρέχουν
Κάτου ἀπ’ τὴ γῆς τὴν ἀπεικιά, στοὺς τόπους τους: τὸ Λύκο,
Τὸ Φάσιδα, καὶ τὲς πηγὲς ὅθε μὲ βιὰ ἀναβρύζει
Ὁ Ἐνιπέας ὁ τρίσβαθος κι’ ὁ Κάϊκος τῆς Μυσίας.
Κι’ ὁ πετρερὸς ὁ Ὕπανις βροντῶντας, κι’ ὅθε βγαίνει
Ἀκόμα κι’ ὁ Τιβερινὸς πατέρας καὶ τ’ Ἀνίη
Ἡ ρεματιὰ κι’ ὁ Ἠριδανός, ποὔχει στὸ πρόσωπό του
Τὸ δαμαλίσιο ὁλόχρυσα τὰ δυὸ τὰ κέρατά του,
Καὶ σὰν ἐκεῖνος ποταμὸς ἄλλος κανεὶς δὲ ρέει
Ἀνάμεσα στὰ λιπαρά χωράφια καὶ κανένας
Μὲ τόση ὁρμὴ στὸ πορφυρὸ τὸ πέλαγο δὲ βγαίνει.
Καὶ στὴν κισσεροθόλωτη τὴ γράβα ἐμπῆκε ἀπέκει
Τοῦ κρυφτοντᾶ, κ’ ἐγνώρισε τοῦ γιοῦ της ἡ Κυρήνη
Τὸ περιττὸ παράπονο, κ’ οἱ δυὸ ἀδερφὲς στὰ χέρια
Κατὰ τὴν τάξη ξάστερο βρυσόνερο τοῦ χύνουν,
Καὶ φέρνουν σφογγιστόπαννα μὲ φλόκια κουρεμένα.
Καὶ μερικὲς τὰ φαγητὰ φορτόνουν στὰ τραπέζια
Καὶ τὰ ποτήρια ὁλόγιομα πιθόνουν καὶ καπνίζουν
Φωτιὲς ἀπάνου στοὺς βωμοὺς Παγχαϊκές. Καὶ τότες,
„Πάρε μιὰ κοῦπα Λυδικὸ κρασὶ“ τοῦ λέγει ή μάννα
,,Κι’ ἂς στάξουμε τοῦ Ὠκεανοῦ.“ Καὶ παρευτὺς ἐκείνη
Περικαλεῖ τὸν Ὠκεανό, τὸν κύρη ἀπ’ ὅ,τι ὑπάρχει,
Ὡς καὶ τὲς ἀδερφάδες της τὲς Νύμφες ποῦ ρουμάνια
Ὑπερασπίζουν ἑκατὸ κι’ ἄλλα ἑκατὸ ποτάμια.
Καὶ τρεῖς φορὲς ἐμόσκεψε μὲ διάφανο νεχτάρι
Τὸν ἀναμμένον τὸ βωμὸ καὶ τρεῖς φορές ἡ φλόγα
Λάμποντας ἐπετάχτηκε πρὸς τὴν κορφὴ τοῦ θόλου.
Κι’ αὐτὸ τὸ ἀγοῦρι στὴν ψυχὴ τῆς δίνει θάρρος, κ’ ἔτσι
Ἀρχίζει τότες νὰ μιλεῖ: - ,,Μέσα στοῦ Ποσειδῶνα
Τὸ βόθυνα, στὴν Κάρπαθο, μάντης ὑπάρχει, ὁ μπλάβος
Πρωτέας, κι’ αὐτὸς τὰ πέλαγα διαγέρνει σ’ ἕνα ἁμάξι,
Ποῦ δίποδα ἀλογόψαρα τὸ σέρνουν. Τὴν Παλλήνη
Ξανάειδε τὴν πατρίδα του καὶ τοὺς λιμιῶνες τώρα
Τῆς Ἠμαθίας• κι’ αὐτὸν ἐμεῖς οἱ Νύμφες τὸν τιμοῦμε
Καὶ τὸν τιμά κι’ ὁ γέροντας Νηρέας, γιατὶ γνωρίζει
Ὁ μάντης ὅλα: τωρεινὰ καὶ περασμένα κι’ ὅσα
Μέλλουν σὲ λίγο νὰ γενοῦν. Τὸ θέλησε ἔτσι βέβαια
Ὁ Ποσειδῶνας, ποῦ ἐκεινοῦ τοῦ βόσκει τὰ τεράστια
Κοπάδια καὶ τὲς ἄσκημες τὲς φῶκες μὲς στὰ βάθη
Τοῦ βόθυνα• κι’ αὐτὸν ἐσὺ μὲ τὰ δεσμά, παιδί μου,
Θὰ τὸν σκλαβώσεις παρευτὺς γιὰ νὰ σοῦ φανερώσει
Κάθε ἀφορμὴ τοῦ λοιμικοῦ καὶ γιὰ νὰ σοῦ βολέψει
Τὴν ἔβγαση. Χωρὶς στανιὸ δὲ θὰ σοῦ δώκει ὁρμήνειες•
Καὶ δὲ λυγάει μὲ δέησες· τὴ βιὰ μεταχειρίσου•
Τοῦ σκλαβωμένου τὰ δεσμὰ γδῶνε• σ’ ἐκεῖνα οἱ δόλοι
Οἱ μάταιοι τέλος θραύονται. Ἡ ἴδια, σὰν ἀνάψει
Ὁ ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ τὲς φλόγες καὶ διψάσουν
Τἀ χόρτα καὶ τὰ ζωντανὰ τοὺς ἴσκιους προτιμήσουν,
Στοῦ γέροντα τὲς μοναξιές, ἐκεῖ ποῦ ἀποτραβιέται,
Ὅταν ἀπὸ τὰ κύματα μουδιαίνει, θὰ σὲ πάρω
Γιὰ νὰ τὸν πιάσεις εὔκολα, σύντα τὸν παίρνει ὁ ὕπνος.
Μὰ τότες ποῦ θὰ τὸν κρατεῖς πιασμένον μὲ τὰ χέρια
Καὶ τὰ δεσμὰ πολλὲς φορές, πολλῶν θηριῶν μυσείδια
Θὰ σὲ γελοῦν• τί παρευτὺς θὰ γένει ἀναμαλλιάρης
Κάπρος καὶ τίγρης τρομερός καί λιόντας χρυσοχήτης
Καὶ δράκοντας λεπιδωτὸς ἢ και τῆς στιᾶς τὸ βρόντο
Θὰ κάμει κ’ ἔτσι ἀπ’ τὰ δεσμὰ θὰ ξεγλυστρήσει, ἢ κι ὅλας
Γενάμενος λυωτὸ νερὸ θὰ φεύγει. Μὰ ὅσο ἐκεῖνος
Ὅλες λαβαίνει τὲς μορφές, τόσο ἐσύ, γιέ μου, σφίγγε
Περσότερο τὰ δυνατὰ δεσμά του, ὡς ποῦ στὸ τέλος,
Τὸ σῶμα πάλι ἀλλάζοντας, θὰ γένει τέτοιος ὅπως
Θὰ ἰδεῖς τον σὰν τὰ βλέφαρα τοῦ κλειοῦν στὸ πρωτοΰπνι.“
Ἔτσι εῖπε κ’ ἐπερίχυσε τὸ κρουσταλλένιο μῦρο
Τῆς ἀμβροσίας κ’ ἐμόσκεψε μὲ κεῖνο ὅλο τὸ σῶμα
Τοῦ τέκνου της, κι’ ἀνάδωκαν τὰ ὀμορφοστολισμένα
Σγουρά του μιὰ γλυκειὰ πνοὴ καὶ δύναμη επιδέξια
Ἀγρίκησε στὰ μέλη του. Σ’ ἑνοῦ βουνοῦ τὸ πλάι
Τὸ φαγωμένο βρίσκεται σπηλιὰ πολὺ μεγάλη,
Κ’ ἐκεῖ ντρυμόνουν κύματα πολλὰ μὲ τοὺς ἀνέμους,
Κι’ ἀπέκει σπᾶν ἀπόπερα σ’ ἕνα κλειστὸ λιμάνι,
Ἀραξοβόλι σίγουρο τοῦ ξαφνισμένου ναύτη
Ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ παληά. Καὶ μέσα ἐκεῖ ὁ Πρωτέας
Ἀποτραβιέται στὰ ριζὰ βράχου τρανοῦ· κ’ ἡ Νύμφη,
Στὸ φῶς ἐνάντια, βάζει ἐκεῖ τὸ νιὸ σὲ μιὰ κρουβίστρα.
Κι’ ἄφαντη σ’ ἕνα σύγνεφο στέκεται ἐκείνη ἀλάργα.
Ὁ Σείριος κι’ ὅλας ἔκαιγε θερμὸς τοὺς διψασμένους
Ἰνδούς, κι’ ὁ ἥλιος τὸ μισὸ τὸ δρόμο πυρρωμένος
Ἔσωνε, κ’ ἐμαραίνονταν τὰ βότανα, κ’ οἱ ἀχτίδες
Ἀνάβραζαν τὰ βαθουλὰ ποτάμια, ποὖχαν μείνει
Ἀπόξερα στὲς μποῦκκες τους, κ’ ἦταν ζεστὰ ὡς τὸ βοῦρκο•
Σὰν ὁ Πρωτέας βγαίνοντας ἀπὸ τὸ κῦμα ἐρχότουν
Στὲς μαθημένες του σπηλιὲς κι’ ὁλόγυρά του ὁ κόσμος
Ὁ νοτερὸς τῆς θάλασσας τῆς ἀνοιχτῆς πηδῶντας
Πέρα σκορπᾶ πικρὴ δροσιά. Στὸ περιγιάλι οἱ φῶκες
Ἐδὼ κ’ ἐκεῖ ξαπλόνονται νὰ κοιμηθοῦν, κ’ ἐκεῖνος.
Καθὼς ὁ σταυλοφύλακας πολλὲς φορὲς στὰ ὄρη.
Σὰν τὰ μοσκάρια σπίτι τους τὰ φέρνει ὁ Ἀποσπερίτης
Κ’ οἱ λύκοι ἀψιόνουν τῶν ἀρνιῶν τὰ βλιάσματα γρικῶντας,
Καθίζει μὲς στὴ μέση τους ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα
Καὶ τὲς μετρᾶ ξεταστικά. Καὶ μεταβιᾶς προσμένει
Ὁ Ἀρισταῖος, σὰ βολικιὰ στιγμὴ τού ἐπαρουσιάστη,
Τὰ κουρασμένα πόδια του ὁ γέροντας ν’ ἁπλώσει,
Καὶ μὲ φωνὴ τοῦ χύνεται μεγάλη καὶ μὲ σπέδες
Κυριεύει τὸν κοιτάμενον. Κι’ αὐτὸς ἀπ’ τἄλλο μέρος
Δὲ λησμονᾶ τὲς τέχνες του, τὴν ὄψη παίρνει ἀπ’ ὅλα
Tὰ θιαμαστὰ τὰ πράματα, καὶ φλόγα καὶ θηρίο
Γένεται τρομερώτατο καὶ ξάστερο ποτάμι.
Μὰ ἀφοῦ δὲ βρίσκει τῆς φυγῆς τὸν τρόπο μὲ τοὺς δολους,
Παίρνει ξανὰ τὴν πρώτη του μορφὴ καὶ νικημένος
Τέλος μὲ στόμα ἀνθρώπινο τοῦ ἀναθιβαίνει τότες:
,,Καὶ ποιὸς σ’ ἐπρόσταξε λοιπὸν ἀπόκοτο κοπέλι
Μέσα στὰ σπίτια μας νὰ μπεῖς; καὶ τί ζητᾶς ἐδῶθε;“
Εἶπε· καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε: „Ξέρεις, Πρωτέα, ξέρεις
Ὁ ἴδιος, καὶ σὲ τίποτα δὲ σ’ ἀπατάει κανένας·
Μὰ ἂς μὴν τὸ θέλεις οὔτε σύ• στὲς προσταγὲς ὑπάκουοι
Τῶν ἀθανάτων τῶν θεῶν ἤρθαμε ἐμεῖς· ἐδῶθε
Γιὰ τὰ χαμένα πράματα μαντέματα ζητώντας.“
Τόσα εἶπε μόνο, καὶ σ’ αὐτὰ μὲ δύναμη μεγάλη
Τὰ μάτια ποὖχαν γαλανὲς ἀναλαμπὲς ἀπέκει
Ὁ μάντης στριφογύρισε, βαρειὰ ἔστριξε τὰ δόντια
Κι’ ἄνοιξε τέλος γιὰ νὰ εἰπεῖ τὴν προφητεία τὸ στόμα;
,,Ἀληθινό εἶνε, ὁργὴ θεοῦ σὲ κυνηγᾶ· πλερώνεις
Κρίμα μεγάλο. Δύστυχος, χωρὶς νὰ φταίει καθόλου,
Ὁ Ὀρφέας, ἂ δὲν ἀντισταθοῦν οἱ μοῖρες, ἀνασταίνει
Γιὰ σένα τοῦτες τὲς ποινὲς καὶ φοβερὰ μανίζει
Μαζῆ σου, γιατὶ τοῦ ἅρπαξεν ὁ χάρος τὴ συμβία.
Ἐκείνη, ὅταν σ’ ἐξέφευγε γοργὰ κατὰ τὸ μάκρος
Τοῦ ποταμοῦ, στὰ πόδια της ἡ θανατογραμμένη
Κόρη δὲν εἶδε τὸν τρανὸ τὸν ὕδρο ποῦ τοὺς ὄχτους
Στὰ ψηλὰ χόρτα ἐφύλαγε. Μὰ τῶν βουνῶν τὰ χτένια
Ἐγιόμισαν ἀπ’ τὲς φωνὲς ὁμόλικων Δρυάδων,
Κλαῖν τὰ Παγγαῖα τὰ ψηλὰ κ’ οἱ ράχες τῆς Ροδόπης,
Κ’ ἡ γῆς ἡ πολεμόχαρη τοῦ Ρήσου, οἱ Γέτες, ὁ Εὖρος,
Ἡ Ὠρείθυια κι’ ὅλας ἡ Ἀττική. Κ’ ἐκεῖνος μὲ χελώνα
Κούφια πρααίνει τὴν πικρὴν ἀγάπη του καὶ σένα
Συμβία γλυκειὰ ὁλομόναχος σὲ ψάλλει στ’ ἀκρογιάλι,
Ἐσὲ σὰν ἔρχεται τὸ φῶς. ἐσὲ σὰ φεύγει ἡ μέρα.
Ἐμπῆκε καὶ στοῦ Ταίναρου τὴν καταβόθρα, στ’ Ἅδη
Τὰ τρίσβαθα τὰ στόματα, σὲ λόγγους ποῦ τὰ μαῦρα
Τὰ σκιάχτρα τοὺς μελάνιαζαν, κ’ ἦρθε στὸ βασιλέα
Τὸν τρομερό καὶ στὲς ψυχὲς τῶν ἀποκοιμημένων,
Καὶ στὲς καρδιὲς ποῦ δὲ λυγᾶν μὲ παρακάλια ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ τραγοῦδι του συγκινημένοι οἱ ἴσκιοι
Καὶ τ’ ἄσαρκα φαντάσματα ποῦ πλιὰ ζωὴ δὲν ἔχουν,
Ἀπὸ τοῦ Ἐρέβους ἔβγαιναν τὰ τρίσβαθα τὰ μέρη
Πλῆθος πολύ, σὰν τὰ πουλιὰ ποῦ κρούβονται χιλιάδες
Στὰ φύλλα, σὰν ὀχ τὰ βουνὰ τὸ σούρουπο τὰ διώχνει
Ἢ κ’ οἱ βροχάδες οἱ δαρτές: μάννες ἀντάμα κι’ ἄντρες,
Καὶ ἡρώων μεγαλόψυχων κορμιὰ ποὖχαν πεθάνει,
Καὶ κορασιὲς ἀνύπαντρες, παιδιὰ μικρά, καὶ νέοι
Ποῦ σὲ πυρὲς πιθώθηκαν μπρὸς στῶν γονηῶν τὰ μάτια.
Κι’ ὅλους ὁ βάλτος μελανὸς καὶ τἄσκημο καλάμι
Τοῦ Κωκυτοῦ καὶ μὲ τἀργὸ τὸ κῦμα της ἡ λίμνη
Ἡ ἀχάρευτη ἀπ’ ὁλόγυρα τοὺς σταματοῦν, κ’ ἡ Στύγα,
Ποῦ ἐννιὰ φορὲς ἀνάμεσα περνᾶ, τοὺς περιορίζει.
Ὡς κ’ ἡ καρδιὰ τοῦ Τάρταρου, τὸ σπίτι τοῦ θανάτου,
Καὶ οἱ Ἐριννύες, ποῦ τὰ μαλλιὰ μὲ μπλάβα φείδια πλέκουν,
Ἐσάστισαν, καὶ χάσκοντας ἀντικρατεῖ τὰ τρία
Τὰ στόματά του ὁ Κέρβερος, καὶ στέκεται ὡς καὶ ή ρόδα,
Ποῦ στρίφει τὸν Ἰξίονα, γιατὶ κι’ ὁ ἀέρας πέφτει.
Καὶ τώρα πλιὰ ξανάγερνε, κ’ εἶχε ξεφύγει ἀπ’ ὅλα
Τὰ κίντυνα καὶ πρὸς τὸ φῶς τοῦ κόσμου ἡ Εὐρυδίκη.
Ποῦ πάλι τοὖχε χαριστεῖ, κατόπι ἀκολουθῶντας,
(Τί τέτοιο νόμο τοὔβαλεν ἡ Περσεφόνη) ἐρχότουν.
Ὅταν κυριεύει ξαφνικὰ τὸν ἄβουλο ἐρωτάρη
Μιὰ τρέλλα, ποῦ συχωρετὴ θὲ νἆταν, ἂν ὁ Ἅδης
Ἐγνώριζε νὰ συχωρεῖ: σιμὰ στὸ φῶς τελείως,
Ἀπὸ το πάθος τῆς ψυχῆς παρμένος, λησμονάει,
Καί, ὤφου! τὴν Εὐριδίκη του γυρίζοντας τηράζει.
Ὅλα τὰ κόπια ἐχάθηκαν· χαλιῶνται κ’ οἱ συνθῆκες
Τοῦ τύραννου τοῦ φοβεροῦ καὶ τρεῖς φορὲς στὲς λίμνες
Τ’ Ἀόρνου ἀντάρα ἀκούστηκε. Καὶ τότες „Ποιός“ τοῦ λέει,
,,Ὀρφέα καὶ μὲ τὴ δύστυχη καὶ σὲ μᾶς ἔχει χάσει;
,,Ποιὰ μάνητα; Ἄχ, οἱ ἄσπλαχνες οἱ μοῖρες πάλι ὁπίσω
,,Μὲ κράζουν, κ’ ὕπνος τὰ θολὰ τὰ μάτια μοῦ σκεπάζει.
,,Καὶ τώρα γειά σου! ἐβύθισα, μὲ τρογυρίζει νύχτα
,,Βαρηὰ κι’ ἁπλόνω κατὰ σὲ τοῦ κάκου ἐγώ τὰ χέρια
,,Τἀνήμπορα, ποῦ, ἀλοίμονο! δὲ θἆνε πλιὰ δικά σου.“
Εἶπε • κι’ ἀπὸ τὰ μάτια του, σὰν ὁ καπνὸς ποῦ λυώνει
Μὲς στὸν ἀέρα τὸν ψιλό, στὰ βάθη φεύγει ἀμέσως•
Καὶ τὸν Ὀρφέα ποὔθελε πολλὰ νὰ κρίνει ἀκόμα
Κ’ ἴσκιους τοῦ κάκου προσπαθεῖ νὰ πιάσει πλιὰ δὲν εἶδε.
Καὶ τώρα δὲν τοῦ συχωρεῖ τ’ Ἅδη ὁ περαματάρης
Τὸ βάλτο πάλι νὰ διαβεῖ ποῦ τοὔκοφτε τὸ δρόμο.
Τί θἄκανε; σὰ δυὸ φορὲς τοῦ ἁρπάχτηκε ἡ συμβία,
Ποῦ θένα πήγαινε; μὲ τί παράπονο τὸν Ἅδη
Καὶ τοὺς θεοὺς μὲ τί φωνὲς αὐτὸς θὰ ἐσυγκινοῦσε;
Μὰ κρύα πλιὰ τώρα στῆς Στυγὸς τὴ βάρκα ἐκείνη πλέει.
Κ’ ἔκλαιγε ἐκεῖνος, καθὼς λέν, κατὰ σειρὰ ἑφτὰ μῆνες
Μὲς στοῦ Στρυμόνα τὸ ἔρημο τὸ φρύδι κι’ ἀποκάτου
Ἀπὸ ἕνα βράχο τρίψηλο καὶ στὸ ψυχρὸ τὸ σπήλιο
Ξετύλιγε τὴ μοίρα του κ’ ἡμέρευε τὸν τίγρη
Μὲ τὸ τραγούδι κ’ ἔκανε τὰ δέντρα νὰ σαλεύουν,
Ὅπως στῆς λεύκας τὴν ἱσκιὰ δέρνεται ή Φιλομήλα
θρηνῶντας τὰ χαμένα της τὰ τέκνα, ποῦ τὰ πῆρε
Ὁ ζευγουλάτης ὁ ἄκαρδος, ἰδόντας τὴ φωληά της,
Ἀφτέρωτα, καὶ τότε αὐτὴ τὴ νύχτα κλαίει σὲ κλάδο
Καθούμενη, καὶ τ’ ἄχλιο της τραγούδι ξαναρχίζει,
Καὶ θλιβερὸ τὸ κλάμα της γιομίζει ὅλο τὸν τόπο.
Καὶ τὴν καρδιὰ δὲν τοῦ λυγᾶν οἱ Ὑμέναιοι κ’ ἡ Ἀφροδίτη,
Μὰ ταξειδεύει μοναχὸς τοὺς ὑπερβόρειους πάγους.
Τὸ χιονισμένον Τάναϊ καὶ τὰ Ριπαῖα λιβάδια,
Ποῦ οἱ πάχνες πάντα σκέπουν τα, καὶ κλαίει τὴν Εὐρυδίκη,
Ποῦ ὁ Χάρος τοῦ τὴν ἅρπαξε, καὶ τ’ ἄχρηστα τὰ δῶρα
Τοῦ Πλούτωνα. Κ’ ἡ πίστη του τὲς μάννες τῶν Κικόνων
Ἐκαταφρόνεσε• κι’ αὐτὲς στὰ νυχτικὰ μυστήρια
Τοῦ Βάκχου, ὅταν ἐγιόρταζαν τοὺς ἀθανάτους, σκίζουν
Τὸν ἄγουρο καὶ τὸν σκορποῦν στοὺς ἀνοιχτοὺς τοὺς κάμπους.
Καὶ τότε, ἐνῶ τὴν κεφαλή, ποῦ τοὖχαν ξεριζώσει
Ἀπὸ τὸ μαρμαρόλευκο λαιμό, τὴν ἐκυλοῦσε
Στὴ μέση τῆς κατεβασιᾶς ὁ Οἰαγριακὸς ὁ Ἔβρος,
Ἡ κρύα του ἡ γλώσσα, κ’ ἡ ἴδια του ἡ φωνὴ τὴν Εὐρυδίκη
Κράζει (καὶ τοὔφευγε ἡ ψυχή); ,,ἂχ δύστυχη Εὐρυδίκη!“
Κι’ ἀντιλαλοῦν ὅλες οἱ ὀχτιὲς τοῦ ποταμοῦ: Εὐρυδίκη.“
Εἶπε καὶ πέφτει στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο ὁ Πρωτέας,
Καὶ κεῖ ποῦ πέφτει τ’ ἀφριστὸ τὸ κῦμα στριφουλίζει.


Μὰ ὄχι ή Κυρήνη, τί ἔκρινε καὶ τοῦτα τοῦ σκιασμένου:
,,Τὲς λυπηρὲς ἀφαντασιὲς μπορεῖς ν’ ἀφήσεις, γιέ μου•
Τούτη εἶν’ ἡ αἰτία τοῦ λοιμικοῦ• στὲς μέλισσες οἱ Νύμφες,
Ποῦ τοὺς χορούς τους στὰ ψηλὰ τὰ νάπη αὐτὴ ὁδηγοῦσε,
Τὸ θλιβερὸν τὸ χαλασμὸ τοὺς ἔστειλαν γιὰ τοῦτο.
Μὰ πρόσφερέ τους ταπεινὸς χαρίσματα ζητῶντας
Εἰρήνη, καὶ προτίμησε τὲς σπλαχνικές Ναπαῖες,
Τί ἐκεῖνες μὲ τὰ τάματα τὴ χάρη θὰ σοῦ κάμουν,
Καὶ θένα πάψουν τὴν ὀργή. Μὰ στὴ σειρὰ ἀπὸ τώρα
Τὸν τρόπο τῆς παράκλησης ἐγὼ θὰ σοῦ ἀραδιάσω:
Τέσσερους ταύρους προφαντοὺς μ’ ἐξαίρετο κουφάρι,
Ποῦ τὲς χλωρές κορφὲς γιὰ σὲ τοῦ Λύκαιου τώρα βόσκουν,
Καὶ τέσσερες μὲ ἀμάλλαγη ζυγοτριβὴ δαμάλες
Θὲ νὰ διαλέξεις καὶ βωμοὺς θὰ χτίσεις ἄλλους τόσους
Μπρὸς στοὺς ψηλοὺς τῶν θεαινῶν ναοὺς γι’ αὐτὰ τὰ ζῶα,
Καὶ ἀπὸ τὴ φλέβα τοῦ λαιμοῦ τὸ αἷμα θὰ τοὺς βγάλεις
Τἀγιαστικὸ καὶ τὰ κορμιὰ στὸ φυλλωμένο δάσος
Θὰ παραιτήσεις• κ’ ὕστερα τόμου θὰ βγαίνει ή Αὐγούλα
Ἡ ἔννατη θυσίασε τοῦ Ὀρφέα παπαροῦνες
Ληθαϊκὲς καὶ μελανὸ κριάρι σκότωσέ του,
Καὶ σὰ ξανάρθεις στὸ δρυμὸ μὲ μιὰ σφαχτὴ μοσκάρα
Τὴν Εὐρυδίκη τίμησε, καὶ θἆνε εἰρηνεμένη.“
Καὶ δὲν ἀργεῖ• τὲς προσταγὲς τῆς μάννας πράζει ἀμέσως·
Πάει στοὺς ναούς• στιεῖ τοὺς βωμούς, ποῦ τοὔδειξε, καὶ φέρνει
 Τέσσερους ταύρους προφαντοὺς μ’ ἐξαίρετο κουφάρι,
Καὶ τέσσερες μέ ἀμάλλαγη ζυγοτριβὴ δαμάλες.
Κ’ ὕστέρα, ὅταν ἡ ἔννατη ξανάφανεν Αὐγούλα,
Στέρνει τοῦ Ὀρφέα προσφορὲς καὶ πάει στὸ δάσος πάλι.
Μὰ ξάφνου ἐκεῖ ἕνα θάμασμα, ποῦ κι’ ἂν τὸ λὲς ξενίζεις,
Παρατηροῦν οἱ θυσιαστές: μὲς στῶν βωδιῶν τὰ σπλάχνα
Τὰ νερουλά, ἐμπουμπούριζαν ἀπ’ ὅλην τὴν κοιλιά τους
Οἱ μέλισσες, κι’ ἀπ’ τὰ πλευρὰ τὰ τσακισμένα ἐβράζαν,
Κ’ ἐσηκονόνταν σύγνεφο τεράστιο στὸν ἀέρα,
Κ’ ἐμαζευόνταν στὲς κορφές τῶν δέντρων κι’ ἀπ’ τοὺς κλάδους
Τοὺς λυγεροὺς σὰν τὰ τσαμπιά τοῦ σταφυλιοῦ ἐκρεμῶνταν.


Αὐτὰ γιὰ τ’ ὄργωμα τῆς γῆς καὶ γιά τὴν ἐπιμέλεια
Τῶν ζωντανῶν ἐγώ ἔψαλλα, καὶ γιὰ τὰ δέντρα ἀκόμα,
Ὅταν ὁ μέγας Καίσαρας τινάζει τοῦ πολέμου
Τἀστροπελέκι στὸ βαθὺν Εὐφράτη καὶ χαρίζει
Νόμους στοὺς πρόθυμους λαοὺς νικῶντας, καὶ τὸ δρόμο
Ἀρχίζει πρὸς τὸν Ὄλυμπο. Καὶ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
Ἐμένα, τὸ Βεργίλιο, ποῦ ἐμέστωνα στὲς τέχνες
Ἄδοξης σχόλης ἡ γλυκειὰ μ’ ἔθρεφε Παρθενόπη,
Ἐμὲ ποῦ παιγνιδίζοντας τῶν πιστικῶν τραγούδια
Εἶχα τονίσει μιὰ φορὰ καὶ τολμηρὸ κοπέλλι,
Τίτυρε, κάτου ἀπ’ τῆς ὀξιᾶς τὴ στέγη ἐσὲ εἶχα ψάλει.