Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΓΕΩΡΓΙΩι ΖΑΡΙΦΗι, ΤΩι ΣΕΒΑΣΤΩι ΚΗΔΕΜΟΝΙ.


(Κατὰ την 23ην Ἀπριλίου 1881.)

Ποῦ πᾶτε, βρὲ διαλογισμοὶ κ’ αἰσθήματα μ’ ἀκέρῃα,
γοργοὶ σὰν τοὺς σταυραετούς, θερμὰ σὰν τὰ ’ξαφτέρια,
κ’ ἐγὼ δὲν σᾶς προφθάνω;
Μὴ ’βρόντησεν Ἑλληνικὸ στὴν Ἥπειρο κανόνι,
κι’ ὁ Θεὸς λεβέντας εὐλογεῖ, λεβέντας στεφανόνει
στὸν Ὄλυμπον ἐπάνω;

Μὴ ’νδύθηκε νέο κορμὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Κανάρη
καὶ μὲ τ’ ἀτρόμητο δαυλί, τὸ φοβερὸ κοντάρι
στὰ κύματα προβάλλει;
Μὴ στοὺς ἀνέμους ’τίναξε μιὰν ἐχθρικὴν ἀρμάδα,
κ’ ᾑ φλόγαις της ἐφέξανε κ’ ἐφάνηκ’ ἡ Ἑλλάδα
ἀνδρεία καὶ μεγάλη;

Γιὰ σὺ γλυκοχαιρέτα την! Σὺ ’πές της ἀπὸ ’μένα:
ἕνα Θρᾳκόπουλ’ ἅπωσε χέρι’ ἁλυσοδεμένα
κ’ ἕνα στεφάνι πλέκει.

Νὰ τὸ φορεσ’ ὁ νικητὴς, ποῦ θἄρθῃ νὰ μᾶς φέρῃ
μὲ τὦνα χέρ’ Ἐλευθεριά, μὲ τ’ ἄλλο του τὸ χέρι
σπαθὶ κι’ ἀστροπελέκι!

—Οὔτε κανόνι’ ἀκούσθηκαν, οὔτε λεβέντης ’φάνη,
ποῦ κἂν ἀπ’ τὸ τσιγάρο του ’λίγη φωτιὰ νὰ βάνῃ
’σὲ μιὰ βαρκούλας πλώρη!
Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα πολεμᾷ μὲ τοῦ σχολειοῦ κονδύλι,
κ’ εἶναι στὰ χέρι’ ἀδύνατη καὶ δυνατὴ στὰ χείλη,
σὰν μιὰ γεροντοκόρη!

Κι’ ἅν ’πᾶμε ’μεῖς, μι’ ἄλλη χαρὰ μακράν σου μᾶς πλανεύει·
Μι’ ἄλλη γιορτὴ ’ξημέρωσε κ’ εἰρηνικὰ μᾶς γνεύει
στοῦ Βόσπορου τὴν ἄκρη.
Σ’ ἕνα παλάτι, ποὔδωκε στὴν βάρκα μας λιμένα,
στήνουν τραπέζ’ ἀρχοντικά, ποτήρια χρυσωμένα
γιὰ τ’ ἀμπελιοῦ τὸ δάκρυ.

Κερνοῦν κ’ εὐχιοῦνται μιὰ καὶ δυό, πίνουν κ’ εὐχιοῦνται πάλι,
μὲ τὸ τραγοῦδι τοῦ πουλιοῦ, ποῦ ’πρόφθαξε καὶ ψάλλει
στ’ ὡραῖο παραθύρι:
Θεὸς νὰ δίδῃ τὴν χαρά, Θεὸς τὴν γερωσύνη!
Θεὸς τὴν ἀγαλλίαση παντοτεινὰ νὰ δίνῃ
στὸν Σπιτονοικοκύρη!