Γειτονιές
Συγγραφέας:
Σελ. 1065-1066 από το Τεύχος 22-24, Έτος Α΄ (15 Δεκεμβρίου 1927) του περιοδικού «Νέα Εστία»


ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ

Τὶ καλὰ στὶς γειτονιὲς νὰ τριγυρίζῃ
κάθε ἀπόβραδο κανεὶς μὲ δίχως ἔννοια...
Ὅπου γλάστρες, μιὰ κοπέλλα καὶ δροσίζει
πόρτες, ἄνθια, τὴν αὐλὴ τὴ χωματένια.

Μὲς στὸ πράσινο, σὰν κόμποι ἀπὸ ρουμπίνι,
τρέμουν τ’ ἄνθια στὸ μπαλκόνι σκουλαρίκια·
τέτοιο φῶς λοξὰ τὸ μούχρωμα τοὺς δίνει,
ποὺ ὀνειρεύεσαι βυθούς, κοράλλια, φύκια.

Τὰ παιδιά, μελισσολόϊ μὲς στὸ δρομάκο:
τὸ πατίνι, τὸ φοὺτ-μπὼλ ἤ τὸ τσιλίκι.
Δὲν τρομάζουν πιὰ σὰ δοῦν τὸ γεροντάκο
νὰ βροντάῃ, καθὼς περνάει, τὸ δεκανίκι.

Σάλαγος, μπουχός, βουή, μπενζίνα,
καὶ οἱ ἀνθρῶποι εἶναι πουλιὰ κυνηγημένα,
σὰν περνάῃ καὶ τοὺς σκορπάῃ ἡ λιμουζίνα
στὶς γωνιές, ὄξω ἀπ’ τὰ σπίτια τὰ κλεισμένα.

Νὰ κ’ ἡ σούστα ποὺ διαβαίνει· κύκλους γράφει
μὲ τὶς ρόδες ποὺ τὴ γῆς βαριὰ τραντάζουν.
Δῶ καὶ κεῖ στὰ μαγαζάκια οἱ φωνογράφοι
τὶς καρδιὲς μὲ τὸ τραγοῦδι τους σπαράζουν.

Τὸ σκοπὸ κι’ ὁ καρροτσέρης γλυκοσέρνει,
δίχως τίποτ’ ἀπ’ τὴ νύχτα νὰ προσμένῃ.
Στὸ κασσόνι του, ὅπως κάθεται, τὸν παίρνει,
κι’ ὅπου τ’ ὄνειρο τὸν πάει, πηγαίνει.

Κάπου ἀπόμερα στὸ δρόμο τὰ ζευγάρια
σμίγουν, φεύγουν, ξεγλιστροῦν σιγὰ καὶ πᾶνε...
Σβύνουν πίσω τῶν βημάτων τους τὰ χνάρια,
καὶ στὸ στρίψιμο λυγμοὶ κρυφοὶ ξεσπᾶνε.


Δυὸ φιλάκια ἢ καὶ δυὸ δάκρια, κι’ ἓν ἀντίο...
Ἄχ! τὸ «χαῖρε» αὐτὸ στῆς γῆς τὴν παραζάλη!
—Χτές, ἀλήθεια, στὸ δρομάκο ἤμαστε δύο,
ξένος σήμερα εἶμαι γὼ καὶ σὺ μιὰν ἄλλη.—

Καθισμένος στ’ ἀγκωνάρι σταυροπόδι
κι’ ὁ τυφλὸς παραδομένος τραγουδάει.
Λὲς καὶ μέσα του ἀκλουθάει σκυφτὸς τὸ ξόδι
τῆς δικῆς του τῆς ζωῆς ποὺ πάει καὶ πάει...

Πῶς μοῦ σέρνεις τὴν ψυχή μου, ὤ μουεζίνη,
στὴ θρησκεία σου ποὺ φέγγει στὸ σκοτάδι!
Πόσα ὁράματα ὑπερκόσμια στὴ γαλήνη
ποὺ κοιμᾶται στῶν ματιῶν σου τὸ μαυράδι!...

Λίγο ἀκόμα καὶ τὸ φῶς θὰ ξεψυχήσῃ,
κι’ οὔτε χρῶμα, οὔτε λουλούδι, οὔτε ζευγάρι.
Ἄχ, κι’ ἂς ἦταν ἀπ’ τὸ χάος νὰ ξεπηδήσῃ
σὰν ὑπόσχεση ψηλὰ τὸ νέο φεγγάρι!

ΑΙΜΙΛΙΑ ΣΤΕΦ. ΔΑΦΝΗ