Γεις κυνηγός ανάτειλε

Γεις κυνηγός ανάτειλε
Ριζίτικα Κρήτης


Γεις κυνηγός - γεις κυνηγός ανάτειλε
όξω από τσ’όξω χώρες
Χανιώτικες μου βιόλες
εκατό δυο – μ’εκατό δυο σκουδιά ‘σερνε
ούλα μανιακωμένα
τα έρημαπαντέρμα
Τα εκατό – τα εκατό ΄σαν κούργιαλα
και τ’άλλα δυο ήσαν άσπρα
γαρεφαλιά στη γλάστρα
Πάνω σε πλά – πάνω σε πλάκα ανέβηκε
ο νιος να τα μετρήσει
και να τ’αποτσακίσει
Μα ‘τον η πλά – μα’τον η πλάκα από βροχή
κι’ ήτον και γλυτσιασμένη (ή ομβριασμένη)
η ερημόπαντέρμη
Και παραπά – και παραπάτησεν ο νιος
κι’ έπεσε μες’ στον ταύκο
γαρεμφαλό μου αφράτο
Σαράντα με- σαράντα μέρες έκαμε
ο νιος μέσα στον νταύκο
απού να μη σε χάσω
Κι’ απάνω στσι – κι’ απάνω στσι σαρανταδυό
σέρνει φωνή μεγάλη
(να τη γροικήσουν γι’οι άλλοι:)
— Κοντό δεν εί – κοντό δεν είναι επά βοσκοί
δεν είναι αγριμολόοι
ψυχή μου ροστολόει.
να πάρουν το τουφέκι μου
και την κουρνιά μου σκύλα
πριχού σκουριάσει η πιάστρα του;
σημ. κουρνιά = που έχει το χρώμα του πουλιού κουρούνα
νταύκος = μικρό χαντάκι στο βράχο